Το συναπάντημα - Φόνη Ρέπουλη - Εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

Φόνη Ρέπουλη

Το συναπάντημα Μυθιστόρημα


ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ Φόνη Ρέπουλη Διορθώσεις: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Εικονογράφηση βιβλίου-εξωφύλλου: Ρένα Ανούση-Ηλία Μακέτα εξωφύλλου: Κατερίνα Φωτιάδη © Copyright: Εκδόσεις «Ιωλκός» & Φόνη Ρέπουλη Μάιος 2011 Α΄   Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»

• Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr

www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-621-0


ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ


ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΙΔIΑΣ: — Απόσταγμα μνήμης, Μυθιστόρημα, εκδ. Ιωλκός, 2005 — Το συναπάντημα, Μυθιστόρημα, εκδ. Ιωλκός, 2011


ΦΟΝΗ ΡΕΠΟΥΛΗ

ΤΟ

Σ ΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ Μυθιστόρημα

Πίνακες: Ρένα Ανούση-Ηλία

ΙΩΛΚΟΣ



Στα εγγόνια μου: Δημήτρη, Φένια, Βίνσεντ, Μάρκο.



Ευχαριστώ από την καρδιά μου, Τη διαλεχτή μου Νένα Ρήγα, μεταφράστρια και επιμελήτρια λογοτεχνικών κειμένων, που και πάλι έσκυψε με τόση αγάπη και υπομονή στο χειρόγραφό μου και του έδωσε μορφή βιβλίου. Την ακριβή μου Μαίρη Φιλιππάκη, που ξόδεψε ώρες ατέλειωτες να με ακούει και που στάθηκε αρωγός στην όλη μου προσπάθεια. Την πολύτιμή μου Τακούλα Κοκκαλιάρη –κομμάτι της ζωής μας–, που έκαμε ουσιαστικές παρεμβάσεις στο κείμενό μου και στάθηκε φραγμός στις όποιες αναστολές μου... Την ξεχωριστή μου Ρένα Ανούση-Ηλία, φίλη καρδιακή, καταξιωμένη ζωγράφο, που φιλοτέχνησε το εξώφυλλο και κόσμησε σελίδες του βιβλίου μου. Τον Κωνσταντίνο Ι. Κορίδη, των εκδόσεων Ιωλκός, που ανέλαβε με την ίδια και πάλι υπευθυνότητα, που τον διακρίνει, την έκδοση και του δεύτερου βιβλίου μου.



TΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ

Ήταν ένα γαλήνιο δειλινό στα μέσα του Γενάρη. Ο χιονιάς

μια βδομάδα πριν είχε περάσει ξώφαλτσα. Άφησε τη σφραγίδα του στις κορυφογραμμές, πέταξε κάποιες πινελιές σ’ απότομες βουνοπλαγιές, σε ράχες, σε πλατώματα κι άφησε την τελευταία ανάσα του στις κουρασμένες φυλλωσιές ολόγυρα. Το κρύο έξω τσουχτερό. Έδειχνε το θερμόμετρο κάπου στους 0 οC. Ο ήλιος δούλευε για το χατίρι άλλων. Μες στο καταχείμωνο δε δίνει υποσχέσεις. Ανάκατες εικόνες και συλλογισμοί έκαμαν τη Δάφνη να νιώθει πιο έντονη τη θαλπωρή, όταν σφάλισε το παραθύρι τού καθιστικού και κούρνιασε στη μόνιμη αγαπημένη της γωνιά στον καναπέ, που ακουμπάει στο τζάκι. Στην πολυθρόνα απέναντι καθόταν η Αλμπένα με την πεντάχρονη Μυρτώ στα πόδια της και σιγοτραγουδούσαν ένα βουλγάρικο ρυθμό. Μπαλόνα σε ναντούβα, ναντούβα, ναντούσαϊντέ μομτσέτα – ντα στάνε να παρτσέτα . .

Μπαλόνι φουσκώνει, φουσκώνει / φουσκώνετε αγόρια / να γίνετε κομμάτια.

11


ΦΟΝΗ ΡΕΠΟΥΛΗ

Η Δάφνη τις κοίταζε με τόση τρυφερότητα κι ευγνωμοσύνη απέραντη, γιατί η ζωή τής χάρισε δύο δώρα ανεκτίμητα. Το σπλάχνο της, τη χαρισματική Μυρτούλα της, ψηλόλιγνη με μάτια γκριζογάλανα, με «μάστερ» στη μαλαγανιά και «ντοκτορά» στο σκέρτσο και την Αλμπένα, που είχε γίνει εδώ και δέκα χρόνια, όχι απλά οικιακή βοηθός, αλλά μέλος της οικογένειας. Ο Άγγελος ήταν ακόμη στη δουλειά. Γιατρός –ακτινολόγος– πάλευε να μελετάει πλάκες απλές, ψηφιακές, που αποτύπωναν όργανα γερά ή λαβωμένα. Ναι, πάλευε να εξισορροπεί ανάμεσα σ’ όσους έφευγαν μ’ ανάσα ανακούφισης και σ’ όσους με τον πανικό για τα μελλούμενά τους... Ανέκαθεν της Δάφνης οι γονείς –κι οι δυο τους εργαζόμενοι– είχαν στο σπίτι βοηθό ντόπια, συνήθως εξωτερική. Ποτέ δε συμβιβάστηκαν με την ιδέα μιας ξενόφερτης, όχι από αντίληψη ρατσιστική, αλλά πιστοί στη λαϊκή σοφία «παπούτσι από τον τόπο σου...». Έτυχε όμως να απογοητευτούν κι απ’ Ελληνίδων συμπεριφορές. Έτσι, αποφάσισαν να κάμουν μια εξαίρεση κι έλαχε να κληρωθεί η Αλμπένα! Έγινε η πρώτη γνωριμιά σε σπίτι φιλικό των γονικών τής Δάφνης στις 6 του Απρίλη του 1999. Ήταν τότε γύρω στα 50 κι άφησε, στα μάτια της Αλεξάνδρας, της μητέρας της, την εντύπωση μιας όμορφης Βουλγάρας, καλοβαλμένης και απρόβλεπτα εντυπωσιακής γι’ αυτό, που επεδίωκε να γίνει: εσωτερική οικιακή βοηθός. Κι ως ένα σημείο σωστά αναρωτήθηκε η ίδια ως έμπειρη οικοδέσποινα και παρορμητικά ψιθύρισε: «Βρε φίλοι, βοηθό ζητάμε για νοικοκυριό κι όχι για πασαρέλα». Είναι η αλήθεια πως δεν περίμενε –άμεσα– μια αντίδραση, που σαν τη θυμάται ακόμη, χαμογελάει αμήχανα... 12


ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ

«Κυρία» άρχισε η Αλμπένα σ’ ελληνικά τής συμφοράς «ντεν πάω για μοντέλο. Φοράω κολάν, μεγάλα σκουλαρίκια και βάφω τα μάτια μου, γιατί ντεν τέλω να με λυπάνται τα αφεντικά!». Καθώς αγκομαχούσε να τα πει, κοκκίνισε και με χειρονομίες συνέχισε ακάθεκτη: «Στο σπίτι φοράω φόρμα και ντουλεύω μέρα ως νύχτα αργά... Κοιτάτε, ακούστε. Να κάνουμε μια συνφωνία. Πάρτε με ένα μήνα. Αν μου κάνετε, αν εγώ κάνω σε σας. Και μετά αλλάζομε...». Αυτό ήταν περίπου το συμβόλαιο, που υπογράφηκε –ενώπιον μαρτύρων– μια δεκαετία πριν και παραμένει ακόμη σε ισχύ! Η Δάφνη σε κάποια στιγμή μισάνοιξε τα μάτια της και το παρόν τής είπε με ύφος παιχνιδιάρικο: «Είσαι ακόμη νια. Να είσαι παρούσα περισσότερο κι ελάχιστα απούσα...». Κατάλαβε πως η Αλμπένα θα πήγε τη Μυρτώ να κοιμηθεί. Κοίταξε το ρολόι της και καθώς είδε την ώρα περασμένη άπλωσε μηχανικά το χέρι της στ’ ακουστικό. Αναζήτησε τον Άγγελο στο σταθερό και κινητό, αλλά αυτός την άφησε να ψάχνει και να ψάχνεται και της εξήγησε πέντε λεπτά αργότερα. «Το ξέρεις. Δε γίνεται, αν δεν της δώσω ένα φιλί στα πεταχτά. Τη βλέπω κι αναγεννιέμαι αγάπη μου». Και ήξερε –φυσικά– τι έλεγε μιας και την έβρισκε συνήθως κοιμισμένη. «Αλμπένα κοιμήθηκε η Μυρτώ;». «Σουτ... Το έχουμε πει χίλιες φορές, σιγά...». «Καλά καλά βρε κέρβερε...» αντέδρασε η Δάφνη. «Πολύ καλά σου λέει» μουρμούρισε κι ο Άγγελος. Η Δάφνη υποχώρησε. Κάθισε στο τραπέζι, τσιμπολόγησαν –ε, βράδυ ήταν– διαιτητικά κι αδημονούσε να στείλει 13


ΦΟΝΗ ΡΕΠΟΥΛΗ

τον Άγγελο μια ώρα αρχύτερα για ύπνο και να γυρίσουν με την Αλμπένα στα παλιά μ’ όλη την ησυχία τους. «Ψυχή μου» του είπε μασουλώντας μια φέτα από ξινόμηλο «βλέπω πως είσαι ψόφιος. Πήγαινε να πλαγιάσεις...». Υποκρισίας όργιο... Δεν έβλεπε, απλά με λέξεις γαλιφιάς οπλίστηκε για να τον πείσει και τα κατάφερε στο τσακ. Χτύπησε το τηλέφωνο –πανικοβλήθηκε ο γιατρός– μην τον τριβέλιζε κάποιος συνάδελφος ξανά, είπε μια καληνύχτα σβέλτη κι άφησε το πεδίο ελεύθερο στη Δάφνη να πιάσει το νήμα απ’ την αρχή για της Αλμπένα τη ζωή. Είχε γλυκάνει η ατμόσφαιρα κι έφερε τις δυο τους πιο κοντά. Η Δάφνη είχε άποψη από δημοσιεύματα και ως ιστορικός από προσωπική μελέτη για όσα συνέβησαν στο μπλοκ το ανατολικό. Την κέντριζε όμως πάντοτε –ήταν το μεράκι της– ν’ ακούσει εμπειρίες προσωπικές και γνήσιες. Έθεσε, λοιπόν, την πρώτη ερώτηση και πήρε αποκεί και πέρα τη ρότα της αφήγησης: Δεκατρία χρόνια πριν, όταν έπεφταν τείχη, που είχαν αφήσει στίγμα ντροπής σε όλο τον πλανήτη, μια νέα γυναίκα, ανάμεσα σε κάποιες άλλες από το Ντόμπριτς της Βουλγαρίας, έφτασε στην Ελλάδα για να εργαστεί. Να βοηθήσει αγαπημένα πρόσωπα, που άφησε σ’ απόγνωση σε μια ρημαγμένη πόλη. Η ώρα, όμως, ήταν προχωρημένη αρκετά κι έβλεπε η Δάφνη να σιγοβασιλεύουν τα μάτια της Αλμπένα. Έτσι, περιορίστηκε γι’ αυτήν τη βραδιά τουλάχιστον να πληροφορηθεί πώς έφτασε στη χώρα της, πώς βρήκε την πρώτη της δουλειά και πώς κύλησαν γι’ αυτήν τα πρώτα τρία χρόνια, πριν καταλήξει να ρίξει άγκυρα στο σπίτι το δικό της. 14


ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ

Ήρθε με βίζα –της απάντησε– που της καθόριζε παραμονή μόνο για δέκα μέρες. Μόνη και άγνωστη, κατεστραμμένη οικονομικά, πάλευε μέσω γραφείων, που κάλυπταν το πρώτο κύμα των μεταναστών ή κάποιων συμπατριωτών παράνομων, που μπρος στη δική τους ερημιά έβλεπαν την Ελλάδα γη της Επαγγελίας. Κι όταν τελείωσαν οι μέρες τής νόμιμης παραμονής, πήρε απόφαση σκληρή να τσαλακώσει αξιοπρέπεια και σεβασμό στο νόμο, από ανάγκη να βρει διέξοδο στα τραγικά προβλήματα, που προκάλεσε στην ίδια και στη χώρα της το σύστημα κι η αδικία στο μόχθο μιας ζωής. Έτσι –παράνομη– ρωτώντας συνεχώς και ψάχνοντας βρήκε αποκούμπι στο προσκεφάλι μιας ενενηντάχρονης γιαγιάς. Ήταν σχεδόν κατάκοιτη. Η κόρη της ανήμπορη να της σταθεί, στο μεροκάματο κι αυτή –με άντρα ακαμάτη– ένιωσε την Αλμπένα σαν βάλσαμο παρηγοριάς και την ικέτεψε: «Κοπέλα μου, γλύκανε όσο μπορείς τις ώρες της...». Σε μια συστατική επιστολή, που έφτασε μαζί με την Αλμπένα στα χέρια της Δάφνης τρία χρόνια αργότερα ομολογούσε: «Να είστε σίγουρη. Είναι χρυσή καρδιά. Της στάθηκε της μάνας μου. Την ανακούφισε χωρίς παράπονα και με στοργή. Έμεινε και νύχτες άγρυπνη. Έδειξε υπομονή στους πόνους της και στις παραξενιές της. Και να σκεφτεί κανείς ότι δεν είχε δα και κάποια εξειδίκευση. Είχε απλά ψυχή και πόνο για τα γηρατειά». Αλλά τι πέρασε για μια ολόκληρη χρονιά... Η αίσθηση του φόβου μιας απέλασης της στέρησε ακόμη και μια έξοδο. Μα όταν έφτασε η στιγμή και πήρε στα χέρια της την άδεια εργασίας και παραμονής ένιωσε μια ανακούφιση μες στη δούλεψή της. Ήρεμη πια έδινε τη μάχη καθημερινά με το δικό της χρέος για να μη φθάσει στην πλήρη εξαθλίωση ό,τι 15


