Σχεδιασμός, τυπογραφική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης
Διορθώσεις τυπογραφικών δοκιμίων: Χαρά Μακρίδη Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου: Δημήτρης Κουρκούτης
© Copyright κειμένου: Παναγιώτης Παπαϊωάννου
© Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός
Γραμματοσειρά Iolkos Apla [αποκλειστική χρήση]
Δεκέμβριος 2022, Α΄ έκδοση
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81
Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr
ISBN 978-960-640-135-0
σαμγουερ in ’80sland
ΠΕ ρ ΙΕΧΟ μ ΕΝΑ
Σημείωμα συγγραφέα 9 ~ AC κεραυνός DC
- Highway To Hell 13 ~ A Lovedrive, just one desire, love 18 ~ Rising up to the challenge of our rival 29 ~ For Those About To Rock… Fire!
38 ~ Screaming together songs unsung 42 ~ No thought control 50 ~ Κόντρα σε όλα, μια οπτα-
σία 55 ~ Μεγαλώνοντας στη μέση του ’80 67 ~
Να μάθουμε (για) τον έρωτα 83 ~ Όταν το ροκ
έφθασε στην πόλη 92 ~ Stay The Night (και βλέ-
πουμε) 102 ~ Στο βωμό της Aural Sculpture 112
~ Το Kαλοκαίρι του World’s Widest Live 124 ~ Summer of ’69 (και δεν εννοεί τη χρονιά) 139 ~
And you kept it going, ’ till the sun fell down 146
~ Returning the echo of a point in time 153 ~ Αλ-
κυονίδες ’86 160 ~ Ριζούπολη, 11.5.86 - Η γοητεία
της ατέλειας 168 ~ Μight as well face it, you ’re addicted to love 178 ~ Στου καλοκαιριού την κάψα, Like A Rock 184 ~ Φά’ τους με χαμόγελο (all summer long) 195 ~ Take me back to the place that I know - On the beach 210 ~ Κάπου στο χρόνο
(«Σάμγουερ ιν τάιμ») 226 ~ With so many light years to go and things to be found 236 ~ «We ’ve got to hold on to what we ’ve got» 243 ~ Generals
gathering their masses 253 ~ Ζουν ανάμεσά μας
264 ~ (Ι just) Died In Your Arms Tonight, σκηνές
τρεις συν μία 274~ Στη σκιά του Joshua Tree 280
~ 14 Ιουνίου 1987 285 ~ Καλοκαίρι για πάντα 296
~ Και η μπάλα περνάει τη γραμμή 308 ~ Θα σε
δω ξανά στο Σύννεφο Εννιά 314 ~ First, we take κατάστρωμα 329 ~ The Kick Tour, στάση 28.3.88
337 ~ Unchained στη «Gefyra», 30.3.88 347 ~
Gone, with a hazy shade of winter, 27.5.88 353 ~ Βαν Μπάστεν,
in the Mercy Seat, 5.5.89 459 ~ «Where the rum is dark and girls are pretty» 470 ~ Sleeping My Day Away 489
ΝαφέΡεται, μεταξύ νοσταλγίας και εμπειρικής πιστοποίησης που αγγίζει τα όρια του θεωρήματος. Έχει κιόλας γραφτεί, από καίριους, από σημαντικούς, από πολυγραφότατους. Υποστηρίζεται. Τα Eighties είναι τα δικά μας Sixties. Ναι, αλλά «δικά»
ποιων και ποιανών;
Η αδικημένη γενιά του ’60 (δίχως Κατοχή και πείνα, χωρίς ρετσίνα) όσο κι αν δικαιούται να το επικαλείται, δεν παύει να το αρθρώνει με κάποια ματαίωση.
Οι επαγγελίες της μεταπολίτευσης παραήταν εμπροσθοβαρείς για να μη σκοντάψουν και φάνε τα μούτρα
τους πάνω στα συντηρητικά ανακλαστικά της ελλη -
νικής κοινωνίας.
