ΠΟΙΗΣΗ
Ξυλομπογιές
— Ιωάννα-Μαρία Νικολακάκη
ΞΥΛΟΜΠΟΓΙΕΣ Ιωάννα-Μαρία Νικολακάκη Διορθώσεις: Χαρά Μακρίδη Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Σχεδιασμός εξωφύλλου: Δημήτρης Κουρκούτης Φωτογραφία εξωφύλλου: dreamstime.com © Copyright: Ιωάννα-Μαρία Νικολακάκη © Copyright Έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός - Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης, 2012 Ιούνιος 2012 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ • Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684 Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-672-2
ΞΥΛΟΜΠΟΓΙΕΣ
ΙΩΑΝΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗ
Ξ ΥΛΟΜΠΟΓΙΕΣ
Ποίηση
ΙΩΛΚΟΣ
Στη γιαγιά μου, Μαριγούλα. Η καλοσύνη της δε θα χωρέσει ποτέ σε βιβλίο. Στη μνήμη του παππού μου, Γιάννη, που έμεινε τυφλός και μ’ έβλεπε να μεγαλώνω με τα μάτια της ψυχής του.
ΚΥΚΛAΜΙΝΟ Φωτιά. Καπνός κολλάει στα μάγουλα. Αίμα στραγγίζει η πρώτη ανατολή. Ξεχάστηκε στο στέρνο νου ετερόφωτου σιδερένια σταγόνα και σέπιας παιδί. Νοτιά, σπάσε ρουμπίνια, απόσταγμα για μονοκοτυλήδονη αυλή. Διχάστηκε βλαστάρι μες στο θόλο του ή ηφαίστειο που ρουφά απ’ τη μύτη προσευχή. Κυκλάμινο, μια πόρτα ουρανοί που ’χουν γείρει.
ΟΙ ΠΛΑΤΕIΕΣ Διπλώνει το φως στις πλατείες. Δες μια νύχτα γιρλάντα. Τη χαρά απομυζούν εφηβείες. Πότε ’γιναν σαράντα; Αναμνήσεις με τσιμέντα, νοθείες. Γύρω, η πόλη φυσά γηρατειά κι ο καπνός τα σκεπάζει. Ίδιες λέξεις ακόμα κραδαίνει η ματιά. Ένα πεύκο διστάζει. Ποιον εαυτό φέρνει απόψε η λαχτάρα στ’ αυτιά;
ΛΙΩΝΟΝΤΑΣ ΘΥΕΛΛΕΣ Πούλησα την υφασμάτινή μου αύρα, ενοίκιο για ένα κύμα στο μπαλκόνι. Σκούπισα χαλίκια, μύδια μαύρα να δω, γυμνό, της γης τον πνεύμονα που λιώνει άλατα. Υπόστεγο, στα κάγκελα τούτα τα γερά επωάζεις συμπυκνωμένη θύελλα που ξέρει ισορροπία.
ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ Διάφανος αφρός, χάδι ατόφιο χώμα. Πόθος αλμυρός τ’ Αύγουστου το σώμα. Υπόκωφος βυθός, φλέβα αρχαίας δάφνης. Γλάρος τολμηρός στ’ άνοιγμα της πάχνης. Έσπασε κάστρα ιδρώτα του λίβα τ’ άγριο χάζι. Στην πιο ασημένια ρότα ο άγγελος θηλάζει. Λέπια φλούδες γης σε νερά ψηφίδες. Μύθος αρραγής, φινιστρίνια ελπίδες. Κελαρύζει, αγνή, του πελάγου η μοίρα: το νοτιά στεγνή, το πρωί πλημμύρα.
10
ΚΥΝΗΓΙ Μεγαλοφυής ο άνεμος, ξέρει. Η τόλμη έμπλεξε τα ρούχα της μ’ αίμα, να σφυρίζουν. Ο νους, ατίθασος, στο μέσο της φυτείας του, πήρε πάλι να ξεβάφει το κίτρινο απόγευμα. Αύριο, Κυριακή, θα βγούμε στο κυνήγι. Πάνω στο ζαρκάδι μου, θα κατευνάσω ήλιους δίκοπους. Άρτεμη δε μ’ έλεγαν, μα όταν τα ένστικτά μου θα φορώ, δόρυ πλατύ θα καταφτάνει στο στέρνο περήφανου ορτυκιού και γοργό χλιμίντρισμα βημάτων θα λιώνει στο αίθριο ανήκουστων χορών. Φύλλα του έλατου, ανακαρπίστε δόξα! Αστραπή, τι σκιές γλεντοκόπες αφανίζεις! Και πού δεν ύψωσε ο Αμαζόνιος ένα φίδι του! Κι από τι δε στέρησε θυμούς η εκδίκηση της μέντας! Ευθυτενώς πορεύου, ζώο μου. Με τα μαλλιά δεμένα έτρεξα. Ο ποταμός με νίκησε. Ο ποταμός έχασκε, πάντα, τα ποδάρια του μπροστά μου. Άρτεμις. Σκάλισα το χώμα και βρήκα φως και τον άνθρωπο συνάντησα να κλαίει. Καλύτερα κυνήγι. Καλύτερα. Άρτεμη δε μ’ έλεγαν ποτέ. Μόνο τις Κυριακές.
