978 960 03 6021 9

Page 1

ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ‫ﱣﱢ‬

Μυθιστόρημα ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


©

Copyright Κωστής Γκιμοσούλης – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016

Έτος 1ης έκδοσης: 2016 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα

210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com %

www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-6021-9


Στην πραγματική Κατερίνα Στα 33 Σ’ ό,τι επιμένει να πηγαίνει και να έρχεται από μακριά



Οι άνθρωποι εδώ έχουν γίνει οι άνθρωποι που προσποιούνται ότι είναι ΣΑΜ ΣΕΠΑΡΝΤ

Motel Chronicles



Ο

ΤΑΝ ΣΕ ΓΝΩΡΙΣΑ, ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΛΑ. ΜΑ ΟΤΑΝ Σ’ ΕΧΑ-

σα, όλα τελείωσαν. Σαν να έζησα μόνο για σένα. Σαν να είχα φυσήξει τον εαυτό μου μέχρι τελευταίας πνοής μόνο μέσα στο δικό σου στόμα. Κι εσύ με ρούφηξες τελείως. Με πήρες. Έγινα τότε και υπήρξα μέσα σου. Κι όταν έφυγες, δεν άντεξα τον πόνο. Γιατί έμεινα χωρίς σώμα. Έχασα και την ψυχή. Όση ψυχή ποτέ είχα. Αιμορραγούσα. Το αίμα έφευγε απ’ τις φλέβες μου. Το αίμα μου είχε σφραγιστεί απ’ το δικό σου. Και τότε λύθηκε και το ’χασα. Μου πήρες τη ζωή. Μ’ εκτέλεσες. Απ’ την αρχή, από την πρώτη στιγμή που καθρεφτίστηκα στα μάτια σου, το ήξερα ότι θα φύγεις. Το ήξερα απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα πως μέσα από σένα θα χαθώ. Είχα ανάγκη τη φωνή σου. Είχα ανάγκη να μ’ αγαπάς. Να μου μιλάς, να μ’ αγγίζεις. Όλα τα σώματα ήταν το δικό σου σώμα. Αμάρτησα κι έκανα όλο τον κόσμο 


ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

το δικό μου σώμα. Το ήξερα απ’ την αρχή πως ποτέ δεν θα μου ανήκεις. } Όταν έφυγες, το αίμα κύλησε απ’ τις φλέβες μου και χάθηκε. Ο πόνος ήταν τόσο αφόρητος, που τίποτα δεν καταλάβαινα γύρω μου. Κυκλοφορούσα όπως ένα φάντασμα. Μουδιασμένη απ’ τον πόνο. Σταμάτησα τη δουλειά για ένα διάστημα. Τα παράτησα όλα. Τίποτα δεν μ’ ένοιαζε. Δεκάρα δεν έδινα αν θα ζήσω. Αφού δεν ζούσα. Δεν άντεχα την Πάτρα. Μ’ έπνιγαν οι δρόμοι της, οι άνθρωποι, οι φίλοι. Πήγα για μια βδομάδα στο χωριό. Προσπάθησα να βρω εκεί ένα καταφύγιο. Ένα κέντρο. Ήταν όμως αδύνατον να σταθώ. Όπου ακουμπούσα είχε αγκάθια από κάτω. Παντού υπήρχαν αγκάθια γύρω μου και πληγωνόμουν γιατί σε σκεφτόμουν συνέχεια. Συνέχεια! Σε είχα αγγίξει κι είχες εισχωρήσει μέσα μου σαν ιός. Απλωνόσουν σε κάθε κύτταρό μου με ταχύτητα. Το άφηνα, δεν μπορούσα και δεν ήθελα να κάνω τίποτ’ άλλο παρά να το παρακολουθώ. Όταν χαθήκαμε, χωριστήκαμε, τότε σαν αναρριχητικό με κάλυψες ολοκληρωτικά. Κομμάτια σου έμπαιναν από τα μάτια μου, από το στόμα μου, είχαν κατοικήσει στο στήθος μου, στην κοιλιά 


