Μποχουμίλ Χράμπαλ «Υπηρέτησα τον Άγγλο βασιλιά»

Page 1

ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ

d

ΜΕΤΑφΡΑΣΗ ΑΠο ΤΑ ΤΣΕΧικΑ

ΣοΝιΑ ΣΤΑΜοΥ-ΝΤοΡΝιΑκοΒΑ

ΕκΔοΣΕιΣ κΑΣΤΑΝιΩΤΗ


H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια του Αυστριακού Υπουργείου Πολιτισμού. ❧ ΤιΤΛοΣ ΠΡΩΤοΤΥΠοΥ: Bohumil Hrabal, Obsluhoval jsem anglického krále © ©

Copyright Bohumil Hrabal Estate, Zürich, Switzerland 1976 Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017

Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕκΔοΣΕιΣ κΑΣΤΑΝιΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑφΕιΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒιΒΛιοΠΩΛΕιο: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6009-7


ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Ένα ποτήρι γρεναδίνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το ξενοδοχείο «Τιχότα» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Υπηρέτησα τον Άγγλο βασιλιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . και το κεφάλι δεν το ξαναβρήκα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πώς έγινα εκατομμυριούχος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σημείωμα του συγγραφέα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ΕΡΓοΒιοΓΡΑφιΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

9 50 90 139 182 249 251



ένΑ ποτήρΙ γρΕνΑδίνη

π

τώρα τι θα σας πω. Όταν παρουσιάστηκα στο ξενοδοχείο «Πράγα», το αφεντικό μου μ’ έπιασε από το αριστερό αυτί, το τράβηξε και μου είπε: «Εδώ μέσα θα είσαι βοηθητικό προσωπικό, γι’ αυτό να θυμάσαι τούτο: Δεν είδες τίποτα και δεν άκουσες τίποτα! Επανάλαβε ακριβώς ό,τι σου είπα!» Έτσι, λοιπόν, του είπα πως δεν θα έβλεπα τίποτα και δεν θα άκουγα τίποτα. και το αφεντικό μού τράβηξε το δεξί αυτί και μου είπε: «Να θυμάσαι όμως, επίσης, πως πρέπει να βλέπεις και να ακούς τα πάντα! Επανάλαβε!» Έτσι, λοιπόν, παραξενεμένος, επανέλαβα πως θα βλέπω και θα ακούω τα πάντα. και κάπως έτσι άρχισα. κάθε πρωί στις έξι στεκόμασταν στο εστιατόριο, παραταγμένοι όπως σε παρέλαση, ο ξενοδόχος μάς πλησίαζε, στη μία πλευρά του χαλιού στεκόταν ο μετρ με τους σερβιτόρους, και τελευταίος εγώ, κοντός όσο ένα παιδάκι, στην άλλη άκρη ο μάγειρας, οι καμαριέρες, η πλύστρα και η καθαρίστρια. ο ξενοδόχος περνούσε δίπλα μας και έλεγχε αν είναι καθαρά τα πουκάμισα και οι γιακάδες στα φράκα μας, επίσης, κοιτούσε αν το φράκο μας είναι ατσαλάκωτο, χωρίς ψεγάδι, μην τυχόν και λείπει κανένα κουμπί, κι αν είναι γυαλισμένα στην τρίχα τα παπούτσια μας. Στη συνέχεια έγερνε από πάνω μας, για να μας μυρίσει, να σιγουρευτεί ότι είχαμε πλύνει τα πόδια μας. Ύστερα, μας έλεγε: «κύριοι, καλημέρα. καλημέρα, κυρίες...» και από κείνη τη στιγμή δεν επιτρεπόταν να μιλάμε. ροσέξτΕ




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

οι σερβιτόροι με μάθαιναν πώς να τυλίγω τα μαχαιροπίρουνα στην πετσέτα, επίσης, κάθε μέρα καθάριζα τα τασάκια και έπρεπε να γυαλίζω και το μεταλλικό κουτί για τα βραστά λουκάνικα, που τα πουλούσα στον σταθμό των τρένων. Αυτό μου το είχε μάθει εκείνο το αγόρι που ήταν βοηθός πριν από μένα, τώρα όμως δεν ήταν πια, διότι άρχισε να σερβίρει μέσα στο μαγαζί, ω, πόσο πολύ με παρακαλούσε να τον αφήσω να πουλάει αυτός τα βραστά λουκάνικα! Στην αρχή, αυτό μου φάνηκε παράξενο, αλλά εντέλει, αργότερα, κατάλαβα τον λόγο. Έκτοτε, ούτε εγώ ήθελα να κάνω κάτι άλλο από το να πουλάω βραστά λουκάνικα στους επιβάτες των τρένων που ήταν έτοιμα για αναχώρηση. Έτσι, πολλές φορές την ημέρα, πουλούσα ένα λουκάνικο με ψωμάκι στην τιμή της μίας κορόνας και των ογδόντα χαλερίων. Αν ο επιβάτης κρατούσε πάνω του μόνο ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ή των πενήντα κορονών, τότε εγώ ποτέ μου δεν έβρισκα ψιλά για ρέστα, αν και τα είχα, και έτσι συνέχιζα να πουλάω μέχρι που ο επιβάτης ορμούσε στο παράθυρο απλώνοντας το χέρι του με ανοιχτή την παλάμη. Τότε εγώ πρώτα ακουμπούσα κάτω το κουτί με τα ζεστά λουκάνικα και μετά κουδούνιζα τα κέρματα στην τσέπη μου, αλλά ο επιβάτης μού φώναζε να κρατήσω τα ψιλά και να του δώσω μόνο τα χαρτονομίσματα. Εγώ συνέχιζα να ψαχουλεύω στην τσέπη μου με το πάσο μου, ο σταθμάρχης σφύριζε ήδη για αναχώρηση, κι εγώ έβγαζα σιγά σιγά τα χαρτονομίσματα, ενώ το τρένο ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Έτρεχα πλάι του και όταν ξεκινούσε για τα καλά, τότε σήκωνα το χέρι μου με τα χαρτονομίσματα που παραλίγο να αγγίξουν το χέρι του επιβάτη. Αυτός στο μεταξύ είχε σκύψει τόσο πολύ που οι συνεπιβάτες του αναγκάζονταν να τον κρατούν από τα πόδια –ένας μάλιστα είχε σκύψει τόσο που χτύπησε το κεφάλι του στη σήμανση, ένας άλλος χτύπησε στον στύλο–, ύστερα όμως τα δάχτυλά τους απομακρύνονταν γρήγορα, κι εγώ λαχανιασμένος, στεκόμουν με το χέρι τεντωμένο μπροστά, με τα χαρτονομίσματα στη φούχτα


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



μου, κι αυτό μου άρεσε. Mάλιστα, σχεδόν κανένας επιβάτης δεν επέστρεψε ποτέ να πάρει πίσω τα χρήματά του, με αποτέλεσμα σ’ ένα κιόλας μήνα να έχω μαζέψει κάμποσα κατοστάρικα, αργότερα και χιλιάρικα. κάθε πρωί όμως, γύρω στις έξι, και το βράδυ, πριν πέσω για ύπνο, το αφεντικό έλεγχε αν έπλυνα τα πόδια μου, και στις δώδεκα έπρεπε οπωσδήποτε να βρίσκομαι στο κρεβάτι μου. Έτσι λοιπόν, άρχισα να μην ακούω, και όμως άκουγα τα πάντα, και άρχισα να μη βλέπω, και όμως έβλεπα τα πάντα γύρω μου. Έβλεπα την καθαριότητα και την τάξη, το πόσο το αφεντικό χαιρόταν όταν προσποιούμασταν πως ήμασταν τσακωμένοι μεταξύ μας – μα γίνεται να πάει η ταμίας με τον σερβιτόρο στον κινηματογράφο; Με τίποτα! Θα τον απέλυε αμέσως. Επίσης, έμαθα τους μόνιμους πελάτες, που έτρωγαν στο τραπέζι της κουζίνας, και καθημερινά έπρεπε να πλένω τα ποτήρια τους, διότι ο καθένας τους είχε τον αριθμό του και τα ιδιαίτερα διακριτικά του, υπήρχε ένα ποτήρι με ελάφι, ένα με βιολέτες, ένα με μια κωμόπολη, υπήρχαν ποτήρια με γωνίες, αλλά και ολοστρόγγυλα, και μια πήλινη κανάτα με το σήμα «HB» από το μακρινό Μόναχο. Έτσι λοιπόν, κάθε βράδυ μαζευόταν η εκλεκτή τους παρέα: ο κύριος συμβολαιογράφος, ο υπεύθυνος του σταθμού των τρένων, ο δικαστής, ο κτηνίατρος, ο διευθυντής της μουσικής σχολής και ο εργοστασιάρχης Γίνα, και όλους αυτούς τους βοηθούσα να βγάζουν και να βάζουν το πανωφόρι τους, και όταν τους έφερνα τις μπίρες τους, το κάθε ποτήρι έπρεπε να πάει στο αντίστοιχο χέρι, κι εγώ παραξενευόμουν πώς είναι δυνατόν οι πλούσιοι άνθρωποι να τα καταφέρνουν και να συζητούν όλο το βράδυ για ασήμαντα πράγματα, παράδειγμα, για το πώς έξω από την πόλη υπάρχει μια μικρή ξύλινη γέφυρα, και πως εκεί δεξιά, πίσω από τη μικρή γέφυρα, τριάντα χρόνια πριν υπήρχε μια λεύκα. Μετά άρχιζε πάντα ο χαμός: ο ένας έλεγε πως ποτέ δεν υπήρξε γέφυρα, αλλά μόνο η λεύκα, και ο άλλος πως δεν υπήρχε ούτε λεύκα ούτε γέφυρα,




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

αλλά μονάχα μια σανίδα με ξύλινη μπάρα..., έτσι λοιπόν, κουτσόπιναν τις μπίρες τους και συζητούσαν το θέμα αυτό, φωνάζοντας και βρίζοντας, αλλά φαινόταν σαν όλα να τα έκαναν έτσι για πλάκα, διότι ήταν έτοιμοι να φωνάξουν ο ένας στον άλλον, πάνω από το τραπέζι, πως υπήρχε η μικρή γέφυρα και όχι η λεύκα, αλλά αμέσως μετά ξανακάθονταν και όλα ήταν μέλι γάλα, απλώς φώναζαν για να απολαμβάνουν περισσότερο την μπίρα τους. κάποιες άλλες φορές, πάλι, φιλονικούσαν για το ποια είναι η καλύτερη μπίρα της Βοημίας – ο ένας έλεγε από το Πρότιβιν, ο δεύτερος από το Νίμπουρκ ή από το κρούσοβιτσε, και έτσι λοιπόν φώναζε ο ένας στον άλλον, αλλά όλοι αγαπιόνταν και φώναζαν μόνο και μόνο για να κάνουν φασαρία, για να σκοτώσουν κάπως την ώρα τους κι αυτό το βράδυ... Ύστερα πάλι ο υπεύθυνος του σταθμού των τρένων έσκυβε, την ώρα που του σέρβιρα την μπίρα του, και μου ψιθύριζε πως τον κτηνίατρο τον είχαν δει σ’ ένα πριβέ δωμάτιο, στον «Παράδεισο», με τη Γιαρούσκα. Έπειτα, ο διευθυντής του Γυμνασίου πάλι μου ψιθύριζε πως ναι μεν είχαν δει τον κτηνίατρο εκεί, αλλά όχι την Πέμπτη, αλλά την Τετάρτη και με τη Βλάστα, όχι με τη Γιαρούσκα, και έτσι κουβέντιαζαν όλο το βράδυ για τις δεσποινίδες του «Παράδεισου», για το ποιος είχε πάει και ποιος όχι, κι εγώ, μια και άκουγα τις κουβέντες τους, αδιαφορούσα για το αν έξω από την πόλη υπήρχε μια λεύκα και μια μικρή γέφυρα ή μια γέφυρα και όχι μια λεύκα ή αν είναι καλύτερη η μπίρα από το Μπράνικ ή από το Πρότιβιν. Εγώ δεν ήθελα ούτε να βλέπω ούτε να ακούω τίποτε άλλο, μόνο αυτά που περιέγραφαν για τον «Παράδεισο». Μετρούσα συνεχώς τα λεφτά μου και πουλούσα τα ζεστά λουκάνικα με μεγάλη επιτυχία, έτσι μάζεψα τόσα χρήματα, ώστε να τολμήσω να πάω στον «Παράδεισο», μάλιστα στον σταθμό έμαθα να κάνω πως τάχα μου κλαίω και επειδή ήμουν μικρούλης με λυπούνταν όλοι και με άφηναν να κρατήσω όλα τα ρέστα, διότι νόμιζαν πως είμαι ορφανός. Σιγά σιγά, λοιπόν, ωρίμασε μέσα μου ένα σχέδιο, πώς


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



δηλαδή κάποτε, μετά τις έντεκα το βράδυ, αφού θα έπλενα τα πόδια μου, θα μπορούσα να πηδήξω από το παράθυρο και να πάω μια βόλτα στον «Παράδεισο». Η μέρα αυτή είχε ξεκινήσει πολύ άγρια στο εστιατόριό μας, τη «Χρυσή Πράγα». Πριν από το μεσημέρι, ήρθε μια παρέα γανωματήδων τσιγγάνων, καλοντυμένων και ματσωμένων, κάθισαν στο τραπέζι, παράγγειλαν τα καλύτερα εδέσματα και, με κάθε καινούργια παραγγελία που έδιναν, επεδείκνυαν και τα χρήματά τους. ο διευθυντής της μουσικής σχολής καθόταν σ’ ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο και, επειδή οι τσιγγάνοι μιλούσαν πολύ δυνατά, μετακινήθηκε στη μέση του εστιατορίου και συνέχιζε να διαβάζει το βιβλίο του, που πρέπει να ήταν τρομερά ενδιαφέρον, διότι ενώ ο κύριος διευθυντής σηκώθηκε για να καθίσει τρία τραπέζια πιο πέρα, προχωρώντας, συνέχισε να διαβάζει, ενώ με τα χέρια του έψαχνε για καμιά καρέκλα, χωρίς να διακόπτει το διάβασμά του. Εγώ έπλενα τα ποτήρια των θαμώνων μας και τα κοιτούσα καλά καλά στο φως να δω αν λαμποκοπούσαν, και στους λιγοστούς πελάτες μας είχαμε σερβίρει για πρωινό μόνο λίγη σούπα και γκούλας. Έτσι είχαν τα πράγματα, όλοι οι σερβιτόροι έπρεπε συνεχώς να κάνουν κάτι, και ας μην είχαν να κάνουν κάτι, γι’ αυτό κι εγώ γυάλιζα αυτά τα ποτήρια με τόση προσοχή. ο μετρ, επίσης όρθιος, τακτοποιούσε τα πιρούνια στο συρτάρι και ο σερβιτόρος βάλθηκε να ξαναφτιάχνει όρθιος κι αυτός διάφορα... Ξαφνικά, κάτω από το παράθυρο, καθώς κοιτούσα μέσα από το ποτήρι με τo διακριτικό του εστιατορίου «Χρυσή Πράγα», είδα κάποιους έξαλλους τσιγγάνους να μπαίνουν με φόρα στη «Χρυσή Πράγα» μας, ήδη από τον διάδρομο είχαν βγάλει τα μαχαίρια τους, και τότε συνέβη κάτι το τρομερό. Πλησίασαν τους γανωματήδες τσιγγάνους, αυτοί όμως λες και τους περίμεναν και πετάχτηκαν πάνω, οπισθοχώρησαν, με τα μαχαίρια στο χέρι, σέρνοντας τα τραπέζια και κρατώντας τα ανάμεσα σ’ αυτούς και στους τσιγγάνους με τα μαχαίρια, ώστε να μην μπορέσουν να