11
ΨΑΘΙΝΑ ΓΕΛΙΑ Κρασί μαργαριτάρι, μελίσσι το σφουγγάρι και στο τραπέζι, το χαρτί αμάνικο. Ο Ιούνης, κομπολόι και τ’ όνειρο, ρολόι που ξαγρυπνά σ’ ένα ρυθμό τσιγγάνικο. Έπλεξα με τα θέλω μου το ψάθινο καπέλο μου και γέλασα. Κεράσια σε κορδέλα μπλε κι αγάπες σε χρυσό φιλέ του πέρασα. Χαλίκι στο σανδάλι, βανίλια στο κουτάλι κι η τράτα που γλυκοφιλά τα δίχτυα της. Υπαίθριο σινεμά και στο γιαλό σιμά σελήνη που χαϊδεύει τα ξενύχτια της.
12
ΞΗΛΩΜΕΝΗ ΚΛΕΨΥΔΡΑ Κόκκινη κλωστή στα δόντια. Κούφιες εκροές παράπονα. Ώρα με την ώρα κόντρα, χάνετ’ η κλεψύδρα, ανάποδα. Το σχήμα κυλά απ’ τις γραμμές κι αραιώνουν οι αξίες. Το «ευ ζην» παραπαίει σ’ οπές που ρουφούν γαλαξίες. Πλέξεις αιθέριας χαράς κι η πράσινη πίκρα απ’ το πλάι στης ύλης το ρεύμα απαντάν κι αργά, το κορμί τα φυλάει: Πέντε Δέκα Δεκαπέντε…
13
ΔΑΣΟΣ ΑΓΓΕΛΩΝ Δάσος αγγέλων. Άγγιγμα κρυστάλλου, λεία χαμόγελα καθρέφτες, αναρρίχηση κρίνου πάνω στον πάγο κι είδα να σκάνε μες στα μάρμαρα ζαφείρια μαύρα. Λευκές πεταλούδες του ανεκπλήρωτου με κάτι θαύματα μισάνοιχτα για στόματα. Λες και, σ’ ανήκουστα πηγάδια, όλες οι σκιές διψούν την αγάπη. Ό,τι στέρνο κι ό,τι βλέμμα νησίδα που, ούτε γεύτηκε την τέφρα απ’ τις σπηλιές ούτε αφουγκράστηκε την ύλη ν’ αγρυπνάει. Βιολιά συνοδοιπόροι με την υπερούσια άρκτο και πάνω τους, παγόνια σμήνη κόκκινα που αποζητούν μονοπάτια μουσκεμένα και πρωτόγνωρα. Έτσι, που η Σαντορίνη φίλησε το μέτωπο του απείρου. Έτσι, που η ζωή σκορπίστηκε σε πέντε λόφους, γλίστρησε τη μοίρα της μέσα από χίλια κιγκλιδώματα κι άντεξε ως τη φτέρνα. Έτσι, που οι μέρες φτάσανε για δώδεκα γενιές και πάλι ελπίδα περισσεύει. Έτσι, που η γαλήνη αστράφτει ως πέρα την ξανθή της νίκη κάπου ψηλά.
14
ΔΡΟΜΟΙ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΧΑΜΗΛΟΙ Δρόμοι στα χρόνια χαμηλοί. Λοξό, το βράδυ έμπαινε, παιδί, στων πεύκων την αδημονία. Τριζόνι, αρχαία μου φυλή, ό,τι άκουγες κι ανέβαινε μ’ άστρα το πήγαινε η ευχή, γαλάζια λιτανεία. Δρόμοι, στο ημίφως μια σταλιά. Ένα παράθυρο αλμυρό τραγούδαγε, απ’ το νόστο, Κυριακές. Λάμπες σπασμένες αγκαλιά κι αιώνια, της ζωής το τυχερό στο κύμα ν’ ανασύρονται οι καρδιές. Δρόμοι, καπνοί, διαβήματα, και μάρμαρά μου αειθαλή, τι φέγγει πια στου κόσμου τα γραμμένα; — Ελπίδα σκόρπια σχήματα, γέλια αραιά σ’ ανατολή, κι ελευθερία με τα μαλλιά ιδρωμένα.
15
ΤΥΦΛΟΣ Πώς ψυχανεμίζεται ο Θεός αιώνες, πώς παραλύει ένας τυφλός μ’ εικόνες. Πώς αργοκυλά η αφή στον κρίνο, πώς σκιαγραφεί η ψυχή το «δίνω». Τι ψηλαφεί η μνήμη σαν πεινά και τι λευκό θα μείνει απ’ το μετά. Τι μετουσιώνει φως στις γρίλιες και τι σπηλιές ξυπνά ο εαυτός ανήλιες. Ποιος μύρισε απ’ τη στάχτη τον καπνό και ποιος ψαρεύει αγάπη στον αφρό. Ποιος πήρε να μαζεύει, χρόνια, ταλιράκια με κορόνα τη συμπόνια.
16
ΤΟ ΓΗΡΑΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Ξανθός ειρμός. Κοράλλι σκάλωσε στο φως της πάχνης. Βρέφος βυθός. Στα πόδια του νησιού, ιστός αράχνης. Μάγος καπνός. Πλάι του, η γυάλινη τροφός βουτάει. Ίδιος ρυθμός. Το καλοκαίρι, που ’ρθε ολοταχώς, γερνάει.
17
ΑΛΗΘΕΙΑ Αλήθεια. Σύννεφο δε φτουρά η συνήθεια. Τα «δήθεν», «πρέπει» κι «επιβάλλεται σαφώς», ώρα δεν ήρθεν σκιά να ρίξουν στα «εντός». Αν ζητάς άνθρωπος να ’σαι από καρδιάς, ας σταθείς κοντά σε ό,τι πλημμυρίζει. Ίσως, θα δεις πως εδώ, να, κάτι η ζωή χαρίζει! Το κάτι που κόβει απ’ την ψυχή κομμάτι μεγάλο, όποια πληγή το μεταλάβει κι εάλω, Ανάσταση θα καταλάβει.
18