Κ ΕφΑΛΑΙο 4
ΔΙΑΔροΜΕΣ Του ΜυΘου ΑΠο ΤηΝ ΤρΑΓωΔΙΑ ΣΤο ΜυΘΙΣΤορηΜΑ: Ρησοσ ΚΑΙ ΛοΓΓοΣ* ΒΑϊοΣ ΛΙΑΠηΣ
οι αρχαίοι Έλληνες μυθιστοριογράφοι χρησιμοποιούν συχνά εικόνες που παραπέμπουν στον κόσμο του θεάτρου, και μάλιστα της τραγωδίας· εξάλλου, μεταχειρίζονται αφειδώς θεατρικούς όρους όπως θέατρον ή δρᾶμα. Ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα οι μελετητές επιχείρησαν να τεκμηριώσουν την έκταση της μυθιστοριογραφικής οικειοποίησης του τραγικού λεξιλογίου.1 Πιο πρόσφατα, αρκετές φιλολογικές συμβολές επισήμαναν συγκεκριμένα χωρία αρχαίων μυθιστορημάτων που ενδέχεται να απηχούν τραγικά κείμενα. Έτσι, για παράδειγμα, υποστηρίχτηκε πως ο ηλιόδωρος σε αρκετά σημεία του έργου του εισάγει υπαινικτικές αναφορές σε έργα των τραγικών του πέμπτου αιώνα: το χωρίο 1.10.2 των Αιθιοπικών πιθανώς παραπέμπει στον πρώτο Ιππόλυτο του Ευριπίδη·2 το 1.2.4 στην Άλκηστη του ίδιου ποιητή (στ. 273-279)·3 και το 1.12.3 στις Χοηφόρους του Αισχύλου (στ. 896-898) και στην ηλέκτρα του Σοφοκλή (στ. *
1 2 3
Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στους συναδέλφους του Προγράμματος Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό, οι οποίοι διοργάνωσαν το συνέδριο «Χρήση και Πρόσληψη του Αρχαίου Μύθου στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νεώτερη Ελληνική Ιστορία, Λογοτεχνία και Τέχνη», και ιδιαίτερα στον Αντώνη Πετρίδη για τις καίριες υποδείξεις του, που βελτίωσαν το κείμενο. Για τα σφάλματα που απομένουν ευθύνομαι αποκλειστικά εγώ. To ίδιο άρθρο πρόκειται να δημοσιευτεί και στα αγγλικά με τον τίτλο: «From Dolon to Dorcon: Echoes of Rhesus in Longus», στο: M. Futre Pinheiro & J. Morgan (επιμ.), Literary Memory and New Voices in the Ancient Novel: The Intertextual Approach (Groningen: Barkhuis Publishing and Groningen University Library). Βλ. Walden (1894).
Βλ. Merkelbach (1957).
Βλ. Galli (1994) 198-200.
72
Μυθοπλασίες
1410-1412).4 Στο μυθιστόρημα Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα του Αχιλλέα Τάτιου, το έντονα θεατρικό επεισόδιο της (ψευδο)θυσίας της Λευκίππης (3.15) θεωρήθηκε ότι περιέχει απηχήσεις της Ιφιγένειας της εν Ταύροις του Ευριπίδη,5 ενώ η μυθική αφήγηση για τον Τηρέα και την Πρόκνη στο ίδιο έργο (5.3.4-5.3.6) ενδέχεται να ενσωματώνει σχεδόν αυτούσια ψήγματα από τον χαμένο Τηρέα του Σοφοκλή.6 Πλούσιες απηχήσεις της τραγωδίας, αλλά και της κωμωδίας έχουν, τέλος, ανιχνευτεί και στο μυθιστόρημα του Χαρίτωνα Τα κατά Χαιρέαν και Καλλιρρόην.7
η παρούσα συμβολή εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο ο Δόλων του ψευδευριπίδειου Ρήσου, πρόσωπο με θαυμαστή οξύνοια (αν και καταδικασμένο να βρει τον θάνατο), μετασχηματίζεται στον Δόρκωνα του μυθιστορήματος Δάφνις και Χλόη, χαρακτήρα κωμικά αδέξιο και αποτυχημένο. Στο μυθιστόρημα του Λόγγου (1.20-21), ο βοσκός Δόρκων, που ποθεί τη Χλόη, μεταμφιέζεται σε λύκο με σκοπό να τρομάξει την κοπέλα και, εκμεταλλευόμενος τη σύγχυσή της, να τη βιάσει. Το σχέδιό του αποτυχαίνει οικτρά, όταν τα τσοπανόσκυλα της Χλόης, νομίζοντάς τον αληθινό λύκο, του επιτίθενται και τον τραυματίζουν σοβαρά. Όπως πρώτος επισήμανε τον 18ο αιώνα ο μεγάλος ολλανδός φιλόλογος Loedwig Kaspar Valckenaer,8 η σκηνή της μεταμφίεσης του Δόρκωνα έχει σαφώς ως πρότυπό της την αντίστοιχη σκηνή της μεταμφίεσης του Δόλωνα στον ψευδευριπίδειο Ρήσο (στ. 201-215).9 Στον Ρήσο, η μεταμφίεση του Δόλωνα είναι τέχνασμα που σκοπό έχει να του επιτρέψει να εισχωρήσει απαρατήρητος τη 4 5 6 7 8 9
Βλ. ξανά Galli (1994) 204-205. Για τις θεατρικές απηχήσεις στο έργο του ηλιοδώρου βλ. και Marino (1990). Βλ. Mignona (1997). Βλ. Liapis (2006).
