ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...» ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...» Γιώργος Καπράνος Διορθώσεις: Μαργαρίτα Σιμοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Εποπτεία έκδοσης: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Σχεδιασμός εξωφύλλου: Δημήτρης Κουρκούτης © Copyright: Εκδόσεις «Ιωλκός» & Γιώργος Καπράνος Απρίλιος 2012 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»
• Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-659-3
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔIΟΥ:
— Όταν βρέχει να κοιτάς ψηλά, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2004 — Νιοράντες και άλλες Κορφιάτικες κωμικοτραγικές ιστορίες, Νουβέλες, Απόστροφος, 2004 — Θα με βρεις στον αστερισμό του Ωρίωνα, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2006 — Φλογισμένοι δρόμοι, 1897-1922, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2007 — Η δοκιμασία, 1922-1945, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2009 — Τα χρόνια της απόγνωσης, 1945-1974, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2010 — «Δεν έχω τίποτα άλλο να πω...», Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2012
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
«ΔΕΝ Ε ΧΩ Τ ΙΠΟΤΑ Α ΛΛΟ ΝΑ Π Ω...»
Ιστορικό Μυθιστόρημα
ΙΩΛΚΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το ιστορικό μυθιστόρημα «Δεν έχω τίποτα άλλο να
πω…» αποτυπώνει και ζωντανεύει κάποιες κρίσιμες εποχές της ιστορίας του τόπου μας και βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά και γεγονότα. Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι πρόσωπα υπαρκτά, όπως και τα περισσότερα από τα πρόσωπα που μετέχουν στην εξέλιξή του. Κεντρικός ήρωας είναι ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, ο ποιητής που με την ταραχώδη ζωή, τον ιπποτισμό, τη φιλοπατρία, την αγάπη του για την περιπέτεια, τον έρωτα και τη φλόγα της προσφοράς για την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών του ελληνισμού άφησε έντονα τα σημάδια του στην ιστορική πορεία του τόπου. Επίσης, κορυφαίο ρόλο σ’ αυτό το μυθιστόρημα διαδραματίζουν τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα εκείνης της ταραγμένης και μεταβατικής περιόδου. Κυρίαρχο πρόσωπο αυτής της εποχής ήταν ο θεμελιωτής της σύγχρονης Ελλάδας, ο Χαρίλαος Τρικούπης. Γιος του πρώτου πρωθυπουργού και ιστορικού της επανάστασης του 1821 Σπυρίδωνος Τρικούπη, ανατράφηκε με ιδιαίτερη φροντίδα και πνευματική άνεση. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως ο Χαρίλαος Τρικούπης, υπήρξε ο μοναδικός κοσμοπολίτης πολιτικός της εποχής του. Η Ελλάδα στο πρόσωπό του βρήκε έναν πολιτικό με ευρωπαϊκές αντιλήψεις και σύγχρονο τρόπο σκέψης. Ο δυναμικός χαρακτήρας του, η εργατικότητα, η ευστροφία και κυρίως οι γνώσεις του, τον βοήθησαν στα τέλη του 19ου
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
αιώνα, να γίνει ο ηγέτης που θα έβγαζε την Ελλάδα από τη νοοτροπία και τις αντιλήψεις μιας οθωμανικής επαρχίας. Ο δρόμος του, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει την πρεσβεία του Λονδίνου για να πολιτευτεί στον τόπο του, δεν ήταν καθόλου εύκολος. Οι πολιτικές αντιθέσεις, η απολυταρχική νοοτροπία του βασιλιά, η ασυδοσία των πριγκίπων και των ανακτορικών κύκλων, αποτελούσαν το ανάχωμα σε κάθε προσπάθεια ανόρθωσης της χώρας και αποτελούσαν φυτώριο κοινωνικής διαφθοράς. Απέναντι σ’ αυτό το καθυστερημένο, αναχρονιστικό και διεφθαρμένο περιβάλλον, στάθηκε ως αντίπαλος και το πολέμησε με αυταπάρνηση και πείσμα, ο πολιτικός που έφερε στην Ελλάδα το όραμα της ανάπτυξης και της δημιουργίας ενός σύγχρονου κράτους. Αυτός είχε το πείσμα και την απόφαση να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της ελληνικής πραγματικότητας. Ο Μεσολογγίτης πολιτικός Χαρίλαος Τρικούπης έφτασε τη στιγμή που ο τόπος αναζητούσε ελπίδα και προοπτική. Η ιστορική συγκυρία και οι ανάγκες που διαμορφώθηκαν από τις πολιτικές συνθήκες της εποχής, έφεραν τον Τρικούπη στην Ελλάδα, μετά από μια πολύ πετυχημένη διπλωματική καριέρα στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου και τον έβαλαν απέναντι στη μεγάλη πρόκληση της εποχής του. Ο κοσμοπολίτης πολιτικός έφερε μαζί του έναν άνεμο δημιουργίας. Μια πρωτόγνωρη για τα ελληνικά μέτρα δυναμική, που εκφράστηκε με έργα μεγάλης πνοής. Δικό του δημιούργημα το σιδηροδρομικό δίκτυο, που για πρώτη φορά αναπτύχθηκε στη χώρα. Αυτός πραγματοποίησε το μεγάλο, ακόμη και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, έργο της διάνοιξης της διώρυγας του Ισθμού της Κορίνθου. Με δική του απόφαση και μόχθο κατασκευάστηκε για πρώτη φορά οδικό δίκτυο και «έκτισε» κυριολεκτικά από την αρχή το κράτος και θέσπισε νόμους αλλά και κανονισμούς για τη λειτουργία του. Ο Τρικούπης ήρθε αποφασισμένος και μπήκε θαρρετά στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή, χωρίς να έχει την εύνοια των
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
ανακτόρων και του κατεστημένου της εποχής. Το αντίθετο μάλιστα. Βρήκε μπροστά του την απροκάλυπτη εχθρότητα και την υπονόμευση. Κατ’ ανάγκη το πολιτικό σύστημα που ελεγχόταν απόλυτα από τα ανάκτορα, τον δέχτηκε με δυσφορία και τον ανέχθηκε κατ’ ανάγκη στην πολιτική σκηνή της χώρας. Ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄, μπροστά στα αδιέξοδα που προκάλεσαν οι απροκάλυπτες και αποτυχημένες επεμβάσεις του στην πολιτική ζωή, υποχρεώθηκε με κρύα καρδιά να αναθέσει το σχηματισμό κυβέρνησης στο Χαρίλαο Τρικούπη. Ο βασιλιάς, οι αυλικοί, οι παρατρεχάμενοι και η άρχουσα τάξη, γνώριζαν πως ο νεοφερμένος, δε θα είναι καθόλου πρόθυμος να αφομοιωθεί από το σύστημα εξουσίας που επικρατούσε και καθόλου δεκτικός στο να σκύψει το κεφάλι του μπροστά στον απολυταρχικό ηγεμονισμό του βασιλιά και τη διαφθορά του ανακτορικού περιβάλλοντος. Ο Τρικούπης έφερνε άλλες αντιλήψεις. Η πολιτική του νοοτροπία είχε διαμορφωθεί στην Ευρώπη και κυρίως, στην Αγγλία. Στη χώρα που το κοινοβουλευτικό καθεστώς αποτελούσε κανόνα δημοκρατικής λειτουργίας και διακυβέρνησης. Οι αρχές του κοινοβουλευτισμού και του σεβασμού της λαϊκής εντολής, αποτελούσαν κυρίαρχο πολιτικό στοιχείο σ’ αυτήν τη χώρα, από πολύ παλιά. Αυτές οι αρχές έγιναν βίωμα και βαθιά πίστη στο νεαρό διπλωμάτη σε όλο το μεγάλο διάστημα που υπηρέτησε στο Λονδίνο. Ήταν, λοιπόν, μοιραία και αναπόφευκτη η σύγκρουσή του με τον αυταρχικό και απολυταρχικό στην πράξη βασιλιά Γεώργιο τον Α΄. Κύρια αιτία της σύγκρουσής του με το παλάτι, ήταν η αρχή της δεδηλωμένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στη Βουλή. Αυτήν την προϋπόθεση τη θεωρούσε αδιαπραγμάτευτη και θεμελιώδη για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Το προνόμιο του βασιλιά να διορίζει κυβερνήσεις χωρίς να δεσμεύεται από το εκλογικό αποτέλεσμα και τη δύνα
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
μη των κομμάτων στη Βουλή, αποτέλεσε το κρίσιμο και καθοριστικό στοιχείο της αναμέτρησης του μονάρχη με το φιλόδοξο και αποφασισμένο πολιτικό. Ο Τρικούπης υποστήριζε με σθένος την αρχή της δεδηλωμένης πλειοψηφίας και την υποχρέωση του βασιλιά να αναθέτει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό του κόμματος που είχε λάβει τη λαϊκή εντολή μετά από τη διενέργεια των εκλογών. Η κρίση στις σχέσεις του Μεσολογγίτη πολιτικού με το βασιλιά, κορυφώθηκε μετά από τη δημοσίευση ενός άρθρου του Τρικούπη στην εφημερίδα «Καιροί» που είχε τίτλο: «Τις πταίει». Μ’ αυτό το άρθρο χρέωνε στο βασιλιά, στους πρίγκιπες και στους ανακτορικούς κύκλους σοβαρές ευθύνες για την κακοδαιμονία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου. Παλάτι, πολιτικοί, κομματάρχες, οικονομικοί και εκκλησιαστικοί παράγοντες της εποχής λειτουργούσαν κάτω από τις ευλογίες της μοναρχίας, ως δυνάμεις καταπίεσης και εκμετάλλευσης του λαού. Η ασύλληπτη για τα μέτρα της εποχής εκείνης, επίθεση του Τρικούπη με το άρθρο του κατά του μονάρχη, είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη και φυλάκισή του για μια μέρα. Τα άγρια πολιτικά πάθη εκείνης της εποχής, η μεταβατική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, οι εθνικοί στόχοι για την απελευθέρωση των σκλαβωμένων περιοχών, η πλούσια πνευματική κίνηση, η μεγαλοσύνη αλλά και η ασημαντότητα πολλών επιφανών, αποτελούν το σκηνικό μέσα στο οποίο εξελίσσεται το μυθιστόρημα. Από τη μια μεριά, ο λαός που αγωνιζόταν προσπαθώντας να βελτιώσει τη μοίρα του και από τη άλλη, η κάστα των αξιωματικών και των οικονομικά ισχυρών που πλαισίωναν το παλάτι, συνέθεταν μια κοινωνία που δεν είχε ισχυρούς συνθετικούς ιστούς. Οι επιφανείς Αθηναίοι διαγκωνίζονταν για να εξασφαλίσουν την εύνοια των παλατιανών και έδιναν τα πάντα για μια πρόσκληση, που θα τους έδινε τη εύνοια και τη δυνατότητα να λάβουν μέρος στους χορούς των ανακτόρων. Επίσης, κατά πλειοψηφία οι αξιωματικοί αντί να ασχολούνται με τα στρατιωτικά 10
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
