ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 Η Ανάλυση Περιεχοµένου ως µεικτή ποιοτική µεθοδολογική προσέγγιση ανάλυσης κειµένων Κυριάκος Μπονίδης*
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στο κείµενο αυτό εξετάζονται οι δυνατότητες χρήσης µεικτών µεθοδολογικών εργαλείων ανάλυσης του περιεχοµένου κειµένων ποικίλου υλικού στην έρευνα των κοινωνικών επιστηµών. Παρουσιάζονται η φαινοµενολογική, η φαινοµενολογική-ερµηνευτική, η κριτική-ερµηνευτική µέθοδος, η γλωσσολογική και η µετακριτική ανάλυση κειµένων και κυρίως συζητιούνται οι δυνατότητες σύζευξης της Ποιοτικής Ανάλυσης Περιεχοµένου µε άλλες µεθοδολογικές προσεγγίσεις, ώστε µέσα από µεικτά µεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης να καθίσταται αυτή είτε φαινοµενολογική και φαινοµενολογικήερµηνευτική ανάλυση, είτε ερµηνευτική (ιδεολογικο)κριτική είτε κοινωνιογλωσσολογική είτε µετακριτική, ανάλογα µε τους στόχους και τις ανάγκες της έρευνας και τις οντολογικές και επιστηµολογικές παραδοχές του ερευνητή και της ερευνήτριας.
Λέξεις-κλειδιά: Γλωσσολογική ανάλυση, Κριτική ερµηνευτική ανάλυση, Μεικτά «µοντέλα» ανάλυσης κειµένων, Μετακριτική ανάλυση, Ποιοτική Ανάλυση Περιεχοµένου, Φαινοµενολογική και Φαινοµενολογική-ερµηνευτική ανάλυση.
1. Εισαγωγή Η ανάλυση περιεχοµένου (ΑΠ) αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα στις ΗΠΑ, καταρχάς ως εµπειρική ποσοτική ερευνητική µέθοδος της Επιστήµης της Επικοινωνίας και εφαρµόστηκε στην ανάλυση των ΜΜΕ (π.χ. κατά την περίοδο του Μεσοπολέµου και του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου στις αναλύσεις της εχθρικής προπαγάνδας), κυρίως από τους Paul F. Lazarsfeld και Harold D. Lasswell (Merten, 1983· Silbermann, 1974). Τη θετικι*
Κυριάκος Μπονίδης, Ph.D., Αναπληρωτής Καθηγητής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, Τµήµα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής, Τοµέας Παιδαγωγικής. Τηλ.Αρ. τηλεοµοιοτύπου: 2310-997232, 6973935237 (κινητό). Ηλεκτρονική διεύθυνση: bonidis@edlit.auth.gr
474
∆υνατότητες & όρια της µείξης των µεθοδολογιών στην κοινωνική, ψυχολογική και εκπαιδευτική έρευνα
στική αυτή ερευνητική τεχνική που περιγράφει ποσοτικά το δηλωµένο περιεχόµενο του κειµένου συστηµατοποίησε και παρουσίασε το 1952 ο Bernard Berelson (1952). Από τη δεκαετία όµως του 1960 η ποσοτική ΑΠ διεύρυνε τα αναλυτικά εργαλεία της, υιοθετώντας τεχνικές και από τις επιστήµες στις οποίες έκτοτε χρησιµοποιήθηκε (Γλωσσολογία, Ψυχολογία, Κοινωνιολογία, Ιστορία, Παιδαγωγική κτλ.) (Bos & Tarnai, 1989· Früh, 1991· Gerbner et al., 1969· Herkner, 1974· Holsti, 1969· Krippendorff, 1980· Μπονίδης, 2004· Paisley & Stone, 1969· Pool, 1959· Rustemeyer, 1992). Στο β΄ µισό του 20ού αιώνα, ωστόσο, στο πλαίσιο της ανάπτυξης της ποιοτικής έρευνας (βλ. Flick, 