Τραγωδία: Marini (1993)· Hirschberger (2001)· Trzaskoma (2010). Κωμωδία: Trzaskoma (2009). Valckenaer (1767) 102.
Για τις απηχήσεις του Ρήσου στο μυθιστόρημα του Λόγγου βλ. και Vater (1837), σχόλ. στίχ. 209. Για εκτενή συζήτησή τους βλ. Pattoni (2004) 100-105· πβ. Burlando (1997) 71 σημ. 81. οι απηχήσεις αυτές αγνοούνται, ωστόσο, από τον Hunter (1983) 59-83, ενώ ο Bowie (2007) 344-345 θεωρεί, όχι εντελώς εύστοχα, ότι οι στ. 361-362 από τον ηρακλή του Ευριπίδη στάθηκαν το άμεσο πρότυπο του Λόγγου. Στην πραγματικότητα, όπως θα επιχειρήσω να δείξω παρακάτω, το χωρίο του Λόγγου εξαρτάται άμεσα από τη σκηνή της μεταμφίεσης του Δόλωνα στον Ρήσο, η οποία με τη σειρά της διασκευάζει τους στ. 361362 από τον ευριπίδειο ηρακλή.
Διαδρομές του μύθου από την τραγωδία στο μυθιστόρημα: ρήσος και Λόγγος
73
νύχτα στο στρατόπεδο των Αχαιών και να φέρει σε πέρας την κατασκοπευτική αποστολή που του έχει αναθέσει ο Έκτωρ. Τις λεπτομέρειες της μεταμφίεσης τις εξηγεί ο ίδιος ο Δόλων στον Χορό: θα φορέσει μια δορά λύκου, στερεώνοντας το κεφάλι του ζώου (με το στόμα απειλητικά ανοιχτό) γύρω από το δικό του κεφάλι, και θα περπατήσει στα τέσσερα, έτσι που οι εχθροί να τον νομίσουν αληθινό λύκο. υπόσχεται μάλιστα να παρουσιάσει στους Τρώες, ως απόδειξη της επιτυχίας του, τα κομμένα κεφάλια του οδυσσέα και του Διομήδη. Όπως γνωρίζουμε, η αποστολή του Δόλωνα αποτυχαίνει: τον ανακόπτουν και τον σκοτώνουν τα επίδοξα θύματά του, ο οδυσσέας και ο Διομήδης, που βρίσκονται και οι ίδιοι σε κατασκοπευτική αποστολή.
