Εργασία στην Ιστορία Μαρία Ρομποτή 2013-14
Μαρία
Ο Τσαρλς Ντίκενς και το βιομηχανικό μυθιστόρημα Ο Τσαρλς Ντίκενς (1812-1870) ήταν το δεύτερο από τα οχτώ παιδιά της οικογένειάς του. Όταν, ενώ ήταν 12 χρονών, ο πατέρας του μπήκε στη φυλακή για χρέη εκείνος αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά σε ένα εργοστάσιο βερνικιών, μέχρι και να εργαστεί αργότερα ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια να αρχίσει το συγγραφικό του έργο. Τα μυθιστορήματά του, βαθιά επηρεασμένα από τις συνθήκες φτώχιας και ανέχειας μέσα στις οποίες μεγάλωσε, σατιρίζουν και κρίνουν αυστηρά την κοινωνία της εποχής του και εκθέτουν την εξαθλίωση μέσα στην οποία ζούσαν τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα.
Νόμος των φτωχών και πτωχοκομεία Πριν το 1834, το κόστος της φροντίδας των φτωχών διογκωνόταν κάθε χρόνο. Αυτό το κόστος πληρωνόταν από τις μεγαλομεσαίες τάξεις σε κάθε πόλη μέσω της φορολογίας. Ωστόσο είχε δημιουργηθεί η υποψία τόσο στις μεσαίες όσο και στις υψηλότερες τάξεις ότι «τα χρήματα που παρείχαν στους φτωχούς τους έκαναν οκνηρούς και τους επέτρεπαν να αποφεύγουν την εργασία». Μετά από χρόνια παραπόνων καθιερώθηκε ένας νέος νόμος με σκοπό να μειώσει το κόστος που είχε στις ανώτερες τάξεις η φροντίδα των φτωχών ονόματι «Νόμος των φτωχών».
«….Έτσι έφτιαξαν ένα καινούριο κανόνα που έλεγε ότι όλοι οι φτωχοί θα έπρεπε να έχουν την ευκαιρία να διαλέγουν ανάμεσα σε δύο λύσεις (γιατί φυσικά οι ίδιοι δεν είχαν σκοπό να πιέσουν κανέναν) : ή να πεθάνουν από πείνα σιγά σιγά μέσα στο κτίριο ή να πεθάνουν πολύ πιο γρήγορα έξω από αυτό..» Ο νέος νόμος αρχικά προέβλεπε ότι οι κοινότητες θα ανήκαν σε ενορίες και κάθε ενορία έπρεπε να χτίσει ένα πτωχοκομείο. Οι φτωχοί, δεχόντουσαν βοήθεια μόνο αν εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και πήγαιναν σε ένα πτωχοκομείο. Οι συνθήκες μέσα στα πτωχοκομεία ήταν απελπιστικά σκληρές με συνέπεια μόνο οι εξαιρετικά φτωχοί να υποπίπτουν στην ανάγκη τους. Οι οικογένειες χωρίζονταν και στεγάζονταν σε διαφορετικά μέρη του πτωχοκομείου. Οι φτωχοί αναγκάζονταν να φορέσουν στολή και η δίαιτά τους ήταν κάτι λιγότερο από λιτή και απέριττη. «….καθιέρωσαν λοιπόν τρία γεύματα με παχύ χυλό την ημέρα, ένα κρεμμύδι δύο φορές την εβδομάδα και μισό φραντζολάκι ψωμιού τις Κυριακές.»
