ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Σχεδιασμός, τυπογραφική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Διορθώσεις τυπογραφικών δοκιμίων: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου
Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου: Δημήτρης
Κουρκούτης
© Copyright κειμένου: Σ.-Α. Ν. Αγούρος
© Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός
Γραμματοσειρά Iolkos Apla [αποκλειστική χρήση] Φεβρουάριος 2023, Α΄ Έκδοση
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ
Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr www.iolcos.gr
ISBN 978-960-640-127-5
Ο Σ.-Α. Ν. Αγούρος γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 99, ενώ έζη-
σε και μεγάλωσε στα Λεχαινά έως τα πρώτα φοιτητικά χρόνια. Είναι απόφοιτος του τμήματος Μαθηματικών του Πανεπιστη-
μίου Πατρών και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευ -
σης του ιδίου Τμήματος. Το 00 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ του
Τμήματος Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Πατρών με την
υποστήριξη του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών. Έχει εργα-
στεί ως ακαδημαϊκός υπότροφος στο Δημοκρίτειο Πανεπιστή-
μιο Θράκης και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και τα τελευταία
χρόνια ζει στο Ρίο Πατρών. Η ποιητική συλλογή Τα πρώτα
βήματα είναι το πρώτο του βιβλίο.
Χ Ρ ό ΝΟ ς
Προσπάθα, μου ’χε πει, ν’ αντιληφθείς το χρόνο.
Κουβάρι μοιάζει, σκέφτηκα, με μπερδεμένο φόνο.
Πού το ξετύλιγμα θωρείς, να δώσεις εξηγήσεις.
Βάλσαμο μοιάζει ο φουκαράς, η πανταμάτωρ λύσις.
Έκανα να βρω την αρχή κι οπίσω να γυρίζω.
Παιδί στα πέτρινα σκαλιά, χτυπώ και κλαψουρίζω.
Τι μ’ έπιασε κι αρπάχτηκα γρίφους να πολεμήσω;
Άκρη στο νήμα δε θα βρω όσο κι αν προσπαθήσω.
Τ Ο Μ ί ΣΟ ς
Το μίσος που νιώθω για μένα μαύρη σκιά.
Φοβάμαι μήπως μέσα μου μπει και γίνει φωτιά*.
Κάθε βράδυ μαζί μου ξενυχτά.
Κάνοντάς μου παρέα, άγρυπνο με κρατά.
Με χαλινάρια και σχοινιά
να το δαμάσω προσπαθώ.
Άσκοπα κάθε βράδυ
να το σκοτώσω δεν μπορώ.
Τρέχω να του ξεφύγω, να σωθώ, ωραία όνειρα να δω. Μα πριν προλάβω να κρυφτώ, με προλαβαίνει στο στενό.
Για ώρες παίζουμε κυνηγητό, νομίζω πως το ξεγελώ.
Κορόιδο το αποκαλώ,
του κρύβομαι μέσα στο νερό.
Μέσα στα γαλανά νερά
παλεύοντας με κύματα θεριά βρίσκω έναν ήλιο φωτεινό, κοντά στο στήθος τον κρατώ.
Φως άσπρο, λαμπερό, απ’ το κακό πιο δυνατό.
Το μίσος μου –θα τρελαθώ–
θα το σκοτώσω στο λεπτό.
Μα η νύχτα με εξαπατά…
Αρπάζοντάς με απ’ τα μαλλιά, βίαια με βγάζει στη στεριά,
στου μίσους μου την αγκαλιά.
Άλλο ένα βράδυ μοναχός, το μίσος άγρυπνος φρουρός.
Στέκει κοντά μου, μου γελά, μου ψιθυρίζει απαλά:
«Φίλε καλέ μου, αδερφέ… Δε θα χωρίσουμε ποτέ.
Χρόνια κι αν πέρασαν, μπορείς…
μέσα σου πάντα θα με βρεις».
* Από το τραγούδι «Φωτιά», που έγραψε ο Μπάμπης Στόκας για τους Πυξ Λαξ, 99.
Πέ Ν θ Ο ς
Κοίταξα μέσα μου για μια στιγμή.
Αναρωτιόμουν, βλέπεις, το βάθος που άφησε η πληγή.
Τα πήρε όλα κι έφυγε, εικόνα θλιβερή.
Σαν βελονιά που καίει το δέρμα, μου σημαδεύει το πετσί.
