Η ‘μεταναστευτική κρίση’ στην Ελλάδα της οικονομικής ύφεσης: Αναζητώντας ένα νέο πλαίσιο για την προσέγγιση του φαινομένου Απόστολος Γ. Παπαδόπουλος1
Περίληψη
Η παρούσα συγκυρία για τη μελέτη της ‘μεταναστευτικής κρίσης’, δηλαδή της ιδιαίτερης έντασης των μεταναστευτικών ροών που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, είναι μοναδική με την έννοια ότι η χώρα βρίσκεται στο χαμηλότερο οικονομικό επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών, λόγω της πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης που έπληξε σταδιακά το σύνολο των οικονομικών κλάδων και ειδικότερα την μισθωτή εργασία, τον δημόσιο τομέα και τα μεσαία και χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Στόχος του παρόντος κειμένου είναι να υπογραμμίσει την αδυναμία συγκρότησης μιας συνολικής θεώρησης της ‘μεταναστευτικής κρίσης’, απέναντι στις κυρίαρχες κατηγοριοποιήσεις για τους μετακινούμενους πληθυσμούς οι οποίες περιορίζουν τη σχετική συζήτηση με βάση τον λόγο της αρχικής μετακίνησης των πληθυσμών αυτών από την χώρα προέλευσής τους. Ειδικότερα, το κείμενο υποστηρίζει ότι οι υπάρχουσες θεωρήσεις για την μετανάστευση ουσιαστικά συγκροτούν επιμέρους πτυχές μιας πολυεπίπεδης συζήτησης για τους μετακινούμενους πληθυσμούς που θα πρέπει να συνδυαστούν, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πολυπλοκότητα του μεταναστευτικού φαινόμενου. Γίνονται συγκεκριμένες θεωρητικές επισημάνσεις που αφορούν στη σύγχρονη προσέγγιση της ‘μεταναστευτικής κρίσης’ στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Αναλύονται τα διαθέσιμα στοιχεία προ-κειμένου για την αδρή περιγραφή των μετακινούμενων πληθυσμών και των επιμέρους διαφοροποιήσεών τους. Σχολιάζονται οι πρόσφατες εξελίξεις στο μεταναστευτικό φαινόμενο, όπως αυτό διαμορφώνεται στην Ελλάδα τα τελευταία έτη. Ολοκληρώνοντας, στο κείμενο διατυπώνονται σημαντικά συμπεράσματα, προκειμένου να αναδειχθεί η συνθετότητα των μεταναστευτικών ροών και των πληθυσμιακών μετακινήσεων προς την Ελλάδα και την Ευρώπη, ευελπιστώντας ότι μπορούν να αξιοποιηθούν για το σχεδιασμό μιας πιο αποτελεσματικής μεταναστευτικής πολιτικής για τη χώρα.
1. Εισαγωγή
ήταν της τάξης του 26% (OECD, 2016), ενώ παράλληλα το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε δραματικά και κορυφώθηκε στο 28% την περίοδο 2013-2014, παρότι μειώθηκε ελαφρά στο 24,4% περί το τέλος του 2015 (ΕΛΣΤΑΤ, 2015).
Η σύγχρονη αξιολόγηση του μεταναστευτικού ζητήματος2, όπως και στο παρελθόν, δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας, η οποία στην τρέχουσα συγκυρία αντιμετωπίζει καθημερινά το φάσμα της ολοένα διευρυνόμενης οικονομικής ύφεσης. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, η μείωση του ΑΕΠ της χώρας κατά την περίοδο 2008-2014 1 2
Η παρούσα συγκυρία προκειμένου για τη μελέτη της ‘μεταναστευτικής κρίσης’, δηλαδή της ιδιαίτερης έντασης των μεταναστευτικών ροών που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, είναι μοναδική, με την
Καθηγητής Τμήματος Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Το παρόν κείμενο στηρίζεται σε σεμινάριο που δόθηκε από τον συγγραφέα στο Hellenic Observatory, London School of Economics με τίτλο: “From migration crisis to refugee crisis in Europe: Securitization priorities vs integration policies?” στο Λονδίνο στις 18 Ιανουαρίου 2016. Το κείμενο έχει ενσωματώσει τον προβληματισμό από σχετικές συζητήσεις με τους Alessandra Corrado, Walter Greco, Ibrahim Sirkeci και David Brown. Ευχαριστώ τους Γ. Μαυρομμάτη και Λ.Μ. Φρατσέα για τα σχόλιά τους σε προηγούμενη εκδοχή του κειμένου. Τέλος, οφείλω ευχαριστίες στο Centre for Transnational Studies, Regents University London και στο Development Sociology Department, Cornell University για τις υποδομές και τις διευκολύνσεις που μου παρείχαν στο πλαίσιο της επιστημονικής μου άδειας κατά τη διάρκεια της συγγραφής του παρόντος. 37
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 2016-2017
έννοια ότι η χώρα βρίσκεται στο χαμηλότερο οικονομικό επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών, λόγω της πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης (2008) που έπληξε σταδιακά το σύνολο των οικονομικών κλάδων και ειδικότερα την μισθωτή εργασία, τον δημόσιο τομέα και τα μεσαία και χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Το σημαντικότερο όλων είναι ότι η οικονομική ύφεση στην Ελλάδα συνεχίστηκε καθ’ όλη την περίοδο 2008-2014 και μόλις το 2015 άρχισαν να φαίνονται ορισμένα δειλά σημάδια σταθεροποίησης των μακροοικονομικών μεγεθών.