ΦΟΝΗ ΡΕΠΟΥΛΗ

είχε μείνει από ένα κορμί σκελετωμένο και μια ψυχή ουσιαστικά φευγάτη... Αργά –αλλά μοιραία βιολογικά– έφτασε κι η στιγμή, που έληξε το συμβόλαιο της γιαγιάς με τη ζωή και τα δικά της βάσανα και άφησε την κόρη της να τη θρηνεί και την Αλμπένα με το δικό της βάσανο να ψάχνει ξανά να εργαστεί. Κι έτσι κατέληξε να ομολογήσει πως ήταν τυχερή, που βρήκε καινούργια αφεντικά, τη Δάφνη και τον Άγγελο. «Αφεντικά Αλμπένα μου; Η λέξη αυτή δεν έχει θέση ανάμεσα στη σχέση μας. Ήταν συναπάντημα ευλογημένο σαν εκείνο το ήσυχο το δειλινό π’ ανοίξαμε τις καρδιές διάπλατα, για να συναντηθούμε στο τότε και στο σήμερα και να ’χουμε τη χαρά να ζούμε στιγμές μοναδικές σαν την αποψινή, που χάσαμε τον ύπνο μας, αλλά χαλάλι μας. Καλή σου νύχτα Αλμπένα μου». «Δάφνη μου πρόσεχε... Στις μύτες των ποδιών σου, μη μου ξυπνήσεις το παιδί!». «Αχ! βρε βάσανο δε θα μ’ αφήσεις σε χλωρό κλαρί». Όνειρα γλυκά μπαλόνα σε ναντούβα! Η Δάφνη πάντα, όσο περνούσε ο καιρός είχε στο πίσω μέρος του μυαλού της τη σκέψη ν’ ανασκάψει το παρελθόν μιας άγνωστης και τώρα τόσο κοντινής. Να φτάσει ακόμα και στις ρίζες της, γονιών, γιαγιάδων και παππούδων. Πολλές φορές το σκέφτεται πως τούτο πηγάζει από αγάπη αληθινή, γιατί η Αλμπένα μακαρίζει συνεχώς τη γέννα τής Μυρτώς, που στάθηκε και στη δική της τη ζωή ορόσημο! Είναι φυσικό να γοητεύει μια μάνα η τρυφερή αλληλεξάρτηση γιαγιάς και εγγονής. Αλλά πιο γοητευτικό και σπάνιο είναι η αλληλεξάρτηση ενός παιδιού και μιας καρδιάς όπως της Αλμπένα, που ανανεώνεται απ’ το κανάκεμά της! Υπάρχει όμως και άλλη μια διάσταση, που αφορά στη διάθεση της Δάφνης, που είχε πάντα έμφυτη. Να κατα16


ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ

γράφει τη ζωή ανθρώπων, που άφησαν το στίγμα τους στο σπίτι τους από τα παιδικά της χρόνια. Και ξέρει πως τέτοιες καταγραφές τις διατηρεί σαν φυλαχτά πολύτιμα σε κάποια ημερολόγια. Πολλές φορές, όταν τα ξεφυλλίζει –κιτρινισμένα πια– θυμάται, νοσταλγεί, γελάει και δακρύζει. Άλλοτε πάλι ανακαλύπτει μέσα της πως σχετικά με την Αλμπένα υπάρχει κι άλλο κίνητρο. Θέλει να μάθει για κάποια βιώματα ζωής για μια χώρα, που σε χρόνια άγουρα, είχαν μέσα της καταγραφεί αρνητικά. Ν’ ακούσει μαρτυρίες για γεγονότα, που έφεραν τους δύο λαούς λίγες φορές κοντά και πιο πολλές απέναντι με εμπειρίες, που πόλωσαν και γέμισαν καρδιές με μίσος αιώνες πριν, αλλά που η ίδια η Ιστορία ήρθε σαν φάρσα σήμερα να τους αποκαλεί συμμάχους. Πόλεμοι βαλκανικοί, δυο τραγικοί παγκόσμιοι, διεκδικήσεις εδαφών, κομιτατζήδες, πρότυπα αγριότητας και τόσες βαρβαρότητες, που κάποιες δεκαετίες πριν στο όνομα και μόνο αυτής της χώρας δεν πίστευε ούτε ως Ελληνίδα ούτε ως μάνα πως θα συμβιβαζόταν να την αποδεχτεί. Κι όμως πόσες ανατροπές μάς επιφύλαξε ως τώρα η ζωή και πόσες άραγε επιφυλάσσει ακόμη; Τα έβαλε με τη σκέψη της την άχαρη, την προβληματική, την ένοχη, την ξελογιάστρα, τη συναινετική. Και πόσα θα της έσερνε ακόμη, αν δεν την αποσπούσε ο ήχος της ραπτομηχανής. «Τρρ... ποτέ δεν τα κατάφερα με δαύτη κι ας μου θύμιζε ο Άγγελος συχνά πως, όταν του μιλάω συναγωνίζομαι τη ραπτομηχανή...». Το σκέφτηκε και γέλασε καθώς κοιτούσε την Αλμπένα να της γαζώνει –σιωπηλή– κουρτίνα βουάλ του σαλονιού, γιατί ήταν και χρυσοχέρα, ιδιαίτερα στη ραπτική. Κι όσο την έψαχνε μ’ επιμονή μετρούσε φιλότιμο, αντίκριζε μάτια αινιγματικά κι ανήσυχα, αν θα τα βγάλει πέρα, πρόσωπο 17


ΦΟΝΗ ΡΕΠΟΥΛΗ

χαρακωμένο ελαφρά και πόδια με έντονους κιρσούς απ’ την ορθοστασία. Τα δέκα χρόνια σώρευσαν τόσα πολλά και στη συνύπαρξή τους. Προσπάθεια για να ξεπεραστούν συνήθειες, ενοχές και αντοχές ανθρώπων χωρίς κοινή καταγωγή. Πνευματικό και κοινωνικό επίπεδο με ανισότητες ουσιαστικές, που χρειαζόταν απ’ την πλευρά της Δάφνης να το χειριστεί με τρόπο διακριτικό, για να μη μείνουν κατάλοιπα πικρίας, συμβιβασμού και η αίσθηση μιας ύπαρξης ενός «κατώτερου θεού». Ήξερε η Αλμπένα ότι υπολειπόταν σε πολλά, αλλά για ένα ήταν σίγουρη. Ότι έπρεπε να υπομένει, να υποστεί ιδιαιτερότητες, ιδιοτροπίες, ακόμη και παραλογισμούς. Με μια και μοναδική εξαίρεση. Ποτέ ταπείνωση που θ’ αφορούσε στην αφοσίωση και τιμιότητά της. Έγινε αισθητό σε όλους με κάποιες αντιδράσεις της απ’ την αρχή. Και ξέρει καλά καθένας πως οι σχέσεις των ανθρώπων κρίνονται ουσιαστικά απ’ τη φθορά και τις τριβές της καθημερινότητας. Εκεί χρειάζονται λεπτές ισορροπίες ακόμη και συμβιβασμοί, για να μην αλλοιώνεται η βάση της συνύπαρξης, που αφορά στο πιο βασικό στοιχείο. Το σεβασμό στην αλληλοεκτίμηση! Η Δάφνη συμβιβάστηκε σε δύο αδυναμίες της. Είναι πολύ αργή. Την παρακολουθεί να καθαρίζει χόρτα, να διακοσμεί ένα σαλατικό ή να σερβίρει φαγητό. Κι όπως η ίδια ενεργεί –σαν αστραπή– ξεχνώντας το «μέτρον άριστον» έχει αποδεχτεί να τρώει συνήθως εκτός προγράμματος. Αλλά να λέγεται και του «στραβού το δίκιο». Καμία παραβίαση ούτε σε δευτερόλεπτα, που αφορούν στις όποιες υποχρεώσεις ή απαιτήσεις της Μυρτώς. Εκεί επικρατούν οι νόμοι του Μπόρις και του Ζίβκοφ**. Προβάλλει η Δάφνη και . Μπόρις ο Γ΄, τσάρος της Βουλγαρίας [Σ.τ.Ε.]. **. Τοντόρ Ζίβκοφ: επί σειρά ετών ηγέτης του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας [Σ.τ.Ε.].