1998), παρουσιάστηκαν στη βιβλιογραφία µεικτές εκδοχές της µεθόδου αυτής (σύζευξη ποσοτικού και ποιοτικού), οι οποίες αποβλέπουν και στην ανάγνωση πίσω από το κείµενο, στην ανάλυση δηλαδή και του λανθάνοντος περιεχοµένου του (Altheide, 1996· Becker & Lißmann, 1973· Kracauer, 1952· Mostyn, 1985· Ritsert, 1972· Rust, 1980, 1981, 1983), ή αµιγώς ποιοτικές, µε γνωστότερη την ποιοτική ΑΠ του γερµανού Philipp Mayring (2000α). Η µέθοδος αυτή, ποσοτική και ποιοτική, έχει χρησιµοποιηθεί στην ανάλυση γραπτών κυρίως κειµένων (βιβλίων, εφηµερίδων, περιοδικών, κοινοβουλευτικών λόγων, προγραµµάτων σπουδών, σχολικών βιβλίων και γενικά εκπαιδευτικού υλικού, κηρυγµάτων, διακοινώσεων, προπαγανδιστικών φυλλαδίων, ανοιχτών απαντήσεων σε ερωτηµατολόγια κ.ά.), προφορικού λόγου (π.χ. του κειµένου της αποµαγνητοφώνησης των µη δοµηµένων συνεντεύξεων), αλλά και στην ανάλυση δεδοµένων που προκύπτουν από τη χρήση µεθόδων έρευνας που σχετίζονται µε την παρατήρηση, τις φωτογραφίες ή εικόνες, τις κινηµατογραφικές ταινίες, τα κινηµατογραφικά επίκαιρα, τα κινούµενα σχέδια, τα τηλεοπτικά προγράµµατα, τη µουσική κ.ά. (Duverger, 1989· Μπονίδης, 2004).
2. Η ποιοτική ανάλυση περιεχοµένου 2.1. Τα µεικτά «µοντέλα» του Philipp Mayring Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο προαναφερθείς P. Mayring, αναλύοντας ποιοτικές συνεντεύξεις µε άνεργους δασκάλους και αφορµώµενος, αφενός, από τη διαπίστωση ότι από τα βιβλία µεθοδολογίας των Κοινωνικών Επιστηµών απουσίαζε ένα συστηµατικό, συνθετικό µεθοδολογικό εργαλείο για την ανάλυση κειµένων βάσει σαφών ερµηνευτικών κανόνων και, αφετέρου, από την άποψη ότι οι εν χρήσει µέθοδοι ήταν ελλιπείς –«η ερµηνευτική ασαφής και ασυστηµατοποίητη, η γλωσσολογική ανάλυση κειµένου µονοµερής και η ανάλυση περιεχοµένου µόνον ποσοτική» (Mayring, 1983)–, συνέθεσε ένα ποιοτικό µεθοδολογικό εργαλείο ανάλυσής τους, την Ποιοτική Ανάλυση Περιεχοµένου (Qualitative Inhaltsanalyse). Στην προσέγγισή του διατήρησε, αφενός, τη µεθοδολογία της ποσοτικής ανάλυσης περιεχοµένου (συστηµατικότητα, δοµή, µοντέλο επικοινωνίας, σύστηµα κατηγοριών ως βάση των αναλύσεων, µονάδες ανάλυσης, κριτήρια αξιοπιστίας) –απαλλάσσοντάς την ωστόσο από τη µέτρηση– και, αφετέρου, εισήγαγε πρακτικές της φαινοµενολογικής και της ερµηνευτικής µεθόδου, της κριτικής λογοτεχνικής «εξήγησης
Κεφάλαιο 17
475
του κειµένου» (explication de texte, Harrison, 2006) και της γλωσσολογικής ανάλυσης. Η µεικτή αυτή προσέγγισή του, που έκτοτε ο εισηγητής της τη συστηµατοποίησε και την παρουσίασε σε µονογραφία και άλλα κείµενά του (1983, 1985, 1988, 1993, 1994, 1996, 2000α, 2000β) µε τα οποία έγινε γνωστή και έχει χρησιµοποιηθεί κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες ευρέως τόσο στο γερµανόφωνο χώρο όσο και διεθνώς, περιλαµβάνει τα τρία ακόλουθα