από την ανάγκη διατήρησης της κυριαρχίας του έθνους-κράτους απέναντι σε άλλα έθνη-κράτη, αλλά και από την ανάγκη ρύθμισης των εθνικών αγορών εργασίας. Παρά την υφιστάμενη ισχυρή κριτική στην κρατική προσέγγιση της μετανάστευσης, ο ρόλος του έθνους - κράτους παραμένει σημαντικός για την οριοθέτηση του μεταναστευτικού φαινομένου συνολικά, ιδίως εάν λάβουμε υπόψη τον τρόπο με τον οποίο καθορίζονται οι σχετικές Ευρωπαϊκές πολιτικές, αλλά και το πλαίσιο των διεθνών συζητήσεων και συνθηκών για την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο (Nash, 2015).
Στόχος του παρόντος κειμένου είναι να υπογραμμίσει την αδυναμία συγκρότησης μιας συνολικής θεώρησης της ‘μεταναστευτικής κρίσης’, απέναντι στις κυρίαρχες κατηγοριοποιήσεις για τους μετακινούμενους πληθυσμούς, οι οποίες περιορίζουν τη σχετική συζήτηση, με βάση τον λόγο της αρχικής μετακίνησης των πληθυσμών αυτών από τη χώρα προέλευσής τους. Εφαλτήριο της προσέγγισής μας στο παρόν κείμενο είναι η θεώρηση των μετακινούμενων ως πολυσθενών κοινωνικών υποκειμένων, τα οποία επηρεάζονται από πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες, και των οποίων η συμπεριφορά δεν μπορεί να ανάγεται στους λόγους που αποδίδονται σε όσους επέλεξαν να φύγουν, ή αναγκάστηκαν να μετακινηθούν από τις εστίες τους και τις χώρες καταγωγής τους. Επιπρόσθετα, οι μετακινούμενοι, ως κοινωνικά υποκείμενα, δεν μπορούν να αποκοπούν από το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώθηκαν και αυτό περιλαμβάνει πολύ περισσότερες διαστάσεις από το πολωτικό δίλημμα: οικονομικοί ή πολιτικοί λόγοι; Ως αποτέλεσμα, η μελέτη συμπεριφοράς των μετακινούμενων χρειάζεται να αποφύγει, από τη μια πλευρά τις διανοητικές απλουστεύσεις και από την άλλη την υιοθέτηση γραφειοκρατικών ορισμών για την προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων. Είναι ενδιαφέρον ότι τα κίνητρα των μετακινούμενων σχετικοποιούνται και μεταβάλλονται ανάλογα με την πορεία της μετακίνησής τους ή της παραμονής τους σε μια περιοχή. Έτσι η απόδοση ερμηνευτικής σημασίας στην αρχική απόφαση (ή εξαναγκασμό) μετακίνησης δεν αποδίδει την πολυπλοκότητα του τρόπου σκέψης και δράσης των μετακινούμενων.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα δείξουμε ότι οι υπάρχουσες θεωρήσεις για τη μετανάστευση ουσιαστικά συγκροτούν επιμέρους πτυχές μιας πολυεπίπεδης συζήτησης για τους μετακινούμενους πληθυσμούς που θα πρέπει να συνδυαστούν, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πολύπλοκο μεταναστευτικό φαινόμενο, το οποίο ξεδιπλώνεται με όλη του την ένταση στις μέρες μας. Η κλασική συζήτηση για το μεταναστευτικό φαινόμενο καταλήγει σε καθορισμένα συμπεράσματα, που αφορούν όμως προηγούμενες ιστορικές περιόδους, κατά τις οποίες οι μεταναστευτικές ροές ακολουθούσαν μια σχετικά ‘ερμηνεύσιμη’ πορεία και κατατάσσονταν σύμφωνα με την οπτική των ανεπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών. Επιπρόσθετα, επισημαίνεται ότι οι στάσεις του πληθυσμού των χωρών που υποδέχονται μετανάστες συνήθως δεν υπαγορεύονται από τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των μεταναστευτικών πληθυσμών, αλλά περισσότερο από μια στερεοτυπική και επιλεκτική ανάγνωση του ‘προφίλ’ των μεταναστών. Αντίστροφα, θα λέγαμε ότι η διαδικασία πρόσληψης των μεταναστών απέχει πολύ από την πραγματικότητα που περιγράφουν οι ερευνητές, οι οποίοι ασχολούνται με την περιγραφή και αξιολόγηση των μεταναστευτικών χαρακτηριστικών. Αυτό διαπιστώνεται αρκετά συχνά, ιδιαίτερα όταν κανείς επιχειρεί να αποτιμήσει τη συνεισφορά των μεταναστών στην οικονομία και κοινωνία των χωρών υποδοχής. Ενώ, γενικότερα, κυριαρχεί η αντίληψη ότι οι μετανάστες κάνουν υπέρμετρη χρήση του κράτους πρόνοιας στις χώρες όπου είναι εγκατεστημένοι, στην πραγματικότητα οι μετανάστες συνεισφέρουν περισσότερο από όσο επωφελούνται από το κράτος πρόνοιας. Ειδικότερα, σύμφωνα με αναλύσεις του ΟΟΣΑ, οι μετανάστες δεν αποτελούν βάρος, ούτε αντίστοιχα την πανάκεια για την επίλυση των δημοσιοοικονομικών προκλήσεων που αντιμετωπίζουν τα ανεπτυγμένα