Ανάμεσα στο επεισόδιο του Δόλωνα από τον ψευδευριπίδειο Ρήσο και στο επεισόδιο του Δόρκωνα από το μυθιστόρημα του Λόγγου υπάρχουν προφανείς ομοιότητες. Τόσο ο Δόλων όσο και ο Δόρκων είναι πρόσωπα δόλια, ύπουλα, που κινούνται απαρατήρητοι, μεταμφιεσμένοι σε λύκους. ωστόσο, η μεταμφίεσή τους αποδεικνύεται εντελώς ανεπαρκής, αφού δεν τους προστατεύει από τον κίνδυνο — αν και ο Δόρκων, αντίθετα προς τον Δόλωνα, εντέλει γλιτώνει τη ζωή του. Τη διακειμενική σχέση με τον Ρήσο την επισημαίνει ξεκάθαρα ο Λόγγος μέσω λεκτικών υπαινιγμών με παρωδιακό, συχνά, χαρακτήρα. Για παράδειγμα, το παρακάτω χωρίο από τον Ρήσο (208-212): λύκειον ἀμφὶ νῶτ’ ἐνάψομαι δορὰν καὶ χάσμα θηρὸς ἀμφ’ ἐμῷ θήσω κάρᾳ, βάσιν τε χερσὶ προσθίαν καθαρμόσας καὶ κῶλα κώλοις τετράπουν μιμήσομαι λύκου κέλευθον πολεμίοις δυσεύρετον
210
Τη ράχη μου θα σκεπάσω με ένα λυκοτόμαρο και γύρω απ’ το κεφάλι μου θα βάλω το κεφάλι του αγριμιού με ορθάνοιχτο το στόμα· τα μπροστινά του πόδια θα τα στερεώσω στα χέρια μου και τα πισινά του στα πόδια μου. Κι έτσι θα μιμηθώ το τετράποδο βάδισμα του λύκου, να μην μπορούν οι εχθροί να με εντοπίσουν.
είναι σαφές ότι απηχείται σκόπιμα στο μυθιστόρημα του Λόγγου (1.20.1-1.20.3): ἐπιτεχνᾶται τέχνην ποιμένι πρέπουσαν. [1.20.2] Λύκου δέρμα μεγάλου λαβών, ὃν ταῦρός ποτε πρὸ τῶν βοῶν μαχόμενος τοῖς κέρασι διέφθειρε, περιέτεινε τῷ σώματι,
74
Μυθοπλασίες
ποδῆρες κατανωτισάμενος, ὡς τούς τ’ ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῖς χερσὶ καὶ τοὺς κατόπιν τοῖς σκέλεσιν ἄχρι πτέρνης καὶ τοῦ στόματος τὸ χάσμα σκέπειν τὴν κεφαλήν, ὥσπερ ἀνδρὸς ὁπλίτου κράνος· [1.20.3] ἐκθηριώσας δὲ αὑτὸν ὡς ἔνι μάλιστα κτλ. Σκαρφίζεται λοιπόν ένα τέχνασμα που ταιριάζει σε τσοπάνη. [1.20.2] Πήρε ένα τομάρι μεγάλο από λύκο, που τον είχε σκοτώσει με τα κέρατά του ένας ταύρος για να υπερασπιστεί το κοπάδι τα γελάδια. Το τέντωσε πάνω στο σώμα του, έτσι που να σκεπάσει τα νώτα του ίσαμε τα πόδια· τα μπροστινά πόδια του ζώου απλώνονταν πάνω στα χέρια του, και τα πισινά του στα πόδια του ώς τις φτέρνες· το κεφάλι του αγριμιού, με το στόμα ορθάνοιχτο, σκέπαζε το δικό του κεφάλι σαν κράνος οπλίτη. [1.20.3] Πήρε λοιπόν μορφή θηρίου, όσο γινόταν, ... κτλ.
Παρακάτω, παρατίθενται σε μορφή καταλόγου οι λεκτικές ομοιότητες ανάμεσα στα δύο χωρία: • Ρήσος 208 λύκειον ... δοράν ~ Λόγγος 1.20.2 λύκου δέρμα
• Ρήσος 208 ἀμφὶ νῶτ’ ἐνάψομαι ~ Λόγγος 1.20.2 ποδῆρες κατανωτισάμενος
• Ρήσος 209 χάσμα θηρός ~ Λόγγος 1.20.2 τοῦ στόματος τὸ χάσμα
• Ρήσος 210 βάσιν τε χερσὶ προσθίαν καθαρμόσας ~ Λόγγος 1.20.2 ὡς τούς τ’ ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῖς χερσί • Ρήσος 211 καὶ κῶλα κώλοις ~ Λόγγος 1.20.2 καὶ τοὺς κατόπιν τοῖς σκέλεσιν ἄχρι πτέρνης.
