βασω σπη ΛΙΟ π ΟΥΛ ΟΥ
Σχεδιασμός, τυπογραφική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Διορθώσεις τυπογραφικών δοκιμίων: Χαρά Μακρίδη Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου: Δημήτρης Κουρκούτης
© Copyright κειμένου: Βάσω Σπηλιοπούλου © Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός
Γραμματοσειρά Iolkos Apla [αποκλειστική χρήση] Φεβρουάριος 2023, α΄ έκδοση
ΕΚΔΟ σ ΕΙ σ Ι ω ΛΚΟ σ Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr
ISBN 978-960-640-114-5
Η Βάσω Σπηλιοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Φυσικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονί-
κης και, ταυτόχρονα, θέατρο στη θεατρική σχολή Σταυράκου.
Τη διετία 000-00, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Διαπανεπιστημιακό πρόγραμμα του Καποδιστριακού, στο τμήμα
«Βασική και Εφαρμοσμένη Γνωσιακή Επιστήμη». Ποιήματα
και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά. Το Μάιο
του 09 κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Ιωλκός, το μυθιστό -
ρημά της Ασύμβατες διαδρομές. Το Κόκκινο κουκούλι είναι το δεύτερο βιβλίο της.
π ΕΡΙΕΧΟΜΕΝ α
Κόκκινο κουκούλι ~ Ασφυκτική αγκαλιά ~ Απόπειρα ενηλικίωσης ~ Αποψίλωση ονεί-
ρου ~ Αναγκαστικός περίπατος 9 ~ Όλο θέ-
λουν να φεύγουν ~ Να τα εκατοστίσεις ~
Είναι ζήτημα διατροφής 9 ~ Φανάρι στο κόκκι-
νο 0 ~ Φάλτσες φωνές ~ Σαν βραχογρα-
φίες ~ Υπάρχει θεραπεία; ~ Ό,τι ήταν
να σωθεί, είχε σωθεί ~ Μαύρα πέδιλα
Κό ΚΚΙΝΟ ΚΟΥΚΟ ύ ΛΙ
Τ
Ο ΕίΔΕ ξαφΝΙΚά. Ένα αλλόκοτο πλάσμα, τρομακτικό, σαν αυτά στις ταινίες φρίκης. Την κοιτούσε από την άλλη άκρη του δωματίου με κάτι μάτια τεράστια, ολοστρόγγυλα, που προεξείχαν από το
κρανίο του κι ερχόταν αργά προς το μέρος της. Έπρεπε να πάρει το παιδί και να φύγουν, μα όπως έκανε να σηκωθεί, να πάει κοντά του, δεν μπορούσε. Το σώμα της ήταν ασήκωτο σαν πέτρα. Προσπάθησε να
φωνάξει και δεν έβγαινε φωνή, ενώ εκείνο πλησίαζε
σαλεύοντας τα τριχωτά του μέλη σαν πελώρια αράχνη που ετοιμάζεται ν’ αρπάξει το θήραμά της. Όταν
άπλωσε ν’ αγγίξει το παιδί, η Μερσίνα πετάχτηκε απ’
τον ύπνο της μ’ ένα πνιχτό βογκητό. Η καρδιά της
πήγαινε να σπάσει από την αγωνία.
«Τρόμαξες; Δεν ήξερα πως κοιμάσαι» άκουσε τη φ ω νή της μάνας της. Στεκόταν όρθια στο άνοιγμα
της πόρ τας και το δυνατό της άρωμα –Flower της
Kenzo, χύμα από την Ευριπίδου– πλημμύριζε το χώρο. «Σήκω, κοντεύει δέκα» πρόσθεσε χαμογελώντας
μ’ εκείνο το αινιγματικό χαμόγελο, που η κόρη της
δεν ήταν ποτέ σίγουρη αν έκρυβε καλοσύνη ή ειρωνεία.
Δεν είχε διάθεση να σηκωθεί, εικόνες απ’ τον εφιάλτη έρχονταν ακόμα στο νου της. Μα παραμέρισε
μηχανικά τα σκεπάσματα και σέρνοντας το βήμα της
κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, με το βλέμμα της
μ ά νας της, αόρατο χέρι πίσω της, να τη σπρώχνει
στην πλάτη. Είχαν διαφορετικούς ρυθμούς. Όσο αυτή
ετοίμαζε με νωθρές κινήσεις τον καφέ της, η κυρία Ελευθερία, κομψή και σβέλτη μες στη Chanel φούστα
και το λουλουδάτο πουκάμισό της, πηγαινοερχόταν
με φούρια, μιλώντας ακατάπαυστα.