Οι κοινωνικοί επιστήμονες σωστά ασκούν έντονη κριτική στη χρήση των γραφειοκρατικών ορισμών και των συστημικών κατηγοριών για τη μετανάστευση (King, 2002, Bakewell, 2010), ενώ από την άλλη σπάνια έχουν τη δυνατότητα να τους ανατρέψουν, κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι η χρησιμότητα των ορισμών αυτών υπαγορεύεται
38
Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Η ‘ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ’ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΥΦΕΣΗΣ
κράτη. Εκτός, ίσως, από όσες χώρες έχουν σημαντικό ποσοστό μεγάλων σε ηλικία μεταναστών, οι τελευταίοι συνεισφέρουν σε φόρους και κοινωνικές εισφορές πολύ περισσότερα από όσα λαμβάνουν σε ατομικές παροχές (OECD, 2014). Η μελέτη των ποσοτικών δεδομένων δείχνει ότι οι μετανάστες, ανεξαρτήτως επιπέδου εξειδίκευσης, δεν παίρνουν τις δουλειές των γηγενών σε μακροπρόθεσμη βάση, αλλά τείνουν να δημιουργούν θέσεις εργασίας, λόγω της αυξημένης παραγωγής, της αυτοαπασχόλησης, της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας. Παράλληλα, προσφέρουν ευκαιρίες για την αναβάθμιση της απασχόλησης των γηγενών και την εξειδίκευσή τους σε πιο ειδικευμένες εργασίες. Οποιαδήποτε βραχυπρόθεσμα αρνητικά αποτελέσματα στην απασχόληση των γηγενών είναι περιορισμένα και ασήμαντα. Στην χειρότερη περίπτωση, όσοι εργάτες θίγονται από τις παρόμοιες δεξιότητες και επίπεδο των μεταναστών είναι ίσως κάποιοι μετανάστες που εντάχθηκαν παλαιότερα στην αγορά εργασίας. Οι υψηλής ειδίκευσης μετανάστες λειτουργούν συμπληρωματικά με το φυσικό κεφάλαιο και την τεχνολογία, καθώς επίσης με το ανθρώπινο κεφάλαιο των γηγενών με χαμηλές και υψηλές δεξιότητες (Constant, 2014: 9).
διαμορφώνεται στη χώρα τα τελευταία έτη. Τέλος, ολοκληρώνουμε το κείμενό μας, καταγράφοντας όσο γίνεται πιο συνοπτικά, ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα και σχόλια προκειμένου να αναδειχθεί η συνθετότητα των μεταναστευτικών ροών και των πληθυσμιακών μετακινήσεων προς την Ελλάδα και την Ευρώπη, ευελπιστώντας ότι μπορούν να αξιοποιηθούν για τον σχεδιασμό μιας πιο αποτελεσματικής μεταναστευτικής πολιτικής για τη χώρα.
2. Τοποθετώντας τη θεωρητική συζήτηση για τη μετανάστευση
Στην απαρχή του 21ου αιώνα, παρατηρείται έξαρση της κινητικότητας πληθυσμών προς την Ευρώπη και τον ανεπτυγμένο κόσμο. Ο εκτιμώμενος συνολικός αριθμός των ατόμων που έχουν μετακινηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο δεν ξεπερνά τα 244 εκατομμύρια (3,3% του παγκόσμιου πληθυσμού), ενώ σε σχέση με το έτος 2000 οι μετακινούμενοι αυξήθηκαν κατά 71 εκατομμύρια, που αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 41%. Είναι ενδιαφέρον ν’ αναφερθεί ότι στο σύνολο των μετακινούμενων κατά το έτος 2015, το 58% περίπου καταλήγει στον ανεπτυγμένο κόσμο και το υπόλοιπο 42% κατευθύνεται στον λιγότερο ανεπτυγμένο κόσμο. Επιπρόσθετα, το 54% όσων μετακινούνται προς τις ανεπτυγμένες χώρες πηγαίνει στην Ευρώπη. Παρότι το ποσοστό των μετακινούμενων προς την Ευρώπη πληθυσμών παρέμεινε σταθερό ως τμήμα των μετακινούμενων που καταλήγουν στον ανεπτυγμένο κόσμο, ο εκτιμώμενος αριθμός των μεταναστευτικών πληθυσμών αυξήθηκε από 49 εκατομμύρια το 1990 σε 76 εκατομμύρια το 2015, σημειώνοντας αύξηση κατά 55% μέσα σε 25 έτη (UN DESA, 2015).
Η επίδραση των ποσοτικών μεγεθών στη διαμόρφωση των αντιλήψεων της κοινής γνώμης σχετικά με τους μετανάστες και τη μετανάστευση είναι τόσο σημαντική, ώστε οδηγούν σε άμεσες τροποποιήσεις ή προσαρμογές των σχετικών πολιτικών που εφαρμόζονται σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η συνεχιζόμενη υιοθέτηση μέτρων πολιτικής, τόσο από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όσο και από την πλευρά των κρατών-μελών, προκειμένου να μειωθούν οι ροές των εισερχόμενων πληθυσμών μέσω της Τουρκίας και της Ελλάδας στην Ευρώπη, οι οποίες κορυφώθηκαν προς το τέλος του 2015 και προέρχονται από την Συρία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, καθώς και από άλλες χώρες της Ασίας και της Αφρικής.