µεικτά –αυτόνοµα– ερευνητικά «µοντέλα» (modelle) ποιοτικής προσέγγισης κειµένων:172 1. Τη συγκεφαλαίωση (zusammenfassung), ένα «µοντέλο» ανάλυσης που συζευγνύει τη µεθοδολογία της ΑΠ µε τη φαινοµενολογική µέθοδο, µε την οποία ο αναλυτής ή η αναλύτρια επιχειρεί, µέσω µιας αφαιρετικής διαδικασίας που οδηγεί στη µείωση του ερευνώµενου υλικού, την ανεύρεση των ουσιαστικών µηνυµάτων του περιεχοµένου του αναλυόµενου υλικού και την παρουσίαση της γενικής εικόνας του. 2. Την εξήγηση (explikation),173 µια ερµηνευτική διαδικασία ανάλυσης, η οποία εµπεριέχει πρακτικές της ΑΠ, της παραδοσιακής ερµηνευτικής µεθόδου, αλλά και της προαναφερθείσας «εξήγησης του κειµένου», από την οποία προφανώς ο Mayring δανείστηκε και την ονοµασία του µοντέλου του· αυτή έχει στόχο τη διεύρυνση της κατανόησης συγκεκριµένων σηµείων του κειµένου (εννοιών, προτάσεων κτλ.) που δηµιουργούν αοριστία και αµφιβολία, προσεκτική ανάγνωσή του γραµµή γραµµή ή επεισόδιο επεισόδιο, ώστε να αποκαλυφθεί το περιεχόµενό του, να διαφωτιστεί και να αποσαφηνιστεί ενταγµένο στο «εγγύς» και στο «άπω» πλαίσιό του µε την άντληση επιπρόσθετου σχετικού υλικού. 172
173
O Mayring παρουσιάζει τη λογική των τριών αυτών «παραδειγµάτων» µε την εξής µεταφορά: Έστω ότι κάποιος βρίσκεται ξαφνικά µπροστά από κάποιο κοµµάτι βράχου (π.χ. ένα µετεωρίτη). Καταρχάς, προσπαθεί να παρατηρήσει το βράχο αυτό από ένα υψηλό σηµείο, ώστε, χωρίς να εξετάζει τις λεπτοµέρειές του, να έχει µια γενική εποπτεία του (συγκεφαλαίωση). Κατόπιν, πλησιάζει το βράχο και εξετάζει συγκεκριµένα σηµεία του που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον (εξήγηση). Τέλος, σπάζοντας το βράχο, προσπαθεί να δει την εσωτερική δοµή του (δόµηση). Η χρήση του όρου εξήγηση εδώ διαφοροποιείται από τη σηµασία που έχει στο εµπειρικόποσοτικό «παράδειγµα», ως αναζήτηση δηλαδή της σχέσης αιτίας-αιτιατού και τη διατύπωση νοµοτελειακών προτάσεων, και παραπέµπει περισσότερο στην Εξήγηση της λογοτεχνικής κριτικής, αν και ο Mayring δεν παραπέµπει ούτε αναφέρεται άµεσα σε αυτή, κατά την οποία, «µολονότι είναι δυνατό να γίνει διάκριση µεταξύ των διαδικασιών της εξήγησης και ερµηνείας, οι δύο προσεγγίσεις για την κατανόηση ενός λογοτεχνικού κειµένου είναι άρρηκτα ενωµένες. Η εξήγηση συχνά αποτελεί το πρώτο βήµα για την ερµηνεία του κειµένου και απαντά στο ερώτηµα “πώς αυτό το κείµενο δηµιουργεί νόηµα, […] µε ποιο τρόπο χρησιµοποιεί τη γλώσσα για να µεταδώσει το µήνυµά του”, ενώ στη συνέχεια η ερµηνεία απαντά στα ερωτήµατα “τι σηµαίνει αυτό το κείµενο;”[…] Η εξήγηση συχνά συνιστά ένα µέσο ελέγχου της ερµηνείας, µε την επιστροφή µας στο κείµενο για να κρίνουµε κατά πόσον ή όχι τα νοήµατα που εµείς οι ίδιοι αποδίδουµε, όπως το διαβάζουµε, είναι εύλογα υπό το φως της ανάλυσης του τρόπου δόµησής του» (Zuern, 2011).
