Σχολικό έτος: 2016 - 2017
Αναμνήσεις από τον πόλεμο του 1940 Πληροφοριοδότης: Σκοτσιμάρα Ευπραξία Τόπος: Φλαμπουράρι Ιωαννίνων Ηλικία: Γεννηθείσα το 1946
Από τα ακούσματα μου για τον πόλεμο του 1940 από τους γονείς μου, οι οποίοι τον έζησαν, είναι η σκληρότητα τον Γερμανών που έκαιγαν χωριά ολόκληρα χωρίς συνείδηση. Ένα από τα χωριά αυτά ήταν και των γονιών μου, το Φλαμπουράρι ανατολικού Ζαγορίου. Όταν μπήκαν στο χωριό οι Γερμανοί, οι γονείς μου, για να σωθούν, κατέφυγαν στο πλησιέστερο δάσος. Από εκεί έβλεπαν με μεγάλο πόνο το χωριό τους -το σπίτι τους- να καίγεται. Περιπλανιόντουσαν στο δάσος για αρκετές μέρες, οι σόλες των παπουτσιών τους είχαν λιώσει και φυσικά πεινούσαν και διψούσαν. Παρόλο που το ποτάμι βρισκόταν πολύ κοντά δεν μπορούσαν να φτάσουν μέχρι εκεί διότι στην απέναντι όχθη υπήρχαν Γερμανοί! Τα γεγονότα αυτά θα τα θυμάμαι για πάντα.
Αφήγηση της γιαγιάς μου, όπως την άκουσε από τους γονείς της, το Φθινόπωρο του 2016 Καραχάλιου Χαρά, μαθήτρια του Α2 ΠΓΠΠ
Αναμνήσεις από τον πόλεμο του 1940 Πληροφοριοδότης: Καραχάλιου Μαίρη Τόπος: Χάβαρι Ηλείας Ηλικία: 9 ετών Tο πρώτο πράγμα που θυμάμαι από τον πόλεμο είναι το βράδυ της επιστράτευσης, όπου όλο το χωριό είχε μαζευτεί στην κεντρική πλατεία για να αποχαιρετήσει αυτούς που έφευγαν και έμοιαζε πραγματικά με πανηγύρι. Μετά από μία εβδομάδα περίπου, το χωριό μετατράπηκε σε εργοστάσιο πλεξίματος: όλες οι γυναίκες και τα κορίτσια κάθε ηλικίας, ακόμα και εγώ που ήμουν μόλις 9 χρονών, έπλεκα. Έπειτα από λίγο καιρό έγινε έρανος και όλα τα πλεκτά μαζεύτηκαν και στάλθηκαν στο στρατό. Ένα άλλο γεγονός που θυμάμαι ήταν τότε που πήραμε την Κορυτσά: ακούσαμε τις καμπάνες να χτυπούν και είδα τον πατέρα μου να ανεβαίνει τις σκάλες - από το ισόγειο που ήταν το ιατρείο του και είχε γραμμόφωνο - καταχαρούμενος ,να μας πει τα νέα. Ο καιρός κυλούσε εν μέρει ήρεμα. Ήρθε το Πάσχα. Στο χωριό έγινε έρανος για πασχαλινά κουλούρια και βαμμένα αυγά, τα οποία και έστειλαν στο στρατό. Λίγο πριν το Πάσχα, γινόταν ένα γλέντι στο αστυνομικό τμήμα, που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι μου, και η μητέρα μου, μου έδωσε ένα καλάθι με κόκκινα αυγά, να τα πάω. Όμως βγαίνοντας από το σπίτι, μου έπεσαν και έσπασαν. Εκείνη ακριβώς την ώρα ενημερωθήκαμε ότι οι Γερμανοί μπήκαν στα σύνορα. Εγώ μην ξέροντας ακόμα το γεγονός αυτό, πήγα κλαίγοντας στο αστυνομικό τμήμα ότι έσπασα τα αυγά. Τότε ο αστυνόμος που ήταν εκεί μου είπε πως ήταν πιθανώς σημαδιακό, δηλαδή τα αυγά έσπασαν, η χαρά μας τελείωσε. Μια μέρα, μετά από αρκετούς μήνες, ο πατέρας μου, την ώρα που ήταν στο κτήμα, λιποθύμησε. Είχε έλκος στομάχου και διάτρηση. Κάποιοι χωριανοί τον έβαλαν σε ένα στρώμα και τον πήγαν στην Αμαλιάδα, που ήταν μόλις 6 χιλιόμετρα από το χωριό μου. Εκεί οι Ιταλοί δεν τους άφησαν να μπουν στην πόλη παρά μετά από τρεις ώρες, που θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν. Αυτό