Βαγγέλης Ντένας - Το συνεργείο του ουρανού - Εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

Βαγγέλης Ντένας

Το συνεργείο του ουρανού Ποίηση


ΤΟ ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ Βαγγέλης Ντένας Διορθώσεις: Χαρά Μακρίδη Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Έργο εξωφύλλου: Κωνσταντίνος Σπυρόπουλος Σχεδιασμός εξωφύλλου: Γιώργος Ανδρέου © Copyright: Βαγγέλης Ντένας E-mail: cheerupmate@hotmail.com © Copyright Έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός - Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης, 2010 Ιούλιος 2010 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ • Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684 Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr

www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-584-8


ΤΟ ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ



ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΝΤΕΝAΣ

ΤΟ Σ ΥΝΕΡΓΕΙΟ ΤΟΥ Ο ΥΡΑΝΟΥ

Ποίηση

ΙΩΛΚΟΣ



Κι όμως θα ήθελα να σιωπήσω Ίσως, που δεν μπορώ να μιλήσω σαν παγανιστής Το αίμα της ειδωλολατρίας επιστρέφει*. Αρθουρ ΡεμπΩ

*. Ελεύθερη απόδοση: Χρήστος Σ. Κρεμνιώτης.



ΦΑΡΣΑ Διαφυλάττοντας τα ιδιωτικά και κοπιαστικά κεκτημένα από τη βροχή αναγκάζομαι να μουσκέψω τις κάλτσες μου. Ο αξιοσέβαστος κύριος Έλιοτ φτιάχνει μια χαρτοσκεπή σε σχήμα ισόπλευρης πυραμίδας με τα σκαληνά του λόγια. «Αφήστε με παρακαλώ! Προσπαθώ να διαφυλάξω το βιος μιας ολόκληρης στιγμής μας». Φτιάχνει κύκνους και με το ένα μάτι κλειστό τους βάζει πίσω από κάποιο κύμα. Δε μαντεύω τίποτα! Όμως βάζω στοίχημα πως όποια σκέψη και αν κάνει θα τη φτυαρίσει η παραλία, μαζί και το αυτοκτόνο εκείνο κύμα. «Μα, κύριε Έλιοτ, πώς μπορείτε να το προσπερνάτε έτσι; Κάνατε την τάδε επιλογή. Μην αδιαφορείτε με το ενδιαφέρον που προκαλέσατε». Είμαι έτοιμος να διαιρέσω τον εαυτό μου με τον καιρό. Οι μπούκλες της θύελλας που μόλις σηκώθηκε από τον ύπνο της, οι τούφες μπλεγμένες πετονιές ερχόμενες από όπου ψεύδισε η θάλασσα ανάκατα κύματα κλώθουν ίνες των ματιών μου. Σίγουρα δεν έλουζε τον κύκνο στη βροχή. Ίσως τον έβαλε σε κάποιο μπαλκόνι ή ανοίγοντας και το άλλο μάτι να τον έβαλε στο βουνό. Ένα μειδίαμα ξεπαγώνει στο πρόσωπό μου καθώς αναλογίζομαι το σπαθί να κόβει το γόρδιο δεσμό σαν ρόδι. «Κάντε το να πετάξει, κύριε Έλιοτ, τα φτερά του εύλογα συμμετρικά. Κάντε το να πετάξει!». Δεν είναι η πρώτη φορά που θα βάλω πινέζα στην καρέκλα του αγαπημένου μου δάσκαλου.


