ΚΕΦΑΛΑΙΟ δ Ευ τ ΕρΟ
Στερεά απόβλητα
2.1 Εισαγωγή τ α ανθρωπογενή απορρίµµατα, που άµεσα ή έµµεσα αποτίθενται στο έδαφος σε στερεή µορφή θεωρούνται στερεά απόβλητα (solid wastes). Γενικά, τα στερεά απόβλητα θεωρούνται ρύποι επειδή µπορεί να έχουν περιβαλλοντικές επιπτώσεις, π.χ. στην ποιότητα και στην ποσότητα των τροφών που παράγονται στο έδαφος, στη βιοποικιλότητα κλπ. Εξ’ άλλου, επειδή η ικανότητα των µηχανισµών που διαθέτει το έδαφος για την καταστροφή ρύπων είναι περιορισµένη, οι ρύποι µπορεί να παραµείνουν στο έδαφος, είτε εντοπισµένοι σε µία περιορισµένη περιοχή είτε διαχεόµενοι ευρύτερα, παρεµβαίνοντας στις φυσικές διεργασίες που συντελούνται στο έδαφος. Ένα µέρος αυτών των στερεών ρύπων µπορεί να παραληφθεί από την ατµόσφαιρα ή να καταλήξει στην υδρόσφαιρα. Έτσι, η ρύπανση του εδάφους σχετίζεται τόσο µε την ατµοσφαιρική ρύπανση όσο και µε τη ρύπανση των υδάτων. τ ο Κεφάλαιο αυτό περιορίζεται στην εξέταση των περιβαλλοντικών προβληµάτων που δηµιουργούνται από τις αποθέσεις στερεών απορριµµάτων στο έδαφος. Σύµφωνα µε όσα έχουν ήδη αναφερθεί, η παραγωγή στερεών απορριµµάτων αυξάνει µαζί µε την αύξηση του πληθυσµού, µεγεθύνεται µε τα υλικά συσκευασίας (µεταλλικά, συνθετικά πολυµερή και χάρτινα) και πυκνώνεται στα αστικά κέντρα. τ α στερεά απόβλητα ή στερεά απορρίµµατα περιλαµβάνουν όλες τις άχρηστες και µη επιθυµητές στερεές ουσίες που προκύπτουν από τις ανθρώπινες δραστηριότητες αστικές, γεωργικές ή βιοµηχανικές. τ α στερεά απόβλητα αποτελούν ένα από τα βασικότερα προβλήµατα του σύγχρονου κόσµου, όσον αφορά στη συλλογή επεξεργασία, αξιοποίηση, ανακύκλωση και στην τελική διάθεσή τους. τ ο βασικό πρόβληµα της διαχείρισης και διάθεσης των στερεών απορριµµάτων εντοπίζεται στα αστικά κέντρα επειδή οι ποσότητες στερεών απορριµµάτων που συγκεντρώνονται είναι τεράστιες µε σηµαντικές κοινωνικές επιπτώσεις αν δεν αποµακρυνθούν άµεσα. τ ο είδος και η ποσότητα των στερεών αποβλήτων σε µία περιοχή εξαρτάται από το είδος χρήσης της γης και τον πληθυσµό που κατοικεί ή χρησιµοποιεί την συγκεκριµένη περιοχή. τ α στερεά απορρίµµατα µπορούν να διακριθούν σε τρεις κύριες κατηγορίες ανάλογα µε την προέλευση σε: 1. Αστικά στερεά απορρίµµατα, (υπολείµµατα τροφών, είδη συσκευασίας, πλαστικά, υφάσµατα, δέρµα, γυαλί, µέταλλα, ειδικά απορρίµµατα όπως Ψυγεία, κουζίνες, µπαταρίες, κλπ τα οποία συνήθως συλλέγονται χωριστά). 2. Βιοµηχανικά στερεά απορρίµµατα, (απόβλητα βιοµηχανικών διεργασιών, ελαττωµατικά προϊόντα, χαρτί, πλαστικά, ξύλο, υπολείµµατα τροφών γυαλί, µέταλλα, επικίνδυνα απόβλητα). 3. Επικίνδυνα στερεά απορρίµµατα, (µπαταρίες, ηλεκτρικός εξοπλισµός, θερµόµετρα, λαµπτήρες φθορίου, λυχνίες υδραργύρου, λαµπτήρες, χρώµατα, κράµατα, πυρανθεκτικά υλικά, διαλύτες, προϊόντα λίπανσης και ψύξης αυτοκινήτων, εντοµοκτόνα, Η/υ , τ V, σπρέι, καυστικά-καθαριστικά υλικά). Άλλες κατηγορίες είναι, 1. Υπολείµµατα επεξεργασίας αποβλήτων, (λάσπη, στάχτη, προϊόντα κοπής δένδρων) 2. Ραδιενεργά στερεά απορρίµµατα, (ραδιενεργά προϊόντα νοσοκοµείων και εργαστηρίων, σταθµών ηλεκτρικής ενέργειας). 