θέματα και την εκπαίδευση των μονάδων τους, αδιαφορούσαν τελείως και μιμούνταν τους ήρωες των έργων, της ιταλικής και γερμανικής οπερέτας. Μονομαχούσαν βλακωδώς για τα μάτια κάποιων τραγουδιστριών, των πριμαντόνων όπως τις αποκαλούσαν, που έφταναν με τους ιταλικούς λυρικούς θιάσους στην Αθήνα. Απέναντι σ’ αυτήν την παρανοϊκή κατάσταση υπήρχαν οι πνευματικοί άνθρωποι. Οι συγγραφείς και οι ποιητές. Αυτοί μπορούσαν να αφουγκράζονται τους πόθους του λαού και με την έμπνευσή τους άνοιγαν τους δρόμους του πολιτισμού και της τέχνης. Αυτοί αποτελούσαν τους πνευματικούς οδηγούς και χάριζαν ελπίδα στο λαό, παρά τις αντιθέσεις και τις διαφορές τους. Το γλωσσικό ήταν το μεγάλο πρόβλημα της αντιπαράθεσης. Οι δημοτικιστές αποτελούσαν το καινούργιο, το μέλλον. Αγωνίζονταν για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας και οι καθαρευουσιάνοι που εξέφραζαν τα συντηρητικά στοιχεία της κοινωνίας υποστήριζαν με πάθος τη διατήρηση της καθαρεύουσας, όχι μόνο ως επίσημης γλώσσας του κράτους, αλλά και ως γλώσσας της ποίησης και της λογοτεχνίας. Οι σκληρές αντιπαραθέσεις εκείνης της εποχής για το γλωσσικό στην ουσία είχαν θετικό αποτέλεσμα. Προκαλούσαν το ενδιαφέρον του λαού και ενίσχυαν τα πνευματικά ενδιαφέροντά του, γεγονός που δημιουργούσε προϋποθέσεις πολιτιστικής ανόδου και ετοίμαζε το λαό για τις μεγάλες εθνικές αλλαγές, που σύντομα θα έφταναν. Σ’ αυτές τις καθοριστικές στιγμές έφτασε στην Αθήνα, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος. Ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης. Ο Κερκυραίος ποιητής, που μετά από λαμπρές σπουδές στη Γερμανία, γύρισε μετά από δώδεκα χρόνια απουσίας στην πατρίδα. Ο Μαβίλης ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος. Μια ξεχωριστή ρομαντική προσωπικότητα, γεμάτη φαντασία και φιλοπατρία. Στα χρόνια των σπουδών του, θυμόταν με λεπτομέρειες τη μεγάλη φιλία του πατέρα του με τον Τρικούπη κι ένιωθε θαυμασμό γι’ αυτόν. Στη Γερμανία μάθαινε και διάβαζε 11
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
καθετί σχετικό με την πολιτική δράση του Χαρίλαου Τρικούπη που έμοιαζε σαν Άγγλος λόρδος και που τάραζε τα λιμνάζοντα νερά της μίζερης ελληνικής πραγματικότητας. Οι δύο άντρες είχαν πολλά κοινά. Οι πορείες τους και η στάση της ζωής τους, παρά τη διαφορά της ηλικίας τους, είχαν αρκετές ομοιότητες. Ο Μαβίλης το καταλάβαινε αυτό, περισσότερο από ένστικτο και λιγότερο από γνώση. Αργότερα, τα γεγονότα και η ζωή του επιβεβαίωσαν αυτήν την αίσθησή του. Όταν τον συνάντησε και μίλησε μαζί του, η εκτίμηση που ένιωθε για τον πρωθυπουργό μεγάλωσε και έγινε πίστη και απεριόριστος σεβασμός. Αλλά και ο Τρικούπης εντυπωσιάστηκε από το νεαρό Μαβίλη. Οι εξαιρετικές σπουδές του, ο ευθύς χαρακτήρας του, το πλήθος των προσόντων του και η τιμιότητα που απέπνεε με τη συμπεριφορά του, τον έκαναν αμέσως συμπαθή στον πρωθυπουργό. Η εκτίμησή του επιβεβαιώθηκε και δικαιώθηκε, μετά από την άρνηση του Μαβίλη να δεχτεί μια εξέχουσα θέση, αντάξια των προσόντων του. Ο Λορέντζος τον ευχαρίστησε ευγενικά και απάντησε στον πρωθυπουργό. «Αν καταφέρω κάτι στη ζωή μου, αυτό θέλω να οφείλεται στις δικές μου δυνάμεις. Αυτός είναι ο στόχος μου. Θέλω, όμως, να βοηθήσω την εθνική σας προσπάθεια. Ίσως, αν εσείς με κρίνετε κατάλληλο, θα μπορούσα να βάλω υποψηφιότητα βουλευτού Κερκύρας στο πλευρό σας. Είναι όμως πρόωρο ακόμη. Θέλω να προσαρμοστώ μετά από τόσα χρόνια απουσίας. Ήρθα στον τόπο μου, αλλά νιώθω πως πρέπει να συνηθίσω και να γνωρίσω πολλά». Ο Τρικούπης τον έπιασε από τους ώμους και του είπε χαμογελώντας: «Φίλε μου, εκλογές στον τόπο μας γίνονται για ψύλλου πήδημα. Σπάνια μια κυβέρνηση συμπληρώνει έναν ολόκληρο χρόνο στην εξουσία. Θα έχεις, λοιπόν, σύντομα την ευκαιρία να δοκιμάσεις». Ο Λορέντζος Μαβίλης, μετά από αυτήν τη συνάντηση, την καθοριστική για την πορεία του στην πατρίδα, γύρισε στον τόπο του, την Κέρκυρα. Ήθελε να βρει το δρόμο του, 12
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
να οραματιστεί το μέλλον. Η Ποίηση έγινε σκοπός ζωής γι’ αυτόν και η φιλοπατρία ήταν το όραμα που ήθελε να κάνει πραγματικότητα ακόμα κι αν θυσίαζε τη ζωή του. Δε λογάριασε ποτέ τη βολεμένη ζωή, έστω κι αν είχε όλα τα οικονομικά και κοινωνικά στοιχεία για να την απολαύσει. Η έντονη προσωπικότητά του και ο πλούτος των γνώσεών του, μπορούσαν να του ανοίξουν κάθε δρόμο και προοπτική επιστημονικής επιτυχίας. Τίποτα από όλα αυτά δεν ακολούθησε. Η μοίρα άλλα του είχε γράψει. Όταν πέθανε ο Τρικούπης, έκλαψε όσο λίγοι το θάνατό του και ένιωσε αγανάκτηση για την επίσημη ταπεινωτική μεταχείριση του μεγάλου άντρα, ακόμα και ως νεκρού. Για κάποιο λόγο, που ούτε ο ίδιος μπορούσε να εξηγήσει, είχε καρφωθεί στη σκέψη του μια ιδέα. Πίστευε πως είχε υποχρέωση να συνεχίσει με το δικό του τρόπο, το δρόμο της προσφοράς του σπουδαίου Μεσολογγίτη πολιτικού. Το 1896 ξεκίνησε φλογισμένο, φορτισμένο από εθνικό πυρετό. Το πάθος για την απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Κρήτης, είχε αποκτήσει μια πρωτόγνωρη δυναμική στις ψυχές των Ελλήνων. Έτσι, το 1896 βρέθηκε στα βουνά της Κρήτης πολεμώντας για την απελευθέρωση του νησιού από τους Τούρκους. Τον άλλο χρόνο το 1897, βρέθηκε πάλι να αγωνίζεται ως εθελοντής στην Ήπειρο. Μάλιστα, με δική του δαπάνη είχε συγκροτήσει ένα εκστρατευτικό στρατιωτικό τμήμα, αποτελούμενο από εξήντα Κερκυραίους μαχητές. Στις μάχες που ακολούθησαν, ο ποιητής τραυματίστηκε στο χέρι. Μετά την Ήπειρο ακολούθησε το δράμα του ελληνοτουρκικού πολέμου και η ταπεινωτική ήττα στη Θεσσαλία που έμεινε στην ιστορία ως εθνική τραγωδία του 1897. Η τραγική και ταπεινωτική συντριβή των εθνικών ονείρων συγκλόνισαν τον ποιητή. Ο Μαβίλης βαθιά απογοητευμένος, αποτραβήχτηκε στο νησί του. Ασχολήθηκε έντονα με την πνευματική ζωή και την ποιητική δημιουργία. Δεν έπαψε, όμως, να παρακολουθεί τις πολιτικές εξελίξεις στον τόπο με τη λαχτάρα στην ψυχή του να σημάνει ξανά η ώρα 13
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
της εθνικής ανόδου. Όπως θα περίμενε κανείς απ’ αυτόν το φλογερό άνθρωπο, η επανάσταση του συνταγματάρχη Ζορμπά το 1909 μίλησε στην ψυχή του σαν ελπιδοφόρο μήνυμα εθνικής ανάτασης. Στη συνέχεια, η άνοδος του Ελευθέριου Βενιζέλου στην εξουσία, τον συνεπήρε κυριολεκτικά. Άρχισε πάλι να ελπίζει και να κάνει όνειρα για τη σωτηρία του τόπου και για εθνικές επιτυχίες. Έτσι, στις εκλογές που ακολούθησαν το 1910, έβαλε υποψηφιότητα με το κόμμα των Φιλελευθέρων κι εκλέχθηκε βουλευτής Κερκύρας. Στην αναθεωρητική βουλή αυτής της περιόδου και στις συζητήσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος, η συμβολή στην υποστήριξη της δημοτικής γλώσσας υπήρξε εντυπωσιακή κα παρέμεινε ιστορική. Χαρακτηριστικά, όταν κάποιος βουλευτής της αντιπολίτευσης χαρακτήρισε τη δημοτική ως γλώσσα χυδαία, ο Μαβίλης του απάντησε: «Δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα, αλλά χυδαίοι άνθρωποι». Η πορεία του, όμως, στην πολιτική τερματίστηκε πρόωρα. Ο άκαμπτος, ευθύς κι ανυποχώρητος χαρακτήρας του δεν μπόρεσε να συμβιβαστεί με το κλίμα της μικροπολιτικής που επικρατούσε και ιδιαίτερα του πολιτικού καρκινώματος που έχει τη διαχρονική ονομασία: ρουσφέτι. Έτσι, στις επόμενες εκλογές απέτυχε να εκλεγεί. Ο Μαβίλης ήταν ένας προικισμένος ποιητής, αλλά και άνθρωπος με σπάνια χαρακτηριστικά. Η μετριοφροσύνη αποτελούσε κυρίαρχο στοιχείο στη συμπεριφορά του. Αυτός ο πανύψηλος, ξανθός και σωματώδης άντρας με τη βροντώδη φωνή, είχε μόνιμη σχέση με την ανωτερότητα. Ενώ ήταν ένας πραγματικός μάστορας της ποίησης και μάλιστα στο πολύ δύσκολο είδος, στο σονέτο, δεν εξέδωσε ποτέ όσο ζούσε καμιά ποιητική συλλογή του. Τρία χρόνια μετά τον τραγικό θάνατό του, το 1915, ο φίλος του Κωνσταντίνος Θεοτόκης, κυκλοφόρησε τα άπαντα του Μαβίλη στην Αλεξάνδρεια. Ο Ξενόπουλος παρατήρησε εύστοχα για το Μαβίλη: «Στάθηκε ένας από τους σπάνιους εκείνους ποιητές, που το καλύτερό τους ποίημα, είναι η ίδια η ζωή τους». Πραγματικά, χωρίς αμφιβολία η ζωή του Μα14
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
βίλη ήταν ένα συναρπαστικό ποίημα και το τέλος αυτής της συναρπαστικής ζωής το 1912, στο Βαλκανικό Πόλεμο στα βουνά της Ηπείρου, δικαιώνει απόλυτα τη διαπίστωση του Ξενόπουλου. Σε ηλικία πενήντα τριών χρονών, φόρεσε τον κόκκινο χιτώνα των εθελοντών Γαριβαλδινών. Αποχαιρέτησε τη γυναίκα που αγαπούσε, την ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου, τη γνωστή με το ψευδώνυμο Μυρτιώτισσα και πήγε να προσφέρει τη ζωή του, θυσία στην εκπλήρωση του οράματός του. Ο μύθος του μυθιστορήματος και τα φανταστικά πρόσωπα που πλαισιώνουν τους υπαρκτούς ήρωές του, δε διαταράσσουν, δε συσκοτίζουν και δεν αλλοιώνουν την ιστορική αλήθεια· το αντίθετο μάλιστα. Τη στηρίζουν και την υπηρετούν με συνέπεια και σεβασμό. Το ιστορικό μυθιστόρημα αποτελεί ένα δύσκολο και επίπονο λογοτεχνικό εγχείρημα. Στην εξέλιξή του η προσέγγιση της ιστορίας πρέπει να γίνεται με σεβασμό και ακρίβεια. Παράλληλα, η δράση των ηρώων του πρέπει να διαδραματίζεται μέσα στο ιστορικό πλαίσιο. Στο μυθιστόρημα αυτό οι φανταστικοί ήρωες είναι ελάχιστοι. Τα πραγματικά ιστορικά πρόσωπα, η ζωή τους, η δράση τους και τα δραματικά γεγονότα, πρόσφεραν πλούσια μυθιστορηματικά στοιχεία. Σ’ αυτό το ιστορικό μυθιστόρημα κυριαρχούν οι άνθρωποι. Πρωταγωνιστούν οι ζωές. Πραγματικές ζωές, που μοιάζουν σαν να βγαίνουν από τις σελίδες ενός συγκλονιστικού μυθιστορήματος. Γ.Κ.
15
1
Το μεγάλο άκουσμα πέρασε από στόμα σε στόμα. Μέσα σε
λίγες ώρες, ολόκληρη η Κέρκυρα, από άκρη σε άκρη, έμαθε τα καθέκαστα. Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό, στις 18 Μαρτίου 1864, οι Έλληνες και πιο πολύ οι Επτανήσιοι, μάθαιναν τη μεγάλη είδηση. Η επίσημη ανακοίνωση, τυπική και άχρωμη, όπως αρμόζει στις «ξύλινες» και χωρίς συναίσθημα γραφές της εξουσίας, πληροφορούσε: «Χθες, τη 17η Μαρτίου 1864, υπεγράφη συμφωνία μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και του Βασιλείου της Ελλάδος και δι’ αυτής, τα Επτάνησα παραχωρούνται εις την Ελληνικήν κυριαρχίαν». Ευγενείς γραμμένοι στο libro d’ oro , αλλά πιο πολύ το πόπολο , μεμιάς μ’ αυτήν την είδηση έγιναν όλοι ένα και γέμισαν ασφυχτικά την πελώρια πλατεία της Σπιανάδας. Όσο περνούσε η ώρα τα πλήθη πύκνωναν. Έφταναν κάθε στιγμή ομαδικά και οι κάτοικοι από τα γύρω χωριά. Στην αρχή οι νεοφερμένοι ήταν επιφυλακτικοί, σχεδόν φοβισμένοι, όπως γίνεται πάντα στα μεγάλα μαντάτα και ρωτούσαν «αν αληθεύει αυτό που ακούστηκε ή αν είναι κάποια παρόλα του αέρα;». Όταν, όμως, είδαν τις πάντα τυπικές και απρόσιτες φάτσες των Άγγλων στρατιωτικών να είναι αλλαγμένες, πιο φιλικές και καθόλου ανήσυχες μπροστά σ’ αυτήν την κοσμοσυρροή, άρχισαν να συνειδητοποιούν την κοσμογονική . Στη χρυσή βίβλο των ευγενών που είχε καθιερωθεί επί Ενετοκρατίας. . Ο λαός. . Λόγια.