ΔΑΚΡΥΑ ΟΤΑΝ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΤΗΝ ΚΑΡΧΗΔΟΝΑ Ξύπνησα όταν όλοι είχαν ήδη κουραστεί και ξανάπεφταν για ύπνο. Σαν άνθρωπος που άκουγε μουσική πρώτη του φορά, με κλάμα χωρίς φωνή και δάκρυ έμπηξα τα γόνατα στη γη και έγινα η παρανυχίδα που ταλαιπωρεί το χώμα. Ξαναδιδάχτηκα ανάγνωση και γραφή. Και καλλιγραφία έμαθα σε γυμνές πλάτες και τα έπη των ημίθεων αποστήθισα για να ξεκουράζονται τα χείλη από τα χείλη. Τις πνιγηρές λέξεις σταμάτησα να αποτελειώνω με θαυμαστικά. Δοκίμασα τη δύναμη του ψιθύρου λαθροβιώνοντας στην άκρη χορδών και εξώκοσμων τυμπάνων. Με πήραν στις εκστρατείες να συγκρατώ τα ονόματα όσων πρώτευσαν και ύστερα στις αγορές τής ανατολής να κρατάω τα βιβλία ώσπου σε ένα παζάρι με αντάλλαξα με μια ετοιμόγεννη σκλάβα για να φτάσω στη Ρώμη. Είδα πώς λυγίζει ο κέδρος, είδα γενειοφόρους κραδαίνοντας τα δόντια τους στον ουρανό να εξεμούνται από ξύλινες κοιλιές. Στην Αθήνα δε με θυμόταν κανείς παρά ένα βότσαλο με το όνομά μου. Στο Εμπόριον δεν είχε μείνει ψυχή που να μιλά ελληνικά. Με τους νόθους υιούς του Αντώνιου έψαξα τον ανίατο πυρετό ως το τέλος των χαρτών.

10


Μην έχοντας άλλη από τη σάρκα μου να λεηλατήσω βρέθηκα μισθοφόρος και όταν η άμμος είχε αφαιρέσει το παλιό μου δέρμα, όταν ο θώρακάς μου βάρυνε, άφησα τους κισσούς των πέτρινων αυλών να τον πάρουν και να τον κρύψουν στα σκοτάδια τους για πάντα. Ύστερα με ένα κλήμα στο χέρι αναζήτησα τους πρόποδες όπου θα στέριωνε για πρώτη φορά ένα αμπέλι σκαμμένο με τις χούφτες. Το κρασί του ήταν μια για γιορτές και εκατό για να ξεβάφει το μέταλλο που κοκκίνιζε σαν μεθύσι. Στο μεταξύ χτίζονταν φυλακές· δεν ήξεραν τι να τις κάνουν και έψαχναν για εθελοντές. Ολοστόλιστο στην κορυφή ενός ζιγκουράτ με έκαναν θυσία όταν παρακολούθησα το άνθος της γαλλικής ιπποσύνης να ανατέλλει και ευθύς μου δόθηκε χάρη στο όνομα των καιρών. Πλέον δεν μπορώ να γυρίσω πίσω σε τίποτα –και για αυτό είμαι πολύ ευτυχισμένος– καθώς ξύπνησα, δεύτερη φορά πριν ζήσω, μες στην αγκαλιά σου.

11


ΧΑΛΑΣΜΟΣ Elle a toujours les yeux ouverts Et ne me laisse pas dormir. Ses rêves en pleine lumière Font s’évaporer les soleils. Paul Eluard

Συνεχίζω… Αυτή η ταραχή δεν είναι απλή υποψία. Τα μάτια της είναι στραμμένα πάνω μου. Μόνο κατάματα ξέρω να την κοιτάω. Η γραφή μου είναι τρομώδης, ζωγραφίζω ένα λευκό πουλί και το ταΐζω στο ράμφος με μελάνι. Τρομώδης είναι και ο κόσμος, ώστε δείχνω εντελώς ατάραχος. Τίποτα πια δε θα μου χαρίσει ένα παραλήρημα; Ακόμη και ο θάνατος αν έχει αξία για κάποιον, πρέπει να τον κερδίσει. Οι διαχρονικοί νόμοι με την αδιατίμητη απελπισία είναι αυτοί. Δε σας συμμερίζομαι μοιραία Μοίρα με τα ατελέσφορα χρώματά σας. Στη θάλασσα να δεις που θα σε τρατάρουν όλοι μια χούφτα αλατόνερο! Χαρίζεται κάτι επιτέλους; Α! Μάλιστα, τα μάτια της! Τα μάτια της είναι στον κόσμο για να μου λείπει το προεξέχων ελατήριο στο στρώμα τού ύπνου, σε κάποιο μέρος τραχύ να μην εκτιμώ καθόλου ένα πούπουλο παρά το βάρος της πέτρας που κοιτά μια αδυσώπητη αλήθεια, διαχρονικά αδιατίμητη! Χαλασμός τα μάτια της, χαλασμός απέραντος ώστε φτάνει να γίνει γαλήνη.

