Δώρα Δ. Θεοφιλοπούλου
ΤΟ ΤΩΝ
ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΕΥΜΕΝΙΔΩΝ Ἱστορικό μυθιστόρημα
ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΤΩΝ ΕΥΜΕΝΙΔΩΝ Δώρα Δ. Θεοφιλοπούλου Διορθώσεις: Χαρά Μακρίδη Σελιδοποίηση: Ζωή Ἰωακειμίδου Ἐποπτεία ἔκδοσης: Κωνσταντῖνος Ἰ. Κορίδης Σχεδιασμός ἐξωφύλλου: Γιώργος Ἀνδρέου © Copyright: Ἐκδόσεις «Ἰωλκός» & Δώρα Δ. Θεοφιλοπούλου Δεκέμβριος 2010 Α΄ Ἔκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»
• Ἀνδρέου Μεταξᾶ 12 & Ζ. Πηγῆς, Ἀθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr
www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-598-5
ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΤΩΝ ΕΥΜΕΝΙΔΩΝ
ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΙΔIΑΣ:
— Τὰ 50 χρόνια τῆς ἐφημερίδος «Ἐθνικὸς Φρουρὸς Λακωνίας» 1945-1994, Ντοκουμέντα, «Ἐθνικὸς Φρουρὸς Λακωνίας», 1994 — Τὸ χρονικὸ μιᾶς ἐποχῆς, Ντοκουμέντα, «Ἐθνικὸς Φρουρὸς Λακωνίας», 2003 — Ὁ καθρέφτης τῆς ψυχῆς μου, Ποίηση, Ἰωλκός, 2005 — Τὸ σφύριγμα τῶν Εὐμενίδων, Ἱστορικό μυθιστόρημα, Ἰωλκός, 2010
ΔΩΡΑ Δ. ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ Σ ΦΥΡΙΓΜΑ ΤΩΝ Ε ΥΜΕΝΙΔΩΝ
Ἱστορικό Μυθιστόρημα
ΙΩΛΚΟΣ
Στὴν Χριστιάννα καὶ τὸν Παναγιώτη
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ
α
Ανοιξε το παραθυρο. Τὸ λιγοστὸ φῶς τοῦ δειλινοῦ
ἁπλώθηκε στὴν κάμαρη μαζὶ μὲ μιὰ ριπὴ δροσιᾶς ἀπ’ τὰ ἥμερα ριζὰ τοῦ θεόρατου βουνοῦ. Τὸ φθινόπωρο ἄρχισε κιόλας. Ὀκτώβριος πιά. Τὸ δειλινὸ σκόρπιζε παντοῦ μιὰ δροσερὴ μελαγχολία ποὺ ἄρχιζε ἀπ’ τὰ προβούνια, σκεπασμένα μὲ τὸ μουντὸ πράσινο τῆς ἄγριας βλάστησης κι ἔφτανε μέχρι τὰ περβόλια, κά τω χαμηλὰ στὸν κάμπο. Μακριά, στὴν ἄκρη τῆς πεδιά δας, τὰ πρῶτα φῶτα τῆς πόλης, ἀριὰ καὶ ποῦ, ἄρχι σαν νὰ λαμπυρίζουν ἀβέβαια στὴν ἑσπερινὴ ὑγρασία. Ἀπὸ ψηλά, ἀπ’ τὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Κάστρου, ἀκούστη κε λεπτὴ καὶ κομψὴ ἡ φωνὴ τῆς καμπάνας. Ἡ γριού λα μοναχή, ἀφοσιωμένη στὸ Θεὸ καὶ τὴν παράδοση, σήμαινε τὸν Ἑσπερινὸ γιὰ πιστοὺς καὶ ἄπιστους ἀπα ράλλακτα ὅπως κάθε βράδυ, χρόνια τώρα. Ἔκανε ἀσυναίσθητα τὸ σταυρό της.
ΔΩΡΑ Δ. ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
— Θεέ μου, ψιθύρισε· Θεέ μου, ἂς γυρίσουμε ξανὰ στὸ δρόμο Σου! Ἀργὰ καὶ σταθερά, τελειώνοντας τὸ ἀγαπημένο σχῆμα τῆς Χριστιανοσύνης, πίεσε τὴν ἀνοικτὴ παλά μη της στὸ στέρνο σὲ μιὰ κίνηση μυστικῆς εὐχαριστί ας ἀλλὰ καὶ σιγουριᾶς γιὰ τὴ σκέπη τοῦ Θεοῦ. Μιὰ σύντομη ἱκεσία εἶχε κιόλας τελειώσει. Ἅπλωσε τὸ χέ ρι της καὶ χάιδεψε τὴν πετούγια διστάζοντας γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ κλείσει τὸ παράθυρο. Συνέχισε νὰ κοιτάζει ἔξω, τὸ μουντὸ τοπίο ποὺ τὴ γέμισε θύμησες. Σύθαμπο. Ἡ ὥρα τῶν ἀναμνήσεων. Ἀλλὰ τὸ νοῦ της δὲ χάιδεψε ἡ εἰδυλλιακὴ ὄψη τοῦ γνώριμου χώ ρου. Ἀντίθετα· εἰκόνες σκληρές, γεγονότα πρωτόφαν τα, ἀκόμη καὶ ἦχοι, ἄγριες φωνὲς κι ἐκρήξεις ἦρθαν στὸ μυαλό της. Φυσιογνωμίες ἀνελέητες, ὅπλα, στο λές, βίαιη δράση, φόνοι κι ἀνθρωποκτόνες κινήσεις ζωντάνεψαν μπροστὰ στὰ μάτια της. Ὁ τόπος, ἀπ’ τὸ χωριό της μέχρι κάτω τὴν πόλη, γέμισε σκιές. Ξαναζοῦσε τὴν Κατοχή! Κι ἔτσι, ὅπως μετεωριζόταν ἀνάμεσα στὸ σπίτι καὶ στὸ τοπίο τῆς πατρίδας της, ἔνιωσε ὑποσυνείδη τα ὅτι δὲν ἤξερε ἀπὸ ποῦ νὰ φυλαχτεῖ! Σάστισε γιὰ μερικὰ δευτερόλεπτα, ἀλλὰ δὲν κλονίστηκε ἀπ’ τὴ βιαιότητα τῶν εἰκόνων κι ἔβαλε γρήγορα σὲ τάξη τὶς ἀναμνήσεις της. Τί περιπέτειες κι αὐτές! Τέσσερα ὁλόκληρα χρό νια ἀγωνίες καὶ ἀγώνας γιὰ ἐπιβίωση. Μετὰ τὴ με 10
ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΤΩΝ ΕΥΜΕΝΙΔΩΝ
γαλειώδη ἀντίσταση στὴν Ἀλβανία, τὶς νίκες, τὴν προέλαση καὶ κάποιες ἐλπίδες ἦρθε ἡ καταστροφή· οἱ γερμανικὲς φάλαγγες γέμισαν τὴν Ἑλλάδα σκορ πίζοντας τὸ φόβο. Μὲ τοὺς Ἰταλοὺς τὰ πράγματα φάνηκαν κάπως καλύτερα στὴν πρώτη ἀρχή, ἀλλὰ μὲ τὴ συνθηκολόγησή τους καὶ τὴν τρομερὴ ἐκδίκηση τῶν Γερμανῶν στοὺς προδότες συμμάχους τους, τὰ πράγματα χειροτέρεψαν. Κι ἐκεῖ ποὺ κατρακύλησαν στὴ σκάλα τοῦ κακοῦ ἦταν μὲ τὶς ἐκκαθαρίσεις τοῦ ἀντάρτικου. Μέρες ὁλόκληρες χτενίζονταν ὅλα τὰ βουνά, καὶ τὰ χωριὰ πλήρωσαν ἀκριβὰ τὴν Ἀντίσταση καὶ κάθε δολιοφθορά. Συγγενεῖς, φίλοι, κουμπάροι, γνωστοὶ κι ἀγαπημένοι χάθηκαν γιὰ πάντα. Κάθε τόσο ἔφταναν στὴν πόλη καὶ στὰ γειτονικὰ χωριὰ τὰ μαῦρα μαντάτα. — Τὰ μάθατε; Σκότωσαν τὸν τάδε, τουφεκίστηκε ὁ δεῖνα, ὅμηρος ὁ τάδε. Ὀνόματα γνωστά, τὶς περισσότερες φορὲς καθόλου ἀδιάφορα, καὶ μερικὰ πρόσωπα πολὺ ἀγαπημένα, φορτωμένα μὲ εἰκόνες χαρᾶς καὶ γλεντιοῦ σὲ ξεφαν τώματα γάμων καὶ πανηγυριῶν. Συνδυασμένα ἀκόμη καὶ μὲ εἰκόνες λύπης, σὲ κηδεῖες, παρηγοριές, μνη μόσυνα. Μιὰ ὁλόκληρη πινακοθήκη ἀπὸ μορφὲς ποὺ ζωγράφιζε ἡ ζωὴ τῆς ἐπαρχίας: θαλεροὶ χωριάτες μὲ μουστάκες καὶ ταγάρια, κομψοὶ δικηγόροι καὶ για τροί, ὑπάλληλοι πολὺ καλοβαλμένοι, ἔμποροι καλο στεκούμενοι, νοικοκύρηδες καὶ μπιρμπάντες, νέοι κι 11
