Κατερίνα Καριζώνη - «Η πόλη των αθώων»

Page 1

KARIZONI_ATWOI DDDD final_Layout 1 21/3/16 3:32 μ.μ. Page 5

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΩΩΝ Μυθιστόρημα

‫ﱣﱢ‬

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


KARIZONI_ATWOI DDDD final_Layout 1 21/3/16 3:32 μ.μ. Page 6

©

Copyright Κατερίνα Καριζώνη – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2015

Έτος 1ης έκδοσης: 2016 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα

% 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-6011-0


KARIZONI_ATWOI DDDD final_Layout 1 21/3/16 3:32 μ.μ. Page 7

ΚΕΦΑΛΑΙΑ òô

Καπνισμένα πορτοκάλια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . H ιστορία του τσαγκάρη και της πεθαμένης . . . . . . . . . Η ενηλικίωση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η λίμνη με τα τρία χρωματιστά ψάρια . . . . . . . . . . . . Τα κεντήματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Χαβιάρι και τσουκνίδες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η παράξενη ιστορία του Μπετόβεν . . . . . . . . . . . . . . . Οι θησαυροί του Αγίου Όρους . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αντιγόνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τσάι με την ΟΠΛΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η μυστική Θούλη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . H θεία Κλεονίκη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το γεράκι και το φίδι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα τρία χτυπήματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι αόρατοι ασκητές . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ίντριγκες και φράξιες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αντίο, φεύγω για τα ψηλά βουνά . . . . . . . . . . . . . . . . H τελετή της μπουγάδας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το γεύμα των πουλιών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το Λιβάδι και το Βουνό . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 

11 18 28 34 40 47 55 67 74 82 88 93 101 106 117 124 132 142 149 155


KARIZONI_ATWOI DDDD final_Layout 1 21/3/16 3:32 μ.μ. Page 8

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

Ρόζενμπεργκ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η λίμνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αδάμ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Tι έγινε στον Χορτιάτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Φθινοπωρινά παπούτσια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ρετσινόλαδο και πάγος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το εργοστάσιο των παπουτσιών . . . . . . . . . . . . . . . . .

163 168 174 180 185 191 197

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 205 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . 206


KARIZONI_ATWOI DDDD final_Layout 1 21/3/16 3:32 μ.μ. Page 9

στους γονείς μου


KARIZONI_ATWOI DDDD final_Layout 1 21/3/16 3:32 μ.μ. Page 10

Το βιβλίο αυτό είναι προϊόν μυθοπλασίας, βασίζεται ωστόσο σε πραγματικά γεγονότα.


KARIZONI_ATWOI DDDD final_Layout 1 21/3/16 3:32 μ.μ. Page 11

Καπνισμένα πορτοκάλια

χιονόνερο έπεφτε στην πόλη απ’ το πρωί. Στα δέντρα δεν είχε απομείνει ούτε φύλλο. Τα είχαν πάρει όλα οι φθινοπωρινοί βοριάδες μαζί με τις λιακάδες του καλοκαιριού. Τα είχαν παρασύρει τα ποτάμια της βροχής. Μοναχικά πουλιά τριγύριζαν στις στέγες και στα κράσπεδα των δρόμων. Τα παιδιά στο σχολείο της οδού Συγγρού είχαν συγκεντρωθεί στην κεντρική αίθουσα για την προσευχή. Στέκονταν πειθαρχικά, στοιχημένα σε σειρές, περιμένοντας να μπουν στις τάξεις τους, όταν ο διευθυντής τούς ανακοίνωσε ότι δεν θα έκαναν μάθημα. Είχε κηρυχθεί πόλεμος λίγες μέρες πριν και τα σχολεία θα έκλειναν για ένα διάστημα. Προσπάθησε να τους μιλήσει για τον πόλεμο, αλλά λίγοι κατάφεραν να τον ακούσουν κι ακόμα λιγότεροι να τον καταλάβουν. Είχε τόσο άτονη και βαρετή φωνή, που τα λόγια του έχαναν κάθε ενδιαφέρον. Κι ο ίδιος είχε βαρεθεί τους λόγους άλλωστε. Τριάντα πέντε συναπτά έτη εργαζόταν στην εκπαίδευση, πλησίαζε πια στη σύνταξη. Και να που τώρα τον έβρισκε ο πόλεμος. Κοίταξε τα παιδιά, που τον παρακολουθούσαν αμήχανα.