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ

μου, σ’ όλα μου τα σπλάχνα. Με κατοικούσες αφόρητα μες στην απουσία σου. Μ’ ενοχλούσαν οι ήχοι. Οι ανθρώπινες φωνές. Η φωνή της μάνας μου. Με τυραννούσε το μυαλό μου. Δεν ήθελα να δουλεύει, να θυμάμαι. Αναπαριστούσα με τη μνήμη μου σχολαστικά όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που ήξερα πως θα μου φέρναν πόνο. Σηκώθηκα κι έφυγα κι απ’ το χωριό. Ήταν μετά την Πρωτοχρονιά. Γύρισα νύχτα στην Πάτρα. Έβαλα σ’ έναν σάκο δυο ρούχα και πήγα στο Ρίο. Μπήκα στο πρώτο φέριμποτ και πέρασα απέναντι. Το Αντίρριο ήταν έρημο. Όλα ήταν γυμνά, σκοτεινά και κρύα. Μαζί μου, απ’ το φέριμποτ, βγήκε και μια νταλίκα. Του ζήτησα να με πάρει και με πήρε. Ο πόνος μ’ έσπρωχνε να κάνω ένα ταξίδι. Δεν άντεχα να στέκομαι. Όταν στεκόμουν, κοιτούσα μέσα μου. Κι αυτό δεν το μπορούσα. Θα περνούσε πολύς καιρός μέχρι να τ’ αντέξω. Πρώτη φορά κοιτούσα μέσα μου έτσι κι εφ’ όλης της ύλης. Κι είναι πολύ δύσκολο να σου εξηγήσω τι είδα. Τι τέρατα και τι θαύματα είδα με αφορμή τον πόνο της στέρησής σου. } Ταξίδεψα μόνη μου δέκα μέρες. Ο χειμώνας ήταν βαρύς από πάνω μου και παντού εκείνη η θαμπή ερημιά που σκεπάζει την επαρχία μετά τις γιορτές των Χριστου


ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

γέννων και της Πρωτοχρονιάς. Σερνόμουν στην υπνοβασία μου. Έφτασα μέχρι τα Γιάννενα. Από άδειους νυχτερινούς δρόμους, με οδηγούς άγνωστους άντρες. Τους προκαλούσα, το έβλεπα στα μάτια τους, που όταν νόμιζαν ότι δεν τους κοίταζα σπίθιζαν. Θα πρέπει και να τους τρόμαζε το παρανοϊκό απ’ την οδύνη πρόσωπό μου. Η έκφρασή μου. Το παγωμένο βλέμμα μου. Η απότομη συμπεριφορά μου τους κρατούσε σ’ απόσταση. Δεν εξηγείται αλλιώς πώς την έβγαλα καθαρή. } Θυμάμαι έναν οδηγό που με είχε πάρει από Αμφιλοχία για Άρτα. Ήταν χοντρούλης και φαλακρός, είχε αγροτικό κι είχε προλάβει να βγάλει τη βέρα του πριν μπω, φαινόταν όμως το σημάδι στο δάχτυλό του. Γύρισα απότομα και τον ρώτησα: — Γιατί βγάλατε τη βέρα σας; — Α! Κάπου εδώ την έχω, είπε σαν μικρό παιδί που το πιάσανε στα πράσα. Κι ύστερα χαμογελώντας πονηρά: — Ε, μας συμβαίνουν καμιά φορά κι εμάς τα τυχερά μας. Καμιά τουρίστρια κι έτσι. — Εγώ δεν είμαι τουρίστρια όμως. Και την ξαναφόρεσε αμέσως. Μ’ έναν άλλο, πάλι, που του έκανα οτοστόπ ανήμερα 