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

τους πλησιάσουν, αλλά, παρ’ όλα αυτά, δύο απ’ αυτούς βρέθηκαν ήδη ξαπλωμένοι κάτω με το μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη και συνέχιζαν να χτυπούν με τα μαχαίρια, τα έμπηγαν στα χέρια των άλλων, τα τραπέζια γέμισαν με αίματα, όμως, ο κύριος διευθυντής της μουσικής σχολής συνέχιζε να διαβάζει το βιβλίο του και να χαμογελά, έτσι λοιπόν η τσιγγάνικη θύελλα πέρασε όχι από δίπλα του, αλλά από πάνω του, το βιβλίο και το κεφάλι του πασαλείφτηκαν με αίματα, δύο φορές έμπηξαν το μαχαίρι στο τραπέζι του, αλλά ο διευθυντής συνέχιζε το διάβασμα. Εγώ, κρυμμένος κάτω από το τραπέζι, μπουσούλαγα προς την κουζίνα, οι τσιγγάνοι τσίριζαν και τα μαχαίρια άστραφταν, πετούσαν σαν χρυσές μύγες και φώτιζαν σαν αστραπές τη «Χρυσή Πράγα». οι τσιγγάνοι, οπισθοχωρώντας, έφυγαν από το εστιατόριο χωρίς να πληρώσουν και όλα τα τραπέζια ήταν γεμάτα με αίματα, δύο άνδρες κείτονταν καταγής, πάνω σ’ ένα τραπέζι υπήρχαν δύο κομμένα δάχτυλα, ένα αυτί, κομμένο με μια μαχαιριά, και επίσης ένα κομμάτι κρέας ανθρώπινο. Όταν έφθασε ο γιατρός και εξέτασε τους μαχαιρωμένους και τα κομμάτια, διαπίστωσε πως εκείνο το κομμάτι το κρέας ήταν από κάποιον ώμο. Παρ’ όλο αυτόν τον χαμό ο διευθυντής της σχολής στήριζε το κεφάλι στις παλάμες του και συνέχιζε να διαβάζει το βιβλίο του. Όλα τα υπόλοιπα τραπέζια ήταν στοιβαγμένα σ’ ένα σωρό στην είσοδο, για να σταθούν εμπόδιο στους τσιγγάνους –τους γανωματήδες– να ξεφύγουν, και το αφεντικό δεν ήξερε τι άλλο να κάνει, παρά φόρεσε ένα άσπρο γιλέκο που ήταν κεντημένο με μέλισσες, στάθηκε έξω από το εστιατόριο, σήκωσε ψηλά τα χέρια του και έλεγε στους πελάτες που έρχονταν πως, δυστυχώς, συνέβη ένα ατύχημα, και το εστιατόριο θα άνοιγε την επομένη. κι εμένα μου αναθέσανε να φροντίσω τα ματωμένα τραπεζομάντιλα, τις αμέτρητες δαχτυλιές και τα σημάδια των χεριών. και όλα αυτά έπρεπε να τα κουβαλήσω στην αυλή και να βάλω φωτιά κάτω από ένα μεγάλο καζάνι στο πλυσταριό, η πλύστρα με την καθαρίστρια να τα πλύνουν


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



και να τα βράσουν καλά καλά. Εμένα μου είπαν να απλώσω τα τραπεζομάντιλα, αλλά δεν έφθανα το σκοινί, έτσι εγώ της έδινα τα πλυμένα και στυμμένα τραπεζομάντιλα, κι αυτή τα άπλωνε. καθώς δε της έφθανα ίσαμε τα βυζιά της, αυτή γελώντας άδραχνε την ευκαιρία για να με κάνει ρεζίλι, πιέζοντας τα βυζιά της στο πρόσωπό μου, πρώτα το ένα βυζί και μετά το άλλο, μου πίεσε δε τόσο πολύ το μάτι που μου σκοτείνιασε ο κόσμος όλος. Όμως, τα πάντα ήταν ευωδιαστά και όταν μετά έσκυψε πάλι να πιάσει ένα τραπεζομάντιλο από το καλάθι, τότε κι εγώ βρήκα την ευκαιρία και χώθηκα ανάμεσα στα βυζιά της που κουνιόνταν πέρα δώθε. Έπειτα, αυτή σηκώθηκε και τα βυζιά από κρεμάμενα έγιναν πάλι στητά, και μαζί με την πλύστρα και την καθαρίστρια άρχισαν να γελούν και οι υπόλοιπες γυναίκες, και μου έλεγαν, αγοράκι μου, πόσο χρονών είσαι, πέρασες τα δεκατέσσερα; και πότε; και μετά βράδιασε και φύσηξε αεράκι και τα τραπεζομάντιλα στην αυλή έφτιαξαν κάτι σαν παραβάν, όπως αυτά που στήνουμε όταν στο εστιατόριο έχουμε γάμο ή κάποια ιδιωτική γιορτή, και εγώ ξανά στο πόστο μου είχα τα πάντα έτοιμα, όλα έλαμπαν πάλι από καθαριότητα, παντού γαρίφαλα, διότι ανάλογα με την εποχή του χρόνου μάς έφερναν καλάθια γεμάτα με λουλούδια. Πήγα λοιπόν για ύπνο. Όταν αργότερα ησύχασαν όλα και μόνο στην αυλή ακούγονταν τα τραπεζομάντιλα να ανεμίζουν λες και μιλούσαν μεταξύ τους και η αυλή ήταν γεμάτη κουβέντες από ύφασμα μουσελίνας, άνοιξα το παράθυρο, βγήκα και ξεγλίστρησα ανάμεσα στα τραπεζομάντιλα, έφθασα στην πύλη, την σκαρφάλωσα, πήδηξα στο στενό και περπατούσα βιαστικά σκυφτός από φανοστάτη σε φανοστάτη. Εάν κάποιος με πλησίαζε, καθόμουν πάντα στα σκοτεινά και περίμενα να με προσπεράσουν οι νυχτερινοί διαβάτες, μέχρι που από μακριά αντίκρισα την πράσινη επιγραφή «Παράδεισος». κοντοστάθηκα για λίγο και περίμενα, από τα σωθικά του κτιρίου ακουγόταν δυνατή μουσική, έτσι μάζεψα το κουράγιο




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

μου και μπήκα μέσα. Εκεί στον διάδρομο υπήρχε ένα παραθυράκι, που ήταν τόσο ψηλά, ώστε αναγκάστηκα να πιαστώ με τα δάχτυλά μου απ’ αυτό για να ανασηκωθώ. Μέσα καθόταν η κυρία Παράδεισος που μου είπε: Τι θα θέλατε, νεαρέ μου; και όταν της είπα πως θα ήθελα να διασκεδάσω, άνοιξε, και μόλις μπήκα, είδα πως μέσα καθόταν μια μαυρομάλλα νεαρή δεσποινίδα με πιασμένα τα μαλλιά της κότσο και κάπνιζε. Με ρώτησε τι θα ήθελα. Της είπα πως θα ήθελα να δειπνήσω, κι όταν εκείνη με ρώτησε αν ήθελα να μου φέρουν το φαγητό εδώ ή στην αίθουσα, κοκκίνισα, και απάντησα όχι, πως θέλω να δειπνήσω στο ιδιαίτερο δωμάτιο, κι αυτή με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα όλο νόημα, σφύριξε μακρόσυρτα και με ρώτησε, αν και ήξερε την απάντηση: Με ποια; και εγώ έδειξα αυτήν και της είπα: Μαζί σας, και τότε άρχισε να κουνάει με απορία το κεφάλι της, με πήρε απ’ το χέρι και με οδήγησε από έναν σκοτεινό διάδρομο με απαλά κόκκινα φώτα και άνοιξε μια πόρτα, εκεί υπήρχε ένας μικρός καναπές και ένα τραπέζι με δυο καρέκλες με βελούδινο ύφασμα – το φως αναδυόταν πίσω από το κουρτινόξυλο και από ψηλά διαχεόταν σαν κλαδάκια ιτιάς. κάθισα και όταν ακούμπησα κρυφά τα λεφτά μου, ξεθάρρεψα και είπα: Θα φάτε μαζί μου; Τι θα πιείτε; Αυτή είπε σαμπάνια, εγώ έγνεψα καταφατικά και τότε η δεσποινίδα χτύπησε παλαμάκια, ήρθε το γκαρσόνι κι έφερε ένα μπουκάλι, το άνοιξε και ύστερα πάλι το πήρε πίσω και έφερε ποτήρια και όλο μάς τα γέμιζε, κι εγώ έπινα σαμπάνια και οι μπουρμπουλήθρες ανέβαιναν στη μύτη μου και φταρνιζόμουν και η δεσποινίδα έπινε το ένα ποτήρι μετά το άλλο και έπειτα μου συστήθηκε ως Γιαρούσκα, είπε ότι πεινάει κι εγώ είπα, εμπρός, φέρτε τα καλύτερα εδέσματα! και είπε πως της αρέσουν οι γαρίδες, πως εδώ είναι φρέσκες, έτσι λοιπόν, τρώγαμε γαρίδες και πίναμε σαμπάνια και ξανά τα ίδια κι αυτή άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και με ρωτούσε από πού κατάγομαι κι εγώ της είπα από ένα χωριουδάκι τόσο μακρινό που δεν είχα δει ποτέ πριν


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



στη ζωή μου κάρβουνο μέχρι πέρυσι κι αυτό την έκανε να γελάσει και μου είπε να χαλαρώσω, κι εγώ, παρόλο που έσκαγα απ’ τη ζέστη, έβγαλα μόνο το παλτό μου κι αυτή είπε πως ζεσταίνεται και αν της επιτρέπω να βγάλει το φόρεμά της κι έτσι την βοήθησα και της το δίπλωσα σε μια καρέκλα κι αυτή μετά μου άνοιξε το φερμουάρ του παντελονιού μου κι εγώ κατάλαβα πως στον «Παράδεισο» πρέπει να είναι όχι απλώς όμορφα, όχι ωραία, μα παραδεισένια, και πήρε το κεφάλι μου και το ακούμπησε ανάμεσα στο στήθος της που ευωδίαζε, έκλεισα τα μάτια μου και ήταν σαν να νύσταζα, τόσο ωραία ήταν εκείνη η μυρωδιά και τα σχήματα και η απαλότητα του δέρματός της, κι αυτή έσπρωχνε όλο πιο κάτω και πιο κάτω το κεφάλι μου, μύριζα την κοιλιά της κι αυτή βαριανάσαινε και όλα ήταν τόσο απαγορευμένα όμορφα που δεν ζητούσα τίποτα περισσότερο απ’ αυτό που ζούσα, κι έλεγα μέσα μου πως γι’ αυτό εδώ θα μαζεύω κάθε βδομάδα οκτώ κατοστάρικα και βάλε, πουλώντας βραστά λουκάνικα, διότι είχα βρει έναν όμορφο και απώτερο σκοπό. ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει πως πρέπει να έχω ένα σκοπό για να σωθώ, διότι θα έχω ένα λόγο και για να ζήσω. Αλλά βρισκόμασταν μόνο στα μισά του δρόμου, η Γιαρούσκα, αμίλητη, μου έβγαλε το παντελόνι, μου κατέβασε το σώβρακο και με φιλούσε εκεί ανάμεσα στα πόδια, κι εγώ ξαφνικά άρχισα να τρέμω ολόκληρος, επειδή φαντάστηκα όλα αυτά που συνέβαιναν στον «Παράδεισο», σπαρτάρησα και μαζεύτηκα σαν σκαντζόχοιρος, και της είπα, Γιαρούσκα, τι μου κάνετε; κι αυτή συνήλθε, αλλά καθώς σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, με πήρε στο στόμα της, εγώ την έσπρωχνα, αλλά αυτή ήταν σαν μαγεμένη, με κρατούσε στο στόμα της, κουνούσε το κεφάλι της πάνω κάτω και έκανε όλο και πιο γρήγορα αυτές τις κινήσεις και μετά δεν την έσπρωχνα πλέον άλλο ούτε την απωθούσα, τεντώθηκα και την κράτησα απαλά από τα αυτάκια της, και αισθάνθηκα να χάνομαι και ήταν πολύ αλλιώτικο απ’ ό,τι όταν το έκανα μόo




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

νος μου, αισθάνθηκα πως τώρα με πίνει, μέχρι τελευταίας σταγόνας, μια δεσποινίδα με όμορφα μαλλιά και με κλειστά μάτια, πως πίνει αυτό που πιτσιλούσα και πετούσα με αηδία στα κάρβουνα στο υπόγειο ή στο κρεβάτι μου μέσα στο πάνινο μαντίλι μου... Όταν σηκώθηκε, είπε με φωνή γεμάτη κούραση: και τώρα λίγο έρωτα..., αλλά εγώ είχα συγκινηθεί υπερβολικά και ήμουν απίστευτα μαραμένος και έτσι αντιστάθηκα και της είπα πως πεινάω, μήπως πεινάτε κι εσείς; και επειδή διψούσα, πήρα το ποτήρι της Γιαρούσκα, πήγε να μου το πάρει, αλλά δεν μπόρεσε να μ’ εμποδίσει να πιω, κι εγώ απογοητευμένος άφησα κάτω το ποτήρι, διότι δεν είχε μέσα σαμπάνια, αλλά μια κίτρινη λεμονάδα, από την αρχή έπινε λεμονάδα που την πλήρωνα για σαμπάνια, κι εγώ μόλις τώρα το κατάλαβα, γέλασα και διέταξα να φέρουν άλλο ένα μπουκάλι, και όταν ο σερβιτόρος το έφερε, το άνοιξα μόνος μου και μόνος μου γέμισα και τα δυο ποτήρια. Αρχίσαμε πάλι να τρώμε, από το μαγαζί ακουγόταν δυνατή μουσική, και όταν τελειώσαμε το μπουκάλι και εγώ ψιλομέθυσα, ξανάπεσα στα γόνατα και ακούμπησα το κεφάλι μου ανάμεσα στα πόδια της δεσποινίδας και την φιλούσα εκεί, με τη γλώσσα μου γευόμουν τις τριχίτσες της, τα μαλλάκια της εκεί κάτω, και επειδή ήμουν ελαφρύς, η δεσποινίδα με σήκωσε από τις μασχάλες, με τράβηξε πάνω της, άνοιξε τα πόδια της και εγώ μπήκα για πρώτη φορά μέσα σε γυναίκα, και ήταν μια γλύκα, ήταν αυτό που τόσο περίμενα, ήρθε επιτέλους, αυτή μ’ έσφιγγε πάνω της και μου ψιθύριζε να κρατηθώ όσο γίνεται περισσότερο, αλλά εγώ έκανα μόνο δύο κινήσεις και με την τρίτη έχυσα μέσα στη ζεστή σάρκα της, και αυτή λύγισε το κορμί της σε γέφυρα, έτσι έμεινε, μόνο με τα μαλλιά και με τα πέλματά της ακουμπούσε στον καναπέ, κι εγώ παρέμεινα ξαπλωμένος πάνω στο λυγισμένο κορμί της και μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι να μαλακώσω, έμεινα ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια της, ύστερα ξεγλίστρησα και ξάπλωσα δίπλα της. Βαριανάσαινε, ξάπλωσε, με βρήκε στα τυφλά με τα χέρια της, με χάιδευε στην