Η Μερσίνα δεν έδινε προσοχή. Έπιανε μόνο μερικές
λέξεις, ανάκατες, χωρίς ειρμό και νόημα, ενοχλημένη
που είχε τη μάνα της Σάββατο πρωί μες στα πόδια
της. Δε διαμαρτυρόταν, όμως. Ούτε καν μέσα της. Πή-
ρε τον καφέ της και πήγε στο σαλόνι.
«Ωραία λιακάδα σήμερα» είπε η κυρία Ελευθερία
ανοίγοντας διάπλατα τις μπαλκονόπορτες και βγήκε
στο μπαλκόνι να περιποιηθεί τα φυτά. Έλεγε απέξω
για κλαδέματα και λιπάσματα, για σωρούς από ξεραμένα φύλλα και για λερωμένα πλακάκια κι οι φράσεις χάνονταν στη βουή του δρόμου. «Το αγιόκλημα
κοντεύει να ξεραθεί» είπε αυστηρά μπαίνοντας στο
δωμάτιο κι έβγαλε τα πλαστικά γάντια που φορούσε
για να μη χαλάσουν τα φρεσκοβαμμένα νύχια της. «Κάθε πότε το ποτίζεις;» ρώτησε.
Η κόρη της δεν απάντησε. Δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Παράτησε τον καφέ της, πήρε ένα ξεσκονόπα-
νο και ξεσκόνιζε στα πεταχτά πηγαίνοντας από το ένα
έπιπλο στο άλλο. Μα στο τραπεζάκι με τα ζωγραφιστά λουλούδια στάθηκε ώρα. Καθάρισε σχολαστικά
την ξύλινη επιφάνεια και πιέζοντας το πανί πάνω απ’
το μπουκέτο σχεδίασε ένα ένα τα φύλλα, τα κλαριά και τα πέταλα των λουλουδιών.
«Μπεζ, κόκκινο, μπλε» ψιθύριζε. «Μπεζ, κόκκινο, μπλε…».
Η κυρία Ελευθερία τής έριχνε κλεφτές ματιές και τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Η Μερσίνα την εκνεύριζε. Της φαινόταν δυσκίνητη, μαλθακή, άτσαλη. Μέχρι να ξεσκονίσει το μεγάλο δρύινο τραπέζι, αυτή θα
είχε τακτοποιήσει όλο το σαλόνι. Σε μικρή ή μεγαλύτερη τροχιά γύρω απ’ την κόρη της, τίναζε με νεύρο κεντήματα και χαλάκια, ίσιωνε τα μαξιλάρια στους
καναπέδες και τις πολυθρόνες, έβαζε στη θέση τους
τα ριχτάρια που είχαν τσαλακωθεί. Το άρωμά της, μια δυνατό, μια εξασθενημένο, τύλιγε σαν σύννεφο
τη Μερσίνα και της έφερνε αναγούλα.
«Φταίει που δεν έχω βάλει κάτι στο στόμα μου»
σκέφτηκε και πήρε ένα κουλουράκι από την πιατέλα
προσέχοντας να μην τη δει η μητέρα της.
Κι ύστερα δεύτερο και τρίτο, μέχρι που ένιωσε καλύτερα. Τράβηξε κοντά της το ψηλό κρυστάλλινο βά-
ζο και προσπαθούσε να μαντέψει τ’ ανάγλυφο σχήμα
κάτω απ’ το ξεσκονόπανο, αν ήταν λουλούδι ή πεταλούδα.
Η κυρία Ελευθερία τής έριξε μια στραβή ματιά. Ώρες ώρες η κόρη της της φαινόταν ξένη, μια άγνωστη. Πού και πού, μάλιστα, της περνούσε από το νου
πως δεν ήταν και πολύ στα καλά της. Αν τύχαινε τότε
να διασταυρωθούν οι ματιές τους, χαμογελούσε βεβιασμένα και γύριζε το κεφάλι της αλλού.