ΔΩΡΑ Δ. ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
ἡλικιωμένοι, ἀκόμη καὶ γυναῖκες καὶ παιδιά. Ἕνας λαὸς ὁλόκληρος ποὺ ζοῦσε καὶ κινιόταν γύρω σου, μὲ τὶς καθημερινὲς σκοτοῦρες, τὰ βάσανά του, ἀνυποψία στος, ὅμως, γιὰ τὸ Χάρο ποὺ θὰ τὸν θέριζε. Γιὰ τὸ Χά ρο ποὺ δὲ θὰ τὸν ἔριχνε στὸ κρεβάτι ἀπὸ χτικιό, ἀπὸ κόλπο, ἀπὸ ἀτύχημα. Ὄχι. Δὲ μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ τὸ Χάρο ποὺ θὰ τὸν κλάδευε μὲ τὴν τελευταία λέξη τῆς πολεμικῆς τέχνης καὶ τῆς ἐπιστήμης, μὲ τὶς παντέλειες κι ἀστραφτερὲς πολεμικὲς μηχανὲς ποὺ κατασκευά ζονταν στὴ Γερμανία, τὴν Τσεχία, τὴν Ἰταλία. Ποιός χωριάτης φανταζόταν, τὴ στιγμὴ ποὺ ὄργωνε τὸ χωρά φι του μὲ τὰ πρωτόγονα μέσα του, ὅτι κάποιος ἄλλος δουλευτής, ἐργάτης τῆς φάμπρικας, χιλιάδες μίλια μακριά, μοντάριζε τὸ πολυβόλο, τὸ τάνκ, τὸ πιστόλι, τὸ τουφέκι ποὺ θὰ τοῦ ἔκοβε τὸ νῆμα τῆς ζωῆς; Καὶ μάλιστα γιατὶ τὸ ἔγκλημά του ἦταν μιὰ χούφτα ἀξίες, παλιὲς ὅσο κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ φύτρωσε σὲ τοῦτα ’δῶ τὰ χώματα: ἡ ἀγάπη κι ἡ ἀξιοπρέπεια· ἡ δύναμη κι ἡ ἀδυναμία του. Ὅτι ἀγάπησε τὴν πατρίδα του, ὅτι ἀγω νίστηκε γι’ αὐτήν, ὅτι ἡ πατρίδα του τελικὰ νικήθηκε σ’ ἕναν ἄνισο καὶ τιτάνειο ἀγώνα; Τί ζωὴ κι αὐτή! Καὶ τὰ στρατοδικεῖα νὰ καταδικάζουν συνέχεια. Καὶ ποι ός νὰ πάει στὴν Τρίπολη, στὴν Ἀθήνα. Ἤ, μᾶλλον, πῶς νὰ πάει, καὶ ποιούς νὰ παρακαλέσει γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀγαπημένων του. Πόσοι δὲ χάθηκαν τότε! Ἕνα μαῦρο πέπλο σκέπαζε ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Ἡ λευτεριὰ τῶν βουνῶν κι ἡ δράση τοῦ Στρατηγείου Μέσης Ἀνα 12
ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΤΩΝ ΕΥΜΕΝΙΔΩΝ
τολῆς πληρωνόταν ἀκριβὰ στὸν ἑλληνικὸ κάμπο, τοῖς μετρητοῖς στὰ ψηλὰ βουνά. Ὅλ’ αὐτὰ ἔφεραν ἀναστάτωση στὴν κοινωνία, ψυ χολογικὴ κι ἰδεολογική. Κι αὐτὸ ποὺ ἀκολούθησε ἦταν χειρότερο ἀπ’ τὸ πρῶτο: ἐμφύλιος σπαραγμός. Ὁ Ἕλληνας, εἶν’ ἀλήθεια, εἶχε πάντα στὴν καρδιά του τὸ σαράκι τοῦ διχασμοῦ. Λίγα χρόνια πρὶν τὸ ξόφλη σε κι αὐτὸ τὸ χρέος γιὰ πολλοστὴ φορά. Κι ἡ ἀνεξαρ τησία τῶν Ἑλλήνων τὸ ’21 ἀπ’ αὐτὸν κινδύνεψε. Μὰ τώρα τὰ πράγματα ἦταν χειρότερα, πιὸ ἄγρια. Τὰ ὅπλα ἦταν εὔκολα, βρίσκονταν πιὰ στὰ χέρια ὅλων, ἡ ζωὴ εἶχε ἀποδειχτεῖ φτηνή, ὁ θάνατος ἦταν συνηθισμέ νος καὶ γρήγορος. Τὰ πάθη φούντωσαν στὰ ξαναμμέ να μυαλά. Τὸ κακὸ δὲν ἄργησε νὰ γίνει. Καὶ ’κεῖ ποὺ σκοτώναμε τοὺς ξένους, βάρβαρους κι αἰσθηματίες ἀνάκατα, ἀρχίσαμε νὰ σκοτωνόμαστε μεταξύ μας. Προδότες, δωσίλογοι, συνεργάτες, μαυραγορίτες, πράκτορες, πεμπτοφαλαγγίτες, κι ὅσα ἄλλα ὀνόμα τα μποροῦσε να δώσει τὸ λεξικὸ τῆς ρετσινιᾶς καὶ τῆς ἀναπολόγητης καταδίκης, δόθηκαν σὲ κακοθάνατους Ἕλληνες, καταδικασμένους ἀπ’ τὰ στρατοδικεῖα τῆς ἰδεολογίας καὶ τοῦ μίσους. Θρῆνος στὰ χωριὰ καὶ τὶς πόλεις, αὐτὴ τὴ φορὰ βαθύτερος, σκληρότερος. Κάθε τάφος εἶχε, δίπλα στὸ σταυρό του, στημένο κι ἕνα ἄγαλμα τῆς ἐκδίκησης. Πολὺ αἷμα ἑλληνικὸ χύθηκε καὶ στὰ δύο στρατόπεδα. Κι ὡς ποῦ θὰ φτάσει αὐτὸ κανεὶς δὲν ξέρει. Τὸ αἷμα τῶν πεθαμένων βογκᾶ καὶ 13
ΔΩΡΑ Δ. ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
