Kεφάλαιο 4ο Η διασύνδεση της Κοινωνικής Εργασίας με το Σχολείο και την Κοινότητα: Μία Πιλοτική Δράση του Εργαστηρίου Διαπολιτισμικής Αγωγής και Δράσης του Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας, Τ.Ε.Ι. Κρήτης Πελεκίδου Λίνα, Προκοπάκης Μανώλης, Ράτσικα Νικολέτα15
Περίληψη Εισαγωγή: Η κοινωνική ένταξη και η ισότιμη συμμετοχή των πολιτισμικά διαφορετικών ομάδων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες παραμένει ανοιχτή πρόκληση για την άσκηση της κοινωνικής εργασίας (Payne, 2000). Η εξελικτική πορεία των παρεμβάσεων της κοινωνικής εργασίας με μειονότητες και κοινότητες μεταναστών αφορούν σήμερα σε μία διαπολιτισμική προσέγγιση με σκοπό την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και τη διεκδίκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων (Reich, 2008). Το Εργαστήριο Διαπολιτισμικής Αγωγής και Δράσης (Ε.Δ.Α.Δ) του Προγράμαμτος Κοινωνικής Εργασίας του Τ.Ε.Ι. Κρήτης, αναπτύσσει δράσεις στο πλαίσιο αυτό για να υποστηρίξει την κοινωνική ένταξη, την ισότιμη συμμετοχή των μεταναστών και να συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση και την ενεργοποίηση της τοπικής κοινότητας στα θέματα της διαφορετικότητας και της διαπολιτισμικότητας. Μέσα από αυτή τη διαδικασία γίνεται αντιληπτή η προσφορά των Ακαδημαϊκών Ιδρυμάτων στην κοινότητα και η συνύπαραξη Θεωρίας και πράξης. Μεθοδολογία: Στα πλαίσια των κοινοτικών δράσεων πραγματοποιήθηκε έρευνα-δράσης μέσω τεσσάρων εστιασμένων ομάδων (focus group) στους κατοίκους των γειτονιών της πόλης του Ηρακλείου, καθώς και πέντε στο σύνολο ημι-δομημένες συνεντεύξεις σε πρόσωπα κλειδιά των τοπικών συμβουλίων για την διερεύνηση του κοινωνικού κλίματος σχετικά με την έκφραση της διαφορετικότητας σε επίπεδο γειτονιάς. Αποτελέσματα: Τα 15
1 Κοινωνική Λειτουργός, PhD (c), Εργαστηριακός Συνεργάτης του Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας, ΤΕΙ Κρήτης 2 Κοινωνιολόγος, PhD, Καθηγητής Εφαρμογών του Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας, ΤΕΙ Κρήτης 3 Κοινωνική Λειτουργός, Καθηγήτρια Εφαρμογών του Τμήματος Κοινωνικής Εργασίας, ΤΕΙ Κρήτης
86
Κοινωνική Εργασία και Σχολείο
αποτελέσματα των ημιδομημένων-συνεντεύξεων και των εστιασμένων ομάδων ανέδειξαν δυο σημαντικά ζητήματα: 1. τη σημασία της συνύπαρξης και της επικοινωνίας των διαφορετικά πολιτισμικών ή μειονοτικών ομάδων σε επίπεδο γειτονιάς και 2. την ευαισθητοποίηση και την ενεργοποίηση των μαθητών και των οικογενειών τους, στα ζητήματα της διαφορετικότητας. Αναφορικά με τα εν λόγω αποτελέσματα, ακολούθησε μια ολοκληρωμένη πιλοτική παρέμβαση σε εκπαιδευτικούς, μαθητές, και εκπροσώπους των γονέων σε επιλεγμένες κατά περίπτωση γειτονιές του Ηρακλείου. Συμπεράσματα: Η διαπολιτισμική κοινωνική εργασία μέσω των πρακτικών της εφαρμογών οφείλει να επιβεβαιώνει την αποδοχή της διαφορετικότητας όχι μόνο στη βάση της βοήθειας του «δυνατού» της κυρίαρχης κουλτούρας προς τον «αδύνατο» της εθνοτικής κουλτούρας αλλά και ως πεποίθηση ότι η συναλλαγή, η επικοινωνία και η αλληλεγγύη με ίσους όρους προάγουν την αλληλοκατανόηση και τη συνύπαρξη μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών με βάση τις αρχές της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης (ΔημοπούλουΛαγωνίκα, 2006).