12


Στον ύπνο με τέσσερις πινέζες στερεωμένο το παραλήρημα ασφυκτιά σαν μεγάλα άσπρα πανιά από τη νηνεμία. Στη λάμπα μου τρόμος ανελέητος τού φωτός μέσα σε τόσες ευθείες απαλότητας. Μου προκαλούν ναυτία οι κοινοί τρόποι, πρασινίζω σαν σκίτσο μεταξύ ατάραχων στιγμών αν δεν πριονίσω λίγο τα αδιασάλευτα. Να τα οξύνω, ούτε λόγος! Κολλούν τα τσίγκινα επάνω μου ενώ άλλοτε με αποκαλούν είρωνα, καθώς βάζω αποσιωπητικά στις ασυναρτησίες ή ρίχνω θαυμαστικά στις ανοησίες. Ούτε λόγος λοιπόν! Τα μάτια της μόνο, τα μάτια της και γίνονται όλα υποφερτά και εγώ άνθρωπος σχεδόν καλός σχεδόν ελεύθερος.

13


ΕΛΑΙΟΓΡΑΦΙΑ «Περάστε παρακαλώ στον ίσκιο σας» είπε η *** και προπορεύτηκε στην ξύλινη σκάλα που έτριζε ως τον Άδη. Πορτρέτα ιώδους φωνής, πορτρέτα βαθιά σαν τα παράθυρα της νύχτας και άλλα πορτρέτα όλο πιο πίσω στο χρόνο ώστε αυτή τη σκάλα δε θα την ανέβηκε ποτέ κανείς για το πάνω πάτωμα. Μυρίζει μούχλα, παλιό ξύλο αντιμάχεται κάτι από κρασί, εγκαταλελειμμένοι ηλιακοί ιστοί και γεύση πολυμιλημένης σκόνης. Εκείνη κυνηγά σκιές στους τοίχους με το κερί. Περπατώντας πότε πότε σαν τον κάβουρα κάνει πως εγκλώβισε κάτι σε μια άκρη. Καθόλου αστείο θέαμα όταν η ζέστη και το κρύο μοιάζουν εξορισμένα από τούτο το σπίτι στερώντας την ανάσα στην παλάμη. Ρίγος με διαπερνά διαγώνια καθώς ανοίγει το βήμα και το σκοτάδι περνάει σάλι αθόρυβα στο λαιμό της. «Αποδώ ελάτε». Τα αρώματα γίνονται κούφια ώσπου χάνονται ολότελα, αυτήν ακριβώς τη στιγμή νιώθω χαμένος… «Είναι και ο κύριος *** μαζί μας απόψε, ρωτούσε αν θα έρθετε». Κανένα άρωμα! Έξω ο άνεμος ανακυκλώνει τις σκέψεις του και κάποτε παραληρεί στις φυλλωσιές. Ω, είναι αμοιβαίο το αίσθημα! Είναι το στήριγμα και ο εμψυχωτής μου, θέλω να του χτυπήσω στο τζάμι. Από μια μισόκλειστη πόρτα αφρίζει φως και αμέσως στα δάχτυλά μου ρέουν πυρκαγιές ενθυμούμενες χαμένο μονοπάτι της ασυντόνιστης σκιάς μου. Με συνόδεψε ως εδώ, θυμάμαι μόνο το ισχνό της περίγραμμα που τελικά κατάφερε να το πιει η φλόγα του κεριού. Ίσως όταν δεν κοιτούσα... Ναι τότε θα συνέβηκε.

14


Την πόρτα μπορώ να την σπρώξω και μόνος μου… Και βέβαια μπορώ! Πέντε στον κύκλο και μια η φωτιά ξεκολλώντας τη γλώσσα της από το μάγουλο σαν να δυσανασχετεί με κάποια ανιαρή συζήτηση. «Πολύ ωραία» σκέφτομαι ενώ με τη φαντασία πετάω ένα ακόμη κούτσουρο μέσα της λες και έχω κάτι σημαντικό να πω πριν ακόμη το σκεφτώ μεταξύ μισού και ολόκληρου βήματος. «Ελάτε, σας περιμέναμε! Καθίστε εδώ» είπε ο ***, «λέγαμε πως καλύτερα απόψε να μιλήσουμε για ό,τι δε θα λέγαμε, εάν δεν προνοούσαμε να το πούμε». «Κύριε ***, εσείς πριν λίγο ήσασταν στο πορτρέτο, δεν ήσασταν;». «Νεαρέ δεν ακολουθείς τους κανόνες, κρίμα το κούτσουρο που έριξες στη φωτιά».