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ

τα Φώτα από Γιάννενα για Κόνιτσα. Οδηγούσε πολύ κανονικά, η φωνή του ήταν ήρεμη, αυτά που έλεγε πολύ συγκροτημένα, όμως τα χέρια του είχαν παντού ξεραμένο αίμα. Ήταν πολύ μελαχρινός, σαν γύφτος, όμως τίποτα πάνω του, στο ύφος του, δεν δικαιολογούσε αυτά τα αίματα. Τόσες μέρες στον παγωμένο δρόμο, είχα μπλέξει την πραγματικότητα με τη φαντασία μου. Νόμιζα ότι ζούσα έναν ζωντανό εφιάλτη. Ότι επαληθευόταν το αίμα που ’χα χάσει απ’ την απώλειά σου, ότι είχα παραισθήσεις. Άκουγα την καθησυχαστική φωνή του οδηγού κι απ’ τη φρίκη δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Νόμιζα ότι είχα απέναντί μου τον διάολό μου που με κορόιδευε. Πώς μου ’κοψε και τον ρώτησα τι δουλειά κάνει; — Κτηνίατρος είμαι, είπε. Δεν βλέπεις σε τι κατάσταση είναι τα χέρια μου; Τώρα είχα πάει σ’ ένα απομονωμένο χωριό να ξεγεννήσω μια αγελάδα κι ούτε νερό δεν είχαν να πλυθώ. Τι τα θες όμως, είμαι Σαρακατσάνος βλέπεις, κι εμείς οι Σαρακατσάνοι τ’ αγαπάμε πολύ τα ζώα. Ξεφύσηξα. Είχα κρατημένη την ανάσα μου τόση ώρα. Μ’ είχαν τυφλώσει τόσο τα φαντάσματά μου σ’ εκείνο το ταξίδι, που οποιοδήποτε κακό θα μπορούσε να μ’ έχει βρει. Μ’ άφησε στη μέση του δρόμου Ιωαννίνων – Κόνιτσας. Δεν πέρναγε κανένα αυτοκίνητο κι είχε αρχίσει να 


ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

ρίχνει χιόνι. Γύρω ψυχή. Είχα σταθεί μπροστά σ’ ένα μαντρί απ’ όπου έβγαινε καπνός κι έκανα βόλτες πάνω κάτω τρίβοντας τα χέρια μου. Χτυπούσα στην άσφαλτο τα πόδια μου που είχαν ξυλιάσει. Μου ’δινε ασφάλεια που ένιωθα ζωή μέσα στο μαντρί και στο μικρό παραγκάκι πλάι του. Όμως νύχτωνε κι άρχισα να σκιάζομαι. Το χιόνι κατέβαινε χοντρό μαζί με το σκοτάδι. Τότε βγήκε απ’ την παράγκα ένας άντρας. Ήρθε κοντά μου και με κάλεσε να πάω μέσα. Ήταν ένα αυτοσχέδιο κτίσμα χωρισμένο σε δυο χώρους. Ο μεγαλύτερος χώρος ήταν κουζινάκι που στο μέσο του έκαιγε φωτιά. Ο καπνός έβγαινε έξω μέσα από μια λαμαρινένια σωλήνα. Πλάι στη φωτιά καθόταν η γυναίκα του και τ’ αγοράκι του. Ήταν νεαρό ζευγάρι αλλά έδειχναν κουρασμένοι και μεγαλύτεροι, όπως όλοι οι αγρότες κι οι βοσκοί. Μ’ έβαλαν να κάτσω στις προβιές κοντά στη ζέστη και με φίλεψαν ό,τι έτρωγαν κι αυτοί: τυρί, ψωμί, λίγη γίδα βραστή. Ο άντρας ήταν ανήσυχος και κάθε τόσο σηκωνόταν και πήγαινε δίπλα στο μαντρί, επειδή ένα κατσίκι του ήταν πολύ άρρωστο. Την αρρώστια του την έλεγε μαυρολόι. Θεωρούσε κακό σημάδι που τ’ άλλα ζώα είχαν τραβηχτεί μακριά από τ’ άρρωστο φτιάχνοντας κύκλο. Μου ’στρωσαν πλάι στη θράκα. Ο βοσκός έφερε και τ’ άρρωστο κατσίκι μέσα, τ’ άφησε στο πάτωμα στον ίδιο χώρο μ’ εμένα 


