Να μην ξεχάσω να ξυπνήσω - Γεώργιος Ελ. Τζιτζικάκης - Εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

Γεώργιος Ελ. Τζιτζικάκης

Να μην ξεχάσω να ξυπνήσω Μυθιστόρημα


Ο Γεώργιος Ελ. Τζιτζικάκης γεννήθηκε το 1981. Zει και εργάζεται στην Αθήνα στον τομέα της Καλλιτεχνικής Βιβλιοδεσίας. Έχει σπουδάσει Διοίκηση Αθλητικών Επιχειρήσεων, είναι εν ενεργεία Διαιτητής Ποδοσφαίρου από το 1998 και Reiki Therapist του Usui System of Natural Healing από το 2008.

Η ενασχόλησή του με τη συγγραφή ξεκινά από τα εφηβικά του χρόνια. Στα δεκαεπτά του λαμβάνει μέρος στον Πρώτο Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Λογοτεχνίας και κερδίζει το Γ΄ Βραβείο από την «Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών» για το διήγημά του «Ο Ζητιάνος». Λίγους μήνες μετά, εκδίδει τo πρώτo του βιβλίο –συλλογή διηγημάτων– με τίτλο «...Σιωπή… η δυνατότερη κραυγή...». Το δεύτερό του βιβλίο με διηγήματα, εκδίδεται το 2005 με τίτλο « Ένα γέλιο… που έκλαιγε…». Έργα του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά στην Ελλάδα καθώς και σε διαδικτυακούς τόπους. Οι διαδικτυακές σελίδες του Γιώργου Ελ. Τζιτζικάκη είναι: www.myspace/tzitzikakisgiorgos και το group: Tzitzikakis Books στο Facebook.


ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΩ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΩ


ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔIΟΥ: — ...Σιωπή... η δυνατότερη κραυγή..., Διηγήματα, 1999 — ...Ένα γέλιο... που έκλαιγε..., Διηγήματα, 2005 — Να μην ξεχάσω να ξυπνήσω, Μυθιστόρημα, Ιωλκός, 2010


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΛ. ΤΖΙΤΖΙΚΑΚΗΣ

ΝΑ ΜΗΝ Ξ ΕΧΑΣΩ ΝΑ Ξ ΥΠΝΗΣΩ

Μυθιστόρημα

ΙΩΛΚΟΣ



Θλίβομαι σαν σκέφτομαι πως ποτέ ίσως να μη σε γνωρίσω... Μα χαμογελώ και χαίρομαι σαν θυμάμαι πως κάποτε απλά σε κοίταξα και σ’ είδα!



ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Δεν αρκεί μόνο να αγαπάς τον άλλο! Αρχίζει από

την πρώτη κιόλας μέρα ένας αγώνας για να φτάσεις να τον κερδίσεις και να πάρεις και το δικό του «Σ’ αγαπώ». Κι αν για σένα κάποιες φορές είναι εύκολο να το ψιθυρίσεις σε κάποιο αυτί, ή να το φωνάξεις τρέχοντας για να τον αγκαλιάσεις, για κάποιους άλλους είναι πάντοτε ένας στενός κόμπος στο λαιμό τους, που μέσα στο φόβο τους να μην το πουν κι αργότερα χρειαστεί να το αναιρέσουν, το ξεροκαταπίνουν και στέκουν σιωπηλοί. Η αγάπη, όμως, δεν είναι έρωτας! Δε σβήνει. Και δεν μπορείς ποτέ να απαιτείς να πάρεις το «Σ’ αγαπώ». Είναι ένα βλέμμα, ένα χέρι ζεστό, μια αγκαλιά που μόνο σαν δώρο μπορεί να σου δοθεί και να τη νιώσεις. Είναι φορές που απλά δε χρειάζονται λόγια... και τότε μέσα σε κείνη τη σιωπή απέναντι στον άλλο, νιώθεις ολόκληρος και ολοκληρωμένος, νιώθεις σαν παιδί που πήρε το καλύτερο παιχνίδι όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει από πάνω σου. Η αγάπη μάς κάνει παιδιά, γιατί είναι κι εκείνη παιδί!