Όμως, για μας, τους μια δεκαετία πάνω κάτω μικρότερους, η δεκαετία του ’80 –ειδικά εκεί προς το μέσον της– επιφύλασσε την πρώτη, καθαρή από ιδεολογικά φορτία, άνοιξη. Ένα ορθάνοιχτο, ηλιόλουστο
παράθυρο στον κόσμο. Και μας άρεσε τόσο, που ξεχάσαμε από τότε τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά.
Ο ερχομός της «Αλλαγής», οι εφημερίδες σε μικρό μέγεθος, οι μπασκέτες στα δημοτικά στάδια, ο άνθρωπος με τα πατομπούκαλα, το Σ εφ και το Οα Κ α , το Χέιζελ, η Ριζούπολη, το Τσερνόμπιλ, Μουντομπάσκετ, Ευρωμπάσκετ και Μουντιάλ, οι μέρες του «Σισμίκ», η «Εταιρεία Δολοφόνων», το φρικτό έγκλημα στα Πατήσια, το γεμάτο ΡΟΔΟΝ Club, οι αναθυμιάσεις από
το «Βρώμικο ’89» και το Τείχος του Βερολίνου να καταρρέει με πάταγο.
Μαραντόνα και Γκάλης, Αναστόπουλος και Προτάσοφ, Σαραβάκος και Αργύρης Καμπούρης, Φίλιππος Συρίγος και Γιάννης Διακογιάννης, Βαν Μπάστεν και Καραγκιοζόπουλος.
Το ραδιόφωνο του «Αμερικάνου», το Live Aid σε κονσέρβα και το Rock In Athens στα ξέσκουρα, η Victoria στη Νίκαια και οι Scorpions, καφετέριες με βιντεοοθόνες, κιθαρίστες που κάνουν την κιθάρα να μιλάει, στίβες από ΠΟΠ & ΡΟΚ και Heavy Metal, στην τιβί το Μουσικόραμα, δίσκοι με τους τίτλους στα ελληνικά, Άιρον Μέιντεν και Νικ Κέιβ ζωντανά, Μπόνο και Μάικλ
Χάτσενς να κάνουν τα κορίτσια να λιποθυμούν.
Ρόκυ και Λέοναρντ Κοέν, Τζεφ Μπρίτζες και Ρέιτσελ Γουόρντ, Τομ Κρουζ και Τόνι Κίτεν, Τζον Μάλκοβιτς και Τζόαν Τζετ, Άλις Κούπερ και Τζέιμι Γκερτζ
κι ο Άλαν Πάρκερ on a highway to hell.
Σχολικές εκδρομές. Κασέτες παράνομης εγγραφής
σαμγουερ in ’80sland
από τη λαϊκή αγορά, «Puma» με πλαστικές τάπες, θερινά σινεμά στα χαλίκια, φανελάκια με στάμπα Stay
Alive In ’85 , αποκριάτικα πάρτι μασκέ, πειρατικοί σταθμοί και διπλά κασετόφωνα με το rec πάντα επί σκοπόν, καλοκαιρινά μακροβούτια και φθινοπωρινά
απροειδοποίητα τεστ, κοκτέιλ στο «Tivoli», φροντιστηριακά ειδύλλια, γραπτές εξετάσεις και περαντζάδες, εσώρουχα ξεχασμένα κει που δεν πρέπει, συνακροά-
σεις δίσκων κι ανταλλαγές κασετών, έρωτες στα σπάργανα, χαιτάδες ντι-τζέι και Rosso Antico, πενταήμερες, ξενύχτια, καψούρες και συντριβές, πανελλαδικές, απεργίες καθηγητών, Θουκυδίδης κι άλλα πάρτι, κοκτέιλ σε νησιά, χαμένα βινύλια που δωρίζονται, Β-52
αναμμένα πάνω στις μπάρες, πουκάμισα λαχουράτα
κι ένα ΜτV να παίζει από την ανοιχτή τηλεόραση από
το βράδυ ως το πρωί.
