ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΖΟΥΡΑΚΗΣ
ΚΑΚΟ ΧΑΡΤΙ BALADA PARA UN LOCO Mυθιστόρημα
P
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
©
Copyright Κώστας Μουζουράκης – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016
Έτος 1ης έκδοσης: 2016 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6019-6
ΚΕΦΑΛΑΙΑ
0. Πιγκάλ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
11
1. Επιχείρησις Γης Μαδιάμ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
17
2. Ο λαγός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
26
3. Goin’ out West . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
43
4. Κακό χαρτί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
72
5. Balada para un loco . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
92
6. Ρελάνς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 111 7. Πλάνητες και πλανήτες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 148 8. Κόντρα ρελάνς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 152 9. Ο θερισμός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 221 10. Το δέρμα του θανάτου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 269 11. Χειμώνας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 284 12. Ο οβολός του βαρκάρη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 287 13. Ήρεμη λύσσα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 309 14. Ρέστα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 312 15. Πιγκάλ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 318
5
Ένα μεγάλο «ευχαριστώ» δεν είναι αρκετό για να εκφράσει τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη για τους φίλους και τις φίλες, τους συγγενείς, συντρόφους, συντοπίτες και συνεργάτες, που με τρυφερότητα κι ενθουσιασμό βοήθησαν στην ολοκλήρωση του παρόντος έργου. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον Χρήστο και τον Τζίμη Μπ., που μου εμπιστεύτηκαν ιστορίες απ’ την Όθρυ και τη σαρακατσάνικη παράδοση, προφορικές μαρτυρίες που με τόση αγάπη κι αφοσίωση έχουν περισώσει. Τέλος, ευχαριστώ από καρδιάς και με όλο μου το σεβασμό τον αγωνιστή του Δημοκρατικού Στρατού και του ΚΚΕ μπαρμπα-Θανάση Τσαμπίρα. Μέρος της ζωής του έγινε τμήμα του παρόντος έργου, ιδιαίτερα η σκηνή και ο τίτλος του υποκεφαλαίου «Αυτά τα κεφάλια ποιανών είναι;» όπως περιγράφονται στο αυτοβιογραφικό του έργο Ένα ανταρτόπουλο εξιστορεί (Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1995).
Στον παππού μου, Κωνσταντίνο Εμμανουήλ Μουζουράκη, στον μπαρμπα-Θανάση Τσαμπίρα, στον Χρήστο και τον Τζίμη
Τα πάθη που καλούνται να αναφλεγούν στον πόλεμο πρέπει να προϋπάρχουν. ΚΑΡΛ ΦΟΝ ΚΛΑΟΥΖΕΒΙΤΣ ,
Περί Πολέμου
0 S Πιγκάλ
Στη γέφυρα – Η κρίση είναι μια ευκαιρία – Μπαγιάν Ο άνθρωπος με το κίτρινο αδιάβροχο Ένας πυροβολισμός – Το τελευταίο τρένο
Πέμπτη 10 Νοέμβρη, 23 : 58
Τ
ΕΝΤΩΝΕΙ το δείκτη απ’ το δεξί του χέρι να ξεμουδιάσει και τον μαζεύει και τον τεντώνει πάλι, τρεις φορές συνεχόμενα, κι ύστερα τον ακουμπάει ξανά απαλά στο κοίλο της σκανδάλης. Αφουγκράζεται ακίνητος, σαν σκυλί φέρμας στο κυνήγι του λαγού, με όλες του τις αισθήσεις σε ακραία επιφυλακή και τα μάτια του καρφωμένα στη γέφυρα πάνω απ’ τις γραμμές του τρένου. Χαμηλώνει το κεφάλι του και σημαδεύει μέσα απ’ το τηλεσκοπικό στόχαστρο την έξοδο της τσιμεντένιας σκάλας στο δεξί άκρο της γέφυρας και μετατοπίζει το όπλο αριστερά προς το κέντρο της, καλύπτοντας το διάστημα ως τα