Ε

ΝΑ ΠΑΓΕΡΟ




KARIZONI_ATWOI DDDD final_Layout 1 21/3/16 3:32 μ.μ. Page 12

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

«Τους ζυγούς λύσατε», έκανε με ύφος αυστηρό, αλλά τα μάτια του γέμισαν ξαφνικά θλίψη. Εκείνα βγήκαν απ’ το κτήριο μ’ ένα σούσουρο σαν πουλιά που σκόρπισαν βιαστικά. Η Τασούλα τράβηξε απ’ το χέρι τη Ρίτα, την αδελφή της, που ήταν τέσσερα χρόνια μικρότερη και πήγαινε στο ίδιο σχολείο, και βγήκαν έξω. Ένα άλογο είχε πέσει εκεί μπροστά. Έσερνε ένα κάρο φορτωμένο πορτοκάλια. Κάποιοι προσπαθούσαν με κόπο να το σηκώσουν. Εκείνο αγωνιζόταν να σταθεί στα πόδια του, αλλά γλιστρούσε στο βρεγμένο κράσπεδο και ξανάπεφτε, ενώ τα πορτοκάλια κατρακυλούσαν με θόρυβο στο δρόμο. «Μπρρ», έκανε ο αμαξάς κεντρίζοντας το άλογο. «Σήκω, καλέ, στα πόδια σου. Σήκω...» «Ε, θείο, να πάρω ένα πορτοκάλι;» φώναξε ένα παιδί στον αμαξά, κι αμέσως ξεθάρρεψαν και τα άλλα κι όρμησαν στη διαλυμένη του πραμάτεια. «Όχι, μην αγγίξετε τίποτα!» ούρλιαξε ο μανάβης-αμαξάς, άφησε το άλογο κι άρχισε να κυνηγάει τους μικρούς κλέφτες. å Όλα έμοιαζαν με παράξενη γιορτή εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη του 1940 – το άλογο, τα παιδιά, τα πορτοκάλια, ακόμα και το χιονόνερο που γινόταν σιγά σιγά χιόνι, ακόμα και το τσουχτερό κρύο που κοκκίνιζε τα πρόσωπα κι έκανε το δέρμα να σκάζει. Ίσως ο πόλεμος να ήταν μια αλλόκοτη γιορτή, ένα φρικτό πανηγύρι του θανάτου... Μα ποιος το γνώριζε; 


KARIZONI_ATWOI DDDD final_Layout 1 21/3/16 3:32 μ.μ. Page 13

Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΩΩΝ

«Να πάρουμε κανένα πορτοκάλι κι εμείς!» φώναξε μ’ ενθουσιασμό η Ρίτα. «Να πάρουμε», απάντησε η Τασούλα και όρμησε στους εύγευστους καρπούς. Τότε ακούστηκε ο μοιραίος θόρυβος απ’ τα σύννεφα. Όλοι σήκωσαν το κεφάλι και κοίταξαν ψηλά. Αεροπλάνα περνούσαν σε αυστηρούς σχηματισμούς πάνω απ’ την πόλη. Είχαν ζωγραφισμένη την ελληνική σημαία στα πλευρά τους. «Είναι δικά μας!» ξεφώνισαν κάποια παιδιά. «Δεν το βλέπετε;» «Ναι, είναι δικά μας!» φώναξαν και τα άλλα σφυρίζοντας και χειροκροτώντας. Όμως τα αεροπλάνα δεν ήταν δικά τους. Ήταν ιταλικά καμουφλαρισμένα με την ελληνική σημαία. Κι όταν τα παιδιά το κατάλαβαν, ήταν πια πολύ αργά. Οι βόμβες άρχισαν να πέφτουν σαν βροχή, κάτι βόμβες εμπρηστικές – όπου χτυπούσαν, η φωτιά απλωνόταν και κατέκαιγε τα πάντα. Οι άνθρωποι πανικοβλήθηκαν. Άρχισαν να τρέχουν πάνω κάτω σαν τρελοί, ενώ οι σειρήνες στρίγγλιζαν στην πόλη. Κάποιοι προσπάθησαν να μαζέψουν τα παιδιά που περιφέρονταν στους δρόμους, μια γυναίκα σωριάστηκε, δυο κορίτσια τσαλαπατήθηκαν, κάποιοι φώναζαν τρομοκρατημένοι, άλλοι έκλαιγαν. Το άλογο όμως είχε σηκωθεί περιέργως στα πόδια του και κάλπαζε σαν αφηνιασμένο, ενώ πίσω του έτρεχε ασθμαίνοντας ο μανάβης-αμαξάς. «Ελάτε από δω, ελάτε από δω!» φώναξε ένας οστεώδης γηραιός άντρας στην Τασούλα. Κατευθυνόταν στη γωνία της Κασσάνδρου με την οδό Γρανικού, σε μια νεόκτιστη οι