476
∆υνατότητες & όρια της µείξης των µεθοδολογιών στην κοινωνική, ψυχολογική και εκπαιδευτική έρευνα
3. Τη δόµηση (strukturierung), η οποία αποβλέπει στην κατάδειξη συγκεκριµένων πτυχών του υλικού, στην τοποθέτηση µιας διατοµής στο υλικό και στην ανάλυση του υλικού βάσει ορισµένων κριτηρίων και διακρίνεται: στη φαινοµενολογική «δόµηση περιεχοµένου», στην περιγραφική «πρότυπη δόµηση» και στη γλωσσολογική «τυπική δόµηση» (βλ. αναλυτικά: Μπονίδης, 2004).
2.2. Η διαδικασία της έρευνας στην ποιοτική ανάλυση περιεχοµένου Η ερευνητική διαδικασία µε την ποιοτική ανάλυση περιεχοµένου, ως ποιοτική προσέγγιση, είναι συνήθως κυκλική (σχήµα 1):
Σχήµα 1. Η έρευνα µε την ποιοτική ανάλυση περιεχοµένου ως κυκλική διαδικασία.
Με αφετηρία την πράξη και τις παραδοχές του ο ερευνητής ή η ερευνήτρια προσεγγίζει καταρχάς µια περίπτωση (π.χ. συνέντευξη ενός συµµετέχοντος/µιας συµµετέχουσας στην έρευνα, µια εφηµερίδα, ένα σχολικό βιβλίο κτλ.) και συλλέγει το υλικό του, το οποίο αναλύει ως κείµενο µε κάποιο αµιγές ή µεικτό «µοντέλο» ανάλυσης· στη συνέχεια προσεγγίζει µια δεύτερη, τρίτη κ.ο.κ. περίπτωση, αναλύοντας µε τον ίδιο τρόπο και συγκρίνοντας τις περιπτώσεις µεταξύ τους, µε στόχο να καταλήξει σε κάποια τυπολογία αναφορικά µε το θέµα του ή σε θεωρία, όπως νοείται στην ποιοτική έρευνα174 (Flick, 1998· Strauss, 1998). Αναλυτικότερα, ακολουθεί την εξής γενική πορεία:175 174
175
Η θεωρία δηλαδή ως το σύνολο, αφενός, των εµπειριών των ερευνητών και ερευνητριών και, αφετέρου, των αποτελεσµάτων σχετικών ερευνών αναφορικά µε το υπό ανάλυση θέµα, αλλά και ως το αποτέλεσµα της ερευνητικής διαδικασίας, το οποίο συνιστά ερµηνείες και όψεις µε τις οποίες µπορεί να ιδωθεί η κοινωνική πραγµατικότητα, που επιδέχονται διαρκή αναθεώρηση, έλεγχο, κατασκευή και ανακατασκευή, και όχι σωστές ή λανθασµένες απεικονίσεις της πραγµατικότητας (Flick, 1998· Strauss, 1998). Η παρουσίαση της ποιοτικής ανάλυσης περιεχοµένου που ακολουθεί στηρίζεται, µε επιµέρους δικές µου τροποποιήσεις, σε κείµενα του εισηγητή της (βλ. συγκριτικά την παραπάνω πορεία µε αυτή του Mayring, 1983, 1985, 1988, 1993).
477
Κεφάλαιο 17
Σχήµα 2. Η πορεία της έρευνας ποιοτικού υλικού µε τη µέθοδο της ποιοτικής ανάλυσης περιεχοµένου.
1. Επιλέγει το θέµα της έρευνας και προσδιορίζει τις πτυχές του τις οποίες θα διερευνήσει· συλλέγει και µελετά τη σχετική βιβλιογραφία και αρθρογραφία· διατυπώνει το σκοπό και τα γενικά ερωτήµατα της έρευνας και τη σχεδιάζει επί χάρτου. 2. Επιλέγει τις επιµέρους περιπτώσεις και συλλέγει το υλικό της έρευνάς του βάσει του σκοπού και των γενικών ερωτηµάτων. Παρουσιάζει τα κριτήρια αυτής της επιλογής, συλλέγει και καταγράφει το υλικό του. 3. Αναφέρεται αναλυτικά στις συνθήκες κάτω από τις οποίες παράχθηκε ή συλλέχθηκε το υλικό. Παρουσιάζει πληροφορίες για τις επιµέρους περιπτώσεις: για τον ποµπό, το χώρο, το χρόνο και τη διαδικασία παραγωγής ή συλλογής, την οµάδα αποδοχής, την ηλικία και τα χαρακτηριστικά της, το κοινωνικοπολιτισµικό πλαίσιο, µέσα στο οποίο παράχθηκε και καλείται να λειτουργήσει.