Κι αυτή η στιγμή μού φάνηκε αιώνας, εξαφανίστηκα σαν αστρα-
πή.
Μικρό το μπόι μου, συρρικνώθηκα, μου φάνταζα παιδί.
Η δίνη γύριζε τρελά και η οδύνη τρομερή.
Χρυσαετός που πληγωμένος ψάχνει παρηγοριά στη γη.
Αντάριεψε η ψυχή μου και η θλίψη ρίζωσε βαθιά.
Θεέ, τι πίκρα μου ’στειλες, αβάσταχτη μου μοιάζει, σωστή σκλαβιά.
Πες μου μονάχα πού να ψάξω, τη λύτρωση να βρω ξανά.
Φτωχή η ανάμνηση και δεν αρκεί, το βόλι χτύπησε καρδιά.
Και ψάχνω μάταια, παρηγοριά ζητώ στη μοναξιά.
Λες κι είναι φίλη μου καλή με παίρνει αγκαλιά.
Χάνομαι στο όνειρο, δεν αφουγκράζομαι πλέον τίποτα.
Λες και θα βρω απάντηση σε ερωτηματικά ανείπωτα.
Κοιμάμαι, ξυπνώ, δε νιώθω διαφορά καμιά.
Κρύβομαι μες στις σκέψεις κι ο φόβος με χτυπά.
Αγύρτη, άτιμε, πού με ξετρύπωσε απορώ.
Κρυψώνα μυστική νόμιζα βρήκα, δε μ’ άφησε ήσυχο λεπτό.
Να έχει σκοτάδι εκεί που ζουν;
Να βλέπουν κάτι, να αισθάνονται, άραγε ακούν;
Στέκει σιμά τους άγγελος, φίλος, γνωστός κανείς;
Σε μέρη άγνωστα –βάστα καρδιά– πού να τους βρεις;
Μία λεπτή λωρίδα κακοκαιριάς το πένθος μαρτυρά.
Τα μάτια μες στο αίμα, τα γένια μακριά.
Αντίο αδέρφια, καλό ταξίδι, στα χέρια δυο κεριά.
Σωστός ή λάθος δε φρονώ, ο χρόνος πίσω δε γυρνά.
Τ Ο ΝΥΧΤΟΠΟ ύ ΛΙ
Έπεσα και κοιμήθηκα εψές να ξαποστάσω λίγο.
Ν’ απαλλαγώ εκοίταξα από του σώματος την κόπωση και του μυαλού το επίγειο.
Πρόσφυγας μες στα όνειρα έψαξα να κρυφτώ στις σκέψεις.
Εκεί που κατοικούν σκιές και αντήλιοι δαίμονες που μόνος θα παλέψεις.
Πρέπει να έφυγα μεμιάς γι’ αλλού, σε αυτά τα μέρη τα παράξενα.
Καθώς –θυμάμαι– ανάσαινα βαριά και τρανταξιές απαύτωνα.
Λες και κοιμόμουν τον αξύπνητο, όλα μεμιάς σταμάτησαν.
Μες στο σκοτάδι έπεσα και οι λογισμοί ξεστράτισαν.
Τα βλέφαρα πετάρισαν, να δεις που θα ξυπνήσω.
Μα άντε να ξεχωρίσεις τη μεριά κι αν βρέθηκες οπίσω.
Ξύπνημα, βλέπεις, είν’ κι αυτό, αλλιώτικο από τ’ άλλο.
Μόνο που στη μεριά αυτή θωρείς φίλο καλό το Χάρο.
Να μη σου τα πολυλογώ, ξύπνησα μες στον ύπνο μου, παρηγοριά
δεν έχει.
Κι έβλεπα, λέει, από ψηλά το σώμα μου να φεύγει.
Φοβήθηκα, το ομολογώ, κι εσφίχθηκε η καρδιά μου.
Δρακόδεντρο λες κι ήμουνα, βαρούσαν τα κλαδιά μου.
Μονάχος μου περπάταγα σε μέρος μάλλον ξένο.
Πού πάω, μωρέ, ο ανίδεος, σαν πούθε ανεβαίνω;
Και προσπαθώ να φυλαχτώ μα η λαλιά δε βγαίνει.
Και ξάφνου, να σου ο Θάνατος τον Ύπνο προλαβαίνει.