πιθανώς να του κόστισε τη ζωή, καθώς, όταν έφτασαν στο νοσοκομείο, η αιμορραγία ήταν εκτεταμένη αρκετά. Δύο μέρες αργότερα πέθανε . Λίγο καιρό αργότερα, όταν ήρθαν στο χωριό μας οι Γερμανοί, εγκατέστησαν στο δικό μας σπίτι τον ασύρματο. Εμείς είχαμε φοβηθεί πολύ! Αυτοί, για να μας κάνουν να μην τους φοβόμαστε, πήραν μία κονσέρβα την άνοιξαν, έφαγαν κάτι από μέσα και μας την έδωσαν. Εμείς ευγενικά την πήραμε, πήγαμε στο δωμάτιο και η μαμά μου την πέταξε. Τη μεθεπόμενη μέρα, ο πρόεδρος του χωριού μεσολάβησε ώστε να
πάρουν τον ασύρματο από μας, γιατί ήμασταν δύο μικρά παιδιά και μια χήρα γυναίκα. Κάτι άλλο που θυμάμαι είναι ότι η μητέρα μου είχε μαζέψει όλα τα οικογενειακά κειμήλια, τα ιατρικά βιβλία του πατέρα μου, το σπαθί του και κάποια άλλα πράγματα, τα έβαλε σε ένα ξύλινο μεγάλο κουτί, έσκαψε και τα έθαψε στο υπόγειο. Στην είσοδο του σπιτιού υπήρχαν τρία σκαλιά. Λίγο πιο μέσα, η μαμά μου είχε βάλει ένα μεγάλο σακί με σταφίδες και όποιος χτυπούσε την πόρτα για να ζητήσει φαγητό, γεμίζαμε ένα κύπελλο και του το δίναμε. Μια φορά ένας καλοβαλμένος κύριος με καμπαρντίνα χτύπησε την πόρτα, - η μητέρα μου έλειπε στο κτήμα- εγώ τσακώθηκα με την αδερφή μου και οι σταφίδες χύθηκαν στο πάτωμα. Η αδερφή μου ξαναγέμισε το κύπελλο και του το έδωσε. Εκείνος το πήρε, όμως έσκυψε, μάζεψε τις σταφίδες από το πάτωμα και έφαγε και αυτές. Ο καιρός περνούσε. Ένα όμως πράγμα που το θυμάμαι έντονα, είναι ο φόβος που ένιωθα όταν περνούσαν οι Γερμανοί από το χωριό μου, για να πάνε στην αγορά. Φοβόμουν τόσο, που έτρεχα και κρυβόμουν κάτω από τα τραπέζια. Έτσι θυμάμαι τον πόλεμο του '40.
Αφήγηση της γιαγιάς μου, το Φθινόπωρο του 2016 Στην Καραχάλιου Χαρά μαθήτρια του Α2 ΠΓΠΠ
ΚΑΤΣΙΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 4 ΕΤΩΝ
Δυστυχώς γεννήθηκα στα μαρτυρικά Καλάβρυτα και εκεί έζησα τις πιο δραματικές στιγμές της ζωής μου. Στις 13 Δεκεμβρίου 1943,στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων ετών, ένιωσα τη φρίκη του πολέμου των Ναζί, στα Καλάβρυτα! Βρέθηκα κλεισμένη με την μητέρα μου, την αδερφή μου και με όλα τα γυναικόπαιδα στο δημοτικό σχολείο, όπου ένιωσα τόσο φόβο και αγωνία που δεν περιγράφεται. Εκεί λοιπόν οι Γερμανοί έβαλαν φωτιά με στόχο να μας κάψουν. Έτσι άρχισε να μας πνίγει καπνός, ενώ το σχολείο καιγόταν, τα παιδιά και οι γυναίκες φώναζαν κλαίγοντας και όλοι μαζί σπρώχναμε την πόρτα για να δραπετεύσουμε. Έπειτα από μεγάλο αγώνα καταφέραμε και βγήκαμε έξω στο προαύλιο. Αντικρίσαμε παντού φωτιά και καπνούς. Όλοι γυρνούσαμε σαν χαμένοι. Ξαφνικά ακούσαμε μια φωνή να μας λέει: «Που πάτε, σκότωσαν τους άνδρες!» Εκεί ξεκίνησε το δράμα μας. Σκότωσαν τον πατέρα μου και τον αδερφό μου, μας έκαψαν το σπίτι και όλα τελείωσα. Το πολύ κρύο και η πείνα, μας είχε τσακίσει όλους. Είναι γεγονότα που είναι βαθιά χαραγμένα μέσα μου που δε θα τα ξεχάσω ποτέ.