ΑΠ’ ΑΚΤΗ Σ’ ΑΚΤΗ

— Έτσι είναι φίλε μου! Έχουν το προνόμιο της επιλογής! Τι να πεις; Τελικά έτσι φτιάχτηκε ο κόσμος τούτος! Έξυσε νευρικά πάνω απ’ το φαρδύ μαγιό του, τις κοντοξυρισμένες του τρίχες που τον ενοχλούσαν, σχεδόν σίγουρος πως όλα όσα σκεφτόταν, χωρούσαν για να τα γράψει πάνω σε εκείνα τα δύο «σάρκινα σακούλια» όπως τα ’λεγε κι ο ίδιος. Άναψε το τρίτο του τσιγάρο και μόρφασε ξινισμένος στην πρώτη ρουφηξιά. Μισόκλεισε τα βλέφαρά του απ’ τον καπνό και άπλωσε το χέρι του απ’ τ’ αριστερά στα δεξιά, δείχνοντας το πλήθος, που σαν ζαλισμένη ψυχρόαιμη σαύρα, ξάπλωνε και λιαζόταν στις ξαπλώστρες του μπιτς μπαρ. — Έτσι είναι σου λέω, αυτές είναι που έχουν το προνόμιο της επιλογής. Εμείς; Χαχάνισε μισοαστεία, ολοκληρωτικά ειρωνικά και τέντωσε τον αντίχειρα πάνω στο στέρνο του, προσέχοντας να μην καεί απ’ το τσιγάρο του. — …Εμείς οι άντρες; Μαλάκες! Ναι ρε φίλε, μαλάκες, θύματα! Παίζουμε το παιχνίδι τους. Βαράν το ντέφι και χορεύουμε! Τι νομίζεις; Δεν το ξέρουν; Το ξέρουν! Απλά τις συμφέρει να ’ναι έτσι. Από πάντα έτσι ήταν! «Μητροκρα11


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΛ. ΤΖΙΤΖΙΚΑΚΗΣ

τούμενη» είναι η κοινωνία ρε, τι ισότητα και μαλακίες! Μια ψευδαίσθηση είναι μεγάλε! Μια ψευδαίσθηση. «Άντε να δούμε τι επιχείρημα θα βρει πάλι! Θα βγει λάδι και σαφώς δε θα παραδεχτεί το πόσο μισογύνης είναι!». Σκέφτηκε ο Πάρης, που τον κοίταξε πιο έντονα απ’ τους υπόλοιπους. Άφησε δίπλα του ένα γνωστό μπεστ σέλερ που διάβαζε, αφού πέρασε το σελιδοδείκτη στη σελίδα 414. Πέρασαν τόσες σελίδες κι ακόμη αναρωτιόταν γιατί άραγε έγινε μπεστ σέλερ αυτό το βιβλίο. Διατυπωμένες οι ίδιες πάντα θεωρίες συνωμοσιολογίας μπλεγμένες μ’ άλλες, συνεχώς επαναλαμβανόμενες και εμποτισμένες με διάφορα ιστορικά γεγονότα. Όλα αυτά μαζί, συγκεντρωμένα σε μια χλιαρά πικάντικη ιστορία που δεν κατάφερνε να σου δώσει κάποια πρωτότυπη γνώση ή να ξεδιαλύνει ένα σκοτεινό μυστήριο. Θυμήθηκε κάποιες κουβέντες που του ’χε πει μια ηλικιωμένη συγγραφέας σε κάποια μεγάλη κοσμική, «πλαστική και αποστειρωμένη από αμαθείς» όπως είχε αστειευτεί η ίδια, συγκέντρωση. «Αγαπητέ μου, τι νομίζεις; Ότι μπεστ σέλερ σημαίνει και απαραιτήτως καλό βιβλίο; Το παν είναι το καλό μάρκετιγκ. Συνεχής “βομβαρδισμός” από την ίδια διαφήμιση, λίγο ίντριγκα, κάποιες δήθεν αντιδράσεις για το περιεχόμενό του και να το! Ξαφνικά βρίσκεσαι να το ξεφυλλίζεις δίχως να θυμάσαι αν ήταν το ενδιαφέρον ή η περιέργεια, που σ’ έκανε να τ’ αγοράσεις. »Τ’ αγόρασες όμως! Και ξέρεις Πάρη μου…» τον είχε χαϊδέψει γλυκά στο μάγουλο, λίγο πιο πονηρά απ’ όσο μητρικά και με μια προσμονή ανταπόκρισης. «…Όταν κάποιος έχει διαβάσει ένα μόνο βιβλίο στη ζωή του –και ναι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι– χαμογέλασε, είναι δυ12


ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΩ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΩ

