Αλγοδοχείο | Άλκης Παπαντωνίου | Εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

ΠΟΙΗΣΗ

Αλγοδοχείο

— Άλκης Παπαντωνίου


ΑΛΓΟΔΟΧΕΙΟ Άλκης Παπαντωνίου Διορθώσεις: Χαρά Μακρίδη Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Σχεδιασμός εξωφύλλου: Δημήτρης Κουρκούτης | dkdesign © Copyright: Άλκης Παπαντωνίου © Copyright Έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός - Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης, 2012 Απρίλιος 2012 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ • Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684 Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr

www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-663-0


ΑΛΓΟΔΟΧΕΙΟ



ΑΛΚΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

Α ΛΓΟΔΟΧΕΙΟ

Ποίηση

ΙΩΛΚΟΣ


Στη μάνα και στον πατέρα μου


Η ΑΓΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ Στα σίγουρα η ιστορία δε θα με γράψει ο ίδιος, μόνος, εξαρχής θα τη συλλαβίσω. Μουγγά κανόνια μαρκάρουν πια την περιοχή μου, ο αέρας γιουχάρει στα αυτιά μου ό,τι επιλέγω μα τη φωτιά μου δυναμώνει. Κι αν αρκεί μια μελαγχολική, απαστράπτουσα ματιά να προσδιορίσει τον ορίζοντα; Άδεια βγάλαμε πάλι τα δίχτυα μα ολάκερη τη θάλασσα έχουν χαϊδέψει τούτο το δείλι, το μικρό, το παντοτινό.


ΣΧΕΔΙΑ ΧΑΡΤΙΝΑ Ασφαλώς αυτό το βήμα ήταν από μόνο του μια έλλειψη. Αγκομαχητό ψυχορραγούντος αμαρτωλού χάρτινη σχεδία ναυαγισμένου ή όπως βύζαγμα ορφανού από στείρα γυναίκα. Φυτρώνει έτσι ξαφνικά η ελπίδα δίχως ευχέλαια και δίχως θυμιατά. Παραμυθάδες λένε πως μας πλησίασαν νεράιδες σαν είδαν πως τους σπόρους μας χώνεψαν τα κοράκια. Οι μηχανές ακόμα δουλεύουν; Στην πάχνη με ξουράφια χαράζω το μέλλον μου. Το τρένο αναχωρεί κι εγώ απομένω στην αποβάθρα να το κοιτάζω ηλιθιωδώς χαμογελώντας μην μπορώντας να θυμηθώ τι γυρεύω εδώ. Ώσπου στρέφω το βλέμμα στα μπαγκάζια – είναι πια άδεια. Ποπό –σκέφτομαι– όποιος κι αν πέρασε δεν είχα τίποτα να μου κλέψει!


ΕΠΩΝΥΜΟ Τόση ζωή, που με καταδίκασε να μη φορώ κοστούμια στις πεθυμιές μου ούτως να βασανίζομαι αέναα στων ματιών σας τα φυλλώματα Δεσποσύνη.


Ω ΑΛΗΤΕΙΑ! Πρόσωπο που συσπάται στη ραψωδία της Σελήνης τι να ’ναι; Αποφεύγω να σώζομαι από τα χαμόγελα, σταυρώνοντας την ντροπή μου γυμνή στην αλητεία του νου. Σιγή έλαβα για να διαβάσω τους βρυχηθμούς, άνθη έλαβα άκληρα, για να δαμάσω την πυρά. Πώς, όμως, να γητευτεί το κενό το καρποφόρο με των δακρύων τη μαστροπεία; Επαγγέλλομαι όνειρο· τα υπόλοιπα είναι εικοσιτετράωρα που νεφελώνουν λίγο τον απόηχο όσων εγκατέλειψα.