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ

για να είναι πιο ζεστά. Εκείνοι αποτραβήχτηκαν στα κρεβάτια τους, που ήταν δίπλα, πίσω απ’ το χώρισμα. Ήμουν ψόφια απ’ το κρύο και την κούραση. Έπεσα με τα ρούχα κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Η παρουσία όμως του άρρωστου ζώου, λίγα μέτρα παραπέρα, δεν μ’ άφηνε να κλείσω μάτι. Πονούσε. Το καταλάβαινα. Θα πρέπει να είχε δυνατούς πόνους στα σπλάχνα. Όπως το ’χε αφήσει ξαπλωμένο στο πλάι, ξαφνικά τιναζόταν κι άφηνε μια απελπιστική φωνή. Λίγη ώρα πριν χαράξει κατάφερε να με πάρει ο ύπνος. Όταν ξανάνοιξα τα μάτια με το πρώτο φως, τα κούτσουρα είχαν σβήσει. Έπιασα αμέσως τη μυρωδιά στον αέρα: είχε ψοφήσει. Το ένιωσα νεκρό εκεί στο πλάι μου. Σηκώθηκα κι έφυγα αθόρυβα. Πριν κλείσω πίσω μου την πόρτα, έσκυψα και το κοίταξα. Τα μάτια του είχαν μείνει ανοιχτά. } Το άρρωστο εκείνο ζώο είχε πονέσει πριν πεθάνει, και το ίδιο πονούσα κι εγώ. Όταν έπεφτα στο κρεβάτι, τίναζα τα χέρια και τα πόδια και σ’ αναζητούσα. Το σώμα μου είχε ανάγκη από το σώμα σου για να ζήσει. Δεν αφήνονται όλοι ν’ αγαπήσουν έτσι. Ο έρωτας ταιριάζει στους γενναίους. 


ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

Σε επιθυμούσα περισσότερο απ’ όσο άντεχα. Κινδύνεψα να πεθάνω. Και πλησιάζοντας τόσο κοντά στον θάνατο, ξαφνικά με είδα. Σαν ξένη, όπως θα μ’ έβλεπε ένας τρίτος. Και τρόμαξα. Την Κατερίνα είδα και τρόμαξα από το τι ήμουν εγώ. } Όταν ξαναγύρισα στην Πάτρα, άρχισα να δουλεύω πάλι, όπως τα τελευταία μέχρι τότε οκτώ συνεχόμενα χρόνια, νύχτα στο μπαρ. Δούλευα κάθε νύχτα σερί, δεν έπαιρνα ρεπό. Και ακολούθησε η νύχτα εκείνη. Είχα μείνει τελευταία να κλείσω το μαγαζί. Κρατούσα στα χέρια μου τον μεταλλικό δίσκο με επτά ποτήρια διαφόρων μεγεθών. Δυο ποτήρια του ουίσκι, δυο ποτήρια μακρόστενα της μπίρας, τρία μικρά από σφηνάκια. Ξαναμέτρησα σαν αυτιστικιά τα ποτήρια για να επαληθεύσω τον αριθμό. Μου είχε γίνει κάτι σαν ψύχωση ο αριθμός 7. Η μουσική έπαιζε ακόμα. Ένα κομμάτι που κάποτε μου άρεσε πολύ, το «Golden brown» των Stranglers. Το είχα ακούσει όμως τόσες φορές να παίζεται εκεί μέσα, και με τόσο διαφορετικά συναισθήματα κάθε φορά, που κινδύνευε στ’ αφτιά μου να καεί. Με τον δίσκο στο χέρι, στάθηκα στο κέντρο του μαγαζιού. Δούλευα τότε στο παλιό Μοντάζ. Έμεινα ακί