478
∆υνατότητες & όρια της µείξης των µεθοδολογιών στην κοινωνική, ψυχολογική και εκπαιδευτική έρευνα
4. Περιγράφει τα τυπικά χαρακτηριστικά του κειµένου ή και του περικειµένου που αναλύει (π.χ. µορφή, έκταση, περιεχόµενα, συµµετέχοντες ή συγγραφείς, εικονογράφηση, πηγές, τίτλοι, ασκήσεις, γραµµατοσειρά, κενά διαστήµατα κτλ.), ώστε να καταστήσει σαφές στον αναγνώστη ποιο είναι το είδος του υλικού που αναλύει. 5. Προσδιορίζει την (ερµηνευτική) κατεύθυνση της ανάλυσής του, εντάσσοντας το υλικό του στο επικοινωνιακό αλλά και στο ευρύτερο πλαίσιό του. Στη φάση αυτή αποφασίζει ποιες από τις παραµέτρους παραγωγής και επικοινωνιακής λειτουργίας του υλικού του θα εξετάσει ερµηνευτικά (π.χ. περιρρέουσα κοινωνική, οικονοµική, πολιτική, ιστορική, πολιτισµική ατµόσφαιρα, ποµπός ή/και οµάδα/-ες αναφοράς ή αποδοχής των µηνυµάτων κτλ.). 6. ∆ιατυπώνει τα ειδικά ερωτήµατα της έρευνας βάσει των παραδοχών του/της,176 του σκοπού της έρευνας, της βιβλιογραφικής επισκόπησης των γενικών ερωτηµάτων της και της προαναφερθείσας διαδικασίας (2, 3, 4 και 5).177 7. Επιλέγει το «µοντέλο» ανάλυσης βάσει του σκοπού και των ερωτηµάτων της έρευνας και των οντολογικών και επιστηµολογικών παραδοχών του. 8. Συγκροτεί το επαγωγικό σύστηµα των κατηγοριών,178 το οποίο στην ΑΠ συνιστά την condition sine qua non, ορίζει τις µονάδες ανάλυσης (καταγραφής, πλαισίου και αξιοποίησης) βάσει των οποίων αποδελτιώνει τις σχετικές µε τη θεµατική της έρευνας δηλώσεις από το ερευνώµενο υλικό και ταξινοµεί τα δελτία όλων των περιπτώσεων βάσει του συστήµατος των (υπο)κατηγοριών σε φακέλους και υποφακέλους (βλ. σχήµα 3). 176
177
178
Κατά τον Mayring, ο ερευνητής στη φάση αυτή, ακολουθώντας το υποθετικό-παραγωγικό µοντέλο της ποσοτικής ΑΠ, εντάσσει την έρευνά του σε ένα θεωρητικό πλαίσιο βάσει του οποίου θα ερµηνεύσει τα δεδοµένα του, και θα αναθεωρήσει τα ερευνητικά ερωτήµατά του. Στο σηµείο αυτό διαφοροποιείται από ερευνητές και ερευνήτριες που διεξάγουν ποιοτική έρευνα και στη φάση αυτή θα επικαλούνταν τις παραδοχές τους και όχι κάποιο θεωρητικό πλαίσιο, προκειµένου να θέσουν τα ερευνητικά ερωτήµατά τους. Την επαγωγική αυτή διαδικασία διατύπωσης των ερευνητικών ερωτηµάτων µέσω της έρευνας που προηγείται µε θέµα την παραγωγή και την περιγραφή των τυπικών χαρακτηριστικών του υλικού τη θεωρώ ιδιαίτερα σηµαντική, µολονότι ο Mayring δεν αναφέρεται καθόλου σ’ αυτήν. Μια διαδικασία συγκρότησης του συστήµατος κατηγοριών έχει ως εξής: βάσει της βιβλιογραφικής επισκόπησης και των ειδικών ερωτηµάτων του συγκροτεί ένα «παραγωγικό» σύστηµα βασικών κατηγοριών ή προσδιορίζει τους άξονες ανάλυσης µε τους οποίους προσεγγίζει το ερευνώµενο υλικό. Κατόπιν, µε αφετηρία τις παραπάνω κατηγορίες ή τους άξονες ανάλυσης, µελετά προσεκτικά το κείµενο κάθε περίπτωσης (π.