τῶν ζωντανῶν χοχλάζει ἀκόμη, ὅταν μάλιστα στὰ χέρια τους κρατοῦν τουφέκια, ἔστω κι ἄν ἔφυγαν οἱ ἐχθροί. Ἡ τελευταία σκέψη τὴν ἔριξε σὲ συλλογή. «Ἀρματω μένοι ἁλωνίζουν σὲ μιὰ χώρα ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὴ σκλα βιά, χωρὶς Ἀρχές, χωρὶς κυβέρνηση. Ποιός εἶν’ ὁ Νόμος, τί εἶναι Νόμος; Ἡ ἠρεμία τοῦ τοπίου τὴν τρόμαξε. Δὲν τῆς ἄρεσε καθόλου τόση σιγαλιά. Ἡ γαλήνη πρὶν τὴν τρικυμία» σκέφτηκε. Σὰν νὰ ὀσμιζόταν στὸν ἀέρα ὅτι κάτι ἐρχόταν. Κάτι μὲ σκιὲς καινούργιες, φόβο κι ἀν τάρα τοῦ πολέμου. Σταυροκοπήθηκε πάλι μηχανικὰ σιγομουρμουρίζοντας μιὰν ἀκόμη ἱκεσία στὴν Πανα γία. Κι αὐτὴ ἡ δεύτερη χριστιανική της κίνηση τέλει ωσε συνάμα μὲ τοὺς τελευταίους ἤχους τῆς μακρινῆς καμπάνας. Γύρισε τὰ μάτια της στὸ μοναστήρι. Στὸ Κάστρο ψηλά, τ’ ἀγέρωχο κι ἀπόκρημνο, ἄρ χισαν νὰ πέφτουν οἱ σκιὲς τῆς νύχτας. Ὁ ὄγκος του, ἕνα βουνὶ ποὺ ξέκοψε καὶ καρφώθηκε φυτευτὸ στὰ ριζὰ τοῦ Γερο-παπποῦ, ἄρχισε νὰ γίνεται ἀνάερος μέσ’ τὸ σκοτάδι. Δυὸ-τρία φωτάκια στὰ μισὰ τῆς δῶ θε πλευρᾶς του ἔδειχναν ὅτι κάποιοι προσεύχονταν ἀκόμη στὸν Πανάγαθο γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ Κόσμου. Τὶς ἁμαρτίες ποὺ δὲν ἔχουν τελειωμό, στὶς χῶρες ποὺ πέρασαν κι ἀκόμη πολεμοῦν οἱ Οὖνοι, σ’ ὅλες τὶς πο λιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς Ρωμιοσύνης. Τοιμάστηκε νὰ κλείσει τὸ παράθυρο. Ἕνας βου βὸς σπασμὸς σὰν στεναγμὸς βγῆκε ἀπ’ τὸ στῆθος 14
ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΤΩΝ ΕΥΜΕΝΙΔΩΝ
της στὴν ἔντονη σκέψη ὅλων αὐτῶν τῶν παθημάτων, κοντινῶν καὶ μακρινῶν. Ἀπ’ τὰ μάτια της πέρασαν, σὰν ἀστραπὴ κακοῦ ὀνείρου, εἰκόνες ξεσπιτωμοῦ, καταστροφῆς καὶ θανάτου. Ἀσυναίσθητα σήκωσε τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ σὰν ἱκεσία. Ἴσως ἦταν ἕτοιμη νὰ πεῖ καὶ κάτι, παρμένο ἀπ’ τὸ στερεότυπο λεξιλό γιο τῆς ἀπόγνωσης τοῦ Χριστιανοῦ, ὅταν ἄκουσε τὴ χλαλοὴ κι εἶδε τὴ λιτανεία τῶν μικρῶν φώτων νὰ προ χωρεῖ ὁλόισια στὸ Κάστρο. Σάστισε, καὶ τέντωσε τὸ κορμί της ἔξω ἀπ’ τὸ πα ράθυρο σὰν γιὰ να πλησιάσει καὶ νὰ δεῖ καλύτερα τὸ ὅραμα – γιατὶ σὰν ὅραμα τῆς φάνηκε αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε. Κράτησε τὴν ἀνάσα της ν’ ἀφουγκραστεῖ καλύτερα. Ἡ χλαλοὴ δυνάμωνε καὶ τώρα ξεχώριζαν καὶ φωνές, ἀνδρικὲς κυρίως, ἀλλὰ καὶ νέα φωτάκια ἔσμιγαν στὸ παράξενο ἀσκέρι ποὺ εἶχε ἀρχίσει γρή γορα νὰ μπαίνει ἀπ’ τὴν κάτω μεριὰ στὸ Κάστρο καὶ ν’ ἀνεβαίνει πρὸς τὶς ἐκκλησιὲς καὶ τὰ παλάτια. Δὲν καταλάβαινε τί συμβαίνει. Γιορτὴ δὲν ἦταν, σίγουρα, ἀλλὰ κι ὅλο αὐτὸ δὲν ἔμοιαζε γιὰ τελετουρ γία. Κάτι ἄλλο ἔτρεχε ποὺ σίγουρα σχετιζόταν μὲ τὴν «κατάσταση». Σφίχτηκε ἡ καρδιά της. Μήπως τοὺς κυνηγοῦσαν καὶ γυρεύουν καταφύγιο στὸ παμ πάλαιο ὀχυρό; Τότε, τὰ πράγματα εἶναι σκοῦρα. Καὶ ποιοί ἦταν οἱ κυνηγημένοι; Ποιοί τοὺς ἀνάγκασαν νὰ μποῦν στὸ Κάστρο; Ἔπρεπε νὰ μάθει, νὰ μάθει σύν τομα τί τρέχει. Ὁ νοῦς της πῆγε στοὺς δικούς της. Ποῦ 15
ΔΩΡΑ Δ. ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
εἶναι ὁ ἄντρας της, τὰ παιδιά; Σφάλισε μὲ πάταγο τὸ παράθυρο καὶ βγῆκε στὸ χαγιάτι. Οὔτε ποὺ κατά λαβε πῶς βρέθηκε στὸ δρόμο. Δυὸ-τρεῖς γειτόνισσες ἦταν κιόλας στὴ ρούγα καὶ σιγοκουβέντιαζαν. Στὰ πρόσωπά τους ἦταν χαραγμένη ἡ ἀγωνία. Γύρισαν ὅλες καὶ τὴν κοίταξαν. — Τἄμαθες; τῆς εἶπε ἡ Γιώργαινα. Τὸ Τάγμα κλεί στηκε στὸ Κάστρο. Λένε, ὅτι οἱ κομμουνιστὲς πῆραν στὰ χέρια τους τὴν κατάσταση. Ἀλίμονό μας! Δὲν πρόφτασε ν’ ἀποσώσει τὴν κουβέντα, κι ἀκού στηκε μιὰ κανονιά. Ναί, κανονιὰ πρέπει νὰ ἦταν ἤ, τέλος πάντων, βολὴ ἀπὸ βαρὺ ὁπλισμό. — Ἄχ, Παναγιά μου, τοὺς πῆραν τὸ κατόπι, τσίριξε ἡ Παναγιώτα. Τοὺς βαρᾶνε κιόλας! Ἔνιωσε ἕνα σφίξιμο στὸ στομάχι. Τέντωσε τ’ αὐ τιὰ μέσα στὴ νύχτα λὲς καὶ περίμενε τὴν ἀπάντηση στὴ βολή, τὴν ἔναρξη μιᾶς μάχης ποὺ θὰ ξεκαθάριζε μέσα σὲ λίγη ὥρα ποιός θὰ στεκόταν καὶ πάλι ὀρθὸς καὶ ποιός θὰ πέθαινε, ποιά παράταξη θὰ νικοῦσε καὶ ποιά θὰ νικιόταν. Ἡ πικρὴ πείρα ἔλεγε ὅτι τὸ ρι ζικὸ χτύπησε καὶ πάλι. Μόνον ἂς ἦταν σύντομο, νὰ μὴν τραβοῦσε ἄλλα τέσσερα χρόνια. Ἀνατρίχιασε. Ἔπιασε τὸν ἑαυτό της νὰ σκέφτεται σκληρά! Ὅμως, νὰ τελειώνει τὸ μαρτύριο γρήγορα, ἂν εἶναι δυνατὸν τώρα δά, τώρα ποὺ ἀρχίζει· νὰ πάψει ὁ σκοτωμὸς νὰ σέρνεται. Ἤξερε πὼς τέτοιες ἐλπίδες ἦταν ἀπίθανες· τώρα ποὺ τὸ κακὸ ξεκίνησε, θὰ τραβήξει γιὰ καιρό. 16
ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΤΩΝ ΕΥΜΕΝΙΔΩΝ
Καινούργιες ἀγωνίες, νέα φέρετρα, κι ἄλλοι τάφοι. Κι ὅμως, τίποτ’ ἄλλο δὲν εὐχόταν παρὰ τὸ γρήγορο τέλος – ὅποια καὶ νἆταν ἡ ἔκβαση. Μετὰ τὴν κανονιὰ τίποτα δὲν ἀκούστηκε, μόνο τὸ σιγανὸ κλαψούρισμα τῶν γυναικῶν δίπλα της. Ἔπρε πε νὰ τρέξει, νὰ μάθει. Ὁ ἄντρας της, τὰ παιδιά! Ἀνέ βηκε στὸ σπίτι κι ἔριξε βιαστικά πάνω της τὸ παλτό. Δὲν εἶχε καιρὸ γιὰ χάσιμο. Μὲ γρήγορα βήματα βγῆκε ἀπ’ τὸ χωριό. «Δὲν πρέπει νὰ χαθεῖ αὐτὴ ἡ μάχη» σκέ φτηκε σφίγγοντας ἀποφασιστικὰ τὸ σαγόνι της. Καὶ πῆρε νυχτιάτικα τὸ δρόμο γιὰ τὴν πόλη.
