E »
Eπανάχρηση κτίσματος στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας Σχεδιασμός «κατοικίας - εκθεσιακού χώρου» για έναν συλλέκτη έργων τέχνης
«
Ευχαριστίες Ευχαριστώ θερμά τους καθηγητές μου Νίκο Τσάμπιρα, Βαγγέλη Βογιατζή και Γιάννη Σταματόπουλο για την πολύτιμη συμβολή τους στην ολοκλήρωση της παρούσας διπλωματικής εργασίας, με την καθοδήγηση και τις συμβουλές που μου παρείχαν κατά τη διάρκεια εκπόνησής της.
ΤΟΜΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΤΕΧΝΩΝ | ΚΛΑΔΟΣ INTERIOR DESIGN | ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΣΩΕΡΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΙΙΙ | ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΝΙΚΟΣ ΤΣΑΜΠΙΡΑΣ | ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΑ: ΜΑΝΩΛΙΑ ΕΥΤΥΧΙΑ | ΕΤΟΣ Γ | ΑΚΑΔ. ΕΤΟΣ: 2015-16
1. ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ σελ. 7
2. TO KΤΙΣΜΑ σελ. 8
3. Η ΠΟΛΗ σελ. 10
4. Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
7. ΑΡΕΩΣ ΚΑΙ ΚΛΑΔΟΥ
σελ. 14
σελ. 38
6. Η ΠΛΑΚΑ σελ. 26
6α. ΣΗΜΕΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΚΑ σελ. 27
5. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ Ο ΤΟΠΟΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ ΤΟΥ ΥΠΟ ΜΕΛΕΤΗ ΚΤΙΣΜΑΤΟΣ σελ. 18
5β. Η ΑΘΗΝΑ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 19ο ΣΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ σελ. 20
5α. Η ΑΘΗΝΑ ΩΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΟΥ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ - Η ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ σελ. 18
8. ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΙΣΜΟΣ σελ. 43
15. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σελ. 152
8α. ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ σελ. 45
14. ΦΩΤΟΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ σελ. 136
8β. ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ σελ. 58
9. ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΑΠΟ ΜΕΛΕΤΕΣ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΙΑΚΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ
11. ΜΕΛΕΤΗ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ 13. ΨΗΦΙΑΚΑ ΣΧΕΔΙΑ σελ. 86 σελ. 122
σελ. 72
10. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΤΙΣΜΑΤΟΣ σελ. 80
11α. Η ΠΡΟΤΑΣΗ σελ. 87
12. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ σελ. 108
11α (ii). Οι προσθήκες σελ. 104
11α (i). Επιμέρους στοιχεία - υλικά σελ. 107
Eπανάχρηση κτίσματος στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας Σχεδιασμός «κατοικίας - εκθεσιακού χώρου» για έναν συλλέκτη έργων τέχνης
αντί προλόγου «Όταν δημιουργείται ένα νέο έργο [...] κάτι συμβαίνει ταυτοχρόνως σε όλα τα προηγούμενα [...]. Τα υπάρχοντα [...] σχηματίζουν μεταξύ τους μιαν ιδανική τάξη, που τροποποιείται όταν εισχωρήσει μεταξύ τους το νέο, το πραγματικά νέο [...]. Η τάξη αυτή είναι πλήρης πριν έλθει το νέο έργο. Για να μην διαταραχθεί μετά τον ερχομό του πρωτότυπου έργου [...], πρέπει ολόκληρη να μεταβληθεί, έστω και ελάχιστα. Έτσι, οι σχέσεις, οι αναλογίες και οι αξίες κάθε έργου ως προς το σύνολο αναδιατάσσονται, και αυτό συνιστά την προσαρμογή του παλαιού με το νέο [...]» T.S. Eliot , “Tradition and the Individual Talent”.
Το κτίσμα... Το υπό μελέτη κτίσμα οικοδομήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και βρίσκεται στη συμβολή των οδών ‘Αρεως και Κλάδου στην Πλάκα, έναντι του αρχαιολογικού χώρου της βιβλιοθήκης του Αδριανού. Πρόκειται για ένα διώροφο λιθόκτιστο κτίριο με ημιυπόγειο, τυπικό δείγμα της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής εκείνης της περιόδου, το οποίο συνδυάζει χαρακτηριστικά «λαϊκού» κτίσματος με νεοκλασικίζοντα μορφολογικά στοιχεία, όπως κορνίζες στα ανοίγματα, οδοντωτές ταινίες στη στέψη, περίτεχνες σιδεριές και μαρμάρινα φουρούσια στους εξώστες.
Η πόλη
Η θέα της σύγχρονης Αθήνας από ψηλά, από κάποιο από τα βουνά που περικλείουν το αθηναϊκό λεκανοπέδιο, εντυπωσιάζει τον παρατηρητή. Η πόλη πλημμυρίζει όλη την έκταση του λεκανοπεδίου, σκαρφαλώνει στα γύρω βουνά, βρίσκει διέξοδο στις φυσικές διαβάσεις ανάμεσα σ’ αυτά και ξεχύνεται πέρα από τα φυσικά του όρια. Μια απέραντη υπόλευκη μάζα από κιβωτιόσχημες οικοδομές, απ’ όπου προβάλλουν οι όγκοι των σύγχρονων πύργων, διακόπτεται από άνισα χωροθετημένες εκτάσεις πρασίνου. Ελάχιστες οι καμπύλες γραμμές από τους θόλους των
εκκλησιών ποικίλλουν διακριτικά αλλά δεν αναιρούν τη γραμμική ομοιομορφία. Από αυτή τη μάζα αναδύονται κυριαρχικά η φυσιογνωμία του ιερού βράχου της αθηναϊκής Ακρόπολης και η συστάδα των γειτονικών λόφων και σε δυναμική αντίστιξη ο Λυκαβηττός και η λοφοσειρά του Βριλησσού (Τουρκοβούνια). Πληθωρική εικόνα μητρόπολης με έντονο λαϊκό χαρακτήρα, που αναπτύχθηκε ταχύτατα κάτω από την πίεση των περιστάσεων.
Ωστόσο, αυτή η πόλη που δείχνει ότι πάσχει από γιγαντισμό, στην πραγματικότητα εκτείνεται μέσα στα όρια που είχαν διαμορφωθεί από το πλέγμα των αρχαίων αθηναϊκών δήμων. Η εικόνα διαφοροποιείται σήμερα επειδή η πόλη εμφανίζεται συμπαγής και όχι ως σύνολο μικρότερων οικιστικών πυρήνων. Οι αστικοί περίπατοι περιορίζονται σε συγκεκριμένες ζώνες, μολονότι όπου υπάρχουν αποτελούν διέξοδο αναψυχής και διαλόγου ανάμεσα στο παρόν και στο ιστορικό παρελθόν της πόλης. Βέβαια, οι σημερινοί κάτοικοι της Αθήνας, ελάχιστα διαβλέπουν πίσω από το πυκνό πέτασμα της σύγχρονης αστικής εικόνας το ιστορικό παρελθόν. Και όμως, το αθηναϊκό παρελθόν έχει διάσπαρτη την παρουσία του σε όλη την έκταση του λεκανοπεδίου. Πέρα από τα μνημεία της αρχαιότητας που δεσπόζουν στο αστικό τοπίο, οι βυζαντινές
εκκλησιές με τη χιλιετή παρουσία τους συναρμόζονται αρμονικά με το περιβάλλον, αποτελώντας τη ζωντανή σύνδεση του χθες με το σήμερα, ενώ τα νεοκλασικά οικοδομήματα, επίσημα μέγαρα ή ταπεινά ενδιαιτήματα, εγγράφονται λειτουργικά στον χώρο ως γηγενή στοιχεία. Η ανάδυση του παρελθόντος είναι διαρκές φαινόμενο στη σύγχρονη Αθήνα και τα τεκμήρια της ιστορικής συνέχειας αφθονούν. Ο ιστός της πόλης εξακολουθεί να εδράζεται στο αρχαίο υπόστρωμα, οι αστικοί δρόμοι και οι κύριοι οδικοί άξονες είναι οι ίδιοι οι αρχαίοι δρόμοι ή ακολουθούν τις διευθύνσεις εκείνων. Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι η συνέχεια στις χρήσεις του αστικού χώρου. Και είναι αυτό, η ιστορική διάρκεια και η συνέχεια του αθηναϊκού τοπίου, που ο σύγχρονος κάτοικος ή παρεπίδημος της Αθήνας αξίζει να γνωρίσει και να βιώσει.
Η Αρχιτεκτονική της πόλης Η πόλη της Αθήνας ενσωματώνει αρχιτεκτονικούς ρυθμούς από το Νεοκλασικό μέχρι το μοντέρνο. Βρίσκονται συχνά στις ίδιες περιοχές, γιατί η Αθήνα δεν χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια των αρχιτεκτονικών ρυθμών. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα στην Αθήνα κυριάρχησε ο Νεοκλασικισμός, καθώς και ορισμένες παρεκκλίσεις του, όπως ο Εκλεκτικισμός, ιδιαίτερα στις αρχές του 20ού αιώνα. ‘Έτσι τα Παλαιά Ανάκτορα (σήμερα Βουλή των Ελλήνων) ήταν το πρώτο σημαντικό δημόσιο κτί-
ριο που ανεγέρθηκε, μεταξύ 1836 και 1843. Αργότερα, στα μέσα και τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Θεόφιλος Hansen και ο Ernst Ziller συμμετείχαν στην κατασκευή πολλών νεοκλασικών κτιρίων, όπως η Ακαδημία και το Ζάππειο. Ο Ziller σχεδίασε επίσης πολλά ιδιωτικά αρχοντικά στο κέντρο της Αθήνας, που σταδιακά έγιναν δημόσια, συνήθως μέσω δωρεών, όπως το Ιλίου Μέλαθρον, γνωστό και ως Μέγαρο Schliemann.
Αρχίζοντας τη δεκαετία του 1920, η Μοντέρνα αρχιτεκτονική, περιλαμβανομένου του Μπάουχαους και της Αρ Ντεκό, άρχισε να επηρεάζει σχεδόν όλους τους Έλληνες αρχιτέκτονες και κτίρια, τόσο δημόσια, όσο και ιδιωτικά, κατασκευάσθηκαν σύμφωνα με αυτούς τους ρυθμούς. Μεταξύ των περιοχών με μεγάλο αριθμό τέτοιων κτιρίων είναι το Κολωνάκι και μερικές του κέντρου της πόλης, ενώ μεταξύ των συνοικιών που αναπτύχθηκαν αυτή την περίοδο είναι η Κυψέλη. Τις δεκαετίες του 1950 και 1960, κατά την επέκταση και ανάπτυξη της Αθήνας, έπαιξαν σημαντικό ρόλο άλλα μοντέρνα κινήματα, όπως το Διεθνές στυλ. Το κέντρο της Αθήνας ανοικοδομήθηκε σε μεγάλο βαθμό, με αποτέλεσμα την κατεδάφιση πολλών νεοκλασικών κτιρίων.
Οι αρχιτέκτονες αυτής της περιόδου χρησιμοποίησαν υλικά όπως γυαλί, μάρμαρο και αλουμίνιο, και πολλοί συνδύασαν μοντέρνα και κλασικά στοιχεία. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ των διεθνώς γνωστών αρχιτεκτόνων που σχεδίασαν και έχτισαν στην πόλη ήταν ο Walter Gropius, με το σχεδιασμό της Αμερικάνικης Πρεσβείας και ο Eero Saarinen με το σχεδιασμό του ανατολικού πύργου ελέγχου του Αεροδρομίου του Ελληνικού.
Ιστορική αναδρομή - ο τόπος την εποχή οικοδόμησης του υπό μελέτη κτίσματος Η Αθήνα ως πρωτεύουσα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους - η ανοικοδόμηση της πόλης Μετά την απελευθέρωση, με πρωτοβουλία του Βασιλιά Όθωνα, η Αθήνα χαρακτηρίζεται ως πρωτεύουσα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1834. Εκείνη την εποχή η Αθήνα δεν ήταν παρά ένας σωρός ερειπίων γύρω από την Ακρόπολη (από τις αλλεπάλληλες πολιορκίες κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας). Το Νοέμβριο του 1831 εγκαθίστανται στην Ελλάδα οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Εduard Schaubert με σκοπό να καταρτίσουν το πολεοδομικό τους σχέδιο για την πόλη. Αυτό υποβλήθηκε για πρώτη φορά το 1833.
Η Αθήνα των Κλεάνθη-Schaubert είχε έκταση 2.890 στρέμματα με πρόβλεψη για 35-40.000 κατοίκους, αριθμός που θεωρήθηκε υπερβολικός εκείνη την εποχή. (Μέχρι το 1930 η έκταση της Αθήνας θα φτάσει τα 29.083 στρέμματα, δηλαδή 10 φορές περισσότερο από το «φιλόδοξο» σχέδιο των Κλεάνθη-Schaubert) Με τα προβλήματα που προέκυψαν σε σχέση με τις απαλλοτριώσεις και τις αντιδράσεις των ιδιοκτητών γης, η εφαρμογή του αποφασίστηκε να ανασταλεί το 1834. Στη συνέχεια έρχεται ο Βαυαρός αρχιτέκτονας και βασιλικός σύμβουλος Leo von Klenze που επιφέρει τις δικές του αλλαγές στο σχέδιο: διαφοροποιήσεις στις λειτουργίες της πόλης και μείωση της συνολικής επιφάνειας στα 2.136 στρέμματα. Το σχέδιο Klenze εγκρίθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1834. Φυσικά οι τροποποιήσεις αυτού του σχεδίου δεν έλειψαν παρότι είχαν γίνει πολλές εκπτώσεις σε σχέση με το αρχικό (στένεμα λεωφόρων, μείωση χώρων πρασίνου κλπ), ενώ ουσιαστικά καμία από τις προτάσεις και τα σχέδια μετά το 1834 δεν είχαν δυνατότητα εφαρμογής. Αυτό είχε ως συνέπεια και τη διατήρηση μεγάλου μέρους της Παλιάς Πόλης, που στο αρχικό σχέδιο των Κλεάνθη-Schaubert προβλεπόταν να απαλλοτριωθεί κατά το ήμισυ χάριν αρχαιολογικών ανασκαφών. Όμως μαζί με τα «σχέδια» άρχισαν να παρουσιάζονται και τα τροποποιητικά διατάγματα τα οποία προσπαθούσαν να ανταποκριθούν στις πραγματικές δυσκολίες που προέκυπταν. Έτσι, με τροποποιητικό διάταγμα του 1837 αντιμετωπίστηκε το εκκρεμές ζήτημα των Ανακτόρων (σημερινή Βουλή), ώστε να χτιστούν στη θέση που βρίσκονται σήμερα. Ενιαίο σχέδιο με έγκριση εφαρμογής δεν υπήρξε ποτέ.
