Άγγελοι με γαλήνεψαν - Κωνσταντίνα Σανδάλη - Εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

Κωνσταντίνα Σανδάλη

Άγγελοι με γαλήνεψαν Μυθιστόρημα


ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΗΝΕΨΑΝ Κωνσταντίνα Σανδάλη Διορθώσεις: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Εποπτεία έκδοσης: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Μακέτα εξωφύλλου: Κατερίνα Φωτιάδη © Copyright: Εκδόσεις «Ιωλκός» & Κωνσταντίνα Σανδάλη Ιούλιος 2010 Α΄ Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»

• Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr

www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-582-4


ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΗΝΕΨΑΝ



ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΑΝΔΑΛΗ

ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΗΝΕΨΑΝ

Μυθιστόρημα

ΙΩΛΚΟΣ



Είναι φίλη, είναι αδερφή. Βασιλική Αγγελοπούλου το όνομά της. Το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο σε κείνη. Στην υπομονή της, στην κατανόηση και στα δάκρυα που ξόδεψε διαβαίνοντάς το σελίδα σελίδα. Με πίστη και υποστήριξη με συντρόφεψε σε αυτήν την προσπάθεια. Με αγάπη με τύλιξε τις στιγμές που πίστευα πως δεν είχα άλλο να δώσω. Μείνε μαζί μου φίλη μου. Στα απλά και περίπλοκα ταξίδια που θα σε πάω. Μείνε δίπλα μου, όπως κάνεις μέχρι τώρα. Μείνε κι εσύ γλυκιά μου Ασπασία Βασιλείου. Με το μένος σου αμείωτο και τη διεισδυτική σου ματιά τόσο απαραίτητη. Τη στήριξη και την πίστη σου σε μένα. Η μοναδικότητά της έδωσε ένα τέλος στο βιβλίο μου, μια φράση που είναι όλη μα όλη δική της: «Ο Άρης που δεν έφτασε ποτέ». Σας λατρεύω και τις δυο σας. Είναι δικό σας τούτο το βιβλίο γιατί σαν «΄Αγγελοι» σταθήκατε δίπλα μου.



1

Αυτό το βιβλιοπωλείο είναι ό,τι καλύτερο μου συνέβη. Ανοίγω την πόρτα κάθε πρωί και με κατακλύζει η μυρωδιά των ανέπαφων βιβλίων. Η μυρωδιά της αναμονής. Κάθε μέρα διασχίζω τους στενούς διαδρόμους με τα ράφια και βλέπω κάποιο καινούργιο βιβλίο να με αναζητά να το βγάλω από τη σκόνη του. Ταξίδια, όνειρα, πάθη, στο πέρασμα του χρόνου έχουν μείνει ανέπαφα, περιμένοντας. Σκηνοθέτης κάθε φορά μοιράζω τους ρόλους. Αναγνωρίζω την ανάγκη τους. Τις κραυγές που θέλουν να βγάλουν. Σιωπηλά να χαθούν σε αδιέξοδα άλλων. Να κοιμηθούν με όνειρα που δε θα έκαναν ποτέ μόνα τους.

Το κτίριο ήταν πολύ παλιό. Σπίτι μιας ηλικιωμένης. Μου το πούλησε σε πολύ καλή τιμή όταν έμαθε γιατί το ήθελα. Μονοκατοικία επιβλητική με ψηλά, στενά ξύλινα παράθυρα. Άβαφο για αιώνες, απεριποίητο κι όμως δεν είχε χάσει καθόλου από την αίσθηση μιας άλλης εποχής όπου ανήκε. Πέρασα τυχαία αποκεί, ήταν απόγευμα. Άκουσα μια


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΑΝΔΑΛΗ

γυναίκα να τραγουδά. Πλησίασα πιο κοντά. Το αναμμένο φως εμπρός στην είσοδο, έδινε μια ζεστασιά και μια εικόνα της, τόσο γοητευτική. Το τραγούδι θλιμμένο, ρομαντικό, στολισμένο με λόγια όμορφα αγάπης, νοσταλγίας, χωρισμού. Στεκόμουν κρυμμένη πίσω από το δέντρο, την άκουγα και την έβλεπα ντυμένη με νότες. «Τι όμορφη» σκέφτηκα. Φαινόταν αρχόντισσα έτσι καθισμένη στην κουνιστή καρέκλα, να λικνίζεται με τους ρυθμούς της. Τυλιγμένη με την πλεκτή λευκή ζακετούλα της, γευόταν τη δροσιά τής νύχτας. Έφυγα γεμάτη από την εικόνα που αντίκρισα. Την επόμενη μέρα πήγα ξανά. Χτύπησα την πόρτα της, αλλά δε μου άνοιξε κανείς. Το ήθελα αυτό το σπίτι. Το ήθελα να στεγάσει εμένα και τα όνειρά μου. Πέρασαν δύο εβδομάδες και δεν μπορούσα να τη βρω. Ήμουν σίγουρη ότι κάτι είχε συμβεί. Εγκατέλειψα τις προσπάθειες, όχι όμως και τους περιπάτους μου προς τα εκεί. Ένα απόγευμα, άκουσα και πάλι το τραγούδι της. Χωρίς να το σκεφτώ λεπτό πήγα να της μιλήσω. Με καλοδέχτηκε, μου πρόσφερε γλυκό του κουταλιού, μου χαμογελούσε συνεχώς. Τη ρώτησα γιατί δεν μπορούσα να τη βρω. Μου είπε πως ήταν σ’ έναν ανιψιό της. Ήθελε να περάσει λίγο καιρό μαζί του. Της εξομολογήθηκα πως μου έκανε εντύπωση πώς με καλοδέχτηκε, λες και με γνώριζε χρόνια. Μου απάντησε πως μπορεί και να με ήξερε. 10


ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΗΝΕΨΑΝ

Επιφυλακτικά τη ρώτησα εάν πουλά το σπίτι. Αναρωτήθηκε γιατί το ήθελα. Ήθελα να το γκρεμίσω για να κτίσω άλλη μια απρόσωπη πολυκατοικία; Της απάντησα πως δεν είχα κανέναν τέτοιο σκοπό. Ένα βιβλιοπωλείο, ένα όνειρο, ένα σπίτι ήθελα. Ένα κτίσμα από άλλη εποχή θα με χωρούσε μόνο. Γύρευα ένα κτίριο με ιστορία. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να έχει την ωριμότητα; Κάθισα μέχρι αργά. Με ρώτησε εάν μπορούσα να πάω την επόμενη μέρα να τακτοποιήσουμε την πώληση. «Ναι» της απάντησα με χαρά και την καληνύχτισα. Ανυπομονούσα να ξημερώσει. Ξύπνησα το πρωί με λαχτάρα. Πήρα το αυτοκίνητο. Την πήρα και πήγαμε στο συμβολαιογράφο. Τη ρώτησα πού θα έμενε. Έκπληκτη διαπίστωσα πως απλώς θα έφευγε χωρίς να έχει αποφασίσει πού θα πάει. Μου είπε να μην ανησυχώ για εκείνη. Σ’ ένα συμβολαιογραφικό γραφείο τελείωνε μια ιστορία και ξεκινούσε μια άλλη. Γενναία κρατούσε τα δάκρυά της να μην κυλήσουν. Τα έκλεινε μες στις σιωπές του τέλους, που κρατιόνταν από μια υπογραφή. Αμήχανη την κοιτούσα, δεν ήξερα τι να κάνω. Της χαμογελούσα τρυφερά, της επιβεβαίωνα πως τις αναμνήσεις της θα τις κρατούσα. Της έγνεφα όλο κατανόηση για τη γενναιότητα που έδειχνε. Η υπογραφή στο τέλος της κόλας, ήταν το δικό της τέλος. Η δική μου αρχή! Την αγκάλιασα, τη φίλησα, τη χάιδεψα. Αυθόρμητα της ζήτησα να μείνει λίγο καιρό μαζί μου. Στην αρχή μου απάντησε αρνητικά, την παρακάλεσα. 11