χ. κάθε συνέντευξη, περιοδικό, βιβλίο κτλ.) και υπογραµµίζει σε αυτό όλες τις δηλώσεις που σχετίζονται µε τη θεµατική της έρευνάς του, δίνοντας σύντοµο τίτλο στην καθεµιά από αυτές. Επεξεργάζεται συγκριτικά τους τίτλους αυτούς, τις πρώτες δηλαδή επαγωγικές κατηγορίες που διατυπώνονται βάσει του υλικού, τόσο της κάθε περίπτωσης όσο και µεταξύ των περιπτώσεων, και µέσω µιας επαγωγικής διαδικασίας (συγχώνευση των όµοιων κατηγοριών, οµαδοποίηση των κατηγοριών µε συναφές περιεχόµενο, ένταξή τους ως υποκατηγοριών σε µια βασική κατηγορία) συγκροτεί το οριστικό «επαγωγικό» σύστηµα των (υπο-)κατηγοριών της ανάλυσης.
Κεφάλαιο 17
479
Σχήµα 3. Συγκρότηση συστήµατος κατηγοριών, ταξινόµηση και αξιοποίηση του υλικού.
9. Αναλύει µέρος του υλικού βάσει του συστήµατος των (υπο)κατηγοριών κατά υποφάκελο και φάκελο µε το αµιγές ή µεικτό «µοντέλο» ανάλυσης που επέλεξε προηγουµένως. 10. Επανεξετάζει τη λειτουργικότητα του συστήµατος των κατηγοριών και του «µοντέλου» της ανάλυσης και, εάν το κρίνει απαραίτητο, τα τροποποιεί. 11. Αναλύει το σύνολο του υλικού κατά (υπο)κατηγορία βάσει του οριστικού συστήµατος κατηγοριών και του «µοντέλου» ανάλυσης, συγκρίνοντας και συνθέτοντας τις σχετικές δηλώσεις των επιµέρους περιπτώσεων. 12. Ερµηνεύει τις αναλύσεις στην κατεύθυνση των γενικών και ειδικών ερωτηµάτων της έρευνας, ενταγµένες στο µέγιστο δυνατό πλαίσιό τους.
3. Η ποιοτική ανάλυση περιεχοµένου σε µεικτά «παραδείγµατα» Κατά τη χρήση της ποιοτικής ΑΠ, µε τη δοµή που διαγράφηκε παραπάνω, ο ερευνητής ή η ερευνήτρια είναι δυνατό να συζεύξει είτε τα επιµέρους µοντέλα ανάλυσης που εισήγαγε ο Mayring είτε κάποια από τα τελευταία µε άλλα ποιοτικά εργαλεία ανάλυσης που χρησιµοποιούνται στις κοινωνικές επιστήµες –µε όποιους περιορισµούς ενέχει η προσπάθεια αυτή–, δηµιουργώντας έτσι µεικτές προσεγγίσεις ανάλυσης κειµένων, κατάλλη-
480
∆υνατότητες & όρια της µείξης των µεθοδολογιών στην κοινωνική, ψυχολογική και εκπαιδευτική έρευνα
λες για την ανάλυση του εκτενούς και ποικίλου υλικού µιας έρευνας, οι οποίες ενίοτε την αναπλαισιώνουν και επιστηµολογικά, όπως µπορεί να διαπιστώσει κανείς από τις προσεγγίσεις που παρουσιάζουµε στη συνέχεια πιο κάτω.