18


ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ

ο Άγγελος θεσμούς δημοκρατικούς, διαχρονικούς από την εποχή του Περικλή, αλλά η Αλμπένα τείχος βερολινέζικο του κομμουνισμού! Η δεύτερη μικροαναποδιά κολλάει μόνο σε δυο επιλογές τής διατροφής της. Από τυρί αδυναμία της η φέτα τής Ντοντώνης (Δωδώνης) κι από ψαρικά το κάπως δυσεύρετο σκουμπρί. Όλα τα άλλα τής φαίνονται άνοστα και όταν της λες, δοκίμασε και κάτι άλλο, σου λέει κοφτά το ΟΧΙ κάπως σαν του Μεταξά, στο έπος του ’40. Α! κι όταν η κούραση την έχει αποκάνει, δε δέχεται ερώτηση, υπόδειξη, συζήτηση καμιά. Απλά σε κοιτάζει και μ’ ένα βλέμμα καρφωτό σού κόβει την κουβέντα και την ανάσα ελαφρά... Την ώρα, που η Δάφνη πάλευε με της Αλμπένα τα φαιδρά και τα καλά, μπήκε η μητέρα της να πουν δυο κουβέντες. Η Δάφνη της είπε διακριτικά «περίμενε λίγο» και βγήκε στη βεράντα της. Ήθελε ν’ αναπνεύσει. Έριξε γύρω μια ματιά κι απέμεινε να χαίρεται στα τέλη του Νοέμβρη, μέρες ηλιόλουστες ακόμη, μες στη χαρά τα φυλλοβόλα δέντρα, με τριανταφυλλιές προκλητικές, με αζαλέες άλλες μπουμπουκιασμένες κι άλλες ολάνθιστες σε τόσες αποχρώσεις κι απόκοντα κυκλάμινα και πρίμουλες να δίνουν τα ρέστα τους για ν’ ανασάνει η ψυχή από βολές και κραδασμούς της έγνοιας.

19


ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΡΙΖΕΣ

Εδώ δεν ψάχνει ν’ ασχοληθεί κανείς με θυρεούς κι οικό-

σημα, με τσάρους και τσαρίνες, αλλά με πρόσωπα, που τίμησαν την εργατιά σ’ όλο το μεγαλείο της την εποχή του Μπόρις και του Ζίβκοφ και της Δημοκρατίας, όπως αποκαλούν με πίκρα οι Βούλγαροι στην πλειονότητά τους αυτό, που ζουν σήμερα... Σε κάθε εξομολόγηση διέκρινε η Δάφνη μια τρυφερότητα και σεβασμό πάντα από την Αλμπένα για τις οικογενειακές ρίζες της. Για τη σπορά και τη σοδειά τής κάθε οικογένειας. Αλλά την παιδική της μνήμη σημάδεψε ένα σπουδαίο πρόσωπο. Ο τρομερός παππούς, όπως τον αποκαλεί, ο Κόλιο, ο πατέρας του πατέρα της. Γεννήθηκε στο Ντόμπριτς. Τη μεγαλούπολη –μεγάλης επαρχίας της Ντομπρούσκα, Οκάλια– 50 χλμ. περίπου από τη Βάρνα. Είναι η περιοχή, που θεωρείται ο μεγαλύτερος σιτοβολώνας όλης της Βουλγαρίας και την αποκαλούν Σλάτνα-Ντόμπροντζα (χρυσή Ντόμπροντζα). Γεννήθηκε το 1887 και πέθανε στα 80 του. Η ζωή του όμως μοιράστηκε ανάμεσα στην πόλη και το χωριό Γκραντίνι. Η ίδια τον έζησε από κοντά μέχρι τα 10 χρόνια της. Τη δράση του, τις δόξες του και τη σκληρότητά του την άκουγε από τον πατέρα της, που κουβαλούσε ακόμη πίκρες 20


ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ

του, αλλά και κάποιες ενοχές... Ήταν λεβεντάνθρωπος με πρόσωπο καθαρό, βλέμμα αποφασιστικό, αλλά με χαρακτήρα πέτρινο. Ξεκίνησε στο Γκραντίνι ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση –γιος πλούσιας οικογένειας– και κατάφερε να γίνει μεγαλοτσιφλικάς. Του ανήκε έκταση πάνω από 500 στρέμματα. Στάρια και καλαμπόκια έξω από το χωριό, γύρω στα 400 στρέμματα και τα υπόλοιπα μες στο χωριό με σάια (στάνη) από πρόβατα, πουλερικά και τομπόρ (στάβλο) με άλογα, βουστάσιο, μποστάνια από κηπευτικά και ό,τι έβαζε ο νους. Κάτι που θύμιζε ράντζο αμερικάνικο. Στη δούλεψή του πλήθος εργατών –πιστών– δούλευαν σκυλίσια, ζούσαν οικογένειες, ένιωθαν σιγουριά, αλλά και δέος πάντα για τον αφέντη τους. Κυκλοφορούσε με άμαξα της εποχής, τη «φαϊτόν» που πάντα την έσερναν άλογα διαλεχτά, περήφανα. Φορούσε μια κάπα γούνινη και στο κεφάλι καλπάκι από αστραχάν. Δουλευταράς, μονίμως αεικίνητος. Σπουδαίος διαπραγματευτής και πωλητής όλων των προϊόντων του. Η γυναίκα του και τα παιδιά, οι νύφες και τα εγγόνια πλήρωναν τα καπρίτσια του και τις επιλογές του, αλλά και τις αντάρες του. Φιλόδοξος, ματαιόδοξος, φιγουρατζής. Τύπος γαιοκτήμονα αντιπροσωπευτικός της κάθε εποχής, ανάλογα με το καθεστώς και την περιοχή, σκεφτόταν η Δάφνη. Η γυναίκα του, η γιαγιά η Μίτκα –χαϊδευτικό της Δήμητρας– που θα έπρεπε να ζει και να νιώθει σαν αρχόντισσα, υπηρετούσε τον άντρα και αφέντη της πάντα αδιαμαρτύρητα. Γεννούσε παιδιά, τ’ ανάσταινε μονάχη, μαγείρευε για τους εργάτες και όταν ξεπετάχτηκαν για λίγο τα παιδιά, σκάλιζε, θέριζε και πότιζε, ύφαινε και ό,τι άλλο λάχαινε στο σπίτι και στη δούλεψη του άντρα της του τσιφλικά. Ζωή μίζερη, άνιση και άδικη ανάμεσα σε κείνον και το δικό της ριζικό να γεννηθεί γυναίκα... Όσο ο παππούς ωρίμα21