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΑΝΔΑΛΗ

Φύγαμε για το σπίτι. Στο δρόμο ήταν πολύ σιωπηλή. Δεν τόλμησα να την ενοχλήσω. Δεν τόλμησα να τη βγάλω από τις σκέψεις της. Φτάνοντας διαπίστωσα το δισταγμό της να βγει από το αυτοκίνητο. Δε μίλησα καθόλου, πήγα απλώς και άνοιξα την πόρτα της. Κοιτούσε το σπίτι της αμήχανα. Κάποια στιγμή γύρισε και με ρώτησε εάν θα κοιμόμουν εκεί. Όχι απόψε, της απάντησα. Θα έρθω αύριο πρωί. Την χαιρέτησα κι έφυγα. Την υπόλοιπη μέρα μου την πέρασα με τη σκέψη της. Περνούσε τις τελευταίες μέρες της εκεί. Τι ιστορία να φυλούσε αυτό το σπίτι; Τι πύλες κρατούσε πεισματικά αυτή η γυναίκα; Πήγα στην κοντινότερη βιβλιοθήκη. Με ξεκούραζε από τις σκέψεις μου η ησυχία της. Καταφύγιο για τους προβληματισμούς μου ήταν πάντα. Έκανα τη βόλτα μου στους γνώριμους διαδρόμους της. Άπλωνα τα χέρια μου στα βιβλία της. Περίμενα να μου φανερωθεί το κατάλληλο. Εκείνη τη μέρα δε μου δόθηκε ούτε ένα σημάδι. «Με εγκατέλειψαν» ψιθύρισα. «Με εγκατέλειψαν...». Φεύγοντας έπεσε η ματιά μου σ’ ένα ανοιχτό βιβλίο που ήταν επάνω στο γραφείο της εισόδου. Μια φωτογραφία ενός πίνακα του Μονέ. Εκείνο το συγκεκριμένο που λατρεύω, το γεμάτο λουλούδια, το γεμάτο χρώματα. Πήρα το σημάδι μου, χαμογέλασα και έφυγα. Σηκώθηκα γύρω στις επτά. Με ανυπομονησία ντύθηκα και ετοιμάστηκα να πάω να τη δω. Χτύπησα το κουδούνι της. 12


ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΗΝΕΨΑΝ

— Καλημέρα κορίτσι μου, πώς ξημέρωσες; — Καλημέρα. Πολύ καλά, εσείς; — Έλα, σου έχω φτιάξει καφεδάκι. Βγήκαμε στην μπροστινή βεράντα. Το άρωμα από τις γαρδένιες της μεθυστικό. Ο ίσκιος από τα δέντρα που την σκέπαζαν δεν άφηναν τον ήλιο να τρυπώσει. Μια ηρεμία σε κατέκλυζε κοιτώντας γύρω σου. Οι γλάστρες της είχαν μια γοητεία έτσι που ήταν η μια δίπλα στην άλλη. Με διαφορετικά χρώματα βαμμένες καθόριζαν και τον καιρό που ήταν εκεί. Το κόκκινο πρέπει να ήταν πρόσφατο, γυάλιζε επιδεικτικά. Το πράσινο ήταν το πιο παλιό, ξεθωριασμένο στο πέρασμα του χρόνου, ανακατεμένο με το κεραμιδί. — Λοιπόν, κορίτσι μου, ποιος σου έδωσε αυτό το όνομα; Δεν είναι συνηθισμένο. Ερμιόνη! — Το πήρα από μια πολύ καλή φίλη της μητέρας μου. Την είχε ξεγεννήσει σ’ ένα φιλικό σπίτι. Ήμουν πολύ ανυπόμονη να έρθω σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν είχα καν την ευγένεια να περιμένω να γυρίσει ο πατέρας μου από το ταξίδι του. Βγήκα τόσο μικρούλα, με το ζόρι έπαιρνα ανάσα. Η μητέρα μου φοβήθηκε ότι δε θα ζήσω. Η φίλη της μας πήρε και μας πήγε στο νοσοκομείο. Δύο μήνες με κράτησαν εκεί. — Ο πατέρας σου τι δουλειά έκανε; — Ναυτικός, έλειπε συνέχεια. Δεν τον έβλεπα σχεδόν καθόλου. Δε μου έλειπε σχεδόν καθόλου. Προτού φτάσει στο σπίτι επικρατούσε μια αναταραχή. Η μητέρα μου έτρεχε μέρες πριν να πάρει τα πάντα. Να του φτιάξει τα φαγητά που του άρεσαν, να περιποιηθεί τον εαυτό της, να του φανεί όμορφη. Όταν έφτανε στην πόρτα μας ήταν η 13


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΑΝΔΑΛΗ

καλύτερη στιγμή για μένα. Τα χαμόγελα, οι αγκαλιές, τα χάδια που μας χάριζε. Τρέχαμε να τον περιποιηθούμε. Το νερό του, το φαγητό του, το ποτό του. Όταν έφευγε ήταν το χειρότερο για τη μητέρα μου. Όλο έκλαιγε. Για μένα δεν ξέρω πώς ήταν. Ίσως να το είχα συνηθίσει, μεγάλωσα έτσι εξάλλου – με την απουσία του να είναι πιο αισθητή από την παρουσία του. — Ερμιόνη! Πού βρίσκονται οι γονείς σου τώρα; — Στα δεκατέσσερα με άφησε η μητέρα μου στη φίλη της την Ερμιόνη. Είχε κανονίσει να την πάρει μαζί του ο πατέρας. Το ταξίδι αυτό θα ήταν σύντομο. Μόνο τρεις μήνες. Το καράβι έπεσε σε πολύ άσχημη καταιγίδα κοντά στις Αζόρες. Γλίτωσαν μόνο δέκα άτομα από τα σαράντα του πληρώματος. — Τι λες κορίτσι μου! — Μου φάνηκε σαν ψέμα τότε. Δεν το είχα πιστέψει. Απλά είπα στον εαυτό μου, ότι το ταξίδι τους θα διαρκέσει χρόνια. — Τώρα πώς νιώθεις; — Με αναμνήσεις διώχνω την απουσία τους. Τους κουβαλώ μέσα μου με αγάπη. Τις πέρασα τις τρικυμίες μου. Το θυμό, την αγανάκτηση. Μην ξεχνάς, πως μεγάλωσα μες στην απουσία. — Αργότερα τι έκανες; — Μου άφησαν μια μεγάλη περιουσία. Οι θείοι μου μάχονταν ποιος θα με κρατήσει. Η μητέρα μου, όμως, είχε κάνει μια χειρόγραφη διαθήκη που ανέφερε ότι αν τους συνέβαινε οτιδήποτε, άφηνε την κηδεμονία μου στη φίλη της την Ερμιόνη. Έτσι μετακόμισα στην Ερμιόνη. Με το δικό 14


ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΗΝΕΨΑΝ

μου δωμάτιο, με το δικό μου μπάνιο. Η φίλη της μητέρας μου ήταν ευκατάστατη. Έβγαλα το λύκειο με δεκαεννέα. Πέρασα στη Φιλοσοφική Αθηνών. Τα χρόνια στη σχολή ήταν όλο ξεγνοιασιά. Με τη συγκάτοικό μου τη Βασιλική περάσαμε πολύ όμορφα. Τελειώσαμε μαζί. Ήταν το στοίχημά μας, να νικήσει η καλύτερη. Με νίκησε βέβαια, αλλά δε με ένοιαξε καθόλου. Η διαδρομή αυτή μαζί της και ο ανταγωνισμός ήταν ό,τι καλύτερο βίωσα ποτέ μου. — Μετά παιδί μου τι έκανες; Γιατί δεν είσαι μια καθηγήτρια σε κάποιο Λύκειο και θες να ανοίξεις βιβλιοπωλείο; — Αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Αφορά κάποιον άλλον καφέ, κάποιο άλλο πρωινό. Τώρα θα γυροφέρω το σπίτι να δω τι του χρειάζεται. Εσύ πέρνα τη μέρα σου όπως την περνούσες. Σηκώθηκα και πήγα στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Έμεινα έκπληκτη. Ένα περιβόλι με όλα τα καλά με προϋπάντησε. Τι μεράκια τα κάνουν αυτά; Τι μοναξιές τα δημιουργούν; Κοίταξα τους τοίχους και τα παράθυρα. Ένα καλό βάψιμο θα ήταν ότι χρειαζόταν. Άρπαξα το κινητό μου. — Καλημέρα καλή μου! Τι κάνεις; — Καλημέρα. Πάλι πρωί πρωί με θυμήθηκες; Δεν υπάρχει για σένα μια φυσιολογική ώρα να με πάρεις; Αυτή είναι η Βασιλική μου. Άγαρμπη στο πρωινό της ξύπνημα. Ποιο πρωινό δηλαδή; Δέκα είναι η ώρα. Πάντα ήταν δύσκολη στο να ξυπνήσει. Το μεγάλο πρόβλημά μου στη σχολή. Με κατσάδιαζε με κλειστά μάτια. Με άγχωνε τρελά όταν μας πίεζε η ώρα για το μάθημα. 15