Παρακάτω διατυπώνουμε ορισμένες θεωρητικές επισημάνσεις, οι οποίες κρίνονται σκόπιμες για τη διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου προσέγγισης της ‘μεταναστευτικής κρίσης’ στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Στη συνέχεια, παραθέτουμε μια ανάλυση των διαθέσιμων στοιχείων για την αδρή περιγραφή των μετακινούμενων πληθυσμών και των επιμέρους διαφοροποιήσεών τους. Παράλληλα, γίνεται σχολιασμός των πρόσφατων εξελίξεων στο μεταναστευτικό φαινόμενο, όπως
39
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί αλλάζουν επιμέρους προορισμούς εντός της Ευρώπης (βλ. Διάγραμμα 1). Ενώ το 1990 η Ανατολική και η Δυτική Ευρώπη είχαν τη μερίδα του λέοντος των μετακινούμενων πληθυσμών εντός της Ευρώπης με 45% και 33% αντίστοιχα, το 2015 η Δυτική Ευρώπη κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό (35%), ακολουθούμενη από την Ανατολική Ευρώπη (26%) και τη Νότια Ευρώπη (21%). Είναι σαφές, λοιπόν, ότι οι μετακινούμενοι πληθυσμοί μειώνονται στην Ανατολική Ευρώπη, ενώ σε όλες τις άλλες περιοχές αυξάνονται σημαντικά. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, τόσο η αριθμητική, όσο και η ποσοστιαία αύξηση των μετακινούμενων πληθυσμών είναι σημαντική και προς τη Νότια Ευρώπη (από 9% σε 21%) και
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 2016-2017
Διάγραμμα 1. Εξέλιξη των μεταναστευτικών πληθυσμών στις περιοχές της Ευρώπης, 1990-2015
Πηγή: UN DESA (2015).
10,3% το 2015, και στη Βόρεια Ευρώπη, όπου το ποσοστό των μεταναστών σχεδόν διπλασιάστηκε από 7,2% σε 13%. Αντίστοιχα, η Δυτική Ευρώπη αύξησε περαιτέρω το ποσοστό των μεταναστών που διαβιούν σε αυτή, από 9,2% το 1990 σε 14,4% το 2015.
προς τη Βόρεια Ευρώπη (από 13,5% σε 17,5%). Ιδιαίτερα στη Νότια Ευρώπη, είναι φανερή η σταθεροποίηση του αριθμού των μεταναστευτικών πληθυσμών την περίοδο 2010-2015, λόγω της οικονομικής κρίσης και της ύφεσης που ακολούθησε.
Το ποσοστό των μετακινούμενων πληθυσμών στο σύνολο του πληθυσμού του ανεπτυγμένου κόσμου είναι φυσικά πολύ περισσότερο σημαντικό από ό,τι στο σύνολο του πληθυσμού του λιγότερο ανεπτυγμένου κόσμου (11,2% έναντι 1,7%). Αυτό σημαίνει ότι η μεγέθυνση των μεταναστευτικών πληθυσμών, όπως δείχνουν τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών (US DESA, 2015), οδηγεί στην αύξηση του ειδικού τους βάρους εντός των ανεπτυγμένων κοινωνιών. Το παράδειγμα της Ευρώπης είναι αρκετά σημαντικό, καθώς το ποσοστό των μεταναστευτικών πληθυσμών στον πληθυσμό της Ευρώπης αυξήθηκε από 6,8% το 1990 σε 10,3% το 2015. Όσον αφορά, βέβαια, τις διαφορετικές περιοχές εντός της Ευρώπης, παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις που επιβεβαιώνουν σε ένα βαθμό το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για τις μεταναστευτικές ροές. Ειδικότερα, το ποσοστό των μετακινούμενων πληθυσμών στο σύνολο του πληθυσμού της Ανατολικής Ευρώπης ήταν σχεδόν σταθερό, καθώς μεταβλήθηκε οριακά από 7,1% το 1990 σε 6,7% το 2015. Η πιο ραγδαία αύξηση σημειώθηκε στη Νότια Ευρώπη, όπου το ποσοστό των μεταναστών ουσιαστικά τριπλασιάστηκε από 3% το 1990 σε
Σύμφωνα με την ίδια βάση δεδομένων των Ηνωμένων Εθνών, το 2015 τελούσαν σε καθεστώς πρόσφυγα περίπου 19,6 εκατομμύρια άτομα, εκ των οποίων το 10% βρίσκεται στον ανεπτυγμένο κόσμο, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία (90%) κατανέμεται στον λιγότερο ανεπτυγμένο κόσμο. Σύμφωνα με τα Ην. Έθνη, οι πρόσφυγες αποτελούν μόλις το 8% του συνόλου των μετακινούμενων/ μεταναστευτικών πληθυσμών που αναφέρθηκαν παραπάνω, ενώ η πλειοψηφία των μετακινούμενων είναι οικονομικοί μετανάστες. Το ενδιαφέρον είναι ότι η Ευρώπη υποδέχεται τη μεγάλη πλειοψηφία (76%) των προσφύγων που διαμένουν στον ανεπτυγμένο κόσμο. Όμως, και αυτό το μέγεθος κατανέμεται άνισα μεταξύ των διαφορετικών περιοχών της Ευρώπης. Για παράδειγμα, η Δυτική Ευρώπη υποδέχεται το 48% των προσφύγων, ακολουθεί η Βόρεια Ευρώπη με 22%, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό μοιράζεται μεταξύ της Ανατολικής και της Νότιας Ευρώπης (19% και 11% αντίστοιχα). Με βάση τα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (ΥΑ) που συμπεριλαμβάνουν την αποτίμηση του α-
40
Κρίση κατανάλωσης και κρίση status: ταξικές διαφορές των επιπτώσεων της κρίσης και δείκτες ευζωίας στην Αθήνα του 2013 Δημήτρης Εμμανουήλ1
Περίληψη
Το άρθρο αξιοποιεί τα στοιχεία κοινωνιολογικής εμπειρικής έρευνας του 2013 στην ευρύτερη Αθήνα για να εξετάσει τις διαφορές και την έκταση των ανισοτήτων στις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης ανά κοινωνικο-οικονομική τάξη υιοθετώντας το νέο-βεμπεριανής έμπνευσης ταξικό σχήμα ESeC (Ευρωπαϊκή Κοινωνικο-οικονομική Ταξινόμηση). Κατά πρώτον θα γίνει μια σύντομη παρουσίαση του ESeC και θα εξεταστεί ο βαθμός κατά τον οποίο η εφαρμογή του περιγράφει ρεαλιστικά τις ταξικές διαφορές στις "δια βίου" οικονομικές συνθήκες και ευκαιρίες. Στη συνέχεια, θα εξεταστούν οι ταξικές διαφορές στις πλέον εμφανείς επιπτώσεις της κρίσης: στην ανεργία και στα προβλήματα δραστικής μεταβολής καταναλωτικών προτύπων και περιστολής της κατανάλωσης. Τέλος, θα διερευνηθεί η επιρροή αυτών των προβλημάτων στη στεγαστική επισφάλεια, στην κοινωνική ζωή των ατόμων και στο βαθμό ικανοποίησης από τη ζωή τους και, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό, θα γίνουν συγκρίσεις αυτών των "ποιοτικών" δεικτών με τα ευρήματα παλαιότερων ερευνών όπως η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα του 2011 και του 2003.