ΚΑΤΣΙΚΟΠΟΥΛΟΥ ΟΛΓΑ, Μαθήτρια:Α2 ΠΓΠΠ
Πληροφοριοδότης: Μάριος Μενδρινός Τόπος: Σαλαμίνα Ηλικία τότε: Τεσσάρων χρονών Εγώ ο Μάριος Μενδρινός , με καταγωγή από την Μέσα Γωνιά της Σαντορίνης , όταν ήμουν τεσσάρων χρονών βρισκόμουν με την οικογένειά μου ( τους γονείς μου και τα δύο μικρότερα αδέρφια μου ) σε συνοικισμό μέσα στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας το έτος 1940. Ο Ναύσταθμος Σαλαμίνας είναι η μεγαλύτερη ελληνική ναυτική βάση στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, γι’ αυτό ζούσαμε τότε σε σπιτάκι μέσα στην βάση. Ξημερώνοντας 28η Οκτωβρίου 1940 ,στις πέντε η ώρα το πρωί, χτύπησαν δυνατά την εξώπορτα του σπιτιού μας και κάλεσαν επειγόντως τον πατέρα μου, για να πάει γρήγορα στο αγκυροβολημένο θωρηκτό «ΑΒΕΡΩΦ» , να επισκευασθούν κάποιες βλάβες στο πηδάλιο για να φύγει άμεσα στο Αιγαίο, γιατί κηρύχτηκε πόλεμος. Εμείς όπως και άλλες οικογένειες των αξιωματικών φύγαμε απ’ τη βάση εκείνη την ημέρα. Συγκεκριμένα η οικογένεια μου εγκαταστάθηκε στην Κούλουρη της Σαλαμίνας. Εγώ κλαίγοντας ρωτούσα πότε θα γυρίζαμε στο σπιτάκι μας. Η μητέρα μου με παρηγορούσε και μου έλεγε ότι θα γυρίσουμε σύντομα . Όμως δεν γυρίσαμε ποτέ, μείναμε στην Κούλουρη και αργότερα μετακομίσαμε στα Παλούκια της Σαλαμίνας, ενώ ο Ναύσταθμος βομβαρδίστηκε. Ήταν μια τραυματική εμπειρία. Αφήγηση του παππού στην Μαρία Κουζέλη, μαθήτρια του Α2 Π.Γ.Π.Π
Πληροφοριοδότης: Μαργαρίτα Μαρούδα Τόπος: Σύρνα Αρκαδίας Ηλικία: 8 ετών
Ήταν άνοιξη του 1941. Το συμβάν έγινε στο χωριό μου, τη Σύρνα Αρκαδίας. Είναι ορεινό χωριό που βρίσκεται κοντά στην Καρύταινα. Στην Καρύταινα είχαν το αρχηγείο τους οι Ιταλοί. Στα ορεινά της Σύρνας ήταν κρυμμένοι οι Έλληνες αντάρτες. Μια μέρα λοιπόν, ένας Ιταλός είχε τα γενέθλιά του. Μαζί με άλλους Ιταλούς ήρθε στο χωριό μου, να ζητήσει κότες από τους κατοίκους του χωριού, για να μαγειρέψουν, γιατί θα έκαναν γλέντι στην Καρύταινα, για να γιορτάσουν τα γενέθλιά του. Έπιασε μάλιστα κουβέντα με διάφορους κατοίκους και θυμάμαι ότι μας έδειχνε σε φωτογραφία τα παιδιά του . Όταν έφυγαν οι Ιταλοί από το χωριό, οι Έλληνες αντάρτες τους είδαν στο δρόμο και τους πυροβόλησαν. Εμείς ακούσαμε τους πυροβολισμούς και τρέξαμε γρήγορα στα σπίτια μας. Φύγαμε αμέσως από το χωριό και ανεβήκαμε στο βουνό να κρυφτούμε. Όσοι Ιταλοί έζησαν, γύρισαν στην Καρύταινα, και από εκεί άρχισαν να ρίχνουν οβίδες προς το χωριό μας. Μερικοί Ιταλοί γύρισαν μάλιστα στο χωριό και έψαχναν στα σπίτια να βρουν τους αντάρτες. Σε μερικά σπίτια, θυμάμαι, ότι βρήκαν κάποια σακίδια των ανταρτών. Έκαψαν αρκετά σπίτια από το χωριό μας και αιχμαλώτισαν όσους Έλληνες αντάρτες κατάφεραν να βρουν. Αν θυμάμαι καλά γύρω στους 3 με 4. Θυμάμαι ότι τον έναν από αυτούς τον σκότωσαν και τους άλλους τους μετέφεραν στην Καρύταινα. Μετά από μήνες μάθαμε τελικά ότι τους άφησαν ελεύθερους αργότερα. Αφήγηση της γιαγιάς του στον Βασίλη Μαρούδα, μαθητή του Α2 του Π.Γ.Π.Π.