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΑΝΔΑΛΗ

Με τον καφέ στο χέρι και την κακοκεφιά φορεμένη στο πρόσωπο, άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ευτυχώς στα μισά τής διαδρομής συνερχόταν και έλεγε και καμιά καλημέρα. — Έλα Βασιλική. Μην γκρινιάζεις. Πάρε τον αδελφό σου. Τον θέλω να έρθει. Αγόρασα ένα σπίτι. — Τι έκανες λέει; Πότε έγινε αυτό; Εγώ πού ήμουν; — Κοιμόσουν ως συνήθως! — Άλλο τίποτα θα ακούσω πρωί πρωί; — Ξύπνα κι έλα. Σου στέλνω τη διεύθυνση με μήνυμα. Με κάνει και χαμογελώ πάντα. Με κάνει χαρούμενη με όποια ατάκα κι αν πετάξει αυτή η γυναίκα. Φίλη, φίλη μου! Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι αυτό το σπίτι το είχα δει μόνο απέξω, και το αγόρασα! Με έπιασαν τα γέλια. Να προλάβω να το δω γιατί αν έρθει η Βασιλική και καταλάβει ότι δε γνωρίζω καν το εσωτερικό του, θα μου τα σούρει για τα καλά. Σκέψου, λέω στον εαυτό μου, από την περιέργειά της δε θα έχει πιει καν καφέ. Βασιλική χωρίς καφέ; Χριστέ μου, εγώ με ηρεμιστικό μετά! Μπήκα στην κουζίνα. Πράσινο πολύ ανοιχτό βαμμένη. Το ψηλό ταβάνι έκανε το μακρόστενο δωμάτιο να φαίνεται μεγαλύτερο από ό,τι ήταν. Τα ντουλάπια ξύλο μασίφ σε πολύ σκούρο χρώμα. Ο νεροχύτης μαρμάρινος λευκός. Ένα ψυγείο διέκοπτε τον πάγκο. Επάνω του, όλα τα απαραίτητα μιας κουζίνας. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν τα βάζα του καφέ και της ζάχαρης. Γυάλινα, διάφανα σκεπάζονταν από ένα στρογγυλό πλεκτό κάτω από το καπάκι τους. 16


ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΗΝΕΨΑΝ

Το τραπέζι της μικρό, για δύο άτομα φτιαγμένο. Στη μέση του δωματίου τοποθετημένο, με βάζο στο κέντρο γεμάτο από φρεσκοκομμένα τριαντάφυλλα. Το διέσχισα κατά μήκος και βγήκα απέναντι από την κύρια είσοδο σ’ ένα αρκετά μεγάλο χολ με έπιπλα πολύ παλιά. Στο κέντρο δέσποζε ένα τραπέζι στρογγυλό χωρίς καρέκλες. Δεξιά μου ξεπρόβαλε ένα τεράστιο δωμάτιο. Το κυρίαρχο στοιχείο του ένα τζάκι, από το πάτωμα να αναβλύζει μέχρι το μισό ύψος του δωματίου. Χωρούσες άνετα ολόκληρος μέσα του. Εκείνο όμως που ήταν εκπληκτικό σ’ αυτό το τζάκι ήταν οι κολόνες που είχε αριστερά και δεξιά. Πέτρα σκαλισμένη με όμορφα λεπτά κλαδιά, φύλλα και διακριτικά λουλούδια το στόλιζαν. Στο τελείωμά του σχηματιζόταν ένα πρόσωπο σκυμμένο, να κοιτά προς την εστία του τζακιού. Ένας πίνακας στην κορυφή του έδινε μια ευχάριστη νότα με την τεράστια χρυσαφή κορνίζα του. Μια γυναίκα ατένιζε τον κήπο της. Πανέμορφη, επιβλητική, σκεφτική. Ρομαντική φιγούρα με κατάλευκο φόρεμα όλο δαντέλα. Δίπλα από το τζάκι υπήρχαν μεγάλα, στενά παράθυρα. Στολισμένα με πλεκτές κουρτίνες που πάνω τους υπήρχαν παραστάσεις από αγγέλους να χορεύουν. Πιο εκεί μια βαριά τραπεζαρία, σκαλισμένη στο χέρι, στολισμένη. Οι καρέκλες σκαλισμένες, ντυμένες με βελούδο κόκκινο και χρυσαφί, συμπλήρωναν το χειροποίητο σύνολο. Μπροστά από μια οβάλ τζαμαρία με τεράστιο περβάζι, τα φυτά έδιναν μια ξεχωριστή αίσθηση. Φάνταζε στα μάτια μου εκείνη τη στιγμή σαν σκηνικό από έργο εποχής. Διέσχισα το δωμάτιο. Δύο καναπέδες αντικριστά, μπρο17


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΑΝΔΑΛΗ

στά από το τζάκι, περίμεναν να ανάψει η φωτιά, να φιλοξενήσουν με τη ζεστασιά του πορφυρού τους χρώματος βράδια μοναδικά. Απέναντι είδα μια πόρτα. Την άνοιξα και βρέθηκα σ’ ένα άλλο μεγάλο δωμάτιο. Τέσσερα παράθυρα ολόγυρα σκόρπιζαν το γλυκό τους φως επάνω σ’ ένα κλεισμένο πιάνο. Με φωτογραφίες και μεγάλα κηροπήγια στολισμένο. Μαύρο, γυαλιστερό περίμενε τον καλλιτέχνη να το ζωντανέψει. Βιβλιοθήκες ολόγυρα στους τοίχους. Δεν ήταν γεμάτες βιβλία, αλλά ήταν πανέμορφες έτσι σκούρες που δέσποζαν μες στο χώρο. Το βλέμμα μου έπεσε επάνω σ’ ένα άλμπουμ. Μου έκανε εντύπωση το δέσιμό του. Δέρμα έντυνε το παχύ χαρτόνι. Επάνω του ήταν κολλημένες πέτρες μικρές, άσπρες, μαύρες, εκείνες που σμιλεύει η θάλασσα. Ακανόνιστα τοποθετημένες χωρίς να φανερώνουν κάποια εικόνα. Μια φαρδιά κόκκινη κορδέλα το έκλεινε με το φιόγκο της στο πλάι. «Ποιο μυστικό να κρύβει άραγε; Ποια ιστορία αρχίζει και τελειώνει στα σπλάχνα του; Κλεισμένο» λέω στον εαυτό μου. «Ερμητικά κλεισμένο». Έφυγα διασχίζοντας το μεγάλο χολ και πήγα στο άλλο δωμάτιο. Όταν άνοιξα την πόρτα το βλέμμα μου έπεσε σ’ έναν τεράστιο πολυέλαιο. Μασίφ το σίδερό του, κρεμόταν με χοντρές αλυσίδες από το ψηλό νταβάνι. Τα κρύσταλλα που το διακοσμούσαν, μεγάλα δάκρυα, έσταζαν στο κενό. Ένα στρογγυλό τραπέζι κάτω του. Με πλεκτή δαντέλα στρωμένο κι ολόγυρά του τέσσερις καρέκλες σκαλιστές. Πιο εκεί άλλη πόρτα. Την άνοιξα και βρέθηκα μεμιάς 18


ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΗΝΕΨΑΝ

στα σκοτάδια. Περίμενα λίγο να συνηθίσουν τα μάτια μου. Διέσχισα το δωμάτιο και έσυρα τη μεγάλη βαριά κουρτίνα για να ανοίξω το παράθυρο. Τεράστιο το δωμάτιο τούτο. Με κρεβάτι ψηλό, ουρανός να το σκεπάζει. Υφάσματα έπεφταν από τις όρθιες κολόνες του. Αέρινα κυμάτιζαν με την είσοδο του αέρα. Μαξιλάρια στόλιζαν το κεφαλάρι του. Λευκά, δαντελένια με σχέδια μιας άλλης εποχής. Δίπλα στο παράθυρο δέσποζε ένα σκαλιστό έπιπλο. Με τα συρτάρια του όλο πρόκληση από την ομορφιά που χάριζαν στα μάτια μου. Ο καθρέπτης ένα έργο τέχνης. Μια μπαλκονόπορτα. Με ροδακινί χοντρές κουρτίνες ακολουθούσε. Την άνοιξα και βρέθηκα σ’ ένα μπαλκόνι στο πλάι του σπιτιού. Δε φαινόταν από την πρόσβαση στην είσοδο. Κρυμμένο όπως πρέπει να είναι σε μια κρεβατοκάμαρα. Στολισμένο με πρασινάδες που είχαν αναρριχηθεί σε μια πέργολα προς την πλευρά τής εισόδου και συνέχιζαν την πορεία τους στους ψηλούς τοίχους. Πετούνιες έδιναν χρώμα. Το μακρόστενο σιδερένιο τραπέζι με τις ασορτί καρέκλες έδενε άψογα με το όλο ύφος της βεράντας τούτης. Μπήκα μέσα. Κάθισα στο υπέροχο σκαμπό. Κοίταξα γύρω μου. Τι υπέροχο χρώμα στους τοίχους. Σάπιο μήλο, μια ηρεμία χάριζε, μια γαλήνη στο νου. Θεέ μου, διαπίστωσα πως η γυναίκα τούτη δεν ήταν τυχαία. Όλο αυτό που αντίκριζα, προσεγμένο με ρομαντισμό φτιαγμένο. Οι πίνακες, αριστουργήματα. Δεν τους είχα ξαναδεί από γνωστό καλλιτέχνη. Με την ίδια γυναικεία φιγούρα όλοι 19