17
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
αλλαγή που έφτανε στον τόπο τους. Κάποιοι ανεβασμένοι στα πεζούλια της τεράστιας πλατείας εκφωνούσαν πύρινους λόγους εθνικής περηφάνιας και χαράς. Πολλοί χειροκροτούσαν, κάποιοι άλλοι ξεσπούσαν σε κλάματα και οι όπως πάντα, καλά «πληροφορημένοι» εξηγούσαν αυτά που και αυτοί οι ίδιοι αγνοούσαν. Ξαφνικά, έκανε την εμφάνιση της η φιλαρμονική της «Αναγνωστικής Εταιρίας». Μόλις ο μαέστρος χτύπησε τη μπαγκέτα του στο αναλόγιο, σημάδι για την έναρξη της συναυλίας, το πλήθος αυτόματα σαν να βουβάθηκε. Η απόλυτη σιωπή του κόσμου, υποδέχτηκε τη μεγάλη θεότητα των Επτανήσιων, τη μουσική. Για πρώτη φορά, ακούστηκε πρώτος ο ελληνικός εθνικός ύμνος και στη συνέχεια ο εθνικός ύμνος της Μεγάλης Βρετανίας. Μετά τους ύμνους η συγκίνηση των Κερκυραίων πολλαπλασιάστηκε. Η φιλαρμονική έπαιξε την άρια va persierο από την όπερα του Βέρντι «Ναμπούκο». Η όπερα αυτή ήταν γνωστή και πολύ δημοφιλής στην Κέρκυρα λόγω του επαναστατικού μηνύματος του λιμπρέτου και της συναρπαστικής μουσικής της. Μετά την πρώτη παρουσίασή της στη Σκάλα του Μιλάνου το 1842, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά έξω από την Ιταλία, το Σεπτέμβριο του 1844, στο θέατρο της Κέρκυρας, το San Giakomo. Η όπερα αυτή είχε γοητεύσει το φιλόμουσο επτανησιακό κοινό για τη μουσική της, αλλά και για το απελευθερωτικό μήνυμα του λιμπρέτου της. — Ινσόμα , μονολογούσε ένας γέροντας. Έζησα για να ζήσω ετούτη τη στιγμή. Ο διπλανός του, ένα μεσόκοπος άντρας, γνωστός δικηγόρος της πόλης, του έπιασε το χέρι λέγοντας. — Ας ετοιμαστούμε, φίλε μου. Ζωή να ’χουμε. Έχουμε πολλά να δούμε ακόμη. Μας τα χρωστάνε τα χιλιάδες χρόνια σκλαβιάς που περάσαμε. Μπορεί να μη φορούσε τούρκικο φέσι η σκλαβιά μας, αλλά και τα άσπρα γάντια των πολιτισμένων γίνονται πολλές φορές πιο βάρβαρα κι απάνθρωπα. Η συναυλία μετά από μια ώρα τελείωσε. Το πλήθος άδειασε την πλατεία και χιλιάδες φωνές με έναν περίεργο συγχρονισμό, . Πέτα σκέψη. . Επιτέλους.
18
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
λες πως κάτω από τη διεύθυνση, κάποιου αθέατου μαέστρου αυτήν τη φορά, τραγουδούσαν την άρια va persierο. Οι μέρες που ακολούθησαν είχαν τα χαρακτηριστικά μιας απίστευτης αλλαγής για όλους. Είχε αρχίσει να εκδηλώνεται η αγωνία των επιφανών και των κοινωνικά ισχυρών Επτανήσιων για την προσαρμογή τους στη νέα κατάσταση και τον απογαλακτισμό τους από τα προνόμια που απολάμβαναν ως επίλεκτα μέλη μιας απόλυτα ταξικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας, όπου αυτοί είχαν την ισχύ και τα προνόμια. Όλοι καταλάβαιναν πως γι’ αυτούς άρχιζε ένα καινούργιο ταξίδι ζωής και η ένταξη στον εθνικό κορμό σήμαινε πολλές ανατροπές στις ζωές τους και στο κατεστημένο πολλών αιώνων. Οι κοινωνικές ισορροπίες στις αντιλήψεις πολλών ευγενών έχασαν τα προαιώνια στηρίγματά τους. Αντίθετα, οι λαοί των νησιών, οι ποπολάροι, έβλεπαν σ’ αυτήν την αλλαγή τη δικαίωση των αγώνων και των θυσιών τους. Ένιωθαν πως η ένωση με τη μάνα πατρίδα θα τους απελευθέρωνε από ισχυρές κοινωνικές διακρίσεις και κοινωνικούς περιορισμούς πολλών αιώνων. Από την Ενετική κατοχή μέχρι την Αγγλική κυριαρχία, οι άνθρωποι του λαού, γνώρισαν μόνο ένα διάλειμμα ελευθερίας και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Τα χρόνια της Γαλλικής κατοχής, στην εποχή του Ναπολέοντα, έφεραν στους λαούς της Επτανήσου τις αρχές της ισότητας και της δικαιοσύνης. Οι Γάλλοι μετά την πτώση του Ναπολέοντα έφυγαν, αλλά οι δημοκρατικές ιδέες έμειναν. Όταν, στη συνέχεια, δημιουργήθηκε η Ιόνιος Πολιτεία υπό τη Βρετανική κυριαρχία, οι δημοκρατικές ιδέες έγιναν πολιτικό μόρφωμα στην Ιόνιο Βουλή. Στα σαράντα έξι χρόνια της Αγγλικής κατοχής, στα Επτάνησα κυριάρχησαν τρεις πολιτικές παρατάξεις. Οι Προστασιανοί: Κόμμα των Ευγενών και άλλων, που είχαν ταυτίσει τα συμφέροντά τους, με την αγγλική παρουσία και ηγεμονία. Οι Μεταρρυθμιστές: Η παράταξη αυτή, επιζητούσε τη μεταρρύθμιση του Συντάγματος του 1817. Θεωρούσε αναγκαία προϋπόθεση για την ένωση με την Ελλάδα, την άνοδο του πνευματικού επιπέδου του λαού και μετέθετε το αίτημα για την ένωση, στο απώτερο μέλλον. Την τρίτη παράταξη την απο19
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
τελούσαν οι Ριζοσπάστες: Αυτό το πολιτικό μόρφωμα πρόβαλε τις αρχές της Ελευθερίας, της Εθνικής Ανεξαρτησίας, της Λαϊκής Κυριαρχίας και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Οι Ριζοσπαστικές ιδέες αναπτύχθηκαν αρχικά στην Κεφαλονιά. Στη συνέχεια, εξαπλώθηκαν στη Ζάκυνθο και αργότερα βρήκανε έδαφος και στα άλλα νησιά. Το πολιτικό αυτό ρεύμα έχασε τη δυναμική και την απήχησή του μετά τη λήξη της Αγγλικής κατοχής. Η ένταξη στον εθνικό κορμό, ικανοποίησε τον απλό λαό. Έτσι, οι επαναστατικές ιδέες έμειναν στην άκρη. Τα θύματα των διώξεων, των φυλακίσεων και των εκτελέσεων ξεχάστηκαν από τους πολλούς και έμειναν στη μνήμη των λίγων και φυσικά τους κατέγραψε η ιστορία. Ο ρεαλισμός και η πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται από τους ισχυρούς, επέβαλε τους δικούς της κανόνες. Εκείνες τις μέρες οι Επτανήσιοι παραληρούσαν ενθουσιασμένοι. Η ένωση με την Ελλάδα παραμέρισε κάθε άλλη σκέψη κι επιφύλαξη. Ακόμη κι αυτοί που θα έχαναν προνόμια και τίτλους καταχώνιαζαν μέσα τους τις αντιρρήσεις και τις επιφυλάξεις τους. Πολλοί μάλιστα απ’ αυτούς, φρόντιζαν ν’ αποκτήσουν επαφές και εύνοιες στην πλευρά της «μητρικής» εθνικής εξουσίας, που θα κυβερνούσε μετά από λίγους μήνες ουσιαστικά τα Επτάνησα. Η στιγμή αυτή έφτασε στις 21 Μαΐου 1864 όταν τα νησιά πέρασαν τυπικά και ουσιαστικά στην Ελληνική κυριαρχία. Ο Εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης, Θρασύβουλος Ζαΐμης και ο τελευταίος Άγγλος Αρμοστής Στορξ, υπόγραψαν τα σχετικά έγγραφα, αφού προηγουμένως η Κέρκυρα χαρακτηρίστηκε ως ουδέτερο έδαφος και κατεδαφίστηκε συμβολικά ένα μέρος των φρουρίου της πόλης και του φρουρίου των Παξών. Αυτό έγινε μετά από απαίτηση των Άγγλων, που απαιτούσαν να τονισθεί η ουδετερότητα των νησιών. Επίσης με την υπογραφή της συμφωνίας, το Ελληνικό Βασίλειο ανέλαβε την υποχρέωση να πληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της Ιονίου Πολιτείας και ν’ αποζημιώσει τους Άγγλους υπαλλήλους της Αρμοστείας. Η κυβέρνηση του Ελληνικού Βασιλείου και ο φιλοβασιλικός Τύπος φρόντισαν να ανεβάσουν το κύρος του στέμματος και του νέου βασιλιά, διοχετεύοντας με κάθε τρόπο την πληροφορία, πως η παραχώρηση της Επτανήσου αποτελούσε ένα δώρο της Μεγά20
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
λης Βρετανίας στο νέο βασιλιά της Ελλάδας, Γεώργιο Α΄. Και πράγματι το πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό. Ο συναισθηματικός λαός ήταν έτοιμος να πιστέψει και να αποδεχτεί τις κατασκευασμένες ευαισθησίες των ισχυρών. Στο αρχοντικό του δικαστή των δικαστηρίων της Ιονίου Πολιτείας, Παύλου Μαβίλη, εκείνο το βράδυ, στις 23 Σεπτεμβρίου 1864, είχαν συγκεντρωθεί πολλά μέλη της κερκυραϊκής κοινωνίας. Δικαστές, δικηγόροι και πολλοί φίλοι. Είχαν αποδεχτεί την πρόσκλησή του σε δείπνο και όπως ήταν φυσικό, σε συζήτηση και σχολιασμό των σημαντικών γεγονότων της ξεχωριστής αυτής ημέρας. Λίγες ώρες πριν, το ΙΓ΄ Ιόνιο Κοινοβούλιο, σε έκτακτη συνεδρίασή του επικύρωσε την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Η συνεδρίαση εκείνη είχε έντονα συγκινησιακά στοιχεία και ο λαός είχε πλημμυρίσει τον προμαχώνα του Αγίου Αθανασίου. Έξω από το κτίριο της Βουλής, ξεσπούσε συνεχώς σε χειροκροτήματα και επευφημίες, που μετά από λίγο έγινε πλημμύρα ενθουσιασμού όταν η συνεδρίαση έκλεισε με την απόφαση της «ένωσης με την Ελλάδα σε μια αδιαίρετη πολιτεία, υπό το συνταγματικό σκήπτρο του βασιλέως Γεωργίου Α΄». Αυτό το γιορταστικό κλίμα επικρατούσε σε κάθε σημείο της Κέρκυρας και των άλλων νησιών, με εξαίρεση την Κεφαλονιά, κατά κύριο λόγο και λιγότερο στη Ζάκυνθο. Σ’ αυτά τα νησιά, η πολύχρονη δράση των Ριζοσπαστών είχε επίδραση στο λαϊκό αίσθημα και στην εκτίμηση των γεγονότων. Οι πληροφορίες και τα νέα από τη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά είχαν φτάσει από την προηγούμενη μέρα στο σπίτι του Μαβίλη. Με το πλοίο της γραμμής είχε έρθει από την Κεφαλονιά, ο αναδεξιμιός της οικογένειας, ο Γεράσιμος Κοσμάτος. Ο νεαρός είχε τελειώσει τη νομική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και ταξίδευε για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ιταλία. Διέκοψε, όμως, το ταξίδι του στην Κέρκυρα, προκειμένου να επισκεφτεί για λίγες μέρες το νονό του. Ο ερχομός του, συνέπεσε με τα κο . Βαφτιστήρι.