Η Αθήνα στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα Η Αθήνα, αρχικά, αναπτύσσεται και επεκτείνεται με αργούς ρυθμούς. Από αρχιτεκτονικής πλευράς σημαντική ήταν η επικράτηση του νεοκλασικισμού, κυρίως με τη συμβολή Γερμανών αρχιτεκτόνων. Την περίοδο 1880-1900, ωστόσο, ο πληθυσμός της Αθήνας διπλασιάζεται. Η πόλη λίγο πριν το ξεκίνημα του 20ου αιώνα, το 1896, είχε πληθυσμό γύρω
στους 123.000 κατοίκους. Εκείνη τη χρονιά θα διεξαχθούν οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες. Ένα σημαντικό γεγονός για μια πόλη που προσπαθούσε να φανεί αντάξια του ένδοξου παρελθόντος της και ατένιζε με αισιοδοξία το μέλλον.
Στα τέλη του 19oυ αιώνα η πόλη έλκει τα βλέμματα των περιηγητών, αφού παρουσιάζει την εικόνα της συνύπαρξης μνημείων με ζωή χιλιετηρίδων και νεότερων στοιχείων. Αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς, διεκδικεί τη θέση της ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ενώ ταυτόχρονα καλείται να εξυπηρετήσει τις δεκάδες χιλιάδες των Ελλήνων που εγκαταλείπουν τις εστίες τους για να αναζητήσουν εκεί καλύτερη τύχη. Με εντυπωσιακή ταχύτητα μετατρέπονται σε συνοικίες περιοχές οι οποίες λίγες δεκαετίες νωρίτερα ήταν «αγροί σιτοφόροι και αμπελώνες». Με δεσπόζουσα πάντα την Ακρόπολη, η Αθήνα βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος αφού εκπροσωπεί τις ελπίδες και τα όνειρα ενός ολόκληρου λαού. Η ανάδειξη των Αθηνών εκείνης της εποχής παρουσιάζει πάντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού λειτούργησε ως «γέφυρα» προόδου και πολιτισμού μεταξύ ανατολής και δύσης. Επιπλέον, ως πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους και κέντρο των πολιτικών εξελίξεων, υπήρξε τόπος γεγονότων-οροσήμων της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Το κέντρο Από την πλατεία Ομονοίας, την οποία σκίαζαν ψηλοί φοίνικες, ξεκινούσαν οι κυριότεροι οδικοί άξονες. Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ήταν από τα πρώτα κτίρια τα οποία κτίσθηκαν κατά μήκος της αγροτικής οδού, που οδηγούσε στο εξοχικό
προάστιο των Πατησίων. Τη δενδροφυτευμένη οδό Σταδίου κοσμούσαν ήδη τα πρώτα δημόσια κτίρια, ενώ μία από τις πιο λαμπρές οδούς της πόλεως ήταν η οδός Πανεπιστημίου.
Η αποκαλούμενη «αθηναϊκή τριλογία» (Βαλλιάνειος Βιβλιοθήκη, Σιναία Ακαδημία και Πανεπιστήμιο) και το Ζάππειο κατατάσσονταν από τότε στα επιτυχή δείγματα ευρωπαϊκής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Ακολουθούσαν τα Ανάκτορα, δηλαδή η σημερινή Βουλή των Ελλήνων, κτισμέ-
να μεταξύ των ετών 1836-1843 σε σχέδια του Friedrich von Gartner. Νοτίως και βορείως των Ανακτόρων ο Βασιλικός Κήπος, φτιαγμένος στο πρότυπο του Αυτοκρατορικού Κήπου του Μονάχου έδινε πάντα τη δική του πινελιά αισιοδοξίας και πολιτισμού.
Το Ζάππειο, προορισμένο για εμπορικές εκθέσεις και δραστηριότητες, σε συνδυασμό με το Παναθηναϊκό Στάδιο δήλωναν την αποφασιστικότητα για πρόοδο και ευημερία, δίνοντας ταυτόχρονα την πρωτοκαθεδρία στην Ελλάδα για τον νέο θεσμό που έμελε να κατακτήσει τον κόσμο, τους αναβιωμένους Ολυμπιακούς Αγώνες. Στην ίδια περιοχή κήποι και υπαίθρια θέατρα, όπως το θέατρο των «Ιλισσίδων Μουσών» (μετέπειτα «Παράδεισος»), ο «Απόλλων» και ο «Παρθενών» έδιναν ιδιαίτερο χρώμα στην πόλη και συνέβαλαν στην ένταξη της ελληνικής πρωτεύουσας στο κοσμοπολίτικο κατεστημένο της εποχής. Στα τέλη του 19ου αιώνα έχει αλλάξει ριζικά η αρχιτεκτονική μορφή της πρωτεύουσας αλλά και γενικότερα η οργάνωση και ο τρόπος ζωής. Τις καμήλες και τις άμαξες αντικατέστησαν οι ιπποκίνητοι σιδηρόδρομοι. Το 1869 τίθεται σε λειτουργία ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος Αθηνών-Πειραιώς και από το 1885 το περίφημο «θηρίο». Τα παλαιά λαδοφάναρα αντικαθίστανται από τα φανάρια γκαζιού και στις συνοικίες εξαπλώνονται τα υπαίθρια θέατρα και τα εξοχικά κέντρα. Το Νέο Φάληρο γίνεται το κατεξοχήν θέρετρο της πρωτεύουσας, ενώ τους Αθηναίους προσελκύει και η εξοχική Κηφισιά.
Οι γειτονιές Οι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της είναι η Πλάκα,η Βλασσαρού (η γειτονιά που εξαφανίστηκε αργότερα από τις ανασκαφές για την ανακάλυψη της αρχαίας αγοράς) και η γειτονιά του Ψυρρή. Η ανάπτυξή της κατευθύνεται κυρίως προς τις περιοχές Πετραλώνων (όπου εγκαθίσταται το εργοστάσιο Πουλόπουλου), Ρουφ, Βοτανικού, Ακαδημίας Πλάτωνος, Κολωνού, Πατησίων και Εξαρχείων, παρά το γεγονός ότι το σχέδιο πόλης είχε επεκταθεί και προς τις περιοχές Παγκρατίου και Αμπελοκήπων. Και ενώ τα σημερινά Κάτω Πετράλωνα παραμένουν χωράφια, η απογραφή του 1896 καταγράφει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη 841 κατοίκους. Η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών – Πελοποννήσου είχε ως όριο το ύψος περίπου της σημερινής πλατείας Αττικής και του Αγίου Παντελεήμονος. Ως «ωραία εξοχή» διαφημιζόταν η περιοχή της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη, «όπου υπάρχουν πολλαί ευανθείς επαύλεις, κήποι και οικίαι αγροτών», όπως έγραφε οδηγός της εποχής. Από εκεί το όριο της πόλης κατευθυνόταν στην εξοχική περιοχή του Πεδίου του Άρεως όπου δέσποζαν οι μονάδες του Ιππικού. Προχωρώντας προς τον λόφο του Στρέφη, η τελευταία ονοματισμένη οδός ήταν η Καλλιδρομίου, ενώ ακραία σημεία ήταν ο Ναός του Αγίου Νικολάου και η Γαλλική Σχολή. Η Αμερικανική Σχολή και ο Ευαγγελισμός σηματοδοτούσαν το όριο της πόλης προς τους Αμπελόκηπους, που τότε καταγραφόταν ως «χωρίον». Στη δε συμβολή των λεωφόρων Κηφισίας και Αλεξάνδρας δέσποζε η έπαυλη Mon Caprice του Νικολάου Θών. Τέλος το Παγκράτι και γενι-
κότερα η περιοχή πίσω από τον Ιλισό βρισκόταν υπό σχεδιασμό, ενώ αραιοκατοικημένη ήταν και η περιοχή του Μακρυγιάννη και το Κουκάκι. Παρά το γεγονός ότι η πόλη υστερούσε σε οργάνωση, αφού δεν έπαψε να παραμένει πρωτεύουσα ενός φτωχού κράτους, αφενός η ιστορία και αφετέρου το όραμα και η διαρκής παραγωγή ενός πλούσιου ιδεολογικού περιβάλλοντος την κατέτασσαν στις ελκυστικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Τις επόμενες δεκαετίες η Αθήνα ανοικοδομείται κατά τα πρότυπα σύγχρονης πόλης. Ο πληθυσμός της συνεχώς αυξάνεται και το 1920 η πόλη μετρά 292.991 κατοίκους. Με την αύξηση αυτή, πολλαπλασιάζονται και οι επιχειρήσεις πώλησης οικοπέδων (συνήθως εκτός σχεδίου), ενώ αυξάνεται και η οικοδομική δραστηριότητα. Το 1920 Με τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) και τη συνθήκη της Λωζάνης (1923) με την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, η πρωτεύουσα, όπως και άλλες πόλεις της χώρας, θα γνωρίσει μια από τις μεγαλύτερες πληθυσμιακές εκρήξεις στην ιστορία της. Στο διάστημα 1920-1928 η Αθήνα θα έχει αύξηση κατά 54% και ο Πειραιάς κατά 85%. Μέχρι το 1930 η έκτασή της θα φτάσει τα 29.083 στρέμματα, δηλαδή 10 φορές περισσότερο από το «φιλόδοξο» σχέδιο των Κλεάνθη-Schaubert. Η ελληνική πρωτεύουσα, λοιπόν είχε τα χαρακτηριστικά μιας νεόκτιστης ευρωπαϊκής πόλης, εξαιρουμένου βεβαίως του τμήματος κάτω από την Ακρόπολη, δηλαδή του παλαιού τμήματος, το οποίο διατηρούσε τα επί τουρκοκρατίας χαρακτηριστικά του και τη δαιδαλώδη ρυμοτομία του.
Η Πλάκα Πρόκειται για την πιο παλιά συνοικία της Αθήνας μιας που κατοικείται από τους πολίτες της πόλης από τη νεολιθική εποχή. Η ονομασία Πλάκα υφίσταται από το πέρας του 16ου αιώνα και αναφερόταν σε ένα μικρής έκτασης κομμάτι της σημερινής συνοικίας και ειδικότερα το τμήμα γύρω από το Μνημείο του Λυσικράτους, από την οδό Τριπόδων μέχρι τον Άγιο Νικόλαο τον Ραγκαβά. Αναπτύσσεται στη βόρεια και ανατολική πλευρά της Ακρόπολης και συνορεύει νότια με την συνοικία Μακρυγιάννη, ανα-
τολικά με την περιοχή των Στύλων του Ολυμπίου Διός και του Ζαππείου, βόρεια με το εμπορικό κέντρο της Αθήνας και δυτικά με το Μοναστηράκι. Είναι γνωστή για τους στενούς πλακόστρωτους δρόμους της και την νεοκλασική της αρχιτεκτονική. Οι ανασκαφές έχουν δείξει ότι η οδός Αδριανού είναι ο αρχαιότερος δρόμος της Αθήνας που διατηρείται στην αρχική του μορφή και χρησιμοποιείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Θα μπορούσε κανείς εύκολα να χαρακτηρίσει την Πλάκα ως ένα απέραντο Μουσείο, όλων των Σχολών Αρχιτεκτονικής αισθητικής. Μπορεί να βρει μνημεία και κτίρια όλων των εποχών και όλων των τεχνοτροπιών που δείχνουν ότι εδώ χτυπάει η καρδιά της πόλης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα: ένα τζαμί, ένα χαμάμ, το πρώτο πανεπιστήμιο της Ελλάδας, και πολλές μικρές εκκλησίες συνθέτουν το πολιτιστικό μωσαϊκό της πόλης. Σημαντικότεροι από αυτούς τους ναούς είναι οι Άγιοι Απόστολοι στην Αρχαία Αγορά, η Αγία Αικατερίνη και ο Άγιος Νικόλαος του Ραγκαβά. Λιγότερα κτίρια μπορεί να βρει κανείς από την οθωμανική περίοδο περιμετρικά των Αέρηδων, όπως και σε άλλα σημεία της Πλάκας. Αναφέρονται ενδεικτικά το διώροφο κτίριο της δεκαετίας του 1830 στην οδό Θρασυβούλου, καθώς και το διώροφο κτίριο στην διασταύρωση των οδών Επαμεινώνδα, Ποικίλης και Άρεως. Κάποια νεότερα κτίρια αυτής της περιόδου, έχουν δεχτεί επηρεασμούς από τον νεοκλασικισμό διατηρώντας ωστόσο τον λαϊκό χαρακτήρα τους. Συνίστανται σε λιθόκτιστα κεραμοσκεπή κτίρια, με κύριο γνώρισμά τους την αυλή, την ανοικτή στοά στο ισόγειο και το χαγιάτι στον όροφο.
Παράλληλα υπάρχουν κτίρια αμιγώς νεοκλασικής τεχνοτροπίας, η οποία δεσπόζει αισθητικά στα τέλη του 19ου αιώνα έως και το 1920, εκλεκτικιστικών ρυθμών, όπως και νεότερες εκφράσεις της μοντέρνας αρχιτεκτονικής του 1930. Τα πολλά νεοκλασικά και διατηρητέα της περιοχής στεγάζουν σημαντικά μουσεία της πόλης όπως το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, το Μουσείο Φρυσίρα, το Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου, καθώς και το Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην οδό Κυδαθηναίων βρίσκεται το Κεντρικό Κτίριο του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης που ανάμεσα στις συλλογές του ξεχωρίζει αυτή με τα ζωγραφικά έργα του Θεόφιλου. Μεταπολεμικά, τα κτίσματα της Πλάκας κρίθηκαν διατηρητέα στο σύνολό τους, με αποτέλεσμα η Πλάκα να αποτελεί τη μοναδική συνοικία της Αθήνας που σε τέτοια έκταση μπορεί κάποιος να δει την πόλη όπως ήταν πριν 100 χρόνια.