ΦΟΝΗ ΡΕΠΟΥΛΗ

ζε κι αύξανε η οικογένεια, είχε τον πρώτο λόγο και στων παιδιών του τη ζωή –από τη μάθηση και τη δουλειά ως και την παντρειά τους– κι ανάλογα άλλα πρόκοβαν και άλλα πλήρωναν τους προγραμματισμούς, αλλά και τα τερτίπια της ζωής. Πρώτη φορά η Δάφνη, βλέποντας την Αλμπένα ν’ αναβιώνει τα όσα έζησε γύρω στα 10 χρόνια της και όσα κατέγραψε η παιδική ψυχή της από τις μαρτυρίες των γονιών και συγγενών για τον παππού τον Κόλιο, ένιωθε ικανοποίηση, που την παρέσυρε σε μια αναδρομή, που φάνταζε κάπως σαν μυθιστόρημα... «Αλμπένα μου γιατί ο πατέρας σου κουβαλάει ακόμα ενοχές;». «Τον ζόρισε, Δάφνη μου, από παιδί. Ήταν ήσυχος και βολικός. Τον είχε επιστάτη γενικά σ’ όλη την περιουσία τους στο χωριό. Σκέψου μέχρι και που μας γέννησε δεν ήξερε τι θα πει γάμος, βάφτιση, χορός και πανηγύρι Το τι καμαρώνω τη Μυρτώ, που κάνει το δικό της. Τι να σου πω;». «Τ’ άλλα του τα παιδιά;». «Α! αυτά τα βόλεψε καλύτερα στην πόλη! Αλλά του πατέρα μου η ζωή πέρασε από κανάλια δύσκολα. Ο παππούς ένιωθε σαν άρχοντας την εποχή του Μπόρις πριν το ’44. Μεγάλο όνομα. Του Μπόρις ευνοούμενος, έλυνε κι έδενε, αυγάτιζε την περιουσία του και βόλεψε ως τότε τα παιδιά του μια χαρά: την κόρη του και τους δυο του γιους. Τους πάντρεψε, τους προίκισε με σπίτια μες στην πόλη. Έτσι γινόταν τότε εκτός απ’ τον πατέρα μου. Αυτός έμεινε μ’ ένα μικρό κομμάτι γης. Κι ένιωσε πως τον μεταχειρίστηκε σαν να ήταν αποπαίδι». Η Δάφνη ένιωθε κάπως μπερδεμένη από το χρόνο, που έφτασαν στη ρήξη την ουσιαστική ο Κόλιο και ο Πέτρο. «Αλμπένα, πριν ή μετά το γάμο του;». «Μετά, μετά, την εποχή του Ζίβκοφ. Μετά το ’57. Με τον 22


ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ

κομμουνισμό, που ήρθαν τα πάνω κάτω. Αλλά αξίζει τον κόπο να μάθεις πώς τον κατάφερε να παντρευτεί και πόσα συνέβησαν, που είναι για γέλια και για κλάματα. Όπως σου είπα, οι δυο του γιοι και η μοναχοκόρη, όταν παντρεύτηκαν έμεναν μόνιμα στο Ντόμπριτς και γύριζαν στο χωριό μόνο τα καλοκαίρια με τα ξαδέρφια μου για εξοχή. »Ο πατέρας μου έμενε εκεί μόνιμος επιστάτης και πάντα δεξί χέρι του παππού. Κάποτε ο παππούς, επειδή τον έβλεπε ότι δυάρα δεν έδινε ούτε για τις γυναίκες ούτε για παντρειά, πήρε την απόφαση να τον νοικοκυρέψει. Τη νύφη –δηλαδή τη μάνα μου– δεν του την πρότεινε κανείς, τη βρήκε μόνος του και εντελώς τυχαία...». Εκτός απ’ τη συνηθισμένη διαδρομή, που έκανε Ντόμπριτς-Γκραντίνι πάντα με τη φιγουράτη άμαξα, ήθελε να τον γνωρίζουν ως ευνοούμενο του Μπόρις και ως έμπορο και τ’ άλλα τα χωριά. Ο πλούτος απ’ τη μια μεριά κι η εργατιά από την άλλη, που δούλευε τα χρόνια εκείνα για το βασιλιά, μετά για το δικτάτορα και σήμερα μόνο για τη μαφία... Όταν, λοιπόν, έβλεπαν οι χωρικοί να περνά κάποιος αφέντης στους δρόμους κι απ’ τις μπακαλίες (μπακάλικα) ακόμη κι απ’ τις γρίλιες των σπιτιών ανύπαντρες κοπέλες τον κοίταζαν με θαυμασμό, αλλά και με περιέργεια... Μια ζεστή μέρα καλοκαιρινή τον έφερε ο δρόμος τον παππού σ’ ένα μικρό χωριό, το Διάκοβο, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Ντόμπριτς. Κι έτυχε ν’ ακούσει τον ήχο των αλόγων, που έσερναν τη φαϊτόν (άμαξα) μια νεαρή κοπέλα. Μισάνοιξε το παραθύρι και πρόβαλε το πρόσωπο να δει τον άρχοντα, που περνούσε για πρώτη φορά απ’ το χωριό. Και ξαφνικά άστραψε του Κόλιο η ματιά και φάνταξε στα γαλανά του μάτια εκείνο το πρόσωπο σαν ζωγραφιά! Σταμάτησε σαστισμένος κάτω απ’ το παραθύρι, για να μονολογήσει ψιθυριστά με νόημα: 23


ΦΟΝΗ ΡΕΠΟΥΛΗ

«Αμ δε θα μου γλιτώσεις...». Η άπειρη και άβγαλτη Στογιάνκα έκλεισε το παντζούρι και πανικόβλητη από ντροπή κάθισε στον αργαλειό, για να υφάνει ό,τι της είχε μάθει η φτωχομάνα της από μικρή. «Άραγε είχε σκεφτεί ποτέ, για να υφάνει και τα δικά της όνειρα;» μουρμούρισε η Δάφνη. Εκείνη φυσικά είχε την τύχη να γεννηθεί σε τόπο, σε σπιτικό και εποχή, που αξιώθηκε να πραγματοποιήσει παιδικά, εφηβικά και όνειρα της ωριμότητάς της. «Θεέ μου» αναλογίστηκε, καθώς περνούσαν από μπροστά της σκηνικά, σκηνές και πρωταγωνιστές, που θόλωναν τη σκέψη της. «Τι πέρασαν διαχρονικά γενιές, για ν’ αποκτήσουν λόγο, για να σηκώσουν τη μέση πιο ψηλά, για να σταθούν εκεί, που και η φύση τον καθέναν τους και η ζωή τους έταξε. Και ιδιαίτερα τα θηλυκά». Ο Κόλιο έψαχνε νύφη για το γιο του, αλλά το βέλος της φωτιάς εκείνον παραμόνευε... Στιγμή δε σκέφτηκε να φτάσει στον πρώτο του προορισμό. Με ταραχή πρωτόγνωρη οδήγησε τη φαϊτόν στην μπακαλία του Διάκοβο. Παραξενεύτηκαν πέντε έξι χωρικοί, που έπιναν ρακία (ρακή). Τον υποδέχτηκαν με σεβασμό, τον πήγαν στο αφεντικό και έφυγαν κάπως απορημένοι. Ο Κόλιο βρήκε τον τρόπο να μάθει πολλά για του χωριού τη μορφονιά και για την οικογένεια. Δεν παρακάλεσε. Πρόσταξε όλα να μείνουν μυστικά, τα όσα ειπώθηκαν κι από τους δύο. Ο έμπορος φυσικά του διπλανού χωριού ακόμη περιμένει... Ο Κόλιο, καθώς γυρνούσε στο Γκραντίνι, ένιωθε να βρίσκεται μέσα σε παραζάλη. Πατέρας με τέσσερα παιδιά, τα τρία παντρεμένα κι ο δεύτερος στα χέρια του για παντρειά κι εκείνος ανάστατος από το πρόσωπο μιας 24χρονης, που έμελλε να γίνει ένας κρυφός –μαρτυρικός για τη ζωή του γολγοθάς όχι σαν του Χριστού, που ξέπλυνε τις αμαρτίες άλλων, αλλά ανομο24


ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ

λόγητος για την ψυχή και τη σάρκα του, που θα σήκωναν το σταυρό μιας –ηθικά– τυραννικής επιλογής. Να πνίξει το συναίσθημα, να μαστιγώσει τις ορμές και να πασχίσει να φέρει σε πέρας την πρώτη του επιλογή. Να κάνει τη Στογιάνκα γυναίκα τού Πετρή. Ψηλαφώντας η Δάφνη τη φουρτουνιασμένη του ψυχή τής ήρθαν στο νου και κάποιοι στίχοι του Μανόλη Αναγνωστάκη. Ψυχὴ τῆς ἀγάπης μου ἀλήτισσα Λεπίδι τοῦ πόθου μου ἀδυσώπητο Νικήτρα μονάχη τῆς σκέψης μου.