KARIZONI_ATWOI DDDD final_Layout 1 21/3/16 3:32 μ.μ. Page 14

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

κοδομή που διέθετε καταφύγιο. «Αυτό είναι το πιο σίγουρο μέρος», συνέχισε ο άντρας. «Από δω, κορίτσια, από δω...» «Τρέξε, αδελφή», είπε η Τασούλα στη Ρίτα. «Βάλε τα δυνατά σου να προλάβουμε να μπούμε κι εμείς». Αλλά εκείνη δεν μπορούσε να τρέξει, γιατί κούτσαινε. Φορούσε ορθοπεδικά σίδερα στα πόδια, που την βάραιναν ακόμα και στο βάδισμα. Έκανε μια προσπάθεια, δεν τα κατάφερε όμως και σωριάστηκε κάτω. «Τασούλα, δεν μπορώ να τρέξω», κλαψούρισε. «Βοήθησέ με, σε παρακαλώ...» Εκείνη έσκυψε και την σήκωσε στα χέρια. Προσπάθησε να τρέξει με την αδελφή της αγκαλιά, αλλά το βάρος ήταν δυσβάστακτο. Την παράτησε σε μια γωνιά και το ’βαλε στα πόδια, ενώ στ’ αφτιά της ηχούσαν οι απελπισμένες κραυγές της μικρής. Έτρεχε με την ψυχή στο στόμα, πλησίαζε στο καταφύγιο, που είχε γεμίσει ασφυκτικά, κι ετοιμαζόταν να μπει με τους τελευταίους, όταν ξαφνικά κοντοστάθηκε. Γύρισε το κεφάλι κι έψαξε την αδελφή της. Ένιωσε τύψεις. Δεν έπρεπε να την εγκαταλείψει. Πώς το ’κανε αυτό; Τι θα ’λεγε στη μάνα της; «Άντε, κορίτσι μου, μπες», την έσπρωξε κάποιος. «Τι στέκεσαι στην πόρτα κι εμποδίζεις;» Αλλά η Τασούλα δεν έμπαινε. Είχε στυλώσει τα πόδια της και κοίταζε το δρόμο. Να τρέξει στην αδελφή της ή να την αφήσει στη μοίρα της; Να κινδυνέψει για χάρη της ή να μπει στο καταφύγιο; Το μυαλό της θόλωσε. Σφίχτηκε η καρδιά της. «Ρίτα...» ψιθύρισε. 


KARIZONI_ATWOI DDDD final_Layout 1 21/3/16 3:32 μ.μ. Page 15

Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΩΩΝ

Με μια ενστικτώδη κίνηση γύρισε επιτόπου και άρχισε να τρέχει προς το μέρος της. Στο μεταξύ το καταφύγιο γέμισε και η πόρτα έκλεισε. Δεν είχε πια ελπίδα επιστροφής. Έτρεχε τώρα μόνη στον έρημο δρόμο που είχε σκεπαστεί απ’ τους καπνούς. Δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα. «Ρίτα, πού είσαι;» έψαξε με αγωνία την αδελφή της. «Ρίτααα!» φώναξε. «Ρίταααααα...» Και ξαφνικά την διέκρινε από μακριά, κουβαριασμένη πίσω απ’ τις σιδεριές των ποδιών της. Είχε κρύψει το πρόσωπό της στις παλάμες κι έκλαιγε. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να σωθεί. Ήταν ακόμα στο ίδιο μέρος όπου την είχε αφήσει. Την πλησίασε και κάθισε δίπλα της. Της έπιασε το χέρι. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της. «Ήρθες, Τασούλα... Ήρθες, αδελφή...» ψιθύρισε η Ρίτα και χώθηκε τρέμοντας στην αγκαλιά της. «Να ξέρεις, δεν θα σ’ εγκαταλείψω ποτέ. Ό,τι κι αν συμβεί, θα είμαστε πάντα μαζί...» είπε η Τασούλα, την αγκάλιασε σφιχτά και στριμώχτηκαν και οι δυο σε μια γωνιά. Παρατηρούσαν τώρα σιωπηλές τη Θεσσαλονίκη να φωτίζεται απ’ τις φλεγόμενες βόμβες και μετά να σκοτεινιάζει. Τα σπίτια γκρεμίζονταν σαν τραπουλόχαρτα, οι πέτρες κατρακυλούσαν στο έδαφος που μούγκριζε, τα κτήρια έχαναν το γνώριμο σχήμα τους, η άγρια γεωμετρία του πολέμου κυρίευε την πόλη. «Η μάνα, ο μπαμπάς, πού να ’ναι άραγε;» αναρωτήθηκε η Ρίτα. «Λες να σκοτώθηκαν;» «Μπα... Θα μας ψάχνουν», απάντησε με σιγουριά η αδελφή της. 