Σημεία αναφοράς στην Πλάκα Τα Αναφιώτικα Στο τμήμα της Πλάκας προς την Ακρόπολη και συγκεκριμένα στη βόρεια πλαγιά του βράχου, συναντά κανείς τα Αναφιώτικα. Πρόκειται για μια συνοικία σε κυκλαδίτικο ρυθμό, η ανέγερση της οποίας ξεκίνησε περί τα μέσα του 19ου αιώνα (1847-1863), αυθαίρετα μεν αλλά με την ανοχή προφανώς των αρχών, κυρίως κατά την περίοδο της έξωσης του Όθωνα και της μεσοβασιλείας. Χτίστηκε από Αναφιώτες, αλλά και από άλλους Κυκλαδίτες μάστορες (μαρμαράδες, λιθοξόους, ξυλουργούς, κτίστες κ.τ.λ.), οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει στην Αθήνα και εργάζονταν στην ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας. Αναζητούσαν μια συνοικία να κτίσουν τα σπίτια τους, αφού στην υπόλοιπη Αθήνα το κόστος ενοικίασης ή αγοράς γης ήταν ακριβό γι’ αυτούς. Παρόμοιες περιοχές, στις οποίες οι εσωτερικοί μετανάστες μετέφεραν την αρχιτεκτονική του τόπου καταγωγής τους, υπήρξαν και αλλού στην Αθήνα, αλλά δεν κατάφεραν να επιβιώσουν από την οικοδομική αναμόρφωση στο πέρασμα των χρόνων. Τα μικρά σπιτάκια της περιοχής αποτελούν, κατά τον Κ. Μπίρη, αρχιτεκτονικό δείγμα «απλού δομικού αισθήματος και ευφυούς εξοικονομήσεως αναγκών». Με τις επίπεδες στέγες τους, ενωμένα το ένα με το άλλο «ως κοπάδιον λευκών αμνάδων» (Α. Μωραϊτίδης), σε συνδυασμό με τη ρυμοτομία των στενών ανηφορικών δρομίσκων και τα λαξευμένα σκαλιά (βοηθούντος και του εδάφους), συνθέτουν μιαν απροσδόκητη «νησιώτικη» εικόνα στο άκρο της νεοκλασικής Πλάκας. Η οίκηση παρέμεινε σχεδόν αμιγής μέχρι το 1922, ενώ στη συνέχεια προστέθηκαν Μικρασιάτες πρόσφυγες και έκτοτε η σύνθεση του πληθυσμού άλλαξε σημαντικά. Περί το 1950, ένα τμήμα της συνοικίας κατεδαφίστηκε στο πλαίσιο αρχαιολογικών ανασκαφών, ενώ στα 1970 πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες απαλλοτριώσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού. Σήμερα εναπομένουν περί τα 45 σπίτια, που έχουν κηρυχθεί διατηρητέα. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι οφιοειδείς οδοί της περιοχής που οριοθετείται μεταξύ της οδού Στράτωνος και του βράχου της Ακρόπολης, εξακολουθούν να παραμένουν ανώνυμοι και οι οικίσκοι αριθμούνται ως «Αναφιώτικα 1, 2» κ.τ.λ.
Η παλαιότερη σωζόμενη κατοικία της Αθήνας Πρόκειται για το ιστορικό κτίριο της οικογένειας Μπενιζέλων - Παλαιολόγων, το οποίο βρίσκεται στην Πλάκα επί της οδού Αδριανού 96 και ένα αρχικό τμήμα του ανάγεται στον 16ο αιώνα. Σε εξέλιξη βρίσκεται μελέτη ώστε να μετατραπεί σε μουσείο με στόχο να αποτελέσει έναν χώρο περιήγησης στην αθηναϊκή κοινωνία του 18ου αιώνα με την αξιοποίηση σύγχρονων οπτικοακουστικών μέσων. Ο νέος μουσειακός χώρος θα αποτελεί ένα ιδιαίτερο μνημείο για την Ιστορία της πόλης από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα. Ένα μικρό πάζλ της Αθήνας μέσω μιας κατοικίας της οθωμανικής περιόδου στην οποία ξετυλίγονται η αρχιτεκτονική, η ζωή μέσα σε αυτό και μια ολόκληρη εποχή. «Θα αποκαλυφθεί ένα αθηναϊκό αρχοντικό αστικού τύπου του 1750, το παλαιότερο κτίριο-κατοικία που διασώζεται σήμερα στην Αθήνα. Είναι η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία μεγάλωσε και η Αγία Φιλοθέη στο πλαίσιο μια αστικής πνευματικής ακμής», λέει ο αρχιτέκτων κ. Γιάννης Κίζης. Το μνημείο ήταν γνωστό από τη μελέτη του Αν. Ορλάνδου το 1940 και ήταν ήδη αλλοιωμένο από παρεμβάσεις που είχαν γίνει στο πέρασμα του χρόνου, είχε διχοτομηθεί σε δύο ιδιοκτησίες και το χαγιάτι είχε κλείσει με ανασυρόμενα τζαμιλίκια. Όπως σημειώνει ο κ. Κίζης, σε απεικονίσεις της εποχής διακρίνονται τουλάχιστον 25 μεγάλα διώροφα αρχοντόσπιτα με τοξωτές στοές στα ισόγεια ξύλινα ανοικτά χαγιάτια. Από αυτά το μόνο που σώθηκε είναι το αρχοντικό των Μπενιζέλων με το ανοιχτό χαγιάτι, την τοξοτοιχία, τον οντά-σοφά που πρόβαλε σε εξώστεγο, τα πλευρικά του κιόσκια και τον μεγάλο οντά με το τζάκι, ξύλινες κατασκευές και δείγματα διακόσμησης. Το κτίριο συνυπάρχει με αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία φροντίζει η αρχαιολογική υπηρεσία, όπως το υστερορωμαϊκό τείχος. Νοτιοδυτικά στο υπέδαφος υπάρχει μια μεσαιωνική δεξαμενή. «Το ελαιοτριβείο είναι νοτιοανατολικά στον παρακείμενο αρχαιολογικό χώρο του «Διογενείου», που θα ήταν ευχής έργο να ενοποιηθεί με τους υπαίθριους χώρους του αρχοντικού, ώστε να αναδειχθεί ο πλήρης ζωτικός χώρος της οικιακής οικονομίας», εξηγεί ο κ. Κίζης.
Η Αρχαία Αγορά των Αθηνών Στα όρια της Πλάκας βρίσκεται η Αρχαία Αγορά της Αθήνας. Πρόκειται για τον ανοικτό χώρο βορειοδυτικά της Ακρόπολης. Στην αρχαιότητα αποτελούσε διοικητικό, φιλοσοφικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και κυρίως το οικονομικό κέντρο της πόλης. Την Αρχαία Αγορά διέσχιζε η Οδός των Παναθηναίων από την οποία διέρχονταν η μεγάλη πομπή προς την Ακρόπολη κατά την διάρκεια των εορτασμών των Παναθηναίων που θέσπισε ο Πεισίστρατος και τελούνταν το τρίτο έτος κάθε Ολυμπιάδας. Οι πρώτες ανασκαφές του χώρου της αρχαίας αγοράς ξεκίνησαν τον 19ο αιώνα από την Αρχαιολογική Εταιρεία και από Γερμανούς αρχαιο-
λόγους. Η συστηματική όμως ανασκαφική αρχαιολογική έρευνα ξεκίνησε από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών το 1931 μέχρι το 1941, (α΄ περίοδος), από το 1946 μέχρι το 1960, (β΄ περίοδος), το 1969 (γ΄ περίοδος) και από το 1980 που συνεχίζει μέχρι σήμερα. Ως τότε η εικόνα της περιοχής ήταν εντελώς διαφορετική αφού εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος, εκτεινόταν η γειτονιά της Βλασσαρούς με τα σπίτια, τα στενά δρομάκια και τα μαγαζάκια της. Οι απαλλοτριώσεις που έγιναν έδωσαν τη δυνατότητα στους αρχαιολόγους να ανασκάψουν και να αναδείξουν το κέντρο της κλασικής Αθήνας.
Τα Μνημεία του Χώρου -Η Στοά του Αττάλου στην ανατολική πλευρά -Ο Ναός του Ηφαίστου στην κορυφή του λόφου του Αγοραίου Κολωνού, που οριοθετεί την Αρχαία Αγορά στη δυτική πλευρά -Η Θόλος, κυκλικό οικοδόμημα, με έξι κίονες εσωτερικά και πρόπυλο στα ανατολικά -Το Βουλευτήριο της Αρχαίας Αγοράς, ένα ορθογώνιο πρόστυλο κτήριο που εξυπηρετούσε τις συνεδριάσεις της Βουλής των πεντακοσίων
Το μνημείο του Λυσικράτη Χορηγικό μνημείο κτισμένο στην δυτική πλευρά της οδού Τριπόδων από τον Λυσικράτη, το 335334 π.Χ., όπως αναφέρει επιγραφή χαραγμένη στο επιστύλιο. Είναι κτίσμα κυκλικό, κτισμένο πάνω σε τετραγωνικό βάθρο από πωρόλιθο (πλευράς 2,93 μ.) με έξι κορινθιακούς κίονες από πεντελικό μάρμαρο ανάμεσα σε υμήττιους ορθοστάτες, που αποτελούν και τα πρώτα παραδείγματα κορινθιακού ρυθμού στην Αθήνα. Έχει ζωφόρο με σκηνές από τη ζωή του Διονύσου, μονολιθική στέγη με φυλλωτή την άνω επιφάνεια που κορυφώνεται σε βάση υπό μορφή ακάνθου, όπου πατούσε ο χορηγικός τρίποδας. Το μνημείο - γνωστό και σαν «Φανάρι του Διογένη» - είχε ενσωματωθεί το 1669 σε γειτονικό Μοναστήρι Καπουτσίνων και χρησιμοποιείτο από τους μοναχούς ως αναγνωστήριο και βιβλιοθήκη, αφού είχαν μετακινήσει τον ένα ορθοστάτη για να ανοίξουν είσοδο. Η μονή καταστράφηκε κατά την Ελληνική Επανάσταση. Αποτελεί το κέντρο ενδιαφέροντος της ομώνυμης πλατείας. Είναι το καλύτερα σωζόμενο παράδειγμα χορηγικού μνημείου.
Η βιβλιοθήκη του Αδριανού Κτίσθηκε γύρω στο 132 μ.Χ. βόρεια της Ακρόπολης από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό. Τμήμα της βιβλιοθήκης ήταν μεγάλη εσωτερική αυλή έκτασης 100 × 70 μέτρων, την οποία περιέβαλε εντυπωσιακό περιστύλιο. Το κυρίως κτίριο της βιβλιοθήκης είχε δύο αίθουσες, όπου οι επισκέπτες διάβαζαν, ή παρακολουθούσαν διαλέξεις. Η αίθουσα της βιβλιοθήκης ήταν μάλλον τριώροφη, ο τρίτος όμως δεν διατηρείται. Οι τοίχοι πρέπει να ήταν εξοπλισμένοι με ράφια συνολικής χωρητικότητας είκοσι χιλιάδων περγαμηνών. Στο παρελθόν ονομαζόταν και Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σήμερα διασώζεται η δυτική άποψη του περίστυλου με κίονες κορινθιακού ρυθμού. Ακριβώς δίπλα στη βιβλιοθήκη βρίσκεται το Τζαμί Τζισδαράκη του 18ου αιώνα.
Ρωμαϊκή Αγορά Αθηνών Η Ρωμαϊκή περίοδος παραμένει μία από τις σημαντικότερες της ελληνικής ιστορίας. Είναι μοναδικό το ιστορικό φαινόμενο ενός λαού που αν και κατακτημένος, κατορθώνει με τη δύναμη του πολιτισμού του να “κατακτήσει” και να εκπολιτίσει τον κατακτητή του, και τελικά προσφέρει και τη γλώσσα του για να διατυπωθεί και να διαδοθεί μέσω αυτής, η διδασκαλία του Χριστιανισμού στην ανθρωπότητα. «Η κατακτημένη Ελλάδα κατέκτησε τον σκληρό κατακτητή της και προσέφερε τις τέχνες στο ακαλλιέργητο Λάτιο» (Οράτιος, Λατίνος ποιητής, 65 π.Χ. – 8 π.Χ.). Η Ρωμαϊκή αγορά βρίσκεται στην Πλάκα, στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης και ανατολικά της αρχαίας αγοράς της Αθήνας με την οποία και συνδεόταν. Κτίσθηκε μεταξύ 19-11 π.Χ. από τις δωρεές του Ιουλίου Καίσαρα και του Αυγούστου. Επί αυτοκράτορος Αδριανού πλακοστρώθηκε η αυλή. Μετά την επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ.) και τον περιορισμό της Αθήνας μέσα στο υστερορωμαϊκό τείχος, η πλατεία της Αρχαίας Αγοράς, το κέντρο της πολιτιστικής και εμπορικής ζωής, καταλήφθηκε από κτίρια. Έτσι, το διοικητικό και εμπορικό κέντρο της πόλης μεταφέρθηκε από την Αρχαία Αγορά στη Ρωμαϊκή Αγορά και στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Αποτελείται από ένα μεγάλο ανοικτό αίθριο το οποίο περιβάλλεται από κίονες και στις τέσσερις πλευρές του. Στην ανατολική πλευρά της αγοράς
υπήρχε μεγάλος αριθμός από μαγαζιά, ενώ στη δυτική πλευρά υπήρχε ένα συντριβάνι. Η κεντρική είσοδος της αγοράς ήταν στη δυτική πλευρά, γνωστή ως Πύλη της Αθηνάς της Αρχηγέτιδας, ενώ στην ανατολική πλευρά βρισκόταν μια δεύτερη είσοδος, το Ανατολικό Πρόπυλο με τέσσερις ιωνικούς κίονες από γκρίζο μάρμαρο Υμηττού (19-11π.Χ.), που οδηγούσε στα δημόσια λουτρά και στον “Πύργο των Ανέμων”. Η πλαισίωση της Αγοράς με στοές είναι ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε μετά τον 2ο αιώνα π.Χ σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και οδήγησε σταδιακά στην κλειστή αγορά με συνεχή περίβολο. Την ίδια εποχή κατασκευάζονται παρόμοια περίστυλα κτήρια στην Ιταλία, τα λεγόμενα fora (αγορές), όπως το Forum Julium του Καίσαρα στη Ρώμη. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς καταστράφηκε η Ρωμαϊκή Αγορά. Πάντως με την πάροδο των ετών ο χώρος προσχώθηκε σταδιακά και καταλήφθηκε από διάφορα κτήρια, οικίες, εργαστήρια, εκκλησίες επί εποχής Τουρκοκρατίας. Συστηματικές ανασκαφές έγιναν από την Αρχαιολογική Εταιρεία, αφού προηγήθηκαν οι απαραίτητες απαλλοτριώσεις και κατεδαφίσεις οικιών και άλλων κτηρίων, από Ιταλούς αρχαιολόγους, από τους Αναστάσιο Ορλάνδο και Παύλο Λαζαρίδη και από την Α΄Εφορεία Αρχαιοτήτων Ακροπόλεως.
Τα Μνημεία του Χώρου Η πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς Αποτελεί τη μία από τις δύο εισόδους της αγοράς. Βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Ρωμαϊκής Αγοράς και αποτελείται από τέσσερις δωρικούς κίονες και αέτωμα από πεντελικό μάρμαρο. Κατασκευάσθηκε από τις δωρεές του Ιουλίου Καίσαρα και του Αυγούστου και αφιερώθηκε από τον Δήμο των Αθηναίων στην Αθηνά Αρχηγέτιδα (11 π.Χ.). Στην πύλη υπάρχει επιγραφή από ψήφισμα του Αδριανού με διατάξεις αναφορικά με τις φορολογικές υποχρεώσεις των εμπόρων λαδιού (συμπεραίνεται ότι εδώ ήταν η κύρια αγορά λαδιού της πόλης).