Πληροφοριοδότης: Σοφία Λεβεντάκου Τόπος: Κούμανι Ηλείας Ηλικία τότε: περίπου 8 ετών Στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής οι Έλληνες γνώρισαν την πείνα, το θάνατο και πολλές φρικαλεότητες. Και ας σου πω τώρα μια ενδιαφέρουσα ιστορία.: Οι Γερμανοί κυνηγούσαν συνεχώς τους αντάρτες*, γιατί τους δημιουργούσαν πάρα πολλές καταστροφές όπως, ( ανατινάζοντας γέφυρες για να μην μπορούν να περάσουν, ρίχνοντας χειροβομβίδες και σκοτώνοντας ομάδες γερμανών). Ο πατέρας μου ο Κώστας Κούτρας ζούσε στο χωριό Κούμανι Ηλείας** και οι Γερμανοί ήθελαν να τον σκοτώσουν γιατί βοηθούσε τους αντάρτες, οπότε έπρεπε να εγκαταλείψει το χωριό. Μια νύχτα πήρε εμένα και τα άλλα δύο μου αδέλφια τον Διονύσιο Κούτρα και τη Μαρία Κούτρα. Επίσης πήρε τη μάνα μας την Ευφροσύνη Κούτρα και άλλους δύο συγγενής μας με δύο άλογα. Στο ένα άλογο, έβαλε εμάς τα παιδιά μαζί με την μητέρα μας και μας οδηγούσε με τα πόδια ο ένας από τους συγγενείς μας. Στο άλλο άλογο ήτανε ο πατέρας μας με τον άλλο συγγενή μας. Όλη τη νύχτα διασχίζαμε δύσβατα μονοπάτια μέσα στο σκοτεινό δάσος για να μην συναντήσουμε μπλόκο Γερμανών. Μπροστά πηγαίναμε εμείς τα παιδιά ώστε αν συναντούσαμε Γερμανούς θα λέγανε ότι μας πήγαιναν στο γιατρό. Έτσι θα κέρδιζαν χρόνο και θα μπορούσαν ν’ αλλάξουν πορεία για να γυρίσουν πίσω στο χωριό, αφού θα είχαν ακούσει τη συνομιλία μας με τους Γερμανούς. Ευτυχώς όμως όλα πήγαν καλά και με την επόμενη μέρα το απόγευμα φθάσαμε στη Πάτρα με ασφάλεια. (επεξηγήσεις): ---------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αντάρτες* : Ήταν άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες που είχαν φύγει από τα σπίτια τους και ζούσαν στα βουνά με σκοπό να πολεμήσουν τους γερμανούς με όποιο τρόπο μπορούσαν. Κούμανι Ηλείας** : βρίσκεται κοντά στην Αρχαία Ολυμπία. -----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αφήγηση της γιαγιάς στον Σταύρο Μιχαλόπουλο. Μαθητής της Α’2 τάξης του Π.Γ.Π.Π. Υπογραφή:
ΛΕΒΕΝΤΑΚΟΥ ΣΟΦΙΑ