προστατευτικά κιγκλιδώματα με την άκρη της κάννης αργά και μαλακά, σαν να το χαϊδεύει. Διορθώνει λίγο το ύψος, εκεί που υπολογίζει ότι πρέπει να βρίσκεται το κεφάλι ενός άντρα σε όρθια θέση. Επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση στην αντίθετη κατεύθυνση κι ύστερα ξανά από τ’ αριστερά προς τα δεξιά, με μια προσήλωση σχεδόν ευλαβική. «Εδώ σ’ έχω, αγόρι μου», ψιθυρίζει. «Εδώ σ’ έχω». Ξέρει ότι θα ’χει μία μόνο ευκαιρία, ακριβώς στην ελάχιστη στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος που περιμένει θα διασχίσει τον απερίφρακτο χώρο, τέσσερα πέντε μέτρα ως τα κιγκλιδώματα. Και περιμένει, αρκετή ώρα τώρα σιωπηλός κι ακίνητος, ντυμένος απ’ την κορυφή ως τα νύχια στα μαύρα σαν τον Χάρο και τυλιγμένος στις σκιές. Είναι ο σκύλος κι ο κυνηγός μαζί. Σφίγγει στα χέρια του το 11
όπλο. Το κοιτάζει. Κοιτάζει το δάχτυλό του στη σκανδάλη. Πιέζει λίγο, παίρνει τα μπόσικα της διαδρομής. Σκέφτεται τι θα γίνει αν πιέσει λίγο παραπάνω. Δεν το φαντάζεται, το ξέρει. Είναι σαν να το βλέπει από μέσα. Ο μικροσκοπικός πύραυλος που περιμένει στη θαλάμη. Ο επικρουστήρας να χτυπά το καψούλι. Η έκρηξη της πυρίτιδας, η απόρριψη του κάλυκα, η βολίδα που εκτοξεύεται απ’ την κάννη με ταχύτητα πάνω από διακόσια πενήντα μέτρα το δευτερόλεπτο. Κατευθείαν στο κεφάλι. Θρυμματίζει το μετωπιαίο οστό, ή το βρεγματικό πιο πίσω, και εισχωρεί στον εγκέφαλο. Η ζημιά που προκαλεί στους ιστούς και στα όργανα μπορεί να ’ναι και τριάντα φορές μεγαλύτερη απ’ τη διάμετρό της. Κι αν προσκρούσει κάπου κι αλλάξει πορεία, σε κάποιο κόκαλο ίσως, τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Όσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα εκεί μέσα. Η οπή εξόδου είναι συνήθως μεγαλύτερη από την οπή εισόδου· και πιο άσχημη. Ειδικά αν η βολή είναι κοντινή. Ως τη γέφυρα είναι λίγες δεκάδες μέτρα. Κλάσματα του δευτερολέπτου· ούτε καν ένα δευτερόλεπτο και η ζωή του άλλου παύει να υπάρχει. Χαλαρώνει την πίεση στη σκανδάλη και την αφήνει να επανέλθει στην αρχική της θέση. Σφίγγει στα χέρια του το όπλο και περιμένει. Το Μπερέτα 501 Σνάιπερ που εκτείνεται σαν φυσική προέκταση της ζοφερής του ύπαρξης είναι αυτό που λέει τ’ όνομά του: ένα ιταλικό τουφέκι φτιαγμένο για ελεύθερους σκοπευτές. Στην άκρη της κάννης φοράει σιγαστήρα και στο μέσο του διόπτρα· μέσα στο γεμιστήρα τέσσερα φυσίγγια των 7,62 περιμένουν στη σειρά. Είναι σίγουρος ότι δεν θα χρειαστεί παραπάνω από ένα. Σπάνια πέφτει έξω. Στην πιάτσα τον φωνάζουν Πιγκάλ. Είναι αυτός που συνήθως καλείται να καθαρίσει τα σκατά όταν οι άλλοι έχουν αποτύχει. Τα μάτια του είναι καστανά, ζεστά και καθαρά και η δουλειά του βρόμικη και σκοτεινή· την κάνει, όμως, όσο πιο καθαρά μπορούν να γίνουν αυτές οι δουλειές. Τα μαλλιά του εί12
ναι γκρίζα σαν ασημιά, κουρεμένα προσεχτικά. Απόψε δεν φαίνονται γιατί τα κρύβει κάτω από έναν μαύρο μάλλινο σκούφο. Ούτε ο ίδιος φαίνεται· είναι χωμένος ανάμεσα στις ψηλές πικροδάφνες και στα γέρικα πεύκα πλάι στις ράγες, ένα με το σκοτάδι. Κάθεται στις φτέρνες του, ελαφρά γερμένος προς τα μπρος. Το δεξί του γόνατο ακουμπά στο νοτισμένο γρασίδι. Απέναντι, πέρα απ’ τις γραμμές, εκτείνεται η παλιά Κορεάτικη Αγορά. Τώρα είναι ένα ήσυχο πάρκο, έρημο από ώρα καθώς οι τελευταίοι περαστικοί ποδηλάτες χάθηκαν σαν κουκκίδες στο σκοτάδι κατά το σταθμό του Θησείου. Ο Πιγκάλ ακούει ακορντεόν. Δεν το συνηθίζει, αλλά απόψε κάποιος παίζει με ένα μπαγιάν, εδώ και κάμποση ώρα, όρθιος