Γιάννης Κορίδης
Κλειστός χώρος Ποίηση
Ο Γιάννης Κορίδης γεννήθηκε στη Μολόχα της Κοζάνης το 1936. Είναι δημοσιογράφος, μέλος της ΕΣΗΕΑ. Δούλεψε, σχεδόν, σε όλες τις αθηναϊκές εφημερίδες, ως ρεπόρτερ, διορθωτής, κριτικός βιβλίου κ.λπ.
Παρουσιάστηκε στα Γράμματα με τη συλλογή «Με την ανατολή του ήλιου» (1952). Ακολούθησαν: «Κραυγές στη θύελλα» (1955), «Το πρόσωπο της Γης» (1957), «Διεισδύσεις» (1962), «Αφι-
έρωση» (1970), «Κύπρος» (1974), «Χρονολόγιο» (1978), «Η νύχτα της θάλασσας» (1994), «Ποιήματα 1952-2002» (2002). Κυκλοφόρησε τις ανθολογίες «Ποιητική Ανθολογία 1930-1965» (1965), «Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης» (1984) και τα ευρείας κυκλοφορίας βιβλία «Οι μεγάλες δίκες των αιώνων», «Οι μεγάλοι εραστές», «Η αλήθεια για τα πυρηνικά», «Τα γεράκια και οι λύκοι», «Το Αλβανικό Έπος 1940-41» κ.ά. Από το 1996 ανθολογεί και επιμελείται την ετήσια έκδοση «Ποιητικό Ημερολόγιο». Στο ενεργητικό του έχει τα περιοδικά «Ιωλκός», «Βαλκάνια» και « Έρευνα». Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Για το έργο του εκφράστηκαν με ενθουσιασμό οι Νίκος Καζαντζάκης, Γιάννης Χατζίνης, Αντρέας Καραντώνης, Πέτρος Χάρης, Άγγελος Φουριώτης, Άρης Δικταίος, Βάσος Βαρίκας, Τάκης Βαρβιτσιώτης, Βασίλης Βασιλικός κ.ά.
ΚΛΕΙΣΤΟΣ ΧΩΡΟΣ
ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΙΔIΟΥ: — Με την ανατολή του ήλιου, 1952 — Κραυγές στη θύελλα, 1955 — Το πρόσωπο της Γης, 1957 — Διεισδύσεις, 1962 — Αφιέρωση, 1970 — Κύπρος, 1974 — Χρονολόγιο, 1978 — Η νύχτα της θάλασσας, 1994 — Ποιήματα 1952-2002, 2002 — Κλειστός Χώρος, 2009
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΡΙΔΗΣ
ΚΛΕΙΣΤΟΣ ΧΩΡΟΣ
Ποίηση
ΙΩΛΚΟΣ
Στη Βέρα, στη Φώφη, στον Κωνσταντίνο
ΚΛΕΙΣΤΟΣ ΧΩΡΟΣ
Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ Αφαιρώ το πρόσωπό μου Κοιτάζομαι στον οβάλ καθρέφτη Απορώ και διαμαρτύρομαι Ξαφνικά τόσο ξαφνικά Με σέρνει από τη μύτη Που μήτε μπορώ να κρύψω Που μήτε μπορώ ν’ αποτρέψω Βλέμμα άγνοια σκοτάδι Το σίγουρο είναι πως έρπω Διπλώνομαι αντιμάχομαι Σπυρί στο μάγουλο Σκόνη στο μάτι Πυρκαγιά στα χείλη Αυτός ο οβάλ καθρέφτης Μάγος αλχημιστής Κάθε πρωί Μου τη δίνει
11
ΤΟ ΝΥΧΙ ΤΟΥ ΤΙΓΡΗ Το νύχι του τίγρη φωλιάζει μέσα μας Έχει το δικαίωμα να μας κατασπαράζει Όποτε και όταν το κρίνει αυτός· Εξάλλου τα έχει κανονίσει μαζί μας Είμαστε πλέον του χεριού του Υπακούμε χωρίς αντίρρηση Στη θέα του τρομάζουμε Σκύβουμε το κεφάλι και δηλώνουμε υποταγή Ο τίγρης δε μας παίρνει στα σοβαρά Δε μας εμπιστεύεται Δε μας λογαριάζει Ό,τι θέλει το παίρνει Ό,τι περιφρονεί το σκοτώνει Το νύχι του τίγρη είμαστε εμείς
12
ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ… Το ποίημα όταν δε γράφεται στην ώρα του εκδικείται Γίνεται δίκοπο μαχαίρι και σε ματώνει Είναι σαν το έμβρυο που πεθαίνει στην κοιλιά της μάνας του Αν αγνοήσεις όλες αυτές τις παράμετρους Μπορεί να χαθείς στο μεγάλο δάσος Να μην μπορέσεις ποτέ να σηκώσεις κεφάλι Να γίνεις χώμα στάχτη και σύννεφο Όλα τα πράγματα ωριμάζουν στον καιρό τους Ακολουθούν μια τακτική ήδη προδιαγεγραμμένη Αν τ’ αφήσεις γι’ αύριο μπορεί να χαθούν Να το έχεις βάρος στην καρδιά σου Να μην ξέρεις από πού θα κρατηθείς Το ποίημα που δε γράφεται στην ώρα του Θυμίζει λεηλατημένο τοπίο Μην αναβάλεις την κατάθεσή του στο χαρτί Αργά ή γρήγορα θα σε πυροβολήσει
13
ΤΟ ΤΣΟΓΛΑΝΙ Λες ό,τι θέλεις Να σε διακόψω δεν μπορώ Ξέρω στο τέλος πού θα καταλήξεις Όλα τα τσογλάνια την ίδια τακτική ακολουθούν Ήθελα να ’ξερα πού τα έμαθες όλα αυτά Ποιος κερατάς σού άνοιξε τα μάτια Ποιο κωλόπαιδο μπήκε στη μέση Από το ένα ψέμα να πας στο άλλο Χωρίς λίγη ντροπή Χωρίς μια συγγνώμη Από σήμερα ξέχνα τα πάντα Κλείνει το μαγαζί
14
ΚΡΥΦΤΟΥΛΙ Ακόμα κι αυτό το εορτολόγιο Παίζει κρυφτούλι μαζί μας Αλλού φλύαρο αλλού λιπόσαρκο Δουλεύει μυλόπετρα Μ’ αρέσει εκείνο το λιτό αδιάφορο Αλεξίου ανθρώπου του Θεού… Μετά σιωπή Ατέλειωτη σιωπή Στα μη κατονομαζόμενα Στα επικίνδυνα Στα άκρως απόρρητα Ακόμα κ’ οι άνθρωποι του Θεού Με πλάγιο τρόπο μάς μπερδεύουν
15
ΠΑΡΑΔΟΞΑ Φώτα της πολιτείας Απροστάτευτα στη βροχή Καμπάνες αλεξίσφαιρα Κάτι μεταξύ δακρύων και λύπης Κλαίει απόψε ο ουρανός Εσύ και τα παράδοξα Μόνιμη επιταγή Η ποίηση Το θέατρο Η ζωή μας
16
ΚΑΠΟΙΕΣ ΝΥΧΤΕΣ Είναι νύχτες που δεν κλείνω μάτι Έρχονται κάποιοι ποιητές και μ’ αναστατώνουν Ποιητές που πέθαναν εδώ και πολλά χρόνια Αφήνουν τους στίχους τους πάνω στο τραπέζι Με κοιτάζουν και δε μιλούν Μάταια τους παρακαλώ Κάποιες στιγμές μάλιστα Ψάχνουν τα χαρτιά μου Αδειάζουν συρτάρια Αλλάζουν καρέκλες Κάθονται απέναντί μου Και πίνουν τον καφέ τους Αυτές τις νύχτες Τις τόσο φλύαρες τις τόσο νεκρές Δεν ξέρω ποιος είμαι Από πού ήρθα πού πάω Το άλλο πρωί ξυπόλυτος Παίρνω τους δρόμους
17
ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ Ονειρεύονται τα παιδιά Και λάμπει ο ουρανός Από παντού η ευτυχία Το φως η χαρά Τα παιδιά γεμίζουν τους δρόμους Από δροσερά χαμόγελα Κάθονται στα γόνατα του Θεού Και μας στέλνουν το τραγούδι τους Όταν κλαίει ένα παιδί Μικραίνει ο κόσμος
18
ΚΑΤΑΛΗΞΗ Μπορείτε να μου πείτε κάτι; Μπορείτε να μου φέρετε κάτι; Ω κυρία κυρία Πόσο σας ευγνωμονώ Τα λόγια είναι φτωχά Γι’ αυτό και σας γράφω Με υπονοούμενα στίχους Γιατί το ξέρω πια Τώρα οι μαργαρίτες Δε μαδούν Ω κυρία κυρία Μάρτυς μου ο Θεός Μόνο εσείς κ’ εγώ Διψάμε