Επιπρόσθετα, είναι αξιοπρόσεκτος ο τρόπος με τον οποίο ματαιώνεται το σχέδιο του Δόρκωνα: του επιτίθενται τσοπανόσκυλα. η λεπτομέρεια αυτή φαίνεται να παραπέμπει εσκεμμένα σε σκηνή του Ρήσου, και συγκεκριμένα στους στ. 780-798, όπου ο ηνίοχος του ρήσου βλέπει στον ύπνο του πως μια αγέλη από λύκους επιτίθεται στα άλογα του ρήσου. ο ηνίοχος ξυπνά και διαπιστώνει πως, την ώρα που εκείνος έβλεπε τον εφιάλτη, ο ρήσος έπεφτε θύμα δολοφονίας από τους Αχαιούς κατασκόπους.
Ενδιαφέρον έχει ότι ο Λόγγος διάλεξε να διασκευάσει (και να παρωδήσει) ένα επεισόδιο του Ρήσου, το οποίο ήδη στην αρχαιότητα φαίνεται πως θεωρούνταν αλλόκοτο, ακόμα και καταγέλαστο. Στο Κ της Ιλιάδας, που είναι το βασικό
Κ εφαλαιο 13
αιΣθητιΚη ΣυνειδηΣη Και ΜυθοΣ Στην ΠοιηΣη του α. ΣιΚελιανου Και του Γ. Σεφερη ευη ΒοΓιατζαΚη
η λειτουργία της μυθοποιητικής συνείδησης στην ποίηση του Άγγελου Σικελιανού και του Γιώργου Σεφέρη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των δύο βασικών τάσεων που επικράτησαν στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία του 20ου αιώνα σχετικά με τη χρήση του μύθου: εκείνη της νοσταλγικής επιστροφής σε αυτόν και εκείνη της παραλληλίας του με το παρόν. η ποίηση του Ά. Σικελιανού θεωρείται το χαρακτηριστικό παράδειγμα νοσταλγικής επιστροφής, ενώ ό,τι αναδύεται από την ποίηση του Γ. Σεφέρη είναι η μοντέρνα μυθοποιητική, αισθητική συνείδηση. οι μυθοποιητικές επιλογές των δύο ποιητών εξετάζονται εντός του ευρύτερου επιστημολογικού πλαισίου των αισθητικών/θεωρητικών αναζητήσεων περί μύθου και τέχνης, όπως αυτό διαμορφώθηκε από την ανάπτυξη των ανθρωπολογικών μελετών και των θετικών επιστημών κατά τα χρόνια της ποιητικής ωρίμανσης και των δύο. αναπόφευκτα η χρήση του μύθου συσχετίζεται με τις καινότροπες περί χρόνου και μύθου αντιλήψεις της περιόδου, και με τον τρόπο με τον οποίο αυτές εκφράστηκαν στην ποίηση: από τη μια, αντικειμενική συστοιχία (objective correlative),1 μυθική μέθοδος, κυβιστική συγχρονία (Bell) ή χρονικός συνταυτισμός για την ποίηση του Γ. Σεφέρη· από την άλλη, θρησκευτικός συγκρητισμός και αχρονία για τον Σικελιανό. Για τον Άγγελο Σικελιανό —υπέρμαχο της αναβίωσης της δελφικής ιδέας και του «μεγάλο[υ] αρχετύπο[υ] («αρμένισμα προς τον εαυτό μου»),2 ο μύθος και η 1 2
Eliot (1975) 48. Σικελιανός (1976) 3: 225.
280
Μυθοπλασίες
μυθοποιία αποτελούν την «ιερά οδό» για τη νοσταλγική επιστροφή στη μυθική ευαισθησία που αποδίδεται με ένα σχετικά εύληπτο ποιητικό τρόπο, όπως θα φανεί από την εξέταση του ομώνυμου ποιήματος. Για τον Γ. Σεφέρη ο μύθος χρησιμοποιείται ως νοηματική μήτρα που τροφοδοτεί τον συνθετικό ειρμό δυσερμήνευτων, νεωτερικών ποιητικών συνθεμάτων, όπως το Μυθιστόρημα (1935).