21
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
σμοϊστορικά γεγονότα της ημέρας και με χαρά πήρε την άδεια του οικοδεσπότη, για να ενημερώσει τους βραδινούς καλεσμένους για τα όσα συνέβαιναν στο νησί του. Η κοντέσα Ιωάννα είχε κινητοποιήσει από μέρες το προσωπικό του σπιτιού γι’ αυτήν τη βραδιά. Ανάλογες προετοιμασίες έκαναν και άλλες οικογένειες επιφανών, αλλά και του πόπολου. Αυτό το βράδυ γιόρταζε το αρχοντικό του πλούσιου και του ευγενή. Αλλά περισσότερο ήταν χαρούμενο και αισιόδοξο το σπίτι του φτωχού ανθρώπου του λαού, στο Καμπιέλο, στο Μαντούκι και στα αγροτόσπιτα των χωριών. Από τον περασμένο Μάρτη, η Κέρκυρα και τα άλλα νησιά, ήταν κυριολεκτικά στο πόδι. Ο εξωστρεφής και εκρηκτικός χαρακτήρας των Επτανήσιων, βρισκόταν σε μόνιμη αναστάτωση. Το όνειρο που φλόγιζε εκατοντάδες χρόνια τις ψυχές τους, έγινε πραγματικότητα. Στο πρωινό αυτής της όμορφης και ζεστής φθινοπωρινής μέρας, έπεσε ουσιαστικά και τυπικά η αυλαία της Βρετανικής κατοχής και σήμανε το τέλος της Ιονίου Πολιτείας. Η ιστορία σημείωσε τον τερματισμό της Βρετανικής κατοχής, στα νησιά, που λειτουργούσε καταπιεστικά πίσω από το προσωπείο της «προστασίας». Η Κυανή σημαία, με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, της Ιονίου Πολιτείας και η σημαία της Μεγάλης Βρετανίας, έδωσαν τη θέση τους στη γαλανόλευκη σημαία της Ελλάδας. Οι καλεσμένοι άρχισαν να φτάνουν, όταν το ρολόι του Αγίου Σπυρίδωνα, σήμανε οκτώ. Σε λίγη ώρα, ο μεγάλος κήπος και το σαλόνι του μεγάλου αρχοντικού, γέμισαν κόσμο. Το προσωπικό πεπειραμένο, αλλά και σωστά δασκαλεμένο από την οικοδέσποινα, ανταποκρινόταν αποτελεσματικά στις αυξημένες ανάγκες της βραδιάς. Οι πλούσιοι μπουφέδες και τα μπρούσκα κρασιά, από την κάβα του δικαστή Μαβίλη, ανέβασαν ακόμα περισσότερο το κλίμα της ικανοποίησης και της χαράς. Οι καλεσμένοι είχαν χωριστεί σε παρέες και κουβέντιαζαν σχολιάζοντας τα απίστευτα, πριν από λίγο καιρό γεγονότα, με το χαρακτηριστικό εξωστρεφή τρόπο των Επτανήσιων. Ακόμη και αυτοί που συνήθως στις κοινωνικές συγκεντρώσεις παρουσιάζονταν πιο συγκρατημένοι, το βράδυ αυτό έχασαν την αυτοσυγκράτησή τους. 22
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
Όταν μετά από λίγο έφτασαν μαζί στη δεξίωση, ο ποιητής και κριτικός Ιάκωβος Πολυλάς και ο μουσουργός Νικόλαος Χαλικιόπουλος-Μάντζαρος, πολλοί από τους παρευρισκόμενους τους πλησίασαν μαζί με τους οικοδεσπότες για να τους υποδεχτούν. Τα δύο αυτά πρόσωπα ήταν πολύ αγαπητά στην κερκυραϊκή κοινωνία. Αποτελούσαν επίλεκτα και σεβαστά μέλη της Επτανησιακής Σχολής. Ο Πολυλάς, συγκέντρωνε την εκτίμηση των διανοούμενων στο νησί και όλοι διάβαζαν τις κριτικές του. Το γεγονός ότι τον έδενε στενή φιλία με το Σολωμό, όσο ζούσε και ήταν εκδότης των έργων του εθνικού ποιητή, του προσέθετε κύρος και αναγνώριση. Αλλά και ο μουσουργός Νικόλαος Μάντζαρος, ο συνθέτης που μελοποίησε τον «Ύμνον προς την Ελευθερίαν» του Σολωμού, που όλοι πίστευαν πως η Ελλάδα κάποια μέρα θα τον έκανε εθνικό της ύμνο, συγκέντρωνε το γενικό σεβασμό και την κοινωνική αναγνώριση. Ο οικοδεσπότης τους οδήγησε στο κεντρικό τραπέζι του κήπου, όπου κάθονταν τα επιφανή πρόσωπα της κερκυραϊκής ζωής καθώς και τα μέλη της οικογένειάς του. Ανάμεσά τους και τα δύο παιδιά του δικαστή. Η δεκαενιάχρονη Εσθήρ που ήταν αρραβωνιασμένη και ο μικρός Λορέντζος. Η κοντέσα Ιωάννα ήθελε να βρίσκεται, έστω για λίγη ώρα, ο τετράχρονος γιος της, σ’ αυτήν τη μεγάλη συγκέντρωση. «Θα θυμάται όταν μεγαλώσει τις μεγάλες ιστορικές στιγμές που ζούμε» έλεγε. Πολλοί από τους φίλους της οικογένειας, έκαναν ένα μεγάλο κύκλο γύρω από το τραπέζι. Περίμεναν την προσφώνηση του οικοδεσπότη. Ο Παύλος Μαβίλης με επίσημο ύφος που δύσκολα κάλυπτε τη συγκίνησή του, μίλησε στους συγκεντρωμένους. Κυρίες και κύριοι, Αρχίζω την προσφώνησή μου, παραλείποντας το καθιερωμένο, από αιώνες τυπικό. Δεν προσφωνώ ευγενείς, δεν αναφέρω τίτλους ευγενείας γιατί τυπικά και ουσιαστικά από σήμερα, τέτοιοι τίτλοι δεν υπάρχουν. Είμαστε όλοι ίσοι. Είμαστε Έλληνες πολίτες, κομμάτι του εθνικού κορμού. Αποτελούμε μέρος του ελληνικού λαού. 23
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
Στη μάνα πατρίδα δεν υπάρχουν κοινωνικές διακρίσεις, δεν υπάρχουν τίτλοι, δεν υπάρχουν κόντηδες και κοντεσίνες. Τα Επτάνησα, άφησαν πίσω τους το παρελθόν. Εμείς οι ευγενείς, γίναμε ένα με τους ποπολάρους και μα την πίστη μου, αυτό είναι σπουδαίο γεγονός για το μέλλον της Ελλάδας. Εγώ πάντως φίλοι και συμπατριώτες, σας το ομολογώ. Εκτός από τη χαρά που νιώθω για την ένωσή μας με την Ελλάδα, νιώθω και απελευθερωμένος από ένα φορτίο. Το φορτίο της ευγενικής καταγωγής μου. Ο πατέρας μου, ο Δον Λορέντζος Μαβίλης, Ισπανός ευγενής, ήρθε ως πρέσβης της Ισπανίας στην Ιόνιο Πολιτεία. Μετά τη λήξη της θητείας του, έμεινε εδώ. Εδώ γεννήθηκα εγώ και είμαι Έλληνας Επτανήσιος. Το «Δον» το έχω κλείσει στο σεντούκι της οικογενειακής μου ιστορίας. Αυτό πιστεύω πως έχουν κάνει από σήμερα και όσοι Επτανήσιοι κληρονόμησαν τους τίτλους από τους προγόνους τους. Οι Ενετοί στα πεντακόσια χρόνια της κυριαρχίας τους μοίρασαν τίτλους ευγενείας, καθιέρωσαν το Libro d’ oro. Έχτισαν μια αριστοκρατική κοινωνία και θέσπισαν τις κοινωνικές διαφορές. Ο λόγος; Γνωστός σε όλους κι ας μη το μολογάμε. Αναζήτησαν συνεργάτες και τους βρήκανε. Όπως συνεργάτες αναζήτησαν και οι Τούρκοι στη σκλαβωμένη Ελλάδα. Αυτούς τους λέγανε κοτζαμπάσηδες και τους βρήκανε με μεγάλη ευκολία. Στέναξε ο υπόδουλος λαός από δαύτους. Χειρότεροι από τους Τούρκους ήταν αυτοί οι εκλεκτοί του δυνάστη, για το σκλάβο ραγιά. Σκουζάτε , φίλοι μου, που θα το πω και μη με παρεξηγήσετε. Πιστεύω πως δεν κάνει και μεγάλη διαφορά, ένας κόντες με έναν κοτζαμπάση. Τους κατακτητές υπηρετούσαν και οι δύο, σε βάρος του λαού. Είδαν πολλά τα μάτια μου ως δικαστής. Αυτό που έχω να πω τελειώνοντας, είναι πως η Γαλλική Επανάσταση, η κατοχή των νησιών από τους Γάλλους, μας άνοιξε με τις αρχές της τους ορίζοντες για τη δημοκρατία και τα . Συγγνώμη.
24
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
ανθρώπινα δικαιώματα. Στη συνέχεια, η Αγγλική κατοχή με τη σκληρότητά της, μας βοήθησε να αναθερμάνουμε την εθνική μας συνείδηση. Ας μην ξεχνάμε πως η σκλαβιά γίνεται ανυπόφορη, ακόμα και αν ο δυνάστης φοράει δαντελένια πουκάμισα και έχει επιτηδευμένη ευγενική συμπεριφορά. Οι μανάδες στην Κέρκυρα φοβερίζουν τα παιδιά τους, λέγοντας: «κάθισε φρόνιμο, γιατί θα σε πάρει ο Μαίτελας». Όλοι ξέρουμε πως εννοούν το σκληρό και αδυσώπητο, πρώην Άγγλο αρμοστή, τον Μαίτλαντ. Αυτός έμεινε στην ιστορία της Επτανήσου, σαν ψυχρός κακούργος. Αυτή είναι η αλήθεια. Ας μη μας φοβίζει το αύριο της λευτεριάς μας. Αυτήν την ιστορική βραδιά, εύχομαι σε όλους τους συμπατριώτες Επτανήσιους, κάθε καλό και στην πατρίδα μας την Ελλάδα, εκπλήρωση των εθνικών της ονείρων. Έντονα χειροκροτήματα και δάκρυα συγκίνησης συνόδεψαν τα τελευταία λόγια του Παύλου Μαβίλη. Υπήρξαν όμως και κάποιες αντιδράσεις ορισμένων ευγενών που εκδηλώθηκαν με αποχωρήσεις από τη δεξίωση. Από τους διαφωνούντες όμως, παρέμεινε μια ομάδα «προστασιανών» ευγενών που είχαν ταυτίσει τους τίτλους και τα συμφέροντά τους, με την αγγλική προστασία. Ένας απ’ αυτούς, ο κόντες Γκιβιτζιάνο, γνωστός για την υπεροψία και τις αντιδραστικές του απόψεις ζήτησε το λόγο και πριν ο οικοδεσπότης του το επιτρέψει, αυτός είπε: — Τα συχαρίκια μου, αρχόντοι για το λεύτερο αγέρα, που όπως είπε ο Δον Μαβίλης από σήμερα αναπνέουμε. Επίσης, διπλά δίνω τα συχαρίκια μου στον οικοδεσπότη μας, το δικαστή, τον άρχοντα, Δον Παύλο Μαβίλη για το λόγο που μας έβγαλε και που ικανοποίησε πολλούς από σας. Εγώ πάντως και κάποιοι άλλοι ευγενείς στο νησί μας, αλλά και στα άλλα νησιά, δε γιορτάζουμε, δεν έχουμε καταληφθεί από συγκίνηση. Με λύπη μου σας λέω, πως εμείς πενθούμε. Διαταράχτηκε το στερέωμα του κόσμου. Ήρθανε όλα τα πάνω κάτω. Ευγενείς κοιμηθήκαμε, λαός ξυπνήσαμε. Σας ρωτάω άρχοντες και αστοί που βρισκόσαστε απόψε σε τούτο το φιλόξενο αρχοντικό. Έχετε καταλάβει πού 25
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
πηγαίνουμε; Φεύγουμε από τον πολιτισμό, από το ευρωπαϊκό πνεύμα και γυρίζουμε αιώνες πίσω. Στον τόπο που για τετρακόσια χρόνια διαφέντευαν οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι που ποτέ δεν πάτησαν το ποδάρι τους στα Επτάνησα. Αφήνουμε τον πολιτισμό μας που καλλιέργησε το πνεύμα, τη μουσική και τις τέχνες και πάμε εκεί που όλα τα θαυμαστά που έχουμε καταφέρει θα μπασταρδευτούν και θα χαθούμε μέσα στο πέλαγος της αμορφωσιάς και της ελληνικής μιζέριας. Οργισμένος πετάχτηκε μπροστά και ο κόντες Χρυσοβιτσιάνος, είπε: — Μπράβο, μπραβίσιμα. Ορέ ψυχή μου, ακούστε με. Δώκανε λέει, οι Άγγλοι, σαν προικιό, στον πρίγκιπα Γεώργιο της Δανίας, τα εφτά νησιά του Ιονίου, προκειμένου να δεχτεί το θρόνο της Ελλάδας. Αυτό το θρόνο που τον τριγύριζαν σε ούλη την Ευρώπη και κανείς δεν τον δεχόταν. Δώκανε στο Δανό πρίγκιπα λίγη γης παραπάνω για να δεχτεί το Ελληνικό στέμμα. Σαν χωράφι προικώο είδαν τα Επτάνησα. Κι εμάς, μας λογαριάσανε σαν τα ζώα που βοσκάνε σ’ αυτό το χωράφι. Τίποτα άλλο δεν έχω να σας πω. Σήμερα χάσαμε τις ρίζες μας. Σήμερα χάθηκε και η ψυχή του «σιορ Κόντε». Σηκωθήκανε τα ποδάρια και φτάσανε στο κεφάλι. Και τούτο το πολύ κακό, έγινε με απόφαση της κυβέρνησης, της Αυτής Μεγαλειότητας. Μόνο που το συλλογιέμαι, μου έρχεται βουρλισιά . Τα λόγια του σήκωσαν μια θύελλα αποδοκιμασιών. Με κόπο ο Παύλος Μαβίλης κατόρθωσε να ηρεμήσει τους καλεσμένους. Αυτό έγινε κατορθωτό, μόλις κάποιοι από τους διαφωνούντες ευγενείς αποχώρησαν με τη δική τους θέληση από τη δεξίωση. Για λίγο σημειώθηκε μια αναταραχή και στη συνέχεια κυριάρχησε μια αμηχανία και βαριά σιωπή. Αυτήν τη βουβαμάρα την έσπασε η επέμβαση του Μάντζαρου που με τη βαριά φωνή του, είπε: — Θα σας πω δυο λόγια. Προτιμάω να εκφράζομαι μέσα από τη μουσική και λόγια μου είναι οι νότες που γίνονται μελωδίες. Πριν, λοιπόν, καθίσω στο πιάνο για να παίξω τον «Ύμνον εις την . Τρέλα.