KARIZONI_ATWOI DDDD final_Layout 1 21/3/16 3:32 μ.μ. Page 16

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

«Λες να σκοτωθούμε εμείς;» «Δεν ξέρω». Ένας νεαρός άντρας κοντοστάθηκε μπροστά τους. Φορούσε το περιβραχιόνιο του Ερυθρού Σταυρού. Τις κοίταξε παραξενεμένος. «Γιατί δεν είστε σε καταφύγιο;» ρώτησε. «Δεν προφτάσαμε να μπούμε», απάντησε η Τασούλα. «Εδώ κινδυνεύετε». Εκείνες σήκωσαν αμήχανες τους ώμους τους. «Ελάτε μαζί μου...» μόλις που πρόλαβε ο άντρας να πει, αλλά την ίδια στιγμή τον σταμάτησε ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Μια βόμβα έπεσε στο τέλος του δρόμου, εκεί όπου βρισκόταν το καταφύγιο της Κασσάνδρου. Η πολυκατοικία κατέρρευσε και όσοι είχαν καταφύγει εκεί μέσα βρήκαν φρικτό θάνατο. Οι δυο κοπέλες πετάχτηκαν όρθιες και κοίταξαν το κτήριο που είχε μετατραπεί σε σωρό ερειπίων και κάπνιζε. «Ρίτα, μου έσωσες τη ζωή...» ψιθύρισε μουδιασμένη η Τασούλα. «Σώθηκα γιατί γύρισα να σε πάρω. Αν έμπαινα στο καταφύγιο, θα ήμουν τώρα νεκρή. Αν μπαίναμε κι οι δυο μας, δεν θα ζούσαμε». «Καλά που γύρισες, Τασούλα», έκανε εκείνη τρέμοντας. «Καλά που γύρισες, αδελφούλα μου», σφίχτηκε πάλι στην αγκαλιά της. «Είδες; Γλυτώσαμε. Γλυτώσαμε κι οι δυο...» επανέλαβε με ψιθυριστή φωνή. å 


KARIZONI_ATWOI DDDD final_Layout 1 21/3/16 3:32 μ.μ. Page 17

Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΩΩΝ

Αυτός ήταν ο πόλεμος λοιπόν. Αυτό προσπαθούσε να τους εξηγήσει ο διευθυντής του σχολείου μ’ εκείνη την άχρωμη και βραχνή φωνή που θύμιζε γερο-βάτραχο και κανείς δεν τον πρόσεχε. Πώς να τα πεις όμως όλα αυτά με λίγες λέξεις; Πώς να περιγράψεις τη φρίκη σε δυο τρεις σειρές; Τώρα συνειδητοποιούσαν τι σήμαινε πόλεμος, και ίσως όχι για τα καλά ακόμα. Γύρω τους η πόλη αγνώριστη, ο ουρανός πένθιμος, η θάλασσα γκρίζα και άρρωστη. Άνθρωποι ξεπρόβαλλαν απ’ τα καταφύγια, σαν τυφλοπόντικες που αναδύονταν απ’ τις τρύπες τους. Κάποιοι κείτονταν στα πεζοδρόμια νεκροί. Μια περίεργη σιωπή είχε απλωθεί στους δρόμους. Ο βομβαρδισμός είχε σταματήσει. Τα δυο κορίτσια πιάστηκαν απ’ το χέρι και τράβηξαν για το σπίτι τους. Λίγα μέτρα παρακάτω αντίκρισαν το άλογο σωριασμένο στην άσφαλτο, άψυχο, και τον μανάβη-αμαξά ξαπλωμένο ανάμεσα στα πορτοκάλια που είχαν σκορπίσει. Δεν θέλησαν να τα αγγίξουν. Ήταν μαυρισμένα και μύριζαν θάνατο. Ο αέρας φυσούσε και έδιωχνε τους καπνούς απ’ τα βομβαρδισμένα κτήρια. Τους έπαιρνε πάνω απ’ την πόλη, πάνω απ’ τη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Από τις τρομαγμένες ψυχές όμως δεν μπορούσε να τους πάρει. Ούτε απ’ τις μνήμες – εκεί τα πράγματα ήταν ακόμα δυσκολότερα.

 o


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.