Το βλέμμα της καρφώθηκε στην ελαιογραφία που δέσποζε στον τοίχο.
«Δεν μπορώ να το βλέπω» είπε μορφάζοντας με απέχθεια και δεν ήταν η πρώτη φορά. «Δεν ταιριάζουν στα σαλόνια τέτοιες αηδίες» πρόσθεσε με ύφος ειδικού, αν και γνώριζε πως ήταν έργο επώνυμου καλλιτέχνη.
Ο πίνακας, με τρόπο αφαιρετικό, παρίστανε μια αράχνη ή μάλλον τη σκιά της στο κέντρο ενός λεπτού, γεωμετρικά άρτιου και ιριδίζοντα κατά τόπους ιστού, που απλωνόταν σ’ ολόκληρο το τελάρο και τα σκούρα χρώματα σ’ αποχρώσεις του γκρι τού έδιναν ένα σκοτεινό βάθος.
Τη Μερσίνα δεν την άγγιζαν οι παρατηρήσεις της μητέρας της ή τουλάχιστον, έτσι πίστευε. Σαν να είχε πάθει ένα είδος ανοσίας. Της προξενούσε, όμως, σύγχυση και νευρικότητα το ύφος της, το διαπεραστικό καχύποπτο βλέμμα της, η συχνά απρόσκλητη
παρουσία της. Είχε κλειδιά και μπαινόβγαινε σπίτι
τους ελεύθερα. Μόλις περνούσε το κατώφλι της πόρτας, έβγαζε τα παπούτσια της και κυκλοφορώντας
αθόρυβα σαν γάτα, ευκίνητη κι ανάλαφρη όπως ήταν, μπορούσε να βρεθεί οπουδήποτε, χωρίς να την πάρει είδηση κανείς.
«Μην την αφήνεις να παίζει παντού» ακούστηκε η
φωνή της κι η Μερσίνα τινάχτηκε.
Ήταν ακριβώς δίπλα της και μάζευε τα χρωματι-
στά τουβλάκια της Δάφνης, κι όσα άλλα παιχνίδια
ήταν σκόρπια στο πάτωμα. Με τα χέρια γεμάτα κατευθύνθηκε προς την ξύλινη εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Θα τα έριχνε στο πολύχρωμο καλάθι στο δωμάτιο της εγγονής της, θα έστρωνε το κρεβάτι, θα στοίχιζε τα λούτρινα ζωάκια, το ένα πλάι στο άλλο, και θα συγύριζε όλους τους χώρους. Μεθοδικά και άψογα, όπως άλλωστε το παινευόταν. Καθυστερούσε πάντα εκεί και η Μερσίνα, βλέπο -
ντάς τη ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά, αναστέναξε με ανακούφιση.
Η μητέρα της ήταν πολύ δραστήρια. Όταν κάποτε στο δημοτικό, τους ζήτησε η δασκάλα να ζωγραφίσουν την οικογένειά τους, τη ζωγράφισε με πολλά
χέρια, να κρατάει σκούπες, κουτάλες, τσουγκράνες, μαργαρίτες από τον κήπο τους. Με ένα φουστάνι μακρύ και διπλούς φραμπαλάδες στο τελείωμα, με κορώνα στο κεφάλι σαν να ’ταν βασίλισσα. Ψηλή, λεπτή και όμορφη, έπιανε το μισό του χαρτιού. Στο άλλο μισό, σε μιαν άκρη δεξιά, είχε σχεδιάσει τον πατέρα
της. Γκρίζο, μικροσκοπικό και κοντύτερο απ’ την ίδια που βρισκόταν ανάμεσά τους.
«Δεν της έμοιασα» είπε στη δασκάλα δείχνοντας
τη ζωγραφιά κι έγινε κατακόκκινη. «Είμαι αργοκίνη -
το καράβι εγώ, λέει η μαμά μου» κι η δασκάλα χαμογέλασε, της χάιδεψε τα καστανόξανθα μαλλιά.
Ήταν μακριά και της τα έπιανε η μητέρα της αλογοουρά. Τραβώντας τα πίσω με τόση δύναμη που κάθε
πρωί έφευγε από το σπίτι με τα μάτια πρησμένα από
το κλάμα. Δεν ξέφευγε, όμως, ούτε τρίχα από την αψεγάδιαστη κόμμωσή της. Ήταν το πιο καλοχτενισμένο
κορίτσι του σχολείου.