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ

νητη, κοιτώντας γύρω μου τα άδεια τραπέζια με τα φορτωμένα αποτσίγαρα τασάκια και τα αμέτρητα μισοπιωμένα ποτήρια με τ’ αποτυπώματα των χειλιών στις άκρες. Τα ζεστά ακόμα σκαμπό ν’ απέχουν άνισα από την μπάρα και το σπαρμένο γόπες βρόμικο πάτωμα. Μύρισα τους ποτισμένους νικοτίνη τοίχους. Είχαν φύγει όλοι κι είχαν αφήσει πίσω τους μια μυρωδιά από χαλασμένη ουσία. Έτσι φαντάστηκα ότι θα μύριζε ο εμετός της ψυχής τους, αν μια ψυχή βεβαίως είναι ικανή να κάνει εμετό. Κοιτάχτηκα στους καθρέφτες. Έμεινα ακινητοποιημένη στη στάση αυτή για λίγο, σαν υδρόβιο πουλί στη μέση ενός νυχτωμένου βάλτου. Έτσι τουλάχιστον ένιωθα. Σαν ναρκωμένη, σαν να πήγαινα μ’ αυτόματο πιλότο. Το αφεντικό, όπως κάθε νύχτα, είχε φύγει τελευταίο. Κάτι μου είπε πριν φύγει, μια εντολή ρουτίνας ίσως. Είχα παρακολουθήσει απλώς τα χείλια του δίχως να καταλαβαίνω. Μόλις συνειδητοποίησα λοιπόν επιτέλους πως είχε φύγει, πήγα αμέσως στα μηχανήματα κι έκλεισα τη μουσική. Κατά τη διάρκεια της δουλειάς την ήθελα, χρησίμευε για κάλυψη από τους πελάτες. Τώρα όμως, που είχα μείνει τελείως μόνη μου, μ’ ενοχλούσε, μου τρύπαγε τ’ αφτιά. Αυτό δεν σήμαινε πως όλα έπαψαν αμέσως. Πάντα έκαναν πολλή ώρα να σωπάσουν μέσα στο κεφάλι μου απ’ τη στιγμή που τελείωνα τη δουλειά. 


ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

Ήταν η βουή του μπαρ. Έτσι το ’χα ονομάσει. Ένας θόρυβος που επέμενε για πολύ μέσα μου μετά. Ένας θόρυβος σύνθετος, φτιαγμένος από πολλές φωνές αντρών και γυναικών σε μια ειδική κατάσταση. Στην κατάσταση που έρχονται οι άνθρωποι όταν ξεσπάνε κρυμμένοι πίσω απ’ τα ποτήρια τους και τους καπνούς απ’ τα τσιγάρα τους, συν τη μουσική στη διαπασών. Ο χαμηλός φωτισμός μάς τύλιγε όλους σ’ ένα δίχτυ, ήσκιοι πολύχρωμων ψαριών επέπλεαν πάνω στους πέτρινους τοίχους του μπαρ, πάνω στα εκατοντάδες ηφαιστειακά μπουκάλια με τις βότκες, τα τζιν και τα ουίσκι, ενώ τα χλομά πρόσωπα ρουφηγμένα απ’ το ποτήρι τους αυτοκτονούσαν ειδυλλιακά. Τα μάτια τους γυάλιζαν στο μισοσκόταδο όπως των λύκων. Οι άνθρωποι γελάνε μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο μέσα στα μπαρ. Σηκώνουν τα κεφάλια τους ψηλά, ανοίγουν το στόμα και δείχνουν τα δόντια. Βγάζουν έναν ήχο που μοιάζει περισσότερο με κραυγή. Κανείς δεν κοιτάζει τον άλλον στα μάτια όταν γελάει. Μπορεί να τον κοιτάζει λίγο πριν ή μετά, ποτέ όμως κατά τη διάρκεια αυτού του γέλιου που θυμίζει την κραυγή ενός πεινασμένου λύκου. Το γέλιο τους ήταν εκείνο που πιο πολύ με τάραζε. Το γέλιο τους κι ύστερα τα μάτια τους. Ένιωσα κενή. Άδεια όπως το παλτό μου στην κρεμάστρα. Το ξεκρέμασα και το φόρεσα με απαλές κινή