26
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
ελευθερίαν» του εθνικού μας ποιητή, του Σολωμού, θέλω να σας παρακαλέσω να είμαστε συγκρατημένοι στις αντιδράσεις μας. Κάλμα φίλοι μου, κάλμα. Ο κόσμος δεν προχώρησε ποτέ από ανθρώπους με τις αντιλήψεις που ακούσαμε πριν από λίγο. Υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν μόνο το δικό τους συμφέρον και τα προνόμιά τους. Είναι έτοιμοι να μας πουν πως τα πάντα καταρρέουν. Αλλά φίλοι μου, να σας χαρώ! Τα μόνα που καταρρέουν είναι τα συμφέροντά τους, τα προνόμιά τους και η αδικία που τους κρατούσε για αιώνες κυρίαρχους και ισχυρούς. Εγώ που σας μιλώ, είμαι από καταγωγής κόντες. Όμως, τους τίτλους μου τους καταχώνιασα και είμαι άμισθος διευθυντής της φιλαρμονικής μας. Δάσκαλος, δηλαδή, μουσικής για τα παιδιά του λαού μας. Αντί, λοιπόν, ετούτη τη μοναδική βραδιά να μας απασχολούν οι αντιδράσεις των λίγων που δεν μπορούν να συγχρονίσουν τους κτύπους της καρδιάς τους με τη γενική χαρά, καλό θα είναι να ακούσουμε μουσική. Καλό θα είναι να κουβεντιάσουμε για τις μέρες που έρχονται. Να ανοίξουμε τις καρδιές μας, να αγκαλιαστούμε μεταξύ μας. Δε μας χωρίζουν πια τίτλοι και διακρίσεις. Ήμαστε όλοι Έλληνες πολίτες και παιδιά της ίδιας πατρίδας. Ας αφήσουμε το παρελθόν πίσω μας. Δε φελάει να το νεκρανασταίνουμε. Ο δρόμος μέχρι να συνηθίσουμε στις αλλαγές, δε θα είναι εύκολος. Πολλοί, αμέτρητοι άνθρωποι, θυσιάστηκαν και χάθηκαν για να είμαστε εμείς σήμερα λεύτεροι. Όσο για τα άσχημά μας, στο χέρι μας είναι να τα διορθώσουμε. Ας αφήσουμε τη μουσική να μιλήσει. Αυτή μιλάει καλύτερα από μένα. Κάθισε στο πιάνο και άρχισε να παίζει με πάθος τον Ύμνο προς την Ελευθερία. Όταν τελείωσε, όλοι ξέσπασαν σε θερμά χειροκροτήματα και επιφωνήματα ενθουσιασμού. — Φίλοι μου, όσο έπαιζα στο πιάνο σκεφτόμουν το μεγάλο ποιητή μας, το Σολωμό. Θα ήθελα απόψε να είναι κοντά μας. Αν ζούσε, θα ένιωθε ευτυχισμένος. Θα μεθούσε και από τούτες τις ώρες, της δεύτερης λευτεριάς. Της λευτεριάς των νησιών μας, που τόσο αγάπησε. — Μαέστρο μου, να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά, φώναξε δα . Ωφελεί.
27
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
κρυσμένος το Πολυλάς. Συμφωνώ μαζί σου. Σήμερα έπρεπε να ζούσε και να ήταν μαζί μας ο Σολωμός. Αυτός, ο κόντες, που γεννήθηκε στη Ζάκυνθο και έγινε Κερκυραίος. Έγινε δικός μας και γίναμε δικοί του. Αυτός, ύμνησε την Επανάσταση του ’21 και έγινε ο ποιητής της. Έγινε η συνείδηση του γένους και η φωνή του έγινε η φωνή που απλώθηκε παντού και στήριξε τον αγώνα. Αυτό το αρχοντόπουλο όταν γύρισε από την Ιταλία, έγραφε ποιήματα μόνο στα ιταλικά και όμως. Ένα τυχαίο γεγονός έγινε αιτία για να γίνει ο ποιητής του γένους μας. — Ποια ήταν η αιτία, κύριε Πολυλά; ρώτησε η φίλη και φιλοξενούμενη της οικογένειας Μαβίλη, η Ζακλίν Μασσό. Η νέα γυναίκα ήταν γεννημένη στην Κέρκυρα. Γαλλίδα στην καταγωγή και παντρεμένη με το Γάλλο έμπορο του Παρισιού, Πιέρ Μασσό. Είχε από τα παιδικά της χρόνια φιλία με τη μεγαλύτερή της στα χρόνια οικοδέσποινα κι ερχότανε σχεδόν κάθε χρόνο στην Κέρκυρα, για να συναντήσει τους φίλους της και για να περάσει τους καλοκαιρινούς μήνες στον τόπο που γεννήθηκε. Ο Πολυλάς, κοίταξε εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της, τη γυναίκα και υποκλίθηκε ελαφρά πριν της απαντήσει. — Κυρία μου, στα χρόνια της επανάστασης ο Σπύρος Τρικούπης, ο πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο λόγιος και ιστορικός τού αγώνα, βρέθηκε στη Ζάκυνθο για τις ανάγκες της επανάστασης. Στο σπίτι του κόντε Ρώμα, γνώρισε το Σολωμό. Ο νεαρός ποιητής του έκανε μεγάλη εντύπωση. Το ταλέντο, η έμπνευση και οι γνώσεις του νεαρού Ζακυνθινού κόντε, εκτιμήθηκαν από τον πεπειραμένο διανοούμενο και μετά από τις πολλές συναντήσεις και τις συζητήσεις που είχε μαζί του, του έκανε την πρόταση που κυριολεκτικά έγραψε μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία του έθνους μας. Τον παρότρυνε να γράψει ποίηση στα ελληνικά και να γίνει, ο Έλληνας Ντάντε. Αυτός ο σπόρος κάρπισε αμέσως στην ψυχή του ποιητή. Βελτίωσε εντυπωσιακά τις γνώσεις του στη γλώσσα και έγραψε το πρώτο έργο του στα Ελληνικά. Την «Ξανθούλα». Μετά καταπιάστηκε με τη σύνθεση του μεγάλου έργου του, γράφοντας το τραγούδι της λευτεριάς. Τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν». Με αυτό το έργο ο Σολωμός έγινε ο εθνικός ποιητής μας. 28
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
— Η οικογένεια Τρικούπη έχει σημαδέψει ευεργετικά την πορεία του ελληνικού έθνους. Ακόμη και η ένωση της Επτανήσου που γιορτάζουμε απόψε είχε την αποφασιστική συμμετοχή του γιου του Σπυρίδωνα, του Χαρίλαου Τρικούπη. Υπηρετεί στην ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο, ως γραμματέας. Αυτός, είχε αναλάβει από την ελληνική πλευρά το βάρος και την ευθύνη των διαπραγματεύσεων με τους Άγγλους. Είναι σπουδαίος διπλωμάτης, προικισμένος και εργατικός. Τον έχω γνωρίσει και μας συνδέει μια ειλικρινής φιλία, είπε ο Μαβίλης. — Η φήμη του Χαρίλαου Τρικούπη είναι γνωστή. Οι αθηναϊκές εφημερίδες γράφουν συνέχεια γι’ αυτόν. Πολλοί πιστεύουν πως σύντομα θα έρθει στην Ελλάδα για να πολιτευθεί, είπε με ενθουσιασμό ο Παύλος Μαβίλης. Πιστεύω πως θα ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του, που είναι δάσκαλός του στην πολιτική και σίγουρα θα τον ξεπεράσει. — Μα βέβαια! Πρεσβευτής στο Λονδίνο ο πατέρας, γραμματέας της πρεσβείας ο γιος του. Αυτός, όπως είπες, πήρε απάνω του τις διαπραγματεύσεις για την ένωση της Επτανήσου, είπε ο Πολυλάς. — Όπως ακούστηκε από κάποιες κακές γλώσσες, τον βοήθησε πολύ στις επαφές του με τους Άγγλους επίσημους, μία λαίδη. Η γυναίκα κάποιου κορυφαίου Άγγλου υπουργού, είπε με νόημα ο γιατρός Λαβράνος. Ακούστηκαν συγκρατημένα γέλια. — Μήπως αυτός ο Μεσολογγίτης πολιτικός έχει και καταγωγή από τσου Κορφούς10; Για να τα πηγαίνει καλά με τσι κυρίες, ίσως κάτι τέτοιο να συμβαίνει, είπε η οικοδέσποινα, κοιτώντας με σημασία τον άντρα της. — Γυναίκα, για τούτο που είπες πρέπει να σε δικάσω. Δεν ξέρω, όμως, με ποιο ποινικό κώδικα. Τον παλιό ή τον καινούργιο; — Με τον κώδικα των απατημένων γυναικών, σιορ Μαβίλη και άτακτε άντρα μου. — Κοντέσα μου, σε μια βδομάδα θα είμαι στο Λονδίνο. Θα συναντήσω εκεί το Χαρίλαο Τρικούπη. Είχα σκοπό να σε πάρω 10. Κέρκυρα.