Η κυρία Ελευθερία είχε αναλάβει να χτενίζει και
τη Δάφνη. Η Μερσίνα έφευγε νωρίς για το γραφείο
και δεν προλάβαινε. Μα κι όταν είχε χρόνο, η μικρή
γινόταν νευρική, «μου τα τραβάς» στρίγγλιζε κι αποτραβιόταν. Το ’χε παράπονο που η κόρη της, με το παραμικρό, γινόταν αγρίμι και της αντιμιλούσε. Το ίδιο παιδί που αφηνόταν στα χέρια της γιαγιάς του
και λούφαζε σαν αρνάκι στην αγκαλιά του πατέρα του. Δεν τολμούσε ούτε να της χαϊδέψει τα μαλλιά. Πυκνά
και σπαστά σαν τα δικά της.
Στο γάμο της τα είχε πιασμένα ψηλά, να πέφτουν
ελεύθερα σε μπουκλάκια στη μια πλευρά του κεφαλιού. Στην κορυφή ήταν στεριωμένο με φουρκέτες ένα
οβάλ στεφανάκι με λευκές πέρλες και πίσω ένα μακρύ
τούλινο πέπλο, αδιαπραγμάτευτη επιλογή της κυρίας
Ελευθερίας.
«Τι σόι νύφη θα είσαι χωρίς πέπλο;» επέμενε και της χάρισε τα μαργαριταρένια της σκουλαρίκια να τα
φορέσει στην τελετή.
Ήταν πράγματι εντυπωσιακή νύφη. Καμιά φορά
χά ζευε τη φωτογραφία της στην ασημένια κορνίζα
με τα μικρά ανάγλυφα τριαντάφυλλα. Βρισκόταν πά-
νω στη μαρμάρινη εταζέρα του τζακιού, δίπλα σε μια
φωτογραφία της Δάφνης, που πόζαρε χαμογελαστή
και κορδωμένη, με το ’να χέρι της στο κλουβί με τα
ινδικά χοιρίδια.
«Ο Ιβάν και ο Σεβάχ» της τα ’χαν συστήσει περιχαρείς, πατέρας και κόρη, τη μέρα που τα ’φεραν. Γκρίζο το ένα, κανελί το άλλο και η Μερσίνα τα κοίταζε σαστι-
σμένη κι άφωνη. Δεν τα ’θελε, την αηδίαζαν, αλλά η
Δάφνη τα έπαιρνε συνεχώς αγκαλιά και τα χαϊδολογούσε, κάνα δυο φορές, μάλιστα, την είχε τσακώσει
να τα φιλάει.
«Είναι βρόμικα, κινδυνεύεις!» της έβαλε τις φωνές, μα η κόρη της την αγνόησε.
«Είναι γλυκούλικα» απάντησε προκλητικά και η Μερσίνα εκνευρίστηκε.
«Γι’ αυτό τα ταΐζεις και τα καθαρίζεις;» ύψωσε τη
φωνή και τσακώθηκαν.
Αν δεν τα τάιζε αυτή θα πέθαιναν από ασιτία μα τα
λυπόταν. Έτσι που την κοίταζαν αθώα, με τα ζωηρά
ματάκια τους κι έτρεχαν ανήσυχα πέρα δώθε, έμοιαζε να την εκλιπαρούν για λίγη τροφή. Μια μέρα, δεν
άντεξε, τους έριξε λίγα απ’ τα φουντούκια που είχε
στην τσέπη της κι αυτό ήταν. Τα τάιζε πλέον καθημερινά.
Έσπρωξε το ξύλινο πλαίσιο με τη φωτογραφία του κοριτσιού λίγο πιο αριστερά και σκούπισε απαλά την επιφάνεια του μαρμάρου μέχρι τον ορειχάλκινο καθρέφτη – δώρο του μεγάλου της έρωτα. Της τον είχε χαρίσει δυο μέρες πριν το γάμο του, όταν συναντήθηκαν σ’ ένα ξενοδοχείο.
Ακόμα θυμόταν τα μαύρα μάτια του και πόσο απελευθερωμένη
βάθος κι άνοιξε το ξύλινο κουτί με το ζωγραφιστό καράβι στο καπάκι.