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



κοιλιά και σ’ όλο το σώμα μου... και μετά ήρθε η ώρα να ντυθούμε, η ώρα του αποχωρισμού και η ώρα της πληρωμής, και ο μετρ μετρούσε και ξαναμετρούσε και μου έδωσε ένα λογαριασμό μ’ επτακόσιες είκοσι κορόνες κι εγώ έφυγα και έβγαλα άλλα δύο κατοστάρικα και τα έδωσα στη Γιαρούσκα, και μόλις βγήκα από τον «Παράδεισο», στηρίχτηκα στον πρώτο τοίχο που βρήκα μπροστά μου και όρθιος στα σκοτεινά ονειροπολούσα, και ήταν η πρώτη φορά που έμαθα τι ακριβώς συμβαίνει στα γραφικά σπίτια με τις δεσποινίδες, και μέσα μου είπα, πήρες το μάθημά σου, αύριο θα ξαναπάς και θα ξαναπαριστάνεις τον κύριο, διότι εγώ παρακαλώ έβαλα τα γυαλιά σε όλους, ήρθα σαν βοηθός που πουλούσε βραστά λουκάνικα στον σταθμό και έφυγα καλύτερος από οποιονδήποτε αριστοκράτη, που κρατάει θέση ρεζερβέ στο τραπέζι των θαμώνων στο ξενοδοχείο μας «Χρυσή Πράγα», όπου, ως γνωστόν, επιτρέπεται να καθίσει μόνο η ελίτ της πόλης... Ξαφνικά, από την επόμενη μέρα, έβλεπα τον κόσμο με άλλο μάτι, ήταν τα λεφτά που μου άνοιξαν την πόρτα όχι μόνο για το σπίτι «Παράδεισος», αλλά και για τον σεβασμό προς το πρόσωπό μου, διότι αργότερα θυμήθηκα πως η κυρία «Παραδείσου» στο θυρωρείο, όταν αντιλήφθηκε πως πέταξα δύο κατοστάρικα σε κέρματα στον αέρα, ήθελε να μου φιλήσει τα χέρια, ενώ εγώ νόμιζα πως θέλει να δει τι ώρα είναι ακριβώς στο ρολόι που δεν φορούσα ακόμα, όμως το χειροφίλημα δεν ήταν για μένα που ήμουν βοηθός στο ξενοδοχείο «Χρυσή Πράγα», αλλά για τα δύο κατοστάρικα και γενικά για όλα τα χρήματα που είχα πάνω μου, εγώ που έχω άλλο ένα χιλιάρικο κρυμμένο στο κρεβάτι μου, εγώ που μπορώ να έχω τόσα λεφτά, όχι όσα θελήσω, αλλά όσα καθημερινά βγάζω στον σταθμό των τρένων πουλώντας βραστά λουκάνικα. Έτσι, λοιπόν, μ’ έστειλαν με μια καλαθούνα να αγοράσω λουλούδια και, καθώς επέστρεφα, είδα έναν συνταξιούχο πεσμένο στα τέσσερα να ψάχνει για κανένα πεταμένο κέρμα, μάλλον σε αυτήν τη διαδρομή κα-




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

τάλαβα πως στο μαγαζί μας έρχονται τελικά και άλλοι πολλοί πελάτες – ο κηπουρός και ο καλύτερος παραγωγός καπνιστών κρεάτων, ο κρεοπώλης και ο ιδιοκτήτης του γαλατάδικου, κατάλαβα δηλαδή πως στο μαγαζί μας μαζεύονται εκείνοι που μας προμηθεύουν άρτο και κρέας, αφού το αφεντικό, όταν κοίταζε το ψυγείο, συχνά έλεγε, Πήγαινε αμέσως στον κρεοπώλη και πες του να τσακιστεί και να πάρει πίσω το χτικιάρικο μοσχάρι του, τώρα αμέσως! Όντως, μέχρι το βράδυ το μοσχάρι είχε εξαφανιστεί και ο κρεοπώλης καθόταν στη θέση του σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα. Αλλά εκείνος ο γέρος μάλλον δεν έβλεπε καλά, διότι ψαχούλευε στο χώμα με την παλάμη, και του είπα, Τι στο καλό ψάχνετε, μπάρμπα; Μου απάντησε πως έχασε είκοσι χαλέρια. Περίμενα λοιπόν να πλησιάσει και άλλος κόσμος, μετά πήρα μια χούφτα κέρματα, τα πέταξα στον αέρα και βιαστικά έπιασα το χερούλι του καλαθιού, κυριολεκτικά βούλιαξα μέσα στα γαρίφαλα, προχώρησα πιο πέρα και όταν κοίταξα πίσω μου, πριν στρίψω στη γωνία, είδα κι άλλους πεζούς να έχουν πέσει στα τέσσερα, όλοι είχαν την εντύπωση πως τα κέρματα έπεσαν από την τσέπη τους, και έβριζε ο ένας τον άλλον για να του επιστρέψει αυτά τα ψιλά, κι έτσι γονατιστοί τσακώνονταν και έφτυναν ο ένας στη μούρη του άλλου και πήγαινε ο ένας να βγάλει τα μάτια του αλλουνού, σαν παπουτσωμένοι γάτοι ήταν, κι εμένα με πιάσανε τα γέλια και αμέσως κατάλαβα τι ξεσηκώνει τον κόσμο, τι πιστεύουν οι άνθρωποι, και τι είναι ικανοί να κάνουν για λίγα μόνο κέρματα. και αφού έφερα τα λουλούδια στο μαγαζί και είδα πως έξω από το εστιατόριό μας έχει μαζευτεί κόσμος, ανέβηκα τρέχοντας στο δωμάτιο των επισκεπτών, έσκυψα από το παράθυρο και πέταξα με τρόπο μια χούφτα γεμάτη κέρματα, έτσι ώστε να μην πέσουν δίπλα στους ανθρώπους, αλλά λίγο πιο πέρα. Έτρεξα κάτω και άρχισα να κόβω τα μακριά κοτσάνια από τα γαρίφαλα και δύο κλωναράκια φτέρης με δύο γαρίφαλα τα έβαζα στο ανθοδοχείο ενώ ταυτόχρονα


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



παρατηρούσα από το παράθυρο τους ανθρώπους να πέφτουν στα τέσσερα και να μαζεύουν τα λεφτά, τα δικά μου κέρματα, και να τσακώνονται επειδή το ίδιο ασήμαντο κέρμα το είχε δει πρώτα όχι αυτός που το σήκωσε, αλλά κάποιος άλλος... Εκείνη τη νύχτα και τις επόμενες νύχτες ονειρευόμουν συχνά και αργότερα και κατά τη διάρκεια της ημέρας –όταν δεν είχαμε τι να κάνουμε, κι εγώ έπρεπε να παριστάνω πως κάτι κάνω, όταν γυάλιζα τα ποτήρια και τα κοιτούσα κόντρα στο φως και πλησίαζα τα μάτια μου κολλητά στο γυαλί και κοιτούσα από το ποτήρι την απέναντι πλευρά της κατακερματισμένης πλατείας με το μνημείο κατά της πανούκλας, τον ουρανό και τα σύννεφα από πάνω του–, ονειρευόμουν λοιπόν πως πετάω πάνω από κωμοπόλεις, πόλεις, χωριά και κεφαλοχώρια, πως έχω μια απίστευτα μεγάλη τσέπη και πως γεμίζω τις χούφτες μου με κέρματα και τα ρίχνω στο πλακόστρωτο, πως τα σπέρνω όπως ο αγρότης το στάρι... όμως, πάντα πίσω από τις πλάτες των περαστικών ή των απλά όρθιων ανθρώπων, πετάω χούφτες γεμάτες ψιλά και βλέπω ότι σχεδόν κανείς δεν αντιστέκεται, μαζεύει το εξευτελιστικό ποσό και κουτουλάνε τα κεφάλια τους σαν τα κριάρια που μαλώνουν, αλλά εγώ ήδη πετούσα γι’ αλλού και μου έκανε καλό και μέσα στο όνειρό μου κατάπινα μ’ ευχαρίστηση καθώς σήκωνα το χέρι μου με τα κέρματα και τα έριχνα σε άλλους, πάντα πίσω από την πλάτη τους, και τα κέρματα έσκαγαν στη γη με μεταλλικό θόρυβο και χάνονταν σαν σβούρες κι εγώ είχα την ικανότητα, σαν μια μέλισσα, να μπαίνω στα βαγόνια, στα τρένα και στα τραμ, και στα καλά του καθουμένου να ρίχνω μια χούφτα ψιλά στο πάτωμα, και έβλεπα στο όνειρό μου πως όλοι μεμιάς έσκυβαν και σπρώχνονταν για να μαζέψουν τα ψιλά και ο καθένας προσποιούνταν πως είχαν πέσει αποκλειστικά από τη δική του τσέπη... κι αυτή η ονειροπόληση μου έδινε κουράγιο διότι, καθώς ήμουν μικρούλης, αναγκαζόμουν να φοράω έναν ψηλό γιακά από καουτσούκ – είχα μικρό λαιμό και ο γιακάς έκοβε όχι μόνο τον λαι-




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

μό μου, αλλά και το πιγούνι μου από κάτω, και έτσι για να μην πονάω είχα το κεφάλι μου συνεχώς σηκωμένο ψηλά, μ’ αυτόν τον τρόπο έμαθα και να κοιτάζω, επειδή από τον πόνο δεν μπορούσα να σκύψω το κεφάλι μου, λοιπόν έγερνα το κορμί μου μπροστά και το κεφάλι μου προς τα πίσω, έκλεινα τα μάτια μου, κοιτούσα τον κόσμο κάπως σαν να τον περιφρονούσα, σαν να τον περιγελούσα, υπεροπτικά, και οι πελάτες μας νόμιζαν πως είμαι ακατάδεχτος και μ’ αυτόν τον τρόπο έμαθα να στέκομαι και να περπατάω, τα πέλματά μου έκαιγαν συνεχώς σαν σίδερο ρούχων, πώς και δεν κάηκαν τα παπούτσια μου, τόσο πολύ έκαιγαν τα πέλματά μου. Μερικές φορές ήμουν τόσο απελπισμένος που έχυνα την κρύα πορτοκαλάδα μέσα στα παπούτσια μου, ειδικά στον σταθμό των τρένων, αλλά αυτό με βοηθούσε μόνο για λίγο, ενώ εγώ λαχταρούσα και ήμουν έτοιμος να βγάλω τα παπούτσια μου και να τρέξω με το φράκο μου απευθείας στο ρυάκι κι εκεί να βυθίσω τα πόδια μου, έτσι ξανά και ξανά έριχνα το αναψυκτικό μες στα παπούτσια μου, μερικές φορές και ένα κομματάκι παγωτού. και τότε κατάλαβα γιατί όλοι οι σερβιτόροι και τα αφεντικά τους φοράνε τα πιο παλιά, τα πιο ξεχαρβαλωμένα παπούτσια που βρίσκει κανείς μόνο σε σκουπίδια, διότι μόνο μ’ αυτά μπορεί να αντέξεις να είσαι όρθιος όλη τη μέρα και να περπατάς. Όλοι γενικώς, και οι καμαριέρες και οι ταμίες μας, υποφέραμε από τα πόδια μας. Μάλιστα, όταν το βράδυ έβγαζα τα παπούτσια μου, τα πόδια μου ήταν σκονισμένα ως τα γόνατα, λες και δεν πηγαινοερχόμουνα όλη την ημέρα σε χαλιά και παρκέ, αλλά σε καρβουνόσκονη, αυτό ήταν η ανάποδη πλευρά του φράκου μου, η ανάποδη όλων των σερβιτόρων και των βοηθών τους, αλλά και των αφεντικών τους σ’ όλο τον κόσμο, απέξω το λευκό κολλαριστό πουκάμισο και ο αστραφτερός κατάλευκος γιακάς από καουτσούκ και από κάτω τα πόδια που σιγά σιγά μαύριζαν σαν να είχαν κάποια τρομερή αρρώστια, που κάνει τα πόδια σιγά σιγά να σαπίζουν...


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



Πάντως, κάθε εβδομάδα μάζευα χρήματα για να έχω κάθε φορά μια άλλη, καινούργια, δεσποινίδα – η δεύτερη γυναίκα της ζωής μου ήταν ξανθιά. Όταν μπήκα και με ρώτησαν τι θα επιθυμούσα, είπα πως θέλω να δειπνήσω και αμέσως συμπλήρωσα στο ιδιαίτερο δωμάτιο, και όταν με ρώτησαν με ποια, έδειξα μια ξανθιά, και ερωτεύτηκα ξανά, αυτή τη φορά την ξανθιά, μάλιστα ήταν ακόμα πιο ωραίο από την πρώτη φορά, αν και εκείνη η πρώτη φορά ήταν αξέχαστη. Έτσι λοιπόν, δοκίμαζα συνεχώς τη δύναμη των χρημάτων, παράγγελνα σαμπάνιες, πρώτα όμως τις δοκίμαζα, ήθελα η δεσποινίδα να πίνει μαζί μου μια αληθινή σαμπάνια, δεν ανεχόμουν πλέον να μου σερβίρουν σαμπάνια και στη δεσποινίδα λεμονάδα. και καθώς ήμουν ξαπλωμένος, γυμνός, και κοιτούσα το ταβάνι και η ξανθιά ήταν ξαπλωμένη δίπλα μου και επίσης κοιτούσε το ταβάνι, ξαφνικά σηκώθηκα, πήρα ένα τριαντάφυλλο από το βάζο, μάδησα τα πέταλά του, ύστερα πήρα κι άλλα και με τα ροδοπέταλα αυτά στόλισα την κοιλίτσα της δεσποινίδας. Το θέαμα ήταν τόσο πολύ όμορφο που με άφησε άναυδο, η δεσποινίδα ανασηκώθηκε και κοίταξε κι αυτή την κοιλιά της, αλλά τα τριαντάφυλλα έπεσαν, έτσι την έσπρωξα τρυφερά πίσω για να μείνει ξαπλωμένη, και από ένα κρεμαστάρι κατέβασα τον καθρέφτη και τον τοποθέτησα με τέτοιο τρόπο, ώστε να δει η δεσποινίδα πόσο όμορφη είναι η κοιλιά της καλυμμένη με ροδοπέταλα, και της είπα πως θα ήταν όμορφο, όποτε πήγαινα να έχει λουλούδια, για να της στολίζω την κοιλίτσα της. κι αυτή είπε πως αυτό δεν της έχει ξανασυμβεί, μια τέτοια εκτίμηση της ομορφιάς της, και μου είπε πως χάρη στα λουλούδια μ’ ερωτεύτηκε κι εγώ της είπα πόσο πιο όμορφο θα είναι, όταν τα Χριστούγεννα θα κόψω κλαδάκια από έλατο, και αυτή είπε πως ακόμα πιο ωραίο θα είναι αν στολίσω την κοιλιά της με γκι. Αλλά ακόμα καλύτερο θα ήταν, και αυτό πρέπει να το κανονίσει οπωσδήποτε, να υπάρχει ένας καθρέφτης πάνω από το κρεβάτι μας, για να βλέπουμε τους εαυτούς μας, καθώς θα