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΑΝΔΑΛΗ

τους. Από δωμάτιο σε δωμάτιο μια διαφορετική εικόνα της. Ναι! Μια ζωγραφιά της ίδιας, να περιφέρεται από θέμα σε θέμα. Με μια εντυπωσιακή απλότητα να αποκαλύπτει τις διαθέσεις της. Άλλοτε με ντροπαλά χαμόγελα στόλιζε κήπους. Άλλοτε με έρωτα ατένιζε τον ουρανό. Με δάκρυα πότιζε τα λουλούδια της. Με παιδικότητα κοιμόταν ανάμεσα στα τεράστια μαξιλάρια της. — Τι κάνεις κορίτσι μου; Αυτό το δωμάτιο ήταν και είναι το αγαπημένο μου. Αν και εδώ και χρόνια δεν το πλησιάζω. Προτιμώ να κοιμάμαι στον καναπέ δίπλα στο τζάκι. Γι’ αυτό το βλέπεις έτσι περιποιημένο. — Τι σε έκανε και πούλησες ένα τέτοιο σπίτι; — Άκου κορίτσι μου, αυτή είναι μια ιστορία ζωής. Αφορά μια άλλη στιγμή κι όχι αυτή! Μου έγνεψε με χαμόγελο. Της το ανταπόδωσα. Τι να έκανα εξάλλου με είχε πληρώσει με τις ίδιες μου τις κουβέντες. Σε αναμονή την άφησα, με μυστήριο μου απάντησε. — Το σπίτι είναι υπέροχο, πέρα από κάθε προσδοκία που είχα όταν το αντίκρισα για πρώτη φορά. Νομίζω ότι με διάλεξε. Είναι τέλειο για το βιβλιοπωλείο μου. — Ναι, κορίτσι μου. Κι εγώ αυτό πιστεύω. Σε διάλεξε για να υλοποιήσει το όνειρό σου. Γι’ αυτό το λόγο φτιάχτηκε για να στεγάσει όνειρα. Χτύπησε το τηλέφωνό μου. Έφυγε το ίδιο αθόρυβα όπως εμφανίστηκε. — Τι κάνεις; Ναι, σε θέλω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γίνεται. Σε καμιά ώρα; Εντάξει, θα σε περιμένω. Φιλιά! Τέλειος συγχρονισμός. Το κορνάρισμα της Βασιλικής επίμονο. Κατευθύνομαι στην είσοδο του κήπου. Βγαίνω 20


ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΗΝΕΨΑΝ

με χαμόγελα, έτσι για να προλάβω την κακοκεφιά της. Της κάνω νόημα να παρκάρει ακριβώς μπροστά από την είσοδο. — Μην πεις τίποτα. Έναν καφέ θέλω ανάποδη γυναίκα. Με ξεσήκωσες, με έφαγε η περιέργεια, ούτε νερό δεν ήπια. — Έλα! Άσε τα παράπονα. Είναι και η κυρία που έχει το σπίτι μέσα. Να είσαι κόσμια. Σου φτιάχνω αμέσως καφέ. — Ποια κυρία; Δεν της είχα πει τίποτα. Ούτε για το σπίτι, ούτε για την κυ­ριούλα. Δεν ήθελα να το πω σε κανέναν, ούτε καν στη Βασιλική μου. Μόνη πήρα αυτήν την απόφαση. Τι να της έλεγα ότι διάλεξα το σπίτι αυτό από ένα μελαγχολικό τραγούδι που άκουσα ένα απόγευμα στο χαμό μου; — Αποδώ η φίλη μου η Βασιλική. — Α! Η Βασιλική! Τι κάνεις; — Πολύ καλά. Εσείς; Δεν έχετε όνομα; Δε μου το ανέφερε η φίλη μου. Γυρίζει και με κοιτά με τα τεράστια καστανά της μάτια. Όλο ευγένεια ήταν εκείνη τη στιγμή, το μετά περίμενα με ανυπομονησία! — Κλειώ, καλή μου. Κλειώ! Από το Κλεοπάτρα. — Χάρηκα πάρα πολύ! Πάμε να πιούμε το καφεδάκι μας σ’ εκείνη την υπέροχη βεράντα; τόνισε με ανυπομονησία. Καθίσαμε στις ξύλινες καρέκλες. Το νερό της, το καφεδάκι της. Δεν είχε βγάλει καν τα γυαλιά της και με λαχτάρα ήπιε την πρώτη γουλιά καφέ. Αμίλητη γύρισε το βλέμμα 21


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΑΝΔΑΛΗ

τριγύρω. Άναψε το τσιγάρο της και αναστέναξε με την πρώτη εκπνοή. Εντυπωσιακή φαντάζει πάντα στα μάτια μου. Με κατάμαυρα μαλλιά, εκφραστικά μεγάλα μάτια, παρατηρητική μαζεύει τις πληροφορίες της. — Κυρία Κλειώ, πότε κτίστηκε το σπίτι; — Το 1898. Το έκτισε ο παππούς μου. Ήταν το όνειρο της γιαγιάς. Το υλοποίησε όταν ήρθαν από την Αίγυπτο. — Από την Αίγυπτο κατάγεστε; — Ναι. Η γιαγιά μου Αιγύπτια, ο παππούς μου Έλληνας. Ένας θυελλώδης έρωτας. Αγαπήθηκαν πολύ. Αγαπήθηκαν κρυφά. Δεν μπορούσαν να φανερώσουν αυτόν τον έρωτα σε κανέναν. Δύο κόσμοι απλησίαστοι και διαφορετικοί, για εκείνη την εποχή. Κάποια άλλη ώρα όμως θα σας πω την ιστορία τους. Θα με συγχωρέσετε, θα πάω να ξαπλώσω. Χάρηκα, Βασιλική. Φεύγοντας η κυρία Κλειώ, παρατήρησα τη φίλη μου. Είχε βγάλει τα γυαλιά και την κοιτούσε που χανόταν αθόρυβα στο βάθος του σπιτιού. Με βλέμμα κενό, άναψε κι άλλο τσιγάρο, γύρισε σε μένα. «Αχ, αυτή η ματιά! Στοχεύει πάντα στο σωστό σημείο. Πώς να κρυφτώ από αυτήν τη γυναίκα; Αμίλητη για λίγα λεπτά κι όμως είναι αρκετό. Αρκετό να συλλέξει τα κομμάτια του παζλ και να τα βάλει στη σωστή σειρά». — Καλά, δεν μπορείς μια φορά στη ζωή σου να επιλέξεις κάτι το φυσιολογικό; — Γιατί, πού βλέπεις το αφύσικο; — Πού ανακάλυψες τούτο το ερείπιο; Κοιτάς γύρω σου; Το 1898; Χριστέ μου! Βιβλιοπωλείο θέλεις να ανοίξεις ή 22


ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΗΝΕΨΑΝ

γραφείο αναστηλώσεων; Και η γιαγιά πού κολλάει με όλο αυτό; Χαμογέλασα με την αγανάκτησή της. Την είχε πιάσει πανικός. Πρώτη φορά αποφάσισα μετά από πολλά χρόνια να μην τη συμβουλευτώ. Τι ήθελα εδώ στο πουθενά; Δεν μπορούσε να καταλάβει ακόμα τι θησαυρό βρήκα. Ευτυχώς ήρθε την κατάλληλη στιγμή ο αδελφός της. — Καλημέρα. Φώναξα αποκεί που ήμουν. — Έλα, σου φτιάχνω καφέ. Τον Ηλία τον αγαπάω τρελά. Εργολάβος οικοδομών, πανέξυπνος. Ευφυής στη δουλειά του. Ευέλικτος σε όλα του. Με αγκάλιασε, όπως κάθε φορά που με έβλεπε. — Τι θέλεις ομορφιά μου; Ό,τι μου πεις διαταγή για μένα! — Καρδιά μου, τι κάνεις; Όλα καλά; Έχω καιρό να σε δω. — Όλα καλά! — Πιες τον καφέ σου και πάμε να δούμε τι χρειάζεται το σπίτι, γιατί η αδερφή σου έχει πανικοβληθεί, του επισήμανα με νόημα. — Ε! Βέβαια, τι θα έλεγες για μένα. Δε φτάνει που τόσα χρόνια είμαι η φωνή της λογικής σου, θα βρω και τον μπελά μου. Θα καθίσω εδώ να πιω τον καφέ μου και θα περιμένω να σου πει ο Ηλίας ότι είναι έτοιμο να πέσει το σπίτι. Έκανε την επίβλεψή του. Τον κοιτούσα στα μάτια για κάποια αντίδραση, αλλά μάταια. Τον συνόδευα αμίλητη και περίμενα. Με χτύπησε τρυφερά στην πλάτη και μου ζήτησε να πάμε και μέσα. Του είπα να προσέξουμε να μην κάνουμε θόρυβο γιατί θα κοιμάται η κυρία Κλειώ. 23