Όλα τα Eighties τα συνέχει στο μυαλό μας η μα-
γεία από τα αυλάκια του βινυλίου, τα παράσιτα από
τα ραδιοκύματα, το φύσημα της κασέτας, ο φακός του βιντεοκλίπ. Στοιχεία του πολιτισμικού μας dna πια, οι ηχητικές και οι οπτικές παραστάσεις και αναπαραστάσεις των ’80s ανοίγουν μαεστρικά όσο και απρόκλητα
κουμπότρυπες στο χωροχρόνο: Αιγιάλη Αμοργού το 2006, Λυκαβηττός το 2003, ΟαΚα το 2010, Μαλακάσα το 2018.
Και όχι μόνο για μας. Τώρα πλέον, που σχεδόν κάθε ταινία animation, διαφήμιση, μουσική διασκευή, νεολογισμός ή συντομογραφία εμφανίζει διαρκώς ορατά
αποτυπώματα στη δεκαετία του ’80, είναι γεγονός: Το κλειδί, όχι μόνο για την άτυπη συνομοταξία μας, για
τα εφηβάκια που μεγαλώσαμε στην ’80sland, αλλά
και για πολύ περισσότερες γενιές αγέννητες τότε, παραμένουν οι μουσικές και οι εικόνες της. Ο μουσικός
καμβάς πάνω στον οποίο εμείς περιπλανηθήκαμε, αναζητήσαμε, αυτοπροσωπογραφηθήκαμε, λαχταρήσαμε, ερωτευτήκαμε. Γιατί τότε, στη δεκαετία του ’80, ιδίως
από τη μέση της και μετά, ερχόσουν για πρώτη φορά απενοχοποιημένα, με την αθωότητα ενός φρέσκου και αμόλυντου από τα ιδεολογικά βαρίδια υπερεγώ, σ’ επα-
φή με το υλικό από την οποία φτιάχνονται τα όνειρα.
Αθήνα, Ιούνιος, 2022
in ’80sland
a C Κ ε Ραυ Ν ός d C - HIGHWaY TO HE ll
Ο Ι ΚΑΛΟΚΑΙρΙΝές ΔΙΑΚΟΠές της Δ΄ προς Ε΄ Δημοτικού ξεκινούν μαζί με το Κύπελλο Εθνών Ευρώπης του 1980. Έχουμε χάσει από Ολλανδία 1-0 με άδικο πέναλτι στον πρώτο αγώνα και 3-1 στο δεύτερο από τους Τσεχοσλοβάκους, που είναι όμως, όπως δε χάνει ευκαιρία να τονίσει ο Διακογιάννης, «οι κάτοχοι
του τροπαίου». Το τι θα γίνει, θα το μάθω, όχι στην
Pitsos της κρεβατοκάμαρας των γονιών μου, αλλά
ποιος ξέρει πού. Φεύγουμε οικογενειακώς για 15 μέρες διακοπές και στο νοικιασμένο μας δωμάτιο, το σίγουρο είναι ότι τηλεόραση δε θα ’χει.
Ολόκληρο το πρωινό της Κυριακής 15 Ιουνίου περνάει μες στο βαρυφορτωμένο Autobianchi Α112 που ανηφορίζει προς Λεπτοκαρυά. Η περιοχή γεμάτη
Γιουγκοσλάβους τουρίστες. Καταφτάνουν με μικρά Yugo (ίδια τα Fiat 127 ) με αστεράκι στη θέση της παύλας που βάζουμε εμείς στις πινακίδες. Παρκά-
ρουν εκεί που ξεκινάει η αμμουδιά και τους βλέπεις
να βγαίνουν μέσ’ από τα Yugo καμιά δεκαριά άτομα, όπως στο σήμα της εκπομπής του Ροζ Πάνθηρα.
Στο δρόμο προς την παραλία για το πρώτο μπάνιο του καλοκαιριού, την προσοχή μου τραβάει ένα τρίκυκλο, με καραβόπανο στην καρότσα, όπως οι άμαξες
στο Λούκυ Λουκ . Στο πλάι έχει γραμμένη με μπλε λαδομπογιά μια παράξενη επιγραφή:
aCκεραυνόςdC - HIGHWaY TO HEll.