3.1. Η ποιοτική ανάλυση περιεχοµένου ως φαινοµενολογική προσέγγιση των κειµένων σε µακροεπίπεδο Η φαινοµενολογική µέθοδος, µε αφετηρία την παραδοχή ότι υπάρχουν ορισµένες ουσιώδεις δοµές στη συνειδητότητα των οποίων µπορούµε να έχουµε άµεση γνώση µέσω ορισµένου είδους στοχασµού, απογυµνώνει τα φαινόµενα από τα επουσιώδη στοιχεία τους και αναζητά την ουσία τους, «αυτό που πραγµατικά είναι», µέσα από τη «φαινοµενολογική στάση», εφαρµόζοντας την τριπλή «εποχή»: την εξουδετέρωση όλων των υποκειµενικών απόψεων ή συναισθηµατικών εκδηλώσεων του ερευνητή ή της ερευνήτριας αναφορικά µε αυτά, την αποδέσµευση από γνωστές επιστηµονικές θεωρίες ή ερµηνείες και την αποµόνωση από το ιστορικό ή κοινωνικό πλαίσιό τους (Sokolowski, 2003· βλ. επίσης Πουρκός, 2010α).179 Με αφετηρία τις παραδοχές αυτές, η φαινοµενολογική ανάλυση εκτενών κειµένων, που προέρχονται από διαφορετικές «περιπτώσεις» και η σύγκρισή τους µέσω µιας συστηµατικής διαδικασίας, καθίσταται δυνατή µε τη σύζευξη τριών µοντέλων της Ποιοτικής ΑΠ του Mayring, της συγκεφαλαιωτικής ανάλυσης, της δόµησης περιεχοµένου και της πρότυπης δόµησης. Αναλυτικότερα: Ο ερευνητής ή η ερευνήτρια, αφού ακολουθήσει τα βήµατα 1-7 της προαναφερθείσας διαδικασίας (βλ. σχήµα 2), συγκροτεί το σύστηµα κατηγοριών µε το µοντέλο της συγκεφαλαιωτικής ανάλυσης περιεχοµένου ως εξής: µειώνει σταδιακά το υλικό µέσω της παράφρασης και παρέχει µια ευσύνοπτη εικόνα του αρχικού υλικού, χωρίς όµως να αλλοιώνει το ουσιώδες περιεχόµενό του (βλ. σχήµα 4). Καταγράφει (βήµα 8) δηλαδή τα παραθέµατα που προέρχονται από την αποδελτίωση του υλικού κατά άξονα στη δεύτερη στήλη ενός εξάστηλου πίνακα και στη συνέχεια, βάσει µιας αφαιρετικής και συγκριτικής διαδικασίας που διακρίνεται σε τέσσερα επίπεδα (την «παράφραση», τη «γενίκευση βάσει 179
Η διαδικασία της φαινοµενολογικής µεθόδου σύµφωνα µε τον Spiegelberg (1965), έχει ως ακολούθως: (1) διερεύνηση επιµέρους φαινοµένων µε τη διαίσθηση, την ανάλυση και την περιγραφή των φαινοµένων, (2) διερεύνηση της ουσίας των φαινοµένων, (3) σύλληψη των ουσιωδών –εσωτερικών και εξωτερικών– σχέσεων µεταξύ των ουσιών, (4) παρατήρηση των τρόπων εµφάνισης των φαινοµένων στους συµµετέχοντες και στις συµµετέχουσες, (5) παρατήρηση της συγκρότησης των φαινοµένων στη συνείδηση µέσω της ενσωµάτωσης του ανοίκειου µε το οικείο, (6) φαινοµενολογική αναγωγή/«εποχή», δηλαδή ουδετεροποίηση των τοπικών δοξικοτήτων/αποβλέψεων, αναστολή των πίστεων και ένταξη εντός παρενθέσεων και (7) ρµηνεία των κρυφών και φανερών σηµασιών των φαινοµένων. Μεταξύ των γνωστών επιστηµονικών φαινοµενολογικών µεθόδων ανάλυσης συµπεριλαµβάνονται αυτές των ψυχολόγων Colaizzi (1973), Giorgi (1977) και van Kaam (1966).