β — Καλησπέρα, συναγωνίστρια· γιὰ ποῦ τὄβαλες μόνη σου νυχτιάτικα; Βλοσυρός, γενειοφόρος καὶ πάνοπλος πετάχτηκε μπροστά της ἕνας ἐλασίτης φράζοντας τὸ δρόμο. Τὸν κοίταξε ἀμίλητη χωρὶς νὰ τρομάξει. Σὰν νὰ τὸν περί μενε, ὅπως περιμένεις, λογουχάρη, τοὺς καλικάντζα ρους τὰ Χριστούγεννα. Σταμάτησε ἀκριβῶς μπροστά του σ’ ἀπόσταση ποὺ ἐκεῖνος, ὅμως, δὲν τὴ θεώρησε ἀπόσταση «ἀσφαλείας». Ἔγειρε λίγο πρὸς τὰ πίσω χουφτώνοντας καὶ μὲ τὰ δυό του χέρια τὸ ἀραμπέλ. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἔριχνε βλέμμα καχύποπτο στὰ δικά της χέρια, χωμένα στὶς τσέπες τοῦ παλτοῦ. «Ἔχει 17
ΔΩΡΑ Δ. ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
γοῦστο νὰ μοῦ ἀνάψει καμιὰ ἤ νὰ τραβήξει τίποτε χειροβομβίδες» σκέφτηκε. — Γυναίκα πράμα καὶ νυχτοπερπατᾶς τέτοιες μέρες πονηρές; ξαναρώτησε σὲ τόνο δῆθεν εὔθυμο, ἐπιμένοντας, ὅμως, νὰ πάρει ἀπάντηση. — Στὴν πόλη πηγαίνω, τοῦ ἀποκρίθηκε ἐκείνη ἁπλὰ ἀλλὰ καὶ σταθερά. Στὸν ἄντρα μου καὶ στὰ παιδιά μου. — Καὶ ποιανοῦ εἶσαι; ξαναρώτησε ὁ ἀντάρτης κάνοντας μιὰ γκριμάτσα περιέργειας ποὺ ἔσμιξε τὰ δασιά του φρύδια. Στὸ χάσικο φέγγισμα τοῦ φεγγα ριοῦ φάνηκε πιὸ τρομερός, ἴδιος κατσαπλιάς. — Τοῦ Γιώργη ἀπ’ τὸ Παληοχώρι εἶμαι θυγατέρα. — Μμ! Καλὸς ἄνθρωπος. Καὶ λεβέντης. Ὁ ἄντρας σου ποιός εἶναι; — Ὁ Μῆτσος. — Ἀχά! Χοὺ χού! Ταγματαλήτης! Δὲν τὄμαθες, κυ ρά μου, ὅτι κλείστηκε στὸ Κάστρο μὲ τοὺς ἄλλους; Λοιπόν; Τί νὰ σὲ κάνω σένανε τώρα; — Νὰ μ’ ἀφήσεις νὰ περάσω, τοῦ εἶπε πολὺ ἤρε μα. Ἔχω τὰ παιδιά μου ἔρημα στὴν πόλη. Κι ἄν ὁ ἄντρας μου μπῆκε στὸ Κάστρο, θἆχε λόγους νὰ τὸ κάνει. Μᾶλλον γιὰ νὰ σωθεῖ θὰ πῆγε. — Ἆ, συναγωνίστρια, μοῦ τὰ χαλᾶς! Καὶ γὼ γνώρι ζα τὸν πατέρα σου· καλὸς ἄνθρωπος, καὶ τοὖχα μιὰ ὑποχρέωση. Ἀλλὰ ’κεῖνος ὁ ἄντρας σου… Καὶ τὸν ὑπερασπίζεσαι κιόλας. 18
ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΤΩΝ ΕΥΜΕΝΙΔΩΝ
— Ἄντρας μου εἶναι, δὲν τὸ καταλαβαίνεις; Καὶ τί ἔχω νὰ κάνω ’γὼ μὲ τὰ Τάγματα; Δὲν πάω στὸ Κά στρο, στὴν πόλη πάω, δὲν τὸ βλέπεις; — Τέλος πάντων, γιὰ χάρη τοῦ μακαρίτη τοῦ πα τέρα σου… Πήγαινε. Φύγε γρήγορα. Πλησιάζοντας στὴν πόλη ἦταν πολὺ προσεκτική. Σὲ λίγο βρέθηκε πολὺ κοντὰ στὰ πρῶτα σπίτια. Ποῦ καὶ ποῦ ξέφευγε λίγο φῶς ἀπὸ κάποια μισάνοιχτη γρίλια ἢ ἀκούγονταν κουβέντες χαμηλόφωνες. Στρί βοντας μπῆκε στὸ ἐξοχικὸ δρομάκι ποὺ ἔφερνε στὸ σπίτι της. Μιὰ ἐρημιὰ ποὺ φόβιζε ἐπικρατοῦσε παν τοῦ. Τὸ μουντὸ κατοχικὸ σκηνικὸ συνεχιζόταν. Κι ὅμως, μόλις λίγες μέρες πρίν, ἡ πόλη εἶχε ζωντανέ ψει, λυτρωμένη ἀπ’ τὴ σκλαβιά. Στοὺς ἴδιους τού τους δρόμους, στὴ φαρδιὰ κεντρικὴ πλατεία, ξεχύθη καν ἄνθρωποι γελαστοὶ καὶ χαρούμενοι. Γλένταγαν, τραγουδοῦσαν ποὺ ἔφυγε ἀπὸ πάνω τους ὁ βραχνὰς τοῦ Γερμανοῦ κατακτητῆ. Σκόρπιζαν γύρω τους τὴν αἰσιοδοξία μ’ ἕνα χαιρετισμό, μ’ ἕνα ἀστεῖο, καὶ μὲ ’κείνη τὴν πάντα δροσερή, κι ἄς ἦταν χιλιοειπωμέ νη, εὐχή: — Καλὴ Λευτεριά! «Καλή». Ποὺ νὰ τἄχει ὅλα καὶ νὰ προσφέρει τὰ πάντα: ἐλπίδα, προκοπή, γαλήνη, δημοκρατία καί –γιατί ὄχι– καλοπέραση, διασκέδαση, ξενοιασιά. Ὅπως παλιά. Ἔλεγες «παλιά» κι ἂς ἦταν μόλις τέσ σερα χρόνια πρίν! Τὄλεγες λὲς καὶ μιλοῦσες γιὰ τὸν 19
ΔΩΡΑ Δ. ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
περασμένο αἰώνα. Πλάστηκε κιόλας ἡ καινούργια λέ ξη, φορτισμένη μὲ τὴ νοσταλγία μιᾶς belle époque: — Προπολεμικά! Τὴν ἔλεγαν ὅλοι γιὰ νὰ δηλώσουν μιὰ παραδεί σια σχεδὸν ἐποχή – φανταστικὴ στὴν οὐσία. Μέσ’ τὸ μυαλό τους λίγο ἔλειπε νὰ ξαναγύριζαν τὰ χρόνια ποὺ ἔδεναν τὰ σκυλιὰ μὲ τὰ λουκάνικα. Κι ἂς ἦταν ἐποχὴ στερήσεων κι αὐτή. Κι ἐπιπλέον, δικτατορία· τοῦ Μεταξᾶ. Ὅμως, τὰ στερνὰ τιμοῦν τὰ πρῶτα: ἦρθε ἡ Κατοχή. Σκληρὰ χρόνια, θάνατος, πείνα, κα ταδιώξεις, μάχη καθημερινὴ γιὰ τὴν ἐπιβίωση. Στὰ διαλείμματα τῆς μιζέριας –σπάνια αὐτά, ἔτσι σὰν μιὰ ἀνάσα– τὸ τριάντα τόσο φάνταζε μυθικό. Κι ἂς μὴν ἦταν… Ἀλλὰ τώρα, τώρα, νά· πισωγύρισμα στὴν τυραννία. Γιατί; Γιατί; Φόβος, ἐρημιά, σκιὲς θανάτου παντοῦ. Οἱ σκέψεις της διακόπηκαν φτάνοντας στὴν πόρ τα. Σκοτάδι. Γύρισε τὸ κλειδὶ καὶ μπῆκε θαρρετά. Ἀνάβοντας τὸ φῶς ἠρέμησε· ὅλα βρίσκονταν στὴ θέση τους. Ἕνα γρήγορο βλέμμα γύρω ἔδιωξε τὴν ἀνησυ χία τῆς καταστροφῆς ποὺ τὴ βασάνιζε στὸ δρόμο. — Μαμά, μαμά! Ἡ πόρτα τῆς κουζίνας ἄνοιξε τρίζοντας κι ὅρμη σαν τὰ παιδιὰ στὴν ἀγκαλιά της. Τὴ βομβάρδισαν μ’ ἀπανωτὲς ἐρωτήσεις: γιατί ἄργησε τόσο, ποῦ εἶναι ὁ μπαμπάς, γιατί δὲν ἦρθε τὸ μεσημέρι ὅπως πάντα, τί ἦταν ὅλοι αὐτοὶ οἱ πυροβολισμοί, γιατί τόσες φω 20
ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΤΩΝ ΕΥΜΕΝΙΔΩΝ
νές. Εἶχαν τρομάξει τὰ παιδιὰ καὶ κούρνιασαν στὴν κουζίνα ὅλο τὸ βράδυ. Δὲν τόλμησαν νὰ βγοῦν ἔξω. Καλύτερα, βέβαια. Κάθισε ἀποσταμένη στὴν πρώτη καρέκλα ποὺ βρῆ κε μπροστά της κι ἀγκάλιασε τρυφερὰ καὶ τὰ δυὸ παιδιὰ μαζὶ σφίγγοντάς τα πάνω της. Γέμισε ζωὴ ἡ ἀγκαλιά της. Χόρτασε χαρὰ κι ἐλπίδα. Τοὺς χάιδε ψε στοργικὰ τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ φίλησε, μ’ ἕνα ζεστό, μητρικὸ φιλί. Μετὰ τὶς βραδινὲς λαχτάρες ἦταν ἕνα φάρμακο καὶ γι’ αὐτὰ καὶ γιὰ ’κείνη. Κι ὅμως, ἕνα σύννεφο πλανιόταν στὴν καρδιά της ποὺ τὴν κρατοῦ σε· τί νὰ ἔγινε ὁ ἄντρας της; Στὰ παιδιὰ ἔδωσε τυπι κὲς κι ἀόριστες δικαιολογίες γιὰ κάποια δουλειά, ἔκτακτη ἀπασχόληση, ἴσως ἐμπόδιο τῆς ἀνώμαλης κατάστασης. Στὰ μάτια τους, ὅμως, ἔβλεπε τὴν ἀπο ρία, καὶ τὴν ἀμφιβολία ἀκόμη, ποὺ στὴ δική της τὴν ψυχὴ γινόταν κάτι βαρύτερο· ἀνησυχία. Τ’ ἀποφά σισε· θὰ πήγαινε νὰ τὸν γυρέψει. Νὰ μάθει ἀκριβῶς ποῦ βρισκόταν· μπῆκε πράγματι στὸ Κάστρο μὲ τοὺς ἄλλους; Ἔκανε πρόχειρα καὶ βιαστικὰ τὸ ἀπαραίτητο νοι κοκυριό. Τὰ παιδιὰ πεινοῦσαν κι ἔφαγαν μὲ ὄρεξη, γέλια καὶ πειράγματα τὸ φτωχικὸ φαγάκι τους. Καθό ταν δίπλα τους καὶ τὰ κοίταζε. Τί ἔφταιγαν κι αὐτὰ νὰ βρεθοῦν στὴ δίνη ἑνὸς ἀκόμη πολέμου. Σκληροῦ καὶ ἀνελέητου κι αὐτὴ τὴ φορά, ὅπως εἶναι ὅλοι οἱ ἐμφύλιοι. Γιατὶ τὸν ἐχθρὸ τὸν γνωρίζεις καλά, καὶ 21