29
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
μαζί μου σ’ αυτό το ταξίδι. Για τιμωρία σου, όμως, θα παραμείνεις εδώ. Αυτός, ο ελαφρύς συζυγικός διάλογος, έγινε η αφορμή για να ελαφρώσει η ατμόσφαιρα από τη συγκινησιακή φόρτιση της βραδιάς. Μετά το φαγοπότι, κοντά στα μεσάνυχτα, οι συζητήσεις συνεχίστηκαν με όσους καλεσμένους παρέμεναν ακόμη στο αρχοντικό. Ο Μαβίλης πληροφόρησε τους καλεσμένους του, πως σημαντικές πληροφορίες από την Κεφαλονιά, αλλά ίσως και από τη Ζάκυνθο, είχε φέρει ο αναδεξιμιός του, ο Γεράσιμος Κοσμάτος. Του ζήτησε, λοιπόν, να τους πει τα νέα. — Νονέ μου, μόνο από την Κεφαλονιά έχω νέα. Για τη Ζάκυνθο θα σας πληροφορήσω, για όσα άκουσα στο πλοίο που ταξίδεψα για να έρθω εδώ. Αυτά που έχω να σας πω με λίγα λόγια, είναι πως το κλίμα στην Κεφαλονιά, δε μοιάζει καθόλου με το κλίμα που συνάντησα από τη στιγμή που έφτασα εδώ, στην Κέρκυρα. Στο νησί μου κυριαρχούσαν και κυριαρχούν οι Ριζοσπάστες και οι ιδέες τους. Στις 21 Μαΐου που έγινε η παράδοση της Κεφαλονιάς από τους Άγγλους και έγιναν τελετές, πολλοί Κεφαλλονίτες τις αντιμετώπισαν ψυχρά και επιφυλακτικά. Το κίνημα των Ριζοσπαστών έχει ιστορία πολλών αγώνων στο νησί. Στη Ζάκυνθο τα πράγματα είναι πιο ομαλά. Εκεί στο κίνημα των Ριζοσπαστών υπάρχει ο Λομβάρδος. Αυτός έχει διαχωρίσει τη θέση του. Αποδέχτηκε την ένωση με την Ελλάδα, όπως αυτή έγινε, παραλείποντας τα άλλα αιτήματα του κινήματος. — Ποια ήταν αυτά τα αιτήματα, ψυχή μου; ρώτησε η νονά του. — Ακριβώς τα ίδια με τα αιτήματα των Κερκυραίων Ριζοσπαστών, που ανέκαθεν ήταν αριθμητικά λιγότεροι και αδύναμοι πολιτικά, σε τούτο το νησί, που είναι και το μεγαλύτερο, αλλά και το διοικητικό κέντρο της Ιονίου Πολιτείας. Δεν αρνούνται την ένωση με την Ελλάδα, αλλά περισσότερο απ’ αυτό διεκδικούσαν και διεκδικούν κοινωνική δικαιοσύνη, ανθρώπινα δικαιώματα, ισότητα και δημοκρατικές ελευθερίες στο λαό. Αυτές οι ιδέες πληρώθηκαν με άγριες διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες κι εκτελέσεις Ριζοσπαστών, στα χρόνια της Αγγλικής «προστασίας» που τώρα τερματίστηκε και μας αφήνει χρόνους και κακές αναμνήσεις. 30
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
»Θέλω να σας μεταφέρω στο κλίμα των τελετών για την ένωση. Από τις γιορταστικές εκδηλώσεις έλειψαν πολλοί άνθρωποι του πνεύματος, αλλά και πολλοί μάρτυρες του Ριζοσπαστικού κινήματος. Ποιος θα περίμενε, πως τη μέρα της ένωσης με την Ελλάδα, θα απουσίαζαν από τις τελετές, ο Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος και ο Ιωσήφ Μομφεράτος; »Ο Ζερβός κλείστηκε στο σπίτι του. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί με την ανάπηρη λευτεριά, όπως τη χαρακτήρισε. Ο Μομφεράτος παρακολούθησε πικραμένος τις τελετές, πίσω από τις γρίλιες του παραθύρου του». Η αφήγηση του νεαρού Γεράσιμου εντυπωσίασε τους καλεσμένους. Αυτό το ψηλό και όμορφο παλικάρι με τους ευγενικούς τρόπους, κέρδισε το ακροατήριο. Αφού τελείωσε την ενημέρωση, κάθισε κατακόκκινος στο κάθισμά του. Η συζήτηση για την κατάσταση στην Κεφαλονιά και οι δια μάχες των Ριζοσπαστών του νησιού με τους Ριζοσπάστες του Λομβάρδου της Ζακύνθου, συνεχίστηκε. Ο Γεράσιμος πρόσεξε το ενδιαφέρον που έδειχνε η φίλη της νονάς του, γι’ αυτόν. Καθισμένη απέναντί του, τον κοιτούσε με μεγάλο ενδιαφέρον και δύο φορές, μετά την τοποθέτησή του για τους Ριζοσπάστες, του χαμογέλασε με σημασία. Ο Γεράσιμος από τη αρχή της βραδιάς, είχε προσέξει την όμορφη Ζακλίν Μασσό. Αυτή η γυναίκα είχε τη δυνατότητα να μαγνητίζει τα βλέμματα των ανδρών. Η έκπληξη που δοκίμασε ήταν μεγάλη όταν την άκουσε να τον ρωτάει γι’ αυτά που έλεγε πριν λίγο, χαρίζοντάς του, ένα πανέμορφο χαμόγελο. — Κύριε Κοσμάτε. Σας άκουσα με προσοχή. Δε θέλω να είμαι αδιάκριτη, αλλά μου γεννήσατε την περιέργεια. Σκουζάτε για το θράσος μου, αλλά θέλω κάτι να σας ρωτήσω. — Παρακαλώ, σινιόρα μου. — Εσείς, με ποια πολιτική πλευρά είσαστε; Τον κοίταζε επίμονα και ο Γεράσιμος είδε στα μάτια της μια θάλασσα ερωτικής επιθυμίας. Τα έχασε προς στιγμή. Όμως το ενθαρρυντικό χαμόγελό της, του έφερε ξανά την αυτοπεποίθησή του. — Σινιόρα, είμαι Ριζοσπάστης. Το ομολογώ και λυπάμαι αν 31
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
στενοχωρήσω κάποιους από τους αξιότιμους καλεσμένους. Ο πατέρας μου είναι δικαστής κι αυτός σαν τον αγαπημένο μου νονό. Είναι Μεταρρυθμιστής και πιστός στις ιδέες του. Ξέρω, όμως, ότι βαθιά μέσα του βρίσκει πολλούς λόγους για να δικαιολογήσει τις ιδέες μου. Είναι άνθρωπος με μεγάλη κατανόηση. Τσακωνόμαστε ταχτικά, όμως μετά από λίγο, φιλιώνουμε. — Ζω στη Γαλλία, μακριά αποδώ. Τα τρία κόμματα που λειτουργούσαν στην Ιόνιο Βουλή, μέχρι τώρα, ένα σκοπό δεν είχαν; Δεν αγωνίζονταν όλοι για την ένωση με την Ελλάδα; Ο Γεράσιμος κατάλαβε πως η πανέμορφη αυτή γυναίκα, δεν περίμενε τις δικές του απαντήσεις για να μάθει τις κομματικές διαφορές των Επτανήσιων. «Δεν έχει καμιά απορία. Είναι φανερό. Με ρωτάει μόνο και μόνο για να μην καταλάβουν οι άλλοι το ενδιαφέρον της για μένα. Με φλερτάρει διακριτικά. Είναι πολύ όμορφη και μου φαίνεται απίστευτο αυτό που μου συμβαίνει. Άρχισα μήπως να την ερωτεύομαι;». Σηκώθηκε από το κάθισμά του και την πλησίασε, λέγοντας: — Όλοι για την ένωση αγωνιστήκαμε, αλλά με τις μεγάλες ή τις μικρές διαφορές μας. Απλώς, οι Ριζοσπάστες στις επιδιώξεις τους, την ένωση την είχαν σαν ένα στοιχείο του αγώνα τους. Μαζί με την ένωση ζητούσαν και κοινωνικές αλλαγές. Δημοκρατία, ισότητα για όλους και κατάργηση των διακρίσεων. Οι Μεταρρυθμιστές, ζητούσαν πρώτα την πνευματική ανάπτυξη του λαού, όπως παλιά ο Κοραής και στη συνέχεια την ένωση με την Ελλάδα. Σταμάτησε για λίγο. Κοίταξε με τρόπο γύρω του και πλησιάζοντας ακόμα πιο κοντά της, της είπε χαμηλόφωνα. — Τέλος, υπάρχουν και οι Προστασιανοί. Το μολογάει και ο τίτλος τους. Είναι αυτοί που εκπροσωπούν το καθυστερημένο παρελθόν. Αυτοί που θέλουν να ζουν κάτω από την εύνοια και την προστασία των ξένων. Είναι μια παλιά ιστορία που κρατάει αιώνες. Από την Ενετοκρατία, μέχρι τη τωρινή εποχή της Αγγλικής κατοχής. Δεν είναι εύκολο γι’ αυτούς να χάσουν από τη μια μέρα στην άλλη, προνόμια, τίτλους και συμφέροντα. Οι καθυστερημένες αντιλήψεις, αντιπαθούν το φως της μέρας. Επιθυμούν το μισοσκόταδο και την υποταγή στους ισχυρούς. Ανέκαθεν οι ξένοι κυρίαρχοι των Επτανήσων, εξαγόραζαν συνειδήσεις και σε 32
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
αντάλλαγμα μοίραζαν προνόμια. Αυτοί είναι που αντέδρασαν έντονα στην ένωση με την Ελλάδα. Έχασαν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Η Ζακλίν, τον ευχαρίστησε μεγαλόφωνα για τις πληροφορίες που της έδωσε και πριν απομακρυνθεί, του ψιθύρισε: — Όταν θα πάτε για ύπνο, μην κλειδώσετε την πόρτα στο δωμάτιό σας. Ίσως σας επισκεφτώ για τη συνέχεια της κουβέντας μας. Στη συνέχεια, η παράξενη αυτή νεαρή γυναίκα απομακρύνθηκε και πλησίασε μια παρέα γυναικών, που φλυαρούσαν. «Ετούτη έχει όπως λένε, το διάολο μέσα της. Είναι η πιο όμορφη και σαγηνευτική γυναίκα που έχω συναντήσει. Δε νομίζω, μα τη πίστη μου, πως θα υπάρχουν στο κόσμο ολάκερο, πολλές που να της μοιάζουν» σκέφτηκε ξαναμμένος ο Γεράσιμος.
33
2
Αργά το βράδυ, οι τελευταίοι καλεσμένοι έφυγαν. Στο σαλόνι
απέμειναν ο Παύλος Μαβίλης, η κοντέσα Ιωάννα, η Ζακλίν, η Εσθήρ και ο νεαρός Γεράσιμος. Οι τρεις γυναίκες φλυαρούσαν σχολιάζοντας τους καλεσμένους και τις επεισοδιακές αποχωρήσεις των διαφωνούντων ευγενών. Αυτών των κοντόφθαλμων που δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με τις κοινωνικές ανατροπές, που έφερνε η ένωση με την Ελλάδα. Ο δικαστής άκουγε τις γυναίκες χαμογελώντας και τις πείραζε για την επιμονή τους να σχολιάζουν κάθε πράξη, κάθε κίνηση, κάθε λόγο, που τις είχε εντυπωσιάσει στη δεξίωση. — Εσείς, κυρίες μου, αντί να κάνετε σχολιασμούς και κουτσομπολιά για τους άλλους, καλό θα είναι να μας πείτε μια παρόλα. Πώς θα αντιμετωπίσετε την κοινωνική ζωή από αύριο; Σας πληροφορώ πως σύμφωνα με τις οδηγίες που έδωσα στο προσωπικό, όταν ξυπνήσετε και αντικρίσετε τον ήλιο της καινούργιας μέρας, οι καμαριέρες θα σας καλημερίσουν προσφωνώντας σας, ως κυρίες και όχι ως κοντέσες. — Παύλο, γιατί μας κογιονάρεις11; Οι τίτλοι και οι ρεβεράντζες δεν κάνουν τις γυναίκες να καμαρώνουν, του είπε η γυναίκα του. — Με τι καμαρώνουν οι γυναίκες; ρώτησε ο Γεράσιμος. — Μα είναι απλό και πρέπει να το μάθεις, αγαπητέ κύριε. Οι γυναίκες συγκινούνται αληθινά, μόνο όταν διαβάσουν το θαυμα11. Κοροϊδεύεις.
34
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
σμό για την ομορφιά τους στα μάτια των αντρών, του απάντησε με καλυμμένο ερωτισμό στη φωνή της, η Ζακλίν. Ο Γεράσιμος νόμισε πως όλοι θα κατάλαβαν το μυστικό κώδικα επικοινωνίας που είχε μ’ αυτήν, τη χωρίς όρια και περιορισμούς τολμηρή γυναίκα και δεν της απάντησε. Μετά από λίγο ο Παύλος έδωσε το σύνθημα. — Νομίζω πως πρέπει να αφεθούμε στις περιποιήσεις, Μορφέα. Μας περιμένει στο προσκέφαλό μας. Μας έχει ετοιμάσει όμορφα όνειρα. Ο Γεράσιμος καληνύχτισε τη συντροφιά πρώτος και πήγε στο δωμάτιό του. Δεν ξάπλωσε. Καθισμένος σε μια πολυθρόνα παρακολουθούσε τη φλόγα των μεγάλων κεριών στα κηροπήγια. «Μου φαίνεται σαν ψέματα. Η γυναίκα αυτή ερωτικά με έχει αναστατώσει. Φοβάμαι, πως μπορεί να μου έπαιξε κάποιο παιχνίδι. Ίσως σκέφτηκε να με κάνει να την περιμένω ανεβάζοντάς μου την ερωτική επιθυμία. Αυτήν μπορεί να χασκογελάει αυτήν τη στιγμή σε βάρος μου ξαπλωμένη στο κρεβάτι της». Μ’ αυτήν τη σκέψη ένιωσε άσχημα. Αλλά πριν προλάβει να θυμώσει, η πόρτα του δωματίου άνοιξε αθόρυβα και η Ζακλίν πέρασε μέσα, γυρίζοντας με προσοχή το κλειδί στην κλειδαριά. — Άργησες. Νόμισα πως δε θα έρθεις. — Έπρεπε να βεβαιωθώ πως όλοι κοιμήθηκαν. Δεν είναι και εύκολη η κατάσταση μ’ αυτήν την τρέλα που μ’ έπιασε για σένα. Έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε με πάθος. Αυτός ξετρελαμένος τη φίλησε με ορμή και την παρέσυρε στο κρεβάτι. Έπαψαν να μιλάνε. Οι αισθήσεις και τα κορμιά τους επιβάλανε τη δική τους επικοινωνία, τη συνομιλία του φλογισμένου έρωτα. Πριν χαράξει, η Ζακλίν έφυγε. Πριν φύγει, του πρότεινε να τη συνοδέψει το απομεσήμερο στις Μπενίτσες, στο πατρικό της σπίτι. — Ψυχή μου, εκεί θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε ήσυχα. Θα πούμε πολλά. Θέλω να γνωρίσεις το σπίτι που μεγάλωσα. Αυτή, νομίζω πως θα είναι η τελευταία φορά που θα συναντηθούμε και θέλω να θυμάμαι τον ίσκιο σου μέσα στο σπίτι που από μικρή έκανα όνειρα για το μεγάλο έρωτα και την αθάνατη αγάπη. — Μου κάνει εντύπωση η αποφασιστικότητά σου, κάτι σπά35
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
νιο για γυναίκα. Εσύ, θέλεις να αποφασίζεις για όλα. Για την αρχή και για το τέλος μιας γνωριμίας. Εσύ θέλεις να καθορίζεις το πότε θα αρχίσει και το πότε θα κλείσει η αυλαία της. Είσαι παράξενη γυναίκα, αλλά αυτό είναι που με συναρπάζει. Θέλω να δω τι κρύβεις μέσα από το όστρακό σου. Είμαι βέβαιος πως ψάχνοντας, θα ανακαλύψω ένα θησαυρό. — Μ’ αρέσει να σ’ ακούω να μιλάς. Θέλω να με περιμένεις λίγο μετά το μεσημεριανό φαγητό, στην πλατεία του San Rocco. Θα περάσω με ένα αμάξι για να σε πάρω. Τον φίλησε βιαστικά και βγήκε με μεγάλη προφύλαξη απ’ το δωμάτιό του. Βλέποντάς τη να φεύγει ένιωσε πολύ ερωτευμένος μ’ αυτήν τη γυναίκα που μπορούσε, τα δύσκολα να τα κάνει εύκολα. Όταν χάραξε η καινούργια μέρα δυσκολεύτηκε να πιστέψει αυτά που έζησε τη νύχτα. Έμοιαζε με απίστευτο όνειρο ο έρωτας που του χάρισε αυτήν η πανέμορφη, κατάξανθη και γαλανομάτα γυναίκα. Βαθιά μέσα του ένιωθε ερωτευμένος. Όταν όμως σκέφτηκε το αύριο, αυτή η σκέψη, του έφερε απελπισία. Η βεβαιότητα του τέλους αυτής της σχέσης του προξένησε πόνο. «Δε θέλω να τη χάσω. Αλλά πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Είναι παντρεμένη. Ζει στη Γαλλία. Δεν ξέρω αν εκτός από άντρα, έχει και παιδιά. Είμαι είκοσι πέντε χρονών. Οι δικοί μου με στέλνουν για να συνεχίσω στην Ιταλία τις σπουδές μου, μετά τα νομικά στην Αθήνα, στη Ρώμη. Εκεί θα σπουδάσω φιλοσοφία. Ένα πρόγραμμα ζωής, ένας κύκλος σπουδών, που τον χάραξε ο πατέρας μου με τον «διαβήτη» της αυστηρότητας ενός δικαστή. Όμως, από τη στιγμή που συνάντησα αυτήν τη γυναίκα, όλα άλλαξαν μέσα μου. Από χθες ζω και αναπνέω μόνο με τη σκέψη της. Δε με νοιάζει τίποτα. Θέλω να μείνω όσο περισσότερο γίνεται μαζί της. Ας καθυστερήσω το ταξίδι μου. Πρέπει να βρω μια δικαιολογία. Κάτι θα σκεφτώ». Φτάνοντας στο σημείο της συνάντησης, παρακολουθούσε την κίνηση στους δρόμους. Οι ελληνικές σημαίες είχαν πλημμυρίσει κάθε σημείο της πόλης. Ο σημαιοστολισμός έφτανε μέχρι κάτω στα μουράγια12. Ο γενικός ενθουσιασμός έμοιαζε ατελείωτος, 12. Λιμάνια.