1. Εισαγωγικά: επιπτώσεις της κρίσης και υποκειμενικοί δείκτες ευζωίας – δύο παράδοξα
Το 2013, τη χρονιά που πραγματοποιήθηκε η έρευνα του ΕΚΚΕ για την κατανάλωση και τις κοινωνικές τάξεις στην Αθήνα2, η καμπύλη της κρίσης φαινόταν να έχει φτάσει στο κατώτατο σημείο της μετά από μια ελεύθερη πτώση που μείωσε το ΑΕΠ της χώρας σε σχέση με το 2008 κατά 25%, την ιδιωτική κατανάλωση κατά κεφαλή (σε πραγματικές αξίες) κατά 28% και έφτασε την ανεργία στο 27,5%. Ένα μόνιμο θέμα στις ιδιωτικές συζητήσεις και στα σχόλια του τύπου 1 2
3
ήταν η «καταστροφή της μεσαίας τάξης» και η διαπίστωση ότι ήταν πλέον αδύνατο να διατηρηθεί ο τρόπος ζωής που άρμοζε στα μέλη αυτής της τάξης: ευυπόληπτα επαγγέλματα όπως γιατροί, μηχανικοί ή δικηγόροι διαπίστωναν με πικρία το 2013 ότι ήταν δύσκολο πλέον να παραμείνουν «μεσαία τάξη»3. Το ότι τα βάσανα της μεσαίας τάξης αποτυπώνονται πιο ανάγλυφα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στο δημόσιο λόγο γενικότερα δεν σημαίνει, βέβαια, ότι είναι και τα πιο σοβαρά. Αν και οι διαφορές στους αρνητικούς δείκτες της κρίσης, με την εξαίρεση της ανεργίας, δεν είναι
Διευθυντής Ερευνών ΕΚΚΕ.
Ερευνητικό έργο SECSTACON («Κοινωνικό-οικονομική τάξη, κοινωνική θέση και κατανάλωση»), έργο αριθ. 1391 της δράσης ΑΡΙΣΤΕΙΑ της ΓΓΕΤ με τη χρηματοδότηση του ελληνικού κράτους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έρευνα βασίστηκε κυρίως σε δομημένες συνεντεύξεις σε τυχαίο δείγμα 2520 νοικοκυριών στην ευρύτερη περιφέρεια της Αθήνας (Ηπειρωτική Αττική και Σαλαμίνα πλην των πλέον απομακρυσμένων ζωνών της Λαυρεωτικής, Ωρωπού-Αυλώνα και Μεγάρων-Ακτής Κορινθιακού). Η χρήση του όρου γίνεται προφανώς κατ' αναλογία με το βρετανικό «middle class» που παραπέμπει περισσότερο στα ανώτερα τμήματα μιας με ευρεία έννοια μεσαίας τάξης.