Ο μαγαζάτορας είπε στον Κόλιο λόγια πολύ καλά. Η Στογιάνκα ήταν η ομορφότερη μες στο χωριό. Η οικογένειά της πάμφτωχη, αλλά και τιμημένη. Ο Κόλιο δε στάθηκε στη φτώχια της. Μέτρησε γι’ αυτόν η ομορφιά και η τιμή της οικογένειας. Μεγάλη υπόθεση το ήθος για την εποχή σ’ αντίθεση με ήθη άλλων εποχών και μεγιστάνων, που τόσοι ζύγιζαν την τιμή στην πλάστιγγα, όπως τα προϊόντα... Η Δάφνη ξαφνιάστηκε, όταν της τόνισε η Αλμπένα ότι στα μέρη τους τα χρόνια του παππού οι γυναίκες έλεγαν σε όλα, χωρίς αντίρρηση, το «ναι». «Κεφάλι, Δάφνη μου, σήκωσε αργότερα η μάνα μου». «Δηλαδή;». «Οχ! Αν ήξερα να γράφω –σαν εσένα– βιβλίο θα έγραφα γι’ αυτήν την ιστορία». «Λέγε λέγε, Αλμπένα μου, γιατί σε λίγο θα μας πλακώσει ο σίφουνας». Ο Άγγελος πάλευε, με τη Μυρτώ κάτω στο δωμάτιό της, ένα παζλ τόσο μπελαλίδικο, που κάποια στιγμή τους ομολόγησε πως του έκανε η μικρή τις ώρες του πατίνι... Χαρούμενος ο Κόλιο, γιατί τον ζέσταναν αυτά, που άκουσε για τη Στογιάνκα, πήρε την απόφαση να βάλει το σχέδιο 25


ΦΟΝΗ ΡΕΠΟΥΛΗ

μπροστά. Είπε έτσι δυο λόγια τυπικά στη Μίτκα, τη γυναίκα του, εκείνη ξεροκατάπιε και έγνεψε το «ναι», κι άλλα δυο λόγια στο γιο του τον πρωτότοκο. Πήραν τη φαϊτόν και πήγαν στο Διάκοβο να συζητήσουν με της Στογιάνκα τους γονείς. Ο Πέτρο ανίδεος έβοσκε σ’ ένα λιβάδι απόμακρο τις προβατίνες του κι ονειρευόταν κουρέματα, αρμέγματα και γεννητούρια εύκολα, εκτός από την παντρειά... Τους υποδέχτηκαν με σεβασμό και δέος στο φτωχικό τους τα γονικά τής μορφονιάς. Δεν ήταν δα και λίγο τέτοιος αφέντης πλούσιος να τους ζητήσει να γίνει η κόρη τους γυναίκα του παιδιού του! Φούσκωσαν τα στήθια τους από χαρά και περηφάνια, γιατί πίστεψαν ότι θα ζήσει η κόρη τους αρχοντικά. Θ’ αφήσει πια πίσω της τη φτώχια, τη μιζέρια. Την ονειρεύτηκαν να φιγουράρει στην άμαξα. Αρχόντισσα. Επιφυλάχτηκαν στην πρώτη τη συνάντηση κι όρισαν μια δεύτερη να γνωριστούν και τα παιδιά. «Αποδώ και πέρα, Δάφνη, άρχισαν τα όργανα...». Ο Κόλιο, σίγουρος σχεδόν για την απάντηση και γρήγορος σ’ όλες τις αποφάσεις του, έστειλε έναν εργάτη να βρει τον Πέτρο πέρα από το Γκραντίνι σε κάποιο λιβάδι μακρινό. Κι έφυγε ο τσιράκ (δύστυχος) με μια καρότσα πολυκαιρινή, που πήγαινε δεν πήγαινε στην κάψα του καλοκαιριού, ψάχνοντας δυο μέρες σαν τρελός. Χάθηκε πολλές φορές σε μονοπάτια απέραντα μες στον «ξυρισμένο» κάμπο του σταριού, αναζητώντας ένα ξάγναντο, μια πράσινη πλαγιά, που θα ’βοσκαν τα πρόβατα. Με την ψυχή στο στόμα γύρισε μετά από δυο μέρες άπραγος και καταϊδρωμένος, για να εισπράξει από τον Κόλιο βουλγάρικη βρισιά ασήκωτη –ο δύστυχος– και βλέμμα καταφρόνιας. Εισέπραξε το «γκλου-πακ» (βλάκα) και γύρισε τρομαγμένος στο μαντρί, γιατί δεν ήξερε τι τον περιμένει. Ο γκλου-πακ τελικά τη γλίτωσε όχι όμως κι ο Κόλιο από το διαολογινάτι του... 26


ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ

Έτσι, η δεύτερη επιδρομή έγινε στο Διάκοβο αυτήν τη φορά από τον πεισματάρη τον παππού και συνοδό το γιο του τον πρωτότοκο, να φέρουν τη νύφη στο γαμπρό, «πεσκέσι» καλοκαιρινό, χωρίς την έγκρισή του. Η Δάφνη ρουφούσε, όσα άκουγε κι αρνιόταν να πιστέψει πως δε θα είχε βάλει το χέρι της κάπου κι η φαντασία, που την αποκαλεί «απόφοιτο του Πλάστη» και «γόνο του παραλογισμού και της υπεροψίας» η ρεαλίστρια αγαπημένη Δημουλά. Είπαν τελικά το «ναι» τα γονικά της κόρης. Κι απόμενε να κλείσει η πρώτη πράξη εκείνης της παράστασης με την εμφάνιση της ζωντανής πριγκίπισσας, της νύφης της μελλούμενης. Ψηλόλιγνη, με πρόσωπο εκφραστικό, που το στόλιζαν δυο βελουδένια μάτια, μαλλιά ολόμαυρα σαν τον έβενο, πυκνά πλεγμένα σε πλεξούδες, συνεσταλμένη κι άφωνη έδωσε η Στογιάνκα το χέρι της για να καλωσορίσει δύο άγνωστους, που ήρθαν να την πάρουν. Για πού; Για ποιον: Στο άγνωστο... Ν’ αφήσει μια ζωή –ναι– μίζερη, αλλά αγαπημένη και να παραδοθεί χωρίς τη θέλησή της στο πέλαγος μιας άδηλης... «Άραγε σκαρφίζεται πότε ο νους και πότε η φαντασία, που σπάζει κάποτε το φράγμα και τ’ ανέφικτου – να στήνουν μυθιστόρημα ή από μόνη της η ίδια η ζωή μέσα από τις αντιφάσεις της μοιάζει με μυθιστόρημα;». Είχε η Δάφνη ακουστά από τους δυο γονείς της, παππούδες και γιαγιάδες για ήθη και για έθιμα, για γάμους και για προξενιά, αλλά κάπου έπεφτε μια γνώμη, μια ματιά, έστω μια συγκατάθεση του ζευγαριού πριν φτάσουν και στα στέφανα. Αλλά εκείνο το ζευγάρωμα του Πέτρο και της Στογιάνκα τής θύμιζε μια φράση του παππού της του Μηνά, που ταίριαζε σε κείνη την περίπτωση κουτί. «Γουρούνι στο σακί» και για τους δυο. 27