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

είμαστε ξαπλωμένοι, και κυρίως, πόσο όμορφο θα είναι όταν θα είναι γυμνή μ’ ένα στεφάνι γύρω από την ήβη της, μ’ ένα στεφάνι που θα αλλάζει ανάλογα με την εποχή του χρόνου και με τα λουλούδια που ανθίζουν κάθε μήνα, πόσο όμορφο θα είναι, όταν θα την στολίσω αργότερα με μαργαρίτες και καμπανούλες και με χρυσάνθεμα και με χρωματιστά φύλλα..., και εγώ σηκώθηκα και την αγκάλιασα και ψήλωσα μεμιάς. φεύγοντας της έδωσα δύο κατοστάρικα, αυτή όμως μου τα επέστρεψε, τότε τα ακούμπησα στο τραπέζι και καθώς έφευγα είχα την εντύπωση πως είμαι ένα και ογδόντα και στην κυρία «Παραδείσου» χάρισα ένα κατοστάρικο από το παραθυράκι της, αυτή έσκυψε και με παρατηρούσε πίσω από τα γυαλιά της..., και βγήκα έξω στη νύχτα και ο ουρανός μες στα σκοτεινά σοκάκια ήταν ξάστερος, αλλά εγώ δεν έβλεπα τίποτε άλλο, παρά τα εκατοντάδες λουλούδια, στολισμένα σε κύκλους στην κοιλιά της ξανθιάς δεσποινίδας. Όσο συνέχιζα το περπάτημα, τόσο μεγάλωνε η έκπληξή μου για το πώς μου ήρθε αυτή η ιδέα να γεμίσω, όπως γαρνίρει κανείς με λαχανικά μια πιατέλα με αλλαντικά, μια όμορφη γυναικεία κοιλίτσα με μια χούφτα μαλλάκια στη μέση, και έτσι όπως γνώριζα τα ονόματα των λουλουδιών, συνέχιζα νοερά να ντύνω τη γυμνή μου ξανθούλα με μαργαρίτες, τουλίπες και καμπανούλες, και το πήρα απόφαση πως θα τελειοποιήσω τη σκέψη μου, διότι για ένα ολόκληρο χρόνο θα έχω ασχολία, και σκεφτόμουν πως με τα λεφτά μπορεί κανείς να αγοράσει όχι μόνο μια πανέμορφη κοπέλα, αλλά και την ποίηση. Την επόμενη μέρα το πρωί, είχαμε στηθεί στο χαλί, το αφεντικό περνούσε και μας εξέταζε αν έχουμε καθαρά πουκάμισα και αν όλα τα κουμπιά ήταν στη θέση τους και όταν είπε, καλημέρα, κυρίες και κύριοι, εγώ κοίταξα την καμαριέρα και την καθαρίστρια με τις άσπρες ποδιές τους, μέχρι που η καμαριέρα μού τράβηξε το αυτί, διότι τους έριξα μια τόσο έντονη ματιά. Τότε κατάλαβα πως καμία απ’ αυτές δεν θα με άφηνε


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



να καλύψω την κοιλιά της ούτε το αιδοίο της μήτε με μαργαρίτες μήτε με τριαντάφυλλα, λες και είναι κάνα μπούτι αγριόχοιρου τυλιγμένο με κλαδιά έλατου ή με γκι... Έτσι λοιπόν, συνέχισα να γυαλίζω ποτήρια, κοιτούσα κόντρα στο φως των μεγάλων παραθύρων που πίσω απ’ αυτά περπατούσαν άνθρωποι κομμένοι από τη μέση και κάτω, εγώ συνέχιζα με τα καλοκαιρινά λουλούδια, βγάζοντας το ένα μετά το άλλο από το καλάθι για να στολίζω με τα άνθη τους ή μόνο με τα πέταλά τους την κοιλιά της γυμνής ξανθιάς του «Παραδείσου», εκείνη ξάπλωνε ανάσκελα, άνοιγε τα πόδια της κι εγώ την γέμιζα ολόκληρη, ακόμη και τους μηρούς της, και όταν τα λουλούδια γλιστρούσαν, τα κολλούσα ή τα κάρφωνα ελαφρά με ένα καρφάκι ή με μια πινέζα στο τρίχωμά της. Γυάλιζα λοιπόν επιμελώς τα ποτήρια, κανείς δεν ήθελε να το κάνει, και εγώ ξέπλενα το ποτήρι στο νερό, το έβαζα μπροστά στο μάτι μου, κοιτούσα αν είναι καθαρό, αλλά ταυτόχρονα σκεφτόμουν τι θα κάνω στον «Παράδεισο», και έτσι ήρθε η σειρά των λουλουδιών που άνθιζαν αργότερα στους κήπους, στα λιβάδια και στο δάσος, και μελαγχόλησα. Τον χειμώνα τι θα κάνω άραγε; Ύστερα, όμως, χαμογέλασα ευτυχισμένος, διότι τον χειμώνα υπάρχουν ακόμα καλύτερα λουλούδια: θα αγοράσω κυκλάμινα και μανόλιες και θα κατέβω μέχρι την Πράγα να αγοράσω ορχιδέες. Ή, καλύτερα, θα μετακομίσω στην Πράγα, αφού και εκεί υπάρχουν θέσεις εργασίας στα εστιατόρια και εκεί όλο τον χειμώνα θα έχω όσα λουλούδια θέλω... Μεσημέριασε κι εγώ άρχισα να μοιράζω πιατάκια και χαρτοπετσέτες και μπίρες και σμέουρα και γρεναδίνη με λεμόνι και μόλις ήρθε το μεσημέρι και είχαμε τη μεγαλύτερη κίνηση της ημέρας, τότε άνοιξε η πόρτα, πρώτα μπήκε και μετά στράφηκε πίσω για να την κλείσει, ήταν εκείνη η όμορφη ξανθιά από τον «Παράδεισο». κάθισε, άνοιξε το τσαντάκι της, έβγαλε από κει ένα φάκελο, κοίταξε γύρω της και εγώ έσκυψα βιαστικά για να δέσω το κορδόνι μου και η καρδιά μου χτυπούσε στο γόνατό μου. και ήρθε ο μετρ και μου




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

είπε να πάω να την εξυπηρετήσω, αλλά εγώ κουνούσα μονάχα το κεφάλι μου και ήταν σαν το γόνατό μου να είχε αλλάξει θέση με την καρδιά μου, τόσο δυνατά χτυπούσε, αλλά μετά πήρα κουράγιο, σηκώθηκα, σήκωσα ψηλά το κεφάλι μου όσο καλύτερα γινόταν, έριξα μια πετσέτα στο χέρι μου και ρώτησα τη δεσποινίδα τι θα ήθελε. Αυτή είπε πως θέλει να δει εμένα και μια γρεναδίνη φραμπουάζ και εγώ πρόσεξα πως φορούσε μόνο το καλοκαιρινό της φόρεμα με ζωγραφισμένα τριαντάφυλλα, η κοπέλα κυριολεκτικά έπλεε στα τριαντάφυλλα, έτσι λοιπόν πήρα φωτιά, έγινα κατακόκκινος σαν το τριαντάφυλλο, αυτό δεν το περίμενα με τίποτα, πάνε τα λεφτά μου, τα χιλιαρικάκια μου, αυτό εδώ που έβλεπα ήταν πέρα για πέρα τζάμπα. Έτσι, λοιπόν, πήγα να φέρω ένα δίσκο γεμάτο με ποτήρια με γρεναδίνη φραμπουάζ και καθώς τον έφερνα, η ξανθιά, όπως είχε το φάκελο στο τραπέζι της, με μια απαλή κίνηση έβγαλε από κει τα δικά μου δύο κατοστάρικα και με κοίταξε μ’ έναν τρόπο που μεμιάς τρεμόπαιξαν όλα τα ποτήρια στο χέρι μου και το πρώτο στη σειρά γλίστρησε, έγειρε σιγά σιγά και χύθηκε χαμηλά στην κοιλίτσα της. Αμέσως ήρθε τρέχοντας ο μετρ και ακολούθησε το αφεντικό μου και της ζήτησαν συγγνώμη, το αφεντικό μου μού τράβηξε το αυτί και αυτό δεν έπρεπε να το είχε κάνει, διότι εκείνη η ξανθιά φώναξε δυνατά, ώστε να ακουστεί σ’ όλο το μαγαζί: Πώς τολμάτε; και το αφεντικό μου: Λέρωσε και κατέστρεψε το φόρεμά σας κι εγώ θα πρέπει να το πληρώσω... και εκείνη: Τι σας νοιάζει, δεν σας ζητάω τίποτε απολύτως, γιατί προσβάλλετε αυτόν τον άνθρωπο; και το αφεντικό μου γλυκοστάλακτα: Σας λέρωσε το φόρεμά σας... Όλοι σταμάτησαν να τρώνε και εκείνη είπε: Αυτό δεν σας αφορά κι εγώ σας απαγορεύω να μιλάτε έτσι και για κοιτάξτε εδώ! και πήρε μια γρεναδίνη, την σήκωσε ψηλά και την έριξε στα μαλλιά της, και ύστερα μια άλλη, και ήταν γεμάτη χυμό από φραμπουάζ και μπουρμπουλήθρες από ανθρακικό, και έτσι έριξε το τελευταίο ποτήρι μέσα στο ντεκολτέ της...


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



και είπε: Θα πληρώσω... και αποχώρησε μέσα σε μια ευωδιά από φραμπουάζ, και βγήκε έξω με το μεταξωτό της φόρεμα το γεμάτο τριαντάφυλλα, τώρα μάλιστα την περιτριγύριζαν οι μέλισσες, και το αφεντικό μου σήκωσε το φάκελο από το τραπέζι και είπε: Τρέξε πίσω της, ξέχασε αυτό εδώ..., κι εγώ έτρεξα έξω, εκείνη στεκόταν στην πλατεία και ήταν σαν το περίπτερο στο πανηγύρι που πουλάνε γλειφιτζούρια, ήταν γεμάτη μέλισσες και σφήγκες και δεν τις εμπόδιζε να μαζεύουν τον χυμό από πάνω της, και ήταν σαν να είχε φτιάξει ένα καινούργιο δέρμα, ένα ελαφρύ στρώμα, ήταν όπως το έπιπλο που το περνάς με βερνίκι και εγώ κοιτούσα το φόρεμά της και της έδωσα πίσω τα δύο κατοστάρικα, εκείνη μου τα ξανάδωσε πίσω και είπε πως εχθές τα ξέχασα στο δωμάτιό της... και μου είπε ακόμα να πάω το βράδυ στον «Παράδεισο», πως είχε αγοράσει ένα μπουκέτο άγριες κόκκινες παπαρούνες..., κι εγώ πρόσεξα πως ο χυμός φραμπουάζ στέγνωσε στα μαλλιά της, κοκάλωσαν όπως το πινέλο του μπογιατζή όταν δεν το βάλεις σε νέφτι, σαν χυμένη αραβική γόμα, έβλεπα πως το φόρεμά της κόλλησε τόσο καλά με τη γρεναδίνη που θα χρειαστεί να το σκίσει σαν μια παλιά αφίσα για να το ξεκολλήσει από πάνω της, σαν παλιά ταπετσαρία στον τοίχο..., όλα αυτά όμως δεν μου ήταν αρκετά, για μένα ήταν ανατριχιαστικό πως μιλούσε μαζί μου, πως δεν με φοβόταν, πως ήξερε για μένα περισσότερα απ’ ό,τι ήξεραν στο εστιατόριο, περισσότερα απ’ ό,τι ήξερα εγώ για τον εαυτό μου... Εκείνο το βράδυ μου είπε το αφεντικό μου πως το δωμάτιό μου στο ισόγειο θα το χρειαστεί για πλυσταριό, να μαζέψω τα πράγματά μου και να μετακομίσω στον πρώτο όροφο. Εγώ του απάντησα, Δεν γίνεται αύριο; Αλλά το αφεντικό με κοίταξε επίμονα και εγώ κατάλαβα πως έπρεπε να μετακομίσω εδώ και τώρα, και μου υπενθύμισε ξανά πως στις έντεκα η ώρα πρέπει να πάω για ύπνο, διότι έχει να λογοδοτήσει στους γονείς μου και στην κοινωνία και ένας βοηθός για να μπορέσει να δουλεύει όλη την ημέρα, πρέπει να κοιμάται όλη τη νύχτα...




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

οι πιο αγαπητοί πελάτες στο εστιατόριό μας ήταν οι περιοδεύοντες εμπορικοί αντιπρόσωποι. Όχι βέβαια όλοι, διότι ανάμεσά τους ήταν κι εκείνοι που εμπορεύονταν άχρηστα πράγματα ή πράγματα χαλασμένα – οι λεγόμενοι αεριτζήδες. Εγώ συμπαθούσα πιο πολύ έναν χοντρό έμπορο που όταν ήρθε για πρώτη φορά, έτρεξα κατευθείαν στο αφεντικό μου και σχεδόν τον κατατρόμαξα, γιατί με ρώτησε ξαφνιασμένος, Τι έγινε; Αλλά εγώ ξέπνοος του είπα, Αφεντικό, αυτός πρέπει να είναι πολύ σπουδαίος! Πήγε λοιπόν να δει, και πράγματι, τόσο χοντρό άνθρωπο δεν είχαμε δει ποτέ πριν στο μαγαζί μας, το αφεντικό μού έδωσε συγχαρητήρια, ο ίδιος επέλεξε το δωμάτιό του, όπου έκτοτε πάντα κοιμόταν εκεί, είχε ένα ειδικό κρεβάτι που από κάτω είχαν τοποθετήσει τέσσερα κούτσουρα και κάτω από το στρώμα στερέωσαν δύο γερές σανίδες. ο έμπορας αυτός στην αρχή μάς συστήθηκε πολύ ευγενικά. Μαζί του είχε και έναν βοηθό που έμοιαζε με αχθοφόρο του σιδηροδρομικού σταθμού και στη ράχη του κουβαλούσε κάτι πολύ βαρύ δεμένο με λουριά, κάτι που έμοιαζε με μεγάλη γραφομηχανή. και το απόβραδο, όταν ο έμπορας καθόταν να δειπνήσει, ζητούσε τον κατάλογο με το μενού, τον κοίταζε σαν να μην μπορούσε να επιλέξει τίποτα και μετά έλεγε: Λοιπόν, εκτός από τα πνευμόνια με γλυκόξινη σάλτσα θα μου φέρνετε όλα τα κύρια πιάτα, το ένα μετά το άλλο, μόλις θα τελειώνω το ένα, θα μου φέρνετε το άλλο, μέχρι να πω τέρμα. και αφού τελείωνε –πάντα έτρωγε δέκα κύρια πιάτα–, μετά έπαιρνε ένα ονειροπόλο ύφος και έλεγε πως νιώθει μια λιγούρα, και για αρχή παράγγελνε εκατό γραμμάρια σαλάμι αέρος. Όταν του τα σέρβιρε το αφεντικό μου, έπαιρνε μια χούφτα γεμάτη κέρματα και τα πετούσε έξω από την πόρτα, στον δρόμο. Μετά, αφού ξανάτρωγε μερικές φέτες σαλάμι, πάλι, σαν να είχε τσαντιστεί, γέμιζε μια χούφτα κέρματα και τα ξαναπετούσε έξω στον δρόμο και σχεδόν νευριασμένος καθόταν κάτω και οι θαμώνες κοιτούσαν ο ένας τον άλλον, κοιτούσαν και το αφεντικό, αλλά εκείνος δεν μπο-