36
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
κρατούσε έξι ολόκληρους μήνες. «Από το Μάρτη που υπογράφτηκε η συμφωνία για την παραχώρηση των νησιών στην Ελλάδα, πήγαμε στο Μάη, που έγινε η παράδοση των νησιών και τέλος, στο Σεπτέμβρη που έγινε και το τυπικό ψήφισμα του τερματισμού της Ιονίου Πολιτείας. Αξέχαστη θα μείνει στους συναισθηματικούς Επτανήσιους, η χθεσινή τελευταία συνεδρίαση της Ιονίου Βουλής, όπου βγήκε και το τελικό ψήφισμα. Μια έκρηξη χαράς έχει ξεσπάσει. Οι κάτοικοι βρίσκονται σε μόνιμο παραλήρημα ενθουσιασμού. Το πόπολο, δε στέκεται σε λεπτομέρειες. Εγώ, ο Ριζοσπάστης δεν ένιωσα αυτό το μεθύσι. Είμαι επιφυλακτικός και ανησυχώ για το μέλλον. Δεν πιστεύω στις καλές προθέσεις των ισχυρών. Αυτοί σε όλες τις αποφάσεις τους βάζουν μπροστά τα δικά τους συμφέροντα και όχι τα δίκια της μικρής Ελλάδας. Ομολογώ πως από χθες, όλα αυτά, έχουν ατονήσει μέσα μου. Η Ζακλίν ήρθε σαν πραγματική θύελλα και σάρωσε τα πάντα στην ύπαρξή μου. Μετά τη χθεσινή νύχτα, τη θέλω σαν κολασμένος και τίποτα άλλο δεν έχει σημασία για μένα». Έφτασε στην πλατεία San Rocco και περιμένοντας κοιτούσε ερευνητικά τις άμαξες που περνούσαν. Η καρδιά του κτύπησε δυνατά όταν μία απ’ αυτές σταμάτησε δίπλα του και ο αμαξάς τον κάλεσε να ανέβει. Μεμιάς, άνοιξε το πορτόνι της και βρέθηκε καθισμένος δίπλα στη Ζακλίν. Τα κουρτινάκια της καρότσας κάλυψαν από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών το παθιασμένο φιλί τους. Η γοητευτική διαδρομή δίπλα στους ελαιώνες, στις φραγκοσυκιές, στα βάτα, τα βατόμουρα, στις απιδιές και στη λιμνοθάλασσα, που απλωνόταν απέναντι από το μονοπάτι, έβγαλαν από την ψυχή της Ζακλίν ένα χείμαρρο αναμνήσεων. Κρατώντας το χέρι του Γεράσιμου, γελώντας ευτυχισμένη του μιλούσε για τα παιδικά της χρόνια. Για τους γονείς της, τις παιδικές της φίλες και τα όνειρά της. Όταν μετά από τον ανήφορο η άμαξα έφτασε στο Πέραμα, η νέα γυναίκα, ξαναμμένη ζήτησε από τον αμαξά να σταματήσει για λίγο. — Είμαι ευτυχισμένη που βλέπουμε μαζί αυτές τις ομορφιές. Το Ποντικονήσι είναι εκεί, απέναντί μας. Το εκκλησάκι του Παντοκράτορα το κρύβουν τα κυπαρίσσια. Αυτό, το άλλο εκκλησά37
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
κι, που είναι δίπλα στο Ποντικονήσι, κοντά στο Κανόνι, είναι το μοναστήρι της Παναγίας της Βλαχέρενας. Ο Γεράσιμος την αγκάλιασε τρυφερά. Η μυρωδιά του κορμιού της τον αναστάτωνε. — Το «όστρακό» σου άρχισε να ανοίγει. Είμαι πολύ ερωτευμένος μαζί σου. Σε μια μέρα και μια νύχτα, έχουν αλλάξει όλα μέσα μου. Νιώθω σαν να γεννήθηκα χθες το βράδυ. Νιώθω πως μαζί σου διάβηκα το πορτόνι του μεγάλου έρωτα. Του έκλεισε με το χέρι της το στόμα. — Είσαι πολύ νέος, ψυχή μου, για τέτοιες αλλαγές. Ζήσε ετούτες τις στιγμές και πάρε την ανάμνησή μου μαζί σου στην Ιταλία όπου θα πας. Είσαι είκοσι πέντε χρονών και είμαι είκοσι έξι χρονών γυναίκα και μάλιστα, παντρεμένη. Αυτό που έγινε χθες και συνεχίζεται και σήμερα, είναι μια τρέλα. Μια απρόσμενη, παράξενη παρόρμηση και φταίω εγώ γι’ αυτό. Σκέψου να καταλάβουν κάτι για μας, στο σπίτι του Μαβίλη! Μόνο που το σκέφτομαι, τρελαίνομαι! Μ’ αρέσεις, όμως, τόσο πολύ. Ποτέ δεν είχα νιώσει έτσι για κάποιον άντρα. Θα φύγεις, αγαπημένε μου, και θα πάρεις μαζί σου την ψυχή μου. — Δε θέλω να φύγω. — Ας αφήσουμε τα λόγια. Το σπίτι στις Μπενίτσες, περιμένει τις ανάσες και το πάθος μας. Ας βιαστούμε. Η άμαξα πέρασε τη γέφυρα του Κάιζερ και μετά από λίγο φτάσανε στο παραθαλάσσιο χωριό, στις Μπενίτσες. Λίγο πριν από τα πρώτα σπίτια κοντά στη θάλασσα, βρέθηκαν μπροστά σε έναν περιποιημένο κήπο γεμάτο πορτοκαλιές και λεμονιές. Στο βάθος ξεπρόβαλε ένα επιβλητικό σπίτι. — Φθάσαμε στο πατρικό μου. Σήμερα που είμαστε μαζί νιώθω να μου γνέφει κι αυτό, χαρούμενο. Πάντα πίστευα πως και τα σπίτια έχουν ψυχή. Ο αμαξάς πήρε εντολή να ξανάρθει σαν σουρουπώσει, για να τους πάρει. Το ζευγάρι άνοιξε βιαστικά την πόρτα του κήπου. Από το εσωτερικό του σπιτιού ξεπρόβαλαν για να τους υποδεχτούν, δύο υπηρέτες. Ένας ηλικιωμένος άντρας και η γυναίκα του. Αυτό το ζευγάρι που φρόντιζε το σπίτι και τον κήπο. Μετά τα καλωσορίσματα και το σερβίρισμα του φαγητού, η Ζακλίν 38
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
τους είπε πως δεν τους χρειάζεται. Πως είναι ελεύθεροι μέχρι το απόγευμα. Όταν έμειναν μόνοι, έκαναν σαν μικρά παιδιά. Έφαγαν βιαστικά και αγκαλιάστηκαν φλογισμένοι από τον ερωτικό πυρετό. — Σήμερα θα γίνω δική σου στο νεανικό μου κρεβάτι. Στο κρεβάτι που ονειρευόμουν το αρχοντόπουλο του παραμυθιού. Έγιναν πολλά από τότε. Βρέθηκα παντρεμένη στο Παρίσι με έναν άνθρωπο πάμπλουτο που μου επέβαλαν οι γονείς μου. Δεν τον αγάπησα ποτέ. Αλλά κι αυτός, σύντομα έδειξε πως με πήρε σαν ένα ανθρώπινο κόσμημα, κατάλληλο για την ερωτική του συλλογή. Μετά το γάμο μας, σύντομα διαπίστωσα πως η γυναικεία συλλογή του, ήταν μεγάλη. Είχε πολλές μορόζες13, που λέμε στα Επτάνησα. Δεν του έδωσα ποτέ τη χαρά να με δει να παραπονιέμαι. Δεν του έκανα ποτέ σκηνές ζήλιας και διαμαρτυρίας. Τον τιμώρησα με την αδιαφορία και την περιφρόνησή μου. Μάταια ο Πιέρ προσπαθούσε να με προσεγγίσει, να με συγκινήσει και να με καλοπιάσει. Με επίσημα συμβόλαια, μου παραχώρησε αρκετή περιουσία και με εξασφάλισε οικονομικά. Αλλά, ούτε αυτή η γαλαντομία του δε με έκανε να αλλάξω στάση απέναντί του. — Αγαπημένη μου, αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είναι άξεστος και διεφθαρμένος. Πώς άντεξες μαζί του και μάλιστα, μακριά απ’ τον τόπο σου και τους δικούς σου; — Με πάντρεψαν στα δεκαοκτώ μου χρόνια. Οι γονείς μου πέθαναν. Πριν από τέσσερα χρόνια ο πατέρας μου και πριν τρία χρόνια, η μάνα μου. Ερχόμουν στην Κέρκυρα κάθε χρόνο και έμενα ολόκληρα τα καλοκαίρια. Ποτέ δεν τους μίλησα για το συζυγικό μου ναυάγιο. Δεν ήθελα να τους προκαλέσω πόνο για την απόφασή τους να με δώσουν σ’ αυτόν τον άνθρωπο. — Τώρα που γνωριστήκαμε όλα θα αλλάξουν για σένα. Θα δώσω και τη ζωή μου για να γίνεις ευτυχισμένη. — Η ευτυχία, αγαπημένε μου Γεράσιμε, δεν είναι για χόρταση. Μπορεί να μην τη γνωρίσει κανείς σε ολάκερη τη ζωή του. Εγώ την ένιωσα μαζί σου, μόλις σε αντίκρισα, μόλις με πήρες 13. Ερωμένες.