Ο Πύργος των Ανέμων ή το Ωρολόγιο Ανδρόνικου Κυρρήστου Πρόκειται για οκταγωνικό κτίριο ύψους 12 μέτρων, το οποίο βρίσκεται ανατολικά του αρχαιολογικού χώρου και λειτουργούσε ως ρολόι της αγοράς και ως μετεωρολογικός σταθμός. Κατασκευάστηκε από πεντελικό μάρμαρο από τον αστρονόμο Ανδρόνικο Κυρρήστη, γύρω στο 50 π.Χ. και θεωρείται ο αρχαιότερος μετεωρολογικός και ωρομετρικός σταθμός. Στην κορυφή της στέγης βρίσκεται ένας ορειχάλκινος ανεμοδείκτης, o οποίος περιστρεφόμενος ανάλογα με τη φορά του ανέμου, έδειχνε την κατεύθυνση των ανέμων, οι οποίοι απεικονίζονται ανάγλυφα
στο πάνω μέρος κάθε πλευράς. Στα πρώιμα χριστιανικά χρόνια, ο πύργος χρησιμοποιήθηκε ως καμπαναριό γειτονικής βυζαντινής εκκλησίας ή Βαπτιστήριο. Κατά την οθωμανική κατοχή το κτίριο μετατράπηκε σε “τεκέ” (τόπος προσευχής) και αποτελούσε τον τόπο εγκατάστασης των Δερβίσηδων, οι οποίοι είχαν έρθει από διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην περιοχή γύρω του χτίστηκαν πολλά σπίτια, εργαστήρια καθώς και το Φετιχιέ Τζαμί. Η δε συνοικία που αναπτύχθηκε γύρω από αυτό ονομάζεται ομοίως Αέρηδες.
Το Φετιχιέ τζαμί Το μουσουλμανικό τέμενος, γνωστό ως «Φετιχιέ τζαμί», δηλαδή «τζαμί του Πορθητή», κτίστηκε μετά την οθωμανική κατάκτηση της Αθήνας από τον Ομάρ το 1456, στο βόρειο άκρο της άλλοτε Ρωμαϊκής αγοράς (οδός Πελοπίδα και Πανός) και επί Τουρκοκρατίας ήταν κοινώς γνωστό ως «το τζαμί του Σταροπάζαρου». Οικοδομήθηκε επάνω στα λείψανα τρίκλιτης μεσοβυζαντινής βασιλικής, μέρος των οποίων είναι ορατό στη βόρεια πλευρά του τεμένους. Ενσωματώνει αρχιτεκτονικά στοιχεία των κλασσικών και βυζαντινών χρόνων, μεταξύ των οποίων και ιωνικά κιονόκρανα
της αρχαίας εποχής. Μετά την εγκατάσταση της πρωτεύουσας του Ελληνικού κράτους στην Αθήνα, το 1834, χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό αρτοποιείο, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Έκτοτε χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως αποθήκη για τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα των ανασκαφών της Αγοράς και της Ακρόπολης. Το Φετιχιέ Τζαμί πρόκειται να αποκατασταθεί, με τελικό στόχο την ανάδειξη του μνημείου, που θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα της οθωμανικής περιόδου.
Ο Μενδρεσές Η αρχική λειτουργία του Μενδρεσέ, όπως υποδηλώνει και το όνομά του, ήταν μουσουλμανικό ιεροσπουδαστήριο, κτισμένο περί το 1721 και βρισκόταν βόρεια του του Ωρολογίου του Κυρρήστου. Είχε σχήμα τετράγωνο με εσωτερική αυλή, περιβαλλόμενη από μικρά δωμάτια με περιστύλιο και στη βορειοανατολική γωνία μικρό τέμενος. Μετά την εγκατάσταση της πρωτεύουσας του Ελληνικού κράτους στην Αθήνα, ο Δανός αρχιτέκτονας Christian Hansen (1803-1883), ανέλαβε το 1836 τη μετατροπή του σε φυλακή (με την προθήκη ενός ορόφου). Το έτος 1914 το μεγαλύτερο τμήμα του κτίσματος κατεδαφίστηκε στο πλαίσιο αρχαιολογικών ανασκαφών. Διατηρείται μόνο η πύλη και ο περίβολος.
Το Λουτρό των Αέρηδων Το δημόσιο λουτρό που βρίσκεται μεταξύ των οδών Κυρρήστου και Λυσίου, κοντά στους Αέρηδες, έχει κτιστεί σε δύο φάσεις. Αρχικά οικοδομήθηκε το τμήμα προς την οδό Λυσίου, επί Τουρκοκρατίας γνωστό ως «Χαμάμ του Αμπίντ εφέντη», το οποίο υπέστη ζημιές κατά τη διάρκεια της Επανάστασης (1827). Στα χρόνια του Όθωνα το λουτρό επισκευάστηκε, ενώ προστέθηκαν και τα αποδυτήρια προς την οδό Κυρρήστου, με νεοκλασικά στοιχεία στην πρόσοψη. Υπό τη συμπληρωμένη του αυτή μορφή, το λουτρό συνέχισε να λειτουργεί και τον 20ό αιώνα,
Το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης Βρίσκεται επί της οδού Κυδαθηναίων 17. Το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης συστάθηκε το 1918 με πρωτοβουλία του ποιητή και διευθυντή της «Εστίας» Γεωργίου Δροσίνη, αλλά και του αρχαιολόγου Γιώργου Κουρνικιώτη, ως «Μουσείο Ελληνικών Χειροτεχνημάτων». Από το 1923 μετονομάσθηκε σε Εθνικό Μουσείο Κοσμητικών Τεχνών», ενώ από το 1959 έλαβε το όνομα «Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης». Έως και το 1973 το ΜΕΛΤ στεγαζόταν στο τζαμί του Τζισταράκη στην Πλατεία Μοναστηρακίου. Οι λαϊκές δημιουργίες του Μουσείου αναδεικνύουν τις παραδοσιακές τέχνες της λαϊκής χειροτεχνίας, όπως την υφαντουργική, την αργυροχοΐα, την κεντητική, την γλυπτική, την μεταλλοτεχνία την ξυλογλυπτική, την λιθογλυπτική, αλλά και την λαϊκή πρωτίστως ζωγραφική καλύπτοντας το χρονικό διάστημα από το 1650 μέχρι τις μέρες μας.
μέχρι τα μεταπολεμικά χρόνια. Μεταξύ των ετών 1981-1983 έγιναν από το Υπουργείο Πολιτισμού ορισμένες επεμβάσεις στεγανοποίησης και συντήρησης, ενώ δέκα χρόνια αργότερα πραγματοποιήθηκε πλήρης αποκατάσταση (1994-1998), με παράλληλη διαμόρφωση ορισμένων εκθεσιακών χώρων. Σήμερα στεγάζει παράρτημα του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, και ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει μια εικόνα της λειτουργίας του παλαιού λουτρού.
Άρεως και Κλάδου Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι οδοί Άρεως, Αδριανού και Κλάδου απέκτησαν συνεχή μέτωπα με πυκνή οριζόντια δόμηση, κυρίως εμπορικά-βιοτεχνικά καταστήματα και κατοικίες. Στενοί διάδρομοι που ορίζονται από μαντρότοιχους διακρίνουν τον ιδιωτικό χώρο της προαύλιας διαμόρφωσης από τον δημόσιο χώρο του δρόμου της πλατείας Βρυσακίου. Τα χαρακτηριστικά αυτά επιτρέπουν τον προσδιορισμό της «Αυλής», μιας χαρακτηριστικής «κοινότητας - γειτονιάς» στην Αθήνα του
19ου αιώνα. Μετά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, το τετράγωνο της «Αυλής» αρχίζει και παρακμάζει. Η κατοίκηση στο οικοδομικό τετράγωνο μειώνεται δραστικά. Παρά την απαλλοτρίωση των κτισμάτων του τετραγώνου, συνεχίζουν να λειτουργούν εμπορικά καταστήματα με τουριστική, κυρίως, χρήση.
Τα κτίρια της «Αυλής των Θαυμάτων» ομαδοποιούνται σε ποικίλους αρχιτεκτονικούς τύπους αφού συνυπάρχουν έντονα στοιχεία οικιστικών χώρων (σπίτια, αρχοντικά), χώρων λατρείας και κοινωνικών εκδηλώσεων (εκκλησίες, πλατείες) και χώρων οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας (μαγαζιά, παλαιοπωλεία). Εδώ συναντά κανείς τον λεγόμενο «ανοικτό τύπο», με το λειτουργικό δέσιμο σπιτιού-αυλής και την επικοινωνία των δωματίων μέσω στεγασμένων διαδρόμων (τα γνωστά χαγιάτια), τον μεταβατικό τύπο στη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, όπου το κύριο σώμα του κτίσματος εκτείνεται σε διώροφη διάταξη πάνω στην οικοδομική γραμμή και τη σύγκλιση παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και κλασικισμού από τα μέσα
του 19ου αιώνα. Στα πιο πρόσφατα «αποκτήματα» της «Αυλής» η οικία Δραγούμη στην οδό Κλάδου 8. Οικοδομήθηκε το 1835, για λογαριασμό του Νικολάου Μ. Δραγούμη (1809-1879), εμβληματικής μορφής της περιόδου. Η Ιστορία είναι παρούσα σε κάθε σημείο, αφού εδώ εντοπίζονται κατάλοιπα του υστερορωμαϊκού τείχους που έχουν εντοιχιστεί σε νεότερα κτίσματα σε διάφορα σημεία του οικοδομικού τετραγώνου, ενώ αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη βρίσκονται εντοιχισμένα σε τοιχοποιίες κτισμάτων, εδώ συγκέντρωσε ο ΄Ελγιν τα λεηλατημένα Γλυπτά του Παρθενώνα προκειμένου να τα φυγαδεύσει στη Βρετανία, εδώ έψελνε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Το Αρχοντικό Χωματιανού-Λογοθέτη Πυρήνας της «Αυλής» ήταν η οικία Χωματιανού-Λογοθέτη (1601-1700) μιας από τις σημαντικότερες αθηναϊκές οικογένειες την περίοδο της Τουρκοκρατίας με ρίζες στο Βυζάντιο. Βρίσκεται στην οδό Άρεως, στον αριθμό 14β, δυτικά του προς μελέτη κτίσματος. Σήμερα σώζονται μόνο η λιτή και μνημειώδης πύλη που οδηγούσε στην κεντρική λιθόστρωτη
αυλή (σώζεται σχεδόν αυτούσια), τοξωτή εσοχή με βρύση δίπλα της, η εξωτερική λίθινη κλίμακα, ένα καμαροσκεπές κατώι προσαρμοσμένο σε νεότερη οικία και το πηγάδι της κεντρικής αυλής.
Ο Ναός του Αγίου Ελισσαίου Στην αυλή του αρχοντικού της οικογένειας, βρίσκεται και το εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου από το όποιο διασώζονται η είσοδος και η σκάλα. Πρόκειται για μια απλή μονόκλιτη βασιλική, κτισμένη επί Τουρκοκρατίας, και ήταν κτητορική (ιδιωτική), αλλά όμως ανοιχτή στο κοινό. Αργότερα πέρασε στην οικογένεια Ματουκά. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ναός συνδέθηκε επίσης με σημαντικούς εκπροσώπους των νεοελληνικών γραμμάτων που σύχναζαν εκεί, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν ο συγγραφέας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που υπήρξε ιεροψάλτης του. Λόγω του Παπαδιαμάντη ο Άγιος Ελισαίος εξελίχθηκε σε πνευματικό «στέκι» της εποχής.
Ο μεταγενέστερος ιδιοκτήτης του ναού επιχείρησε (και ως ένα βαθμό πέτυχε) την κατεδάφιση μεγάλου τμήματός του, στο διάστημα 1943-1944, προκειμένου να αξιοποιήσει το οικόπεδο, παρά τις διαμαρτυρίες πολλών αρχιτεκτόνων και αρχαιολόγων. Αργότερα η ιδιοκτησία απαλλοτριώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και παραχωρήθηκε στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Με βάση αφενός τις προϋπάρχουσες περιγραφές, απεικονίσεις και αποτυπώσεις και αφετέρου τα δεδομένα που προέκυψαν από τις ανασκαφές που διεξήχθησαν εκεί το 2002 από την 1η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ο ναός αποκαταστάθηκε το 2004 με ανακατασκευή ορισμένων τμημάτων του που είχαν καταστραφεί κατά την περίοδο 1941-1944. Ο ναός αποτελεί τμήμα της παρούσας μελέτης.
Το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης στην “Αυλή των θαυμάτων” Στο οικοδομικό τετράγωνο Άρεως-Βρυσακίου-Κλάδου και Αδριανού δημιουργείται το Μουσείο του Νεώτερου Ελληνικού Πολιτισμού όπου περικλείονται ιδιοκτησίες, συνολικού εμβαδού δομημένου χώρου περίπου 3.700 τ.μ. και ελεύθερων χώρων 1.600 τ.μ. Ο λόγος για τα 17 κτίσματα της λεγόμενης «Αυλής των Θαυμάτων». Στο δυναμικό του νέου Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης εντάσσονται τρία επιπλέον κτίρια δίπλα ακριβώς στο τετράγωνο της «Αυλής», στο νούμερο 7 της οδού Αρεως, καθώς και στην οδό Κλάδου, στο 5 και στο 9. Υλοποιείται λοιπόν το έργο της στερέωσης και αποκατάστασης όλων των ιστορικών κτιρίων, προκειμένου να μεταστεγάσουν το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Το όραμα για το νέο Μουσείο και ο ρόλος που αναμένεται να διαδραματίσει στο πολιτιστικό τοπίο και τον κοινωνικό βίο της χώρας είναι σημαντικός. Στις νέες μόνιμες εκθέσεις το ενδιαφέρον θα στραφεί στον άνθρωπο και στην εμπειρία που θα αποκομίσει κατά την επίσκεψή του. Δημιουργείται ένα σύγχρονο Μουσείο όπου κυριαρχούν οι αρχές της βιωματικής προσέγγισης, της «ψυχαγωγικής εκπαίδευσης» και της ανανεωσιμότητας, ενώ ο νεώτερος ελληνικός πολιτισμός προβάλλεται σφαιρικά μέσα από την ερμηνευτική προσέγγιση της υλικής αλλά και της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Πρόκειται για ένα μουσείο-φορέα κοινωνικής αλλαγής και ανάπτυξης, που δεσμεύεται στην προσέγγιση ευρύτερου κοινού και που διεκδικεί με τόλμη τη θέση του στη «βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου», ενός μουσείου διεπιστημονικού, ενσυνείδητα πολιτικού και ενδεχομένως αναστοχαστικού χαρακτήρα. Περισσότερο από τη σύσταση ενός ιστορικού μουσείου με πλούσιες συλλογές πρόκειται για την ανασύσταση τμήματος της αθηναϊκής πολεοδομικής, αρχιτεκτονικής και οικονομικής ιστορίας του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Η ανάπλαση της «Αυλής των θαυμάτων» θα δίνει την αίσθηση ζωντανής γειτονιάς. Ο χώρος της πλατείας επί της οδού Βρυσακίου θα διαμορφωθεί έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα οργάνωσης υπαίθριων εκδηλώσεων, αλλά και εκπαιδευτικών προγραμμάτων με διαχρονικό χαρακτήρα, λόγω της άμεσης γειτνίασης με τη Στοά του Αττάλου και την Αρχαία Αγορά. Στη μελέτη δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη διατήρηση του κελύφους και του περιγράμματος των κτισμάτων και με την αποκατάσταση του συγκροτήματος προβάλλεται η ιδιαιτερότητα της ρυμοτομίας του τετραγώνου που συνδέεται με την έννοια της «γειτονιάς» της παλιάς Αθήνας.