νατόν αυτό το ένα βιβλίο να του έχει κάνει τόσο πολλή εντύπωση που να μπορεί να σου αναλύσει με κάθε πιθανή επιχειρηματολογία, πως αυτό είναι το καλύτερο από όλα όσα θα διαβάσει στο μέλλον! Καταλαβαίνεις το οξύμωρο της υπόθεσης;». Τη θυμάται να γελάει πίνοντας το κρασί της και ελαφρώς ζαλισμένη, μα σωστή στις απόψεις της, να συνεχίζει το γλυκόπικρο μονόλογό της. «Αχ, Πάρη μου, στο βασίλειο των τυφλών βασιλεύει ο μονόφθαλμος! Οπότε κι εσύ με τη σειρά σου, ασυνείδητα, ξέρεις πως για να μη θεωρηθείς απαίδευτος, ίσως και “κρυφοκομπλεξικός”, το διαβάζεις για να έχεις μια γνώμη. Και στην επόμενη συζήτηση περί τούτου, θα ριχτείς βουλιμικά, καθώς αν τους μιλούσες για Καμί ή Μπουκόφσκι, θα σε κοιτούσαν με το στρουθοκαμηλικό υφάκι τους και θα σου έλεγαν, “Ναι, το τάδε όμως το ’χεις διαβάσει; Ε, λοιπόν, τι μας λες; Ασύγκριτο!”». Τη θυμάται να καταπίνει την τελευταία γουλιά του κόκκινου κρασιού της και να καταλήγει με μια αηδία στα χείλη της… «Ευτελισμός, Πάρη μου, ευτελισμός!». Άφησε αυτές τις σκέψεις και μαζί τους και το βιβλίο στη διπλανή ξαπλώστρα. Πρόσεξε για να μην το γεμίσει με άμμο. Όσο κι αν δεν τον ερέθιζε το περιεχόμενό του, δεν έβρισκε λόγο να το πετάξει. Για εκείνον κάθε βιβλίο που αγόραζε, καλό, κακό, ενδιαφέρον ή όχι, γινόταν ένα νόθο παιδί του, που ύστερα ξεκουραζόταν μια ζωή στη βιβλιοθήκη του σπιτιού. Ίσως κάποτε να το ξανάπιανε στα χέρια του κι ίσως τότε να είχε κάτι να του πει μέσα απ’ τις γραμμές του. Τ’ άφησε δίπλα του τρομάζοντας απ’ την απότομη και έντονη φωνή του Μάνου. — Τι κωλάρα είναι αυτή; 13


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΛ. ΤΖΙΤΖΙΚΑΚΗΣ

Η παρέα ξέσπασε σε χαζά γέλια, όλοι όμως γρήγορα γύρισαν το βλέμμα τους για να επικεντρωθούν στο θεσπέσιο θέαμα που πρόσφερε η μπροστινή ξαπλώστρα. Ρουφούσαν όλοι, λίγο λίγο τον κρύο φραπέ τους και στημένοι σε καρτέρι, πρόσεχαν πολύ έξυπνα, για να μη φανεί το πώς αναδύεται από μέσα τους, το ψευδές υφάκι του «κρυφογαμίκου» τυπά που σαρώνει όλο το θηλυκό πληθυσμό με τον ανδρισμό του. Ο Πάρης τους κοίταξε και τους παρομοίασε στη σκέψη του με λύκους. Πεινασμένους μεν, αφελείς δε. Ήταν όντως πολύ όμορφη, σκέφτηκε, χαζεύοντας τα χαρακτηριστικά της. Το κουκλίστικο πρόσωπό της όμως, που του είχε κάνει εντύπωση, δεν ένοιαζε και τους υπόλοιπους. Εστίασαν, όπως πάντα, στην «πισινή» της προσωπικότητα. Το ύψος της εύκολα άγγιζε το 1,85 μέτρα, είχε κορμί αθλητικό, σαν κολυμβήτριας. Το στήθος της ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, μα όχι και μια ψεύτικη ανωτερότητα που φρόντιζε να επιδεικνύει. Σήκωσε το γεωμετρικά φτιαγμένο φρύδι της πάνω απ’ τη μάσκα γυαλιών που φορούσε και κίνησε δήθεν αδιάφορα το βλέμμα της τριγύρω. Είχε ήδη αρχίσει και μετρούσε πόσα ζευγάρια ματιών την κάρφωναν. Το «στριγκοειδές» μαγιό της, όντως στρίγκλιζε ανάμεσα σε δύο καλοδουλεμένους, μαυρισμένους και γυαλιστερούς, απ’ το «καροτένιο» αντιηλιακό, γλουτούς. Τίναξε την πετσέτα της κόντρα στον άνεμο και σε κάθε τίναγμα, τίναζε και τα βλέμματά τους πέρα δώθε. Ήταν φιγούρα στεγνή από λίπος, πιο στεγνή σε κυτταρίτιδα από των κοινών κορμιών, στεγνή από αισθήματα, όπως φαινόταν στο άχρωμο βλέμμα της και σίγουρα στεγνή από μυαλό, σκέφτηκε ο Μάνος συντροφεύοντας αυτήν τη σκέψη μ’ άλλη μία. Πως δε χρειαζόταν να ’σαι φιλόσοφος, μήτε 14


ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΩ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΩ

καν έξυπνος, για να καταλάβεις πως όταν κάποια έρχεται στην παραλία με ψηλοτάκουνα, δηλώνει η απόφασή της αυτή πως θα πρέπει να ’ναι ή ηλίθια ή ψωνάρα, πολλές φορές ίσως και τα δύο! — Μα τι κωλάρα είναι αυτή! Επανέλαβε ο Μάνος, με σφιγμένα τα δόντια του. Σαν να ’θελε να ξεσκίσει αυτήν τη σάρκα και μην μπορώντας να κρατήσει το στόμα του κλειστό, συνέχισε μισοσιγανά, μισοδυνατά. — …Και νεκρούς ανασταίνεις ρε κοπέλα μου! Οι υπόλοιποι άρχισαν να χαχανίζουν και πάλι παιδικά, με την αφελή χαζομάρα που είχε ’πει, σαν κάποια παιδάκια γυμνασίου που βλέπουν για πρώτη φορά τσόντα. Ο Πάρης, πίσω απ’ τα δάχτυλά του, δεν έκρυβε ένα στόμα που γελούσε, αλλά αντιθέτως έναν προβληματισμό για πόσο ρηχός μπορεί να γίνει κάποιος με μια απλή κουβέντα. «Τον άκουσε… πρέπει να τον άκουσε…» σκέφτηκε. Τότε, σχεδόν μηχανικά, η κολυμβήτρια γύρισε, τους κοίταξε όλους, έπιασε τα μαλλιά της με ένα λαστιχάκι σε σχήμα πορτοκαλί ορχιδέας και είπε ξάστερα και δυνατά. «Μαλάκες!». Εκείνο το χαμόγελο, που πριν δεν έβρισκε, τώρα ήρθε στα χείλη του Πάρη. Σαν να συμφωνούσε μαζί της, σαν να της έδινε ένα άτυπο μπράβο. Εκείνος ποτέ δε θα έλεγε κάτι τέτοιο κοινό, χαζό και τιποτένιο, όπως είχε πει ο Μάνος. Τουλάχιστον όχι, αν είχε μέσα του την κρυφή ελπίδα πως θα μπορούσε κάποια στιγμή να τη γνωρίσει. Τις τοποθετούσε γλυκά μέσα του. Όλες οι κοπέλες, τα κορίτσια, οι γυναίκες, πάντοτε κατείχαν περίοπτη θέση μες στην καρδιά του. Ήταν απ’ τη φύση του ρομαντικός. Προτέρημα ζωής πίστευε ο ίδιος, που πια είχε εξελιχθεί 15


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΛ. ΤΖΙΤΖΙΚΑΚΗΣ

σε ελάττωμα για τη σύγχρονη εποχή, όπως του λέγαν οι τριγύρω. Σαν λάβαρο τις σήκωνε, ίσως και πιο ψηλά απ’ όσο οι ίδιες να ήθελαν και ν’ άντεχαν και τις υπερασπιζόταν. Τόσο για την ομορφιά, όσο και για την πονηράδα τους. Βέβαια ήταν κάτι άλλο το γεγονός ότι πολλές από δαύτες τον είχαν πληγώσει. Άλλες τον παρατούσαν δίχως εξήγηση, άλλες απλά τον βαρέθηκαν και είχαν το σθένος να του το πούνε, υπήρχαν μερικές που ίσως και να ξενοπηδήχτηκαν δίχως αυτός ποτέ του να το μάθει, εκείνος όμως έμενε πεισματικά στη ρομαντική φιγούρα, που πάντα ήθελε να πλασάρει ως προσωπικότητα. Στην τελευταία του αυτή σκέψη, έλαμψε μέσα του πιο αληθινά εκείνη η κουβέντα της κολυμβήτριας. Μετά από έναν αστραπιαίο απολογισμό των μέχρι τώρα εμπειριών του από τις γυναίκες που είχε ζήσει μαζί τους, ήταν σίγουρος. Όσα χρόνια κι αν περνούσαν, μπορεί να μαλάκωνε και να ξεθώριαζε, μα ποτέ δε χανόταν η πίκρα του για τη σκάρτη αντιμετώπιση, που είχε λάβει από μερικές. Τώρα πια ναι! Μπορούσε και μαθηματικά να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό. Πως τελικά μάλλον αυτός πρέπει να ’ναι και το χειρότερο, να νιώθει ο πιο μαλάκας απ’ όλη την παρέα! — Να το! Είδατε ρε ’σεις τι σας είπα; Ο Μάνος γούρλωσε τα μάτια του σαν δικαιωμένος κατάδικος λίγο πριν την εκτέλεση. — …Ούτε ένα κομπλιμέντο δεν μπορούμε να κάνουμε ρε ’σεις. Οι υπόλοιποι τον κοιτούσαν τώρα πιο μαζεμένοι, αφού το γέλιο τους κόπηκε μετά την παρέμβαση της κολυμβήτριας. Όλοι κατά καιρούς άκουγαν τις ίδιες και τις ίδιες θεωρίες από εκείνον. Θεωρίες πάντοτε διανθισμένες με ιστορίες 16


ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΩ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΩ

δήθεν αχαλίνωτου ανδρισμού, τάδε αξεπέραστου σεξ και ό,τι άλλο θα μπορούσε να επιστρατεύσει ένας άντρας για να πείσει την παρέα του για το πόσο πολύ άντρας τελικά είναι. Ήταν ένα καλό παιδί ο Μάνος, δεν είχε κακία μέσα του, ήταν όμως φανερά του χαλαρού και της επιφάνειας. Δε φαινόταν να ιδρώνει και πολύ τ’ αυτί του για το τι θα ακούσει από τους γύρω, ίσως πάλι και να ήθελε αυτό να δείχνει. Ο καθένας από την παρέα είχε και τις δικές του ιστορίες, όπως έχει κάθε παρέα ανδρών. Άλλες μπορούσαν να σε κάνουν να πονάς όταν τις ακούς, άλλες να σου φέρνουν ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη, κι άλλες πάλι να ένιωθες πως εσύ ο ίδιος τις λες μέσα από κάποιου άλλου τα χείλη. Ο Πάρης χαμογέλασε και πάλι, γιατί οι παραπάνω σκέψεις του, του έφεραν στο νου ένα παραμύθι που του έλεγαν οι γονείς του. Ένα παλιό παραμύθι που συνήθιζε και ο ίδιος να λέει στις κοπέλες, που κάποια βράδια ήθελαν να κοιμηθούν στην αγκαλιά του. Ήταν η ιστορία του χαλίφη Μπεκ Ντ’ Αζούλμπα του χαλιφάτου του Μικ Νταντί και του θρασύτατου πρίγκιπα Χαρίμ Ελ Ιγκντάν, που γυρνούσε στις ερήμους για να αποδείξει το πόσο καλός και δυνατός κατακτητής ήταν. Ενός πρίγκιπα που φαινόταν πως είχε ένα κάρο γεμάτο ψεύτικα, χρησιμοποιημένα τουρμπάνια και τα επιδείκνυε σαν τουρμπάνια κατακτημένων χαλίφηδων, προς εκφοβισμό. Ενός πρίγκιπα που ήξερε καλά να κρύβει πολλά μυστικά και να ζει στο μαρτύριο της αγάπης και της τιμωρίας, που αυτή μπορεί να επισύρει. Σαν τα βασίλεια λοιπόν, που ποτέ δεν κατέκτησε εκείνος ο πρίγκιπας, έτσι ήταν και οι γυναίκες που πάσχιζε ο Μάνος να πείσει την παρέα ότι τις είχε κάνει δικές του. Δυστυχώς για κείνον όμως ήταν τόσα πολλά τα τουρμπάνια 17