πάνω στο αριστερό άκρο της γέφυρας. Ήταν εκεί πριν ακόμα ο Πιγκάλ πάρει τη θέση του μέσα στις σκιές και μοιάζει σαν να ’ναι εκεί από πάντα, αναπόσπαστο κομμάτι της σκοτεινιάς που τυλίγει τη γέφυρα πάνω απ’ τις γραμμές. Ακουμπάει με την πλάτη στο κάγκελο. Η μορφή του είναι αλλόκοτη: κυρτή και ταυτόχρονα ευθυτενής. Δεν κάνει περισσότερη αίσθηση από κομπάρσο σε επική υπερπαραγωγή, αλλά αυτό σε τίποτα δεν μειώνει το επιβεβλημένο της παρουσίας του. Ο Πιγκάλ δεν ανησυχεί. Η απόσταση μεταξύ τους, η απόσταση από την κάννη του Μπερέτα ως τη γέφυρα, είναι κάτι παραπάνω από εξήντα μέτρα. Ο πλανόδιος δεν πρόκειται να τον δει, δεν πρόκειται καν να αντιληφθεί την προέλευση της σφαίρας. Έτσι κι αλλιώς, ο ίδιος ο πλανόδιος δεν είναι ο στόχος της σφαίρας· κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εφικτό, καθώς ανάμεσά τους παρεμβάλλονται τα ψηλά, μεταλλικά προστατευτικά κιγκλιδώματα της γέφυρας. Δεν είναι παρά ένας –πιθανότατα τυχαίος– μάρτυρας αυτού που πρόκειται να συμβεί· κι ένας πλανόδιος δεν είναι ο πρώτος άνθρωπος που θα προσέλθει αυτοβούλως στην αστυνομία για να καταθέσει, αν μπορεί να τ’ αποφύγει. Είναι ένας ανύπαρκτος μάρτυρας· δεν είναι σε θέση να του εμπνεύσει ανησυχία. Δεν είναι σε θέση να του εμπνεύσει τίποτα, πέρα ίσως από μια ελαφριά ενόχληση. Ο Πιγκάλ θα προτιμού13
σε να ακούει τους ήχους της πόλης, αθέατος μες στην ησυχία του πάρκου, τους ήχους των ανθρώπων, τους ήχους που τον ενδιαφέρουν. Τους ήχους που τον αφορούν. Αλλά μια δολοφονία είναι μια δολοφονία, δεν είναι θέμα προτιμήσεων. Οι βραχνές, υποχθόνιες συγχορδίες σε φα μινόρε σβήνουν αργά, σαν να αποσύρονται ξανά σ’ έναν τόπο αθέατο, εκεί όπου γεννιέται η νύχτα. Πίσω τους αναδύονται ξανά τα μουγκρητά των εξατμίσεων και οι σποραδικές κόρνες απ’ την Πειραιώς, το υπόκωφο, ακαθόριστο βουητό απ’ το Γκάζι. Πέρα απ’ τις ολόρθες ανενεργές υψικαμίνους που μοιάζουν ξεχασμένες σε μια παράταιρη στύση λυσσομανάει η βιομηχανία της διασκέδασης, αλλά ο Πιγκάλ δεν κοιτάζει καθόλου κατά κει. Στέκει ασάλευτος, σκοτεινός μέσα στη σκοτεινιά, γαντζωμένος λες στη σάρκα της νύχτας. Είκοσι χιλιάδες ευρώ. Στη γυναίκα του είπε, όπως κάθε φορά, ότι θα χρειαστεί να λείψει για λίγες ώρες. Είναι ασφαλιστής. Φίλησε στο μέτωπο τη μικρή που κοιμόταν σαν αγγελούδι, πήρε τη σκληρή βαλίτσα με το τουφέκι, άφησε πίσω του τα βόρεια προάστια και κατέβηκε στο κέντρο της πόλης. Νυχτερινή αυτοψία. Ο νεκρός θα εμφανιστεί όπου να ’ναι στην άλλη άκρη της γέφυρας. Θα κάνει τα τελευταία του βήματα σε μια πασαρέλα θανάτου. Θα φοράει ένα κίτρινο αδιάβροχο με την κουκούλα ανεβασμένη, κι ας μη βρέχει εδώ και ώρα. Θα διασχίσει τη γέφυρα στις δώδεκα ακριβώς. Θα έρθει στο πιάτο. Δεν τον ενδιαφέρει να ξέρει τίποτε άλλο. Εκτός απ’ τον εαυτό του και την οικογένειά του, θα σκότωνε οποιονδήποτε για είκοσι χιλιάδες ευρώ. Δεν είναι άνθρωπος που κάνει διακρίσεις και σ’ αυτό τον κόσμο όλα έχουν την τιμή τους, τα πάντα. Κι ο θάνατος, κι οι άνθρωποι, κι ο ίδιος. Ο εντολέας είναι ένας μεγαλέμπορος καυσίμων απ’ τη Δυτική Αττική. Επείγεται αρκετά· ο απεσταλμένος του τον βρήκε μόλις τη χτεσινή νύχτα. Ο Πιγκάλ σε κανονικές συνθήκες δεν θα αναλάμβανε μια τόσο βιαστική δουλειά, αλλά ο πετρελαιάς 14