3. Απόβλητα αγροτικών εκµεταλλεύσεων, (αλλοιωµένα γεωργικά προϊόντα, γεωργικά απόβλητα, ξύλα, επικίνδυνα απόβλητα). 4. Απόβλητα εκµεταλλεύσεως ορυχείων και µεταλλείων, (λάσπες, προϊόντα εκσκαφών). 5. Στερεά απόβλητα οικοδοµών και κατεδαφίσεων, (µη επικίνδυνα απόβλητα από κατασκευές, επισκευές και κατεδαφίσεις κτιρίων, κατασκευής δρόµων. Περιλαµβάνουν τούβλα, σκυρόδεµα, χώµα, υδραυλικά υλικά,
40
Περιβαλλοντική Μηχανική ΙΙ
ηλεκτρικά υλικά, είδη υγιεινής, άσφαλτο, γυαλί, πλαστικά, µονωτικά υλικά ηλεκτρικά υλικά κλπ.). Επίσης, ανάλογα µε τη σύνθεση τα στερεά απόβλητα µπορούν να διακριθούν σε οργανικά, ανόργανα, βιοαποικοδοµήσιµα, καύσιµα, ανακυκλώσιµα, επικίνδυνα, µολυσµατικά, ραδιενεργά κ.α. τ α στερεά απόβλητα πολλές φορές χαρακτηρίζονται και ως Αστικά στερεά απόβλητα (municipal solid wastes, MSW) και περιλαµβάνουν κάθε υλικό σε στερεά ή ηµιστερεά µορφή που αποβάλλεται σε ένα δ ήµο ή µία Κοινότητα από οικιακή δραστηριότητα. τ α στερεά απόβλητα από οικιστικές περιοχές αναφέρονται ως απορρίµµατα (refuse). H ποσότητα απορριµµάτων δίνεται συνήθως ως kg ανά άτοµο ανά ηµέρα και εξαρτάται από το βιοτικό επίπεδο και τις διατροφικές συνήθειες του πληθυσµού, τη συχνότητα συλλογής των απορριµµάτων, την ανάπτυξη προγραµµάτων ανακύκλωσης, την παιδεία του πληθυσµού κ.α. Στις ευρωπαϊκές χώρες η ηµερήσια παραγόµενη ποσότητα των απορριµµάτων υπολογίζεται σε περίπου 1 kg/ άτοµο. Στο Σχήµα 2.1 (ελήφθη από την World Bank) δίνεται παραστατικά η παραγωγή απορριµµάτων σε διάφορες χώρες στον κόσµο. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ποσότητες παραγωγής στερεών αποβλήτων εξαρτώνται και από το κλίµα που επικρατεί. Οι ποσότητες είναι µεγαλύτερες σε θερµά κλίµατα από ότι σε κρύα. Στην Ελλάδα κάθε κάτοικος παράγει περίπου 1,5 kg/day απορρίµµατα. Από την άλλη πλευρά, σηµαντικό στοιχείο των απορριµµάτων αποτελεί η σύστασή τους, η οποία είναι άµεσα συνδεδεµένη µε τις δυνατότητες ανακύκλωσής τους. Στο Σχήµα 2.2 απεικονίζεται η µέση ποιοτική σύσταση των απορριµµάτων στην Ελλάδα µε βάση τον Εθνικό Σχεδιασµό δ ιαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (2003). Ο πληθυσµός της Ελλάδας κατά το 2011 ήταν 11.200.000 κάτοικοι και ο παραγόµενος όγκος αστικών στερεών απορριµµάτων υπολογίζεται σε 5.981.000 τόνους. Από αυτόν τον όγκο των απορριµµάτων το 75 % καταλήγει σε χώρους ανεξέλεγκτης διάθεσης απορριµµάτων (ΧΑδ Α) ή χώρους υγειονοµικής ταφής απορριµµάτων (Χυ τ Α), το 23 % ανακυκλώνεται και το 2 % λιπασµατοποιείται. Σύµφωνα µε την Κυ Α ΗΠ 50910/2727/2003 προβλέπεται εκπόνηση Εθνικού Σχεδίου δ ιαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΕΣδ Α) αλλά και εκπόνηση ειδικού σχεδίου ανά περιφέρεια. Η Ελλάδα χωρίζεται σε 13 περιφέρειες και από 1-1-2011 σε επτά (7) δ ιοικήσεις. Για κάθε Περιφέρεια της χώρας καταρτίζεται Περιφερειακό Σχέδιο δ ιαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΠΕΣδ Α). τ ο ΠΕΣδ Α εξειδικεύει τις γενικές κατευθύνσεις που περιέχονται στο ΕΣδ Α και αποσκοπεί:
Σχήµα 2.1 Παραγωγή Απορριµµάτων
Κεφάλαιο 2: Στερεά απόβλητα
41
Σχήµα 2.2 Ποιοτικά χαρακτηριστικά απορριµµάτων • Στην επιλογή των περιοχών όπου συγκροτούνται ενότητες διαχείρισης στερεών αποβλήτων (διαχειριστικές ενότητες). • Στον καθορισµό των µεθόδων διαχείρισης που πρέπει να εφαρµόζονται σε κάθε διαχειριστική ενότητα. • Στην εξειδίκευση συγκεκριµένων µέτρων, όρων και περιορισµών για την επίτευξη των στρατηγικών και ποσοτικών στόχων που καθορίζονται στο ΕΣδ Α. Στο Σχήµα 2.3 φαίνεται η παραγωγή Αστικών Στερεών Αποβλήτων (Α.Σ.Α.) ανά περιφέρεια της χώρας. Η µέση σύσταση των αστικών αποβλήτων διεθνώς δίνεται στον Πίνακα 2.1.
Σχήµα 2.3 Παραγωγή αστικών στερεών αποβλήτων (Α.Σ.Α.) στην Ελλάδα. Πίνακας 2.1: Μέση σύσταση των αστικών αποβλήτων στο διεθνή χώρο % του συνόλου. Οργανικά Χαρτί υ φάσµατα Πλαστικά Γυαλί Μέταλλα Σκόνη, Αδρανή δ ιάφορα
∆υτική Ευρώπη 21,3 27,4 3,5 3,1 9,5 8,5 19,8 6,8
ΗΠΑ 22,6 45,6 4,5 2,6 6,2 9,1 7,6 1,8
Μέση Ανατολή 60,0 25,3 1,4 5,8 1,0 2,8 2,3 1,4
42
Περιβαλλοντική Μηχανική ΙΙ
Η διαχείριση των απορριµµάτων εξαρτάται τόσο από την τοπολογία και τα χαρακτηριστικά της περιοχής όσο και από την σύσταση των απορριµµάτων, όπως, ποσοστό υγρασίας, χηµική σύνθεση, πυκνότητα κ.λπ. τ α στερεά απόβλητα έχουν µία ιδιαιτερότητα σε σχέση µε τα αέρια ή υγρά απόβλητα. Είναι παρόντα και ορατά στους κατοίκους από την παραγωγή µέχρι την µεταφορά τους στην τελική επεξεργασία ή διάθεση, µε άµεση επίπτωση στην ποιότητα του περιβάλλοντος που ζουν οι κάτοικοι. Στόχος κάθε συστήµατος διαχείρισης των στερεών αποβλήτων είναι η ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιδράσεων στο περιβάλλον από την τοποθέτηση των απορριµµάτων από τους παραγωγούς αυτών, την συλλογή τους από το σύστηµα διαχείρισης, την µεταφορά, επεξεργασία και τελικά την διάθεσή τους. Η παραγωγή στερεών αποβλήτων στην Ευρώπη ακολουθεί µία σταθεροποιητική έως πτωτική πορεία, όπως φαίνεται στο Σχήµα 2.4, από τα στοιχεία της Eurostat. Κάθε σύστηµα διαχείρισης στερεών αποβλήτων θα πρέπει να λαµβάνει υπόψη τους την µεταβλητότητα των χαρακτηριστικών των στερεών αποβλήτων. Η ανάλυση των χαρακτηριστικών και της χηµικής σύστασης των αποβλήτων, αποτελεί το πρώτο βήµα για τον ορθό σχεδιασµό του συστήµατος διαχείρισής τους. Ο σχεδιασµός περιλαµβάνει όχι µόνο την διάθεσή τους αλλά και τον τρόπο διαλογής, επεξεργασίας και ανακύκλωσης σε σχέση και µε την υπάρχουσα σχετική νοµοθεσία. Για τον χαρακτηρισµό των απορριµµάτων θα πρέπει να εκπονηθεί ένα αξιόπιστο σχέδιο δειγµατοληψίας και ανάλυσης καθώς και τεκµηριωµένες µέθοδοι αναλύσεων. Πριν αναπτυχθούν τα θέµατα διαχείρισης των στερεών αποβλήτων κρίνεται αναγκαία η η παρουσίαση κάποιων στοιχείων του φυσικού εδάφους, καθόσον αποτελεί τον τελικό υποδοχέα όλων αυτών των αποβλήτων.