Νεοκλασικισμός Με τον όρο νεοκλασικισμό, χαρακτηρίζεται μια μεγάλη πολιτιστική κίνηση, που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη, στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου. Η αρχιτεκτονική, η κυριότερη τέχνη της νεοκλασικής περιόδου, αντιτάσσει στην πλαστικότητα του μπαρόκ, την απλότητα των όγκων και της διακόσμησης, τη σκοπιμότητα των κατασκευών, τον σεβασμό της φύσης των χρησιμοποιούμενων υλικών, αρχές που αποτελούν προϋποθέσεις και βασικούς όρους της έννοιας του «ωραίου». Αυτές, μαζί με τις καθαρές μορφές, τους αναγκαίους όγκους, τις αρμονικές αναλογίες, μπορούν, όπως οι επτά νότες της μουσικής, να δημιουργήσουν άπειρες παραλλαγές. Οι αρχιτέκτονες αναζητούν το ιδανικό κάλλος, «ωραίο συνειρμό ωραίων τμημάτων», μέσα από την κατασκευαστική αξία των όγκων και το ρυθμό των επιφανειών. Οι κανόνες τους, εφαρμοζόμενοι στους ελληνικούς και ρωμαϊκούς ρυθμούς, έπρεπε να αποτελούν, όχι τις διακοσμήσεις, αλλά τα ουσιαστικά τμήματα και τους σκελετούς των κατασκευών, με αντικειμενικό σκοπό τη συνοχή και την αρμονία των κτιρίων και την ισορροπημένη σχέση τους με το περιβάλλον. Έτσι, οι πέντε ρυθμοί ξαναζούν σε όλη την Ευρώπη, από τη Μαδρίτη ως τη Μόσχα, καθώς και στη Βόρειο και Νότιο Αμερική, μια τελευταία διεθνή αναλαμπή, γιατί το νεοκλασικό πνεύμα είναι ήδη ένας ιστορικός, προκαθορισμένος και πρόσκαιρος εκλεκτικισμός.
Υπάρχουν άλλοι τρεις ουσιαστικοί παράγοντες, αν και όχι καταφανείς, καθοριστικοί όμως για την εξέλιξη όλης της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Ο πρώτος είναι η ριζική επανάσταση στη διάταξη των εσωτερικών χώρων, την οποία ο νεοκλασικισμός πραγματοποιεί για να επιλύσει τα προβλήματα και τις ανάγκες των νέων κτιρίων και εφαρμόζει σε νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, μουσεία, ακαδημίες, σχολεία, κοινοβούλια, γραφεία, στάδια, θέατρα, πολυκατοικίες, μικρές επαύλεις, κτίρια εταιρειών, αγορές, καταστήματα, τράπεζες και άλλα. Η μελέτη των λύσεων που δόθηκαν τότε, στα ποικίλα προβλήματα θα αποκάλυπτε την ιδιοφυία και την τόλμη πολλών νεοκλασικών αρχιτεκτόνων. Ο δεύτερος παράγων είναι η ανανέωση της τεχνικής των παλαιών υλικών και η χρησιμοποίηση νέων υλικών, για την δημιουργία αρχιτεκτονικών μορφών, ανταποκρινόμενων στα καινούρια προβλήματα κατασκευής. Η τρίτη σημαντική συμβολή του νεοκλασικισμού σχετίζεται, με την πολεοδομία. Λαμπρά, νεοκλασικά δείγματα διαρρύθμισης πόλεων, είναι ορισμένα σημεία του Παρισιού και της Ρώμης, καθώς και η δημιουργία των πόλεων Μπαθ, Πετρούπολης, Μόσχας και Ουάσινγκτον.
Νεοκλασική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα Η απελευθέρωση της Ελλάδας στο τέλος της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα όχι μόνο υπήρξε ριζική τομή στο ιστορικό πεπρωμένο της χώρας, αλλά και έστρεψε την κοινωνική και πολιτιστική πορεία της στον αμετάκλητο στόχο του αστικού προοδευτισμού. Ο σχεδιασμός της αρχιτεκτονικής των αστικών κτιρίων του 19ου αιώνα είχε αφετηρία -όπως ήταν φυσικό- τον ευρωπαϊκό κλασικισμό, καλλιεργήθηκε όμως και αναπτύχθηκε στη σκιά των απαράμιλλων προτύπων: των κλασικών μνημείων της Ακρόπολης. Καθώς η Ελλάδα προσπαθούσε να προσανατολιστεί και να συμβαδίσει, με τα κράτη της Ευρώπης, ο νεοκλασικισμός ήρθε στην κατάλληλη στιγμή να διακηρύξει και να υλοποιήσει την αναγέννηση του αρχαίου ελληνικού ιδεώδους. Η σχέση της αρχαίας με την καινούρια Ελλάδα, γινόταν προφανής και αυταπόδεικτη. Από την άλλη πλευρά, η ευκαιρία που δινόταν στους καλλιτέχνες και κυρίως στους αρχιτέκτονες, ήταν αληθινά μοναδική. Μπορούσαν να μελετούν επί τόπου τα αρχαία μνημεία και να μεταφέρουν τα συμπεράσματά τους στα δικά τους έργα, μπορούσαν να αντιπαραβάλλουν άμεσα τα δικά τους προς τα έργα της αρχαιότητας και μπορούσαν αυτό να το κάνουν σε ένα τόπο, όπου για τους περισσότερους Ευρωπαίους η αρχαιότητα ήταν ζωντανή, ή μπορούσε να ξαναζωντανέψει. Βασικός συντελεστής στην ανάπτυξη του νεοκλασικού κινήματος στην Ελλάδα υπήρξε, ο ερχομός διάσημων ξένων αρχιτεκτόνων και η σπουδή Ελλήνων αρχιτεκτόνων στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα ήρθαν οι Ziller, Sinkel, Klenze, Weiler και Gärtner, όλοι Γερμανικής προελεύσεως και οι Δανοί αδερφοί Theophilos και Christian Hansen. Από τους Έλληνες, ο ρομαντικός Σταμάτης Κλεάνθης και ο κλασικιστής Λύσανδρος Καυταντζόγλου, καθώς και οι Κάλκος, Ζέζος, Λαζαρίμος και τέλος ο Γάλλος Boulanger. Νέες πόλεις ιδρύθηκαν και οι παλαιότερες απέκτησαν νέο πρόσωπο. Έτσι, στην Αθήνα, την αναγεννημένη ελληνική πρωτεύουσα, διαπλάστηκε μια πρωτοφανής σε ποιοτική στάθμη και διάρκεια εφαρμογής νεοκλασική αρχιτεκτονική. Οι μορφές αυτές, είτε νεοκλασικές είτε του όψιμου ιστορισμού, άνθισαν σε όλες σχεδόν τις πόλεις, σε μια πάνδημη αρχιτεκτονική, η παρουσία της οποίας σφράγισε το αστικό τοπίο της χώρας έως τις αρχές του 20ου αιώνα. Σε πολλές επαρχιακές πόλεις έγιναν νέα σχέδια με επιβλητικές πλατείες, μεγάλους άξονες και μνημειακές προοπτικές. Η Ερμούπολη, η Πάτρα, η Τρίπολη και η Ερέτρια, αποτελούν αξιόλογα παραδείγματα πόλεων σχεδιασμένων από τους αρχιτέκτονες του νεοκλασικισμού. Σημαντικότερη και περίοπτη θέση, κατέχουν τα μεγάλα νεοκλασικά κτίρια των Αθηνών και των άλλων ελληνικών πόλεων και οι μνημειώδεις ναοί της εποχής, καθώς οι αρχιτέκτονες του νεοκλασικισμού δεν δίστασαν να προσαρμόσουν και τη θρησκευτική αρχιτεκτονική στο ευρύτερο πνεύμα της εποχής και να δημιουργήσουν νέες μορφές ναών. Οι νεοκλασικές εκκλησίες είναι έργα πρωτότυπα με νέα αντίληψη του εσωτερικού χώρου του ναού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Μητρόπολη Αθηνών. Σημαίνουσα προσωπικότητα της περιόδου του νεοκλασικισμού, ήταν ο Ernst Ziller. Είναι ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους του κινήματος, με κάποιες ρομαντικές διαθέσεις, αλλά και αυτός που έχτισε τα
περισσότερα κτίρια και έζησε τα περισσότερα χρόνια στην Ελλάδα. Από τα έργα του αναφέρονται τα ανάκτορα της οδού Ηρώδου Αττικού, το δημαρχείο Ερμουπόλεως, η Σχολή Ευελπίδων, το Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα (κατεδαφίστηκε το 1963), το Βασιλικό Θέατρο, το Ιλίου Μέλαθρον. Μια ιδιαίτερα σημαντική κατηγορία έργων της εποχής αυτής είναι τα θέατρα, στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις και τα περισσότερα είναι έργα του Ziller, όπως, το Δημοτικό θέατρο των Αθηνών (κατεδαφίστηκε το 1938), τα Δημοτικά της Πάτρας, της Ζακύνθου (καταστράφηκε το 1953), της Σύρου καθώς και το Δημοτικό θέατρο του Πειραιά, έργο του Λαζαρίμου.
Πέρα όμως από την επίσημη και μνημειακή τέχνη, το κίνημα του νεοκλασικισμού έγινε ευρέως αποδεκτό επηρεάζοντας βαθιά και τη λαϊκή αρχιτεκτονική της εποχής. Τα αστικά και τα λαϊκά σπίτια της Αθήνας και των άλλων μεγάλων ελληνικών πόλεων, όπως Πειραιάς, Ερμούπολη, Πάτρα, Ναύπλιο, Ζάκυνθος, Χαλκίδα, Σπέτσες, Μυτιλήνη, Λαύριο, ακολουθούν το γενικό πνεύμα. Οι Έλληνες αρχιτέκτονες μαζί με τους κεραμουργούς μαστόρους προχωρούν δυναμικά, παντρεύουν τα απαραίτητα στοιχεία του νεοκλασικισμού με τις δοκιμασμένες εφαρμογές της παραδοσιακής κατασκευής και εν τέλει διαμορφώνουν το λαϊκό νεοκλασικό σπίτι, απαλλαγμένο απ’ τη βαρύτητα του ευρωπαϊκού μπαρόκ. Σε αυτά τα σπίτια μπορεί κανείς να βρει μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά στοιχεία της εποχής, στοιχεία που έχουν χάσει την ακαδημαϊκή τους αυστηρότητα και έχουν μεταπλαστεί, σύμφωνα με το πηγαίο καλλιτεχνικό αίσθημα του τεχνίτη. Πολλές φορές η κλίμακα υποφέρει και τα ρυθμολογικά στοιχεία είναι ελλιπή ή ανακόλουθα. Τα επίκρανα των παραστάδων γίνονται πήλινα αντί μαρμάρινα, για να κοστίζουν λιγότερο, όπως πήλινα είναι τα ανθεμωτά ακροκέραμα, τα κολωνάκια των στηθαίων και τα αγάλματα, στοιχεία που χαρακτήρισαν μια ολόκληρη εποχή. Τα κύματα δεν λαξεύονται σε πέτρα ή μάρμαρο, αλλά γίνονται τραβηχτά στον σοβά και αλλάζουν μορφή. Το ακροκέραμο είναι σήμα κατατεθέν της νεοκλασικής ελληνικής αρχιτεκτονικής. Η γραφική κεραμιδωτή στέγη με τα παραταγμένα ακροκέραμα, στεφάνωμα από τερακότα και τα άλλα διακοσμητικά κεραμικά, συνθέτουν τη γνώριμη όψη των νεοκλασικών σπιτιών. Τα βλέπουμε να στολίζουν τις στέγες κάθε μικρού σπιτιού στην Αθήνα και στα άλλα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Τα νεοκλασικά και νεοκλασικίζοντα κτίρια γεφυρώνουν την προεπαναστατική εποχή με την αναγέννηση του ελληνικού κράτους. Η αρχιτεκτονική τους διδάσκει την αρμονία μεταξύ όψης και κάτοψης εμπλουτισμένες με ποικιλόμορφες διακοσμήσεις. Τα λαϊκά νεοκλασικά έργα που υπάρχουν σκορπισμένα σε κάθε ελληνική γωνιά, έχουν μια ομορφιά και μια ποιότητα καλλιτεχνική, που όχι μόνο δείχνει ένα ενιαίο πνεύμα, αλλά και μια σπάνια ευαισθησία στη χρησιμοποίηση αυτών των αυστηρών και μακρινών μορφών, που ξαφνικά έγιναν και πάλι οικείες και δια μέσου των οποίων δημιουργήθηκε μια νεοελληνική καλλιτεχνική αναγέννηση. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονιστεί, πως η Ελλάδα και οι πολίτες της, ξόδεψαν τεράστια για την εποχή ποσά, για να στολίσουν την πρωτεύουσα και τις άλλες πόλεις με καλλιμάρμαρα κτίρια, γεμάτα γλυπτά και ζωγραφικά έργα, αλλά και αμέτρητα μικρά σπίτια, αντάξια της τέχνης και κουλτούρας των προγόνων τους.