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΛ. ΤΖΙΤΖΙΚΑΚΗΣ

ή καλύτερα τα ψέματα και οι ανακρίβειές του, που μπλέκονταν μεταξύ τους στις αναφορές του. Για άλλο ψέμα ξεκινούσε, σε άλλο παρασυρόταν και με άλλο κατέληγε. Και κάθε δυνατή και επόμενη φορά που ξανάλεγε την τάδε ή την άλλη ιστορία, κάτι φαινόταν να μην κολλάει και πάλι στην ίδια χιλιοειπωμένη αφήγηση. Κατά βάθος όμως αυτή ήταν μια πικρή διαπίστωση για το φίλο του. Ήξερε, έχοντας κι ο ίδιος βρεθεί σε παρόμοιες εύθραυστες στιγμές επίδειξης ανδρισμού, πως πρέπει να είσαι επιεικής με ένα αρσενικό πλάσμα. Δεν έχει τη θηλυκή σοφία και πονηριά για να μπορέσει να κρατήσει το στόμα κλειστό και να αφήσει ένα μυστήριο να πλανάται, κερδίζοντας κάποιες εντυπώσεις. Αντιθέτως, τις περισσότερες φορές είναι ο άρρεν αυτός που θα βρει τα πιο λάθος λόγια για να πει και σαν αυθεντικός κυνηγός θα τα χρησιμοποιήσει για επιθετική πολεμική κραυγή του, όπου κι αν βρίσκεται. Όταν μπαίνεις, όμως, από μόνος σου μέσα στο κλουβί, δεν μπορείς μετά να γκρινιάζεις γιατί δε σ’ αφήνουν να πετάς! Οπότε αρκείσαι στο κελάηδισμα, κι αυτό επειδή αν δεν το κάνεις, ρισκάρεις με την πιθανότητα ότι δε θα σε ταΐσουν! «Είμαστε καταραμένοι από τη φύση μας, πάντοτε, να βλέπουμε το δέντρο, όταν από πίσω κρύβεται ένα υπέροχο δάσος με χρώματα» σκέφτηκε ο Πάρης και γύρισε στις σελίδες του βιβλίου του.

18


ΑΝΕΛΚΥΣΜΕΝΗ ΓΟΗΤΕΙΑ

— Μ’ αγαπάς; — Ναι. Πόσες, μα πόσες φορές της είχε πει να μην τον ρωτά. Ήταν μια άτυπη και ίσως ύπουλη επιτήδευση. Ήταν μια ερώτηση που αυτομάτως αποζητούσε την απάντηση με τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Ο Πάρης τη λάτρευε! Τη λάτρεψε από την πρώτη τους τυχαία συνάντηση εκείνο το απόγευμα στο ασανσέρ. — Πού πάτε; — Στον 4ο. — Εγώ στον 6ο. Οπότε ας πάμε πρώτα στο δικό σας, ψέλλισε με αμήχανο χαμόγελο και εκείνη τυπικά και αμήχανα του το ανταπέδωσε με κλειστά χείλη. Μετά από δύο ορόφους το ασανσέρ τραντάχτηκε και σταμάτησε. «Τι όμορφα που τα σκαρώνει η ζωή, σκέφτηκε!» μα δεν το είπε. — Α, μην ανησυχείτε, θα μας βγάλουν σύντομα, το κάνει συχνά. — Το ξέρω. Απάντησε εκείνη κρύα και γρήγορα. — Το ξέρετε; Α, έχετε ξανάρθει; Μένει κάποιος φίλος σας εδώ; 19


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΛ. ΤΖΙΤΖΙΚΑΚΗΣ

Ίσως οι ερωτήσεις αυτήν τη στιγμή να ήταν κάτι παραπάνω από περιττές. — Εδώ μένω! Συγγνώμη. Τον παραμέρισε, όσο μπορούσε μέσα στο στενό ασανσέρ, που μόλις και μετά βίας χωρούσε δύο άτομα. — …Ακούει κανείς; Βοήθεια! Κλειστήκαμε στο ασανσέρ! Ύστερα, από κάποιες στιγμές επαναλαμβανόμενων αιτήσεων βοήθειας, ακούστηκε μια φωνή πολύ μπουκωμένη πίσω απ’ τους τοίχους. — Μ’ ακούτε; Έρχεται η Πυροσβεστική! Λίγο υπομονή, έρχεται. — Άντε να δούμε! Η γλυκιά κοπέλα είχε αρχίσει να κουράζεται, αυτή όμως η τυχαία στάση τού ανελκυστήρα ήταν μια μοναδική ευκαιρία για να γίνει αυτή η γνωριμία και εν όψει της Πυροσβεστικής, που κατέφθανε, δεν έπρεπε να χάσει άλλο χρόνο. — Ε, Πάρης… με λένε Πάρη. Και πρότεινε το χέρι του. — Μαρία. Είπε, συνεχίζοντας να κοιτά τη σφηνωμένη πόρτα τού ασανσέρ, φανερά εκνευρισμένη. Ίσως είχε πέσει έξω, ξανασκέφτηκε εκείνος. Μάλλον δεν ήταν γραφτό για να γίνει αυτή η γνωριμία. Δεν έμοιαζε να του αφήνει περιθώρια προσέγγισης. Μέσα στις σκέψεις του έμοιαζε με κάποια που είχε ποθήσει κάποτε, με ένα πρόσωπο οικείο και γλυκό. Μια κοπέλα που ποτέ δεν κατάφερε να γνωρίσει, αλλά την έβλεπε κάθε μέρα στο ίδιο λεωφορείο, στην ίδια διαδρομή, να κατεβαίνει στην ίδια στάση και πάντα να ανεμίζει τα μαλλιά της, με έναν αργόσυρτο παραμυθένιο τρόπο, σαν κατέβαινε. 20


ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΩ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΩ

Είχε κεχριμπαρένια μάτια αυτή η κοπέλα. Ακριβώς σαν τα μάτια της Μαρίας. Είχε μια αλλόκοτη γοητεία, σαν αρχαία Ελληνίδα, με τις γλυκές καμπύλες και τα ζουμερά πιασίματά της. Ένα σκοτεινό πρωινό στο λεωφορείο ήταν τόσο στριμωχτά κι όμως εκείνος κατάφερε να πάει δίπλα της. Της χαμογέλασε, όπως έκανε και τώρα στο ασανσέρ με τη γειτόνισσά του και εκείνη του είχε ανταποδώσει τη γλυκιά του αυτήν προσέγγιση. Εκείνος όμως πάγωσε. Δεν είπε κάτι μπροστά σ’ εκείνο το χαμόγελό της, παρά το κράτησε μέσα του και έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό του, πως το επόμενο πρωινό θα της μιλήσει. Όλη εκείνη τη μέρα δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι άλλο απ’ αυτό το χαμόγελο. Ήταν ένα σμαραγδένιο χαμόγελο και ζεστό. Είχε στον αριστερό επάνω κυνόδοντά της, κολλημένο ένα στρασάκι, σαν γαλάζιο διαμαντένιο αστεράκι, που σπινθήριζε σε κάθε της χαμόγελο. Όλη μέρα αυτό το χαμόγελο έλαμπε μέσα του. Μαζί του πήγε στη δουλειά, μαζί έφαγαν το μεσημεριανό του και μαζί του κοιμήθηκε το βράδυ. Το επόμενο πρωί ανέβηκε στο γνωστό λεωφορείο, στη γνωστή διαδρομή περιμένοντάς την. Εκείνη όμως δε φάνηκε. Ούτε την επόμενη, ούτε ποτέ ξανά βρέθηκε μαζί της στο ίδιο λεωφορείο. Και εκείνος μέσα του, γνήσιος ρομαντικός κι ονειροπόλος, για αρκετό καιρό κουβάλησε την απρόσμενη αυτήν απογοήτευση, την αναπόφευκτη θλίψη που ακολούθησε, και ύστερα τη γλυκιά προσμονή τής ελπίδας πως ίσως κάποτε να ξαναβρεί εκείνο το λαμπερό χαμόγελό της. Ξαφνικά άρχισε να κουνιέται το ασανσέρ και να παίρνει την πορεία του προς τα πάνω. Εκείνος ξύπνησε απότομα. Τόση ώρα μέσα στις σκέψεις του και μέσα σε εκείνη τη στιγμή του λεωφορείου, δεν άκουσε καν τους πυροσβέστες που έφτασαν. 21


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΛ. ΤΖΙΤΖΙΚΑΚΗΣ

— Αχ, επιτέλους! Ακούστηκε απ’ τα χείλη της κοπέλας και γυρνώντας τού χάρισε ένα πανέμορφο ορθάνοιχτο χαμόγελο. — …Πάμε σπίτια μας! Ο Πάρης όμως, δεν την άκουγε! Είχε ξαφνιαστεί, γιατί στο γύρισμα του προσώπου της, είδε στον αριστερό κυνόδοντά της ένα στρασάκι να λαμπυρίζει! Και αυτό του έφτανε για να καταλάβει πως ήταν εκείνη. Η κοπέλα τού λεωφορείου! Όσο την έψαχνε και δεν κατάφερνε να τη βρει, τόσο θόλωνε μέσα του η εικόνα της, ώσπου τελικά εγκατέλειψε την προσπάθεια, κι έμπαινε στο λεωφορείο με τη χλιαρότητα που διακατέχει το ρουτινιάρικο ξύπνημα κάποιου που πάει στη δουλειά του. Με το βλέμμα χαμηλωμένο κάθε μέρα, σαν όλα να ’ναι ίδια με χθες. Τώρα όμως; Να που η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις για θνητούς. Και έτσι χαζά ρομαντικός που ακόμη ήταν, του αρκούσε αυτό για να περάσει την υπόλοιπη νύχτα στο σαλόνι του, πείθοντας τον εαυτό του πως τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τη χαιρέτησε κοιτάζοντάς την αποσβολωμένος να βγαίνει από το ασανσέρ και ευχήθηκε μέσα του, και εκείνη να έχει καταλάβει ποιος ήταν. Εκείνη, περνώντας την πόρτα, ανέμισε τα μαλλιά της και του χάρισε ακόμη ένα σπινθηροβόλο χαμόγελο. Τότε πίστευε μέσα του πως αυτή θα μπορούσε να ’ναι η γυναίκα της ζωής του, εκείνη που θα τον συγκλονίσει. Τα μυστικά του μέλλοντος, όμως, είναι καλά κρυμμένα μέσα σε αυτό το μαγικό ξόρκι που λέγεται «αύριο». Και αυτό το παιχνιδιάρικο αύριο, κάποιες φορές έρχεται και φεύγει τόσο γρήγορα πριν προλάβει καν να γίνει σήμερα, λες και βιάζεται να γίνει χθες, ενώ άλλες πάλι μοναχικές στιγμές κολλάει επάνω σου σαν ολόκληρος αιώνας.