Η πείνα θέριζε άπαντες. «..Ο οικονόμος του πτωχοκομείου σέρβιρε με μία κουτάλα το χυλό όταν έφτανε η ώρα για τα γεύματα, και από αυτό το κουρκούτι κάθε παιδί δε δικαιούταν παρά μόνο μία γαβάθα, ούτε μία στάλα παραπάνω, εκτός από τις εορταστικές περιπτώσεις που το χυλό συνοδευόταν με 60 γραμμάρια ψωμί. Η γαβάθα ποτέ δε χρειαζόταν πλύσιμο. Τα παιδιά τη γυάλιζαν με τα κουτάλια τους τόσο, που, μόλις τελείωναν έλαμπε και πάλι και όταν είχαν τελειώσει με το γυάλισμα (που ποτέ δεν κρατούσε πολύ, αφού τα κουτάλια ήταν σχεδόν τόσο μεγάλα όσο και οι γαβάθες) στέκονταν και κοίταζαν το καζάνι με τόσο λιγωμένο βλέμμα, που νόμιζε κανείς ότι μπορούσαν να καταβροχθίσουν με τα μάτια ακόμη και τα τούβλα που το αποτελούσαν, και όλη αυτήν την ώρα πιπίλιζαν επίμονα τα δάχτυλά τους και συνέχιζαν να ψάχνουν για σταγόνες χυλού που κατά λάθος θα τα είχαν πιτσιλίσει…»
Σύντομα αφότου θεσπίστηκε ο νόμος των φτωχών ξέσπασαν σκάνδαλα που διαδόθηκαν από τις εφημερίδες. Στο πτωχοκομείο Άντοβερ τρόφιμοι μισοπεθαμένοι από την πείνα συνελήφθησαν να τρώνε τη σάρκα που σάπιζε από κόκκαλα νεκρού. Ύστερα από αυτά τα επεισόδια η κυβέρνηση επέβαλε σκληρότερους νόμους στους διευθυντές των νοσοκομείων και τακτικές επιθεωρήσεις. Αυτό όμως δεν εξασφάλισε στους ένοικους των ιδρυμάτων καλύτερη μεταχείριση. Με το πέρασμα των χρόνων τα πτωχοκομεία στέγαζαν σχεδόν αποκλειστικά ορφανά, γέρους, αρρώστους και ψυχικά διαταραγμένους. Ο νόμος των φτωχών τιμωρούσε δηλαδή τους φτωχούς για τη φτώχεια τους όταν δεν ήταν δικό τους λάθος.
Εκπαίδευση Στο πτωχοκομείο παρεχόταν μία στοιχειώδης επιμόρφωση σχετικά με κάποια τέχνη. Ένα παιδί, μέλος μίας οικογένειας που ανήκε στην κατώτερη κοινωνική τάξη διδασκόταν κάποια βασικά πράγματα από την οικογένεια και την εκκλησία. Αλλά εφόσον ουσιαστική γνώση δεν υπήρχε, όταν οι νέοι έβγαιναν στην αγορά εργασίας προσλαμβάνονταν και μάθαιναν εκεί την απαιτούμενη τέχνη για να
σταδιοδρομήσουν στο κάθε επάγγελμα. Αυτός ο τρόπος εκπαίδευσης τροφοδοτούσε τη βιομηχανία με μηχανικούς, τεχνίτες, επιχειρηματίες. Μόνο τα παιδιά των εύπορων οικογενειών είχαν το προνόμιο επαρκούς μόρφωσης στα ιδιωτικά σχολεία (τα οποία πέρα από τα συνηθισμένα μαθήματα φρόντιζαν να καλλιεργούν στα παιδιά εθνική συνείδηση και να τους εμφυσούν τα χαρακτηριστικά του ‘gentleman’ ) και καταλάμβαναν μεγάλες θέσεις οι οποίες συσχετίζονταν με ενασχόληση με τα οικονομικά, τη διοίκηση ή την πολιτική. Έτσι η πολιτική ήταν ευνοϊκή κυρίως για την τάξη από την οποία είχαν προέλθει εκείνοι που την απάρτιζαν. Οι κυρίαρχες οικονομικά τάξεις, λοιπόν, έλεγχαν τους κρατικούς μηχανισμούς. Στα σχολεία που απευθύνονταν στις μάζες (σχολεία χαμηλού επιπέδου) οι καθηγητές πληρώνονταν ανάλογα με το αποτέλεσμα της δουλειάς τους, δηλαδή σε άμεση εξάρτηση με τον αριθμό των μαθητών τους και των όσων είχαν αποκομίσει οι μαθητές από το μάθημα τους, πράγμα που ελεγχόταν με ένα είδος εξέτασης. Συχνά οι μεγαλύτεροι μαθητές δίδασκαν τους νεότερους.Πρέπει να επισημανθεί ότι η εκπαίδευση έγινε προϊόν κρατικής μέριμνας μόνο το 1870 ( το ’91 η ίδρυση των πρώτων δημόσιων δημοτικών σχολείων) γιατί η επικρατούσα
άποψη μέχρι τότε ήταν κατά ενός μορφωμένου προλεταριάτου. Άλλωστε η βιομηχανική επανάσταση η οποία είχε επιφέρει την ανεπανάληπτη ακμή της Αγγλίας τον 19ο αιώνα ήταν βασισμένη στην κοινωνική ανισότητα. (Εμφανής ήταν και η προτίμηση της κυβέρνησης στα ιδιωτικά σχολεία τα οποία ενίσχυε χρηματικά).
Συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια
Όσον αφορά το ωράριο οι συνήθεις βάρδιες ήταν από 12 έως 14 ώρες την ημέρα, με υπερωρίες αμισθί τις ώρες που η ζήτηση ήταν μεγαλύτερη. Κάποιες φορές κατά το
διάλειμμα για φαγητό που δικαιούνταν οι εργαζόμενοι, αναγκάζονταν να καθαρίζουν τα μηχανήματα. Ο μισθός ήταν συνήθως 75 πένες για τους άντρες, 35 πένες για τις γυναίκες και 15 για τα παιδιά ανά την εβδομάδα. Οι εργοδότες προτιμούσαν για το λόγο αυτό, γυναίκες και παιδιά. Όταν κρινόταν πως τα παιδιά δεν έκαναν σωστά την εργασία που τους είχε ανατεθεί, ‘για λόγους πειθαρχίας ’ τα τιμωρούσαν είτε χτυπώντας τα με δερμάτινα λουριά είτε κρεμώντας τους σιδερένια βάρη γύρω από το λαιμό τους, είτε καρφώνοντας τα αυτιά τους στο τραπέζι είτε καταβρέχοντάς τα για να τα κρατήσουν ξύπνια.
Θέτονταν πρόστιμα για τους εργάτες όταν μιλούσαν μεταξύ τους, αν σφύριζαν, ή αν εγκατέλειπαν το δωμάτιο χωρίς την άδεια του υπεύθυνου. Λέγεται πως οι εργοδότες υποχρέωναν τους επιτηρητές να μαζέψουν μια ορισμένη ποσότητα χρημάτων από πρόστιμα, ανά βδομάδα. Κάποιοι εργοδότες πήγαιναν τα ρολόγια μπροστά, εν αγνοία των εργαζομένων για να τους κατηγορήσουν για καθυστέρηση και να λάβουν το αντίστοιχο πρόστιμο. Πολλές φορές τα παιδιά αναγκάζονταν να μπουν μέσα σε κάποιο μηχάνημα για να επιτελέσουν μία εργασία στην οποία δε θα μπορούσε να ανταποκριθεί ένας μεγαλύτερος και σαν αποτέλεσμα συνέβαιναν συχνά ατυχήματα. Το 1833 το 40% των ατυχημάτων στο Μάντσεστερ ήταν από ατυχήματα σε εργοστάσια. Η έκθεση των εργαζομένων σε ακραίες συνθήκες είχε σοβαρές επιπτώσεις για την υγεία τους. Για παράδειγμα το βαμβάκι επεξεργαζόταν κάτω από ξηρό περιβάλλον και υψηλές θερμοκρασίες. Οι εργάτες στα εργοστάσια βαμβακιού έβγαιναν, μετά τη δουλειά έξω στον κρύο αέρα και από τη διαφορά θερμοκρασίας πάθαιναν πνευμονία. Ο δυνατός θόρυβος από τα μηχανήματα κάποιες φορές προκαλούσε βλάβες στην ακοή των
εργαζομένων και άλλες φορές η σκόνη που εισέπνεαν αποτελούσε αίτιο για ασθένειες των πνευμόνων. Αν κάποιος γινόταν μέλος σε ένα συνδικάτο απολυόταν αμέσως και έμπαινε στην μαύρη λίστα για όλους τους εργοδότες της περιοχής έτσι ώστε να παραμείνει άνεργος. Σε μερικές περιπτώσεις από την αρχή της προσλήψεως ενός εργαζομένου υποχρεωνόταν να υπογράψει ένα έγγραφο που τον απέτρεπε από το να μπει σε συνδικάτο. Μάλιστα σε κάποια ορυχεία πριν δοθεί η θέση σε κάποιον υποψήφιο έπρεπε να υπογράψει μία εγγύηση ότι δε θα παραιτούταν για να εργαστεί αλλού.