39
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
στην αγκαλιά σου. Για μένα εκφράζεις τον αγνό ιππότη, τον συναισθηματικό άντρα. Αυτές τις ώρες που είμαστε μαζί, ζω το όνειρό μου. Σήμερα, θα το ζήσω πάλι μαζί σου στο παρθενικό κρεβάτι της τότε ρομαντικής κοπέλας, που χωρίς να το ξέρει τότε, εσένα περίμενε. Πάρε με, λοιπόν! Μοναδικέ, πραγματικέ άντρα, που ήρθες στη ζωή μου για λίγο και θα φύγεις ξανά, σαν το όνειρο που τελειώνει την αυγή. Ούτε κατάλαβαν τις ώρες που κύλησαν. Η αυτοκρατορία των αισθήσεων τους έκανε δικούς της, μέχρι το σούρουπο. Ο θόρυβος του αμαξιού στον κήπο τους ξανάφερε στην πραγματικότητα. Σηκώθηκαν αμίλητοι και ετοιμάστηκαν. Μιλούσαν με τα μάτια και με τη μελαγχολία, που είχε σκεπάσει σαν ομίχλη τις ψυχές τους. Στη διαδρομή της επιστροφής, ο Γεράσιμος της κρατούσε με λατρεία το χέρι και μέσα στο μισοσκόταδο αναζήτησε τα χείλη της. — Θέλω να σου πω την οριστική μου απόφαση, της ψιθύρισε. Σε μια βδομάδα θα έμπαινα στο πλοίο για το Πρίντεζι. Αυτό, λοιπόν, δε θα γίνει. Μια κοσμογονική μεταβολή που μου χάρισε την ευτυχία, δε μου επιτρέπει να συνεχίσω σπουδές ανούσιες. Σε δύο μέρες βρήκα το αληθινό νόημα της ζωής. Αυτό το νόημα καμιά φιλοσοφία δεν μπορεί να μου το δώσει. Θα αρκεστώ στο πτυχίο της νομικής, που κατέκτησα με άριστα και θα αφοσιωθώ στους αγώνες των δημοκρατικών ιδεών. Θα μείνω εδώ και θα γράψω στους δικούς μου την απόφασή μου. — Καλά λένε πως οι άντρες αργούν να ωριμάσουν. Μιλάς σαν μικρό παιδί που παρασύρθηκε από τον ενθουσιασμό του. Με κάνεις να νιώθω ένοχη. Δε θέλω η γνωριμία μας να σου χαλάσει το λαμπρό μέλλον που σχεδίασες εσύ και οι γονείς σου. — Θέλω να ζήσουμε μαζί. Αν ο έρωτάς μας είναι δυνατός και η αγάπη που γεννήθηκε μέσα μας είναι αληθινή, τότε ας της δώσουμε τον αέρα που της χρειάζεται για να αναπνεύσει. Ας της δώσουμε την ευκαιρία να ζήσει και να μας κάνει ευτυχισμένους. — Ξέρεις πόσα προβλήματα θα αντιμετωπίσουμε; Ξεχνάς ότι είμαι παντρεμένη και πως μένω στο Παρίσι; Τι έχεις να πεις για όλα αυτά; Πώς θα τα ξεπεράσουμε; — Δεν έχω κανένα δικαίωμα να σε πιέσω και απολύτως κανέναν τρόπο να σε υποχρεώσω σε μια πορεία που θα διαταράξει 40
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
τις ισορροπίες της ζωής σου, έστω κι αν αυτό που ζούσες μέχρι σήμερα, δε σε έκανε ευτυχισμένη. Σε παρακαλώ, όμως, σε ικετεύω, ας το σκεφτούμε. Ας αναζητήσουμε το δρόμο που θα μας κρατήσει μαζί. Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με τη σκληρή πραγματικότητα, πως σε μια βδομάδα θα φύγω μακριά σου, χωρίς ελπίδα για μας, χωρίς αύριο. — Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι σε μένα να κρατάω το ρόλο της λογικής και της αυτοσυγκράτησης; Ξεριζώνεται η καρδιά μου που υποχρεώνομαι να σου μιλάω για τις δυσκολίες. Υπάρχουν πράγματα στη ζωή, που δεν μπορούμε να τα ξεπεράσουμε. Φοβάμαι την ευτυχία που σέρνει μαζί της προβλήματα αξεπέραστα. Τότε η ευτυχία μαραίνεται και χάνεται. Προτιμώ να διατηρήσω την ανάμνησή σου, να θυμάμαι τις λίγες ευτυχισμένες στιγμές που ζήσαμε μαζί, παρά να σε βλέπω απογοητευμένο και δυστυχισμένο. Οι άντρες είναι διαφορετικοί από τις γυναίκες. Στην ηλικία μου η γυναίκα είναι ώριμη και κατασταλαγμένη. Ο άντρας, στη δική σου ηλικία είναι περισσότερο ερωτευμένος με τον εαυτό του. Η φλόγα του έρωτά του, σβήνει εύκολα και τι απομένει τότε; Δε θέλω εσύ κάποτε να μετανιώσεις για την καριέρα που θέλεις να εγκαταλείψεις για χάρη μου. — Δε θα πάψω ποτέ να σ’ αγαπώ ό,τι κι αν γίνει. Δε θα μετανιώσω ποτέ για τις σπουδές που θα χάσω. Αυτές θα τις έκανα για χάρη του πατέρα μου και όχι για δική μου ανάγκη. Θέλω να μείνω ένας απλός αβοκάτος14 που θα υπερασπίζομαι στα δικαστήρια, φτωχούς και καταφρονεμένους ανθρώπους. — Αγαπημένε μου, είσαι περισσότερο βουρλισμένος15 από όσο δείχνεις. Είσαι ένας μεγάλος ρομαντικός και ερωτικός ιππότης. Εσένα ονειρευόμουν και τώρα που σε βρήκα, τρομάζω μπροστά στη μαγεία του έρωτά σου. Η άμαξα έφτασε στην πόλη και μόλις πέρασε την παραλία της Γαρίτσας και ανέβηκε στην απάνω πλατεία, ο Γεράσιμος πρόσταξε τον αμαξά να σταματήσει. Χαϊδεύοντας τρυφερά το χέρι της κοπέλας, της ψιθύρισε: 14. Δικηγόρος. 15. Τρελός.
41
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ
— Θα σε περιμένω αργά το βράδυ, στο δωμάτιό μου. Αν η απόφασή σου είναι να διακόψουμε και να τελειώσουμε εδώ, τότε καλύτερα να μην έρθεις. Ας μη μεγαλώσουμε τον πόνο του αποχωρισμού. Στην περίπτωση αυτή, εγώ θα φύγω πριν κλείσει η βδομάδα για την Ιταλία. Η ιστορία μας θα τελειώσει εδώ. Ο έρωτάς μας θα μείνει ζωντανός μέσα μας, μέχρι που ο χρόνος να τον σβήσει. Πήδηξε έξω από την άμαξα πριν πάρει απάντηση και ανακατεύτηκε με το πλήθος του κόσμου που πήγαινε προς το πάλκο της φιλαρμονικής. «Θα έχει κι απόψε μια γιορταστική συναυλία. Η καρδιά μου, όμως, ετοιμάζεται για το ρέκβιεμ του έρωτά μου». Ο ύπνος τον πήρε κοντά στα χαράματα. Μάταια περίμενε τη Ζακλίν. Σηκώθηκε αργά απ’ το κρεβάτι και η πίκρα του μεγάλωσε, όταν πηγαίνοντας στην τραπεζαρία, η νονά του του είπε, πως η Ζακλίν έφυγε μπονόρα μπονόρα16 για το σπίτι της, στις Μπενίτσες. — Μου είπε να σου δώσω τα χαιρετίσματά της και πολλές ευχές για τις σπουδές σου στην Ιταλία. — Την ευχαριστώ πολύ, νονά, απάντησε προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή που τον συγκλόνισε. «Φαίνεται ήταν γραφτό, να κυριαρχήσει για λίγο ο έρωτας ανάμεσά μας. Αλλά η λογική της Ζακλίν είχε τον τελευταίο και αποφασιστικό λόγο. Μου είναι πολύ δύσκολο να την ξεχάσω, όμως πρέπει να συνεχίσω χωρίς αυτήν. Ας πω πως ό,τι έζησα για λίγο μαζί της, ήταν ένα όνειρο που έσβησε την αυγή». Η βδομάδα πέρασε αργά και βασανιστικά. Ο Γεράσιμος μετρούσε τις μέρες και τις ώρες μέχρι να φτάσει η μέρα της αναχώρησής του. Επιτέλους, αυτή η στιγμή έφτασε. Δε δέχτηκε να τον συνοδέψει κανένας στο λιμάνι. Δικαιολογήθηκε πως ήθελε να αποφύγει τις συγκινήσεις του αποχαιρετισμού. — Θα είναι καλύτερα, νονέ και νονά, να σας αποχαιρετήσω εδώ. — Όπως θέλεις, ψυχή μου. Του έδωσαν ένα πλήθος ευχές και συμβουλές και ο Γεράσι16. Πρωί πρωί.
42
«ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΝΑ ΠΩ...»
μος πήρε το δρόμο για τα μουράγια. Πίσω του ακολουθούσε ο βαστάζος με τις αποσκευές του. Φτάνοντας στο λιμάνι και πριν μπει στη βάρκα που θα τον μετέφερε μαζί με τους άλλους επιβάτες στο ιταλικό ατμόπλοιο «Rodolfo» είδε μπροστά του τη Ζακλίν που τον κοιτούσε δακρυσμένη. Έμεινε ασάλευτος, αποσβολωμένος από την απρόσμενη παρουσία της. Η κοπέλα έτρεξε και έπεσε τρέμοντας στην αγκαλιά του. — Πήρα την απόφασή μου. Δε θέλω να φύγεις. Μου είναι αδύνατο να σε χάσω. Δε θέλω να πεθάνει η αγάπη μας που είναι αληθινή και μεγάλη. — Με κάνεις ευτυχισμένο. Δεν ξέρω πώς θα άντεχα μακριά σου. Η ζωή άρχισε πάλι να μου γνέφει και να μου χαρίζει ελπίδες. Σε λίγες στιγμές τα μπαγκάζια του Γεράσιμου φορτώθηκαν σε ένα αμάξι κι ο αμαξάς πήρε εντολή απ’ το Γεράσιμο: «Θα μας πας όσο πιο γρήγορα μπορείς, στις Μπενίτσες». — Αγαπημένε μου, σκέφτηκα πολύ αυτές τις μέρες. Τις μετρούσα μία-μία κοιτώντας τη θάλασσα, παραδομένη στην ανάμνησή σου. Ώσπου χθες, ένιωσα την αλήθεια που μου φώναζε η ψυχή μου. Η θέση μου είναι κοντά σου. Θα γράψω στον Πιέρ και θα του ζητήσω διαζύγιο. Δε θα είναι εύκολα τα πράγματα, το ξέρω. Μαζί, όμως, θα τα καταφέρουμε. — Θα γράψω κι εγώ στους γονείς μου. Θα τους ενημερώσω για τη ματαίωση του ταξιδιού μου. Ας το πάρουν απόφαση. Εγώ θα κουμαντάρω αποδώ και πέρα τη ζωή μου. — Αγαπημένε μου, θα γράψω σε ένα Γάλλο δικηγόρο και θα του αναθέσω την υπόθεση του διαζυγίου μου. — Θα προχωρήσουμε μαζί, γλυκιά μου Ζακλίν. Ούτε ο θάνατος δε θα μπορέσει να μας χωρίσει. Φιλήθηκαν με πάθος και έμειναν αγκαλιασμένοι μέχρι το τέλος της διαδρομής. Το σπίτι κοντά στη θάλασσα, πλημμυρισμένο στο φως του μεσημεριού και στις μυρουδιές των λουλουδιών του κήπου, λες και έγνεφε με τρυφερότητα στο ζευγάρι που αγκαλιασμένο και χαρούμενο, δρασκέλιζε την είσοδο.
43
Το ιστορικό μυθιστόρημα «Δεν έχω τίποτα άλλο να πω...» αποτυπώνει και ζωντανεύει κάποιες κρίσιμες εποχές της σύγχρονης ιστορίας του τόπου μας. Βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά και γεγονότα. Οι ήρωές του είναι πρόσωπα υπαρκτά, όπως υπαρκτά είναι και τα περισσότερα πρόσωπα που μετέχουν στην εξέλιξή του. Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης. Ένας πραγματικός ιππότης. Μία συναρπαστική και θυελλώδης προσωπικότητα που άφησε με την ταραχώδη ζωή του και τη φιλοπατρία του έντονα σημάδια στην ιστορική πορεία του τόπου. Σ’ αυτό το έργο ο ρομαντισμός, η φιλοπατρία, η διάθεση για προσφορά, για θυσίες, για αγάπη και έρωτα, βαδίζουν αντάμα με το πολιτικό μεγαλείο, αλλά και με την ευτέλεια της κομματικής διαπλοκής και της εξάρτησης, που μαστίζει τον τόπο μας διαχρονικά. Η εποχή που έζησε και έδρασε ο Μαβίλης, ήταν μια ταραγμένη, μεταβατική –κοινωνικά και πολιτικά– περίοδος. Ο ποιητής έζησε από κοντά το όραμα και τις προσπάθειες του θεμελιωτή του σύγχρονου ελληνικού κράτους, του Χαρίλαου Τρικούπη. Ανέβηκε στα βουνά της Κρήτης ως εθελοντής παίρνοντας μέρος στην Κρητική Επανάσταση. Έζησε από κοντά την εθνική ταπείνωση του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897 και την εθνική αναγέννηση που έφερε ο οραματιστής πολιτικός Ελευθέριος Βενιζέλος. Εκλέχθηκε βουλευτής και υποστήριξε με θέρμη την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Απογοητευμένος, όμως, από την ευτέλεια των κομματικών «εθίμων» και των πελατειακών σχέσεων που μάστιζαν την πολιτική ζωή, απομακρύνθηκε. Έπαψε να πολιτεύεται και επέστρεψε στο γνωστό του δρόμο, της επαναστατικής προσφοράς για τα εθνικά δίκαια. Το 1912, στο Βαλκανικό Πόλεμο, σε ηλικία 53 ετών, ανέβηκε για άλλη μια φορά στα βουνά της Ηπείρου. Φόρεσε τον κόκκινο χιτώνα των εθελοντών Γαρι βαλδινών και πήγε να προσφέρει τη ζωή του. Με πόνο τον αποχωρίστηκε η αγαπημένη του, η ποιήτρια και ηθοποιός, Θεώνη Δρακοπούλου. Πίστευε πως θα τον έχανε για πάντα. Η προαίσθησή της δικαιώθηκε. Ο Μαβίλης δεν επέστρεψε ποτέ κοντά της. Σκοτώθηκε, πολεμώντας σε ένα ύψωμα, στο Δρίσκο, κοντά στα Γιάννενα. Η ζωή του Μαβίλη αποτελεί για τον αναγνώστη ένα συναρπαστικό και συγκινητικό ταξίδι, που τον οδηγεί σε σκέψεις αυτογνωσίας.