η συμβολιστική ποιητική συνείδηση του Σικελιανού συγκλίνει με τη μοντερνιστική συνείδηση του Σεφέρη ως προς το θέμα της διαφυγής από τον χρόνο ή τον χρονότοπο. Στον Σικελιανό όμως η πραγμάτευση του χρόνου οδηγεί τη νοσταλγική φυγή προς την αναζήτηση μιας απολεσθείσας κοσμικής ενότητας εαυτού, φύσης και κόσμου. αντίθετα για τον Σεφέρη η χρήση του χρόνου υπηρετεί το αίτημα μιας αφηρημένης τέχνης κατακερματισμού της αναπαράστασης, καθώς και αμετάκλητης μετακένωσης του μύθου σε νέα αισθητικά δεδομένα. Στην πρώτη περίπτωση του Σικελιανού ο μύθος αποτελεί οργανικό μέρος του ποιήματος. τροφοδοτεί ποικίλες θεματικές παραλληλίες ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, εύληπτες ωστόσο και κατανοητές ακόμα και σε περιπτώσεις συμβολικής πύκνωσης. ο μύθος στον Σικελιανό ενσωματώνεται σε ένα κειμενικό ιστό συνεκτικό και σχετικά ομαλό. τα σύμβολα είναι ερμηνεύσιμα ή ρητώς επεξηγήσιμα (π.χ. «Παν» ή «ιερά οδός») μέσω μιας θεματικής διάταξης που κινεί το ποίημα από τη νοηματική διάχυση ή τη συμβολική διασπορά προς την ενότητα, τον ερμηνευτικό συγκερασμό ή την ομόκεντρη επεξήγηση των λανθανόντων νοημάτων των συμβόλων (π.χ. «ιερά οδός»). Στη δεύτερη περίπτωση, εκείνη του Σεφέρη, ο μύθος αποτελεί σκελετό στερέωσης κειμενικών σπαραγμάτων, που δημιουργούν ένα ερμητικό ποιητικό σύμπαν, έναν κόσμο δυσερμήνευτο. εδώ ο μύθος υποστηρίζει τη διφυή φύση των νοημάτων του ποιήματος, θαμμένων στα βάθη του συμβόλου· η ανάκτησή τους πραγματοποιείται μόνο διά της συμβολικής αναγωγής τους στο γενικότερο σχέδιο του ποιήματος που πλαισιώνει ο μύθος (την ποιητική δηλ. της χωρικής φόρμας που ακολούθησαν μοντερνιστές συγγραφείς όπως ο T. Σ. Έλιοτ στην Έρημη Χώρα και ο τζ. τζόυς στον Οδυσσέα του).3 3
Frank (1991) 14-15.
αισθητή συνείδηση και μύθος στην ποίηση του α. Σικελιανού και του Γ. Σεφέρη
281
η αλληλεξάρτηση μύθου και λογοτεχνίας είναι τόσο παλιά στα λογοτεχνικά δρώμενα ώστε να μπορεί από μόνη της να θεωρηθεί μυθική. οι αρχές ωστόσο του 20ου αιώνα και ο μοντερνισμός επεφύλαξαν μια καινότροπη διάσταση στη χρήση του μύθου. είναι μια περίοδος όπου η σχέση τέχνης και πραγματικότητας δοκιμάζεται από νέες ιδέες σε επιστημονικό, φιλοσοφικό και λογοτεχνικό επίπεδο. Σχετικιστικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας συμβαδίζουν με αισθητικούς πειραματισμούς. η ψυχολογική διερεύνηση του εσώτερου κόσμου του υποκειμένου συνοδεύεται από την αρχή της αβεβαιότητας των φυσικών επιστημών, και η αντίληψη του ανθρώπου για τον σταθερό και αμετάβλητο χαρακτήρα του εξωτερικού κόσμου δοκιμάζεται από τις υποατομικές και κυματοειδείς θεωρήσεις του υλικού κόσμου από την κβαντική φυσική. οι ραγδαίες αυτές αλλαγές επιδρούν και διαμορφώνουν το αίτημα της ανανέωσης των εκφραστικών τρόπων και των μορφών στην τέχνη. Μια τέχνη αφαιρετική, εξάχνωσης των καθαρών περιγραμμάτων (ιμπρεσιονισμός–συμβολισμός), άρσης των ορίων του έξω και του έσω κόσμου, της μορφικής αναρχίας, της αποσπασματικότητας και της πολυ-πρισματικής αναπαράστασης (κυβισμός). η τέχνη αυτή επεδίωκε να εκφράσει τη γενικότερη κρίση των πολιτισμικών και ανθρώπινων αξιών μιας εποχής που έθετε υπό γενικευμένη αμφισβήτηση τις καθιερωμένες αντιλήψεις του ανθρώπου για τον εαυτό του και τη σχέση του με τον κόσμο.