Εισαγωγή Η ευρωπαϊκή ήπειρος είναι ένα μεγάλο μωσαϊκό λαών, γλωσσών, πολιτισμών. Η συνένωση των ευρωπαϊκών λαών αποτελούσε ένα όραμα και ταυτόχρονα μια ουτοπία. Οι εμπνευστές της θεώρησαν ως δύναμή της την επί αιώνες θεωρούμενη αδυναμία της, την ανομοιογένειά της (Μαρβάκης και άλλοι, 2001). Η Ευρώπη δεν έχει ακόμη κατακτήσει το όραμά της, αλλά εργάζεται για αυτό. Εργάζεται να ανασυγκροτηθεί, να ισχυροποιηθεί πολιτικά και οικονομικά, να μάθει πώς οι ποικίλες ομάδες της πολυεθνικής κοινωνίας της μπορούν να διαλεχτούν και να οικοδομήσουν μία διαπολιτισμική κοινωνία (Σαρρής, 2009). Η τελευταία απογραφή στην Ελλάδα έδειξε πως ζούμε σε μια χώρα που έχει περισσότερους από το 10% του πληθυσμού της οικονομικούς μετανάστες (ΕΛΣΤΑΤ, 2011). Οι ανάγκες, τα ενδιαφέροντα, η νοοτροπία και ο τρόπος έκφρασης ατόμων με διαφορετικό πολιτισμό δε γίνονται όμως εύκολα ανεκτά. Υπάρχουν οι προκαταλήψεις, οι καθιερωμένες στάσεις απέναντι στο «ξένο», οι στερεοτυπικές σκέψεις, που αν και είναι ατεκμηρίωτες και ανακριβείς γενικεύσεις και ερμηνείες, εμπλέκουν συναισθηματικά τους ανθρώπους σε μια αρνητική προδιάθεση για τον «άλλο». Έτσι γεννιέται ο ρατσισμός, όχι μόνο ο θεσμικός αλλά και ο άτυπος, που δεν παύει να είναι αρκετά ισχυρός, ώστε να περιορίζει τις ευκαιρίες και τις επιλογές των μεταναστών (Καραντινός και Χριστοφιλοπούλου, 2010). Το κυρίαρχο ερώτημα σε μια τέτοια κατάσταση είναι αυτό του τύπου του ανθρώπου που επιθυμούμε να διαμορφώσουμε: Πώς η κοινωνία και οι θεσμοί της μπορούν να συμβάλουν στο να αποκτήσουν κυρίως οι νέοι και τα παιδιά
Η Διασύνδεση της Κοινωνικής Εργασίας με το Σχολείο και την Κοινότητα
87
εμπειρίες, όποια και αν είναι η εθνική, κοινωνική, πολιτισμική, θρησκευτική, ταυτότητα. (Γκόβαρης, 2001).
4. Η διαπολιτισμική εκπαίδευση στην Ελλάδα Η ελληνική κοινωνία, όπως και οι κοινωνίες όλων των ευρωπαϊκών χωρών είναι πλέον πολυπολιτισμική. Προσπαθεί να ανταποκριθεί στη συνεχώς αυξανόμενη πολιτιστική διαφορετικότητα, που προέρχεται από το φαινόμενο της μετανάστευσης. Η εξέλιξη των μονοπολιτισμικών κοινωνιών σε πολυπολιτισμικές είναι πια γεγονός και προκαλεί νέες ανάγκες .για την εκτίμηση και επίλυση τους (Aμίτσης, 2001). Σήμερα στο ελληνικό τοπίο υπάρχουν μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς οι οποίοι διαμένουν νόμιμα στη χώρα, ενώ ένας σημαντικός αριθμός εξ αυτών έχει πλέον την ελληνική υπηκοότητα (Παπαδοπούλου, 2011). Η Ελλάδα είναι πλέον μία διαπολιτισμική χώρα στην οποία η υιοθέτηση και η συμφιλίωση με τη διαπολιτισμικότητα αποτελεί βασικό ζήτημα διάπλασης του