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΑΝΔΑΛΗ

— Ποια; με ρώτησε και χωρίς να το ξανασκεφτεί έβαλε τα γέλια. — Γι’ αυτό έχει πανικοβληθεί η αδερφή μου. Νομίζει ότι αγόρασες και τη γριά; Χαμογελώντας περάσαμε το κατώφλι του σπιτιού. Το είδα, έλαμψαν τα μάτια του. Μου έφτασε. Αυτό περίμενα, τη λάμψη τού θαυμασμού. Τον άφησα μόνο να κρατήσει τις σημειώσεις του και βγήκα στη βεράντα. Ακόμη καθισμένη απολάμβανε τον καφέ της κοιτώντας τον κήπο. Στάθηκα για μια στιγμή και την κοίταξα. Ναι, αρχίζει να το βλέπει με τα δικά μου μάτια. Το διαμορφώνει το βιβλιοπωλείο μου στο μυαλό της. Όταν την προβληματίζει η σκέψη της, κρατά το τσιγάρο της χαμηλά. Όταν αρχίζει να σκέφτεται κάτι καλό, το κρατά κοντά στο πρόσωπό της. Μου έδωσε αυτό που ήθελα το βλέμμα της. Ήταν σημαντικό για μένα να της αρέσει. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν μαζί μου σε κάθε δυσκολία που αντιμετώπιζα. Σ’ αυτό, την πήρα μόνη την απόφαση. «Κοίτα την» λέω στον εαυτό μου. «Μια γυναίκα γεμάτη σιγουριά. Όλα είναι ελεγχόμενα για εκείνη. Τα τακτοποιεί πάντα στο μυαλό της. Τα σωστά και τα λάθη».

24


2

Έπινα τον καφέ μου σε μια καφετέρια. Μόλις είχα κάνει

την εγγραφή στη σχολή. Χαμένη στις σκέψεις μου κοιτούσα το πάρκο απέναντι. Με τη μουσική του μαγαζιού να ηχεί πολύ δυνατά δεν κατάλαβα ότι κάποιος μου μιλούσε. Ήταν η πρώτη φορά που την αντίκρισα. Μου ζήτησε να καθίσει. Είχε πολύ κόσμο και δεν έβρισκε θέση. Τα μάτια της μου έκαναν εντύπωση. Μεγάλα, παρακαλούσαν για έναν καφέ. Της έγνεψα καταφατικά. Έτσι άρχισε η φιλία μου μαζί της, για έναν απελπισμένο καφέ! Για αρκετή ώρα δε μιλούσε ούτε η μία, ούτε η άλλη. Άνοιξε την κουβέντα χαλαρά. Τι κόσμο πολύ έχει, τι ζέστη κάνει, από πού είμαι, τι κάνω εδώ. Με χαρά διαπιστώσαμε και οι δύο ότι θα φοιτούσαμε στην ίδια σχολή, στο ίδιο τμήμα. Έψαχνε για σπίτι κι εγώ το ίδιο. Συμφωνήσαμε να τολμήσουμε να συγκατοικήσουμε. Δεν ήταν προγραμματισμένο από καμία μας. Και οι δύο σκεφτόμασταν να μείνουμε μόνες μας. Χωρίς πολλή σκέψη το προτείναμε η μία στην άλλη. 25


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΑΝΔΑΛΗ

Ψάχναμε πολύ καιρό. Τη φιλοξένησα στης Ερμιόνης. Δε μας έβιαζε τίποτα. Είχαμε απαιτήσεις από το χώρο μας. Το πρωί πηγαίναμε στη σχολή και τα απογεύματα ψάχναμε. Οι καλύτερες στιγμές μας έρχονταν τα βράδια. Ντυνόμασταν, στολιζόμασταν και βγαίναμε. Γρήγορα κάναμε γνωριμίες. Φοιτητές οι πιο πολλοί. Η Νίκη από το Πάντειο. Ο Θωμάς, ο Παύλος, ο Νίκος και ο Χρήστος από το δικό μας τμήμα της Φιλοσοφικής. Η Γεωργία ξέμπαρκη ασφαλίστρια, μόλις είχε αρχίσει το επάγγελμα και η Χαρά βιβλιοθηκάριος στη σχολή. Όταν επιτέλους αποφασίσαμε ποιο σπίτι θα κλείσουμε, τα ήπιαμε δεόντως εκείνο το βράδυ. Εκείνο το βράδυ διαπίστωσα και το φλερτ της Βασιλικής με το Νίκο. Φύγαμε ξημερώματα από το μπαράκι. Την έχασα κάποια στιγμή. Ανήσυχα κοίταξα γύρω μου. Είδα το Νίκο δίπλα στην είσοδο να της χαϊδεύει τα μακριά μαλλιά της ενώ εκείνη τον κοιτούσε τρυφερά. Χαμογέλασα, τι όμορφη εικόνα έδιναν αυτοί οι δύο μαζί. Δεν της ανέφερα τίποτα. Εάν δε θέλει η Βασιλική δε σου λέει, το είχα καταλάβει πολύ καλά όλο αυτό το διάστημα που ήμασταν μαζί. Αρχίσαμε να καθαρίζουμε το σπίτι μας. Στον τέταρτο όροφο μιας πενταώροφης πολυκατοικίας. Είχε τρία υπνοδωμάτια στη σειρά. Το μεσαίο το κάναμε γραφείο. Η καθεμία είχε τη μεριά της. Δεν ακουμπούσε τα πράγματα της άλλης σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν ήταν. Βουβή συμφωνία. Μια αρμονική διαφορετικότητα στους χώρους μας υπήρχε. Τα δικά της και τα δικά μου δεμένα, αλλά και τόσο δια26


ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΗΝΕΨΑΝ

φορετικά. Το εντυπωσιακό σε αυτό το σπίτι ήταν η βεράντα του. Τεράστια, δεν ξέραμε τι να βάλουμε να τη γεμίσουμε. Αποφασίσαμε να τη χωρίσουμε κι αυτήν. Ένα είχαμε κοινό, την τεράστια αιώρα. Στο τέλος τσακωνόμασταν ποια θα πρωτοξαπλώσει και βάλαμε και άλλη μια δίπλα. Όταν το ετοιμάσαμε, καλέσαμε και τους υπόλοιπους να το γιορτάσουμε. Έκπληκτες διαπιστώσαμε πως εντυπωσιάστηκαν πάρα πολύ. Ο Νίκος χαριτολογώντας είπε «πως ήταν τόσο μεγάλο το σπίτι που χωρούσε όλη την παρέα». Η αλήθεια ήταν πως δεν ήταν σπίτι για φοιτήτριες. Για οικογένεια, ναι. Ήταν τεράστιο αλλά μας άρεσε. Η οικονομική κατάσταση και των δύο ήταν πολύ καλή. Εγώ με το εισόδημα από την τράπεζα, η Βασιλική κόρη πολιτικού μηχανικού από τη Θεσσαλονίκη. Το διακοσμήσαμε με μεράκι, το προσέξαμε σε κάθε λεπτομέρεια. Ήταν, έγινε πλέον το σπίτι μας. Της άρεσε να περιποιείται την παρέα μας και ειδικά το Νίκο. Όποτε ερχόταν μόνος με τις προφάσεις του για σημειώσεις, κατέληγαν πάντα ο ένας δίπλα στον άλλο στην αιώρα. Κουβέντιαζαν μέχρι αργά. Καληνυχτίζονταν με χάδια και τρυφερά βλέμματα. Δεν πέρασαν ούτε τέσσερις μήνες και ο Νίκος μετακόμισε στο σπίτι μας. Μου άρεσε αυτός ο άνθρωπος. Πάντα ευδιάθετος, ευγενικός, πρόθυμος να βοηθήσει σε οτιδήποτε κάναμε. Κατάφερνε να διορθώνει τα πάντα και η Βασιλική τον καμάρωνε. Ένα βράδυ τον αναζήτησα, δεν είχε εμφανιστεί τη συνηθι27