Νεοκλασική αρχιτεκτονική στην Αθήνα Η Αθήνα στο κατώφλι του 20ου αιώνα έχει αποκτήσει εικόνα ευρωπαϊκής πρωτεύουσας. Ο νεοκλασικισμός επικράτησε πέρα από τα δημόσια κτήρια, στα αστικά και λαϊκά σπίτια, προσδίδοντας χαρακτήρα στην πόλη. Το πρώτο και σημαντικό νεοκλασικό έργο ήταν το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο των Αθηνών, των Κλεάνθη και Schaubert. Παρά όλες τις τροποποιήσεις από τον Κλεάνθη και τη μη ολοκληρωτική εφαρμογή του, το σχέδιο αυτό εξακολουθεί να υπάρχει στον κεντρικό πυρήνα της πρωτεύουσας. Σήμερα σώζονται αρκετά δημόσια κτίρια και εκκλησίες, έχουν όμως κατεδαφιστεί πλήθος μικρότερων κτιρίων και ιδιωτικών σπιτιών στην ανεξέλεγκτη μεταπολεμική ανοικοδόμηση. Εκτός από τα κτίρια που κατασκευάστηκαν, οι αρχιτέκτονες της εποχής σχεδίασαν και πολλά τα οποία έμειναν ανεκτέλεστα. Ο Klenze, πρότεινε ένα σχέδιό του για τα Ανάκτορα στον Κεραμεικό, ενώ ο Θεόφιλος Hansen σχεδίασε ανάκτορα για τον Γεώργιο Α’ στον Πειραιά, δίπλα στη θάλασσα. Η πιο περίεργη πρόταση ήταν του Sinkel, να κτιστούν τα ανάκτορα του Όθωνα στην Ακρόπολη.
Κτίρια ορόσημα: Τα παλαιά ανάκτορα Τα Παλαιά Ανάκτορα είναι ένα από τα πρώτα Νεοκλασικά κτίρια της πόλης έργο του αρχιτέκτονα Gärtner από την Βαυαρία, κτισμένο μεταξύ των ετών 1836-1843. Είναι ένα κτίριο διακοσμημένο με δωρικούς κίονες και συγχρόνως πολύ επιβλητικό με μεγάλη προσοχή στη συμμετρία. Την όψη του εκπροσωπούν τα εξής στοιχεία: 1)Η ελαφρά προεξέχουσα βάση του. Χάρη σε αυτήν σχηματίζεται και το ισόγειο. 2)Τα δύο αετώματα στη δυτική και την ανατολική όψη. 3)Το κτίριο περιβάλλουν
τρεις ζώνες που ενώνουν τα παράθυρα κάθε ορόφου δίνοντας ενιαία αισθητική εικόνα. 4)Το μεγάλο γείσο με τα διακοσμητικά ακρωτήρια που βρίσκονται στην επίστεψη του κτιρίου. 5)Τα πλαίσια των ανοιγμάτων που βρίσκονται στον πρώτο και τον δεύτερο όροφο και καταλήγουν με γείσα. 6)Δύο ιωνικά πρόπυλα και η στοά με τους δωρικούς κίονες. 7)Τα πρόπυλα που βρίσκονται στην δυτική και ανατολική όψη.
Ιλίου Μέλαθρον Αυτό το κτίριο είναι έργο του Ziller όπου κατοίκησε ο Heinrich Schliemann. Η δίδυμη σκάλα στη βορινή του όψη αποτελεί ένα σημαντικό χαρακτηριστικό στην αρχιτεκτονική του κτιρίου, ενώ κιονοστοιχίες με κίονες ιωνικού ρυθμού κοσμούν την πρόσοψη και τους 2 ορόφους του κτιρίου. Εσωτερικά υπάρχουν εντυπωσιακές τοιχογραφίες με θέματα επηρεασμένα από την τεχνοτροπία των τοιχογραφιών της Πομπηίας, από τα ευρήματα της Τροίας αλλά και διάφορα τοπία. Συνδυάζει εντυπωσιακά στοιχεία της ιταλικής αναγέννησης με στοιχεία του αθηναϊκού νεοκλασικισμού. Όταν χτίστηκε το μέγαρο ήταν το πλουσιότερο ιδιωτικό κτήριο της τότε Αθήνας και διέθετε το πιο εξελιγμένο σύστημα θέρμανσης και εξαερισμού. Στο σπίτι αυτό έζησε ο Schliemann με την Ελληνίδα σύζυγό του Σοφία και τα παιδιά τους. Η Σοφία Schliemann πούλησε το 1927 το μέγαρο στο ελληνικό κράτος και εδώ στεγάστηκαν διαδοχικά το Συμβούλιο Επικρατείας (1929-1934) και ο Άρειος Πάγος (1934-1982). Τα αγάλματα της πρόσοψης αφαιρέθηκαν το 1935 όταν ένα από αυτά κατέρρευσε. Το 1984 το μέγαρο πέρασε στο Υπουργείο Πολιτισμού το οποίο το ανακαίνισε το 1985 για να στεγάσει το Νομισματικό Μουσείο.
Η Αθηναϊκή Τριλογία: Εθνική Βιβλιοθήκη - Πανεπιστήμιο - Ακαδημία Από τα σωζόμενα κτίρια, που έχουν σήμερα το χαρακτήρα του μνημείου, είναι το Πανεπιστήμιο, η Βιβλιοθήκη και η Ακαδημία των Αθηνών. Τα κτίρια αυτά, αποτελούν ένα επιβλητικό σύνολο, αλλά διακρίνονται επίσης, το κάθε ένα, για την αρτιότητα των αναλογιών, τη σωστή τους κλίμακα, το ευγενικό ύφος και τον γλυπτικό τους διάκοσμο, κυρίως η Ακαδημία. -Το κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης είναι το 1ο κτίριο της Νεοκλασικής Τριλογίας σε σχέδια του Θεόφιλου Hansen. Χρωστάει την ύπαρξή της σε δωρεές ομογενών (των αδερφών Βαλλιάνου, επιχειρηματιών, γι’ αυτό λέγεται και Βαλλιάνειος). Κτίστηκε με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη μεταξύ 1888-1902. Η Εθνική Βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε στο κτίριο το 1903. Αποτελείται από 3 επιμέρους οικοδομήματα, όπου το μεσαίο είναι το αναγνωστήριο με περιμετρικούς κίονες δωρικού ρυθμού και γυάλινη οροφή. Η διπλή σκάλα αναγεννησιακού ρυθμού που οδηγεί στο πρόπυλο είναι το εντυπωσιακότερο αρχιτεκτονικό στοιχείο του.
-Το Πανεπιστήμιο είναι το 2ο κτίριο της περίφημης Νεοκλασικής Τριλογίας. Θεμελιώθηκε το 1839 σε σχέδια του Χριστιανού Hansen αλλά για την ολοκλήρωση του κτιρίου εργάστηκαν και άλλοι αρχιτέκτονες και μηχανικοί, όπως ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου και ο Αναστάσιος Θεοφιλάς. Αποτελείται από ένα σύνολο κτιρίων που ενώνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα διπλό Τ και 2 αυλές. Το ιωνικό πρόπυλο που βρίσκεται στην πρόσοψη του, του δίνει μία αυστηρή συμμετρία. Επίσης οι τοιχογραφίες της πρόσοψης είναι αξιοπρόσεκτες με κλασικά θέματα. Μεγάλη προσοχή προκαλούν και το σιντριβάνι αλλά και η κυκλική σκάλα. Αγάλματα αλλά και τοιχογραφίες κοσμούν το εσωτερικό του.
-Η Ακαδημία Αθηνών είναι το 3ο κτίριο της Νεοκλασικής Τριλογίας. Κτίστηκε μεταξύ 1859-1885 σε οικόπεδο που δώρισε η μονή Πετράκη και ο δήμος Αθηναίων, επίσης σε σχέδια του αρχιτέκτονα Θεόφιλου Hansen αλλά στην επίβλεψη του έργου συνεργάστηκε ο Ερνέστος Τσίλερ, που μόλις είχε έρθει στην πόλη. Η ανέγερσή του έγινε χάρη σε δωρεά του ομογενούς επιχειρηματία βαρώνου Σίμωνας Σίνα και στη συνέχεια της συζύγου του, Ιφιγένειας γι’ αυτό λέγεται και Σιναία Ακαδημία. Αποτελείται από αυτοτελή τμήματα που σχηματίζουν ένα σύνολο όγκων. Το κεντρικό κτίριο συνδέεται με τις 2 πλαϊνές πτέρυγες μέσω ενός διαδρόμου. Τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία στο κυρίως κτίριο είναι το μεγάλο αέτωμα και το πρόπυλό του, το οποίο έχει στοιχεία που προέρχονται από την ανατολική πλευρά του Ερεχθείου, στην Ακρόπολη. Έχει πλούσιο γλυπτό διάκοσμο που έγινε μεταξύ 1870-80 από τον Λεωνίδα Δρόση. Ο ίδιος έφτιαξε τα αγάλματα του Απόλλωνα Κιθαρωδού και της Αθηνάς Προμάχου που τοποθετήθηκαν σε δυο κίονες ιωνικού ρυθμού δεξιά και αριστερά από το πρόστυλο στην είσοδο της Ακαδημίας. Όπως και η Βιβλιοθήκη είναι φτιαγμένη με μάρμαρο Πεντέλης που στηρίζεται σε πειραϊκή πέτρα. Ο Δρόσης εκτέλεσε και τα προπλάσματα των αγαλμάτων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη πάνω από την εξωτερική σκάλα, τα οποία σμίλεψε ο Ιταλός Piccarelli. Καθώς ο θεσμός της Ακαδημίας καθυστέρησε να ενεργοποιηθεί το κτίριο στέγασε χώρους του Νομισματικού μουσείου και των γενικών αρχείων του κράτους. Το 1926 ιδρύθηκε η Ακαδημία των Επιστημών, των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών.
Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο Το κτιριακό συγκρότημα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, όπως υφίσταται σήμερα, οικοδομήθηκε σε τρεις διαδοχικές φάσεις. Μεταξύ των ετών 1862-1876, ανεγέρθηκαν τα δύο κτίρια προς την οδό Πατησίων (της Σχολής Καλών Τεχνών και της Πρυτανείας) και το κεντρικό (της Αρχιτεκτονικής Σχολής), με κληροδοτήματα των ομογενών Νικολάου Στουρνάρη, Μιχαήλ και Ελένης Τοσίτσα, και συμπληρωματικά του Γεωργίου Αβέρωφ. Και τα τρία βασίστηκαν σε σχέδια του αρχιτέκτονα Λύσανδρου Καυταντζόγλου (1811-1885), του οποίου υπήρξαν «το κατ’ εξοχήν» (Δ. Φιλιππίδης), το «κορυφαίο έργο» (Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ), και σε κάθε περίπτωση ένα από τα σημαντικότερα νεοελληνικά αρχιτεκτονικά δημιουργήματα του 19ου αιώνα. Στα δύο πρώτα, ο δωρικός ρυθμός συνδυάζεται, όπως παρατηρεί η Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, «με μια ελαφράδα και χάρη σπάνια», ενώ το τρίτο, το μνημειακό «Αβερώφειο» με το υπερυψωμένο ιωνικό πρόπυλο εμπρός και το αναγεννησιακό ημικύλινδρο («ροτόντα») πίσω, χαρακτηρίστηκε ως μια σύνθεση όπου «η αρχαία Ελληνική τέχνη, η Ρωμαϊκή και εκείνη της Αναγεννήσεως έδωκαν τα χέρια» (Μ. Καλλιγάς). Κατά τον 20ό αιώνα, καθώς αυξάνονταν ολοένα οι ανάγκες του Ιδρύματος, οικοδομήθηκε αρχικά το κτίριο Γκίνη (μεταξύ των ετών 1930-1935, προς τιμή του πρύτανη Άγγελου Γκίνη) στην οδό Στουρνάρη, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Κώστα Κιτσίκη (1892-1969), εκπρόσωπου ενός ιδιόρρυθμου δυναμικού νεοακαδημαϊσμού, που προωθεί μια σύνδεση παλαιοτέρων και νεοτέρων μορφών, με παλινδρομήσεις ανάμεσα στο μοντέρνο και το κλασικό. Προς τις οδούς Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας, προστέθηκαν, τέλος, μεταπολεμικά (μεταξύ των ετών 1950-1957), οι πτέρυγες Χημικών Μηχανικών και Μηχανολόγων, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Κριεζή (1880-1967), απόφοιτου της σχολής του Μονάχου, πρώιμου εκφραστή μιας τάσης που επιδιώκει τη λειτουργικότητα και την αξιοποίηση των μοντέρνων δομικών υλικών, σε συνδυασμό με την αναζήτηση μιας «ελληνικότητας». Το συγκρότημα του Πολυτεχνείου συνδέθηκε άρρηκτα με τη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας, από τη στιγμή που απετέλεσε το σκηνικό της εξέγερσης κατά του δικτατορικού καθεστώτος, τον Νοέμβριο του 1973.
Δημαρχείο Αθηνών Η ανέγερση δημοτικού μεγάρου στην πρωτεύουσα αποφασίστηκε το 1871. Η μελέτη και τα σχέδια εκπονήθηκαν το 1872 από τον αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκο (1810-1878) και η οικοδομή είχε ολοκληρωθεί το 1874. Επρόκειτο για ένα διώροφο (αρχικά) κεραμοσκεπές κτίριο, με συμμετρική μορφολογική οργάνωση και δωρικό πρόπυλο, αυστηρού νεοκλασικού ρυθμού, έντονα επηρεασμένο από την αρχιτεκτονική των Ανακτόρων της πλατείας Συντάγματος (σημερινής Βουλής) και σε συνάφεια με το γειτονικό Βαρβάκειο (επίσης έργο του Κάλκου, που δεν υπάρχει πλέον). Οι πρώτες μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν ήδη το 1901 (επί δημαρχίας Σπ. Μερκούρη), ενώ το 1935-1937 (επί δημαρχίας Κ. Κοτζιά και Α. Πλυτά), προστέθηκε ο
τρίτος όροφος, αφαιρέθηκαν μια σειρά από διακοσμητικά στοιχεία των όψεων και επενδύθηκε η βάση του κτιρίου με μαρμάρινες πλάκες. Το κτίριο κηρύχθηκε διατηρητέο από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1989 και το 1994-1995 πραγματοποιήθηκε η αποκατάστασή του, συμπεριλαμβανομένης της επαναφοράς ορισμένων μορφοπλαστικών στοιχείων του 19ου αιώνα (γείσων, πλαισίων, κορνιζών και παραστάδων) στον πρώτο όροφο και της διατήρησης του δευτέρου, που κρίθηκε ότι εκφράζει μια φάση της ιστορίας του Δημαρχείου Αθηνών (βάσει μελέτης του αρχιτέκτονα Μ. Δανιήλ).