ΔΩΡΑ Δ. ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
τὸ λίγο ἔλεος ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει γιὰ τὸν ξένο, τὸν ἀλλόφυλο, ἐξανεμίζεται ἀπ’ τὰ πάθη. Γνωρίζεις τὸ σπίτι του, τὰ χούγια του, τὰ ἐλαττώματά του, τὴ γυναίκα του, τὰ παιδιά του, τὶς προσδοκίες του, τὰ πάθη του – ὅλα. Ὅλα! Κι ἂν τοῦ βρίσκεις καὶ καμιὰ ἀρετὴ ἢ ἔχει πλούσιο βιός, τότε ἀκόμη χειρότερα. Πλακώνει τὶς καρδιὲς ὁ φθόνος ἐκδικητικός! Τρομα χτικὴ δύναμη καταστροφῆς ποὺ μπορεῖ νὰ κρύβεται παντοῦ· κάτω ἀπὸ ἰδεολογίες, χοντροκομμένες κατη γόριες, πράματα καὶ θάματα. Γνωστὸ τὸ τροπάρι· θἀρχίσουν οἱ ἐκκαθαρίσεις, οἱ προγραφὲς τῶν ἀντι πάλων, τὰ γνωστὰ ξεκαθαρίσματα τῶν λογαριασμῶν – κι εἶναι τόσα τὰ τεφτέρια! — Μαμά, τί παναπεῖ Λαοκρατία; Ἡ φωνὴ τῆς μικρῆς τῆς διέκοψε τὶς μίζερες σκέ ψεις. Κι ἀλίμονο, ἡ ἐρώτηση ἦταν κι αὐτὴ κακοβαλμέ νη. Καὶ πῶς νὰ ἐξηγήσεις σ’ ἕνα παιδί! — Νά, Λαοκρατία σημαίνει νὰ κυβερνάει ὁ λαός. — Γιατί; ἐπέμεινε ἡ μικρή μὲ τὴν ἐξυπνάδα ζω γραφισμένη στὰ μάτια. Τώρα δὲν κυβερνάει ὁ λαός; Ποιός δίνει διαταγές; Χαμογέλασε. «Διαταγές!» σκέφτηκε. «Κοίταξε νὰ δεῖς τί ἄφησαν αὐτὰ τὰ χρόνια στὰ παιδιά. Ἀπὸ τὸ ’36, κοντὰ δέκα χρόνια. Γεννήθηκαν, μεγαλώνουν κι οὔτε ποὺ εἶδαν οὔτε καὶ καταλαβαίνουν τί θὰ πεῖ δημοκρατία. Σκέψου τί παράξενος θὰ τοὺς φανεῖ ὁ Ἐπιτάφιος τοῦ Περικλῆ – ἂν ποτὲ τὸν ἀκούσουν 22
ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΤΩΝ ΕΥΜΕΝΙΔΩΝ
στὸ σχολεῖο, ὅπως πᾶμε, βέβαια. Στὸ μυαλουδάκι τους εἶναι καρφωμένη ἡ ἀποθέωση τῆς Ἐξουσίας: δίνω ἐντολὲς ἢ ἐκτελῶ διαταγές· τίποτ’ ἄλλο. Συγ κεντρώθηκε καὶ προσπάθησε νὰ δώσει τώρα στὴ μικρὴ ἕνα πρωτοβάθμιο μάθημα δημοκρατίας. Τέ τοιες ὧρες!». — Διαταγὲς δίνουν στὸ στρατό, δὲ δίνουν στοὺς ἄλλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ κυβέρνηση μόνο ἀποφα σίζει τί θὰ κάνουμε, ὅλοι μαζί. — Μὰ ἀφοῦ δὲν ἔχουμε κυβέρνηση στὴν Ἑλλάδα, ἐπέμενε μὲ βεβαιότητα ἡ μικρή. Τὶς διαταγὲς τὶς ἔδι ναν οἱ Γερμανοὶ στρατιῶτες. Καὶ τώρα ποὺ ἔφυγαν θέλει νὰ τὶς δίνει ὁ ΕΛΑΣ. Τὸ θέμα γινόταν σοβαρὸ κι ἤθελε λεπτοὺς χειρι σμούς. Καὶ δὲν εἶναι ἡ ὥρα γιὰ τέτοιες κουβέντες. — Κι ἐσύ, ποῦ τὰ ξέρεις αὐτά; ρώτησε ἡ μητέρα προσπαθώντας νὰ δώσει στὴ φωνή της ἕναν τόνο χα λαρῆς συνομιλίας. — Τὰ ἔλεγε χθὲς ὁ μπαμπὰς στὸ θεῖο Γιῶργο. Τοῦ εἶπε ἀκόμη ὅτι περιμένει νὰ ἔλθει ἡ κυβέρνηση γιὰ νὰ μὴ γίνει Λαοκρατία. Κι ἀπ’ αὐτὰ ἦρθε ὁ χείμαρρος τῶν παιδικῶν ἀπορι ῶν ποὺ μὲ τὴ στέρεη λογική τους κάνουν τοὺς «μεγά λους» νὰ μὴ βρίσκουν εὔκολα πειστικὲς ἀπαντήσεις. — Δηλαδή, συνέχισε ἀκάθεκτη ἡ μικρή, ἡ κυβέρνη ση δὲ θ’ ἀφήσει τὸ λαὸ νὰ κυβερνάει, θέλει νὰ κυβερ νάει αὐτή; Κι ἀπὸ ποῦ θὰ ἔρθει ἡ κυβέρνηση; Γιατί 23
ΔΩΡΑ Δ. ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
λείπει; Φοβήθηκε τοὺς Γερμανοὺς καὶ ἔφυγε; Καὶ ’μεῖς, γιατί δὲν τοὺς φοβηθήκαμε τοὺς Γερμανοὺς καὶ μείναμε στὸ σπίτι μας; Κράτησε τὴν ψυχραιμία της. Προσπάθησε νὰ τῆς ἐξηγήσει ὅσο μποροῦσε πιὸ ἁπλά, ἀποφεύγοντας νὰ δώσει «πολιτικὴ» χροιὰ στὶς ἀπαντήσεις της. Ὅταν ἦρθαν οἱ Γερμανοὶ νικώντας τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ στὰ σύνορα, δὲν ἔπρεπε νὰ πιάσουν τὸ βασιλιὰ καὶ τὴν κυ βέρνηση στὴν Ἀθήνα, τῆς εἶπε. Γι’ αὐτὸ ἔφυγαν, γιατὶ δὲν ἔπρεπε νὰ τοὺς πιάσουν. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ ἔμει ναν στὴν Ἑλλάδα περίμεναν νὰ τελειώσει ὁ πόλεμος καὶ νὰ φύγουν κι οἱ Γερμανοί. Τώρα πιὰ ποὺ ἔφυγαν μπορεῖ νὰ γυρίσει ἡ Κυβέρνηση, ἀλλὰ εἶναι μερικοὶ ἄνθρωποι ποὺ δὲν τὴ θέλουν. Αὐτοὶ λένε ὅτι πρέπει νὰ κυβερνάει ὁ λαός. Ἀλλὰ ὁ λαὸς πρέπει νὰ ἔχει κυ βέρνηση, ὅπως σὲ κάθε κράτος. Δηλαδή, θέλουν ἄλλη κυβέρνηση, δική τους. Τὸ σύντομο μάθημα τῆς πολιτικῆς ἀγωγῆς τέλειω σε μὲ τὸ καχύποπτο βλέμμα τῆς μικρῆς καὶ τὴ βαριε στημάρα τοῦ ἀγοριοῦ. Οἱ ἀπαντήσεις δὲ φάνηκε νὰ ἔφτασαν – γιὰ τὴν ὥρα. — Ναί, ἀλλὰ ὁ μπαμπάς… Τὴ διέκοψε, μὴ θέλοντας νὰ δώσει συνέχεια. — Κοίταξε, θὰ τὰ ποῦμε ἄλλη ὥρα αὐτά. Τώρα πρέπει νὰ δῶ ποῦ εἶναι ὁ μπαμπάς. Θὰ λείψω γιὰ λί γο. Κοιμηθεῖτε, καὶ μὴν ἀνοίξετε σὲ κανένα. Σὲ κανέ να, τ’ ἀκοῦτε; Θὰ ἔρθω καὶ θὰ σᾶς πάρω ἀγκαλιά. 24
ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΤΩΝ ΕΥΜΕΝΙΔΩΝ
Ἔριξε πάνω της τὸ αἰώνιο παλτὸ τῆς ταλαιπωρί ας ποὺ τὴ φύλαξε ἀπ’ τὸ κρύο καὶ τὶς χειμωνιάτικες μπόρες τῆς Κατοχῆς καὶ βγῆκε κλειδώνοντας τὴν πόρ τα. Γλίστρησε μέσα στὸ βαθὺ σκοτάδι βαδίζοντας προσεκτικὰ στὸ μονοπάτι καὶ κατόπι τοῖχο-τοῖχο κατευθύνθηκε ἴσια στὸ τυπογραφεῖο τοῦ ἄντρα της. Δὲν ἄργησε νὰ φτάσει. Πλησιάζοντας εἶδε τὸ ἀμυ δρό, ἀσθενικὸ φῶς τοῦ γραφείου του. Ἡ καρδιά της χτύπησε δυνατά. Εἶναι ’δῶ; ἀναρωτήθηκε ψιθυριστὰ καὶ δοκίμασε τὴν πόρτα. Ἦταν κλειδωμένη. Χτύπησε διακριτικά. Τῆς ἄνοιξε ὁ ἴδιος κρατώντας στὸ χέρι τὰ γυαλιά του. Τὸν ἀγκάλιασε, καὶ δὲ νοιάστηκε ποὺ τῆς ξέφυγε ἕνας λυγμός. — Πέρνα μέσα, τῆς εἶπε σιγανά, μ’ ἕναν τόνο τρυ φεράδας, καὶ ξανακλείδωσε.