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



ρούσε να κάνει τίποτ’ άλλο από το να σηκωθεί, να κάνει υπόκλιση και να ρωτήσει: Να με συμπαθάτε, κύριε, γιατί πετάτε τα χρήματά σας; και ο έμπορας του απάντησε, Γιατί εγώ να μην πετάω τα χρήματά μου στον δρόμο, αφού εσείς, ο ιδιοκτήτης αυτού του καταστήματος, πετάτε καθημερινά δεκάδες κορόνες με παρόμοιο τρόπο; Τότε το αφεντικό στράφηκε στο τραπέζι των θαμώνων και τους το είπε, εκείνοι όμως ανησύχησαν ακόμα περισσότερο, οπότε το αφεντικό αποφάσισε και επέστρεψε στο τραπέζι του χοντρού και του είπε, Να με συμπαθάτε, αλλά εδώ μιλάμε για την περιουσία μου, εσείς πετάτε χρήματα, όπως σας αρέσει, αλλά αυτό τι έχει να κάνει με την περιουσία μου;... και ο χοντρός σηκώθηκε και του απάντησε, Αν μου επιτρέψετε, τότε θα σας εξηγήσω, Μπορώ να περάσω στην κουζίνα; και το αφεντικό υποκλίθηκε και του έδειξε με το χέρι την πόρτα της κουζίνας, και όταν μπήκε εκεί, τον άκουσα να συστήνεται ως εξής: ονομάζομαι Βέντελ και είμαι ο αντιπρόσωπος της εταιρείας φαν Μπέρκελ, παρακαλώ κόψτε εκατό γραμμάρια σαλάμι, εντάξει; Η γυναίκα του αφεντικού λοιπόν έκοψε, ζύγισε και έβαλε το σαλάμι στο πιάτο, και όλοι είχαμε τρομάξει πως είναι κάποιος έλεγχος, αλλά ο έμπορας χτύπησε παλαμάκια, από τη γωνία σηκώθηκε ο βοηθός του και έφερε στην κουζίνα εκείνο το πράγμα, το σκεπασμένο με μαντίλι, που τώρα έμοιαζε με αδράχτι, μήπως ήταν, και το άφησε πάνω στο τραπέζι. ο έμπορας τράβηξε το κάλυμμα και μπροστά μας φανερώθηκε ένα ωραίο κόκκινο μηχάνημα, μια λεπτή, γυαλιστερή στρογγυλή λεπίδα που γύριζε πάνω σε ένα άξονα και κατέληγε σε ένα χερούλι που από κάτω είχε ένα διακόπτη... ο χοντρός χαμογελούσε τρισευτυχισμένος στο μηχάνημα και έλεγε, ορίστε μας, η πιο μεγάλη εταιρεία στον κόσμο είναι η καθολική εκκλησία, αυτή εμπορεύεται κάτι που κανείς δεν έχει δει ποτέ του, που κανείς ποτέ του δεν το έχει αγγίξει, που κανείς δεν το έχει συναντήσει από τότε που υπάρχει ο κόσμος, και αυτό παρακαλώ είναι ο Θεός. Η δεύτερη μεγαλύτερη εται-




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

ρεία στον κόσμο είναι η International που την έχετε κιόλας εδώ μπροστά σας, αυτή είναι, δηλαδή, η λεγόμενη ταμειακή μηχανή, γνωστή σε όλο τον κόσμο. Αν πατάτε σωστά τα κουμπιά της, το απόβραδο θα υπολογίσει σωστά τις εισπράξεις σας, και η τρίτη είναι η εταιρεία που εκπροσωπώ εγώ, η φαν Μπέρκελ, που κατασκευάζει ζυγαριές που ζυγίζουν με ακρίβεια σε όλο τον κόσμο, είτε στον ισημερινό είτε στον Βόρειο Πόλο, και επίσης κατασκευάζουμε όλα τα είδη μηχανών για την κοπή κρέατος και αλλαντικών. Η χάρη αυτής εδώ της μηχανής κρύβεται εδώ, ορίστε..., είπε και ζήτησε την άδεια να την παρουσιάσει. κατόπιν ξεφλούδισε ένα κομμάτι σαλάμι αέρος, τη φλούδα την άφησε στη ζυγαριά και με το ένα χέρι γύριζε το χερούλι και με το άλλο έσπρωχνε το κυλινδρικό σαλάμι πάνω στο στρογγυλό μαχαίρι και πίσω του συσσωρεύονταν οι φέτες από το σαλάμι, μεγάλωνε ο σωρός λες και είχε κόψει όλο τον κύλινδρο, ενώ αντίθετα αυτός είχε μείνει σχεδόν ολόκληρος... και ο έμπορας σταμάτησε και ρώτησε, Πόσα γραμμάρια λέτε πως έχω κόψει; και το αφεντικό είπε, Εκατόν πενήντα, και ο μετρ είπε εκατόν δέκα, και εσύ, μικρέ, τι λες; με ρώτησε. και εγώ του είπα ογδόντα γραμμάρια και το αφεντικό μου τράβηξε το αυτί, μου το τέντωνε και ζήτησε συγγνώμη από τον έμπορα λέγοντας, Ξέρετε, η μητέρα του, όταν το θήλαζε, το άφησε και έπεσε στα πλακάκια με το κεφάλι. ο έμπορας όμως με χάιδεψε και μου χαμογέλασε γλυκά και είπε, Αυτό το αγόρι είναι πιο κοντά απ’ όλους σας, και πέταξε το κομμένο σαλάμι στη ζυγαριά και αυτή έδειξε εβδομήντα γραμμάρια... κοιταχτήκαμε και μετά περιεργαστήκαμε αυτό το θαυματουργό μηχάνημα και όλοι μας καταλάβαμε πώς φέρνει λεφτά. και όταν ανοίξαμε τον κύκλο μας, ο έμπορας πήρε άλλη μια χούφτα κέρματα και τα πέταξε σ’ ένα δοχείο για κάρβουνα, χτύπησε παλαμάκια και ο βοηθός του έφερε άλλο ένα πακέτο. κάτω από το καπάκι έμοιαζε σαν θυρίδα, που κάτω απ’ αυτήν η γιαγιά μου είχε την Παναγία, και όταν έβγαλε το περιτύλιγμα, αντικρίσα-


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



με μια ζυγαριά που έμοιαζε μ’ εκείνη του φαρμακείου, ο δείχτης ήταν λεπτεπίλεπτος και έδειχνε μόνο μέχρι ένα κιλό, και ο έμπορας είπε, ορίστε, αυτή η ζυγαριά είναι υψηλής ακριβείας, αν φυσήξω, θα δείξει πόσο ζυγίζει η αναπνοή μου..., και φύσηξε και πράγματι, ο δείχτης κινήθηκε, και μετά πήρε από τη δική μας ζυγαριά το κομμένο σαλάμι και το έριξε στην καινούργια και αυτή έδειξε πως ζυγίζει ακριβώς εξήντα επτά, κόμμα πέντε γραμμάρια..., και ήταν ξεκάθαρο πως η δική μας ζυγαριά κλέβει το αφεντικό μας δεκαπέντε γραμμάρια και ο έμπορας υπολόγιζε στο τραπέζι, ορίστε, μας κάνει... Μετά υπογράμμισε τους υπολογισμούς του και είπε, Αν πουλήσετε την εβδομάδα δέκα κιλά σαλάμι, τότε αυτή η ζυγαριά θα σας χαρίσει εκατό φορές δεκαπέντε γραμμάρια, δηλαδή μισό κύλινδρο του σαλαμιού αέρος... και ακούμπησε τις σφιχτές γροθιές του στο τραπέζι και σταύρωσε το ένα πόδι του έτσι, ώστε με τη μύτη του παπουτσιού του ακουμπούσε το πάτωμα και το τακούνι του κοιτούσε προς τα πάνω και χαμογελούσε θριαμβευτικά. Tότε το αφεντικό μας είπε, φύγετε όλοι, θα γίνουν διαπραγματεύσεις, θέλω να μου τα αφήσετε όλα όπως είναι, θα τα αγοράσω όλα! Παρακαλώ, αυτά είναι τα δείγματά μου, είπε ο έμπορας και έδειξε τον βοηθό του. Παρακαλώ, επί μια εβδομάδα σεργιανίζαμε μαζί με όλα αυτά εδώ, περνώντας βουνά και λαγκάδια, και σχεδόν σε κάθε μαγαζί της προκοπής που επισκεφτήκαμε πουλήσαμε από μία μηχανή για κοπή σαλαμιού και μία ζυγαριά. Εγώ σας λέω πως αυτά θα εξοικονομούν τους φόρους σας, μάλιστα, έτσι είναι! ο έμπορας αυτός μάλλον με αγάπησε, ίσως του θύμιζα τα παιδικά του χρόνια, κάθε φορά που μ’ έβλεπε, με χάιδευε και μου χαμογελούσε τόσο ωραία μέχρι δακρύων. Μερικές φορές παράγγελνε να του φέρνω σόδες στο δωμάτιό του. οποτεδήποτε έμπαινα στο δωμάτιό του για να του πάω κάτι είχε φορέσει κιόλας τις πιτζάμες του, είχε ξαπλώσει στο χαλί και η τεράστια κοιλιά του ήταν σωριασμένη δίπλα του σαν να ήταν βα-




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

ρέλι, κι εμένα αυτό μου άρεσε, πως δεν ντρεπόταν για την κοιλιά του, αντίθετα, την κουβαλούσε μπροστά του σαν κάτι να διαφήμιζε, άνοιγε τον δρόμο στον κόσμο που ερχόταν να τον προϋπαντήσει. κάθε φορά μου ’λεγε, κάθισε, αγοράκι μου, και μου ξαναχαμογελούσε, και κάθε φορά αισθανόμουν σαν να με χάιδευε όχι ο πατερούλης μου, αλλά η μαμάκα μου. Μια φορά άρχισε να μου εξιστορεί, Ξέρεις, εγώ άρχισα όπως εσύ, πολύ μικρός, στην εταιρεία Koreff Gallantry, ω παιδάκι μου, μέχρι σήμερα θυμάμαι το αφεντικό μου, που συνέχεια μου έλεγε πως ένας σωστός έμπορας έχει πάντα τρία πράγματα: ακίνητο, δουλειά και αποθήκες, έτσι αν χάσεις την αποθήκη, σου μένει η δουλειά, αν χάσεις τη δουλειά, έχεις το ακίνητο, αν χάσεις τη δουλειά και την αποθήκη, τότε έχεις τουλάχιστον το ακίνητο και κανείς δεν μπορεί να σου το πάρει. Μια άλλη φορά, μου διηγήθηκε: κάποτε, μ’ έστειλαν να φέρω χτένες, ωραίες κοκάλινες χτένες, οκτακόσιες κορόνες η μία, τις κουβαλούσα στο καλάθι του ποδηλάτου μου, μέσα σε δυο μεγάλες τσάντες –πάρε μια καραμελίτσα, να, πάρε αυτήν, είναι σοκολάτα με γέμιση βύσσινο– και καθώς έσπρωχνα το ποδήλατό μου στην ανηφόρα, πόσο χρονών είσαι, αγόρι μου; είπα δεκαπέντε, και αυτός έγνεψε, πήρε μια καραμέλα, πλατάγιασε τη γλώσσα του και συνέχισε: Έτσι που λες, καθώς έσπρωχνα στην ανηφόρα τις χτένες με προσπέρασε μια χωριάτισσα πάνω σε ποδήλατο, σταμάτησε στον λόφο στο δάσος, και όταν την έφθασα και σταμάτησα, με κοίταξε πολύ επίμονα από τόσο κοντά που χαμήλωσα τα μάτια μου, με χάιδεψε και είπε, Πάμε να μαζέψουμε φράουλες; Ακούμπησα το ποδήλατο με τις χτένες στο χαντάκι, αυτή στήριξε το γυναικείο της ποδήλατο πάνω στο δικό μου, με πήρε απ’ το χέρι και αμέσως πίσω από τον πρώτο θάμνο μ’ έριξε κάτω, με ξεκούμπωσε και πριν προλάβω να καταλάβω τι μου γίνεται, καθόταν πάνω μου, με είχε καταπλακώσει και μ’ αυτόν τον τρόπο αυτή η χωριάτισσα μου πήρε την παρθενιά μου, και εγώ θυμήθηκα το ποδήλατό μου και τις χτένες και έ-


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



τρεξα να τις δω και το ποδήλατό της ήταν πεσμένο πάνω στο δικό μου, τότε οι γυναίκες είχαν στην πίσω ρόδα του ποδηλάτου κάτι σαν δίχτυ, έγχρωμο μάλιστα, όπως το δίχτυ που φοράνε τα άλογα στον λαιμό και το κεφάλι τους, και εγώ έψαξα με τα χέρια μου αν ήταν εκεί οι χτένες και έφυγε ένα βάρος από πάνω μου. και όταν η χωριάτισσα ήρθε τρέχοντας και είδε πως δεν μπορούσα να βγάλω το πεντάλι από το δίχτυ, μου είπε πως αυτό είναι σημάδι και πως δεν πρέπει να αποχωριστούμε ακόμα, εγώ όμως φοβόμουν – πάρε, βρε αγόρι μου, αυτή την καραμέλα, είναι με γέμιση καραμελέ..., και φύγαμε με τα ποδήλατα για το δάσος και η χωριάτισσα με ξαναχούφτωσε, κοίτα να δεις, ήμουν πιο νέος τότε και έτσι την καβάλησα για δεύτερη φορά, έτσι όπως είχε καβαλήσει το ένα ποδήλατο το άλλο στους θάμνους, όπου αυτή είχε ξαπλώσει το ποδήλατό της στη γη και εγώ το δικό μου από πάνω, και έτσι κάναμε έρωτα, όπως τα ποδήλατά μας και ήταν πανέμορφο και, Να θυμάσαι, αγόρι μου, πως η ζωή όταν τα φέρει η τύχη, είναι πολύ ωραία... ω, ω..., τώρα όμως πήγαινε για ύπνο, το πρωί πρέπει να σηκωθείς νωρίς, έτσι δεν είναι; και πήρε το μπουκάλι και έπινε λαίμαργα, άκουγα το νερό να πλατσουρίζει στο στομάχι του, όπως όταν πέφτει το νερό της βροχής από το κανάλι μέσα στη στέρνα και όταν ύστερα ξάπλωσε στο πλάι, για να αλλάξει θέση, ακούστηκε καθαρά το νερό να παφλάζει... Δεν συμπαθούσα τους εμποράκους που πουλούσαν τρόφιμα, μαργαρίνες και κουζινικά σκεύη, κάτι τέτοιοι κουβαλούσαν μαζί τους φαγητό και το έτρωγαν στο δωμάτιό τους, μάλιστα κάποιοι κουβαλούσαν μαζί τους και γκαζάκια, μαγείρευαν πατατόσουπες και τις πατατόφλουδες τις πετούσαν κάτω από το κρεβάτι, και από πάνω ήθελαν να τους καθαρίζουμε δωρεάν τα παπούτσια τους, και την ώρα που έφευγαν μου χάριζαν τη διαφημιστική στάμπα της εταιρείας τους και γι’ αυτό είχα το προνόμιο να τους κουβαλήσω ένα κουτί μαγιά ως το αυτοκίνητό τους, διότι αυτό το είχαν πάρει από την κεντριo