Παιδιά καπνοδοχοκαθαριστές Το 19ο αιώνα όπου η παιδική εργασία είχε λάβει μεγάλες διαστάσεις (για λόγους υποστήριξης της φτωχής οικογένειας) ,καθώς εργάζονταν με χαμηλό ημερομίσθιο, μεγάλος αριθμός παιδιών δούλευε στις καμινάδες ως βοηθοί καπνοδοχοκαθαριστών( αφού το μέγεθός τους ήταν ευνοϊκό για την εργασία αυτή)
Η ανεξέλεγκτη έκθεση των παιδιών σε τόσο απάνθρωπες συνθήκες είχε ως αποτέλεσμα πολλές φορές να παθαίνουν ασφυξία από τη σκόνη ή να λιποθυμούν υπό την επιρροή της, να σφηνώνουν στην καμινάδα, να πέφτουν από μεγάλο ύψος, ακόμη και να καίγονται ζωντανά.
Μακροπρόθεσμα συχνά τυφλώνονταν ή προσβάλλονταν από καρκίνο των γεννητικών οργάνων. Στον Όλιβερ Τουίστ, χαρακτηριστικά, όταν αποφασίστηκε να εκδιωχθεί ο Όλιβερ από το πτωχοκομείο οπού ζούσε, διεκδικήθηκε από τον Γκάμφιλντ, έναν καπνοδοχοκαθαριστή ο οποίος ενώπιον του δικαστηρίου, προς υπεράσπιση της δουλειάς του, όταν τέθηκε προς
αμφισβήτηση το αν συνθέτει περιβάλλον φιλικό προς ένα παιδί: ‘Πολλά μικρά παιδιά έχουν σκάσει μέσα σε καμινάδες μέχρι τώρα’ ,απάντησε: ‘Αυτό έγινε γιατί κατάβρεχαν το άχυρο πριν να ανάψουν την καμινάδα, για να τους κάνουν να ξανακατέβουν. Έτσι βγαίνει καπνός και όχι φωτιά και βέβαια ο καπνός καθόλου δεν κάνει ένα μικρό παιδί να ξανακατέβει. Το μόνο που κάνει είναι να το ζαλίζει και να το κοιμίζει και αυτό του αρέσει κιόλας. Τα παιδιά είναι πολύ πεισματάρικα και τεμπέλικα πλάσματα, κύριοι, και δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από μία λαμπερή φωτιά που θα τα κάνει να κατέβουν ολοταχώς. Αφήστε που είναι και ανθρωπιστικό γιατί, ακόμα και αν κολλήσουν στην καμινάδα μόλις θα αρχίσουν να ψήνονται τα πόδια τους, θα παλέψουν όσο πιο πολύ μπορούν για να ελευθερωθούν….»