Όπως θα μάθω τις επόμενες μέρες, το καβαλάει ο
του περιπτερά,
τον κόβω, μάλλον θα πηγαίνει και λύκειο. Τον βλέπω συνέχεια τις επόμενες μέρες, να κυκλοφορεί μ’ ένα φανελάκι αθλητικό, τζην κομμένο στο γόνατο και τσιγάρο στο στόμα, να γκαζώνει το τρίκυκλο και να εξαφανίζεται. Τι είναι
αυτό που τον οδηγεί να γράψει «Λεωφόρος για την
Κόλαση» πάνω στο μοτοσακό του και να το δείχνει κι
ολόγυρα, περήφανος;
Το ίδιο βράδυ –δε βλέπω την ώρα– καταφεύγουμε
με το θείο, ως οι δύο πιο ποδοσφαιρόφιλοι από το σόι, σε κεντρικό καφενείο της Λεπτοκαρυάς. Ψηλοτάβανο, τζαμαρία γύρω γύρω, μωσαϊκό κάτω, καρέκλα με
λιγδιασμένη ψάθα, πλαστικό καρό τραπεζομάντιλο
στα τραπέζια, μπύρες Χέννιγκερ παντού, μυρωδιές
από τηγανητά κεφτεδάκια, σαγανάκια και λουκάνικα, ανακατεμένες με γλυκάνισο και καπνό από τσιγάρα.
σαμγουερ in ’80sland
Η τηλεόραση ψηλά, στη γωνία, καρφωμένη στον τοίχο με σιδερένια ούπα, μαυρόασπρη.
Εκεί τα είδα όλα. Τον Κήγκαν να ξεφυσάει με τα
χέρια στη μέση, καθώς αποκλείεται από το γκολ του Ταρντέλλι. Την Εθνική μας να φέρνει 0-0 με τους Γερ-
μανούς και το καφενείο να εκρήγνυται στο δοκάρι
του Αρδίζογλου. Τον τελικό με τους Βέλγους απέναντι στους Γερμανούς και το γκολ εκείνου του κριαριού, του Χρούμπες στο τέλος, που άφησε τη συναρπαστική
εμπειρία του Κυπέλλου Εθνών σε έγχρωμη τηλεόραση με μια πικρή γεύση.
Στα ημίχρονα των αγώνων, οι διαφημίσεις της
ΕρΤ, οι ίδιες από την αρχή του Εθνών, διαπερνούν το
μυαλό μου με μουσική. Τζην παντελόνια Lee, με τους δύο αστυνομικούς (γυαλί αδιαπέραστο, μοτοσικλέτες-θηρία, λευκό κράνος και τετράγωνο σαγόνι), να κυνηγούν ένα νεαρό ζευγάρι, που ξεσκίζεται να πηδά-
ει συρματοπλέγματα, να κουτρουβαλάει πλαγιές και τα τζην του να μη σκίζονται. Στο τέλος, οι αστυνομικοί, τους θαυμάζουν που τα κατάφεραν, χαμογελάνε και νεύουν από μακριά καλή τύχη.
Καπάκι η διαφήμιση για τα φρουί ζελέ ΓιΩτΗΣ. Σε
μια σπιταρόνα με διάκοσμο όλο στα λευκά, μια μπάντα –σαξοφωνίστας, πιανίστας κι ένας μ’ ένα τεράστιο όρθιο σαν βιολί, όλοι με μαύρα γυαλιά– να παίζει μια τρελιάρικη μουσική και κορίτσια – όμορφα κορίτσια, ντυμένα πολύχρωμα, να χορεύουν στο ρυθμό. Τα ζελέ, κίτρινα και κόκκινα, πηγαινοέρχονται σε πιατέλες και
μια κουταλιά να ακουμπιέται στη γλωσσάρα μιας απ’ τις κοπέλες που το καταπίνει χαμογελώντας.
«Α-μπαμπα-χουμ-μα-μάου μπαμπα-χουμ-μα-μάου…». Έχω ακουστά τι είναι ο Έλβις Πρίσλεϋ, είναι αυτός που με την κιθάρα του παίζει αυτή την τρελιάρικη μουσική. Παράξενο που ’ναι, λέει, κιόλας πεθαμένος, από τόσο νέος.