γ Καθισαν αντικρυστα στο γραφειο του. Ἄναψε τσιγάρο καὶ τὴν κοίταζε σιωπηλός. Στὰ μάτια του ἄστραψε μιὰ μικρὴ λάμψη. Τοῦ ἄρεσε αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε. Μιὰ γυναί κα δυναμικὴ καὶ χαριτωμένη στὴν ἀκμή της. Ἡ γυναί κα του! Δὲν εἶναι πολλὰ χρόνια ποὺ τὴν ἀγάπησε καὶ τὴν πῆρε. Κι αὐτὴ τὸν ἀγάπησε καὶ τὸν ἀκολούθησε, παρόλη τὴν ἀντίδραση τῶν δικῶν της. Φτωχὸς αὐτός, ἀπὸ ἀρχοντικὴ γενιὰ ἐκείνη – τὰ γνωστά. Καλομαθη 25
ΔΩΡΑ Δ. ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
μένη, κι ὅμως στάθηκε μὲ περισσὴ γενναιότητα στὶς στερήσεις καὶ στὶς περιπέτειες τῆς κοινῆς ζωῆς τους. Σὰν νὰ διάβασε τὶς σκέψεις του ἐκείνη, τοῦ χαμογέ λασε. Ἅπλωσε τὸ χέρι της καὶ χάιδεψε τὸ δικό του πάνω στὸ γραφεῖο. — Χάρηκα ποὺ εἶσαι ἐδῶ, μαζί μας. Ἂν ἤξερες τί τράβηξα μέχρι νὰ βεβαιωθῶ ποῦ εἶσαι. Τὰ παιδιὰ ἀνησυχοῦν πολύ. Καὶ σκέψου· ἡ μικρή μας προβλημα τίζεται πολὺ γιὰ τὴν κατάσταση! Φαίνεται ὅτι κληρο νόμησε τὸ πολιτικό σου δαιμόνιο. Μά, εἶσαι σίγουρος πὼς δὲν κινδυνεύεις; Συνέχισε νὰ τὴν κοιτάζει. Τοῦ ἄρεσε πολὺ ἡ ἤρεμη τρυφερότητά της. Σιχαινόταν τὶς γυναικεῖες ὑστερί ες. Τῆς ἔσφιξε τὸ χέρι. — Ἔχει γίνει συμφωνία. Ὁ Ἀντιπρόεδρος ἔφτασε πρὶν λίγες μέρες στὴν Πελοπόννησο μὲ συνοδεία Βρε τανῶν συνδέσμων. Τριγυρίζει μὲ τὸν Ἄρη στὸ πλευρό του καὶ προσπαθεῖ νὰ στήσει τὴν ἐξουσία τῆς κυβέρ νησης ποὺ βρίσκεται ὑπ’ ἀτμὸν στὴν Ἰταλία· σὲ λίγες μέρες λένε ὅτι φτάνει στὸν Πειραιᾶ. Εὔχομαι νὰ προ φτάσουν τὰ χειρότερα, γιατὶ δὲν ξέρω τί μπορεῖ νὰ κά νει ὁ Κανελλόπουλος μόνος μὲ δέκα-δεκαπέντε στρα τιῶτες ποὺ συμβολίζουν τοὺς Συμμάχους. Πάντως, τὸ κλείσιμο στὸ Κάστρο παραβίασε τὴ συμφωνία. Γι’ αὐτὸ δὲν πῆγα. Σκέψου τώρα· ἐγὼ εἶμαι νόμιμος –ἴσως ὁ μόνος νόμιμος– σὲ μιὰ πόλη ἀνταρτοκρατού μενη. Τί παραξενιὲς ποὺ ἔχει ἡ πολιτική! Γι’ αὐτὸ μ’ 26
ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΤΩΝ ΕΥΜΕΝΙΔΩΝ
ἀρέσει, ἔστω καὶ σ’ αὐτὴ τὴν ξεχασμένη γωνιὰ τῆς Ἑλλάδας. Θὰ μείνω ἐδῶ. Θὰ πᾶνε ὅλα καλά· μὴν ἀνη συχεῖς, δὲ θὰ μᾶς πειράξουν. Σὰν νὰ τὴν καθησύχασαν κάπως τὰ λόγια του. Φαι νόταν καλὰ πληροφορημένος. Κι ἡ στάση του μοιάζει σωστή. Ἀλλά, μπορεῖ κανεὶς νἄχει ἐμπιστοσύνη σ’ ἀν θρώπους ἀποφασισμένους γιὰ τὴν ἐπανάσταση, ποὺ κάνουν τὸ πᾶν γιὰ νὰ τὴν ἐπιβάλουν; Τὸν κοίταζε ὅσο μιλοῦσε· ἐκεῖνο ποὺ τὴν εἶχε γοητεύσει ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ἦταν ἡ ἐντιμότητά του. Ἡ συναίσθηση τοῦ χρέους ποὺ ἔδινε περιεχόμενο στὴ ζωὴ καὶ τὶς πράξεις του. Οἱ πε ριστάσεις τῆς ζωῆς τὸν ἔκαναν νὰ ξεκινήσει ἀπὸ πολὺ χαμηλά· ἐργάτης τοῦ πατέρα της. Κι ὅμως, ἡ φλόγα ἔκαιγε μέσα του. Ὁ δημόσιος λόγος κι ἡ πολιτικὴ εἶ ναι τὸ μεράκι του. Ἀλλὰ τοὔτυχαν καιροὶ δύσκολοι – κι ἐπικίνδυνοι ἀποπάνω. — Ἀναμφίβολα, εἶναι μιὰ κίνηση σωστὴ γιὰ τὶς ἀρ χές σου, τοῦ εἶπε παίρνοντας στὸ ὕφος της μιὰ κάπως ἀπότομη σοβαρότητα. Ἀλλά, θὰ βρίσκεσαι στὴ μέση – γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμη. Σκέψου το καλά! Θὰ πρέπει νὰ τηρήσεις ἴσες ἀποστάσεις. Δύσκολο πράγμα στὶς ἡμέρες μας. — Νὰ σοῦ πῶ, ἄρχισε νὰ λέει. Ἄναψε τσιγάρο μὲ μιὰ γκριμάτσα ἀπόλαυσης κι ἀργὲς κινήσεις προσπα θώντας νὰ κερδίσει χρόνο. Τοῦ χρειαζόταν γιὰ νὰ βά λει σὲ μιὰ τάξη τὶς σκέψεις του. Νὰ σοῦ πῶ, εἶπε. Ξε κινήσαμε ἄσχημα, εἶν’ ἀλήθεια. Τρωγόμαστε πάντα, 27
ΔΩΡΑ Δ. ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