Πολεοδομία και Στέγαση χαμηλότερων τάξεων Το 19ο αιώνα ο πληθυσμός της Αγγλίας αυξήθηκε σημαντικά καθώς ένα μεγάλο κύμα μεταναστών κατέφθασε προερχόμενο από την Ιρλανδία ωθούμενο από την οικονομική κρίση εκεί. Τόσο λοιπόν οι μετανάστες όσο και οι γηγενείς αγροτικοί πληθυσμοί εισέρρεαν στα αστικά κέντρα οπού υπήρχαν θέσεις
εργασίας ( τα εργατικά χέρια που χρειάζονταν στην επαρχία είχαν αντικατασταθεί από μηχανήματα). Ο πληθυσμός ήταν μεγαλύτερος από όσο είχε προβλεφθεί με συνέπεια τα κτίρια που διατίθενται για κατάλυμα στις μεγάλες πόλεις να είναι ελάχιστα και επομένως ακριβά. Έτσι στεγάζονταν μαζί πολλοί άνθρωποι ώστε να μοιράζεται το ενοίκιο. Όπως αναφέρεται συνέβαινε ‘τριάντα ή περισσότεροι άνθρωποι να κατοικούν σε ένα μόνο δωμάτιο’. Οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες. Κατοικούνταν κελάρια χωρίς πάτωμα, χωρίς αερισμό ή υγιεινή. Αυτές οι λαϊκές κατοικίες έπαιρναν τον τίτλο ‘rookeries’ (=κορακοφωλιές) επειδή ενώ όλα τα άλλα είδη πουλιών (=τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα) ζούσαν μία οικογένεια ανά φωλιά (=σπίτι), όσον αφορά στους κόρακες (=φτωχούς) μένουν πολλές οικογένειες μαζί. Το σύστημα αποχέτευσης στις πόλεις ήταν κάκιστο με αποτέλεσμα μετά από δριμείς βροχοπτώσεις να πλημμυρίζουν οι υπόνομοι, εξαπλώνοντας μικρόβια και ιούς.
Εγκληματίες στο βικτωριανό Λονδίνο Η έξαρση της φτώχειας κατά τον 19ο αι. επόμενο ήταν να οδηγήσει σε αύξηση της εγκληματικότητας. Οι ληστείες ήταν αναρίθμητες. Ενώ τα παιδιά μπορεί να έκαναν μικροκλοπές από περαστικούς ή να κλέβουν από χειράμαξες στους δρόμους, και οι γυναίκες να εμπλέκονταν με το έγκλημα της κλοπής από μαγαζιά, οι απατεώνες και οι μαχαιροβγάλτες ήταν διαβόητοι.
Πολυπληθείς ήταν οι διαρρήκτες όπως ο Σάικς που δρούσαν σε ομάδες και ξεγλιστρούσαν μέσα σε μαγαζιά, σπίτια, αποθήκες. Οι ληστείες σε μεμονωμένα άτομα ήταν επίσης διαδεδομένες. Ένα μαντήλι εμποτισμένο με χλωροφόρμιο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να αχρηστεύσει τις αισθήσεις του θύματος πριν από τη ληστεία. Ένα ακόμα τέχνασμα που χρησιμοποιούσαν ήταν να δελεάζουν τους άντρες σε απόμερα μέρη έξω από το οπτικό πεδίο τον περαστικών, χρησιμοποιώντας μια πόρνη ως δόλωμα για να τους χτυπήσουν και να τους ληστέψουν . Οι πόρνες διέτρεχαν μεγάλο κίνδυνο. Κανείς δεν ξέρει πόσες Νάνσυ στραγγαλίστηκαν, μαχαιρώθηκαν, σφάχθηκαν…Και φυσικά κινδύνευαν και οι αβοήθητοι. Στα κομψοντυμένα παιδιά έστηναν ενέδρες, τα παρέσυραν μακριά και τα έγδυναν από τα πολύτιμα ρούχα τους. Ακόμα και κατοικίδια αρχοντικών απάγονταν για λύτρα. Στα μισά του αιώνα και πάλι το ΄62 , τον πανικό είχε σπείρει στους πολίτες η ‘τάση’ κάποιων εγκληματιών να χτυπούν απαγχονίζοντας τον ανυποψίαστο διαβάτη από πίσω την ώρα που ένας συνεργός του έκλεβε ό, τι είχε και δεν είχε. Περίπου την ίδια εποχή υπήρχαν και συμμορίες με βανδάλους στους δρόμους..Τη δεκαετία του ’80 εντάθηκε η χρήση όπλων.