15


ΠΕΡΑΣΕ ΜΕΣΑ Τόσο φως όσο και ουρανός για να έχει αίσθηση της ύπαρξής του άναρχος καθώς είναι. Μίσχοι λυγιστοί από αγαλλίαση και ο ήλιος περιχαρής να μουδιάζει κάθε δέντρο σε χίλια. Τόσο ευτυχισμένη να είσαι ώστε κανείς να μη σε παίρνει στα σοβαρά. Να ζεις σε κάθε παραμύθι, να είσαι πρόθυμη να πιστέψεις κάθε μύθο. Ψάξε μια όμορφη ιστορία και μπες μέσα. Βάλε όλους τους ιππόκαμπους να σφυρίζουν ανέμελοι. Αν κλάψεις από χαρά θα σε πουν ευτυχισμένη μα αν ξεκαρδιστείς μόνη σου από ευτυχία θα σε πουν ελαφρόμυαλη. Τι παράλογος κόσμος! Όταν βλέπω πουλιά να κάθονται ξέρω πως σε συλλογίζονται μαζί μου. Παντού σύρματα ώσπου θα ξεχάσουν να πετούν τα γλυκά μου. Χτίζουν ολοένα τοίχους και το μόνο που μπόρεσαν ήταν να τα κλείσουν απέξω. Και όμως μας έρχονται σαν μαστιχόδεντρα που ψάχνουν θετούς γονείς.

16


Νέα τιτιβίσματα μαδούν τα χλωμά πέταλα της ημέρας, ολόφρεσκη να μένει σαν θαλπερό βερίκοκο στην παλάμη σου. Άφησέ τα να γίνουν ταξιθέτες των ματιών σου στον ουρανό. Βγες μια φορά από το σπίτι δίχως να έχεις να πας κάπου. Όλα τα πουλιά σταλμένα για να βρεις την καρδιά του ρόδου που θα σε κυλήσει στην αορτή σου. Ψάξε το ύφος της μέρας τρέχοντας μέσα της, κανένα ταξίδι δεν ξεκινά από το λιμάνι ή το αεροδρόμιο· εσένα έχεις αφετηρία. Γίνε το κορίτσι που χάθηκε στο κρυφτό και άσε να λένε πως ξεχάστηκες μονάχη στο παιχνίδι. Άντεξε αν μπορείς ένα παραμύθι ως το τέλος του και παύει να είναι τέτοιο.

17


ΓΕΛΑ ΜΟΥ ΑΦΟΒΑ Τι μου γελάς... Τριχιά είμαι σε καραβόσκοινο και εσύ με ξετυλίγεις για να με βάλεις στα μαλλιά σου. Είναι μεγάλο το χαμόγελό σου, περισσεύει ως τον κόσμο που δεν πρόλαβε να φτιαχτεί. Έχεις ιδέα τι προκαλείς; Ο έναστρος ουρανός μοιάζει με νηστεία σε σύγκριση με την άυλη σάρκα που συστέλλεις ακλόνητη μπρος στα μάτια μου που βουλιάζουν. Αν ήξερες θα το φύλαγες για μια ώρα ανάγκης όπως είναι ο χωρισμός. Γελάς και είναι το σύμπαν νεογέννητο, φοβάμαι μην αγγίζω αδέξια, μη φύγει μια ανορθόγραφη προσευχή προς τον ουρανό και μάθει η σελήνη λάθος γράμματα. Όλα εύθραυστα, όλα για να κοκκινίζει το αίμα από αγωνία. Τι μου γελάς λες και θα μου γελάς για πάντα; Αντιγράφοντας τα χείλη σου θα έμαθαν τα πουλιά να πετούν. Μα αυτά διασχίζουν το γαλάζιο μετρώντας το κάθε τίναγμα, ενώ εγώ από τη γη απευθείας στον ουρανό παθαίνω βέρτιγκο. Δε σταμάτησες να μου γελάς στιγμή. Ίσως δε θα έπρεπε καθόλου να αναφερθώ στο ταραχώδες αυτό ζήτημα, γιατί μπορεί από καπρίτσιο ξαφνικά να σταματήσεις. 18