ἀλλὰ οἱ καταστάσεις εἶν’ ἐδῶ καὶ μᾶς περιμένουν. Εἶδες τί ἔγινε στὴν Κατοχή. Ἀλλὰ καὶ πρίν. Παρόλη τὴ δικτατορία, ὁ κόσμος ἀγωνίστηκε ἡρωικά, καὶ στὸν πόλεμο ἦταν μαζί τους. Ἐννοῶ τὸ βασιλιὰ καὶ τὴν κυ βέρνηση. Κι ὅμως, αὐτὸ τὸ τεράστιο κεφάλαιο τὸ σπα τάλησαν ἀνόητα. Μέχρι τὴν τελευταία στιγμὴ ἦταν ἀναποφάσιστοι, ἄφησαν τὸ μέτωπο νὰ καταρρεύσει ἐξωθώντας τοὺς στρατηγοὺς σὲ συνθηκολόγηση. Ὁ τρό μος γιὰ τοὺς Γερμανοὺς τοὺς παρέλυε, καὶ μὲ τοὺς Ἄγγλους δὲν ἔκαναν καλὲς συμφωνίες. Σ’ αὐτὸ τὸ τε λευταῖο, βέβαια, ἔφταιγε κι ἡ πολιτικὴ οὐδετερότητας τοῦ Μεταξᾶ. Τέλος πάντων, ἀποφάσισαν νὰ φύγουν γιὰ τὴν Κρήτη λέγοντας ὅτι θὰ κρατήσουν τὸ νησί, θὰ εἶναι ἡ Ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Καὶ τί ἀποδείχτηκε; Ὅτι ἡ Κρήτη ἦταν ἀνοχύρωτη! Οὔτε κι οἱ Ἄγγλοι εἶχαν κάνει τίποτε. Τὄσκασαν κι ἀπὸ ’κεῖ, βασιλιὰς καὶ κυβέρνη ση, καὶ βρέθηκαν μοιρασμένοι στὴ Μέση Ἀνατολὴ καὶ στὸ Λονδίνο. Ἰδανικὴ κατάσταση γιὰ τοὺς Μεγάλους μας συμμάχους, ποὺ τοὺς ἔφερναν βόλτα μιὰ χαρά. Ἄκουγες στὸ ράδιο τὸ BBC κι ἀμέσως τὸ καταλάβαι νες · ὅλοι οἱ ἐμιγκρέδες, ὅλοι ὅσοι εἶχαν μαζευτεῖ στὸ Λονδίνο, θεωροῦνταν σύμμαχοι δεύτερης κατηγορίας. Εἶδες, ὅμως, τὴ στάση τοῦ Ντὲ Γκώλ· ἦταν ὁ μόνος δυ νατὸς κι ἀνεξάρτητος. Αὐτὸς ὁ ἄντρας δὲν κράτησε μόνο τὴ Γαλλία· κράτησε καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀν τιναζιστῆ Εὐρωπαίου. Εἶναι ἕνα ὑπόδειγμα… Μιὰ ριπή, ποὺ ἀκούστηκε μέσα στὴ νύχτα, διέκο 28
ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΤΩΝ ΕΥΜΕΝΙΔΩΝ
ψε ἀπότομα τὴν κουβέντα. Κοιτάχτηκαν ταραγμένοι. Περίμεναν λίγη ὥρα σιωπηλοί, ἀλλὰ τίποτ’ ἄλλο δὲν ἔκοψε τὴ νυχτερινὴ σιγαλιά. — Ὁ Ντὲ Γκώλ, βέβαια, συνέχισε ἀργά. Καὶ τότε ποὺ αὐτὸς ἀγωνιζόταν μὲ τοὺς Ἐλεύθερους Γάλλους στὴν Ἀφρική, οἱ δικοί μας τί ἔκαναν; Κομμουνιστικὸ κίνημα στὸ στόλο! Ἄν μπορεῖ νὰ τὸ πιστέψει κανείς. Ἡ Εὐρώπη καιγόταν, κι αὐτοί, ἀντὶ γιὰ πόλεμο μὲ τοὺς Γερμανούς, νὰ καθαιροῦν ναυάρχους στὴν Ἀλε ξάνδρεια καὶ τὸ Σουέζ. Ἀλλὰ μήπως καὶ στὴν Ἑλλά δα, τὰ ἴδια δὲν εἴχαμε; Ἀντὶ νὰ δίνουν μάχες μὲ τὸν κατακτητή, ἔσφαξαν τὸν Ψαρρό, χτυποῦσαν ἀπανω τὰ τὸ Ζέρβα. Καὶ μέσα σ’ ὅλ’ αὐτά, οἱ πολιτικοί μας ἡγέτες τὸ χαβά τους, κολλημένοι σὰν στρείδια στὸ ’36: νὰ φύγει ὁ βασιλιάς – δὲν τοὺς ἔνοιαζε τίποτ’ ἄλ λο. Πεισμωμένοι, ἀδιαφόρησαν· ἄφησαν ἕνα τεράστιο κενὸ ποὺ τὸ ἐκμεταλλεύτηκε ὁ ΕΛΑΣ κι οἱ Ἄγγλοι. Τώρα, βέβαια, δὲν ξέρω ἂν ἦταν καὶ σὲ θέση νὰ τὸ καλύψουν. Ἔχουν ξεπεραστεῖ ὅλοι· τοὺς σάρωσε ὁ πόλεμος. Ὅσο γιὰ τὸ βασιλιά, τὸ μόνο πού, εὐτυχῶς, κατάλαβε ἦταν νὰ μὴν ἐπιμείνει στὰ ξέφτια τῆς 4ης Αὐγούστου. Πάλι καλά! Σοῦ τὸ ξαναλέω· ὁ πόλεμος ἔφερε τὰ πάνω κάτω. Καὶ μέσα ἀπ’ τὴν καταστροφὴ ποὺ ζήσαμε, θὰ ξαναχτιστεῖ ἡ Εὐρώπη, ἀλλά, ὅπως πᾶμε, θὰ λείπει ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ καμώματά της. Σταμάτησε γιὰ λίγο. Τὸ τσιγάρο του εἶχε κάνει μιὰ μακριὰ κάφτρα ποὺ ἔγερνε πρὸς τὰ κάτω. Τὸ 29
ΔΩΡΑ Δ. ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
ἔσβησε στὸ τασάκι τὸ γεμᾶτο ἀποτσίγαρα. Σταύ ρωσε τὰ δάχτυλα μπροστὰ στὸ στόμα καὶ κοιτοῦσε στὸ κενό, μακριά· σὰ νὰ ὁραματιζόταν. Ἤπιε μιὰ γουλιὰ καφὲ καὶ ξανάρχισε νὰ μιλᾶ, μὲ ζωηρότερο τόνο τώρα. — Κι ἀπὸ τούτη τὴ γωνιὰ ἀκόμη μπορεῖς νὰ τὰ δεῖς καθαρὰ καὶ ξάστερα, ἀρκεῖ νὰ μὴν ἔχεις παρω πίδες καὶ συμφέροντα ποὺ σοῦ θολώνουν τὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιά. Τί κι ἂν ζοῦμε στὴν ἐπαρχία; Σὲ λίγο ὅλη ἡ Ἑλλάδα, κι ἄλλες χῶρες, κεντρικότερες, θὰ εἶναι «ἐπαρχία». Μᾶς ἔλεγαν οἱ πατεράδες μας γιὰ τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους, γιὰ τὸν Πρῶτο Μεγάλο Πόλεμο, γιὰ τὴ Μικρασιατικὴ Ἐκστρατεία καὶ νόμι ζαν ὅτι μιλοῦν γιὰ τὴν Κιβωτὸ τοῦ Νῶε. Δὲς τώρα· αὐτὸς ποὺ ζήσαμε ’μεῖς ἦταν πόλεμος! Συστηματικὸς στὴν ἰδεολογία, στὴ στρατηγικὴ ποὺ ἀποκαλυπτόταν σιγὰ-σιγά, μεθοδικὸς στὴν ἐξολόθρευση, πανοῦργος στὴ ληστεία. Καὶ τί δὲν εἶχε! Ναζισμό, φασισμό, σοβι νισμό, ἰμπεριαλισμό, καὶ θάνατο· ἄφθονο ξεπάστρε μα σὲ μεγάλη ποικιλία: θάνατο γιὰ φιλόδοξους καὶ μετριοπαθεῖς, γιὰ ἥρωες καὶ κακομοίρηδες. Ἀτομικὸ πολυτελείας μὲ τιμητικὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα SS καὶ μαζικὸ γιὰ πληβείους. Ἀπ’ τὰ λόγια καὶ τὶς σκέψεις του ἔδειχνε ξαναμ μένος. Ἤπιε ἕνα ποτήρι νερὸ μονορούφι, ἔβαλε μηχα νικὰ τὰ γυαλιά του κι ἄρχισε νὰ ξεφυλλίζει κάμπο ση ὥρα ἕνα πάκο χαρτιὰ ποὺ βρίσκονταν μπροστά 30
ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΤΩΝ ΕΥΜΕΝΙΔΩΝ