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΑΝΔΑΛΗ

σμένη ώρα. Χτύπησα την πόρτα της να τη ρωτήσω. Την είδα με ένα κενό βλέμμα. Είχαν χωρίσει. Άλλαξε από τότε. Ξενυχτούσε άσκοπα. Δε μιλούσε καθόλου για ό,τι αισθανόταν. Την άφησα να το βιώσει όπως ήθελε. Ήμουν διακριτικά δίπλα της. Ένα βράδυ ξαπλωμένες στις αιώρες μας, αμίλητες για ώρα, άρχισε να κλαίει. Μου είπε ότι τον αγαπά πολύ, ότι χώρισαν από τη δική της ανασφάλεια. Φοβήθηκε την αγάπη της γι’ αυτόν και τον έδιωξε. Δεν της μίλησα, την άφησα να ξεσπάσει. Έφερα βότκα, πάγο και χυμό λεμόνι. Μεθύσαμε. Κάποια στιγμή ανάμεσα στα δάκρυα και τις αναθυμιάσεις της βότκας, αρχίσαμε να γελάμε τόσο πολύ που μας φώναξαν από το επάνω μπαλκόνι να κάνουμε ησυχία. Πήγε και τον βρήκε. Τα ξαναέφτιαξαν. Ήταν ευτυχισμένη. Την αγαπούσε κι αυτός. Δε μετακόμισε στο σπίτι μας αυτήν τη φορά. Ήθελε να έχει τον έλεγχο του εαυτού της, της σχέσης της. Δε δεχόταν να μην μπορεί να ζήσει μακριά του. Το επέβαλε στον εαυτό της. Στο τέλος τον παντρεύτηκε κιόλας. Με αντιλαμβάνεται που την κοιτώ. Μου χαρίζει το πιο ζεστό της χαμόγελο. — Δώσε μου ένα τσιγάρο, της είπα. Λοιπόν, σου αρέσει; — Δε θα σου πω ακόμη. Πρέπει να το δω όλο. Ο Ηλίας πού βρίσκεται; — Τον άφησα να επιθεωρήσει το σπίτι. Θα εμφανιστεί, μην ανησυχείς. — Ερμιόνη, πώς και το αποφάσισες να το κάνεις μόνη 28


ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΗΝΕΨΑΝ

αυτό το βήμα; Από πότε δεν είμαι και εγώ μες στις αποφάσεις σου; Τι σου συμβαίνει καλή μου; Τι έπαθες; — Δεν έχω πλέον άλλη επιλογή. Έχει έρθει η στιγμή. Έπρεπε να αλλάξω. Να τα βάλω και εγώ σε τάξη, να το κάνω όπως εσύ. Να αποκτήσω τον έλεγχο. Να ζήσω πάλι έστω και χωρίς αυτόν. Έστω με τα όνειρα. Να τα υλοποιήσω, Βασιλική μου. Δεν είναι πλέον καιρός; Αρκετά πένθησα, αρκετά περίμενα, αρκετά υπέφερα. Τι κατάφερα όλο αυτόν τον καιρό; Με ακόμη μια απουσία ζούσα – ζω. Η πρώτη φορά είναι; Άκουσα τον Ηλία να μας φωνάζει. Πετάχτηκα, θα ξυπνήσει την κυρία Κλειώ, έτρεξα μες στο σπίτι. Από πίσω η Βασιλική. Τους είδαμε στο σαλόνι να γελούν. — Λοιπόν κορίτσια συστήθηκα μόνος μου. Τι τρομερή γιαγιά είναι τούτη; Τα βρήκαμε αμέσως, μετά την τρομάρα που πήρα μόλις την είδα ξαφνικά μπροστά μου, στο υπόγειο. — Ποιο υπόγειο; ρώτησα με απορία. Υπάρχει και υπόγειο; — Κατεβαίνεις από μια πόρτα που υπάρχει στην κουζίνα. Είναι τόσο μεγάλο όσο και το σπίτι. Και πίστεψέ με, είναι πολύ γερό σπίτι. Δε χρειάζεται πολλά να γίνουν. Δεν ξέρω τι αλλαγές θες εσύ να κάνεις, αλλά το σπίτι είναι γερό απ’ τα θεμέλια. Μου έπιασε το χέρι η Βασιλική. — Πάμε να μου δείξεις το σπίτι. Την πήγα στο δωμάτιο με το πιάνο. Της άρεσε, το επεξεργαζόταν. Χαμογέλασε, μου έδωσε την επιβεβαίωσή της. Μετά στο δωμάτιο με τον επιβλητικό πολυέλαιο. Ενθου29


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΑΝΔΑΛΗ

σιάστηκε με τη ζεστασιά, την ομορφιά του. Της άνοιξα την πόρτα του υπνοδωματίου, με αγκάλιασε, με φίλησε. — Τον βρήκες τον τόπο σου καρδιά μου, ψιθύρισε. Την άφησα να χαθεί για λίγο. Γύρισα να πάω να βρω το υπόγειο. Άνοιξα τη στενή πόρτα. Όταν την είχα πρωτοδεί νόμιζα ότι ήταν κάποιο είδος ντουλάπας. Κατέβηκα αρκετά σκαλοπάτια. Στάθηκα και κοίταξα τον τεράστιο αυτό χώρο. Χριστέ μου! Δεν υπήρχε τοίχος να τον χωρίζει. Οι τεράστιες πέτρινες κολόνες ήταν τόσο όμορφα κτισμένες. Με την κιτρινωπή τους χροιά, έδιναν ζεστασιά. Έπιπλα σκεπασμένα με σεντόνια. Είχαν πάρει μια κίτρινη απόχρωση από τη σκόνη και την πολυκαιρία. Άκουσα τη Βασιλική να κατεβαίνει. — Λοιπόν, βρήκες και το εργαστήριό σου, το ησυχαστήριό σου. Ναι, μου αρέσει αυτό το σπίτι. Μου αρέσεις εσύ, μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Δάκρυσα, από ανακούφιση. Γύρισα και την αγκάλιασα. — Με διάλεξε, της ψιθύρισα. — Έλα πάμε επάνω. Να δούμε πότε θα ξεκινήσουμε να το φτιάχνουμε. Ανεβήκαμε στο ισόγειο χέρι χέρι. Πήγαμε στο σαλόνι. Η κυρία Κλειώ και ο Ηλίας συζητούσαν για παλιές ιστορίες. Πάντα είχε την ικανότητα αυτό το παιδί να του ανοίγονται οι άνθρωποι. Χαλαρός, με την προσοχή του αναπόσπαστη από τα μάτια της κυρίας Κλειώς, καθόταν άνετος στον καναπέ και χαιρόταν την παρέα της. Προσαρμοζόταν με τους πάντες. Δεν είχε κανένα πρόβλημα με την ηλικία οποιουδήποτε. 30


ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΗΝΕΨΑΝ

Καθίσαμε μαζί τους. Η κυρία Κλειώ με κοίταξε στα μάτια. Κατάλαβε αμέσως ότι είχα κλάψει. Μου χαμογέλασε όλο κατανόηση. — Κορίτσι μου. Γλυκό μου κορίτσι. Με συγκινείς με την ευαισθησία σου. Τι αλλαγές θέλεις να κάνεις; Αποφάσισες; — Θέλω πρώτα να μου εξηγήσει ο Ηλίας τι αλλαγές θα κάνουμε όσον αφορά τη δομή του σπιτιού. Αν χρειάζεται κάπου να επέμβει. — Στην κατάσταση που είναι αυτήν τη στιγμή δε χρειάζεται τίποτα. Εξάλλου η κυρία Κλειώ μου είπε πως πριν από δέκα χρόνια είχε κάνει μια καλή ανακαίνιση. Ξήλωσε όλα τα πατώματα και έβαλε καινούργια. Το σημαντικότερο όμως που με ενδιέφερε εμένα είναι ότι έδεσε το σπίτι με κολόνες και τοποθέτησε πλάκα κάτω από τη σκεπή. Η σκεπή βέβαια είναι σε άσχημη κατάσταση θα χρειαστεί καινούργια. Εσύ; Τι θες παραπάνω να κάνεις; Έριξα το βλέμμα μου στην κυρία Κλειώ. Της χαμογέλασα. — Θέλω να μείνεις μαζί μου. Θα το ήθελα πολύ. Δε θα σου χαλάσω την ησυχία σου, σου το υπόσχομαι. Λίγο φασαρία θα έχουμε μέχρι να κάνω τις αλλαγές που θέλω. Με κοίταξε έκπληκτη. Έλαμψαν τα μάτια της. — Όχι κορίτσι μου. Ίσως είναι πολύ. Τι θα κάνεις με μια γριά όλη μέρα; Είσαι νέα κοπέλα. Όχι, όχι. Σηκώθηκε η Βασιλική. Πλησίασε την κυρία. Κάθισε δίπλα της. Την αγκάλιασε. — Μείνετε μαζί της, σας παρακαλώ. Όλα αυτά τα χρόνια που την ξέρω, πιστέψτε με, έχει ζητήσει ελάχιστα. Δε θα είναι το ίδιο για εκείνη αυτό το σπίτι χωρίς εσάς! 31