Ωραίο πράμα οι διακοπές όταν είσαι εννιά. Μπάνιο στη θάλασσα μέχρι το μεσημέρι και μετά οικογενειακώς σε ταβέρνα. Κι εκεί το μενού αμετακίνητο, παρά τις γονεϊκές συστάσεις: τρομακτικής νοστιμιάς
μπιφτέκια στα κάρβουνα περιστοιχισμένα με βουναλάκια από πατάτες τηγανητές συν αραβουργηματάκι
δίπλα από κέτσαπ και μουστάρδα. Από το ραδιόφωνο
της ταβέρνας ακούγεται το: Μ’ αγαπούσες θυμάμαι
μια φορά, που δε με ψήνει, καθώς ούτε θέλω ν’ αγαπήσω –αυτά είναι για μεγάλους– ούτε και θέλω όταν
αγαπήσω «να το θυμάμαι», γιατί αυτό πάει να πει ότι
κάποια στιγμή θα τελειώσει κι εγώ θα μείνω με το να
το θυμάμαι. Έχω και κάτι πολύ συχνά μαζί μ’ ένα κομμάτι ξένο, που τραγουδάει μια γυναικεία φωνή, που
να, πώς να το πω. Μου προκαλεί κάτι περίεργο όταν
την ακούω να νιαουρίζει, σαν να ανατριχιάζω.
«Χαμήλωσέ τες αυτές τις ξετσίπωτες, ρε Μπάμπη!» στριγγλίζει στο σερβιτόρο μπουκωμένη μια χοντρή με εμπριμέ φόρεμα απ’ το διπλανό τραπέζι.
«Ξετσίπωτη». Αυτή είναι η λέξη και παρ’ ότι δεν
μπορώ ακριβώς να πιάσω γιατί είναι κακή, το κατα-
σαμγουερ in ’80sland
λαβαίνω από την περιφρόνηση, το μίσος και κάτι από
φόβο που ’χει η προσφώνηση της χοντρής. Εμένα πά-
ντως αυτός ο ρυθμός κι αυτή η φωνή κάπως με κάνει.
Και παρ’ ότι δεν μπορώ να το πω πουθενά, δε βλέπω
πώς μπορεί να ’ναι κακό.
Ωραίο καλοκαίρι εκείνο του 1980. Το ροκ-εν-ρολ
με περικύκλωνε από παντού, πριν καλά καλά να το
καταλάβω. Γιατί, μέσα σε μερικές μόνο μέρες είχα
ακούσει κοντά στις τριάντα φορές το Papa Oom Mow Mow των Rivingtons –που αργότερα το πήραν για
δικό τους οι Beach Boys κι οι Ramones–, καμιά δεκα-
ριά φορές το Heart Of Glass των Blondie κι είχα έρθει άλλες τόσες σε άμεση οπτική επαφή με το μυστήριο
σήμα με τον κεραυνό στη μέση, που δήλωνε κι υποσχόταν κάτι διαρκές, έντονο και απαγορευμένο.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ a
, 6 1980, μεσημέρι, ένας ήλιος με δόντια. Με το που γυρίζω απ’ το σχολείο, τρώω στα γρήγορα και μένω καρφωμένος στην
καρέκλα της κουζίνας, φάτσα στη φρεσκοαγορασμέπου δεσπόζει στο ξύλινο πάσο με ντουλάπια, που χωρίζει την κουζίνα μας στη μέση.
Λίγο μετά τις δύο το μεσημέρι, μεταδίδεται και απ’ ταυτόχρονα, ο πρώτος έγχρωμος αγώνας της Εθνικής Ελλάδας. Αντίπαλός
μας η Ιταλία, για τα προκριματικά του Μουντιάλ.
Ένα τούβλο του Τζιανκάρλο Αντονιόνι λίγο έξω
από την περιοχή είναι αρκετό για να κατατροπώσει
τον ενθουσιασμό μου από το πρώτο δεκάλεπτο. Η
ίδια σχεδόν ομάδα του Κυπέλλου Εθνών, με τον Πα-
ναγούλια στον πάγκο, προσπαθεί σκληρά, αλλά δεν τα καταφέρνει. Ένα δεύτερο προς το τέλος από τον
Ταρντέλλι και τα άγρια γιούχα από την κερκίδα σιγούν