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι το μεγαλύτερο αρχαιολογικό μουσείο της ελληνικής επικράτειας και ένα από τα σημαντικότερα της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα με σκοπό να διαφυλάξει τις αρχαιότητες από όλη την Ελλάδα, προβάλλοντας την ιστορική, πνευματική και καλλιτεχνική τους αξία παγκοσμίως. Το κτίριο του Μουσείου, διατηρητέο μνημείο το ίδιο, θεμελιώθηκε το 1866 σε οικόπεδο που δώρισε η Ελένη Τοσίτσα. Η κατασκευή του βασίστηκε σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Ludwig Lange και Παναγή Κάλκου. Την τελική διαμόρφωση της πρόσοψης του κτιρίου επιμελήθηκε ο Ernest Ziller, ο οποίος είχε και την επίβλεψη έως το 1889, οπότε περατώθηκε η δυτική πτέρυγα. Η ολοκλήρωση του Μουσείου, ως έχει σήμερα, έγινε σταδιακά μέσα στον 20ό αιώνα με προσθήκες στην ανατολική πλευρά.
Επιρροές από μελέτες επανάχρησης και εκθεσιακούς χώρους Slab apartment – Plaka, Athens - Κ studio, Photos by Vangelis Paterakis Tο ακίνητο βρίσκεται στο κέντρο της Πλάκας, μιας από τις πιο γραφικές γειτονιές της ελληνικής πρωτεύουσας, στους πρόποδες του βραχώδους λόφου της Ακρόπολης. Από τα παράθυρα του καθιστικού μπορεί κανείς να παρατηρήσει ανθρώπους να πηγαίνουν για τις καθημερινές τους αγορές και να γεμίζουν τα τοπικά στέκια. Το κτίριο, στο οποίο βρίσκεται το διαμέρισμα, χρονολογείται από το 1800, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της αρχιτεκτονικής της περιοχής. Το ‘Slab’ αποτελεί θύλακα της σύγχρονης απλότητας μέσα στην νεοκλασική ατμόσφαιρα της Πλάκας. Το διαμέρισμα ανακαινίστηκε πλήρως και ο σχεδιασμός προσαρμόστηκε στον περιορισμένο χώρο, υπαγορεύοντας μια ευέλικτη διάταξη. Στη διασταύρωση του χώρου της εισόδου, του καθιστικού και της κουζίνας, ένα ξύλινο κουτί έχει τοποθετηθεί ώστε να παρέχει τον απαραίτητο αποθηκευτικό χώρο καθώς μπαίνει κανείς στο διαμέρισμα και επίσης σύρεται για να διαχωρίσει την κουζίνα από τους άλλους δύο χώρους. Το διαμέρισμα βρίσκεται στην συμβολή δύο δρόμων. Η καμπύλη του κτιρίου αντανακλάται στο εσωτερικό δίνοντας μια μοναδική οπτική στον χώρο του καθιστικού. Τα ξύλινα πατώματα, οι υπόλευκοι τοίχοι και τα πέτρινα στοιχεία από Basaltina, δημιουργούν μια κομψή ατμόσφαιρα. Το ψηλά ταβάνια και τα μεγάλα παράθυρα δίνουν έναν αδιαμφισβήτητα νεοκλασικό χαρακτήρα στους χώρους. Ο συνδυασμός των νεοκλασικών αναλογιών και των σύγχρονων στοιχείων δημιουργούν μια συναρπαστική και προσωπική, συγχρόνως όμως χαλαρή και κομψή ατμόσφαιρα. (Φωτογράφος: Βαγγέλης Πατεράκης)
Mountain Stone House - Sondrio, Italy - Vudafieri Saverino Partners, Photos by Paolo Valentini Το έργο αφορά στην αποκατάσταση και επανάχρηση δύο παραδοσιακών κτισμάτων που βρίσκονται σε ένα μικρό ορεινό χωριό στη βόρεια Ιταλία. Το έργο είναι μια άσκηση «σωστής πρακτικής» σε ότι αφορά στην παρέμβαση σε ένα έντονα ιστορικό και παραδοσιακό πλαίσιο. Το σπίτι βρίσκεται στην είσοδο του Val Bregaglia, στον αγροτικό οικισμό Crana των μέσων του 16ου αιώνα. Στα τέλη του 1700 το χωριό είχε πάνω από εκατό κατοίκους, αλλά στις μέρες μας είναι σε μια κατάσταση ημι-εγκατάλειψης και τα λίγα ανακαινισμένα κτίρια χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά ως εξοχικές κατοικίες. Στη θέση του σημερινού έργου, υπήρχε μια σχεδόν υπό κατάρρευση αγροτική κατοικία, που περιελάμβανε έναν αχυρώνα και ένα στάβλο, με σημαντικά προβλήματα γεωλογικής σταθερότητας. Η πλευρά της πλαγιάς έχει σκαφτεί και έχει ασφαλιστεί με κατασκευές οπλισμένου σκυροδέματος, ενώ ο αρχικός πέτρινος όγκος έχει αποκατασταθεί με μια φιλολογική προσέγγιση. Στο ισόγειο, έχει τοποθετηθεί ένα υπνοδωμάτιο και ένα μπάνιο και στον επά-
νω όροφο, το καθιστικό και η κουζίνα, καθώς και ένα πατάρι με χώρο για δύο κρεβάτια. Το παρακείμενο κτίριο ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση και αποκαταστάθηκε πιο εύκολα. Το νέο έργο περιλαμβάνει μια εναέρια σύνδεση μεταξύ των δύο όγκων, που συνίσταται από μια γέφυρα από ξύλο και γυαλί. Τα δύο κτίρια γίνονται με τον τρόπο αυτό ένας μοναδικός αρθρωτός και εξεζητημένος χώρος διαβίωσης. Οι εξωτερικές αρχιτεκτονικές επιλογές αντανακλούν τις τοπικές παραδόσεις σε όρους υλικών, τυπολογίας και μορφολογικών πτυχών. Σε αυτό το έργο της «επανάχρησης / ανάκτησης / αποκατάστασης» το πραγματικό ζήτημα ήταν πώς θα μετατραπεί ένας απλός αχυρώνας σε ένα σπίτι με υψηλά πρότυπα ενεργειακής απόδοσης. Τα μόνα ορατά σύγχρονα σημάδια στην πρόσοψη είναι η παρουσία δύο μεγάλων σταθερών παραθύρων, τα οποία κοιτάζουν στο Νότο και στην Ανατολή προς το ορεινό τοπίο. Στο εσωτερικό, τρία είναι τα συσχετιζόμενα στοιχεία: το ξύλο, το φως του ήλιου στο χώρο και η πανοραμική θέα.
«Lou Pourtoun» Cultural Center - Ostana, Po Valley, Italy - Marie-Pierre Forsans, Massimo Crotti, antonio de rossi, Photos by Laura Cantarella Το πολιτιστικό κέντρο Lou Pourtoun είναι το πιο πρόσφατο βήμα μιας στρατηγικής αναβίωσης του χωριού Ostana, στην άνω κοιλάδα του Πάδου, που είναι βασισμένη στην ενίσχυση της αρχιτεκτονικής, του τοπίου και του πολιτισμού Occitan. Το έργο επαναχρησιμοποιεί έναν παραδοσιακό τύπο οικισμού του χωριού, ένα είδος στεγασμένων δρόμων που συνδέουν τους μικρούς όγκους, για να φιλοξενήσει τη νέα λειτουργία και χαρακτηρίζεται από μια ασταθή ισορροπία ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, καθώς συνυπάρχουν αρχιτεκτονικά ιστορικά χαρακτηριστικά, όπως η μάζα της πέτρινης τοιχοποιίας και σύγχρονα, όπως τα ψηλά παράθυρα, τα πλαισιωμένα από corten ανοίγματα και η συγκολλητή ξυλεία. Το κτίριο οργανώνεται σε τρία επίπεδα που συνδέονται μεταξύ
τους και τα οποία μπορούν να έχουν άμεση πρόσβαση από διαφορετικά σημεία της πλαγιάς, όπως στα αρχαία κτίρια των Άλπεων. Το πρώτο επίπεδο διαθέτει μεγάλο χώρο για εκθέσεις, προβολές ταινιών, συνέδρια, κλπ. Το δεύτερο και το τρίτο επίπεδο, διατεταγμένα γύρω από την κεντρική περιοχή, φιλοξενούν τα δωμάτια των διαφόρων ενώσεων και δραστηριοτήτων. Μεγάλα και ψηλά παράθυρα «ανοίγουν» το pourtoun στο κοντινό χωριό και στο τοπίο των βουνών Monviso. Στον εσωτερικό χώρο με τους περιφερειακούς πέτρινους όγκους, δημιουργείται ένα είδος μικρού στεγασμένου χωριού. Το pourtoun ως εκ τούτου, είναι τόσο ένας εσωτερικός χώρος όσο και ένα εξωτερικό μονοπάτι, στο οποίο ευθυγραμμίζονται τα σπίτια του χωριού.
Nordic Pavillion, Venice Biennale 1962, Sverre Fehn, Photos by Åke E:son Lindman Ο Sverre Fehn εργάστηκε πάνω σε 4 έργα σε όλο το εύρος των 30 ετών δουλειάς του. Σε όλα προσπαθεί να πει μια προσωπική ιστορία. Σε κάθε ένα από τα έργα του, δίνει σε κάθε «εσωτερικό μία σαφή χωρική ταυτότητα. Στόχος του είναι να διατηρηθεί η διάκριση μεταξύ του μέσα και του έξω, χωρίς ποτέ να συμβιβάζεται ως προς τον χωρικό ορισμό για μια ευχάριστη θέα.» Το Nordic Pavillion αναδείχθηκε το 1958 μέσα από έναν διαγωνισμό και άνοιξε επίσημα στη Biennale στη Βενετία το 1962. Ο Fehn είχε την επιθυμία να δημιουργηθεί ένα μέρος που να παρέχει έναν «κόσμο χωρίς σκιές», κάτι που θα προστάτευε τα έργα τέχνης από την άμεση ηλιακή ακτινοβολία. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να αποτρέψει την εξασθένιση της έντασης του φωτός, χυτεύοντας ολόκληρο το κτίριο σε ένα μείγμα από λευκό τσιμέντο, λευκή άμμο, και θρυμματισμένο λευκό μάρμαρο. Με αυτό τον τρόπο παράγεται ένας νορβηγικό - χωρίς σκιές - ομοιογενές φως. Η οροφή αποτελείται από δύο διαδοχικές σειρές δοκών από σκυροδέμα, ύψους ενός μέτρου και πάχους έξι εκατοστών, που τοποθετημένες διαδοχικά σε δύο κατευθύνσεις σχηματίζουν ένα σύστημα «Brise soleil» ύψους δύο μέτρων. Ο ρυθμός της δομής είναι ομαλός και επαναλαμβανόμενος. Οι αντίθετες γραμμές της οροφής φαίνεται να εναρμονίζουν τη διαδρομή. Το γεγονός ότι και στις δύο χώρες, φύση και πολιτισμός συνδιαλέγονται, καθόρισε τις επιλογές του αρχιτέκτονα. Για λόγους διατήρησης λοιπόν, η σειρά των δέντρων στο κτίριο δεν επιτράπηκε να κοπεί. Προνοώντας για τα φυτά και τα δέντρα μέσα και έξω από το εκθεσιακό περίπτερο, σχεδίασε ένα ημιδιαφανές πάνελ οροφής που συλλέγει τη βροχή. Οι πλάκες από ίνες γυαλιού διατρέχουν τις δοκούς και ενεργούν ως υδρορροές. Το φυσικό στοιχείο και η δομή φαίνονται να ενεργούν ως ένα. Στον εξωτερικό χώρο, στα αριστερά της εισόδου, ο Fehn έχει επιλέξει να κρατήσει τον μεγάλο πλάτανο, και στο σημείο εκείνο η τεράστια κύρια δοκός διαχωρίζεται σε ένα «Y» και τον πλαισιώνει. Η φυσική τοποθέτηση των δέντρων μοιάζει να καθοδηγεί και να στηρίζει την κατασκευή, σε μια σπουδαία απεικόνιση της φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ανάλυση του κτίσματος
Oικοδομικές φάσεις Το υπό μελέτη κτίσμα χαρακτηρίζεται από τρεις οικοδομικές φάσεις: κατά την πρώτη, στεγάζονταν σε αυτό δύο ανεξάρτητες διώροφες κατοικίες διαχωρισμένες από μια ενδιάμεση λιθοδομή, στην οποία δεν υπήρχε κανένα άνοιγμα. Η μία κατοικία είχε είσοδο από την οδό Κλάδου και η άλλη από την Άρεως μέσω μιας μικρής εσωτερικής αυλής επιστρωμένης με μαρμάρινες πλάκες. Στο εσωτερικό της αυλής βρίσκεται προσαρτημένη στο κτίσμα η μικρή μονόκλιτη βασιλική εκκλησία του Αγ. Ελισσαίου του 17ου αιώνα. Κατά τη δεύτερη οικοδομική φάση, στις αρχές του 20 αιώνα, έγιναν μετατροπές κυρίως στο εξωτερικό κέλυφος. Επισκευάστηκαν και ενοποιήθηκαν μορφολογικά οι όψεις με περιμετρικά διακοσμητικά στοιχεία, όπως οι κορωνίδες μεταξύ των ορόφων και τα ρυθμολογημένα γείσα στη στέψη του κτιρίου. Η τρίτη περίοδος χαρακτηρίζεται από την ενοποίηση των δύο κατοικιών, μέσω ανοιγμάτων στην ενδιάμεση διαχωριστική λιθοδομή.
Σκίτσα Σε ότι αφορά το εξωτερικό κέλυφος του κτίσματος, η όψη επί της οδού Άρεως είναι ασύμμετρη και χωρίζεται σε δύο τμήματα στη θέση όπου η ενδιάμεση εσωτερική λιθοδομή τέμνει τον εξωτερικό τοίχο. Το πρώτο τμήμα παρουσιάζει δύο παράθυρα στον όροφο, δύο στο ισόγειο και δύο φεγγίτες στο υπόγειο. Το δεύτερο τμήμα έχει δύο μπαλκονόπορτες στον όροφο ενοποιημένες με μαρμάρινο εξώστη, δύο παράθυρα στο ισόγειο και δ¬υο φεγγίτες διαφορετικούς σε μέγεθος και κατασκευή από τους υπόλοιπους. Η όψη επί της οδού Κλάδου είναι απόλυτα συμμετρική, με κεντρική είσοδο στο επίπεδο του δρόμου και δύο μαρμάρινους εξώστες στον όροφο. Η όψη του κτιρίου προς την αυλή, είναι επίσης ασύμμετρη, με παράθυρα διαφόρων μεγεθών. Στο πλινθόκτιστο τμήμα της που βρίσκεται σε εσοχή, σταματούν όλα τα διακοσμητικά στοιχεία. Κεντρικά, υπάρχει η υπερυψωμένη είσοδος με τη μαρμάρινη σκάλα. Εσωτερικά, τα κουφώματα, τα δάπεδα και τα κλιμακοστάσια ήταν ξύλινα, ενώ σε ορισμένους χώρους υπάρχουν ίχνη από γύψινα διακοσμητικά μοτίβα στην οροφή. Σύμφωνα με τις ιστορικοκοινωνικές συνθήκες της εποχής, τα υπόγεια φιλοξενούσαν τις βοηθητικές χρήσεις, το ισόγειο τα υπνοδωμάτια και ο όροφος τους χώρους υποδοχής.