2.2 Το Φυσικό Έδαφος τ ο φυσικό έδαφος είναι ένα λεπτό στρώµα, µε µέγιστο πάχος µερικών µέτρων, που καλύπτει τη στερεά επιφάνεια της Γης. τ ο έδαφος είναι ένας σύνθετος δυναµικός σχηµατισµός που δηµιουργείται από προϊόντα φυσικής αποσάθρωσης των µητρικών πετρωµάτων µε την πολύχρονη δράση των ζώντων οργανισµών τους οποίους το έδαφος υποστηρίζει (π.χ. ριζικό σύστηµα φυτών, βακτηρίδια, πρωτόζωα, γαιοσκώληκες κ.α.), του κλίµατος (π.χ. βροχή, άνεµος, θερµοκρασιακές µεταβολές) ανάλογα µε την τοπογραφική διαµόρφωση της περιοχής δράσεις ηφαιστείων. Οι εδαφογενετικές διεργασίες επιταχύνονται σε αυξηµένες θερµοκρασίες αλλά η κλίµακα χρόνου που απαιτείται για το σχηµατισµό εδάφους είναι τάξεως χιλιετίας.
Σχήµα 2.4 Παραγωγή στερών αποβλήτων στην Ευρώπη σε εκατοµµύρια τόνους.
Κεφάλαιο 2: Στερεά απόβλητα
43
2.2.1 Σχηµατισµός και σύνθεση φυσικού εδάφους Οι ιδιότητες του εδάφους εξαρτώνται κυρίως από τα ορυκτά που περιέχει, τη στοιχειακή σύνθεση των ανόργανων συστατικών του καθώς και από τη βλάστηση, από την οποία προέρχονται τα οργανικά συστατικά αυτού. Η βλάστηση έχει έντονη επίδραση στην ανάπτυξη του εδάφους και είναι προσαρµοσµένη στο κλίµα. ρίζες των φυτών παράγουν οξέα που διαβρώνουν το έδαφος και εκλύουν διοξείδιο του άνθρακα από τα ασβεστολιθικά πετρώµατα. δ ιάφοροι µικροοργανισµοί συµβιούν µε τα φυτά και παράγουν οργανικές ουσίες του εδάφους. Ζωϊκοί οργανισµοί, όπως σκουλήκια, τερµίτες και έντοµα που ζουν υπόγεια, επίσης συµµετέχουν στις διεργασίες σχηµατισµού εδάφους µε τα προϊόντα του µεταβολισµού τους και σχηµατίζοντας υπόγειες σήραγγες, µέσω των οποίων µπορεί να κινείται νερό. Ακόµη και τα ζώα που κινούνται στην επιφάνεια συµµετέχουν στην εδαφογένεση, µεταβολίζοντας τους φυτικούς οργανισµούς. Ορυκτολογική σύνθεση. Κάτω του εδάφους ευρίσκεται το υπέδαφος. τ όσο το έδαφος όσο και το υπέδαφος περιλαµβάνουν διάφορα ορυκτά (minerals) στη σύνθεσή τους. Κάθε ορυκτό συνίσταται από ανόργανα συστατικά ή ανόργανες ενώσεις µε σταθερή αναλογία, τα οποία σχηµατίζουν συγκεκριµένη δοµή στο χώρο. Η φυσική και χηµική συµπεριφορά του εδάφους εξαρτάται και από την ορυκτολογική του σύνθεση, η οποία µπορεί να µεταβάλλεται από τόπο σε τόπο. Ως παραδείγµατα ορυκτών του εδάφους αναφέρονται ο χαλαζίας (SiO2), οι άστριοι (AlSi3O8), τα πλαγιόκλαστα (NaAlSi3O8 και CaAl2Si2O8), ο ασβεστίτης (CaCO3) κ.α. Οι αρχικοί βραχώδεις σχηµατισµοί του µητρικού εδάφους, από τους οποίους σχηµατίσθηκε το έδαφος, διακρίνονται σε πυριγενείς, οι οποίοι αποτελούνται από στερεοποιηµένο µάγµα (π.χ βασάλτης, γάβρος, γρανίτης κ.α.), ιζηµατογενείς (π.χ. ασβεστόλιθος, ψαµµίτης, µάρµαρο) οι οποίοι έχουν προέλθει από τη γεωλογική διαγένεση ιζηµάτων σε λίµνες ή θάλασσες και µεταµορφωσιγενείς (π.