ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Σχεδιασμός, τυπογραφική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Διορθώσεις τυπογραφικών δοκιμίων: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου
Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου: Δημήτρης Κουρκούτης
© Copyright κειμένου: Χρήστος Τζανάκος
© Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός
Γραμματοσειρά Iolkos Apla [αποκλειστική χρήση] Δεκέμβριος 2022, Α΄ Έκδοση
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ
Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr www.iolcos.gr
ISBN 978-960-640-133-6
Ο Χρήστος Τζανάκος γεννημένος στην Αθήνα έχει καταγωγή
από τη Μάνη Λακωνίας. Οι σπουδές του περιλαμβάνουν μεταπτυχιακό ΜΒΑ και συμμετοχή στο διδακτορικό πρόγραμμα
του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης. Το Δεκέμβριο του 08
κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ίε Παι (εκδόσεις Ιωλκός). Έλαβε πολύ καλές κριτικές και παρουσιάστηκε σε ελληνικά και γερμανικά περιοδικά. Συμπεριλήφθηκε
μέσα στα 0 πρώτα σε πωλήσεις βιβλία ποίησης στα Public και ήταν υποψήφιο για καλύτερο βιβλίο ποίησης το 09 στην Ελλάδα. Μεταφράστηκε στα αγγλικά, γερμανικά και ουκρανικά.
Τα Προμηθή είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή του.
Βώ ΛΑ ξ
Στο πρώτο φως το Εγώ μέσω του Εκείνου
ανασταίνει τη φύση μου στον αξύπνητο.
Αντικρίζω στεριά και πάνω της μονόγραμμα φιδίσιο·
λυγάει το σώμα
καθώς το ορμέμφυτο παύει την αλμύρα να βυζαίνει.
Το κέρας σαστίζει και μονομιάς όλα τα σκιερά,
γέφυρα σχηματίζουν
στην ακροθαλασσιά ενός έρωτα δυαδικού.
Λίγο πριν φτάσω στον βυθό
ξεψυχάω αμάλγαμα
στις σκλήθρες των ομμάτων μου.
Σε πανσπερμία νεφελωμάτων
ξεπλένω λησμονιές,
έτσι απλά, για να σφετεριστώ λυγμούς
και παραμύθι να φυγαδέψω στον κορμό-Διαθήκη, που παράνομη κυοφορεί αγάπη.
Εξευμενίζοντας το είναι μου στων Αλωαδών την πυγμή,
τελετουργίες μέδουσες με αιχμαλωτίζουν.
Εκείνος λύνει τη βάρκα του
στον όρμο της θυσίας
και με επιβίωση ντύνει τους Αποστόλους.
Στο συνονθύλευμα της Σαλήμ
ελαιώνες δάκρυα με χύνει, ψυχασθενήματα
να φεγγαρώσουμε, ψελλίζει.
Αίσθησης κενού να με εξορίσει
προσπαθεί,
ενώ το Πνεύμα ακυρώνεται μεταξύ σφύρας και άκμονος.
Δέηση βιάζει τον Λόγο ευλαβικά μέχρι o Πόθος
να δραπετεύσει
και καταγής τη μεταμέλειά μου να πετρώσει.
Βήματα αγκυλώνονται στα καρμικά, σε βεστιάρια σεληνιακά.
Βράχοι αναπνοές, γίγαντες νύφες
απλώνονται στο Οροπέδιο του Βώλακα.
Εκεί, στην τύφλωση των Ευμενίδων, που Τιτάνων πόλεμοι
θέριεψαν συνουσίες, τώρα ιππόκαμποι πλέκουν φωτιές
—κάπες με αγιάζι χαραγμένες—,
μα η κλωστή βώλακες πυριγενείς
στην πέτρα τους σφραγίζει.
Εδώ, ξεψυχάω το αίμα μου,
στην πνοή του σταλακτίτη — μέσα του αναδύεται σιωπηλός
ο Θεολόγος.
Ο Τυφών του γυμνός
το όλον μου ψυχώει
και με τρίαινες εμφυσεί
του Έρωτα την ανοξία.