του. Τέλος, ἔβγαλε τὰ γυαλιά, πίεσε τὴν παλάμη του ἀνοιχτὴ πάνω στὶς κόλλες καὶ κοίταξε τὴ γυναίκα του στὰ μάτια μ’ ἕνα ἀδιόρατο χαμόγελο ποὺ μόλις διαγραφόταν στὰ χείλη του. Τὸν κοίταξε κι αὐτὴ ἐπί μονα, μ’ ἕνα βλέμμα γεμᾶτο σημασία, σὰ νὰ τοὔλεγε Μπράβο, ἥρωά μου, καλὴ ἀνάλυση· εἶμαι κοντά σου, εἶμαι μαζί σου καὶ τὸ ξέρεις. Ἀλλὰ δὲν τοῦ εἶπε τί ποτα. Τὸ γνώριζε καλὰ αὐτὸ τὸ χαμόγελό του. Ἦταν πάντοτε προάγγελος ἑνὸς καινούργιου σχεδίου ἀπὸ ’κεῖνα τὰ φιλόδοξα ποὺ σκαρφιζόταν κάθε τόσο καὶ ποὺ συνήθως κατέληγαν σὲ ἀποτυχία. Ἀποτυχία γιὰ τοὺς ἄλλους μόνο· γιατὶ αὐτὸς δὲν τὰ λογάριαζε ἔτσι καὶ δὲν ἀπογοητευόταν. Ἦταν γι’ αὐτὸν μιὰ ἀκόμη προσπάθεια, μιὰ ἀναγκαία ἐμπειρία ποὺ τοῦ πρόσφε ρε ὅ,τι ἦταν νὰ τοῦ δώσει. Γι’ ἄλλα τώρα! Σιωπηλή, περίμενε νὰ τῆς πεῖ τί σκαρώνει πάλι – γιατὶ ἦταν βέβαιη ὅτι κάτι εἶχε στὸ μυαλό του. — Ξέρεις, ἀποφάσισα νὰ βγάλω ἐφημερίδα. Τὸ εἶπε ἔτσι ἁπλά, σὰν νὰ ἔλεγε Ὡραία μέρα σήμερα ἢ Ποῦ εἶναι τὰ παιδιά; Χτύπησε ἁπαλὰ τὴν παλάμη του πάνω στὰ χαρτιά. Ἔχω ἐδῶ τὴν ὕλη τοῦ πρώτου φύλλου. Θὰ κυκλοφορήσει τὸ Γενάρη. Δὲν ἦταν ἔκπληξη γιὰ ’κείνη. Κάτι εἶχε καταλάβει ἀπὸ μισόλογα καὶ ἐπαφές. Δὲν τοῦ ἔδειξε, ὅμως, ὅτι εἶχε τὶς ὑποψίες της. Γελώντας τοῦ ἔπιασε τὰ δυό του χέρια καὶ τὸν ἐνθάρρυνε μὲ θερμὰ λόγια. Πίστευε κι αὐτὴ ὅτι μιὰ φωνὴ ἐλεύθερη κι ἀνεξάρτητη ἦταν 31
ΔΩΡΑ Δ. ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
ἀναγκαία αὐτὲς τὶς μέρες τοῦ κινδύνου πού, ὅμως, πήγαινε νὰ φτιαχτεῖ στὴν Ἑλλάδα. Τὸκάτι βιβλίο «Τὸ σφύριγμα τῶν Εὐμενίδων» ἱστορεῖ τὸν πολιτι κὸ καὶ ἠθικὸ προβληματισμὸ ἑνὸς δημοσιογράφου καὶ ἐκδότη — Πράγματι, τοῦ εἶπε στὸ τέλος. Χρειάζεται ἕνα ἐφημερίδος τῆς ἑλληνικῆς ἐπαρχίας σὲ μιὰ κρίσιμη περίοδο φύλλο ποὺ νὰ τὸ γράφει κάποιος μὲ τὶς δικές σου τῆς νεοελληνικῆς Ἱστορίας. ἀκομμάτιστος Στὸ διάστημα, καὶ… δηλαδή, ἀνάμεσα ἀπόψεις. Ἀνεξάρτητος, φτωχός. στὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴ γερμανικὴ Κατοχὴ καὶ τὴ Συμ Γέλασαν κι οἱ δυὸ μὲ τὸ ἀστεῖο. φωνία τῆς Βάρκιζας ( Ὀκτώβριος 1944Φεβρουάριος 1945). — Πρέπει νὰ σταθμίσεις, ὅμως, τὶς δυσκολίες, τὸ Ὄχι μόνον τὰαὐτὸ γεγονότα, ἠθικὴ ταλάντευση ρίσκο. Κι εἶναιἀλλὰ ποὺ κι θὰἡ τὸ μοιραστεῖς μὲἀνάμε τὴν σα στὶς ἀντιμαχόμενες παρατάξεις τοῦ σκληροῦ κι αἱματη οἰκογένειά σου – δὲ γίνεται ἀλλιῶς. Τὰ πάθη ἔχουν ροῦ Ἐμφυλίου εἰκονογραφοῦνται μὲ σκηνικὸ τὴν οἰκογένειά φουντώσει κι εἶναι ἐπικίνδυνα. Αὐτὰ ποὺ πρεσβεύ του, τὶς Ἀρχὲς τῆς πόλης του καὶ τὴν τοπικὴ ὀργάνωση τοῦ εις εἶναι γι’ ἄλλες ἐποχές· τὶς ἐποχὲς ποὺ θἄρθουν, ΕΛΑΣ, καθὼς καὶ μιᾶς συντροφιᾶς φίλων, μὲ τοὺς ὁποίους ἴσως, διαρκῶς σὲ δέκα-εἴκοσι χρόνια ἂν ὅλα πᾶν καλά, βέ συζητᾶ ἀναλύοντας τὴν –κατάσταση. βαια, κι ἀποκατασταθεῖ τὸ δημοκρατικὸ πολίτευμα Προσπαθεῖ νὰ σταθεῖ ἀντικειμενικὸς καὶ κριτικὸς στὰ σφάλ ποὺ ἔχουμε πολλὰ χρόνια νὰ τὸ δοῦμε στὴν Ἑλλάδα. ματα καὶ τῶν δύο παρατάξεων ἔχοντας στὸ μυαλό του τὴν Γιὰ τὴν ὥρα, αὐτὸ ποὺ ἔχουμε καὶ ποὺ ζοῦμε εἶναι ἐγκαθίδρυση μιᾶς καινούργιας δημοκρατικῆς πολιτείας ποὺ ἀβεβαιότητα. Ἡ ἔκδοση ἐφημερίδος θὰἡ ἐγγυᾶται τὴν εὐημερία τοῦτῆς ἑλληνικοῦ λαοῦ.μὲ τέτοιες συνθῆκες εἶναι ἕνα ὅπλο, σίγουρα. Σκέψου, λοιπόν· Ὅμως, ἡ ἐκδίκηση τῆς μιᾶς πλευρᾶς καὶ ἡ καχυποψία τῆς θὰ εἶσαι καὶ σὺ… ἔνοπλος. ἄλλης τὸν βάζουν σὲ περιπέτειες ποὺ μολαταῦτα δὲν ἀνα Ἡ χαρὰ εἶχαν ἀπ’ συνάντησή τους στέλλουν τὸν ποὺ ὀξὺ πολιτικό τουτὴπροβληματισμὸ καὶσήκωνε τὴν αἰσιο καὶ τὸ ἀστεῖο. Σ’ ἄλλες ἐποχές, σ’ ἄλλους δοξία τουδεύτερο γιὰ ἕνα καλύτερο μέλλον ποὺ ὁραματίζεται ζωηρὰ χώρους, ἄλλοι ἄνθρωποι θἄνοιγαν σαμπάνια γιὰ νὰ γιὰ τὴ μεταπολεμικὴ Ἑλλάδα. γιορτάσουν μιὰ τέτοια ἀναγγελία. Ἐδῶ, οὔτε πολυ τέλειες ὑπῆρχαν, οὔτε κὰν λεφτά. Κεῖνο τὸ βράδυ, στὸ μουντὸ σκηνικὸ ἑνὸς μικροῦ τυπογραφείου, ποὺ μύριζε ἀντιμώνιο, ἕνας δημοσιογράφος χρίστηκε μ’ ἕνα φιλὶ στὸ μάγουλο καὶ λίγες καλὲς κουβέντες σερ βιρισμένες μὲ πολλὴ νουθεσία. 32