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

κή αποθήκη και την πουλούσαν στους περαστικούς, όποτε έβρισκαν ευκαιρία. κάποιοι έμποροι έφερναν μαζί τους τόσες πολλές βαλίτσες, που φαινόταν πως είχαν πάρει όλο το εμπόρευμα που ήθελαν να πουλήσουν μέσα σε μια εβδομάδα, υπήρχαν και άλλοι που δεν έφερναν μαζί τους σχεδόν τίποτα. Αυτό μ’ ενδιέφερε: άραγε, αν ο έμπορας δεν κουβαλάει μαζί του τίποτα, τι εμπορεύεται; Πάντα υπήρχε κάτι που μου έκανε εντύπωση, για παράδειγμα ένας, που έκανε παραγγελίες για χαρτί περιτυλίγματος και χάρτινες σακούλες, είχε χωμένα τα δείγματά του στο μικρό τσεπάκι του σακακιού του, πίσω από το μαντιλάκι του, άλλος πάλι είχε στον χαρτοφύλακά του παιχνίδια, όπως γιογιό και σβούρες, στην τσέπη του είχε μόνο τις παραγγελίες και, καθώς περπατούσε στην πόλη, έπαιζε μ’ αυτά τα παιχνίδια, έμπαινε σε μαγαζιά και εκεί συνέχιζε να παίζει, ο ιδιοκτήτης του καταστήματος με παιχνίδια ή με ψιλικά άφηνε τους άλλους προμηθευτές και τους πελάτες σύξυλους και, ονειροβατώντας, πλησίαζε τον έμπορα και με τα χεράκια του προσπαθούσε να αγγίξει τα παιχνίδια του, και μάλιστα όποια ήταν πιο δημοφιλή εκείνη την εποχή, μέχρι να χορτάσουν οι θεατές τα καινούργια αυτά παιχνίδια. οι καταστηματάρχες ρωτούσαν: Πόσα θα μου στείλεις; και ο αντιπρόσωπος αμέσως απαντούσε είκοσι δωδεκάδες και μετά από πίεση συμφωνούσε να του στείλει καμιά δωδεκάδα παραπάνω, τη μία σεζόν ήταν στη μόδα η μπάλα από αφρώδες υλικό και τότε ο έμπορας έπαιζε με την μπάλα στο τρένο και στον δρόμο, ύστερα και στο κατάστημα παιχνιδιών και ο καταστηματάρχης, σαν υπνωτισμένος, πήγαινε να τον προϋπαντήσει και κοιτούσε πάνω κάτω, όπως πήγαινε η μπάλα, και τον ρωτούσε, Πόσες θα μου στείλετε; Δεν συμπαθούσα διόλου αυτούς τους εποχιακούς εμπόρους, δεν τους πήγαινε ούτε ο μετρ, ήταν οι λεγόμενοι αεριτζήδες, εμείς τους αναγνωρίζαμε μόλις περνούσαν το κατώφλι του ξενοδοχείου, καταλαβαίναμε δηλαδή πως ήθελαν μόνο να φάνε, να μην πληρώσουν και να φύγουν από το παρά-


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



θυρο, αυτό το είχαμε πάθει αρκετές φορές... Αλλά ο πιο αγαπητός έμπορας που έμενε σε μας ήταν ο Βασιλιάς της Προφύλαξης, αυτός που προμήθευε τα καταστήματα καλλυντικών μ’ ευαίσθητα προϊόντα σεξουαλικής προφύλαξης, ήταν ο αντιπρόσωπος της εταιρείας STOP. κάθε φορά που ερχόταν, έφερνε ένα καινούργιο προϊόν, έτσι οι θαμώνες τον καλούσαν στο τραπέζι τους, διότι πάντα στον καθένα τους μπορούσε να συμβεί κάτι το δυσάρεστο, αν και για τους άλλους ήταν διασκεδαστικό, ο αντιπρόσωπος αυτός λοιπόν μοίραζε προφυλακτικά όλων των ειδών, χρωμάτων και μεγεθών. κι εγώ, παρόλο που δεν ήμουν παρά ένας βοηθός, παραξενευόμουν και γι’ αυτό σιχαινόμουν τους θαμώνες μας, διότι στον δρόμο το έπαιζαν ανώτεροι, αλλά στο τραπέζι, όταν έπαιρναν φόρα, ήταν άλλοτε σαν γατάκια, άλλοτε σαν πίθηκοι, τόσο χυδαίοι και αστείοι, και πάντα, όταν ερχόταν ο Βασιλιάς της Προφύλαξης, έχωναν ένα προφυλακτικό στο φαγητό του διπλανού, για παράδειγμα κάτω από μια πατάτα, και καθώς ο πελάτης τσιμπούσε την πατάτα, κρεμόταν από κει το προφυλακτικό, και όλοι οι υπόλοιποι έσκαγαν στα γέλια, διότι το αργότερο μέσα σ’ ένα μήνα θα συνέβαινε κάτι παρόμοιο και σ’ αυτούς. Γενικώς τους άρεσε να πειράζει ο ένας τον άλλον, όπως ο κύριoς Ζίβνοστεκ, που ήταν ιδιοκτήτης εργαστηρίου για μασέλες, και συχνά έριχνε στην μπίρα κάποιου μερικά δόντια ή μια μασέλα ώσπου ο ίδιος μια φορά κόντεψε να πνιγεί, όταν λίγο έλειψε να καταπιεί τα δικά του δόντια που πέταξε στον καφέ του διπλανού, αυτός όμως άλλαξε τα φλιτζάνια, με αποτέλεσμα ο εργοστασιάρχης παραλίγο να πνιγεί. Ευτυχώς που ο κτηνίατρος του έδωσε ένα γερό χτύπημα στην πλάτη και τα δόντια πετάχτηκαν στο τραπέζι και μετά έπεσαν κάτω και ο κύριος Ζίβνοστεκ, που νόμιζε πως είναι κάποια μασέλα από το εργαστήριό του, τα πάτησε με δύναμη και ήταν αργά όταν κατάλαβε πως ήταν η δική του μασέλα, φτιαγμένη στα μέτρα του. και τότε ήρθε η στιγμή του οδοντοτεχνίτη Σλόσερ να γελάσει. Τρε-




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

λαινόταν να κάνει γρήγορες επιδιορθώσεις, διότι έτσι έβγαζε περισσότερα λεφτά και άλλωστε η δική του σεζόν άρχιζε με την κυνηγητική περίοδο, διότι όταν άρχιζαν να πυροβολούν λαγούς και φασιανούς, τα βράδια οι κυνηγοί μεθούσαν τόσο πολύ που αρκετοί απ’ αυτούς ξερνούσαν τις μασέλες τους, που συνήθως έσπαγαν, κι έτσι ο κύριος Σλόσερ δούλευε μερόνυχτα ολόκληρα για να φτιάξει ξανά τα δόντια τους για να μην το πάρει είδηση η σύζυγος και η οικογένειά τους... Αυτός λοιπόν ο Βασιλιάς της Προφύλαξης κουβαλούσε μαζί του και άλλα πράγματα. Μια φορά έφερε κάτι που το ονόμαζε η Παρηγοριά της Χήρας. Εγώ δεν έμαθα ποτέ τι ήταν αυτό, διότι ήταν σε μια θήκη, ίδια με θήκη κλαρινέτου, όλοι οι θαμώνες την άνοιγαν με τη σειρά και την περνούσαν γύρω γύρω από το τραπέζι ο ένας στον άλλον, και όποιος το αντίκριζε, ξεσπούσε σε γέλια, γρήγορα έκλεινε τη θήκη και την πάσαρε στον διπλανό του, κι εγώ, αν και έφερνα μπίρες, δεν έμαθα ποτέ τι παρηγορούσε τις χήρες μας. Μια άλλη φορά όμως ο Βασιλιάς της Προφύλαξης έφερε μια πλαστική κούκλα. Τότε η παρέα καθόταν στην κουζίνα, ήταν χειμώνας, το καλοκαίρι καθόμασταν στην αίθουσα του μπόουλινγκ, που ήταν χωρισμένη με παραβάν, ή δίπλα στο παράθυρο, και ο Βασιλιάς της Προφύλαξης άρχισε να μιλά στην κούκλα και οι υπόλοιποι χαχάνιζαν σαν τρελοί καθώς τον άκουγαν, αλλά εμένα δεν μου φάνηκαν καθόλου αστεία τα λόγια του και ένας ένας στο τραπέζι με τη σειρά του έπιανε την κούκλα, μόλις όμως την έπαιρνε στα χέρια του, σοβάρευε, κοκκίνιζε και την έστελνε στον διπλανό του και ο Βασιλιάς της Προφύλαξης τους δασκάλευε σαν να ήταν στο σχολείο: κύριοι, αυτό εδώ είναι το τελευταίο προϊόν μας, ένα σεξουαλικό αντικείμενο για το κρεβάτι σας, μια κούκλα με το όνομα Πριμαβέρα και με την Πριμαβέρα ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι του αρέσει, αφού είναι σαν ζωντανή, σε μέγεθος μιας ενήλικης γυναίκας, ποθητή, λάγνα και ζεστή, όμορφη και σεξουαλική, εκατομμύρια ανδρών περίμεναν μια πλαστική Πριμαβέρα, που θα τη


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



φουσκώσετε με το ίδιο σας το στόμα . Εδώ υπάρχει μια γυναίκα που δημιουργήσατε με την αναπνοή σας, που θα σας ξαναχαρίσει αυτοπεποίθηση, δηλαδή μια καινούργια ικανότητα, νέες εκσπερματώσεις και όχι μόνο, αλλά πάνω απ’ όλα μια απόλυτη ικανοποίηση. Η Πριμαβέρα, κύριοι, είναι φτιαγμένη από ειδικό πλαστικό και ανάμεσα στα πόδια της διαθέτει ένα απίθανο πλαστικό υλικό, μαλακό σαν σφουγγάρι που έχει ένα άνοιγμα στολισμένο με διάφορες προεξοχές και βαθουλώματα έτσι ώστε να θυμίζει μια πραγματική γυναίκα. Ένας μικροσκοπικός δονητής δουλεύει με μπαταρία και έτσι το αιδοίο της κούκλας κινείται απαλά και ο καθένας, ανάλογα με τις ορέξεις του, μπορεί να φθάσει στην κορύφωση, έτσι ο κάθε άνδρας είναι ο κυρίαρχος της κατάστασης. και για να μην αναγκαστείτε να καθαρίσετε το άνοιγμα της κούκλας, μπορείτε να χρησιμοποιείτε το προφυλακτικό STOP, ορίστε, και για να μη γδαρθείτε, ορίστε και ένα κουτάκι λιπαντικής κρέμας... κάθε φορά, όταν ο πελάτης φούσκωνε με τις τελευταίες δυνάμεις του την Πριμαβέρα και την παρέδινε στον διπλανό του, ο Βασιλιάς της Προφύλαξης έβγαζε το βούλωμα και η κούκλα ξεφούσκωνε κι έτσι ο καθένας αναγκαζόταν να την φουσκώνει με την ίδια του την ανάσα ξανά και κάθε φορά η κούκλα μεγάλωνε μέσα στα χέρια του καθενός ξεχωριστά και χάρη στη δική του αναπνοή, και οι υπόλοιποι χτυπούσαν παλαμάκια και γελούσαν και δεν έβλεπαν την ώρα να έρθει η σειρά τους και στην κουζίνα επικρατούσε μια εύθυμη ατμόσφαιρα και η ταμίας συνεχώς κουνιόταν στη θέση της, σταύρωνε εναλλάξ τα πόδια της, ήταν ανήσυχη σαν να φούσκωναν και να ξεφούσκωναν κάθε φορά αυτήν, και μ’ αυτό τον τρόπο έπαιζαν οι θαμώνες μας μέχρι τα μεσάνυχτα... Αργότερα εμφανίστηκε ανάμεσα στους εμπόρους ένας με παρόμοιο εμπόρευμα. Είχε κάτι πολύ πιο όμορφο, πιο πρακτικό, ήταν ο αντιπρόσωπος μιας επιχείρησης ραπτικής από το Παρντουμπίτσε – ο μετρ μας, που ποτέ δεν είχε χρόνο, τον είχε γνωρίσει μέσω ενός υπαξιωματικού που κάποτε ήταν στις υ-




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

πηρεσίες του κι εκείνος του είχε συστήσει αυτόν εδώ τον αντιπρόσωπο που διανυκτέρευε στο ξενοδοχείο μας δύο φορές τον χρόνο, κι εγώ πάντα τον κοιτούσα και δεν μπορούσα να καταλάβω: πρώτα μετρούσε το παντελόνι του μετρ, μετά τον άφηνε μόνο με το γιλεκάκι και το λευκό πουκάμισο, και στο στέρνο, στη ράχη και γύρω από τη μέση του τού εναπόθετε κάτι ταινίες από περγαμηνή και πάνω σ’ αυτές σημείωνε μέτρα και έκοβε απευθείας πάνω στον μετρ, λες και του έραβε φράκο από την περγαμηνή, δεν είχε φέρει όμως κανένα ύφασμα, και μετά αριθμούσε όλες τις ταινίες, προσεκτικά τις έβαζε σε μια σακούλα, την έκλεινε με κόλλα και επάνω σημείωνε την ημερομηνία γέννησης του μετρ μας και βεβαίως το όνομα και το επίθετό του, έπαιρνε μια προκαταβολή και του έλεγε να μην ασχολείται και να περιμένει μονάχα να του έρθει με ταχυδρομείο, με αντικαταβολή, το φράκο του, δεν χρειαζόταν να πάει να κάνει καμία πρόβα, γι’ αυτό ο μετρ μας έδινε τη δουλειά σ’ αυτή την εταιρεία, διότι πράγματι δεν είχε χρόνο. κι εγώ μετά άκουσα κάτι που ήθελα να το ρωτήσω, αλλά δεν είχα το θάρρος, δηλαδή τι γίνεται μετά; ο αντιπρόσωπος το μαρτύρησε μόνος του καθώς τακτοποιούσε την προκαταβολή στο γεμάτο πορτοφόλι του και έλεγε με σιγανή φωνή: Για να ξέρετε, εδώ πρόκειται για μια επαναστατική ιδέα του αφεντικού μου, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά ίσως και στην Ευρώπη και στον κόσμο όλο: παίρνω μέτρα στους αξιωματικούς του στρατού, στους ηθοποιούς και γενικά σε όλους που δεν έχουν ελεύθερο χρόνο όπως εσείς, κύριε, ύστερα τα στέλνω στο εργαστήριο, εκεί με τις ταινίες θα τυλίξουν κάτι που μοιάζει με κούκλα μοδίστρας, αλλά από μέσα της υπάρχει ένας πλαστικός σάκος που με μια τρόμπα τον φουσκώνουν ώσπου να γεμίσει όλες τις κολλημένες ταινίες που γρήγορα σκληραίνουν με μια κόλλα ταχείας πήξεως και μετά, όταν θα βγάλουν τις ταινίες, τότε ο κορμός σας θα υψωθεί ως το ταβάνι, φουσκωμένος για πάντα, θα τον δέσουν μ’ ένα κορδόνι όπως τα νεογέννητα στα μαιευ-


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



τήρια, για να μην τα μπερδέψουν, ή όπως στα νεκροτομεία δένουν ταμπελίτσες στο μεγάλο δάκτυλο του νεκρού, για να μην τους μπερδέψουν, και όταν έρθει η κατάλληλη ώρα, τότε τον τραβάνε κάτω και πάνω στην αιωρούμενη κούκλα δοκιμάζουν ρούχα, στολές, φράκα, ανάλογα με την παραγγελία, ξαναράβουν και ξαναδοκιμάζουν, τρεις φορές κάνουν επιδιορθώσεις, ξηλώνουν και ξαναράβουν, χωρίς να δουν ούτε μία φορά τον ίδιο τον πελάτη, δοκιμάζουν με τον φουσκωμένο αντικαταστάτη του τόσες φορές μέχρι το ρούχο «να γράφει» πάνω του και μπορούν να το στείλουν ταχυδρομικώς με αντικαταβολή. και στον καθένα έρχεται το ρούχο κουτί μέχρι να παχύνει ή να αδυνατίσει και εδώ πάλι αρκεί ένας αντιπρόσωπος που έρχεται και τον ξαναμετράει να δει πόσο λέπτυνε ή πάχυνε, όλα τα σημεία μετά στην κούκλα θα τα μικρύνει ή θα τα μεγαλώσει, ανάλογα με την εκάστοτε ανάγκη, θα τα διορθώσει ή θα ράψει ένα καινούργιο φράκο ή μια στρατιωτική στολή... Μέχρι λοιπόν να αποβιώσει ο πελάτης, το εργοστάσιο είναι γεμάτο με ιπτάμενα φιγουρίνια, από το ταβάνι αιωρούνται πολλές εκατοντάδες καλούπια σωμάτων, φτάνει να έρθει κανείς και να βρει το κατάλληλο, ανάλογα με τον βαθμό. Σε κάθε τμήμα υπάρχει τμήμα στρατηγών, συνταγματαρχών, αντισυνταγματαρχών και καπετάνιων, όλα έτοιμα για τους μετρ και τους ανθρώπους που φορούν φράκα γενικώς, αρκεί να έρθει κανείς, να τραβήξει το κορδόνι και φαίνεται αμέσως πώς ήταν ο καθένας τους, όταν την τελευταία φορά έδωσε παραγγελία για παλτό ή κοστούμι... Αυτό με μελαγχόλησε απίστευτα, μέχρι που αποφάσισα πως όταν περάσω τις εξετάσεις ως γκαρσόνι, θα τους παραγγείλω να μου φτιάξουν κι εμένα ένα τέτοιο φράκο, για να αιωρούμαι εγώ και το ομοίωμά μου κάτω από το ταβάνι μιας εταιρείας που σίγουρα ήταν μοναδική στον κόσμο, διότι αυτό το κόλπο μόνο ένας Τσέχος μπορούσε να το επινοήσει..., αργότερα συχνά έβλεπα στο όνειρό μου πώς αιωρούμαι εγώ, όχι ο κορμός μου, κάτω από το ταβάνι στην ε-