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ

σεις. Πρώτα το ένα χέρι και μετά το άλλο. Το φόρεσα με τρυφερότητα, σαν να το συμπονούσα. Βγήκα και κλείδωσα δυο φορές τη σιδερένια πόρτα. Την δοκίμασα πριν απομακρυνθώ. Πάντοτε επαλήθευα τις κινήσεις μου, επειδή νόμιζα ότι την πρώτη φορά την είχα φανταστεί. Έξω φυσούσε δυνατά. Είχε ένα μικρό φεγγάρι σαν κομμένο νύχι και τα σύννεφα γλιστρούσαν κι έφευγαν με μεγάλη ταχύτητα. Διέσχισα την Κορίνθου κι ένα ταξί με σηκωμένη την πορτοκαλί σημαία του μισοφρενάρισε μπρος στο αναποφάσιστο χέρι μου. Πέρασα τρέχοντας από μπροστά του. Αποφάσισα να περπατήσω. Περπατούσα λες και δεν ζύγιζα καθόλου. Ο άνεμος, σφυρίζοντας στο στόμα και στ’ αφτιά μου, μέσα απ’ τα μαλλιά και τον γιακά μου, μ’ έσπρωξε ως την πλατεία Γεωργίου. Είχα το ίδιο βάρος με τα παλιόχαρτα και τα φύλλα των εφημερίδων, τις φλύαρες πλαστικές σακούλες που ο αέρας πηγαινόφερνε πάνω στο τσιμέντο της άδειας πλατείας. Μετά ο αέρας άλλαξε. Φύσηξε ακόμα πιο βιαστικός, υγρός όμως τώρα, από τη μεριά της θάλασσας. Χώρεσε σαν τρεμουλιαστό θηλαστικό εφαρμοστά μέσα στο μακρύ παλτό μου και με πήγε αγκαλιαστά μέχρι την αρχή της Μαιζώνος. Περπατούσα κάτω απ’ τις σκοτεινές καμάρες με σηκωμένο τον γιακά, έχοντας τη σαφή αίσθηση μιας ξένης παρουσίας γύρω μου και μέσα μου. Ο 


ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

άνεμος με το σφύριγμά του με κούφαινε και χτυπούσα στα πλακάκια τα τακούνια απ’ τις μπότες μου για ν’ ακούω τουλάχιστον τα βήματά μου. Όσο πιο πολύ τρόμαζα, τόσο πιο γρήγορα προσπερνούσα τα έρημα σταυροδρόμια με τα φανάρια τους ν’ αναβοσβήνουν στο κίτρινο, κι απέφευγα να κοιτάζω μέσα στις θεοσκότεινες εσοχές. Κάποια στιγμή αντίκρισα τη σκιά μου στον τοίχο και δεν την αναγνώρισα. Πήγε να σπάσει η καρδιά μου. Τα νεύρα μου ήταν χάλια, το ηθικό μου ανύπαρκτο. Γιατί δεν είχα πάρει ένα ταξί; Τι ήθελα να παραστήσω; Θ’ άρχιζα να κατηγοράω τη μοίρα μου μετά. Όπως όλους τους απογοητευμένους, με μαγνήτιζε ο τρόμος μου. Άφηνα την αράχνη να πλέκει έναν ιστό γύρω μου που θα γινόταν η παγίδα μου. Θυμάσαι εκείνη την αράχνη; Θυμάσαι που σου ’χα πει απ’ το τηλέφωνο ότι δεν θα την σκότωνα, ούτε θα χαλούσα το ψιλοδουλεμένο δίχτυ της, μέχρι να ξαναρθείς στην Πάτρα; } Ήταν εγκατεστημένη πάνω απ’ το κρεβάτι μου στη γωνία του ταβανιού κι έπλεκε όλη μέρα κι όλη νύχτα. Στο χωριό αυτό το είδος αράχνης το λέμε σφελάγγι. Δεν μου πήγαινε να την σκοτώσω. Είχα αρχίσει να την συ