ΧΑΪΚΟΥ ΜΕ ΤΟ ΦΑΝΗ Β Η πεταλούδα φτιάχνει ξέφωτα στο νυχτερινό ουρανό. Φ Το φως των ματιών σπάει με αθωότητα μια λάμα ξίφους. Β Ησυχία ο μορφασμός της μέρας σπάει σαν αυγότσουφλο. Φ Κρύος ουρανός, στη θαλπωρή της νύχτας σκέψεις αναδύονται. Β Ο δρόμος μυρίζει κάστανα και η θάλασσα βλεφαρίζει. Φ

Σκοτείνιασε, όποιο δρόμο και να πάρω θα χαθώ.

19


Β Ξεμπουμπούκιασε η σελήνη καταμεσής της λεμονιάς. Φ Στον κρύο βράχο ανέφελη η συννεφιά χαμογελάει. Β Δίνει το χέρι της στον άνεμο, εκείνος το κάνει ντέφι. Φ Πυκνό το χιόνι, γκρίζος ο ορίζοντας. Άργησες πάλι. Β Κοπαδιαστά τα κύματα που επιβλέπει ο γλάρος. Φ Άδειος ο δρόμος. Η σκέψη μου ξύπνησε αλλού.

20


Β Κλείσε τα μάτια αργά και ό,τι αγαπάς το βρίσκεις. Φ Άδειο κεφάλι. Λέξεις περιφέρονται, γεμάτο σύμπαν. Β Όλα κόπασαν, τώρα στην άμμο μετριέται η σιωπή. Φ Χτύπος ρολογιού, παφλασμός κύματος, γαλήνη ψυχής.

21


AMARE ET SAPERE Τι κι αν φυτέψω μαργαρίτες στο βυθό και με τον ήλιο κάνω τραμπάλα, μακριά από σένα στο χαρτί θα ναυαγώ και θα φθονώ δύο χρυσόψαρα στη γυάλα. Κάθε πρωί τους τοίχους μου μπαλώνω, ο ήλιος ότι λείπεις να μη δει. Με το μελάνι που τελείωσε μαλώνω κάθε πρωί η νύχτα ξεκινάει απ’ την αρχή. Φουσκώνουν οι μήνες μασώντας μου τις μέρες πάντα σε σκέφτομαι και τη σιωπή τοιχοκολλώ, ήρθαν μαζί όλου του κόσμου οι Δευτέρες θέλει κόπο η φωτιά να αντέξει στο κενό. Σ’ αυτόν τον κόσμο που το φως έχει μουδιάσει εμείς οι δύο σαν του ήλιου οι καδένες τις φλέβες θα του δώσουμε να πιει να ξεδιψάσει να έχει περίσσια δύναμη τις συννεφιασμένες μέρες.