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΑΝΔΑΛΗ

Η κυρία κοιτούσε συγκινημένη. Χάθηκε κάποια στιγμή μες στα μεγάλα της μάτια. Έψαχνε το λόγο. Το λόγο μιας άγνωστης να παρακαλά για μια φίλη. Γιατί άραγε; Μας κοίταξε και τους τρεις Απορούσε, αναρωτιόταν για την έκβαση που πήραν τα πράγματα για εκείνη. — Εντάξει, Ερμιόνη, εντάξει κορίτσι μου. Δεν είχα και κάπου ιδιαίτερα να πάω, απλώς θα έφευγα. Νόμιζα ότι είχε έρθει η ώρα να εγκαταλείψω τούτο το σπίτι. Αρκετά το κράτησα τόσα χρόνια μόνη μου ζωντανό. Ζωντανό είναι κορίτσι μου, θα το δεις. Ελαφραίνοντας το άκρως συγκινητικό κλίμα πετάχτηκε με το χιούμορ του ο Ηλίας. — Μυρίζομαι μυστήριο στον αέρα! Κανονίστε να μη με ενημερώσετε για τα μυστικά που κρύβονται σε αυτό το σπίτι. Γιαγιά, υπάρχουν τίποτα κρυμμένες λίρες; Αν ναι, να με έχετε κι εμένα στο λογαριασμό. Μην τις πάρει η Ερμιόνη, χαμένες θα πάνε. Θα έχει καμιά τρελή ιδέα να υλοποιήσει πάλι. Κανένα ορφανοτροφείο, κανένα κτίριο για συσσίτιο, κανένα γηροκομείο. Όλο και κάτι θα σκεφτεί, όχι πάντως εμένα. Σηκώθηκα και πήγα κοντά του. Άρχισα να τον πειράζω, να κάνω πως τον χτυπώ. Με άφησε για λίγο. Μετά κατέληξα να τρέχω γύρω γύρω στο δωμάτιο για να μη με πιάσει. Πάντα το ίδιο κάναμε, πάντα το ίδιο και το απολαμβάναμε. Μας χάζευε η κυρία, μας χάζευε η Βασιλική μου. — Έλα τώρα Ερμιόνη, μαζευτείτε, έχουμε και δουλειές. Πρέπει να του πεις τι θέλεις να κάνεις, είπε και διέκοψε το παιχνίδι μας. Καθίσαμε και πάλι στον καναπέ. Η κυρία Κλειώ δεν 32


ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΗΝΕΨΑΝ

είχε σταματήσει να χαμογελά. «Τι όμορφη! Τι όμορφη γυναίκα θα ήταν στα νιάτα της» σκέφτηκα. Είπα στον Ηλία ότι ήθελα δύο μπάνια. Το ένα στο υπνοδωμάτιο και το άλλο στο δίπλα δωμάτιο. Ρώτησα την κυρία Κλειώ ποιο δωμάτιο ήθελε. Μου είπε αυτό με τον πολυέλαιο. Σκέφτηκα να φτιάξουμε και μια είσοδο από το δικό μου. Δε θα ήθελα να την ενοχλώ, ούτε να την ανησυχώ. Η καθεμία το χώρο της, τα πράγματά της. Το δωμάτιό της δεν είχε μπαλκόνι, πού θα έπαιρνε τον αέρα της; Ξεκίνησαν οι εργασίες μετά από τέσσερις μέρες. Δεν ήταν και λίγες οι αλλαγές που ήθελα. Έτρεχα να κανονίσω τα πάντα. Να είναι αρμονικά με το ύφος αυτού του σπιτιού. Δεν ήθελα να χαλάσει η όψη του. Το αγάπησα έτσι, δε θα το άλλαζα. Θα το σεβόμουν. Διακριτική η παρουσία της κυρίας Κλειώς. Με χαμόγελα έφτιαχνε καφεδάκια στα συνεργεία. Τους έβαζε κλασική μουσική σ’ ένα παλιό πικάπ που είχε. Περιποιόταν το περιβόλι της καθημερινά, μάζευε τους καρπούς του, τους αποθήκευε σχολαστικά. Τη χάζευα μες στο χάος που επικρατούσε. Μου προκαλούσε μια γαλήνη η παρουσία της. Η Βασιλική ήταν σχεδόν κάθε μέρα εκεί. Πάνω από τα κεφάλια των εργατών. Δεν της ξέφευγε η παραμικρή λεπτομέρεια. Με το τσιγάρο μόνιμη συντροφιά, τα μπλοκάκια της σε όλα τα χρώματα, κολλούσε τις οδηγίες της παντού για να μην έχουν άλλοθι οι εργάτες ότι ξέχασαν τις προτεραιότητες. Περιφερόταν, μια μες στα δωμάτια, μια στη σοφίτα, μια 33


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΑΝΔΑΛΗ

στον κήπο. Κανονικό φάντασμα, νευριασμένο, τρομοκρατούσε τους πάντες. Της άρεσε η ιδέα μου για τη σοφίτα. Την έφτιαξα με πολλά παράθυρα. Ήθελα όπου κοιτούσα να βλέπω έξω. Δεν έβαλα κανένα χώρισμα. Όλη ανοιχτή, με πολύ φως, διαμπερής. Έβαψα τα ξύλα σκούρα, να μαζεύεται ο χώρος στο μάτι. Την έντυσα με λευκά υφάσματα διάφανα. Ξεκινούσαν από το ταβάνι και κατέληγαν δίπλα στα παράθυρα. Μεγάλα φωτιστικά στα πιο ψηλά σημεία τής οροφής, να προβάλλουν κάτω από τα υφάσματα. Στο δυτικό παράθυρο τοποθέτησα ένα ανάκλιντρο. Να χαζεύω τα χρώματα του δειλινού, να τα φωτογραφίζει ο νους μου. Να τα κουβαλάω μέχρι αργά το βράδυ. Στο ανατολικό παράθυρο έστησα δύο όμορφες πολυθρόνες με ένα ψηλό, στρογγυλό τραπέζι. Να περιμένω να φανεί το ξημέρωμα τα βράδια, που αρνούμαι να κοιμηθώ πεισματικά. Που θέλω να ξημερώσω με τα όνειρα που κάνω μπροστά σε μια λευκή κόλλα. Στη βορινή μεριά έβαλα το γραφείο μου. Το διάλεξα από τα πράγματα της κυρίας Κλειώς στο υπόγειο. Επιβλητικό με απίστευτα σκαλίσματα γύρω του. Το έφτιαξα μόνη μου αναδεικνύοντας σχολαστικά το φυσικό του χρώμα. Το έβαψα σκούρο καρυδιάς με χρυσαφί σβησίματα. Νότια τοποθέτησα ένα ψηλό κρεβάτι που βρήκα. Είχε δύο στρώματα, ήταν παλιά και τα άλλαξα. Με φωτιστικά από το υπόγειο, με μικροέπιπλα, με τις παρεμβολές μου τις χρωματικές τούτη η σοφίτα έγινε ο χώρος για να ατενίζω τις στιγμές μου. Εδώ στα ψηλά θα έγραφα τις ιστορίες μου, θα περίμενα, 34


ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΗΝΕΨΑΝ

θα δημιουργούσα. Θα ευχόμουν για φαντάσματα με τρεις ευχές. Να φανερωθούν τις νύχτες που θα ερχόμουν αντιμέτωπη με τη μοναξιά μου. Στο κέντρο δεν τοποθέτησα τίποτα. Ήθελα να κάνω τους μικρούς μου περιπάτους τις νύχτες που θα τρύπωνε το φεγγάρι από τα ανοιχτά παράθυρα. Να περπατώ στο φως του επάνω, να κρύβομαι στις σκιές του, να διπλώνω και να ξεδιπλώνω τα νήματα στους δικούς μου λαβύρινθους. Το υπόγειο. Μου άρεσε πολύ αυτός ο χώρος. Άνοιξα παράθυρα όπου μπορούσα. Ήθελα να μπαίνει περισσότερο φως. Έκλεισα τον πιο σκοτεινό χώρο κάνοντάς τον αποθήκη. Τοποθέτησα τα έπιπλα του σπιτιού με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να διαμορφώνονται ζεστές κι όμορφες γωνιές. Έφτιαξα το χώρο μου να ζωγραφίζω. Περίεργο της φάνηκε της κυρίας Κλειώς. — Στο υπόγειο κορίτσι μου; Πώς και δεν επέλεξες τη σοφίτα; Της είπα πως είναι το ιδανικό μέρος για μένα. Ένα απομονωμένο μέρος. Μια κρυψώνα για να ακούω τις μουσικές μου, να ζωγραφίζω, να μεταμορφώνω τα παλιά αντικείμενα που θέλω. Όλα τακτοποιήθηκαν. Ανάμεσα σε μια αλλοτινή εποχή και μια σύγχρονη έφτιαξα το όνειρό μου. Να βρω τον παράδεισο, στην κόλαση δίπλα. Τα ποτάμια να γητευτούν, να μη με παρασέρνουν με ρεύματα στο πουθενά. Να διαλέγω εγώ το πουθενά. Δε με ένοιαζε ποιον αφορούσε όλη αυτή η προσπάθεια. 35


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΑΝΔΑΛΗ

Αφορούσε εμένα. Όσα μου πήρε νωρίς ο Θεός, μου τα έδωσε σε άψυχα υλικά. Για πρώτη φορά θα τα χρησιμοποιούσα. Δεν είχα ποτέ πρόβλημα οικονομικό. Από χαρακτήρα δεν ήμουν σπάταλη. Δούλευα πάντα. Δεν μπορούσα να κάθομαι χωρίς να κάνω τίποτα. Έκανα τις επαναστάσεις μου, ταξίδεψα λίγο. Με φόβιζε το άγνωστο. Ταξίδεψα πολύ μέσα από βιβλία. Γνώρισα τόπους, ανθρώπους, μου αφηγήθηκαν ιστορίες. Έκλαψα, χάρηκα, μοιράστηκα. Αγάπησα μέσα από άλλους, μίσησα. Απελπίστηκα, έλπισα, ονειρεύτηκα. Με φαντασία διαμόρφωσα το χώρο μου. Μια βιβλιοθήκη κι ένα βιβλιοπωλείο μαζί. Μου άρεσαν οι δουλειές που είχαν να κάνουν με κόσμο. Μου άρεσε να παρατηρώ. Όταν χανόμουν στις βιβλιοθήκες το πρώτο που έκανα ήταν να κάνω περιπάτους στους διαδρόμους. Τα πρωινά υποτονικά από κόσμο. Τα μεσημέρια δειλά δειλά γέμιζε σχεδόν. Άλλοι με την κούραση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, άλλοι αγουροξυπνημένοι. Άλλοι απλώς χαμένοι. Μόλις κουραζόμουν από το διάβασμα, τους κοιτούσα και έπλαθα ιστορίες για τον καθέναν ξεχωριστά. Μια γαργαλιστική πλοκή στο μυαλό μου έφτιαχνα. Τους έκανα να συναντηθούν, να μπλεχτούν ο ένας στη ζωή του άλλου. Τους δυστυχισμένους, ευτυχισμένους. Τους κενούς, γεμάτους ζωή. Τους αδιάφορους, σκεφτόμενους. Τους γνώριζα, τους ταίριαζα σε ζευγάρια, τους δημιουργούσα πάθη, έρωτες, αδιέξοδα. Όταν δεν έμενε τίποτε άλλο να τους προσάψω, έδινα ένα ευτυχές τέλος και τους άφηνα στην ησυχία τους. Όλα τα 36


ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΓΑΛΗΝΕΨΑΝ

έκλεινα σε σενάρια. Μια ιστορία, μια έκβαση. Μια τέρψη ψυχής στο χρόνο της μοναξιάς της, που έπρεπε να πάρει, να δημιουργήσει σε κάθε βήμα που έκανε, σαν κατάρα. Κατάρα να αποτυπώνει ιστορίες. Ευχή να μπορεί να το κάνει. Ήρθε επιτέλους η μέρα που τελείωσαν οι εργασίες. Η κυρία Κλειώ ήταν ενθουσιασμένη από το αποτέλεσμα. Καθίσαμε στο μπαλκόνι της για να πιούμε τον πρωινό μας καφέ. — Λοιπόν κορίτσι μου, πέρασε κι αυτό. Τώρα τι σχεδιάζεις; — Θέλω να ξεκουραστώ λίγο. Θα φύγω για λίγες μέρες. Έχω ένα σπίτι στη θάλασσα. Θα πάω εκεί. Γυρίζοντας θα ανοίξω το βιβλιοπωλείο. — Να πας, κορίτσι μου. Μη νοιάζεσαι για μένα. Μια χαρά θα είμαι.

37


Είναι οι άνθρωποι τραγικοί και όχι η ζωή. Μας δοκιμάζει, μας φέρνει αντιμέτωπους με σταυροδρόμια επιλογών και βάσανα. Την απολαμβάνουμε μόνο όταν μας δείχνει το καλό της πρόσωπο. Την αφορίζουμε όταν δε μας κάνει τα χατίρια. Είναι η ζωή τραγική ή εμείς εντός της; Εμείς! Εμείς έχουμε ψυχή, εμείς και την απονιά. Εμείς την αδυναμία, αλλά και τη δύναμη.

3

Το όνομά της είναι Ερμιόνη, το όνομά του δεν υπάρχει πουθενά. Ένα κομμάτι της που δεν αμαύρωσε, δεν άφησε να τη στοιχειώσει. Εξάντλησε την αγάπη της για κείνον. Δεν άφησε να τον πειράξει κανένας, είχε τον εαυτό του χειρότερο εχθρό. Είχε την καλοσύνη της σύμμαχο και μια φίλη που παρ’ όλη τη διαφορετικότητά της στάθηκε φύλακας άγγελος στο δρόμο της.

Έφυγα Παρασκευή πρωί. Οδηγώντας, τηλεφώνησα στη

Πονά να τα βάζεις με τον εαυτό σου. Να τον συγχωρείς, να τον καΒασιλική. Τη ρώτησα πότε θα έρθει. «Αύριο» μου απάθαρίζεις και να συνεχίζεις την πορεία σου χωρίς ίχνος κακίας. Πονά ντησε. να δίνεις αγάπη και να λαμβάνεις βρομιά, να παρακαλάς να βρουν Έβαλα αναστέναξα, χαμογέλασα στηαπουσίες σημερινή γαλήνη όσοι μουσική, σε κατακρεούργησαν. Πονά να κάνεις τις να λιακάδα. Η διαδρομή προς το σπίτι φάνταζε πάντα διαφομη σου ψιθυρίζουν τις νύχτες. Η ζωή μπορεί να σ’ εκπλήξει όταν είσαι καθάριος άνθρωπος. έχεις αφήσει τονπήγαινα πόνο να σου ρετική στα μάτια μου. Όταν Ίσως δεν γιατί κάθε φορά με πάρει το μυαλό. Όταν στην καρδιά σου έχεις βρει μια γωνιά για να άλλη διάθεση. κρατήσεις τα καλύτερα κομμάτια των άλλων. Το μέρος που ήταν κτισμένο, ερημικό σχεδόν. Πολύ κο-

ντά στη θάλασσα. Την έρωτας άκουγες ψιθύριζε, πουένας τραγουΆρης, το όνομά του. Ένας όχι που λιγότερο δυνατός, έρωτας που γιατρεύει. Ένας έρωτας που σε κάνει να έχεις προσδοκίες, που δούσε. για να επιβιώσει δε σε σκοτώνει, σε ανασταίνει. Έφτασα γύρω στις δέκα. Πάρκαρα το αυτοκίνητο. Άφησα είναι πρόχειρα τις αποσκευές. στην και κουζίνα και ζωή. με Δεν όμως μόνο ο έρωτας που Πήγα δίνει σκοπό στόχο στη ένα ελληνικό καφέ. Κατευθύνθηκα Ηλαχτάρα ίδια η ζωήέφτιαξα πρέπει να σεδιπλό εμπνέει κι ας ακροβατείς πάνω από οργισμένα ποτάμια. Στάσου, ζήσε, απόλαυσε τη θέα και μην κοιτάς αμέσως προς τη θάλασσα. πίσω. Άναψα το τσιγάρο μου. Ήπια μια γουλιά κοιτώντας την. «Λοιπόν; Τι έχεις να μου πεις, να μου μηνύσεις ετούτη τη φορά;» τη ρωτούσα και την ξαναρωτούσα. Αρνιόταν να μου απαντήσει. Την κοιτούσα πεισματικά. Με περιφρονούσε. 38


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.