χ γνεύσιος, σχιστόλιθοι), που αποτελούνται από µεταµορφωµένα πυριγενή ή/και ιζηµατογενή πετρώµατα. Η µεταµόρφωση συµβαίνει υπό την επίδραση πολύ µεγάλων πιέσεων και υψηλών θερµοκρασιών, εξ’ αιτίας των οποίων µεταβάλλεται η ορυκτολογική σύνθεση των πετρωµάτων. τ ο µητρικό πέτρωµα µπορεί επίσης να αποτελείται από προϊόντα αποσάθρωσης βράχων, τα οποία διακρίνονται σε αλλουβιακούς σχηµατισµούς και υπολειµµατικούς σχηµατισµούς. Στην πρώτη περίπτωση τα προϊόντα αποσάθρωσης βράχων µεταφέρθηκαν από το νερό σε θάλασσες και λίµνες και αποτέθηκαν ως ιζήµατα στους πυθµένες αλλά δεν υπέστησαν διαγένεση ενώ στη δεύτερη περίπτωση τα προϊόντα αποσάθρωσης παρέµειναν στο τόπο όπου σχηµατίσθηκαν. Με αποσάθρωση των παραπάνω ορυκτών των πετρωµάτων, σχηµατίζονται δευτερογενή ορυκτά, π.χ. άργιλοι (βερµικουλίτης, µοντµοριλλονίτης, καολινίτης). Οι άργιλοι αποτελούν πηγές θρεπτικών στοιχείων για τους ζωντανούς οργανισµούς του εδάφους. Εδαφικοί ορίζοντες. Γενικά, σε µία τοµή εδάφους, µπορούν διακριθούν τέσσερα επάλληλα στρώµατα (ορίζοντες) κατά το βάθος αυτού (Σχήµα 2.5): Ο επιφανειακός ορίζοντας (Ο), ο µεικτός ορίζοντας (Α), ο
Σχήµα 2.5 Τοµή εδάφους και εδαφικοί ορίζοντες
44
Περιβαλλοντική Μηχανική ΙΙ
ορίζοντας αποθέσεων (Β) και ο ορίζοντας των εξαλλοιωµένων µητρικών πετρωµάτων (C). Κάτω αυτών υπάρχει ο ορίζοντας του υπεδάφους (R). Ο επιφανειακός ορίζοντας (Ο). Είναι ένα στρώµα που περιλαµβάνει κυρίως νεκρή οργανική ύλη, όπως φύλλα και άλλους φυτικούς ιστούς. Σε βαθύτερα στρώµατα του ορίζοντα (Ο) περιέχονται προϊόντα µηχανικής και βιοχηµικής διάσπασης (σήψη) των υλικών αυτών από τους οργανισµούς του εδάφους (βακτήρια, µύκητες, ζωικοί οργανισµοί). Στο κατώτατο στρώµα του ορίζοντα (Ο), τα φυτικά συστατικά έχουν πλήρως αποσυντεθεί και το στρώµα αυτό αποκαλείται εδαφικός χούµος (humus) και έχει χρώµα µαύρο ή καστανό. • Ορίζοντας (A). Αποτελεί ανάµειξη οργανικής και ανόργανης ύλης. Εάν το έδαφος είναι οργωµένο, ο ορίζοντας (Ο) δεν υπάρχει και ο ορίζοντας (Α) περιλαµβάνει άργιλο και το οργανικό υλικό. τ α νερά της βροχής διαφοροποιούν κατά το βάθος το στρώµα (Α) εκχυλίζοντας και προωθώντας προς τα κατώτερα επίπεδα του στρώµατος αυτού αργίλους, οξείδια του σιδήρου, του αργιλίου και του πυριτίου καθώς και χουµικά συστατικά. Σηµειώνεται ότι ο χούµος αποτελεί το 1-10% του εδάφους. Εδάφη ισχυρώς διαβρωµένα, όπως έρηµοι και καµένες δασικές εκτάσεις, δεν διαθέτουν ορίζοντα (Α). • Ορίζοντας (Β). Είναι στρώµα εµπλουτιζόµενο µε αποθέσεις αργιλικών, χουµικών και άλλων ουσιών από τον ορίζοντα (Α). Οι αποθέσεις αυτές δίδουν ένα διακριτό χρώµα στο στρώµα. Στον ορίζοντα (Β) καταλήγουν οι ρίζες πολλών φυτών. Σταδιακά, ο ορίζοντας (Β) µειγνύεται µε τον παρακάτω ορίζοντα (C) µέσω µίας µεταβατικής υποστοιβάδας. • Ορίζοντας (C). Αποτελεί το ηµιαποσαθρωµένο µητρικό πέτρωµα. • Ορίζοντας (R). Είναι το βραχώδες υπέδαφος, που υπάρχει κάτω από το έδαφος.