307
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 2016-2017
μεγάλες μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, τα στοιχεία της κατανάλωσης δείχνουν ότι τα ανώτερα επαγγελματικά στρώματα είχαν σχετικά μικρότερη πτώση των καταναλωτικών δαπανών σε σύγκριση με την εργατική τάξη και κατά πολύ μικρότερη από την κατώτερη μεσαία τάξη (υπάλληλοι γραφείου, απασχολούμενοι στο εμπόριο). Η περισσότερο ευνοϊκή θέση των ανώτερων στρωμάτων και, σε αυτή την περίπτωση, η σαφώς δυσμενέστερη θέση της εργατικής τάξης, είναι αντίθετα πολύ εμφανή στα ποσοστά ανεργίας ανά επαγγελματικό στρώμα: έχουμε μια κλιμάκωση της ανεργίας από 12-15% στα ανώτερα στρώματα σε 35-40% στα κατώτερα. Συνεπώς, ως συνολική εικόνα θα λέγαμε ότι η κρίση έθιξε μεν εντονότατα όλα τα κοινωνικά στρώματα αλλά τα ανώτερα θίχθηκαν συγκριτικά λιγότερο. Όταν ωστόσο εξετάσουμε την υποκειμενική καταγραφή των συνθηκών και επιπτώσεων της κρίσης το 2013 με τους κλασσικούς δείκτες ευζωίας, δηλαδή με τη διεθνώς τυποποιημένη ερώτηση «Πόσο ικανοποιημένοι είστε με τη ζωή σας συνολικά;» με επιλογή επιπέδων σε μια κλίμακα από το 0 = «Απόλυτα δυσαρεστημένος/η» έως το 10 = «Απόλυτα ικανοποιημένος/η», ανακύπτουν δύο εντυπωσιακά παράδοξα. Πρώτον, σε μακρoχρόνια βάση, σε σχέση με ένα εύλογο χρόνο σύγκρισης όπως, για παράδειγμα, το 2003 όταν το κατά κεφαλή επίπεδο κατανάλωσης ήταν σαφώς υψηλότερο του 2013 και η ανεργία ριζικά μικρότερη, ο μέσος δείκτης ευζωίας για την Αθήνα δεν παρουσιάζει μεταβολή – ήταν ουσιαστικά ο ίδιος το 2013 με το 2003. Δεύτερον, όταν εξετάσουμε τα μεγάλα επαγγελματικά στρώματα, διαπιστώνεται ότι τα ανώτερα στην κοινωνική ιεραρχία εμφανίζουν, σε σύγκριση με το 2003, μείωση του δείκτη ευζωίας ενώ τα ευρύτερα εργατικά στρώματα παρουσιάζουν, αντίθετα, μια μικρή αύξηση – δύο μεταβολές που είναι ακριβώς αντίθετες με τις ταξικές διαφορές ως προς την ένταση των αρνητικών επιπτώσεων της κρίσης. 4
5
Η ύπαρξη παραδόξων στη σχέση μεταξύ των δεικτών ευζωίας, δηλαδή της ικανοποίησης από τη ζωή, και των πραγματικών επιπέδων του εισοδήματος και της κατανάλωσης δεν είναι κάτι το νέο. Το κοινό τους στοιχείο είναι βέβαια ότι είναι ασύμβατα (και ως εκ τούτου παράδοξα) με τα θεωρητικώς αναμενόμενα από τις κρατούσες απόψεις της αμιγώς ωφελιμιστικής οικονομικής σχολής. Πως είναι δυνατόν το αίσθημα ικανοποίησης από τη ζωή ή το αίσθημα ευτυχίας4 να μην παρακολουθούν τόσο στο χρόνο όσο και σε μια δεδομένη χρονική «τομή» την αύξηση (ή τη μείωση) της ωφέλειας (utility) που προσφέρουν οι καλύτερες (ή οι χειρότερες) οικονομικές συνθήκες; Οι προσπάθειες κατανόησης αυτών των παραδόξων οδήγησαν στην ανάπτυξη σημαντικών έργων κριτικής αφενός της αμιγώς ωφελιμιστικής προσέγγισης στα οικονομικά και αφετέρου της απλοϊκής «υλιστικής» προσέγγισης στην κοινωνιολογία. Οδήγησαν επίσης σε εναλλακτικές προσεγγίσεις που αξιοποιούν έννοιες όπως αυτή του σχετικού εισοδήματος και του σχετικού επιπέδου διαβίωσης (Duesenberry, 1949), των ομάδων αναφοράς και της σχετικής αποστέρησης στην αξιολόγηση της κατάστασης των κοινωνικών τάξεων (Runciman, 1965) και, βέβαια, στη διασύνδεση μεταξύ του επιπέδου ανάπτυξης μιας κοινωνίας και του επιπέδου των προσδοκιών και φιλοδοξιών (aspirations) που διαμορφώνουν νέα κάθε φορά κριτήρια αξιολόγησης των συνθηκών διαβίωσης, ιδιαίτερα στο φημισμένο κείμενο του Easterlin (1974) που οδήγησε στην καθιέρωση του όρου «το παράδοξο του Easterlin» σύμφωνα με το οποίο σε μακροχρόνια βάση η οικονομική ανάπτυξη δεν επιφέρει αύξηση των δεικτών ευτυχίας και ικανοποίησης από τη ζωή5.
Στα επόμενα θα αξιοποιήσουμε αυτές τις σημαντικές θεωρητικές προσεγγίσεις για να κατανοήσουμε τα παράδοξα που επισημάνθηκαν αφού τεκμηριώσουμε τα σχετικά εμπειρικά δεδομένα. Πρώτα θα αποτιμήσουμε τις συνολικές μεταβολές και τις ταξικές διαφορές στη μείωση της
Οι δειγματοληπτικές έρευνες που καταγράφουν το δείκτη ικανοποίησης από τη ζωή συνήθως καταγράφουν και το κατά πόσο οι ερωτώμενοι είναι ευτυχείς σε μια αντίστοιχη κλίμακα 0-10. Ο μέσος δείκτης ευτυχίας είναι κατά κανόνα ανώτερος του δείκτη ικανοποίησης καθώς υποτίθεται ότι περιλαμβάνει και αξιολόγηση περισσότερων «άυλων» αγαθών όπως η ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Ωστόσο, ο Richard Easterlin, ο κατεξοχήν ειδικός στα «οικονομικά της ευτυχίας» επιμένει ότι η συμπεριφορά των δύο δεικτών δεν διαφέρει ουσιαστικά και χρησιμοποιεί και τους δύο (Easterlin et al., 2010). Στα επόμενα θα αναφερθούμε μόνο στο δείκτη ικανοποίησης (ή υπο-κειμενικής ευζωίας - «subjective well-being» – που έχει καθιερωθεί να χρησιμοποιείται για τους δείκτες αυτού του είδους).