19
ΟΔΟΣ ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 65 Εκεί Πάντα εκεί Μέσα σε τετράγωνα και στιγμές Σε μέταλλα και χαρτιά Ονειρευόταν Εκεί Πάντα εκεί Στο υπόγειο – Στέκι κι ορμητήριο – Επτά χρόνια κάθε νύχτα Μάτωναν τα δάχτυλά του· Εφτά χρόνια κάθε νύχτα Έπαιζε πάνω στο μάρμαρο Κορόνα γράμματα Τη ζωή του Εκεί Πάντα εκεί Στην οδό Ιπποκράτους 65 Κάτω από τη μύτη τους Άναβε φωτιές
20
ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ Δεν είναι έτσι· εντούτοις Έτσι κι αλλιώς τουμπάρει Γιαπί από Ανατολή· σουσάμι Κι άμποτε να ’ρθει ο κύρης Στραβό φέσι μπορεί και λοφίο Κάτι σκουτιά να δέσει Αφότου η κυρά θάλασσα Μπάζει μπλε μαβί σκέτο Στα μάτια και στους κόρφους της Ολυμπίας Η Λέρος στην Αγιά Μαρίνα Κόσμο χαλάει Άσ’ το έτσι· πιθανόν Το επουράνιο τρεχαντήρι Όρτσα και να σταθεί Στα πόδια της Κάνε αφέντη το στίχο της Μάτια του έρωτα πολλά
21
ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ Μια ζωή ψάχνει στ’ αζήτητα Εκεί που βούλιαξαν μνήμες αξίες Ψάχνει κι ανακαλύπτει πράγματα χρήσιμα Κι απορεί πώς έμειναν ανεκμετάλλευτα Ποιοι τα εγκατέλειψαν και γιατί· Άλλα παραμένουν –το χαίρεται– ανέπαφα Άλλα μόλις άρχισαν να σκουριάζουν Κι άλλα –τα περισσότερα– τα σκέπασε η μούχλα· Ανήλιαγος ο χώρος αφιλόξενος Μια ζωή αυτός ψάχνει Κι όσο ανακαλύπτει ονόματα τεκμήρια Τόσο πολύ διπλώνεται το κορμί του Αγνοεί τους δικούς του πόνους τ’ αρθριτικά την πίεση Και σαν καλός θεραπευτής Παίρνει πρώτα το οινόπνευμα μετά το βαμβάκι Αρχίζει να καθαρίζει τα αίματα Να προχωρεί βαθιά ως το κόκαλο Ώσπου όλα ηρεμούν· γίνονται ύπνος Μια ζωή ψάχνει Μια ζωή εκλιπαρεί Μια ζωή ονειρεύεται
22
ΤΟ ΚΟΥΒΑΡΙ Δευτέρα Τετάρτη Παρασκευή Μέρα παραμέρα όλη την εβδομάδα Κάτω από το ανύπαρκτο φως τα λένε Μερακλώνουν και ξεσπούν σε κλάματα Εκείνη μια λεπτή χαμένη πεταλούδα Στους απέραντους λαβύρινθους της Αθήνας Του ανοίγει την καρδιά της· Τρέχει στα δρομάκια του ξεχασμένου χωριού της Αναπολεί τη στοργή της Μικρασιάτισσας μάνας της Καθώς ακουμπά το τζιέρι της στο στήθος της Κι όλο τη σφίγγει κι όλο της τραγουδά Εκείνος την ακούει μες στους σπασμούς του Ψάχνοντας με λόγια μπερδεμένα Να κρύψει τις πληγές του· να σταθεί αδιάφορος Στον πάντα απροσδιόριστο Γεωγραφικό του χώρο Στο τέλος το κουβάρι ξετυλίγεται μόνο του Το δωμάτιο χάνει την ισορροπία του Σαν μια λίμνη κομμένη στα δύο Πλάτη με πλάτη βαθαίνουν τη σιωπή
23