ΦΟΝΗ ΡΕΠΟΥΛΗ

«Δάφνη μου» της είπε η Αλμπένα γελώντας σαν παιδί «δεν τα χωράει ο νους, αλλά της έτυχε της μάνας μου να μπερδευτεί και στο γαμπρό!». «Τι, άλλον της προξένεψαν και άλλον της πάσαραν;» απόρησε η Δάφνη. «Μου εξομολογήθηκε με πίκρα κάποτε πως άφησε τους γονείς της με καρδιά πολύ βαριά». Της είχαν πιπιλίσει το μυαλό πως ήταν τύχη να μπει σε σπίτι αρχοντικό. Ξεκίνησαν απ’ το Διάκοβο με του παππού την άμαξα πριν πέσει το σκοτάδι. Ο Κόλιο μπροστά για οδηγός και πίσω η Στογιάνκα με τον πρωτότοκο το γιο. Εκείνη απόμακρη με συστολή ούτε ματιά δεν έριχνε στο συνοδό. Περίμενε μια κίνηση απ’ αυτόν, μιας κι είχε την εντύπωση πως τη συνόδευε ο γαμπρός. Πού να το φανταστεί πως ο πραγματικός βρισκόταν ακόμη στο λιβάδι και θα έφτανε στο Γκραντίνι μετά από τρεις ημέρες –ανίδεος– για τη βιασύνη εκείνης της επιστροφής, που του σημάδεψε το ριζικό και τη ζωή του ως σήμερα. «Δάφνη, απίστευτη θα σου φανεί ίσως η ιστορία, αλλά έτσι παντρεύτηκε η μάνα τον πατέρα μου». Η θύμηση της μάνας της τής έφερε δάκρυ και λυγμό. Την έχει χάσει χρόνια. Το βλέμμα της σκοτείνιασε. Βυθίστηκε στη μνήμη εκείνης της απώλειας. Η Δάφνη την άφησε να ζήσει τη στιγμή, γιατί πίστευε πως η αναδρομή επαληθεύει την επιστροφή! Και πράγματι δε διαψεύστηκε. Σ’ ένα λεπτό την κοίταξε και τρυφερά της είπε: «Και τι δεν έχω να σου πω γι’ αυτήν την ηρωίδα...». «Τελικά την αγαπάμε την απώλεια» ψιθύρισε η Δάφνη. Κάπου δυο ώρες έκλεψαν οι θύμησες από το παρόν και άφησαν το στίγμα τους στη μια για όσα έζησε, στην άλλη για ξέχωρες καταγραφές. Κι ήταν σίγουρες κι οι δύο πως βρίσκονταν ακόμη στο ξεκίνημα. 28


ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ

«Αλμπένα, Αλμπενούλα μου το τέλειωσα» ξεφώνιζε καθώς ανέβαινε τα σκαλιά σαν παλαβό. Όρμησε στην αγκαλιά της, θριαμβολόγησε για την επιτυχία της και απαίτησε να πάνε γρήγορα ξανά στο δωμάτιό της. Εκεί της έδειξε η Μυρτώ την ηρωίδα αγαπημένου της παραμυθιού, που πρόβαλε μέσα από ένα συναρμολογημένο παζλ κατάχαμα. «Κοίτα το άτιμο» μουρμούρισε η μάνα της. «Εγώ παλεύω κάθε βδομάδα δίπλα στο προσκεφάλι της να της ανοίγω την πόρτα του παραμυθιού με το χρυσό γοβάκι και η Αλμπένα απολαμβάνει για κάθε τι το θρίαμβο...». Ο Άγγελος «τα πήρε στο κρανίο» φράση της σύγχρονης λαλιάς – ίδε Μπαμπινιώτη. «Βρε αθεόφοβη μου ’βγαλε την πίστη ώρες στην απομόνωση, να μη σου χαλάσω το μπλα μπλα και θέλεις και τα ρέστα;». «Άκου μπλα μπλα ο άσχετος! Πού να ήξερε πως άνοιξα παρτίδες με κάποιων Βουλγάρων τις γενιές, γιατί εν γένει η ζωή περίεργη, αδίστακτη, αλλά κάποτε κι απλοχέρα σού τείνει χέρι προσφοράς απρόβλεπτο κι οφείλεις ανταπόδοση...». Τη σκέψη της την πέρασε η Δάφνη με τρόπο γλυκό στον Άγγελο. «Αγάπη μου ξέρουμε κι οι δυο πολύ καλά το τι οφείλουμε στη μάνα μου και στη δική σου για της Μυρτώς το ντάντεμα, αλλά δε βρίσκεις πως ίσως είναι καρμικό αυτό το δέσιμο Αλμπένα και Μυρτώς;». «Δαφνούλα μου μαζί σου. Και τώρα εμείς τι κάνουμε;». Η Δάφνη λούφαξε στον καναπέ κοντά του. Φαινόταν κι αυτός κατάκοπος. Του χάιδεψε τρυφερά τα γκρίζα ολόσγουρα μαλλιά κι έγειρε στον ώμο του να ξαποστάσει ελληνικά... Έτρεξε χιλιόμετρα βουλγαρικά μαζί με την Αλμπένα και ένιωσε και τούτη τη φορά τη σιγουριά, όπως κάθε φορά, που έγερνε στον ώμο του, απανεμιά. 29


ΦΟΝΗ ΡΕΠΟΥΛΗ

Κάπου κάπου ξυπνούσαν τα φεμινιστικά της κι άκουγε ο Άγγελος παράπονα καταβολών, δικών της πεποιθήσεων, δικών του παραλείψεων κι ό,τι προέκυπτε μετά τη γέννα της Μυρτώς. Ο έρωτας του Άγγελου ήταν κεραυνοβόλος. Της Δάφνης ωρίμαζε με τον καιρό. Τα ενδιαφέροντά τους πέρα από τη δουλειά τους πολλά και με ιδιαιτερότητες. Ο Άγγελος χωρίς υπερβολή είχε πάθος με τη μοντέρνα μουσική κι η Δάφνη με τ’ ανάγνωσμα. Εκείνη θεατρόφιλη, εκείνος της οθόνης! Εκεί έπεφτε συμβιβασμός με θύτες και με θύματα. Παρών συχνά και ο ψιλοκαυγάς για πράγματα καθημερινά, ασήμαντα, αλλά που φθείρουν την ανοχή και αντοχή για να τα βγάλεις πέρα στα σημαντικά. Όμως σπάνια διαφωνούσαν στων φίλων τις επιλογές και στα καλά φαγάδικα! Η Δάφνη λαγοκοιμόταν προσγειωμένη μες στην αγκαλιά του Άγγελου, όταν τους βρήκε η κόρη τους μαζί με την Αλμπένα, περίπου γύρω στις 9. Τους χάλασε τη στιγμή το δίδυμο. Η μικρή ψιλοζηλεύοντας λούφαξε ανάμεσά τους. Όσο για την Αλμπένα τούς άφησε να ζήσουν ό,τι εκείνη δεν αξιώθηκε να ζήσει για χρόνια, σε χρόνια πέτρινα στην πατρική της γη, στα δέκα χρόνια γάμου της.