22


ΑΟΠΛΟΣ «Ο καθείς και τα όπλα του» είπε. Οδυσσeας Ελyτης

Θέλησα με φόντο το άσπρο να σε ζωγραφίσω, και το τόλμησα μα τα μάτια μου τσιμπούσε το μολύβι καρφώνοντάς τα στο χαρτί κομμάτι το κομμάτι. Σκέφτηκα ωραία που γράφεται το όνομά σου και το έβαλα κάτω πολλές φορές, πότε κοίλο πότε κυρτό, μα το αίμα μου τελείωνε με το μελάνι. Να σε λαξεύσω προσπάθησα με υπομονή και φτιάχνοντας το μέτωπό σου έδωσα μια να ξεπροβάλει του μαρμάρου το πιο λευκό όταν ευθύς αποκολλήθηκε ίσο κομμάτι από την πλάτη μου. Ύστερα περιπλανήθηκα ελαφρύς με την περπατησιά των σύννεφων στο νερό. Γνώρισα όλους τους ανθρώπους που έστρεψαν ταυτόχρονα τα μάτια στον ουρανό και ο κόσμος κυλούσε μέσα μου. Με τα μάτια κλειστά και τις υπόλοιπες αισθήσεις ως το ρίγος ισχυρές συμμετείχα στα αρχαία μυστήρια και στις γιορτές που θα θεσπιστούν στο μέλλον. Σε βρήκα κάποτε σε ατάραχη λίμνη που θα έπλασε όλους τους ήχους στους κύκλους της με τα μάτια σου είδα να σκύβουν μαζί μου πεύκα και ιτιές. Σε ήπια αχόρταγα στη θάλασσα όπως τα βότσαλα τη βροχή ώσπου ένιωσα το φως και το αλάτι στις φλέβες μου. Σε χάιδεψα για μια στιγμή στο χέρι και μετά το αντίο, όταν βρέθηκε ο πηλός στη χούφτα μου που θα γέμιζε τη φαγωμένη ωμοπλάτη.

23


ΘΑ ΣΕ ΠΑΡΩ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ Τα μάτια μου τα αφήνω όπου θέλω. Στο λιμάνι κράτησα για λίγο τα δεμένα καράβια που έχουν σκουριάσει από την υπερπροσπάθεια να κινήσουν. Μισοτελειωμένα τα εργόχειρα των δέντρων πιάστηκαν στην κεραία ενός τρόλεϊ και ξεχείλωσαν. Δώσε του να φυσάει και αυτά να φτιάχνουν, δώσε του να φτιάχνουν και το τρόλεϊ να τρέχει. Στα κρυφά μέρη που αυτοκτονεί ο άνεμος το αίμα πληθαίνει· με μεγαλώνει όπως ένα ποτάμι λεηλατώντας την όχθη του. Τα μάτια μου τα αφήνω όπου θέλω, τα γύρεψε η σάρισα περνώντας πάνω από τον ώμο μου, σταλμένη προαιώνια τρεις σειρές ξοπίσω. Η μέρα δε σβολιάζει όσο την περπατάμε μα πες μου πού θα συναντηθούμε; Ό,τι δεν έχει αρχή και τέλος μήτε μέση έχει, σαν την ωραία πρόταση που έγραψε το δάχτυλο στον ουρανό. Ούτε σύννεφο για στίξη, μόνο μια πέτρα από το αραξοβόλι της πρώτης νιότης. Μα και της πέτρας το σχήμα δεν είναι τυχαίο, έχει την ασύλληπτη συμμετρία που φτιάχνει μαζί μου κάποιος στον κόσμο. Το σέλας των κυμάτων είναι από τα μάτια μας ενώ συνωστίζονται κάτω από το ίδιο πυροφάνι. Ποιος ξέρει αν θα αναγνωρίσει ο ένας τον άλλον...

24


Αν περάσει ένα τρυγόνι, κανείς δε θα πει «να ένα τρυγόνι». Αν έμεινε ένας μόνο τοίχος σε μια ακρόπολη θα πάνε να τον πολιορκήσουν από συνήθεια. Εμείς δε θα είμαστε ανάμεσά τους, δεν απωλέσαμε τόσο πρόθυμα τα δικαιώματά μας. Έχεις ακόμη για μάτια εκείνα τα διαμαντικά ιζήματα που συσπειρώνονται χιλιάδες φορές τη στιγμή και εγώ έχω ακόμα σημάδια στα γόνατα και στους αγκώνες από εφηβικούς τσακωμούς. Τα φτωχά μας έχουν δει πολλά, γι’ αυτό τόσα φιλιά στα βλέφαρα δοσμένα με όρκους. Επειδή ελεύθερος από εμένα δεν ξέρω να είμαι και κουράστηκαν πολύ τα μάτια μου θα περάσω μια μέρα να σε πάρω να φύγουμε.