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

ταιρεία ραπτικής στην πόλη Παρντουμπίτσε, μερικές φορές είχα την αίσθηση πως επίσης αιωρούμαι από το ταβάνι του εστιατορίου «Χρυσή Πράγα». Έτσι, κάποια φορά κατά τα μεσάνυχτα ενώ πήγαινα σόδες στον αντιπρόσωπο της εταιρείας Μπέρκελ, σ’ εκείνον που μας πούλησε μια ζυγαριά, που έμοιαζε με του φαρμακοποιού, και εκείνη τη λεπτεπίλεπτη κοπτική μηχανή για σαλάμια και ξέχασα να χτυπήσω την πόρτα του, είδα τον αντιπρόσωπο να κάθεται στο χαλί, όπως καθόταν πάντα, διότι μόλις είχε φάει, είχε φορέσει τις πιτζάμες του και καθόταν ανακούρκουδα, εγώ στην αρχή νόμισα πως ρίχνει μόνος του πασιέντσες ή ρίχνει χαρτιά, αλλά αυτός χαμογελούσε τρισευτυχισμένος, ξεχείλιζε από ευτυχία σαν μικρό παιδί και σε όλο το χαλί είχε εναποθέσει το ένα χαρτονόμισμα των εκατό κορονών δίπλα στο άλλο, ήδη είχε γεμίσει το μισό χαλί και δεν του έφθανε, διότι από τον χαρτοφύλακά του έβγαλε ένα άλλο πάκο χαρτονομίσματα και συνέχισε να τα τοποθετεί σε σειρές με τέτοια ακρίβεια που νόμιζες πως το χαλί είναι γεμάτο ζωγραφισμένα ορθογώνια, κι αυτός συνέχιζε να βάζει το κατοστάρικο μέσα στο ορθογώνιο και όταν τέλειωνε τη μια σειρά, και οι σειρές ήταν τέλειες σαν κηρήθρες, λες και τις είχαν φτιάξει μέλισσες, τότε κοιτούσε τρισευτυχισμένος τα κατοστάρικα, χτυπούσε μάλιστα τις χονδρές παλάμες του και μετά χάιδευε το πρόσωπό του μ’ αυτές, γεμάτος παιδικό ενθουσιασμό. καθώς κρατούσε το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες του θαύμαζε τα χαρτονομίσματα αυτά και σε λίγο πάλι απ’ την αρχή τα άπλωνε στο πάτωμα και όταν κάποιο κατοστάρικο ήταν αναποδογυρισμένο ή με την καλή από κάτω, το γυρνούσε έτσι ώστε να έχουν την ίδια κατεύθυνση. και εγώ στεκόμουν και φοβόμουν να βήξω ή να φύγω. Τα χαρτονομίσματα ήταν μια ολόκληρη περιουσία, ήταν σαν πανομοιότυπα τουβλάκια, πάνω απ’ όλα όμως ο απύθμενος ενθουσιασμός του και εκείνη η σιωπηλή χαρά του μου άνοιξαν τους ορίζοντές μου, διότι κι εγώ τα λεφτουδάκια τα αγαπούσα


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



το ίδιο πολύ, αλλά αυτό εδώ δεν το είχα σκεφτεί καν, και ονειρεύτηκα πως όλα τα λεφτά που θα βγάλω, θα τα κάνω εικοσάρικα, όχι κατοστάρικα, και θα τα τοποθετώ ακριβώς έτσι, και αισθάνθηκα μια υπέροχη ηδονή, καθώς έβλεπα τον χοντρό άνδρα σαν παιδί με τις ριγωτές πιτζάμες, και κατάλαβα αμέσως, και το έβλεπα μπροστά μου, πως αυτό εδώ θα είναι ο μελλοντικός μου στόχος – να κλειστώ μ’ αυτό τον τρόπο ή να ξεχάσω να κλειδώσω και να εκθέτω στο χαλί την εικόνα της εξουσίας μου, της ικανότητάς μου, εικόνες που πραγματικά τις χαίρεσαι... Μ’ αυτές μια φορά κατέπληξα και τον ποιητή Τόντα Γιοντλ που έμενε στο ξενοδοχείο μας και επειδή ήξερε να ζωγραφίζει, αντί να του παίρνει λεφτά το αφεντικό μας, αγόραζε τους πίνακές του. ο ζωγράφος μια φορά κυκλοφόρησε στη μικρή μας πόλη μια ποιητική συλλογή, λεγόταν Η ζωή του Χριστού, την τύπωσε με τα δικά του έξοδα βέβαια και μάλιστα το πρώτο τιράζ το ανέβασε στο δωμάτιό του κι εκεί έβαζε στο πάτωμα το ένα βιβλίο δίπλα στο άλλο, του προκαλούσε δε τόση νευρικότητα Η ζωή του Χριστού του, που συνεχώς έβγαζε και έβαζε την καμπαρντίνα του, και αφού κάλυψε όλο το δωμάτιο με το λευκό βιβλίο του και μια που δεν χωρούσαν άλλα αντίτυπα, συνέχισε στον διάδρομο μέχρι τη σκάλα. και πάλι άρχισε να γδύνεται και να ντύνεται, ανάλογα με το αν ίδρωνε ή όχι, έριχνε την καμπαρντίνα στους ώμους του, αλλά μόλις κρύωνε, την ξανάβαζε, για να ζεσταθεί σε λίγο τόσο πολύ που την ξανάβγαζε, και επίσης έπεφτε συνεχώς βαμβάκι από τα αυτιά του, και αυτό το έβγαζε και το έβαζε, ανάλογα αν ήθελε να ακούει ή να μην ακούει τον περίγυρό του. Διαλαλούσε την επιστροφή στη φύση και δεν ζωγράφιζε τίποτε άλλο εκτός από κάτι παράγκες σε τσέχικα βουνά και δεν μιλούσε για τίποτε άλλο παρά για το ότι ο ρόλος του ποιητή ως καλλιτέχνη είναι να ψάχνει τον Νέο Άνθρωπο. Aλλά οι πελάτες μας δεν τον συμπαθούσαν ή μάλλον τον συμπαθούσαν, συνεχώς όμως τον πείραζαν, διότι αυτός όχι μόνο γδυνόταν και ντυνόταν, αλλά




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

συνεχώς έβγαζε και έβαζε τα παπούτσια του, ανάλογα με τα κέφια του που άλλαζαν κάθε πέντε λεπτά, καθώς έψαχνε τον Νέο Άνθρωπο, λοιπόν έβγαζε και έβαζε τις γαλότσες του και οι πελάτες μας, όταν τις έβγαζε, έχυναν μέσα μπίρα ή καφέ, έπειτα όλοι τον κοιτούσαν, αλλά τα πιρούνια τους δεν πετύχαιναν την μπουκιά τους, καθώς αλληθώριζαν μη χάσουν την αντίδρασή του όταν θα έβαζε τις γαλότσες και θα ξεχείλιζε από μέσα ο καφές ή η μπίρα, και εκείνος μετά άρχιζε να φωνάζει πολύ δυνατά και ακουγόταν σε όλο το εστιατόριο: Χαζοί, κακοί και κακούργοι απόγονοι..., θα σας ξαποστείλω στις παράγκες στα βουνά..., και ύστερα δάκρυζε, αλλά όχι από κακία, αλλά από ευτυχία, διότι θεωρούσε τον καφέ ή την μπίρα ως ένα μικρό δωράκι, νόμιζε, δηλαδή, πως η πόλη επιτέλους τον υπολογίζει, πως παρόλο που δεν του δείχνει εκτίμηση τον θεωρεί ίσο... Το χειρότερο συνέβη όταν κάρφωσαν τις γαλότσες του με καρφιά και καθώς ο ποιητής γλίστρησε μέσα τους και ήθελε να γυρίσει στο τραπέζι του, δεν μπορούσε, παραλίγο να πέσει ανάσκελα, πολλές φορές έπεσε μπρούμυτα, τόσο καλά τις είχαν καρφώσει και αυτός έβριζε ξανά τους πελάτες: Χαζοί, κακοί και κακούργοι απόγονοι, αλλά τους συγχώρεσε αμέσως και τους πρόσφερε μια ζωγραφιά ή την ποιητική του συλλογή και αμέσως έλαβε την αμοιβή του, για να έχει να ζήσει... Στην ουσία δεν ήταν κακός, αντίθετα, ήταν ο άγγελος προστάτης ολόκληρης της πόλης μας κι εγώ συχνά τον ονειρευόμουν να πετάει σαν άγγελος, όπως εκείνος ο άγγελος πάνω από το κατάστημα καλλυντικών με την επωνυμία «ο λευκός άγγελος», τον ονειρευόμουν να ίπταται πάνω από την πόλη και να ανεμίζει τα φτερά του, και πράγματι είχε φτερά, μάλιστα, τα είχα δει και φοβόμουν να ρωτήσω τον ιερωμένο μας. Τα είχα δει όταν έβγαζε και έβαζε τα ρούχα του και το όμορφο πρόσωπό του έσκυβε πάνω από μια κόλλα χαρτί, εκείνου του άρεσε να γράφει ποιήματα στα τραπέζια μας, εγώ είχα δει μόνο το αγγελικό προφίλ του και, καθώς στρεφόταν, είδα πως πάνω από το κε-


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



φάλι του υπήρχε ένα φωτοστέφανο, ήταν ένας απλός κύκλος, μια μοβ φωτίτσα σαν τη φλόγα που βγαίνει από το γκαζάκι μάρκας Πρίμους, ήταν σαν να είχε αέριο μέσα στο κεφάλι του, και πάνω απ’ αυτό φώτιζε εκείνος ο κύκλος που τσιτσίριζε και που παλιά είχαν οι λάμπες στους δρόμους... Επίσης, όταν διέσχιζε την πλατεία, δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος που με τέτοιο τρόπο να κρατάει την ομπρέλα του όπως αυτός ο πελάτης μας, και που με τόση κομψότητα να έχει ριγμένο το πανωφόρι στον ώμο του, κανείς, μόνο αυτός ο ποιητής μας, και κανείς, επίσης, δεν ήξερε να φοράει το μαλακό του καπέλο σαν αυτόν, αν και από τα αυτιά του φύτρωνε ένας σωρός από λευκό βαμβάκι και παρόλο που πριν προλάβει να διασχίσει την πλατεία είχε βγάλει και βάλει πέντε φορές το πανωφόρι του και δέκα φορές είχε βγάλει το καπέλο του και το είχε ξαναβάλει σαν να χαιρετούσε κάποιον... Αλλά αυτός δεν χαιρετούσε ποτέ κανέναν, έκανε μόνο βαθιές υποκλίσεις στις γιαγιάδες στη λαϊκή αγορά, στις πλανόδιες πωλήτριες, ήταν στο στοιχείο του καθώς έψαχνε τον Νέο Άνθρωπο. και όταν είχε υγρασία ή έβρεχε, πάντα παράγγελνε ένα πιάτο πατσά και ψωμί και μόνος του το πήγαινε στις γυναίκες αυτές που είχαν παγώσει, και όταν το κουβαλούσε διασχίζοντας την πλατεία, αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο, δεν ήταν μια απλή σούπα, όπως το έβλεπα εγώ, αυτός μέσα στην κατσαρόλα κουβαλούσε την καρδιά του, μια καρδιά βουτηγμένη στον πατσά για την καθεμία ξεχωριστά, μια ανθρώπινη καρδιά μέσα σε μια σούπα ή την καρδιά του ψιλοκομμένη και τσιγαρισμένη με κρεμμυδάκια και πιπεριά, και την κουβαλούσε όπως ένας ιερέας κουβαλάει το εξαπτέρυγο ή το αντίδωρο για την τελευταία εξομολόγηση. Έτσι λοιπόν, αυτός ο ποιητής κουβαλούσε εναλλάξ τις κατσαρόλες και έκλαιγε τη μοίρα του, για το πόσο καλόκαρδος ήταν και για το πώς αγόραζε στο εστιατόριό μας στις γριές κάτι να φάνε –αν και βερεσέ–, όχι για να ζεσταθούν, αλλά για να ξέρουν πως αυτός, ο Τόντα Γιοντλ, τις σκεφτόταν, πως ζούσε γι’ αυτές, πως τις θεωρούσε ένα κομμάτι




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

του εαυτού του, ένα κομμάτι της κοσμοθεωρίας του και πως οι πράξεις του γίνονται εδώ στη γη, αμέσως τώρα, όχι μετά θάνατον... Ακόμα και τότε που είχε απλώσει το καινούργιο του βιβλίο στο πάτωμα και η καθαρίστρια, την ώρα που κουβαλούσε τον κουβά από την τουαλέτα, τσαλαπάτησε τα λευκά εξώφυλλα της Ζωής του ιησού Χριστού, ο Τόντα δεν της φώναξε, κακοί, χαζοί και κακούργοι απόγονοι, αλλά άφησε την κάθε πατημασιά της εκεί και υπέγραψε αυτόγραφο κάτω από τη σχεδόν ανδρική πατημασιά της και το αντίτυπο αυτό με το σημάδι το πουλούσε αντί για δέκα κορόνες, δώδεκα... και επειδή το βιβλίο το είχε τυπώσει με δικά του έξοδα, είχε μόνο διακόσια αντίτυπα, αλλά είχε κανονίσει με έναν καθολικό εκδοτικό οίκο στην Πράγα πως θα του τύπωνε κάποτε δέκα χιλιάδες αντίτυπα. Έτσι, κάθε μέρα μετρούσε, έβγαζε και ξανάβαζε την καμπαρντίνα του και τρεις φορές είχε πέσει όταν του είχαν καρφώσει τις γαλότσες του στο πάτωμα – μάλιστα, είναι κάτι που έχω ξεχάσει! Αυτός, για να πούμε την αλήθεια, κάθε πέντε λεπτά κατάπινε κάτι χάπια, έτσι ήταν σκονισμένος σαν τον μυλωνά, σαν να σκίστηκε πάνω στο μαύρο ρούχο του ένα σακουλάκι με αλεύρι, το στέρνο και τα γόνατά του ήταν ολόλευκα, και ένα φάρμακο μάλιστα, το νεουραστένιν, το έπινε κατευθείαν από το μπουκάλι, με αποτέλεσμα γύρω από το στόμα του να έχει έναν κίτρινο κύκλο σαν να μασούσε καπνό... Έτσι, έπινε και κατάπινε διάφορα χάπια που του δημιουργούσαν εκείνη την παράξενη διάθεση και κάθε πέντε λεπτά ζεσταινόταν και μετά πάλι κρύωνε, έτρεμε σύγκορμος μέχρι που τρανταζόταν το τραπέζι όπου καθόταν, και ένας ξυλουργός μέτρησε πόσα μέτρα κάλυπτε η Ζωή του ιησού Χριστού – όλο το δωμάτιο και τον διάδρομο και ο Τόντα μετά υπολόγισε πως αν κυκλοφορήσουν τα δέκα χιλιάδες αντίτυπα και αν τα άπλωνε στη γη, τότε θα γέμιζε τον δρόμο από το Τσάσλαβ έως το Χερζμανόβιτς Μιέστετς, και πως θα ήταν μια έκταση που θα σκέπαζε ό-