Με αυτό το παράδοξο συνδέεται και το πρώτο από τα παράδοξα που επισημάνθηκαν παραπάνω για τα ελληνικά δεδομένα 2003-2013. Για το παράδοξο του Easterlin έχει αναπτυχθεί έκτοτε τεράστια βιβλιογραφία, συχνά κριτική αυτής της υπόθεσης. Βλ. την επισκόπηση του ιδίου και των συνεργατών του (2010) που τεκμηριώνει με πληθώρα αναλύσεων διεθνών στοιχείων την εγκυρότητα της υπόθεσης και μάλιστα για χώρες που δεν ανήκουν στη μειονότητα των πλέον αναπτυγμένων.
308
Δ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ: ΚΡΙΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ STATUS
κατανάλωσης σε όρους πραγματικής δαπάνης από τα διαθέσιμα επίσημα στατιστικά στοιχεία. Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε τις περισσότερο ποιοτικές και μορφολογικές αλλαγές στα πρότυπα κατανάλωσης με τα στοιχεία της έρευνας του ΕΚΚΕ στην Αθήνα του 2013. Σε αυτό το υλικό θα γίνει σαφής χρήση της έννοιας της «κοινωνικής τάξης» ως κοινωνικό στρώμα σε μια ιεραρχία επαγγελματικών στρωμάτων κατά την κοινωνική θέση και αναγνώριση (status) - σε αντίθεση με την έννοια της οικονομικής τάξης που εδράζεται κυρίως στις σχέσεις που διαμορφώνονται στη σφαίρα της παραγωγής και της αγοράς εργασίας. Κατά την άποψη μας η έννοια κλειδί που διατρέχει τις προαναφερθείσες αναλύσεις για την υποκειμενική αντίληψη και αξιολόγηση των συνθηκών και τρόπων διαβίωσης είναι η έννοια του κοινωνικού status. Αυτό το ουσιώδες στοιχείο, ρητά αναγνωρισμένο στην Βεμπεριανής αντίληψης κλασσική ανάλυση του Runciman, δεν αναγνωρίζεται κατά κανόνα στις οικονομικές θεωρήσεις παρά το γεγονός ότι περιγράφεται και υποδεικνύεται από την ίδια την ανάλυση τόσο στον Duesenberry όσο και στον Easterlin (ιδίως στη θεωρητική του σύνθεση του 2001)6.
Στις τελευταίες ενότητες του κειμένου θα εξεταστούν διερευνητικά οι βασικοί παράγοντες προσδιορισμού του δείκτη ικανoποίησης που πιθανόν ερμηνεύουν ικανoποιητικά τις ταξικές διαφοροποιήσεις στην υποκειμενική αξιολόγηση των αντικειμενικών συνθηκών. Για τη διαχρονική μεταβολή (ή στασιμότητα) των δεικτών τα στοιχεία της έρευνας δεν επαρκούν για κάτι περισσότερο από εύλογες εικασίες. Ωστόσο, θα αξιολογηθεί ειδικότερα ο ρόλος του βαθμού κοινωνικής διείσδυσης και διάχυσης ενός «ανώτερου» προτύπου υλικής κατανάλωσης με ισχυρή σχέση με τα ανώτερα στρώματα της ιεραρχίας κοινωνικού status. Η υπόθεση εργασίας είναι εδώ ότι στον βαθμό που αυτό το ανώτερο καταναλωτικό πρότυπο διατηρεί, τόσο στο εθνικό χώρο, όσο και με αναφορά στη μεσαία τάξη της 6
7
8
αναπτυγμένης Ευρώπης, την κοινωνική του αίγλη σταθερή, τα στρώματα που επηρεάζονται από αυτό δεν μπορούν παρά να βιώνουν την κρίση κατανάλωσης μετά το 2008 ως κρίση status, με αποτέλεσμα την ανάλογη μείωση των δεικτών υποκειμενικής ευζωίας7.
2. Οι επιπτώσεις της κρίσης: ταξικές διαφορές στη μείωση της κατανάλωσης
Η κατά κεφαλή ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη στην Ελλάδα παρουσίασε στο διάστημα 2001 (εισαγωγή του Ευρώ) έως το κατώτερο σημείο της ύφεσης, το 2013, την καμπύλη που φαίνεται στο Διάγραμμα 18: μια συνεχή άνοδο μέχρι το 2008 και στη συνέχεια, αρχίζοντας από το 2009, μια εντονότατη πτώση μέχρι το 2013. Σε ποσοστά, η μείωση μεταξύ 2008 και 2013 έφτασε το -28,1%. Σε σύγκριση με το 2003, ένα έτος πριν τις υπερβολές των Ολυμπιακών Αγώνων και το καταναλωτικό και πιστωτικό μπουμ της πενταετίας 2004-2008, το πραγματικό επίπεδο κατανάλωσης το 2013 ήταν συνολικά χαμηλότερο κατά -15,2%.
Η μέση δαπάνη για αγορές καταναλωτικών αγαθών ανά νοικοκυριό, σε πραγματικές αξίες στο σύνολο της χώρας, έδειξε αντίστοιχη μέση μείωση (-28,7%) το διάστημα 2008-2013 (Πίνακας 1). Ωστόσο, η μείωση των δαπανών δεν ήταν ομοιογενής, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, σε όλους τους τομείς κατανάλωσης: στη διατροφή ήταν μόνο -11,5% ενώ αντίθετα στους τομείς που έχουν μεγαλύτερη σημασία για την κοινωνική παρουσία των νοικοκυριών αλλά είναι επίσης τομείς που δεν καλύπτουν, κατά τα φαινόμενα, ιδιαίτερα βασικές ανάγκες, η πτώση του επιπέδου διαβίωσης ήταν πολύ μεγαλύτερη (-49,1% στην ένδυση, -32,6% στην αναψυχή και πολιτισμό και 47,9% στην εστίαση έξω από το σπίτι, με την εξαίρεση της περιόδου διακοπών). Οι μεταβολές σε αυτούς τους τρεις τομείς διερευνήθηκαν και στο πλαίσιο της έρευνας του 2013 στην Αθήνα αλλά σε
Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελεί ο Robert H. Frank που ήδη από το 1985 στο Choosing the Right Pond ανέδειξε τη σημασία του status για τη θεωρία της κατανάλωσης και τη σύνδεση του status με τα σχήματα του Veblen («επιδεικτική κατανάλωση») και του Duesenberry («σχετικό εισόδημα»).