Μελέτη επανάχρησης - εισαγωγικά «Ο σχεδιασμός ενός νέου αρχιτεκτονικού έργου όχι μόνο εγγράφεται με φυσικό τρόπο κοντά στο υπάρχον |...| αλλά επίσης παράγει μια γνήσια ερμηνεία του ιστορικού υλικού με το οποίο πρέπει να συνδιαλέγεται |...| ως αισθητική λειτουργία η νέα επέμβαση είναι η φανταστική, αφηρημένη και ελεύθερη πρόταση μέσω της οποίας ζητά κανείς να αναγνωρίσει τις ουσιώδεις δομές του υπάρχοντος ιστορικού υλικού...» Ignasi de Sola Morales Rubio, «From contrast to Analogy. Developments in the Concept of Architectural Intervention»
Η παρούσα μελέτη αφορά στην αποκατάσταση και επανάχρηση ενός ιστορικού κτίσματος στην περιοχή της Πλάκας. Λόγω του ότι η επέμβαση πραγματοποιείται σε ένα αστικό περιβάλλον ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού χαρακτήρα, λαμβάνονται υπόψιν παράγοντες όπως η ταυτότητα του δομημένου περιβάλλοντος, η κοινωνική, πολιτιστική και ιστορική ταυτότητα της περιοχής, καθώς και η συλλογική μνήμη. Στόχος είναι να διατηρηθούν και να αναδειχθούν τα τυπολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του υφιστάμενου κτίσματος καθώς και η κατασκευαστική του δομή, αλλά ταυτόχρονα να υλοποιηθούν προσθήκες που να σέβονται το παλαιό και να διαχωρίζουν την ύπαρξη τους από αυτό, ως νέες κατασκευές.
Η πρόταση Η πρόταση βασίζεται σε υποθετικό σενάριο κατοίκησης. Σύμφωνα με αυτό, η κατοικία προορίζεται για τη διαμονή ζευγαριού που δραστηριοποιείται στον χώρο της τέχνης και συγκεκριμένα στην επιμέλεια εκθέσεων. Είναι συλλέκτες φωτογραφικών έργων και επιθυμούν να δημιουργήσουν τον δικό τους χώρο έκθεσης της συλλογής τους. Χρειάζονται επιπλέον έναν χώρο εργασίας και υποδοχής συναδέλφων, καθώς και χώρο φιλοξενίας επισκεπτών. Σύμφωνα με τα παραπάνω, αλλά και τις βασικές λειτουργίες μιας κατοικίας, το λειτουργικό πρόγραμμα περιλαμβάνει τα εξής: Χώρο υποδοχής, Υπνοδωμάτιο, Καθιστικό, Κουζίνα και Τραπεζαρία, Studio/Γραφείο, Λουτρό και WC, Εκθεσιακό Χώρο, Ξενώνα. Ως κύρια είσοδος της κατοικίας λειτουργεί εκείνη που έχει πρόσβαση από την οδό Άρεως, μέσω της αυλής, καθώς εκεί διατηρείται η κεντρική σκάλα που οδηγεί στον όροφο. Στο σημείο αυτό αναπτύσσεται ένας χώρος υποδοχής και στο βάθος το studio, στο οποίο υπάρχει επίσης ανεξάρτητη πρόσβαση από την οδό Κλάδου.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα ιστορικά-κοινωνικά στοιχεία από την έρευνα που προηγήθηκε, στο ισόγειο αποδίδεται ο ανεξάρτητος ιδιωτικός χώρος του υπνοδωματίου και του λουτρού, ενώ στον όροφο οι χώροι υποδοχής: το καθιστικό και η τραπεζαρία με προσαρτημένη την κουζίνα στο βάθος, καθώς και το WC. Η εκκλησία του Αγίου Ελισσαίου διαμορφώνεται ως ξενώνας που διαθέτει καθιστικό και WC. Διατηρούνται η λιθοδομή και η ξύλινη στέγη. Δημιουργούνται ανοίγματα στην ενδιάμεση εσωτερική λιθοδομή του κυρίως κτίσματος, τόσο στο επίπεδο του ισογείου όσο και στο επίπεδο του ορόφου ώστε να δημιουργηθούν δίοδοι ανάμεσα στους διαφορετικούς χώρους της κατοικίας. Στο ισόγειο, το υπνοδωμάτιο και το λουτρό αναπτύσσονται σε έναν ενιαίο χώρο και διαχωρίζονται από τον χώρο της υποδοχής και του studio οι οποίοι επικοινωνούν άμεσα. Φτάνοντας στον όροφο, αριστερά διαμορφώνεται ένας ουδέτερος χώρος χαλάρωσης και το WC ενώ προς τα δεξιά το καθιστικό το οποίο επικοινωνεί με την τραπεζαρία και την κουζίνα που αναπτύσσονται σε κοινό χώρο.
Επιμέρους στοιχεία - υλικά Διατηρούνται και αποκαθίστανται στοιχεία όπως ξύλινα κουφώματα και δάπεδα, καθώς και γύψινα διακοσμητικά στοιχεία, των οποίων επιχειρείται μια εναλλακτική ερμηνεία στον χώρο του υπνοδωματίου, όπου τελικά μεταφράζονται σε ισοδύναμα στοιχεία από ξύλο με διαφοροποιημένη μορφή. Σημειακά γίνεται επίσης χρήση των χαρακτηριστικών κεραμικών πλακιδίων στους χώρους του λουτρού και του WC. Τέλος, εκτενής είναι η χρήση πατητής τσιμεντοκονίας κυρίως στα δάπεδα.
Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συνολικής αισθητικής κατεύθυνσης παίζει το έργο του Νορβηγού φωτογράφου Rune Guneriussen, μέρος του οποίου έχει τοποθετηθεί στον εκθεσιακό χώρο της κατοικίας. Επιχειρείται η μεταφορά της ατμόσφαιρας των εικόνων του στον χώρο, μέσω του χειρισμού του φυσικού και τεχνητού φωτός καθώς και μέσω της εκτενούς χρήσης φυσικών υλικών όπως το ξύλο.
Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συνολικής αισθητικής κατεύθυνσης παίζει το έργο του Νορβηγού φωτογράφου Rune Guneriussen, μέρος του οποίου έχει τοποθετηθεί στον εκθεσιακό χώρο της κατοικίας.
Rune Guneriussen Σύντομη Βιογραφία
O Rune Guneriussen γεννήθηκε το 1977 στη Νορβηγία και έλαβε εκπαίδευση από το Surrey Institute of Art & Design στην Αγγλία. Ζει και εργάζεται στην ανατολική Νορβηγία και είναι ένας καλλιτέχνης που δημιουργεί στο μεταίχμιο μεταξύ installation και φωτογραφίας. Ως εννοιολογικός καλλιτέχνης εργάζεται σε συγκεκριμένο πλαίσιο, κυρίως στη φύση. Η σειρά γύρω από τα αντικείμενα ξεκίνησε το 2005 και έχει φωτογραφηθεί σε τοποθεσίες σε όλη τη Νορβηγία. Το έργο του δεν έχει τόσο να κάνει με τη φωτογραφία όσο έχει να κάνει με τη γλυπτική και το installation. Η μακρά εργασία ενός ανθρώπου σε μια μεγάλης κλίμακας εγκατάσταση είναι μια διαδικασία που ενεργοποιεί το καλλιτεχνικό γονιδίωμα. Αυτή η διαδικασία εμπλέκει το αντικείμενο, την ιστορία, τον χώρο και το πιο σημαντικό - τον χρόνο μέσα στον οποίο συντελούνται όλα. Πρόκειται για μια προσέγγιση της ισορροπίας ανάμεσα στη φύση και τον ανθρώπινο πολιτισμό, καθώς και σε όλα τα υποεπίπεδα της δικής μας ύπαρξης. Η εργασία αυτή γίνεται αποκλειστικά επιτόπου και οι φωτογραφίες αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα της ίδιας της εγκατάστασης. Ως καλλιτέχνης ο ίδιος πιστεύει ακράδαντα ότι η ίδια η τέχνη θα έπρεπε να θέτει ερωτήματα και να αμφισβητεί σε αντίθεση με το να είναι συγκαταβατική και να περιστέλλει. Αντίθετα με την σύγχρονη τάση, δεν θέλει να υπαγορεύει έναν τρόπο για την κατανόηση της τέχνης του, αλλά μάλλον να υποδεικνύει μια διαδρομή προς την κατανόηση μιας ιστορίας.
Οι προσθήκες Επιχειρείται η ένταξη ενός νέου κτιρίου στην εσωτερική αυλή του συμπλέγματος, μέσα από τη διαχείριση του κενού και των ορίων του χώρου της επέμβασης, στο εσωτερικό του οποίου προτείνεται να φιλοξενηθεί η συλλογή φωτογραφιών των κατοίκων. Η νέα κατασκευή τοποθετείται σε απόσταση από το υπάρχον κτίσμα ώστε να τονιστεί η διαφορετική χρονική περίοδος των κατασκευών. Η σαφής διάκριση του νέου από το παλιό έγκειται τόσο στη μορφή όσο και στη χρήση διαφορετικών υλικών. Πρόκειται για έναν συμπαγή όγκο από επιχρισμένο σκυρόδεμα, σε υπερύψωση από το επίπεδο του εδάφους που διατρέχεται από μεταλλικό στοιχείο το οποίο τέμνει το κτίριο στο μέσο του συνολικού του ύψους. Η επιλογή της ένταξης ενός μοντέρνου «κουτιού» στον ιστορικό ιστό της Πλάκας, προκύπτει από μια προσωπική ερμηνεία των λιτών μορφών που χαρακτηρίζουν την ελληνική αρχιτεκτονική, χωρίς αναφορές σε επιμέρους μορφολογικά στοιχεία. Στόχος είναι η λιτή φόρμα και η λεία, λευκή επιφάνεια να συμβάλλουν στην
ομαλή ενσωμάτωση του νέου κτιρίου στον αστικό ιστό και συγχρόνως να γίνεται αντιληπτή η διάκριση μεταξύ παλιού και νέου τόσο στο εσωτερικό του συμπλέγματος όσο και στο δημόσιο χώρο, καθώς ένα τμήμα της νέας κατασκευής προβάλλει πάνω από το ασύμμετρο πέτρινο κέλυφος επί της οδού Κλάδου. Ταυτόχρονα, επιχειρείται η σύνδεση - κυριολεκτική αλλά και εννοιολογική - του παλιού κτιρίου με το νέο, μέσω μιας επιπλέον προσθήκης που επικάθεται ανάμεσά τους. Η μορφή της διαφοροποιείται επίσης από το παλιό, σε μια σύγχρονη, μεταλλική, ελαφριά κατασκευή με γυάλινη επένδυση. Η «γέφυρα» δημιουργεί μια διαμπερή κίνηση από το ένα κτίριο στο άλλο και όντας προστατευμένη από τις εξωτερικές καιρικές συνθήκες γίνεται ουδέτερο τμήμα του εσωτερικού χώρου τόσο του επιπέδου του ισογείου όσο και του νέου κτιρίου. Τμήμα της είναι επίσης ορατό από την οδό Κλάδου, μέσα από το «πλαίσιο» που δημιουργεί το πέτρινο το κέλυφος.
«Κατά μία έννοια άμεση όπως και συμβολική, σωματική όπως και πνευματική, είμαστε ανά πάσα στιγμή εκείνοι οι οποίοι χωρίζουμε το συνδεδεμένο ή συνδέουμε το χωρισμένο |...| Aπό την άποψη των αντιθέσεων στις οποίες δίνεται έμφαση |...| η γέφυρα δείχνει με ποιον τρόπο ενοποιεί ο άνθρωπος το Τέλος, περιμετρικά των δύο αυλών προτείνεται συμπλήρωση με νέο υλικό στα σημεία όπου η λιθοδομή έχει υποχωρήσει, το οποίο παράγει μια νέα γεωμετρική μορφή σε αντιπαραβολή με τις οργανικές φόρμες του υφιστάμενου υλικού.
διαχωρισμό |...| Επειδή ο άνθρωπος είναι το συνθετικό ον που πρέπει πάντα να διαχωρίζει και χωρίς να διαχωρίσει δεν μπορεί να συνδέσει - γι’αυτόν το λόγο πρέπει κατ΄αρχήν να συλλάβουμε πνευματικά, ως διαχωρισμό, την απλή αδιάφορη ύπαρξη που έχουν δύο όχθες, προκειμένου να τις συνδέσουμε με μια γέφυρα.» Simmel Georg, «Bridge and Door», Sociology and philosophy of space
- Αρχιτεκτονικά Σχέδια - Ψηφιακά επεξεργασμένα Σχέδια - Φωτορεαλιστική απεικόνιση
Ενδεικτική Βιβλιογραφία: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ -Γραφάκου M. & Μαΐστρου E., (23.6.1996), «Αρχιτεκτονικός χαρακτήρας της Πλάκας», Καθημερινή/Επτά Ημέρες, σ. 5-9 -Δραγούμης Ν., (1η έκδ. 1874, 3η έκδ. 1973), Ιστορικαί Αναμνήσεις -Καμπούρογλου Δ. Γρ., (1922), Αι Παλαιαί Αθήναι -Μπίρης Κ. Η., (1η έκδ. 1966, 3η έκδ. 1996), Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα -Μπίρης Κ. Η.,(2/1939), «Εις την Αιολικήν οδόν κατά το 1863», Αθηναϊκαί Μελέται -Παπανικολάου-Κρίστενσεν A., Χάνσεν X., (1993), Επιστολές και σχέδια από την Ελλάδα -Συγγόπουλος Α., (1929), «Τα Βυζαντινά και Τουρκικά Μνημεία των Αθηνών», στη σειρά Κ. Κουρουνιώτης & Γ. Α. Σωτηρίου (επιμ.), υρετήριον των Μνημείων της Ελλάδος -Φιλιππίδης Δ., (1984), Νεοελληνική Αρχιτεκτονική -Χαρκιολάκης Ν.(επιμ.), (2006), Αποκατάσταση μνημείων-Αναβίωση ιστορικών κτιρίων στην Αττική, τόμος 3ος -Χατζηδάκης Μ., (21.8.1943), «Παληά Αθηναϊκά Μνημεία: Ο Άγιος Ελισσαίος», Καλλιτεχνικά Νέα -Gombrich E.H., (1998), «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης -Simmel G., (1994 [1909]), «Bridge and Door», Sociology and philosophy of space -Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, (1975), Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - http://www.archdaily.com/ - http://divisare.com/restored-and-reused - http://www.eie.gr - http://odysseus.culture.gr