τα ’χε όλα κανονισμένα και βιαζόταν πολύ. Αυτό κόστισε στον πετρελαιά είκοσι χιλιάρικα· τα δέκα μπροστά. Ο απεσταλμένος τού τα ’χε μετρήσει επιτόπου. Ο Πιγκάλ είχε χαμογελάσει, καθώς ήξερε ότι ο πετρελαιάς δεν αγόραζε, τη στιγμή εκείνη, την ίδια την πράξη της δολοφονίας. Αγόραζε τη σιωπή για τη διάπραξή της. Και είχε σκεφτεί ότι αυτή ήταν σίγουρα η πιο εύκολη, γρήγορη και καλοπληρωμένη δουλειά της καριέρας του. Τέτοιες δουλειές δεν τις πετάς – τυχαίνουν μία στο εκατομμύριο. Η κρίση είναι μια ευκαιρία. Ο Πιγκάλ κοιτάζει το ρολόι του. 23:59. Η ησυχία σπάει απότομα· ο τύπος με το μπαγιάν ξεκινάει να παίζει ξανά. Τα χέρια του ανοίγουν και κλείνουν στους αγκώνες με σίγουρες, κοφτές κινήσεις και τα δάχτυλά του χοροπηδούν δαιμονισμένα στα κουμπιά, αλλά ο υπόλοιπος στέκει ασάλευτος σαν πέτρα. Allegro non molto, ο διαγωνισμός ανάμεσα στην αρμονία και την επινόηση. Ο «Χειμώνας» του Βιβάλντι, του Πρέτε Ρόσο, του κοκκινομάλλη παπά από τη Βενετία. Μέσα στις φυλλωσιές, ο Πιγκάλ απασφαλίζει το όπλο τραβώντας μαλακά το μοχλό στο πίσω μέρος του κινητού ουραίου. 24:00. Ο άνθρωπος με το κίτρινο αδιάβροχο εμφανίζεται στη γέφυρα· ανεβαίνει αργά τα τελευταία σκαλιά. Βαδίζει με βήματα βαριά, αβέβαια. Ο Πιγκάλ πλησιάζει το κεφάλι του στο όπλο, κλείνει το αριστερό του μάτι και σημαδεύει μέσα απ’ τη διόπτρα το πλάι της κίτρινης κουκούλας, εκεί που υπολογίζει ότι είναι ο κρόταφος. Ακολουθεί με το όπλο την κίνησή του. Συγχρονίζει την ανάσα του με το βήμα τού στόχου. Πιέζει απαλά και παίρνει τα μπόσικα της σκανδάλης. Μια ριπή παγωμένου αέρα λυγίζει την κορφή της πικροδάφνης περίπου ένα μέτρο πάνω απ’ το κεφάλι του, αλλά ο σκοπευτής παραμένει ακίνητος κι απαθής, σαν φιγούρα σε φωτογραφία. Τη στιγμή που ο άνθρωπος με το αδιάβροχο εμφανίζεται στο κενό ανάμεσα στα κιγκλιδώματα της γέφυρας, με μια σίγουρη κίνηση πιέζει κι άλλο τη σκανδάλη. 15
Σχεδόν ταυτόχρονα με τον κοφτό ήχο βλέπει μέσα απ’ τη διόπτρα την κίτρινη κουκούλα να τινάζεται ελαφρά, απότομα. Ο ήχος από ένα βαρύ κέρμα που πέφτει και κατρακυλά πάνω στη γέφυρα χάνεται μέσα στη βελούδινη υπόκρουση του μπαγιάν. Ο άνθρωπος με το αδιάβροχο κάνει μια μισή, φυγόκεντρη περιστροφή, σωριάζεται στο δάπεδο της γέφυρας και μένει εκεί, σε μια αφύσικη στάση, με τα πόδια του ενωμένα και τα χέρια απλωμένα άτσαλα, νεκρός στα σίγουρα, τουλάχιστον μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία. Αλλά μέχρι τότε αυτός θα ’χει πληρωθεί. Αποσυναρμολογεί με γρήγορες, σίγουρες κινήσεις το σιγαστήρα και τη διόπτρα και τα τοποθετεί μαζί με το τουφέκι στη σκληρή ταξιδιωτική βαλίτσα. Σε δέκα μέρες ακριβώς περιμένει την οριστική επιβεβαίωση για άλλη μια δουλειά. Ένας μεγαλομέτοχος ασφαλιστικής εταιρείας έχει κάποιες οικονομικές διαφορές μ’ έναν νεαρό χαρτοκλέφτη. Ο ίδιος θα αναλάβει να τις ρυθμίσει οριστικά, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ποτέ ξανά δεν είχε δυο συμβόλαια κολλητά το ένα στ’ άλλο· η κρίση είναι μια ευκαιρία, για το καλύτερο και για το χειρότερο. Για ζεστό μαύρο χρήμα, ή για έναν ξαφνικό θάνατο. Σκαρφαλώνει και περνάει άνετα πάνω απ’ το κάγκελο της σιδηροδρομικής γραμμής, με μια ευλυγισία αναντίστοιχη με το μαύρο του κουστούμι, και παίρνει με σταθερά βήματα το δρόμο της επιστροφής πλάι στην έρημη Κορεάτικη Αγορά, σέρνοντας πίσω του τη βαλίτσα. Μόνο οι μικρές της ρόδες ακούγονται να μετράνε ρυθμικά τις πλάκες πάνω στον άδειο πεζόδρομο της οδού Επταχάλκου, πλάι στο κτήριο του Κατηχητικού, στο δρόμο για το σταθμό του Θησείου. Ο απόηχός τους βουλιάζει στη βαριά τυμπανοκρουσία του μετάλλου που σφυροκοπάει τις γραμμές, χιλιάδες γκονγκ στη σειρά, καθώς το τελευταίο τρένο περνά με θόρυβο κάτω απ’ τη γέφυρα.