2.2.2 Φυσικοχηµικές ιδιότητες του εδάφους Οι σηµαντικότερες φυσικοχηµικές ιδιότητες του εδάφους σε σχέση µε την υποστήριξη της ζωής είναι η κοκκοµετρική σύσταση, το εδαφικό πορώδες, η υγρασία, το pH, η περιεκτικότητα σε άργιλο, η κατιονανταλλακτική ικανότητα και η περιεκτικότητα σε χουµικά συστατικά. Πυκνότητα. Η πυκνότητα, ρ, ορίζεται ως το πηλίκο της µάζας, m, προς τον όγκο, V, που κατέχει η µάζα (ρ=m/V). Εδάφη χαµηλής πυκνότητας περιέχουν πολλούς πόρους µεταξύ των κόκκων τους ενώ αντίθετα εδάφη υψηλής πυκνότητας είναι συµπαγή και περιέχουν λίγους πόρους. Η πυκνότητα µετράται επιτόπου. Λαµβάνεται δείγµα του εδάφους, ζυγίζεται και ευρίσκεται η µάζα του. τ ο κενό που άφησε το δείγµα πληρώνεται µε άµµο από ένα ογκοµετρικό κύλινδρο και έτσι υπολογίζεται ο όγκος του δείγµατος. Κοκκοµετρική σύσταση. τ ο Πίνακας 2.2: Τυποποιηµένα ονοµαστικά ανοίγµατα ορισµένων έδαφος αποτελείται από θραύσµαπρότυπων κοσκίνων. τα στερεών υλικών, οργανικά υλικά και πόρους που περιέχουν αέρα και 3-in. (75-mm) No. 16 (1,18-mm) υδατικά διαλύµατα. τ α στερεά 1 1/2-in (37,5-mm) No. 30 (600-µm) συστατικά του εδάφους είναι 3/4-in (19,0-mm) No. 50 (300-µm) προϊόντα αποσάθρωσης των µητρι3/8-in (9,5-mm) No. 100 (150-µm) κών πετρωµάτων. τ ο µέγεθος και η No. 4 (4,75-mm) No. 200 (75-µm) κατανοµή µεγέθους των κόκκων No. 8 (2,36-mm) No. 325 (45-µm) του εδάφους ευρίσκεται µε διαδικασία κοσκίνισης µέσα από σειρά πρότυπων κοσκίνων (Πίνακας 2.2). Σχετική είναι η µέθοδος ASTM D 422 (Test method for particle-size analysis of soils). τ α σωµατίδια που συνιστούν το έδαφος κατατάσσονται σε κατηγορίες, µε βάση την ονοµαστική διάµετρο του κόσκινου από το οποίο διέρχονται και του κόσκινου στο οποίο συγκρατούνται. Από την άποψη της καλλιέργειας του εδάφους, ενδιαφέρει η αναλογία άµµου, ιλύος και αργίλου, όπου η άµµος (sand) περιλαµβάνει σωµατίδια διαµέτρου µεταξύ 2,00 και 0,02 mm, η ιλύς (silt) σωµατίδια µεταξύ 0,02 και 0,002 mm και η άργιλος (clay) σωµατίδια µε διάµετρο µικρότερη από 0,002 mm. Από την άποψη της Εδαφοµηχανικής, λαµβάνεται υπόψη και η πλαστικότητα της ύλης και τα σωµατίδια του εδάφους κατατάσσονται ως εξής: • Χαλίκια: Είναι µεγάλα βραχώδη σώµατα τα οποία διέρχονται από το κόσκινο 3-in. (75-mm) αλλά συγκρατούνται στο κόσκινο No. 4 (4,75-mm).