μαθητικού δυναμικού και όχι μόνο (Νικολάου, 2011). Η παρουσία των αλλοδαπών μαθητών στο ελληνικό σχολείο, καθιστά αναγκαία την προσπάθεια για μια νέα μεθοδολογική και λειτουργική ανανέωση του σχολείου και της κοινότητας στην οποία ανήκει. Στην προσπάθεια αυτή η διαπολιτισμική εκπαίδευση αποτελεί ένα αξιόπιστο εργαλείο συνύφανσης της διαφορετικότητας, το οποίο συμβάλει στη συγκρότηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης των λαών (Ζάχος και Χατζής, 2005). Τα εκπαιδευτικά σχήματα που κατά καιρούς έχουν αναπτυχθεί αφορούν σε τρεις βασικές θεωρητικές προσεγγίσεις: α. Την αφομοιωτική προσέγγιση που οδηγεί σ’ ένα σχολείο μονοπολιτισμικό, μονογλωσσικό και εθνοκεντρικό, στο ιδεολογικό πλαίσιο του οποίου θα πρέπει κάθε μαθητής να υποταχθεί, παθητικά ή ενεργητικά, προκειμένου να «επιβιώσει» σ’ αυτό. β. Τον πολιτισμικό σχετικισμό, που οδηγεί με τη σειρά του σε μία εκπαιδευτική πολιτική διαχωρισμού, είτε αυτή λαμβάνει χώρα στο ίδιο το σχολικό σύστημα (διαφορετικές τάξεις για αλλοδαπούς), είτε συνδυάζεται με τη δημιουργία ειδικών σχολικών δομών για τους «διαφορετικούς». γ. Την διαπολιτισμικότητα, που αποδέχεται την ετερότητα ως υπαρκτή κατάσταση, και θέτει ως προτεραιότητα τη δημιουργία εκείνου του σχολικού περιβάλλοντος που θα χαρακτηρίζεται από: την αποδοχή και το σεβασμό της ιδιαιτερότητας του άλλου, τη δημιουργία κλίματος επικοινωνίας και συνεργασίας και τη φροντίδα για παροχή ίσων ευκαιριών πρόσβασης στη γνώση, καθώς και την κοινωνική, πολιτισμική και οικονομική ζωή (Νικολάου, 2011).
Κεφάλαιο 6ο Διεπιστημονική παρέμβαση για μαθητές με συναισθηματικές και συμπεριφοριστικές διαταραχές Xρήστος Παναγιωτόπουλος, PhD
Περίληψη To φαινόμενο τόσο της σχολικής διαρροής όσο και της παρουσίας φαινομένων αντικοινωνικής συμπεριφοράς στα ελληνικά σχολεία γίνεται όλο και πιο αισθητό. Συγκεκριμένα, τα επίσημα ποσοστά καταδεικνύουν μια αυξητική τάση αλλά και τα κρούσματα βίας και σχολικού εκφοβισμού σε όλες πλέον τις βαθμίδες της δημόσιας εκπαίδευσης δεν μας επιτρέπουν να εφησυχαζόμαστε και να μετακυλούμε το πρόβλημα από τη μία βαθμίδα στην άλλη. Μέσα στο πλαίσιο αυτό το συγκεκριμένο κεφάλαιο προσπαθεί να προσεγγίσει ολιστικά το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού και των περιστατικών που μπορεί να αποχωρήσουν πρόωρα από το σχολικό περιβάλλον λόγω ενδογενών και εξωγενών παραγόντων. Χαρακτηριστικά το τελευταίο κεφάλαιο αυτού του συγγράμματος θα παρουσιάσει ένα πολυθεματικό μοντέλο παρέμβασης τόσο στο σχολείο όσο όμως και στην οικογένεια με επίκεντρο το μαθητή/παιδί.