Μαύρα βότσαλα, κιτρινισμένα γιασεμιά, ξεθωριασμέ-
να τριαντάφυλλα κι από κάτω φωτογραφίες. Στη μία ήταν μωρό στην αγκαλιά της μάνας της και η κυρία
Ελευθερία νέα κι όμορφη. Σε μιαν άλλη, καθισμένοι
με τον άντρα της σε μια παραλία, χαμογελούσαν με
φόντο τη βαθιά μπλε θάλασσα. Το πρώτο καλοκαίρι
της γνωριμίας τους.
«Δεν πας να καθαρίσεις τα κλουβιά; Τα σιχαίνομαι» φώναξε η μάνα της απ’ τις σκάλες κατεβαίνο -
ντας με φούρια και βγάζοντας τα γάντια που φορούσε, άπλωσε στα χέρια της κρέμα – την κουβαλούσε πάντα
μαζί της κι έκανε μαλάξεις. «Μόνο αυτά σας έλειπαν»
πρόσθεσε δείχνοντας πίσω απ’ τη σκάλα, εκεί που βρίσκονταν οι μεταξοσκώληκες.
Είχε δει το γαμπρό της να κουβαλάει τις κάμπιες
και να κόβει κάθε τόσο φύλλα από τη μουριά της αυλής. Δεν τα ’βαζε, όμως, μαζί του ποτέ.
Τώρα είχαν αρχίσει να φτιάχνουν κουκούλια και η
Δάφνη περίμενε με λαχτάρα τη μεταμόρφωση των χρυσαλλίδων.
«Κοντεύουν;» ρωτούσε ανυπόμονη τον πατέρα της
και παρακολουθούσαν στον υπολογιστή, τις αλλαγές
και τα στάδια της σύντομης ζωής του εντόμου.
Η Μερσίνα, απ’ όταν είδε τ’ άσπρα σκουλήκια να πρήζονται και να σέρνονται πάνω στο διάτρητο πράσινο των φύλλων, παρατώντας εδώ κι εκεί τ’ αδειανά
κουφάρια τους, δεν ξαναπλησίασε. Μα ήταν άσκοπο
να δίνει εξηγήσεις στη μητέρα της. Ακούμπησε τις φωτογραφίες στο τραπεζάκι του σαλονιού και κατευθύνθηκε προς την αποθήκη.
«Τι κάνουν τα μωρά μου;» φωτίστηκε το πρόσωπό
της μόλις είδε τα ποντίκια «πάλι πεινάνε;».
Ήταν τόσο λαίμαργα, που ένα διάστημα νόμιζε πως
ο Σεβάχ πάχαινε απ’ το φαγητό. Ώσπου ένα πρωινό
αντίκρισε εμβρόντητη έντεκα ροζ πλασματάκια να
αργοσαλεύουν πλάι στην κανελί κοιλιά του, και την
κόρη της να χοροπηδάει ενθουσιασμένη γύρω από το
κλουβί, σαν Ινδιάνα.
«Είναι άλιεν» φώναζε «άλιεν».
Δεν έφτανε που ο Σεβάχ αποδείχτηκε θηλυκό κι
αράδιασε ολόκληρη φαμίλια, καταβρόχθισε το ένα, αφήνοντας μόνο το ποδαράκι του και η Μερσίνα έγινε έξαλλη.
«Δεν είσαι μάνα, εσύ!» φώναξε μα το δεύτερο νιογέννητο χάθηκε εξαιτίας
Το τράβηξε κατά
της μπανιέρας για να ξεσφηνώσει, με τα πολλά τινάχτηκε έξω κι έπεσε στο δάπεδο ξεπνοϊσμένο. Του ’κανε ρυθμικές
λιγότερα» παρατήρησε η Δάφνη το ίδιο απόγευμα «θα τα ξαναμετρήσω» και της ακούστηκε σαν απειλή.
«Μπορεί να το ’φαγε κι αυτό η μάνα του» δικαιολογήθηκε και σαν να ντράπηκε.
