Σχεδιασμός, τυπογραφική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Διορθώσεις τυπογραφικών δοκιμίων: Χαρά Μακρίδη Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου: Δημήτρης Κουρκούτης
© Copyright κειμένου: Γεωργία Κοκκινογένη
© Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός
Γραμματοσειρά Iolkos Apla [αποκλειστική χρήση]
Μάιος 2023, Α΄ έκδοση
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr
ISBN 978-960-640-149-7
Η Γεωργία Κοκκινογένη γεννήθηκε στη Λέσβο το 968. Είναι κλασική φιλόλογος με ανθρωπολογικές σπουδές. Από το 998
δημοσιεύει ανθρωπολογικές και φιλολογικές μελέτες στο επιστημονικό περιοδικό Αιολικά Χρονικά. Υπηρετεί ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι Ιστορίες του φεγγα
ριού είναι το πρώτο βιβλίο της.
Συ
λα
τσέσκα
αδέρφια κι
Σαν έκλεισε τα δεκάξι, λογοδόθηκε με το Θοδωρή.
Τις τάξεις όλες του δημοτικού δεν τις είχε φοιτήσει.
Έπλεκε, όμως, απ’ τα δέκα της αριστουργήματα. Γραφή κι ανάγνωση μόνο και τούρκικα τραγούδια.
Ο γαμπρός δεν πρόλαβε να μπει και να βγει στο σπίτι κι ένα βράδυ… άγνωστοι με τις μάχαιρες εμ -
φανίζονται πάνω στον ύπνο της για να την αρπάξουν
από τον πατέρα της.
Αρχηγός ο Σάββας που την ποθούσε για γυναί -
κα του. Στην αναμπουμπούλα, ένας μαχαίρωσε τον
αδερφό της στην κοιλιά κι ένας άλλος τον μικρό στο
κεφάλι.
Επιχείρησε εκείνη να ξεφύγει σκαρφαλώνοντας
απ’ τον αυλόγυρο σε διπλανό σπίτι… αλλά δεν πρόλαβε. Την έπιασε ένας από τη μακριά πλεξούδα και την
έσερνε στη γειτονιά.
Ήταν Απρίλης κι έχουμε συνηθίσει το νοτιά να λυσσομανά τέτοια εποχή στα μέρη μας. Γινόταν μακελειό
στο Σκουτάρο μα κανείς δεν άκουγε…
Ο Σάββας την παίρνει σε άλογο και καλπάζει για τη Στύψη.
Οι ζαπτιέδες —η τοπική τουρκική αστυνομία— φέρνουν το αίσιο τέλος.
Για την τόλμη του περνά σαράντα μέρες στη φυλακή εκείνος. «Θα γυρίσει στο Θοδωρή» διέδιδε ο πατέρας. Παπάς και δεσπότης τη φέρνουν ενώπιον του
νόμου.
Όμως, η Ασπασία είχε πάρει την απόφαση. Ύστερα
από δεκαεπτά μέρες στη Στύψη με το Σάββα, δεν είχε μάτια να δει τον κόσμο. Έπρεπε να τον στεφανωθεί, να γλιτώσει την ντροπή.
Φτωχός και παρακατιανός. Εκε ίνη της υψηλής… περιουσίας.
Ο ίδιος έκανε προσπάθειες ανόδου: μέλος της Σχολικής Επιτροπής και του ΔΣ στο Συνεταιρισμό. Δεν τον ήθελε ο πατέρας του αγελαδάρη, προσέβλεπε σε μια πιο «αστική» ζωή. Να γίνει φούρν αρης!
Λίγο έλειψε να φτάσει στο Μόλυβο με το μουλάρι του, μανιασμένος ο Αναγνώστης και να την αποκληρώσει — να μείνουν τα όνειρα του παππού πίσω.
Όμως, ήταν αρκετό να παντρευτεί τη γιαγιά για να ξεχάσει τα σχέδιά του.
Εισοδηματίας, έκτοτε, ο παππούς ανέθρεψε τα δέκα
παιδιά που του έδωσε ο Θεός. Η γιαγιά, όμως, δε σταμάτησε όσο ζούσε να μιλάει για τις διαφορές τους τις κοινωνικές.
«Τον πήρα και τον έκανα άνθρωπο» έλεγε κουνώντας το κεφάλι της.
Κι όταν πέρασαν τα χρόνια, ακουμπούσε στο χέρι της το μάγουλο και τραγουδούσε με βαθιά φωνή εκεί-
να τα τούρκικα τραγούδια, που μάθαινε όταν ήτανε
παιδί:
Ρίντε μπούμπαμ μπιλιρμέσεν ντέρντε…
Κι άλλες στιγμές, όταν κόντευε στα 9 της, κρατού-
σε σφιχτά το χέρι της μάνας μας από τον καρπό κι
έλεγε:
«Έχουνε δει τα μάτια μου… Έχουνε δει τα μάτια
μου… Ποτέ να μην ξπας ** και ποτέ να μην απελπίζεσαι».
* Έχω μεγάλο πόνο…
** Ξιπάζεσαι.