10


ΟΡΚΩΜΟΣΙΑ Ορκιζόμασταν να μην προφταίνουμε να πενθούμε τους αποθανόντες με λυτρωτική ευήθεια πιστέψαμε ως μόνη αρχή του σοκακιού το φανοστάτη που πώς διαιρούσε σε μνήμες την πανσέληνο και μια ανεξάρτητη λεμονιά που κάποτε μέσα της καταχωνιάσαμε τους αρχαιότερους φόβους καθώς κατεβάζαμε απ’ τα περήφανα κλαριά της ένα ταπεινό, οχυρωματικό χαμόγελο.

11


ΩΡΑ ΑΝΑΤΟΛΗΣ Κοιτώντας πάντα χαμηλά μην και κάποιος δείκτης μού τυφλώσει την ησυχία και τα δευτερόλεπτα λάθη μου αποκτήσουν οσμή από καρυκεύματα βαριά, ανατολίτικα και η γειτονιά τότε τι να πει; Αρκέστηκα γενικώς να καταβροχθίζω θεότητες και με πληγωμένα ραβδιά να σιμώνω ό,τι μου ψιθύρισαν οι άνεμοι ειμαρμένη. Ένα σμήνος αστέρια διαλαλούσε των ονείρων μου την ημερήσια αργία. Εκεί, ανάμεσος στις μικρές, δροσερές ενοχές, πάμπολλες εβδομαδιαίες στύσεις μου τίναξαν τα φλόκια τους στο απόκοσμο, αγνό, ηλίθιο χαμόγελό μου. Δεν είμαι πτωχός μα στο φεγγάρι έκρυψα όλον το χρυσό και μια πένα μες στα χείλη σαν ταξιδιώτης, που το ταξίδι του λησμόνησε απότιστο.

12


ΣΤΙΓΜΑ ΣΤΙΓΜΗΣ Διεκδικώ την πατρότητα του απείρου ως της στιγμής γέννημα η αιωνιότητα. Μπροστά μου κουράζεται η Σελήνη και αναπαύεται στα μάτια σου. Μανιωδώς εφοδιάζεις τα δάκρυά μου με του στήθους σου την κυρτότητα και γίνομαι ταπεινός ξερόλιθος στου έρωτα το πανηγύρι. Άγγελοι που βομβίζουν τ’ αυτιά μου η Στιγμή, που μια ζωή μάζωνα με τα χέρια μου, ΕΤΣΙ ακριβώς να σε αγκαλιάσω, την ολέθρια φύση μου να ανατείλω, να ζητιανεύω στους αιώνες. Αμήν.

13


ΕΠΩΔΥΝΟ Έσβησα τις παλάμες μου στη σκοτεινή αγκαλιά του ίσκιου σου. Γυμνός από πεπαλαιωμένες αισθήσεις τρύπωσα σε μια γωνίτσα του χαμογέλιου σου, σε κάποια ζωή που η ματιά χρειαζόταν να παραμένει απλανής και τ’ άνθη δε γύρευαν φάρμακα παρά μόνο αγάπη αργή, ενώ τις Κυριακές κάθονταν όλοι γύρω απ’ τον παππού πριν πεθάνει. Σε τέτοια εποχή ανέπνευσα έρωτα από τις λαγόνες σου· το σκαρί μου ακυβέρνητο άφησα να κουρσέψεις με τα ολάνθιστα χέρια σου, να φανερώσεις άνοιξη στο πονοβαμμένο μέτωπό μου. Ποιος πες μου ένιωσε το σκοτάδι χωρίς εσένα πόσο πηχτό είναι; Πες μου ποιος ένιωσε τη σιωπή να σε βροντοφωνάζει; Οι καθρέφτες κρατούν τη μορφή σου έως να σε ξαναενδυθούν. Στη σκόνη το αποτύπωμά σου καθιστά την απουσία. Πες μου, λοιπόν, ποιος ένιωσε χωρίς εσένα η ημέρα πόσο ανώδυνη είναι; 14


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.