16
1 S Επιχείρησις Γης Μαδιάμ
Ο θάνατος του γερο-Βιτσέντζο – Βροχή – Άρης Ο κόσμος χαλάει – Βρέχει μέσα στα τζιπ; Πόκα, κονιάκ, συστάσεις κι ένας τσαλακωμένος Κόμης
Σ
« ΑΝ τώρα τον θυμάμαι τον γερο-Βιτσέντζο να ψοφολογάει ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο κρεβάτι. Βαριανάσαινε σαν τρένο, το ίδιο ρυθμικά αλλά πιο βραχνά και συνεχόμενα για ώρες πολλές, κι ας νόμιζες ότι κάθε του ανάσα θα ’ναι κι η τελευταία. Ήμασταν όλοι όρθιοι γύρω απ’ το κρεβάτι, ντυμένοι με τα καλά μας, κι είχαμε τα μαλλιά μας κολλημένα με μπριγιαντίνη. Πέντε άτομα κομπανία – οι τέσσερις ήμασταν απ’ το χωριό: κιθάρα, πιάνο, κοντραμπάσο, κι εγώ, βέβαια, στο βιολί. Είχαμε μαζέψει κι έναν πλανόδιο γέρο για την περίσταση, που ’παιζε μπαντονεόν και γύρναγε εκεί απ’ έξω, κι είχε ένα μούτρο περίεργο· σαν Ινδιάνος της Χιλής, σαν Γύφτος... Πού να το μάθεις, αφού δεν έβγαζε κιχ. Εκεί ήταν κι οι τέσσερις γιοι του Βιτσέντζο, οι δυο του κόρες, κι η γυναίκα του που είχε την ηλικία της μικρής του κόρης: σαράντα δύο. Εννοείται ότι δεν ήταν δικά της τα παιδιά – θα ’πρεπε να τα ’χει γεννήσει προτού γεννηθεί η ίδια. Ήταν όλα απ’ τη μακαρίτισσα την Ντόνα Λουίζα. Και παραπίσω στέκονταν κλαρίνο όλο το υπηρετικό προσωπικό και κάμποσοι ακόμα επιλεγμένοι απ’ τον ίδιο τον γερο-Βιτσέντζο κοντινοί του άνθρωποι απ’ το Παλίτσι, που ήθελε να τον αποχαιρετίσουν καθώς θα εγκατέλειπε τον μάταιο τούτο κόσμο. Α, κι ο γιατρός, ξέχασα τον γιατρό. »Έξω έκανε μια ζέστη που έσκαγε τζίτζικα. Μέσα ήταν λίγο καλύτερα, αλλά όχι και πολύ. Οι κόρες του τον αερίζανε με τις βεντάλιες, η γυναίκα του έκλαιγε, κι εμείς παίζαμε το “Adios Nonino”, οχτώ λεπτά κομμάτι, που από τότε ορκίστηκα στο κόκα17
λο της μάμας μου να μην το ξαναπαίξω ποτέ, ούτε για αστείο. Αυτή ήταν η τελευταία του επιθυμία. Ο μαλάκας ο γιατρός, που να του πηδάει ο διάολος την ψυχή όπου και να ’ναι, του ’χε πει ότι τη βγάζει δεν τη βγάζει μέχρι το μεσημέρι και μας είχανε μαζέψει όλους άρον άρον εκεί απ’ τα ξημερώματα. Εμείς παίζαμε ξανά και ξανά το ίδιο τραγούδι, δέκα ώρες συνεχόμενα, και δώσ’ του αέρα με τις βεντάλιες και κλάμα η κυρία, κι ο γέρος να μη λέει να ψοφήσει με τίποτα. Κι οι γιοι του μπάστακες από πάνω σαν τα κοράκια μη και χασμουρηθεί κανένας από έλλειψη σεβασμού, κι η μπριγιαντίνη να τρέχει στα μούτρα μας μαζί με τον ιδρώτα και μας πήρε το βράδυ εκεί μέσα. Έλεγα, δεν μπορεί, μας κάνει πλάκα ο Χάρος. Από μια ώρα και μετά κλαίγαμε όλοι, κι η γυναίκα του μαζί, από αγανάκτηση. Παραλίγο να πάμε ακατούρητοι. Εμείς τον είδαμε τον Χάρο με τα μάτια μας. Ε, τελικά, ο γέρος τα τίναξε στις εβδομήντα πέντε. Εβδομήντα πέντε φορές χωρίς διακοπή το ίδιο τραγούδι και–» «Ιταλέ, είναι πάνω από εκατό οι φορές που την έχουμε ακούσει αυτή την ιστορία». Ο μικρόσωμος γέρος με το λεπτό μαύρο μουστάκι, που ο άλλος μικρόσωμος γέρος με το παχύ άσπρο μουστάκι είχε αποκαλέσει Ιταλό, ανακάτεψε νευρικά την τράπουλα στα χέρια του. Κοίταξε τον τρίτο γέρο, έναν φαλακρό στο ίδιο τραπέζι απέναντί του. «Εκατόν δέκα εφτά», είπε εκείνος, δίχως να σηκώσει τα μάτια του απ’ το βιβλίο που κρατούσε ανοιχτό πάνω στα γόνατά του με τα σκελετωμένα του δάχτυλα. Το λείο γυμνό του κρανίο γυάλιζε σαν γλειμμένο κόκαλο στο κίτρινο φως της λάμπας που κρεμότανε πάνω απ’ τα κεφάλια τους. «Όταν μας κάνει ο Καπετάνιος κλύσμα τις ιστορίες του απ’ τον Εμφύλιο, κανένας εδώ μέσα δεν δείχνει τέτοια αγένεια», γρύλλισε χολωμένος ο Ιταλός. Η τράπουλα του ’φυγε απ’ τα χέρια και τα φύλλα σκόρπισαν στο τραπέζι, πάνω στα πόδια του και στο πάτωμα. «Πόρκα Μαντόνα!» μούγκρισε κι έσκυψε και έμεινε σκυμ18
