ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Σχεδιασμός, τυπογραφική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Διορθώσεις τυπογραφικών δοκιμίων: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου
Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου: Δημήτρης
Κουρκούτης
© Copyright κειμένου: Σπύρος Ι. Γραμμένος
© Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός
Γραμματοσειρά Iolkos Apla [αποκλειστική χρήση]
Απρίλιος 2023, Α΄ Έκδοση
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ
Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr www.iolcos.gr
ISBN 978-960-640-147-3
Ο Σπύρος Ι. Γραμμένος γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 00
Σπουδάζει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Τα Ασίγαστα όνειρα είναι η πρώτη του
ποιητική συλλογή.
Just thoughts
Oh my Roads with hope
The living room empty
Sweet lord
The pain I felt
A broken glass of wine
Light in the night
Books with no words
The same question every Sunday morning
Me alone
Bleeding roses
In my noisy dreams.
Π ΕΡ ί ΤΟΥ έ ΡΩΤΟ ς
Μιλούν οι φίλοι μου περί του έρωτος
φτηνό κρασί σαν πίνουν.
Ακούω και τους παρατηρώ
ολίγο να βουρκώνουν.
Κανείς τους δε θέλει να μιλά
για όσα κάποτε ένιωσε.
Οι συμβουλές μου, μάλλον, ανώφελες κι εκνευριστικές.
Μιλούν οι φίλοι μου περί του μέλλοντος
μπρος σε ποτήρια μπίρας
κάτι απογεύματα Τετάρτης,
λίγες μέρες πριν το Νοέμβρη.
Αναρωτιούνται τώρα ξάφνου,
εάν θα πέθαιναν,
ποιο ήταν το νόημα της ζωής τους και ξοπίσω τι θα μείνει.
Μιλούν οι φίλοι μου περί του γέλωτος
ως μια στιγμή αποφόρτισης, βαριά η συζήτηση απόψε,
πλησιάζει και στο τέλος η βραδιά.
Έπειτα χαιρετούν και φεύγουν, μαζί γελούν και χώρια κλαίνε μπρος σε κανάτες άδειες, μπρος σε ποτήρια αδειανά.
«Έχει την ομορφότερη ψυχή
που έβγαλε από μέσα του το σύμπαν».
Συνήθιζαν να λένε συχνά αυτήν τη φράση για εκείνον, ποιος ξέρει από πού την είχαν
κι εγώ πίστευα πως ήταν δική μου σκέψη ατόφια.
Είχαν όλο το δίκιο του κόσμου να το λένε, άσχετα που εκείνος γελούσε μόλις το άκουγε
και δεν το πίστευε καθόλου.
Μου έλεγε συνήθως «άπαπα…»
με τρόπο χιουμοριστικό και χαριτωμένο
ή όταν ένιωθε ντροπή μού έλεγε «σκάσε», όχι θυμωμένος, αλλά κολακευμένος.
Ήταν εκείνα τα μάτια του
τόσο βαθιά μελαχρινά και σκοτεινά, σαν μαύρες τρύπες.
Καθρέφτιζαν την ψυχή του ολόκληρη
κι εξέφραζαν μια λύπη που όμοιά της δεν έχω ξανασυναντήσει.
Τόσο απόλυτη, τόσο ειλικρινής, τόσο αληθινή, τόσο αυθόρμητη
χωρίς ωστόσο να σε μελαγχολεί, ούτε εσένα ούτε τον ίδιο.
Ήταν απλώς ο τρόπος του να σε κοιτά
και να σε ξεγυμνώνει από συναισθήματα.
Κι έπειτα τα χείλη του.
Το χαμόγελό του έβγαζε
όσο φως έλειπε από τα μελαγχολικά του μάτια.
Τα χείλη του έμοιαζαν σμιλευμένα με προσοχή
σαν εκείνα του Ερμή
— σαν να τα έφτιαξε ο ίδιος ο Πραξιτέλης
σε κάποια σκέψη του που πραγματώθηκε.
Μα τώρα η ενθύμηση με εξάντλησε.
Η ενέργειά μου, νομίζω, απορροφάται από τα μάτια του
ανακαλώντας τα στη μνήμη μου.
Και είναι η ψυχή του όμορφη σαν ξάστερος ουρανός, μοιάζει ατέρμονη και άγνωστη, τρόμο σού προκαλεί και έτσι γίνεται υπέροχη.
Τυχεροί όσοι από το σύμπαν ρίχτηκαν την ίδια χρονική στιγμή
στο τόσο ασήμαντο μέρος που καλούν Γη. Μα κι άτυχοι για λόγους που δεν μπορεί
ούτε το σύμπαν να ορίσει.
Ν Υ χ ΤΟΛΟ ύ ΛΟΥΔΑ
Το
νυχτολούλουδό μου αργοπεθαίνει·
κάτω απ’ τις στάχτες, σε μέρη δυσπρόσιτα
και καταδικασμένα,
κάτω από ξύλινες κουπαστές, μπλεγμένο σε πέργολες
και φράχτες,
κάτω από εξώπλατα φορέματα, σε ακριβά εστιατόρια
και ασορτί γοβάκια.
Το νυχτολούλουδό
πνιγμένο στην αρρώστια του
χωρίς ελπίδες ίασης
και μ’ ουδεμιά ανάκαμψη, πνιγμένο στα αρώματα
τα καλοκαιρινά
και το θαλασσινό ξημέρωμα, πνιγμένο στα φιλιά
από τα ματωμένα χείλη
και τα ξεριζωμένα μάτια.
Το νυχτολούλουδό μου αργοπεθαίνει·
μέσα στις φλόγες του, που φέρνουν καύσωνα
κι απανθρακώνεται,
μου αργοπεθαίνει·
ΕΚ ΤΟΥ ΟΡΆΝ ΤΟ έ ΡΑΝ
Απάνεμο λιμάνι μοιάζει η πρώτη σου ματιά
σ’ ένα μέρος άγνωστο για εμένα.
Μα αυτή η πρώτη εντύπωση μετράει, έτσι άκουσα να λένε εκείνοι, που καλύτερα γνωρίζουν.
Αδιάβατο δρομάκι μοιάζει η πρώτη σου αγκαλιά
σ’ ένα μέρος πολύ γνωστό για εμένα.
Μα αυτή η πρώτη φορά πληγώνει, έτσι άκουσα να λένε εκείνοι, που πρωτύτερα πληγώθηκαν.
Ανίερο μοναστήρι μοιάζει η πρώτη σου ενθύμηση
σ’ ένα μέρος πρόσφατα γνωστό για εμένα.
Μα αυτή η πρώτη φαντασίωση τρομάζει, έτσι άκουσα να λένε εκείνοι, που πρώτοι σ’ ερωτεύτηκαν.