22


23 Φωτογραφία εξωφύλλου: Angelo Cavalli/Corbis


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΛ. ΤΖΙΤΖΙΚΑΚΗΣ

Ξέχνα ό,τι ήξερες ως τώρα!

Σβήσε από μέσα σου το καθιερωμένο πρότυπο γυναίκας που γνώριζες. ΑΠΟ ΣΚΕΨΗ ΣΕ ΣΚΕΨΗ Η σημερινή γυναίκα είναι ανεξάρτητη και όταν λέω ανεξάρτητη, δεν εννοώ μόνο πως ζει και εργάζεται μόνη της, αλλά πως λειτουργεί σε πολλά σημεία της ζωής της τόσο ανδρικά όσο κι εμείς! Κι εμείς οι άνδρες τι κάνουμε; Τίποτα!

Μ

Από οι κάργια! άνδρες κάνουν ακόμη το ίδιο. Θεωρίες και επίδειξη — χρόνια α την Την είδες; του Οδηγούσε ανδρισμού τους! Δενακόμη έχουμε εξελιχθεί σταλιά! Ακόμη ψάχνουδήθεν ξαφνιασμένος, έχοντας στο με τη γρήγορη καιαπότομη δίχως δεσμεύσεις σαρκική απόλαυση! μυαλό του την κουβέντα της καυτοδροσισμένης

γυναικός τηςθες μπροστινής ξαπλώστρας. αφήσει τους Και ναι! Αφού να τ’ ακούσεις κι αυτό, εγώΕίχαν τις βγάζω το καπέλο! άλλους στο πάρκιγκ του μπιτς μπαρ και είχαν μπει οι δύο Ήταν, είναι και θα παραμείνουν πιο έξυπνες από εμάς! τους στο αμάξι του Μάνου με κατεύθυνση την πόλη. Οχτώ

Κατάφεραν, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, ακόμη και την πονηριά τους χιλιόμετρα μέσα σε αυτήν τη ζέστη, ήταν υπεραρκετά για να τη μετατρέψουν σε πανίσχυρο όπλο τους.

να ξεδιπλωθεί άλλη μια «καμακοφιλοσοφική» συζήτηση

Σήμερα, φίλε μου, δεν είναι πια τόσο σημαντικό το ότι φορούν παανάμεσά τους. ντελόνια, ακριβώς όπως κι εμείς, αλλά το μισοβρεγμένος ότι κι εκείνες κατάφεραν Μισοϊδρωμένος απ’ τη ζέστη και ακόμη πια να έχουν τον ανάλογο ανδρισμό μέσα απ’ αυτά! απ’ το μαγιό του, ο Πάρης θα προτιμούσε να μην κάθεται

στην πετσέτα, που του ζητήθηκε να βάλει στο κάθισμα του Opel για να μην το βρέξει, αλλά να’ ναι ακόμη στην παραΑνθρώπινες σχέσεις, αντρικές φιλίες, συγκρούσεις, προδομένοι έρωτες κ.ά. παλία περιμένοντας τον ήλιο να χαθεί πίσω από τη γραμμή ρελαύνουν στο μυθιστόρημα «Να μην ξεχάσω να ξυπνήσω» του Γεώργιου Ελ. του ορίζοντα. Τζιτζικάκη. Στις σελίδες του ο αναγνώστης θ’ αντιληφθεί ότι όσο πολύπλοκη — Είδες; Καλά κάνω εγώ που το παίζω Χουντίνι! Πηείναι η ζωή, άλλο τόσο είναι απλή. δάω κι εξαφανίζομαι! Άλλαξε νευρικά τη δευτέρα σε τρίτη και έκοψε δεξιά τη ματιά του στο συνεχώς αδιάφορο, για τα λόγια του, Πάρη, που απολάμβανε τη ζεστή περασιά του ανέμου απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο. 24


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.