6.1
Πολυθεματικό μοντέλο παρέμβασης στο επίπεδο της οικογένειας, του μαθητή και του σχολείου
Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η πρόωρη εγκατάλειψη (school drop out) του σχολείου ή η απομάκρυνση (school exclusion) από το σχολικό περιβάλλον αποτελεί το αποτέλεσμα μιας σωρευτικής διαδικασίας που αφορά την οικογένεια, το στενότερο και ευρύτερο περιβάλλον των ατόμων, το προσωπικό του σχολείου και τις συνθήκες σχολικής φοίτησης, αλλά και τις ευρύτερες εκπαιδευτικές και κοινωνικές πολιτικές, που αφορούν π.χ. την ύπαρξη συγκεκριμένων προγραμμάτων π.χ. εντοπισμού και στήριξης των ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο σχολικής διαρροής ή κοινωνικής ένταξης και οικονομικής ενσωμάτωσης. Συγκεκριμένα ο Παναγιωτόπουλος (2004) αναφέρει ότι ο αυξανόμενος αριθμός των μαθητών που αποβάλλονται από το σχολείο ή εγκαταλείπουν πρόωρα, οφείλεται εκτός από τα ίδια ατομικά χαρακτηριστικά του μαθητή και στη δυσλειτουργία που παρατηρείται εντός του οικογενειακού
136
Κοινωνική Εργασία και Σχολείο
περιβάλλοντος και στις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες οι οποίες μπορούν να εκλύουν και άλλες αποκλίνουσες συμπεριφορές. Ακόμα όμως και αν φαινομενικά η χώρα δείχνει να συγκρατεί τη μαθητική διαρροή γύρω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (διάγραμμα 1. 13,5%), όλες οι προβλέψεις δείχνουν ότι τα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου θα αυξηθούν δραματικά λόγω της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, κυρίως στην Ελλάδα, καθώς και της αδυναμίας πολλών οικογενειών να υποστηρίζουν τη διαδρομή των μελών τους εντός των βαθμίδων του εκπαιδευτικού συστήματος. Επιπλέον οι μειώσεις στους προϋπολογισμούς των σχολείων σε θέματα παροχής υπηρεσιών αλλά και η ανεπαρκής εκπαίδευση των εκπαιδευτικών σε θέματα συμπεριφοριστικής διαχείρισης της τάξης (Rollinson, 1990) αποτελούν σημαντικούς παράγοντες αύξησης των συγκεκριμένων φαινομένων. Πολλοί εκπαιδευτικοί δεν είναι γνώστες στο πως να εντοπίσουν τη διαφορά ανάμεσα σε φτωχή και αποκλίνουσα συμπεριφορά. Σε όλα τα παραπάνω προστίθεται και η ανεπαρκής στήριξη των σχολείων με εξειδικευμένο προσωπικό ή και εξειδικευμένες δομές (Farrell and Tsakalidou, 1999) που να μπορεί να προλαμβάνει και να παρεμβαίνει στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης ενός προβλήματος. Ως αποτέλεσμα τα σχολεία σε μια περίοδο διαρκών αλλαγών και πιέσεων (κοινωνικών, οικονομικών και δημογραφικών) όπως αυτές που βιώνουμε την τελευταία 10ετία, αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες στη πρόληψη και αντιμετώπιση της παραβατικής και αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Γίνεται αντιληπτό ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος της σχολικής διαρροής ή σχολικής αποβολής και η γενικότερη αποξένωση και κοινωνική απομόνωση των μαθητών με ιδιαίτερες μαθησιακές ανάγκες είναι πέρα από την εξουσία των σχολικών μονάδων και του εκπαιδευτικού συστήματος γενικότερα. Επιπρόσθετα οι συνέπειες της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου είτε γιατί ο μαθητής διακόπτει τη φοίτηση του κυρίως στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είτε γιατί δεν μπορεί να προσαρμοστεί λόγω των ιδιαίτερων δυσκολιών του στη δημοτική εκπαίδευση πρέπει να μας οδηγήσουν σε μια πιο συστημική αντιμετώπιση του προβλήματος έχοντας πάντα υπόψη το τρίπτυχο, σχολείο, μαθητής/παιδί, οικογένεια. Συγκεκριμένα οι συνέπειες επικεντρώνονται στα εξής επίπεδα όπως αναφέρονται παρακάτω: I. Σε ατομικό προσωπικό επίπεδο, οι συνέπειες της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου επηρεάζουν τα άτομα σε όλη τη ζωή τους και μειώνουν τις πιθανότητές τους να συμμετάσχουν ενεργά στην κοινωνική, την πολιτιστική και την οικονομική ζωή της κοινωνίας. Επηρεάζει τις αποδοχές που λαμβάνουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους, την ευημερία τους και την
Διάγραμμα 1. Ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου για το 2011 στην Ε.Ε18
Διεπιστημονική Παρέμβαση για Μαθητές με Συναισθηματικές & Συμπεριφοριστικές Διαταραχές 137
18
Πηγή Εurostat 2011