Μέσα σε πούπουλα με νήματα
σαρκώνεται ταξίδι παρθενικό,
πανιά εξωπέλαγα
και όταν ο ταμίας των ανέμων ως μηδέ πυρφόρον λελείφθαι, φιλί φολιδωτό
εκβάλλει
στη μέθη μας, στον χτύπο ζωής αμνιακής
μπουσουλάει
και τρέφει τη φυγή
καθώς οι δύο ψυχές αγγίζονται.
Εκρέει ρωγμής Ποίηση δάκρυ
και ξάφνου ο κάμπος αφηρωίζει
στο έλος
κραυγή επιτάφια.
Ο Βώλαξ βωά τον Γολγοθά
και πάνω απ’ τον Σταυρό
κοιτάζω αυτόν
που τόλμησε μία στιγμή
παράδεισο Ανθρώπινο να μου ξυπνήσει.
Π ΡΟΜΗΘ ής
Μετά την καθέλκυση του 00 μ.Χ.
στον αργαλειό του όρους Ελικώνα, εγώ με τον Ησίοδο εξυφαίνουμε τα των ανθρώπων
και ρίζες επιφαίνουμε στο ελ και στο ανήρ.
Το γένος του Πουπουλένιου διαδέχεται το του Σιδήρου, στο περίγειο το πιθάρι σπάζει και σφαίρα
βουβή η ελπίδα, πλήθη ξεκοκαλίζει.
Πεινασμένοι μα αχόρταγοι
σέρνουν διάττοντες έξω από κάθε ζωντανό
και μες στης βρομιάς τους το ερμαφρόδιτο, το περίαπτο γκρεμίζουν.
Ξάφνου, το τίποτα ανακτά τη γαλήνη της στιγμής, μίασμα πλέον διακρίνεται στο ατσάλι που φορούν στα δάχτυλα
οι συνδαιτυμόνες της Γαίας.
Το φως έχει αποκοιμηθεί
στα στόματα των παιδιών πέρα στην Αφρική, που αίμα δειγματίζουν μπρος στον εθνικό ύμνο της καλλιγύναικος Πέτρας.
Οι εμφύλιοι των Πελασγών κοσκινίζοντας εμμονές, πυρσεύουν εμέ στον κρημνό της γέννησης· έτσι επιλέγω τον αδερφό μου από το μωσαϊκό των Σαν, που ταξιδεύουν το φλογόλευκο μακριά από την αναρρίχηση
των εσώψυχων.
Άλλη μια βραδιά το φίλυπνο σκοτώνει μέσα του.
Εξορίζω τη ματιά μου στον ανίσκιωτο που υπνοβατεί
στοιχειά νεράιδες σαν γυρεύει.
Βλέμμα το αείζωον δαμάζει,
το πυρ κλέβει από το χέλυο των νομάδων,
τη σύνεση μάταια να τους ξυπνήσει.
Στην ενθαλπία του κάθε δουλεία στύβει,
μα στην ορμή του ανήκεστου
οι σάρκες θρομβώνουν την πλέξη γύρω από το λόγιο.
Οι φθόγγοι σωπαίνουν
και στις στέπες των έμψυχων ο άνεμος γονατίζει την ομολογία.
Όλβιος, αρτίγονος
το ενύπνιο μας χαρίζει μόλις στη σφαίρα του
τα λοίσθια πνεύσουν.
Οβολό θυσιάζουμε στη χώρα της εντροπίας
ξανά το χώμα να γευτούμε.
Έτσι στη σκήτη μας αποσυρόμαστε,
τη μια καρδιά νεογνό να προστατεύσουμε
πριν την πρόσπτωση της σκέπης των κτηνών.
Τη σκέψη μου στον ώμο του ξεκουράζει
καθώς η πνοή μου ζυγωτή ατελέσφορο
απάγει στο επίμετρο, τον έρωτά του.
Οἱ τῆς θαλάττης λεγόμενοι χόες·
δυο πανιά στην ίδια βάρκα
ο αδερφός μου και εγώ ο Επιμηθέας.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Βώλαξ ~ Προμηθής ~ Ονείρωξη εκπνο -
ής ~ Πλειστηριασμός ~ Το καρνάγιο 8 ~ Παύ-
σις 0 ~ Όνειδος ~ Oι ληνοβάτες του πέρατος
~ Πυγολαμπίδα ~ Γονυκλισία 8 ~ Τα γέμελα 0