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



λες τις πλατείες και όλα τα πλησιέστερα δρομάκια του ιστορικού μέρους της πόλης μας, πως αν τοποθετούσε το ένα βιβλίο μετά το άλλο, θα δημιουργούσαν μια λωρίδα, μια διακεκομμένη λωρίδα στον ασφαλτόδρομο από το Τσάσλαβ ως τη Γιχλάβα, μάλιστα και μένα με είχε τρελάνει με τα βιβλία του και συνεχώς περπατούσα στο πλακόστρωτο της πόλης μας μόνο πάνω στα νοερά βαλμένα βιβλία και ήξερα πως πρέπει να είναι ωραίο συναίσθημα να βλέπεις το όνομά σου τυπωμένο και να βλέπεις δέκα χιλιάδες Χριστούς, για τους οποίους, πάντως, ο Τόντα έμεινε οφειλέτης. και μια μέρα ήρθε η κυρία κάνταβα, η ιδιοκτήτρια του τυπογραφείου, του κατάσχεσε τη Ζωή του ιησού Χριστού, οι δύο βοηθοί της την κουβάλησαν μέσα σε δύο καλαθούνες για τα άπλυτα και η κυρία κάνταβα είπε, μάλλον φώναξε έξαλλη, ο ιησούς Χριστός θα είναι στο τυπογραφείο και με οκτώ κορόνες θα σας δίνω έναν ιησού..., και ο Τόντα έβγαλε την καμπαρντίνα του, ήπιε από το μπουκάλι το φάρμακό του και φώναζε και ωρυόταν, κακοί, χαζοί και κακούργοι απόγονοι... Ξερόβηξα ελαφρώς, αλλά ο έμπορας ουάλντεν παρέμεινε ξαπλωμένος στο πάτωμα δίπλα στο χαλί και όλο το χαλί είχε σχέδιο τα κατοστάρικα, ήταν γεμάτο πράσινα χαρτονομίσματα... ο κύριος ουάλντεν αγνάντευε πέρα από το πράσινο λιβάδι του, ξαπλωμένος, με το ένα χονδρό του χέρι κάτω από το κεφάλι του για μαξιλάρι..., βγήκα και έκλεισα, μετά χτύπησα την πόρτα και ο κύριος ουάλντεν ρώτησε: Ποιος είναι; κι εγώ είπα: Εγώ ο βοηθός, σας φέρνω τη σόδα... Ελάτε, είπε. Τότε μπήκα και ο κύριος ουάλντεν παρέμεινε ξαπλωμένος, το κεφάλι του στην παλάμη του, τα μαλλιά του ήταν κατσαρά, γεμάτα μπριγιαντίνη, και γυάλιζαν σαν το διαμάντι που είχε στο άλλο του χέρι, και παρέμενε χαμογελαστός και μου είπε, Δώσε μου τη σόδα και κάτσε κάτω! Έβγαλα λοιπόν από την τσέπη μου ένα ανοιχτήρι και η σόδα τσιτσίρισε σιγανά. ο κύριος ουάλντεν έπινε και στα διαλείμματα έδειχνε τα χαρτονομίσματα




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

των εκατό κορονών, μου μιλούσε χαμηλόφωνα και καλόκαρδα σαν τη σόδα, ξέρω, ήσουν εδώ και πριν κι εγώ σε άφησα να απολαύσεις το θέαμα..., να θυμάσαι, τα λεφτά θα σου ανοίξουν τον δρόμο για τον έξω κόσμο, αυτό με μάθαινε ο γεροκόρεφ, στον οποίο μαθήτευσα, κι αυτό εδώ που βλέπεις, πάνω στο χαλί, το έβγαλα μέσα σε μια εβδομάδα, πούλησα δέκα ζυγαριές... κι αυτός είναι ο μισθός μου, έχεις δει κάτι καλύτερο στη ζωή σου; Μόλις επιστρέψω στο σπίτι, έτσι θα τα απλώσω εκεί, με τη γυναίκα μου θα βάλουμε τα χαρτονομίσματα σε όλα τα τραπέζια και στο πάτωμα, θ’ αγοράσω ένα σαλάμι, θα το κόψω σε κύβους και όλο το βράδυ θα το τρώω, δεν θα αφήσω για την επόμενη μέρα τίποτα, διότι τη νύχτα έτσι και αλλιώς θα ξυπνήσω και θα το αποτελειώσω, εγώ τρελαίνομαι για σαλάμια, ένα ολόκληρο σαλάμι, μια φορά θα σου το διηγηθώ, όταν έρθω μια άλλη φορά..., και ο κύριος ουάλντεν σηκώθηκε, με χάιδεψε, άφησε το χέρι του κάτω από το πιγούνι μου, με κοίταξε μες στα μάτια και μου είπε, Εσύ θα φτάσεις ψηλά, να το θυμάσαι, το ’χεις μέσα σου, το ξέρεις; Πρέπει μόνο να μπορέσεις να το καταλάβεις... Αλλά πώς; ρώτησα εγώ. κι αυτός είπε, Σε είδα στον σιδηροδρομικό σταθμό να πουλάς λουκάνικα, είμαι ένας απ’ αυτούς που σου έδωσαν το εικοσάρικο και εσύ τόσην ώρα μου έδινες τα ρέστα για μία κορόνα και ογδόντα χαλέρια, μέχρι που το τρένο ξεκίνησε κι έφυγε... και μετά, είπε ο κύριος ουάλντεν και άνοιξε το παράθυρο, έπιασε μια χούφτα ψιλά από την τσέπη του παντελονιού του και τα πέταξε στην έρημη πλατεία, περίμενε για λίγο, σήκωσε το δάχτυλό του, για να ακούσω προσεκτικά τα κέρματα να αντηχούν και να κατρακυλούν στο πλακόστρωτο... και πρόσθεσε, Έτσι πρέπει να ξέρεις να πετάς ψιλά από το παράθυρο, για να σου έρθουνε κατοστάρικα από την πόρτα, κατάλαβες; και σηκώθηκε ένα αεράκι, έγινε ρεύμα και όλα τα χαρτονομίσματα των εκατό κορονών σηκώθηκαν σαν να πήραν διαταγή, ζωντάνεψαν και σύρθηκαν πιο μέσα στο δωμάτιο σαν φθινοπωρινά φύλλα.


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



Έτσι λοιπόν, παρακολούθησα τον ουάλντεν και με τον ίδιο τρόπο έκτοτε παρατηρούσα τους πλανόδιους πωλητές, και όταν χόρταινα με το βλέμμα αυτό, πάντα αναρωτιόμουν, άραγε τι είδους εσώρουχα φοράνε, τι πουκάμισα; και πάντα φανταζόμουν πως φορούν βρόμικα εσώρουχα, μάλιστα κιτρινισμένα στον καβάλο, πως όλοι έχουν βρόμικους γιακάδες στα πουκάμισά τους, πως οι κάλτσες τους είναι βρομερές και αν δεν έμεναν στο ξενοδοχείο μας, θα τα πετούσαν από το παράθυρο, όπως τα πετούσαν από το παράθυρο στα λουτρά του κάρλοβι Λάζνιε, όπου για τρία χρόνια έμενα στη γιαγιά μου, για να με μεγαλώσει – η γιαγιά μου είχε ένα δωματιάκι στους παλιούς μύλους, μια καμαρούλα τόση δα, που δεν την έβλεπε ποτέ ο ήλιος και που δεν θα μπορούσε καν να την δει, διότι κοιτούσε τον βορρά και επιπλέον βρισκόταν κολλητά στον τροχό του μύλου. Αυτός ήταν τόσο μεγάλος που από τον πρώτο όροφο ήταν χωμένος στο νερό και έφθανε μέχρι τον τρίτο και αυτή η γιαγιά μου μπόρεσε και με πήρε κοντά της, ξέρετε, η μαμά μου μ’ έκανε εξώγαμο και έτσι μ’ έδωσε στη μαμά της, δηλαδή στη γιαγιά μου, και η γιαγιά έμενε ακριβώς δίπλα στα λουτρά του κάρλοβι Λάζνιε, όλη η χαρά της ζωής της ήταν ότι κατάφερε να μείνει με ενοίκιο σ’ εκείνον τον μύλο, πάντα ευχαριστούσε τον Θεό που εισάκουσε τις προσευχές της και της έδωσε αυτήν την κάμαρη δίπλα στα λουτρά, διότι όταν ερχόταν η Πέμπτη και η Παρασκευή, στα λουτρά έκαναν μπάνιο οι πλανόδιοι πωλητές κι αυτοί που δεν είχαν σταθερή κατοικία, και έτσι η γιαγιά μου από τις δέκα η ώρα το πρωί ήταν στο πόδι, κι εγώ αργότερα ανυπομονούσα να έρθει η Πέμπτη, η Παρασκευή και οι άλλες μέρες, αν και τότε δεν πετούσαν τα εσώρουχά τους από τις τουαλέτες των λουτρών τόσο συχνά, έτσι παραμονεύαμε στο παράθυρό μας και κάθε λίγο και λιγάκι βλέπαμε να πέφτουν κάτι εσώρουχα που τα πετούσαν πλανόδιοι πωλητές, τα βλέπαμε να σταματάνε στιγμιαία την πτήση τους, να ξεδιπλώνονται και μετά να πέφτουν καταγής, κάποια έπεφταν




ΜΠοΧοΥΜιΛ ΧΡΑΜΠΑΛ

στο νερό, και τότε η γιαγιά μου τα μάζευε μ’ ένα κοντάρι με γάντζο, έπρεπε να την βαστώ από τα πόδια για να μην πέσει, διότι τα νερά ήταν πολύ βαθιά εκεί, και καμιά φορά τα πεταμένα πουκάμισα άνοιγαν τα χέρια τους σαν τον τροχονόμο στη διασταύρωση ή σαν τον Χριστό, έτσι λοιπόν σταυρώνονταν για λιγάκι τα πουκάμισα αυτά κι έπειτα έπεφταν κατακόρυφα στα πρέκια της ρόδας του μύλου, που στριφογύριζε συνεχώς, κι αυτό για μένα ήταν μια μεγάλη περιπέτεια – ή έπρεπε να αφήσω το πουκάμισο ή το σώβρακο στη ρόδα να τα πάει στο παράθυρο της γιαγιάς, ώστε να τα φτάσει και να τα πιάσει με το χέρι ή να τα γραπώσει με τον γάντζο από τον άξονα, όπου μάγκωναν και ξεγλιστρούσαν συνεχώς, τελικά όμως πάντα η γιαγιά κατάφερνε να τα ξεμπλέξει με τον γάντζο της και να τα τραβήξει μέσα στο παράθυρο της κουζίνας – μετά τα πετούσε γρήγορα όλα στη σκάφη και όλη τη νύχτα έτριβε και έπλενε τα βρόμικα σώβρακα, τα πουκάμισα και τις κάλτσες, από τον πρώτο όροφο έριχνε το νερό αμέσως πίσω σ’ αυτό που έρεε κάτω από τα πτερύγια της ρόδας... Τα βράδια βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα πανέμορφο θέαμα, καθώς ξαφνικά, στα σκοτεινά, πετάγονταν άσπρα εσώρουχα από το παράθυρο της τουαλέτας των λουτρών, ένα λευκό πουκάμισο με φόντο τη σκοτεινή χαράδρα του μύλου, για λίγο έλαμπε στο παράθυρό μας το άσπρο πουκάμισο ή τα λευκά εσώρουχα και η γιαγιά κατάφερνε να τα πιάσει επιδέξια πριν προλάβουν να πέσουν στην άβυσσο πάνω στα μικροσκοπικά και γυαλιστερά ψαράκια... καμιά φορά το βράδυ ή τα μεσάνυχτα ερχόταν ένα αεράκι από τα βάθη της δεξαμενής και οι σταγόνες πιτσιλούσαν μέχρι επάνω, κι αυτή η βροχή χαστούκιζε τη γιαγιά μου τόσο δυνατά που αναγκαζόταν να παλέψει για το πουκάμισο γερά με τον άνεμο, αλλά παρ’ όλα αυτά η γιαγιά ανυπομονούσε να έρθει ξανά μια καινούργια μέρα, ειδικά η Πέμπτη και η Παρασκευή, όταν οι πλανόδιοι πωλητές άλλαζαν πουκάμισα και εσώρουχα, πετούσαν από το παράθυρο τα παλιά και επει-


ΥΠΗΡΕΤΗΣΑ ΤοΝ ΑΓΓΛο ΒΑΣιΛιΑ



δή έβγαζαν λεφτά, αγόραζαν και καινούργιες κάλτσες και εσώρουχα και πουκάμισα και τα παλιά τα πετούσαν από το παράθυρο των λουτρών κάτω, όπου η γιαγιά μου είχε στήσει καρτέρι με τον γάντζο της, και ύστερα έπλενε τα εσώρουχα αυτά και τα μπάλωνε και τα πουλούσε στους χτίστες και στους εργάτες και έτσι ταπεινά, αλλά καλά, ζούσε, μπορούσε δηλαδή να αγοράζει και για μένα ψωμάκια και γάλα για να το βάζει στον καφέ από κριθάρι, τότε ίσως και να ήταν τα καλύτερά μου χρόνια..., μέχρι σήμερα βλέπω συνεχώς τη γιαγιά μου μέσα στη νύχτα να ξαγρυπνά στο ανοιχτό παράθυρο περιμένοντας να πέσει κανένα πουκάμισο, πράγμα που την άνοιξη και τον χειμώνα δεν ήταν διόλου εύκολο, και μάλιστα ακόμα βλέπω το ριγμένο πουκάμισο να σταματάει για ένα δευτερόλεπτο στο παράθυρό μας, παρασυρμένο από το αεράκι, να ανοίγει τα χέρια του και η γιαγιά μου να το γραπώνει με μια γρήγορη κίνηση κοντά της, διότι σε λίγο το πουκάμισο θα έπεφτε μαραμένο σαν πυροβολημένο άσπρο πουλί μέσα στα κελαρυστά μαύρα νερά, για να επανεμφανιστεί σαν βασανισμένο πάνω στη ρόδα χωρίς ανθρώπινο σώμα μέσα του, να αιωρείται κάνοντας ένα βρεγμένο κύκλο και μετά να χάνεται στον τρίτο όροφο, όπου ευτυχώς ήταν οι αλεστήρες και όχι άνθρωποι σαν και μας, με τους οποίους θα αναγκαζόμαστε να παλεύουμε για πουκάμισα και μακριά σώβρακα, και η γιαγιά περίμενε πάλι τη στιγμή που θα ξανακατέβαινε, και αν της ξεγλιστρούσε, θα έπεφτε μέσα στα μαύρα νερά και εκεί θα το παράσερνε το ρεύμα κάτω από τις μαύρες γέφυρες κάπου μακριά από τον μύλο... Σας φτάνει αυτό; Μ’ αυτό τελειώνω για σήμερα.

o


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.