Καταδίωξη του κλέφτη Οι περισσότερες διώξεις δεν γινόντουσαν από την αστυνομία, όπως θα περίμενε κανείς αλλά από ανθρώπους μεμονωμένα, συνήθως τα θύματα του εγκλήματος. Αυτός που θεωρείτο ότι διέπραξε το έγκλημα οδηγούταν στον αστυφύλακα ή τον δικαστή της κοινότητας από αυτόν που τον συνέλαβε. Ακόμη και σε μέρη που υπήρχε αστυνομικό δυναμικό οι καταδιώξεις άρχιζαν από τους πολίτες. Στον Όλιβερ Τουίστ όταν ο κύριος Μπράουνλοου είδε το παιδί να το σκάει (όπως νόμιζε με το μαντήλι του) άρχισε να το κυνηγά φωνάζοντας «Σταματήστε τον, κλέφτης! Σταματήστε τον κλέφτης» και όπως αναφέρει ο Ντίκενς «…κάτι μαγικό υπάρχει σε αυτόν τον ήχο. Ο έμπορος αφήνει το ταμείο του και ο αμαξάς την άμαξά του, ο χασάπης παρατάει το δίσκο του, ο φούρναρης το καλάθι του, ο γαλατάς τα δοχεία του, το παιδί για τα θελήματα τα πακέτα του, το σχολιαρόπαιδο τους βόλους του, ο σκαφτιάς την αξίνα του, το παιδάκι τη ρακέτα του. Κι αμέσως όλοι αρχίζουν να τρέχουν, πατείς με, πατώ σε, φύρδην μίγδην, άτσαλα, σχίζοντας, ουρλιάζοντας, φωνάζοντας, πέφτοντας πάνω στους διαβάτες καθώς στρίβουν στις γωνίες, ξεσηκώνοντας τους σκύλους και τρομάζοντας τα πουλιά και η ηχώ της φωνής τους φτάνει σε δρόμους, πλατείες
και δρομάκια…..Κάπου βαθιά στο ανθρώπινο στήθος υπάρχει ριζωμένο ένα πάθος για κυνήγι…»
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα δε, είναι η αντίληψη των ευγενών περί ανηθικότητας. Αναγνώριζαν στους εαυτούς τους το δικαίωμα να συμμετέχουν στην πάταξη του εγκλήματος σαν ιεραπόστολοι που προσπαθούν να φέρουν τους αποπροσανατολισμένους στον ίσιο δρόμο, θεωρώντας πως οι ίδιοι χαρακτηρίζονται αποκλειστικά από ευγενικά συναισθήματα ως gentlemen αλλά και πιστοί χριστιανοί που ήταν. Δηλαδή αφού είχαν εξωραΐσει μέχρι τελειότητας τον εαυτό τους, στρέφονταν στους υπόλοιπους. Έτσι πίστευαν. «..το πλήθος περιορίστηκε απλά στην ικανοποίηση να συνοδέψει τον Όλιβερ μόνο ένα δυο δρόμους, σε ένα μέρος που λέγεται Μάτον Χιλ (..) οπού γινόταν η απονομή της δικαιοσύνης..» Στην πραγματικότητα ο φαρισαϊσμός τους ήταν υπέρμετρος καθώς η καλοσύνη που ένιωθαν ότι τους διέκρινε περιοριζόταν μόνο σε τακτικές επισκέψεις στην εκκλησία και η συμπεριφορά τους χαρακτηριζόταν από απύθμενο εγωισμό και ωχαδερφισμό αλλά και απεριόριστη περιφρόνηση, απάθεια, ακόμη και σκληρότητα, όταν επρόκειτο για τον φτωχό συνάνθρωπό τους που βρισκόταν σε ανάγκη.