μένος εκεί, διπλωμένος αφύσικα κι αναμασώντας αισχρές ιταλικές βλαστήμιες ώσπου τα μάζεψε. Η σιωπή απλώθηκε ξανά μέσα στο καφενείο κι ήταν σαν να το τύλιξε, σαν ο χώρος να της ανήκε κατά κάποιο τρόπο. Απ’ έξω ακουγόταν μονάχα το βαρύ κροτάλισμα πάνω στα τσίγκινα υπόστεγα μιας βροχής που είχε μουσκέψει τα πάντα απ’ το μεσημέρι και συνέχιζε να δυναμώνει. «Μαρία», φώναξε στρέφοντας το κεφάλι του στο βάθος του καφενείου ο Ιταλός. «Βάλε την κασέτα του Κόμη να ακούμε και τίποτα, γιατί στην παρέα μου ο ένας απόψε έχει διάβασμα κι ο άλλος έχει νεύρα». Στην άκρη της ορθογώνιας ψηλοτάβανης αίθουσας, μια μαυροφορεμένη γυναίκα που κόντευε τα εξήντα πέντε βγήκε πίσω απ’ τον ψηλό πάγκο. Τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε μια γκρίζα κοτσίδα που κάλυπτε το πίσω μέρος του κεφαλιού της, και σφούγγιζε ένα ποτήρι με μια λευκή πετσέτα. Πλησίασε ένα προϊστορικό κασετόφωνο στην άκρη του πάγκου. «Ξύλα στη φωτιά να βάλετε», είπε. Ο ασπρομάλλης έριξε ένα λοξό, τσατισμένο βλέμμα στον Ιταλό. «Εσύ έχεις νεύρα», σφύριξε μέσ’ απ’ τα δόντια του. «Και τη ρημάδα την κασέτα σου την έχουμε ακούσει πάνω από εκατό φορές». «Κι οι δυο έχετε νεύρα», είπε ο φαλακρός ήρεμα. Τσάκισε προσεχτικά τη χιλιοτσακισμένη γωνία μιας κιτρινισμένης σελίδας και σηκώθηκε ακουμπώντας το βιβλίο στην πράσινη τσόχα του τραπεζιού. Στάθηκε μπροστά στο τζάκι που σιγόκαιγε δίπλα τους και κοίταξε το παχύ πυρακτωμένο στρώμα από άνθρακα και φρέσκια στάχτη. «Πάω να φέρω ξύλα», ανακοίνωσε. Μέχρι να γυρίσει δεν μίλησε κανείς, μια και κανείς άλλος δεν υπήρχε εκεί μέσα. Η τραχιά φωνή του Πάολο Κόντε που παράβγαινε μ’ ένα φρενιασμένο σαξόφωνο βγήκε απ’ τα μικρά ηχεία στις δυο άκρες του πάγκου και σιγοντάρισε τον ήχο της 19
βροχής. Ο ξερακιανός γέρος επέστρεψε με τέσσερα κούτσουρα και τα τακτοποίησε προσεχτικά πάνω στ’ αναμμένα κάρβουνα. Ο ασπρομάλλης γέρος τον παρακολούθησε χτυπώντας νευρικά τα ακροδάχτυλα του δεξιού του χεριού στην πολυκαιρισμένη τσόχα. Ο Ιταλός τούς κοίταξε ανακατεύοντας με ανυπομονησία την τράπουλα. «Θα παίξουμε;» Ο ασπρομάλλης ανασήκωσε τους ώμους. «Ό,τι πει ο Δάσκαλος». Ο φαλακρός γέρος έκατσε ξανά, πήρε το βιβλίο και το άνοιξε αργά, σχεδόν ευλαβικά στα γόνατά του. «Εγώ θα διαβάσω μισή ώρα ακόμα», είπε. «Αλλά μετά θα παίξουμε». «Μετά θα παίξουμε». Ο Ιταλός χτύπησε κοφτά την τράπουλα στο τραπέζι ισιώνοντάς τη μέσα στη χούφτα του πριν την αφήσει πλάι σ’ ένα τσίγκινο, άδειο τασάκι. Έβγαλε απ’ το τσεπάκι του γιλέκου του ένα παλιομοδίτικο ρολόι με αλυσίδα κι άνοιξε το καπάκι. «Οχτώ και πέντε», μουρμούρισε. Έκλεισε το καπάκι κι άφησε το ρολόι στο τραπέζι μπροστά του. «Δηλαδή, στις οχτώ και τριανταπέντε». Μέχρι τις οχτώ και είκοσι οχτώ δεν άλλαξε τίποτα εκτός απ’ την ώρα. Ύστερα η ξύλινη πόρτα άνοιξε μ’ ένα ελαφρύ τρίξιμο και στο άνοιγμά της φάνηκε ένας άντρας να στέκεται μπροστά απ’ τη βαριά βροχή. «Καλησπέρα», είπε βγάζοντας απ’ το κεφάλι του έναν μαύρο μάλλινο σκούφο τόσο μούσκεμα, που συνέχισε να στάζει κάτω. Ο Δάσκαλος κούνησε ελαφρά το γυμνό του κεφάλι σαλεύοντας ανεπαίσθητα τα χείλη του· οι άλλοι δυο γέροι τον κοίταξαν με καχυποψία. Το κεφάλι της γυναίκας ξεπρόβαλε πίσω απ’ τον πάγκο. «Καλησπέρα», απάντησε. 20