Ο Frank στο Luxury Fever (2000) υποστηρίζει ότι από τη δεκαετία του 1990 και μετά η μεγάλη αύξηση των ανισοτήτων του πλούτου οδήγησε σε ακραία φαινόμενα επιδεικτικής κατανάλωσης από μια περιορισμένη ελίτ που συμπαρασύρει την αμερικανική μεσαία τάξη σε ένα δυσβάσταχτο αγώνα δρόμου υπερβολικής κατανάλωσης. Βλ. σχετικά και Levine, Frank & Dijk, 2010. Δεν νομίζουμε ότι το συγκεκριμένο μοντέλο ταιριάζει στα ελληνικά δεδομένα αλλά για την παρούσα ανάλυση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η υπόθεση του ρόλου των «υψηλών» προτύπων υλικής κατανάλωσης για τον αυτοπροσδιορισμό σημαντικού μέρους της μεσαίας τάξης.
Στοιχεία από τις σχετικές χρονολογικές σειρές εθνικών λογαριασμών, πληθυσμού και τιμών στην ιστοσελίδα της ΕΛΣΤΑΤ και υπολογισμοί μας. Τα μεγέθη ιδιωτικής κατανάλωσης αποπληθωρίστηκαν με το δείκτη τιμών καταναλωτή.
309
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 2016-2017
επίπεδο καταναλωτικού προτύπου, με στοιχεία ποιοτικά και μορφολογικά καθώς η καταγραφή των μεταβολών στις δαπάνες και τη συχνότητα κατανάλωσης ήταν πρακτικά αδύνατη. Θα επανέλθουμε σε αυτό παρακάτω. Η διάκριση των μεταβολών στις καταναλωτικές αγορές κατά μεγάλες επαγγελματικές κατηγορίες στον Πίνακα 1 υποδεικνύει ότι, στο σύνολο των αγορών, το τμήμα της ευρείας μεσαία τάξης που περιγράφεται από τις κατηγορίες των ανώτερων επαγγελματιών και των τεχνικών βοηθητικών επαγγελμάτων αντιμετώπισε μια σημαντικά πιο
περιορισμένη πτώση της κατανάλωσης σε σύγκριση με την παραδοσιακή εργατική τάξη - με μια διαφορά περίπου πέντε ποσοστιαίων μονάδων. Είναι ενδιαφέρον ότι τα δυσμενέστερα ποσοστά μείωσης εμφανίζονται στα μεσαία στην ιεραρχία «μικροαστικά» στρώματα των υπαλλήλων γραφείου και των απασχολούμενων στο εμπόριο. Αυτή η εικόνα, με μικροδιαφορές, διατηρείται και στους επιμέρους τομείς κατανάλωσης που φαίνονται στον Πίνακα 1 με την εξαίρεση του τομέα εστίασης όπου η μείωση είναι δυσμενέστερη στην εργατική τάξη.
Διάγραμμα 1. Ετήσια τελική καταναλωτική δαπάνη κατά κεφαλή, τιμές 2009 (χιλ. €)
Πίνακας 1: Μεταβολή πραγματικών μηνιαίων καταναλωτικών δαπανών (αγορών) ανά επαγγελματικό στρώμα, 2008-2013, Σύνολο Χώρας
ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ ΜΕ ΑΡΧΗΓΟ:
Όλα τα νοικοκυριά Επιστήμονα, ελεύθερο επαγγελματία, τεχνικό βοηθό αυτών κλπ. Διευθύνοντα ή ανώτερο διοικητικό στέλεχος Υπάλληλο γραφείου Έμπορο ή πωλητή
Αυτοαπασχολούμενο στην παροχή υπηρεσιών Γεωργό, κτηνοτρόφο, δασοκόμο, αλιέα κλπ., εργάτη στη γεωργία Τεχνίτη ή εργάτη (εκτός γεωργίας) ή χειριστή μεταφορικού μέσου Μη εργαζόμενο που ζητούσε εργασία για πρώτη φορά
ΣΥΝΟΛΟ ΕΙΔΗ ΕΙΔΗ ΑΓΟΡΩΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΕΝΔΥΣΗΣ -28,7% -11,5% -49,1% -24,0%
-4,0%
-49,2%
-32,6%
-19,7%
-24,5%
-20,1%
17,9%
-35,6% -20,1% -29,6% -21,6%
21,5%
-15,7% -6,4%
-10,5% -6,5%
ΑΝΑΨΥΧΗ & ΕΣΤΙΑΣΗ* ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ -32,6% -47,9% -31,2%
-38,7%
-51,2%
-41,3%
-31,8%
-53,0%
-31,8%
-15,3%
-7,8%
-50,5% -47,5% -43,8% -43,6%
Πηγή: Έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2008 & 2013 & υπολογισμοί μας.
*Εστίαση: Έξοδα σε εστιατόρια, ταβέρνες, πιτσαρίες, ουζερί κλπ. (εκτός περιόδου διακοπών)
310
22,6%
-63,3% -22,3% -29,5% -19,9%
-11,5%
-47,0% -51,7% -52,0% -45,5%