25


ΔΥΟ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ Κάθε φιλί και μια Ιθάκη. Γέλια σφριγηλά σαν μήλα έπαιρναν βασιλικό πολτό στην άκρη των χειλιών και έφευγαν Ίκαροι μακριά. Στων κορμιών τον ίσαλο άφριζαν θαλασσινά άτια, στα μάτια χαμηλά βουνά ξάπλα στον ορίζοντα. Με τριήρεις φτάναμε ως εκεί που ο ήλιος να τεντωθεί δε φτάνει. Μικροί στο φως του εμείς μα ζήσαμε εφτά ζωές πάνω σε δεντρόσπιτα και σχεδίες από καλάμια. Με πείραζαν οι φίλοι κάποτε ενώ έσταζα λίγη μελαγχολία σε κάθε τζάμι που ακόμη μου κρυβόσουν. Και εγώ με πείσμα επέμενα πως θέμα χρόνου είναι όλα. Γιατί αν δε γνώριζα έστω λίγη από την αλήθεια σου πριν σε συναντήσω, τα πουλιά θα έκαναν από ένα τσίου και δε θα έφτιαχναν τραγούδι, ούτε θα είχε γοργόνες στα βαθιά μόνο πέρκες και γύλους. Θα έχανε το φως κάθε μέρα και μια μάχη, δε θα προσκαλούσε τη νύχτα γαλήνια στο προσκεφάλι μας. Όταν σε βρήκα – θα ήταν επάνω στον πρώτο μεσημβρινό ενός ήλιου. Ούτε ένας φίλος με διάθεση να με πειράξει, τώρα που ένιωθα πιο δυνατός να το δεχτώ, βλέποντας το θαύμα ζωντανό σαν σπαρταριστό καλοκαίρι στα χείλη μου.

26


Πήρα από την ίδια αλήθεια και το στυφό φιλί όταν έλειψες για μια μέρα και έγινε ο κόσμος από κρύο και ράγες. Κάθε που έλειπες σε μάθαινα λίγο πιο πολύ. Κάθε ώρα και μια σοφή διδασκαλία, και αν τώρα με βλέπεις χωρίς καράβι και σχεδία, δεν είμαι ναυαγός. Μαθητεύω στου χρόνου το γνωστό διάστικτο θρανίο.

27


ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ Τo μαύρο, στις κόρες σου θα έχασε το όνομά του και στο σκάμμα των φωτεινών σκιών μες στα μαλλιά σου. Για να έχεις φωνή οικεία σαν το νερό αλληλοδαγκώθηκαν, στάζοντας την ουσία τους σαν σταλαγμίτης, οι μέρες. Κάτω από το δέρμα νεύρα σε κάθε κίνηση κουρδίζουν χαμόγελα και την ξύλινη ορχήστρα μέσα μου. Έχουν όλα ποιηθεί για να ισορροπεί το ένα μου μάτι σε μια αγέννητη ηλιαχτίδα με το άλλο, για να μπορώ να δοκιμάζω ουρανό στα δάχτυλα. Και το φως, απαράλλακτο στη συνουσία τής γύρης όσο και ατόφιο από ελπίδα και ζωή στα μάγουλα, δεν ξέρει άλλον τρόπο παρά συναινεί γιατί του δίνεις σχήμα και υπόσταση. Σειρά τα μικρά κουπιά βουτώντας μέσα μας συντονισμένα και τα δύο κουπιά του ήλιου στην ίδια θέση πιασμένα από πριν γεννηθούμε, μας έφερε η τελευταία τους δίνη αγκαλιά.

28


Το ανιδιοτελές χέρι του παιδιού και τα αγαθά σου μάτια αλληλοκυοφορούνται. Είναι η εποχή που τα αστέρια τρίβονται στη σελήνη για να βγάλουν νέο φως. Είναι το τέλειο ζύγισμα, σαν δικαιοσύνη από άκρη σε άκρη της γης, ώστε αν έστω μια ιδέα άλλαζε η υφή του βλέμματος ή το σχήμα της πατούσας σου, θα μου ήσουν αδιάφορη εντελώς. Λίγο αν γινόσουν πιο γλυκιά ή πιο υπομονετική θα μου ήσουν μισητή.