Σε αυτά τα συμφραζόμενα η χρήση του μύθου αναδείχτηκε σε κάτι περισσότερο από νεοκλασικό διάκοσμο ή παρνασσιακή μουσειακή επάνοδο στην υψηλή τέχνη του αρχαίου κόσμου. Στον μοντερνισμό ο μύθος κλήθηκε να υπηρετήσει την αντιηρωική, πεσιμιστική και χαοτική συνθήκη του ανθρώπου του 20ου αιώνα. οι μοντερνιστές συγγραφείς κατέφυγαν στον μύθο αναζητώντας είτε έναν υποστηρικτικό σκελετό (scaffold) για τις αφαιρετικές τους συνθέσεις4 είτε τη θεματική μήτρα ή την πηγή νοηματικής τροφοδότησης ενός κόσμου σε διαδικασία φθοράς και αποσύνθεσης.5 Πιο συγκεκριμένα, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των λογοτεχνών του 20ου αιώνα για τον μύθο απορρέει από δύο κυρίως παραμέτρους. η πρώτη αφορά στο
4 5
Pound (1968) 340.
οι απόψεις των Έλιοτ και Πάουντ διατυπώνονται σχετικά με τον Οδυσσέα του τζ. τζόυς [Eliot (1975) 177]. Βλ. και τη σχετική μετάφραση του Έλιοτ από τον Γ. Σεφέρη (1984) 340.
282
Μυθοπλασίες
αμφιλεγόμενο περιεχόμενο των αξιών του μύθου, στον μεταφορικό ή και αλληγορικό χαρακτήρα του που τροφοδότησε τη διαρκή σχέση μύθου και λογοτεχνίας ανά τους αιώνες6 και η οποία στον 20ο αιώνα συνδέθηκε με τον προαναφερθέντα αμφίσημο, σχετικιστικό και πολυπρισματικό τρόπο πρόσληψης της εξωτερικής πραγματικότητας. η δεύτερη σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον ειδικό ρόλο που διαδραμάτισαν για τη λογοτεχνία τα πορίσματα της ανατέλλουσας επιστήμης της ανθρωπολογίας της περιόδου. Σύμφωνα με αυτά, ο μύθος θεωρήθηκε ότι εξέφραζε έναν «προ-αναλυτικό τρόπο σκέψης» σε ό,τι αφορά «τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, την κοινότητα και τον εαυτό» του.7 οι μελέτες του James Frazer, για παράδειγμα, έδειξαν ότι ο μύθος αποκάλυπτε ότι η πρωτόγονη ζωή είχε μια εξαιρετική συνεκτικότητα. οι καντιανές κατηγορίες του χρόνου και του τόπου φαίνεται ότι δεν ίσχυαν για τον πρωτόγονο άνθρωπο, με τον ίδιο τρόπο που ισχύουν για τον πολιτισμένο. ο αρχαϊκός εαυτός συνδεόταν με το περιβάλλον του, το παρελθόν ή το μέλλον του με όρους ταύτισης: Ένας τελετουργικός χορός π.χ. πριν από το κυνήγι θα επηρέαζε το αποτέλεσμα του κυνηγιού, ή ένας χορευτής που φορούσε μιαν αρχαία μάσκα κυριολεκτικά διαπερνιόταν από το πνεύμα του νεκρού άνδρα.8 Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι λογοτέχνες του 20ου αιώνα, αφενός υπό την επίδραση των επιστημονικών ανακαλύψεων και αισθητικών πειραματισμών της περιόδου, αφετέρου υπό την επιταγή της αναζήτησης ή και διαμόρφωσης μιας νέας αισθητικής συνείδησης, στράφηκαν προς τον μύθο επιδιώκοντας «είτε την επιστροφή σε αρχαϊκούς τρόπους ευαισθησίας είτε να δημιουργήσουν έναν ισοδύναμο μύθο» στο πλαίσιο της μοντέρνας μυθοποιητικής συνείδησης: «επιστροφή ή πρόοδο».9 Για τον Σικελιανό, που όπως λέει ο ίδιος, θρήνησε «τον θάνατο του ομαδικού και άρτιου Μύθου» στον «Πρόλογο στη ζωή»,10 ο μύθος είναι δίαυλος νο-
6 7 8 9
10
Ruthven (1977) 88. Bell (1980) 20. Bell 1980, 20. Bell 1980, 20.
Σικελιανός (19752) 78.