«Δεν κλείνετε;» «Προλαβαίνεις να στεγνώσεις». Ο ξένος έστυψε το σκουφί του και μπήκε. Η πόρτα έκλεισε πίσω του. Προχώρησε αργά, κουτσαίνοντας λίγο απ’ το δεξί πόδι, με τα βρεγμένα του παπούτσια να αφήνουν λασπωμένα ίχνη στο δάπεδο. Φαινόταν νέος, όχι πάνω από τριάντα. Ήταν όλος μούσκεμα. Οι μύτες απ’ τα καστανά μαλλιά του έσταζαν πάνω στα μάγουλα και στο λαιμό του. Είχε ανοιχτόχρωμα γένια, τριών τεσσάρων ημερών, λεπτή, λίγο γαμψή μύτη και γκρίζα μάτια. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι έμοιαζε στον Κερτ Κομπέιν, αν και είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι κάποιος εκεί μέσα είχε έστω ακουστά τον Κερτ Κομπέιν. Διάλεξε το τραπέζι που ήταν κοντύτερα στους τρεις γέρους και στο τζάκι κι έβγαλε το μπουφάν του. «Κρέμασ’ το εδώ, άμα θες να στεγνώσει», είπε ο ασπρομάλλης γέρος σπρώχνοντας με το πόδι του μια καρέκλα κοντά στη φωτιά. Ο ξένος έκανε δυο τρία βήματα μέχρι εκεί, κρέμασε το πανωφόρι του και γύρισε ξανά στο τραπέζι του. «Κονιάκ», απάντησε στο ερωτηματικό βλέμμα της γυναίκας που εξακολουθούσε να σφουγγίζει ποτήρια. Έβγαλε ένα πακέτο με καπνό, σκούπισε τα βρεγμένα του δάχτυλα στην μπλούζα κι έπιασε να στρίβει ένα τσιγάρο. Ο μικροκαμωμένος Ιταλός τον κοίταξε μ’ ενδιαφέρον. «Τι γίνετ’ έξω;» «Χαλάει ο κόσμος». «Ο κόσμος πήρε να χαλάει από τότε που φτιάχτηκε», είπε ήρεμα ο φαλακρός γέρος. «Τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται ο Ησίοδος». Ο ξένος σάλιωσε το τσιγάρο του, το ’βαλε στο στόμα και διέτρεξε μ’ ένα γρήγορο βλέμμα το εσωτερικό του καφενείου όσο έψαχνε για αναπτήρα στις τσέπες του. Πάτωμα από κιτρινισμένο μωσαϊκό, χοντρά ξύλινα δοκάρια και σανίδες για ταβάνι, ασβεστωμένοι τοίχοι με καρφωμένες πάνω τους καδραρισμέ21
νες φωτογραφίες απ’ τα γύρω βουνά. Ανάμεσά τους η φωτογραφία ενός μπάρμπα με λευκή μουστάκα και μια αφίσα του Βέγγου με στολή και στάση καράτε, απ’ την ταινία Θου Βου, Φαλακρός Πράκτωρ: Επιχείρησις Γης Μαδιάμ. «Με τα πόδια ήρθες;» Έγνεψε αρνητικά καθώς άναβε το τσιγάρο, κι έπειτα γύρισε τα γκρίζα του μάτια στον ασπρομάλλη γέρο που του είχε απευθύνει την ερώτηση. «Μ’ ένα μικρό τζιπ». Είδε το ένα φρύδι του γέρου να ανασηκώνεται καχύποπτα. «Και βρέχει μέσα στα τζιπ;» «Μπάζει νερά η τέντα». Η γυναίκα έσπρωξε στο τραπέζι ένα κονιάκ σε ψηλό ποτήρι από χοντρό γυαλί, τασάκι κι ένα πιατάκι του καφέ με δυο τρεις καραμέλες μέσα. Ο ξένος τίναξε τη στάχτη στο τασάκι. Έπιασε το ποτήρι με το κονιάκ και το χάζεψε με προσήλωση καθώς το ’φερνε στο στόμα του. «Τα ίδια χάλια έχει ο δρόμος μέχρι κάτω;» ρώτησε. «Αναλόγως τι εννοείς μέχρι κάτω», ρουθούνισε ο Ιταλός. «Πού θες να πας;» «Στην Εθνική Οδό, ας πούμε». «Μετά το Χάνι Δερβένι μείνε στην άσφαλτο, αριστερά. Ακολούθα την και θα σε βγάλει ως τα Μέγαρα. Μετά βγαίνεις στην Εθνική και πας όπου θες. Απ’ την άσφαλτο δεν θα ’χεις πρόβλημα, όσο και να ρίξει». Ο ξένος ανασήκωσε τους ώμους του. «Έτσι κι αλλιώς, έλεγα να αράξω λίγο μέχρι να κόψει», είπε. «Μπορεί και να μην κόψει», γρύλλισε ο ασπρομάλλης γέρος. «Έτσι κι αλλιώς, έλεγα να αράξω λίγο». Ο ξένος τέντωσε τα πόδια του μπροστά κι έτριψε τα γόνατά του. Μετά κοίταξε την τράπουλα στα χέρια του Ιταλού. «Παίζατε». Ο Ιταλός άνοιξε το καπάκι του ρολογιού πάνω στο τραπέζι, είδε την ώρα μισοκλείνοντας τα μάτια του, το έκλεισε ξανά 22