ΑΣ’ ΤΑ ΝΑ ΠΑΝΕ Κάτι ψιλά χρωστούσα Κάτι ψιλά σαν τα φτηνά νομίσματα Που δε δίνονται συνήθως για ρέστα Εντούτοις κάποια στιγμή τ’ ακούμπησα Έτσι απαλλάχτηκα από ένα βάρος Αν και ο αποδέκτης μου αρνήθηκε Τελικώς τα χούφτωσε Τότε κατάλαβα τη σημασία τους Κι ανάσανα Σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είναι να χρωστάς Όλα έχουν το κόστος τους Είτε δεκάρες είναι αυτές Είτε μια ολόκληρη περιουσία Οφειλέτης ο ένας Οφειλέτης και ο άλλος Άσ’ τα να πάνε στο διάτανο Κάπως έτσι γίνεται η τρίχα τριχιά Κι άντε να δώσεις εξηγήσεις Μόνη καταφυγή τα ποιήματά μας
24
ΕΓΚΩΜΙΟ Παίρνεις τη θέση που αγαπώ Κι όλα τα ποτάμια της γης ξεχειλίζουν· Οι θάλασσες φουσκώνουν επικίνδυνα Οι ακτές σαρώνονται Πλήθος τα πουλιά Σκεπάζουν τον ουρανό Ένας όμως άνεμος Τρελός άνεμος Όμοιος θάνατος Αδειάζει το σκαρί μου Στη σάρκα του βυθού σου
25
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΑΙΔΙ Άγγελε προστάτη Στο σταυροδρόμι της ζωής Θα στέκεσαι και θ’ αγρυπνάς Για κείνο το παιδί το επαρχιωτόπουλο Το τόσο άγουρο στην αμαρτία· Θ’ αγρυπνάς και θα προσεύχεσαι Για τα φωτεινά μάτια του Για το κρύσταλλο της ψυχής του Εκείνο το παιδί το επαρχιωτόπουλο Δεκαετίες τώρα ονειρεύεται· Φυτεύει τριαντάφυλλα και γιασεμιά Ανέμελο ανυποψίαστο Για το λύκο που παραμονεύει Άγγελε προστάτη Εισηγητή μυστικοσύμβουλε Εκείνο το παιδί το επαρχιωτόπουλο Το τόσο άγουρο στην αμαρτία Κάτω από τις φτερούγες σου Διάφανο νερό Συνεχίζει να γράφει Τα ποιήματά του
26
ΑΔΙΕΞΟΔΟ Με σακατεύεις κάθε βράδυ Με τσακίζεις με πονάς Ούτε έλεος ούτε ελπίδα να λυτρωθώ Έτσι που ορμάς στο δωμάτιο Μου θυμίζεις το θάνατο που καραδοκεί Κι όταν είναι να φύγεις Με πιάνει πανικός Με ποια δύναμη λοιπόν Με ποια αιτία ν’ αντισταθώ Όταν γύρω μου Βιβλία έπιπλα Χορεύουν
27
ΟΙ ΦΩΝΕΣ Θα ’ρθει η στιγμή Θα ’ρθει και η ώρα Που οι φωνές εκείνες Οι έντονα απελπισμένες Θα ξανακουστούν Στα σπίτια μας Στους δρόμους Στην καρδιά μας Θα ’ναι τελείως διαφορετικές Ούτε που θα τις καταλάβουμε Έτσι ανυποψίαστες Σχεδόν απόκρυφες Κάποιο βράδυ ή Κάποιο πρωί Μ’ ένα στιλέτο στο χέρι Όχι σαν δολοφόνοι Αλλά ως νομοταγείς δήμιοι Θα μας αποτελειώσουν
28
ΙΟΥΣΤΙΝΗ Αλητεύει το φεγγάρι πάνω από τη Λευκωσία Ανοιχτό λουλούδι η Ιουστίνη ζωντανεύει τη μνήμη Χέρια μαλλιά μπερδεύονται στην Ιστορία Ένας μικρός άγγελος ξεχάστηκε στο σοκάκι Η ποίηση σέρνεται πληγωμένο πουλί Κι όλο οι φωνές πλησιάζουν Κι όλο οι φωνές μάς ταρακουνούν Άγιοι ναρκομανείς αγύρτες αθώοι Ύαινες μπάσταρδοι ουρλιάζουν Λύκοι μυστικοσύμβουλοι προστάτες οδηγοί Σε μια στροφή σε μια κίνηση ξεχάστηκε ο τόπος Βραχνή η φωνή του μουεζίνη Πιο βραχνή κι από το θάνατο Σκάει ο καημός το μπλάβο μοιρολόι Η Ιουστίνη σημείο αναφοράς Λευκό γιασεμί στο μαύρο μεσονύχτι
29
ΛΥΓΜΟΣ Ήσουν πέτρα Κι άγιασες Στο κορμί μου Τώρα Που σε χρειάζομαι Μου γυρίζεις Την πλάτη
30
Το εξώφυλλο κοσμεί πίνακας του Σαράντη Καραβούζη.