Χάρισαν τα μικρά σ’ ένα pet shop και χώρισαν το ζευγάρι. Αλλά ένα βραδάκι που ’χε βάλει το Σεβάχ σε μια βαθιά λεκάνη και απέξω τον Ιβάν, για να τους αλλάξει το πριονίδι, έδωσε ο Ιβάν έναν πήδο, τρεις φορές
το μπόι του, αναρριχήθηκε στα γλιστερά τοιχώματα
του πλαστικού κι έτρεξε, κόλλησε σαν βεντούζα πίσω
απ’ το Σεβάχ.
Τον άρπαξε αυτή αμέσως, τον μάλωσε, μα δεν εί-
χε προλάβει και λίγες μέρες μετά γεννήθηκαν πέντε
ροζ μικρά, καρποί της αστραπιαίας ερωτικής τους συνεύρεσης.
Πήρε τον Ιβάν στη χούφτα της.
«Πονηρούλη» είπε κοιτάζοντάς τον τρυφερά «όλο εκεί έχεις το νου σου».
Κι άθελα αναρωτήθηκε πόσο καιρό είχαν ν’ αγκαλιαστούν με τον άντρα της. Ξάπλωνε πλάι της και σε μερικά λεπτά βυθιζόταν στον ύπνο. Άκουγε τη ρυθ -
μική ανάσα του και θύμωνε. Ένιωθε να την τυλίγει η ζεστασιά του κορμιού του και θύμωνε περισσότερο.
Γλίστρησε αργά τα δυο της δάχτυλα στο γκρίζο κεφαλάκι του ζώου.
«Δεν είναι δικά σου» έλεγε η Δάφνη πεισμωμένη όποτε την έβλεπε και της τα ’παιρνε από τα χέρια.
Μα εκείνη συνέχισε να τα χαϊδεύει, ώσπου η μικρή έπαψε ν’ ασχολείται μαζί τους.
Ακούμπησε τον Ιβάν προσεχτικά στη θέση του και
γέμισε τα μπολάκια τους με δημητριακά. Απορούσε κι
η ίδια με την τόση τρυφερότητα που ξεχείλιζε από μέ-
σα της γι’ αυτά τα πλάσματα. Όσο κι αν αγαπούσε τον
άντρα ή το παιδί της, δυσκολευόταν να το εκφράσει
με λόγια ή αγκαλιάσματα. Δεν ήξερε αν έφταιγε αυτή
ή οι άλλοι, δεν της άρεσαν, όμως, οι περιπτύξεις και
οι διαχυτικότητες. Αισθανόταν άβολα. Όποτε έκανε
απόπειρα να εκδηλώσει την αγάπη ή τη στοργή της
με κάποιο άγγιγμα, σαν να μούδιαζε το μυαλό και οι
αισθήσεις της κι η χειρονομία της έμενε μετέωρη. Ή
κατέληγε να ’ναι τόσο δειλή και άδεια, χωρίς ζεστασιά, που άφηνε τον άλλον αμήχανο. Εκτός απ’ τη Δάφνη, που της έσπρωχνε πέρα το χέρι και την κοίταζε
θυμωμένη, με στόμα σφιγμένο, γεμάτο παράπονο.
Κουκούλι – περίβλημα και χώρος προστασίας, όπου αναπτύσσεται η κάμπια ενός εντόμου και
μετατρέπεται σε χρυσαλλίδα, για να εκκολαφθεί
στο τέλος ως ένα πλήρως αναπτυγμένο ενήλικο
έντομο, το ακμαίο. Όπως η πεταλούδα, που από
ένα άχαρο πλάσμα καταλήγει στην εντυπωσιακή χορεύτρια των αιθέρων. Εκτός και αν, προβλήματα διαφόρων ειδών αναστείλουν την ανάπτυξή της.
Κόκκινο κουκούλι ή οικογενειακό καμίνι – το δυστοπικό περιβάλλον μιας δυσλειτουργικής οικογένειας, που αντί να προστατεύει, να θρέφει, να βοηθά στην υγιή ανάπτυξη των μελών της, εγκλωβίζει σε ρόλους που εμποδίζουν την ωριμότητα, τραυματίζει —καμιά φορά ανεπανόρθωτα—, οδηγεί σ’ εθισμούς.
Κόκκινο κουκούλι και η παθολογική νοσταλγία, όταν οι μνήμες φυλακίζουν σε μια χαμένη νιότη, έναν έρωτα ή ένα γάμο τελειωμένο και το άτομο προσκολλάται στο παρελθόν χάνοντας το παρόν.