και κοίταξε το ρολόι στον απέναντι τοίχο. Μετά κοίταξε λοξά τον Δάσκαλο. «Ότι λέγαμε να το στρώσουμε», είπε. Ο ασπρομάλλης ξερόβηξε κι ο Δάσκαλος έκλεισε απαλά το βιβλίο. Ο Ιταλός κοίταξε τον νεαρό άντρα. «Πόκα», είπε. «Παίζεις;» «Αναλόγως». «Πόκα ψιλή ψιλή». «Ψιλή ψιλή;» «Με ψιλά. Με σεντς. Μπαίνουμε όλοι με πέντε ευρώ κι έχουμε δικαίωμα μια αγορά ακόμα: άλλα πέντε. Ελάχιστο ποντάρισμα, δέκα σεντς». Ο ξένος χάζεψε για λίγο τον καραφλό καρατέκα στην αφίσα. «Λογικό ποσό», είπε. Έριξε μια ματιά στο ρολόι που κρεμόταν στον τοίχο. «Θα παίξω δυο ώρες. Μέχρι τις έντεκα παρά τέταρτο». Ο Ιταλός ανακάτεψε την τράπουλα στα χέρια του. Ο Δάσκαλος έκρυψε το βιβλίο μπροστά του, κάπου κάτω απ’ το τραπέζι, και στα χέρια του εμφανίστηκαν ως διά μαγείας δυο τσίγκινα τασάκια με κέρματα. Τ’ άφησε στο τραπέζι και μετά εμφάνισε κι άλλα δυο. Ο ασπρομάλλης γέρος έσπρωξε τα ποτήρια στην άκρη. Το μικρό δάχτυλο κι ο παράμεσος έλειπαν απ’ τ’ αριστερό του χέρι. Ο ξένος σηκώθηκε, πήρε το ποτό και τα τσιγάρα του και πλησίασε στο τραπέζι των γέρων. Τράβηξε την καρέκλα, κάθισε στην άδεια θέση, ήπιε μια γουλιά κονιάκ και σκούπισε το στόμα του με το μανίκι. «Άρης», είπε. O μικρόσωμος γέρος με το μαύρο μουστάκι πέταξε μπροστά τους από ένα ανοιχτό χαρτί. «Αυτός εδώ είναι ο Δάσκαλος», είπε δείχνοντας με τα μάτια τον φαλακρό γέρο, «δίπλα ο Καπετάνιος, κι εγώ είμαι ο Ιταλός». Κοίταξε τα απλωμένα φύλλα στο τραπέζι. «Ο Κάπτεν έχει το μεγαλύτερο φύλλο, οπότε κάνω χαρτιά», αποφάνθηκε. 23
Μάζεψε τα χαρτιά και τ’ ανακάτεψε επιδέξια στις χούφτες του. «Μια που ρίχνει παπάδες, να ξεκινήσουμε μ’ έναν Σταυρό;» πρότεινε. Οι υπόλοιποι κατένευσαν σιωπηλά· ο Άρης έκοψε κι ο Ιταλός μοίρασε ένα ένα από τέσσερα φύλλα σε όλους. Όσο έστρωνε τα πέντε κλειστά χαρτιά σε σχήμα σταυρού στο τραπέζι, οι υπόλοιποι τακτοποίησαν τα κέρματα μπροστά τους. «Παίζουμε με δυο φύλλα απ’ το χέρι και τρία ή απ’ την οριζόντια ή απ’ την κάθετη σειρά», είπε ο Ιταλός κοιτάζοντας λοξά τον Άρη. «Ο Σταυρός ανοίγει ανά δυο φύλλα από την άκρη της κάθε τριάδας και τελευταίο ανοίγει μόνο του το μεσαίο. Το παιχνίδι είναι κέντα-χρώμα, που σημαίνει το χρώμα κερδίζει το φουλ και η–» «Ξέρω», είπε κοφτά ο Άρης. Λίγες παρτίδες αργότερα, και με τον Ιταλό να ’χει αυξήσει αισθητά τα κέρματα μπροστά του, το κασετόφωνο μάσησε την κασέτα του Κόμη. «Μαρία!» τσίριξε ο Ιταλός. Η γυναίκα έβγαλε την κασέτα και τράβηξε την κουβαριασμένη ταινία απ’ τις κεφαλές. «Την τσαλάκωσε κι αυτή, το ρημάδι», μουρμούρισε. «Άντε, να ’ρθει ο Φώτης να το φτιάξει». «Άμα δεν έρθει κι αύριο, θα το φουντάρω σε κάνα ρέμα», μούγκρισε ο Ιταλός. «Δεν μου ’χει αφήσει κασέτα για κασέτα, το ρημάδι». «Δεν θα μας λείψουν», ρουθούνισε ο Καπετάνιος. Ο Δάσκαλος έστρεψε το φαλακρό του κεφάλι προς το βάθος του καφενείου. Είπε: «Ας ακούσουμε ραδιόφωνο». Ο Καπετάνιος κοίταξε με τη σειρά τα ποτήρια στο τραπέζι και στράφηκε σχεδόν ολόκληρος απάνω στην καρέκλα του προς το βάθος της αίθουσας. «Ένα κονιάκ και δυο κρασιά», φώναξε. Γύρισε και κοίταξε 24
τον φαλακρό γέρο στ’ αριστερά του. «Δάσκαλε, θα πιεις άλλο τσάι;» Ο Δάσκαλος έγνεψε αρνητικά. «Έχω ήδη πιει πολύ». «Κι έχει να οδηγήσει», πέταξε μ’ ένα πνιχτό γέλιο ο Ιταλός. Απ’ τα ηχεία βγήκε μ’ ένα απαλό τρεμούλιασμα η φωνή του Ρίκι Νέλσον στο «Lonesome Town». Ο Άρης τεντώθηκε στην καρέκλα του κι έπιασε να στρίβει ένα τσιγάρο ρίχνοντας πού και πού καμιά κλεφτή ματιά στους γέρους. Ο Καπετάνιος έκοψε κι ο Δάσκαλος μοίρασε από τέσσερα φύλλα σε όλους. «Θα παίξουμε ένα Λαγουδάκι», είπε. «Τρία-φουλ».
25