29


ΞΩΤΙΚΟ Ποιος, μα ποιος ουράνιος Χόφμαν Σ’ έφτιαξε με την φαντασία του Καταραμένο πλάσμα; βλαντιμιρ Μαγιακοφσκι

Θες να εξατμιστείς και να γίνεις βροχή τέτοιες ένδοξες του ουρανού ημέρες κατάφορτες με αρώματα. Θες να βρεις το μέτωπο που έφτιαξε ο Δημιουργός ύστερα από κοπιαστική εργασία στα βλέφαρα και τις ίριδες για να εκτονώσει το βλέμμα Του. Αχ, να γινόμουν αόρατη δερματοστιξία στεγνώνοντας. Και αν από φωτιά ήταν πλασμένη, με τα ακροδάχτυλα να τη χαϊδεύω ως να χαθούν, με τα χείλη να βρίσκω την καρδιά της ως να καούν. Ύστερα βουτώντας· ολόκληρος να παραδοθώ, να γίνει η δόξα μου ίσιος καπνός στον ουρανό. Στουπί στο μεθύσι από θάλασσα ακούγοντας τη φωνή της καθώς γελά σημαίνοντας τέσσερις το απόγευμα στη καρδιά του Ιούλη. Ως και οι πεταλούδες θα δάγκωναν καυτερές πιπεριές να πετούν ηλεκτρισμένες, Κάθε στιγμή φωταγωγεί και ένα δρόμο που όμως βγάζει πάντα πάνω μου. — Ίσως την έχετε δει, θα ξέρετε για ποια μιλώ αν μια φορά σας έκανε τη χάρη η τύχη. Το βήμα της έχει το χρώμα του σεισμού σε αυγουστιάτικο φεγγάρι και ο αέρας τραγουδά τα ικετευτικά της χείλη. Κάνει πως περπατά σαν όλες τις όμορφες μα ποτέ στη γη δεν ακουμπά.

30


Αχ, από αληθινή συμπόνια δε θέλει η μικρή μου ξωτικιά να δείξει τα αληθινά της μάτια — μη βυθίζεστε στο σκοτάδι σε κάθε της βλεφάρισμα. Από ελεημοσύνη σας λέω παριστάνει πως κάπου τριγύρω κατοικεί. Πατρίδα έχει την άνοιξη που της φτιάχνει κοτσίδες τα μαλλιά και τον πυρετό του ήλιου από πόθο έχει για σπίτι. Γεμάτες φως οι σταγόνες με το μέλι που αυτοεξορίσθηκε μην αντέχοντας μακριά της και σωπαίνει. Εκείνη έχει ο ουρανός να φυλλομετρά τα ημερήσια του ήλιου πεπραγμένα. Εγώ εδώ! Εδώ ακριβώς όπου κοχλάζουν αρωματικά ενθύμια φτιάχνοντας της αύριο τις καταιγίδες. Φυλάω κατανόηση για όσους από απελπισία δαγκώνουν τον τοίχο καθώς δεν μπορούν τα χείλη της να αγγίξουν λίγο. Ίσως μια μέρα τους δείξω να εξατμίζονται...

31


ΑΚΤΗ Τα κύματα με έχουν αποδομήσει σε λέξεις. Μαζί με ό,τι απέμεινε από μια παλιά ναυμαχία να μας διαλέγει η θάλασσα σαν το κουκούτσι από τον καρπό, δε θα με αναγνωρίσεις. Απόψε δεν υπάρχουν αιτίες καθώς ήμουν η αφορμή πριν μας πιάσει η μεγάλη τράτα μες στην προθυμία μας για να μας συνάξει. Ο μόλος πότε σαν κομμένη άγκυρα στη στεριά, πότε σαν το μοναδικό δόντι ενός παιδιού πιπιλώντας το γιαλό. Αν σταματούσε ο κόσμος να πλέει μια στιγμή θα απολάμβανα και εγώ για λίγο με τη γνάθο μου στον αφρό. Η θάλασσα αλλάζει συνεχώς διάθεση, αλλά η ακτή κρατά το ρυθμό, σαν να πιάνει κάθε χαλίκι ύστερα να το αφήνει και άλλοτε να το στοιβάζει μέσα μου. Σε βλέπω να πλησιάζεις και το χέρι μου σταματά να φτιάχνει μαίανδρους στην άμμο. Το φως λιγοθυμώντας στους ώμους σου με σκορπά σε σμήνη. Στον κόσμο επικρατεί ειρήνη.

32


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.