30


Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΟΓΙΑΝΚΑ

Ο Πέτρο κι η Στογιάνκα, μετά την παντρειά τους, έμειναν

για χρόνια στο χωριό. Εκεί έστησαν σιγά σιγά το πρώτο σπιτικό τους. Εκεί έφεραν στη ζωή τα τρία τους παιδιά. Τις κόρες τους, που τις μεγάλωσαν μ’ αγάπη και τρυφερότητα ξεχωριστή. Ο Πέτρο ήρεμος, πάντα καλοσυνάτος και στη δουλειά ακούραστος. Η Στογιάνκα υπήρξε ως σύντροφος μοναδική και μάνα υποδειγματική. Αλλά συνέβησαν τόσα πολλά σ’ εκείνα τα χρόνια τ’ άχαρα, τα βασανιστικά. Δεν είχε ποτέ αντιληφθεί του πεθερού της τον καημό... Έμαθε γι’ αυτόν μετά το θάνατό του, διαβάζοντας σελίδες πύρινες απ’ ένα κιτρινισμένο δικό του ημερολόγιο, που έπεσε ευτυχώς –τυχαία– στα χέρια τα δικά της. Και δεν αρνήθηκε ποτέ πως ένιωσε συγκλονισμένη από την αποκάλυψη. Την κράτησε σε μια θυρίδα της ψυχής ερμητικά κλεισμένη ως τα γεράματά της. Σοφά, να μην αφήσει πίσω της σκιές, για εικασίες απ’ τα παιδιά της άδικες. Εκείνος πόνεσε και πλήρωνε, ποιος ξέρει πόσα χρόνια, που ζούσε ίσως –φαινομενικά– αδιάφορος κοντά τους και απόμακρα. Την έβλεπε να είναι τόσο χαρισματική, αλλά να ζαχαρώνει μόνιμα στην αγκαλιά του γιου του. Εκείνη πάλι –σαν έμαθε– ένιωθε ταραχή στη σκέψη πως, αν ήξερε τότε, μια αδέξια κίνηση μπορούσε να προκαλέσει 31


ΦΟΝΗ ΡΕΠΟΥΛΗ

συμφορά. Για τούτο μακάριζε πολλές φορές την τύχη της. Ακόμη κι όταν έκαμε εξομολόγηση βαθιά στην έκπληκτη Πριν από χρόνια έπεσε το καθεστώς στη αφήνοντας Αλμπένα, παρακαλώντας την ποτέ ναΒουλγαρία, μη φτάσει στου παπίσω του για τους πολλούς, οργή και καταφρόνια. Η Αλμπένα, ανάτέρα της τ’ αυτιά μια τέτοια μαρτυρία. μεσα στο πρώτο κύμα των μεταναστών, φτάνει στην Ελλάδα για Αφότου εγκαταστάθηκε η Στογιάνκα μόνιμα με τοννα εργαστεί βοηθήσει αγαπημένα πρόσωπα, που έσβηνε έμειναν ένα πίσω Πέτροκαι στοναχωριό ένιωθε σαν κατάδικη, γιατί να κρυφό προσδοκούν... Γη της Επαγγελίας φάνταζε η χώρα μας για όσους της όνειρο. Να ζήσει κι αυτή τις χάρες και τις χαρές τους κυνηγούσε της πόλης. η απόγνωση... «Αχ! τρυφερή Στογιάνκα» Δάφνης. «Τό-κι Η Αλμπένα συνάντησε τη Δάφνη σετης μιαξέφυγε στιγμή,της που αναζητούσε τε φλεγόταν ο ντουνιάς κι μεμέστωνε το μεράκι Να ζήσεις αυτή φυγή απ’ αδιέξοδα... Η εσύ σχέση μεσου... τον καιρό. Κι όσο μια πόλη! Τότε, που εξουσίαςμορφές είδωλααπό μοίραζαν τη γη και τιςσε έφερνε κοντά, ξαναζωντάνευαν παλιότερες γενιές, που στάθηκαν καταλύτες για τη ζωή των νεότερων. Κι ως ήταν φυέπαιζαν στα ζάρια τύχες και αδιέξοδα λαών, σαν να ήταν σικό ήρθαν στο φως βιώματα, συγκρούσεις και ανατροπές. Έρωτες τσιφλίκια τους...». μυστικοί κι άλλοι κεραυνοβόλοι, που στέριωσαν ή ρήμαξαν δεσμούς «Δάφνη μου γιατί παραξενεύεσαι; Έτσι γινόταν τόκαιτε». σπιτικά. Μόχθος, καημοί γι’ απώλειες, γάμοι και γεννητούρια, ταξίδια και ξενιτεμοί. Γητειές της ελληνικής ως και της «Και τότε και πριν και της απόφύσης καταβολής του κόσμου ΑλΜαύρης Θάλασσας. Ταύτιση κι αποκλίσεις δύο λαών μέσα από ήθη μπένα μου. Οι μοιρασιές θυμίζουν –διαχρονικά– παρτίδες κι έθιμα κι ιστορικές αναδρομές. το απαύγασμα: Το συναπάντη­ άπληστων κι αδίστακτων στοΚαι σκάκι... Σε μια παρτίδα παίμα δύο γυναικών έγραψε ιστορία μέσα απ’ το φως, που σκόρπισε η χτηκε το βιος και του παππού σου. Τότε που το καθεστώς παρουσία δυο παιδιών... σάς έκανε να νιώθετε επί δεκαετίες πιόνια. Έτσι δεν είναι Αλμπένα μου;». Η συγγραφέας με λόγο μεστό και τρυφερό, καταφέρνει να σηματοδοτήσει μια πορεία,«Ε! που Ναι. έμελλεΤότε να σταθεί ορόσημο γιαεποχή δύο γυναίκες. Μιας Αθηναίας αστής τα ’χασε την τού Ζίβκοφ. Αλλά...». και μιας Βουλγάρας μετανάστριας. «Όχι, αλλά... Με τα μυαλά τού τότε κι όχι με τα μυαλά τουτους σήμερα θα μου μιλάς» αντέδρασε η Δάφνη. Παρά προβληματισμούς, τις αναστολές και τις τόσες αντιφάσεις, στη δια­ «Είναι η αλήθεια πως λίγα κατάφερε να περισώσει μετά δρομή θα καταφέρουν να χτίσουν μια σχέση, που θ’ αντέξει στις προκλήσεις τής από περιπέτειες Κι αυτά πρόσφερεδέσιμο στα δύο τρία διαφορετικότητας και θα πολλές. τις μετουσιώσει σε ένατα συναρπαστικό δια­ παιδιάκόσμων... του στο Ντόμπριτς. Απ’ ένα σπίτι ανθρωπινό με φορετικών δρόμο ιδιόκτητο!». Απ’ το ’47 έως το ’59 ο Πέτρο και η Στογιάνκα πέρασαν χρόνια αβάσταχτα. Τα έσοδα ελάχιστα για ν’ αναθρέψουν τρία παιδιά απανωτά. Ο Πέτρο ένιωθε γιος πάντα αδικημένος, αλλά περήφανος για τη συντρόφισσά του και για τις κόρες του τις λατρευτές. Νοικοκυρά και χρυσοχέρα, αλλά 32


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.