Ωστόσο διαφθορά και ανηθικότητα αναγνώριζαν μόνο στο πρόσωπο του εγκληματία (ο οποίος μάλιστα πολλές φορές δεν είχε και εναλλακτική επιλογή). Όπως τέθηκε και από τον Ντίκενς « Είναι άξιο θαυμασμού πώς η Αρετή αδιαφορεί για τις βρώμικες κάλτσες και πώς η Διαστροφή παντρεμένη με τις κορδέλες και τη χαρούμενη περιβολή, αλλάζει το όνομά της και γίνεται ρομαντισμός»
Στα δικαστήρια Στις αρχές του 19ου αιώνα οι συνθήκες στα δικαστήρια και η μεταχείριση του θύματος αλλά και του κατηγορουμένου ήταν πολύ διαφορετική από σήμερα. Οι δίκες στο δικαστήριο ήταν συχνά πολύ γρήγορες. Οι εισαγγελείς, οι δικαστές και οι ένορκοι είχαν περισσότερη ισχύ και επιλογές από σήμερα. Ο κατήγορος ήταν συνήθως το θύμα του εγκλήματος και αυτή/αυτός συνήθως κατηγορούσε τον εναγόμενο. Ο κατηγορούμενος έπρεπε να δικαιολογηθεί και να διαψεύσει τα στοιχεία εναντίων του και έτσι να αποδείξει την αθωότητά του.
Ήταν σπάνιο ο κατηγορούμενος να έχει έναν δικηγόρο υπεράσπισης, εκτός από εξαίρετες υποθέσεις και οι εισαγγελείς, οι δικαστές και οι ένορκοι είχαν μεγάλοι ευελιξία ως προς τον τρόπο που θα ερμήνευαν το νόμο. «..Αν και το Πνεύματα που κυβερνούν μια τέτοια αίθουσα ασκούν μια συνοπτική και αυθαίρετη εξουσία πάνω στις ελευθερίες, στην καλή φήμη, στο χαρακτήρα σχεδόν στις ζωές των υπηκόων της Αυτού Μεγαλειότητας (ιδιαίτερα όσων ανήκουν στην πιο φτωχή τάξη) και αν και μέσα σε τέτοιους τοίχους παίζονται αρκετά βρώμικα παιχνίδια κάθε μέρα που θα μπορούσαν να κάνουν τους αγγέλους να τυφλωθούν από το κλάμα, όλα αυτά μένουν μακριά από το κοινό, αν εξαιρέσει κανείς όσα έρχονται στο φως από τον ημερήσιο τύπο..»
Κατά τη διάρκεια της δίκης ούτε ο κατήγορος ούτε ο κατηγορούμενος δικαιούταν κανένα είδος νόμιμης βοήθειας. Αυτό σήμαινε ότι ο μέσος κρατούμενος δεν είχε πρόσβαση σε νόμιμη βοήθεια επειδή κόστιζε ακριβά.
Πηγές www.victorianweb.org/victorian/history/crime/banergee 1.html www.vcp.e2bn.org/justice/section2198-catching-thecriminal.html www.vcp.e2bn.org/justice/section2195-the-courts-andjudiciary.html www.vcp.e2bn.org/justice/section11333-witnesseslawyers-juries.html www.hiddenlives.org.uk/articles/poverty.html www.nationalarchives.gov.uk/education/lessons/lesson0 8.html www.bbc.co.uk/schools/gcsebitesize/history/shp/britishs ociety/livingconditionsrev1.shtml www.operatispentaras.blogspot.gr ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