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ

μπαθώ, κι ας έβλεπα πώς αιχμαλώτιζε τα θύματά της, μύγες κι άλλα έντομα. Την παρακολουθούσα με μεγάλο ενδιαφέρον. Αλλά ο κυριότερος λόγος ήταν να προλάβεις να την δεις εσύ. Καθώς περπατούσα εκείνη τη νύχτα, τρέμοντας και τον ήσκιο μου ακόμα μέσα στον άγριο αέρα της Πάτρας, οι μπότες μου με χτυπούσαν στα πόδια και δυσκολευόμουν να πάω πιο γρήγορα. Πάντοτε είχα πρόβλημα με τα παπούτσια. Από μικρή μ’ άρεσε να μη στενοχωράω τα πόδια μου, προτιμούσα να περπατάω ξυπόλητη. Δεν έβρισκα κι εύκολα παπούτσια εξαιτίας της κατασκευής τους. Διάλεγα πάντα φόρμες μαλακές και χωρίς πολύ τακούνι. Το κόκκαλο εκεί στο μεγάλο δάχτυλο είναι λίγο πιο διογκωμένο απ’ όσο πρέπει. Το σημείο αυτό ερεθίζεται εύκολα και κοκκινίζει. Ντρεπόμουνα πάντα γι’ αυτό. Το θεωρούσα ένα σημάδι της χωριάτικης καταγωγής μου που δεν μπορούσα να κρύψω. Τα παπούτσια μου σ’ εκείνο το σημείο γρήγορα παραμορφώνονταν. Έπαιρναν το σχήμα απ’ το κότσι. Μόλις τ’ ανακάλυπτα, τα πετούσα. Έκανα λοιπόν κάθε μισή ώρα μπάνιο, άφηνα το νερό να τρέχει άφθονο πάνω μου, κι έτσι βρεγμένη έπεφτα στα σεντόνια ανάσκελα και παρατηρούσα την αράχνη. Την έβλεπα να υφαίνει και το μυαλό μου μούδιαζε. Φρεσκοσαπουνισμένη και με ξυρισμένα τα πόδια μόνο για 


ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

σένα, σε περίμενα. Η αναμονή σου ήταν η μοναδική μου συντροφιά. Η μοναξιά μου ήταν γεμάτη γιατί ήταν μια μοναξιά δικιά μας. Στην αρχή ερχόμουν εγώ στο σπίτι σου στην Αθήνα. Δούλευα τότε στο Ρίο. Μόλις έκλεινε το μαγαζί, έπαιρνα ένα ταξί, αν υπήρχαν φράγκα. Διαφορετικά περίμενα να κατέβει απ’ το φέριμποτ το λεωφορείο απ’ την Ήπειρο. Το ’παιρνα κι έφτανα σπίτι σου στις τεσσερισήμισι το πρωί. Δεν κοιμόμασταν καθόλου και την άλλη μέρα επέστρεφα στην Πάτρα γιατί έπρεπε να δουλέψω. Ονειρευόμουν να βρεθεί ένα φάρμακο κατά του ύπνου για τους ερωτευμένους. Για να μη χάνουμε χρόνο, να μην κοιμόμαστε καθόλου. Αυτές οι άγρυπνες όλο κινήσεις νύχτες στο κρεβάτι σου είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω πάρει από σένα. Ήξερα όμως πως την άλλη μέρα θα έφευγα και δεν θα μου έφτανε. Θα ’θελα κι άλλο. Ήθελα συνέχεια κι άλλο, κι άλλο, μέχρι τρέλας. Ακόμα και κολλημένη πάνω σου και κάτω απ’ το βάρος σου, πάλι μου έλειπες. Δεν τα κατάφερνα να σε χορτάσω. Πόσο μπορεί να κρατήσει μια τέτοια κατάσταση; Μακάρι να βάσταγε μέχρι τον θάνατό μου. Τη διαδρομή Πάτρα – Αθήνα την είχα μάθει απ’ έξω. Βλέπεις πολλή θάλασσα, καφέ λόφους με ελιές και κυπαρίσσια. Εκείνη την εποχή δεν κοιμόμουν καθόλου. Λίγο μέσα στο λεωφορείο της επιστροφής ίσως, αλλά κι εκείνον τον ύπνο τον απόδιωχνα, επειδή ήθελα κατά τη 


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ

διαδρομή του γυρισμού στην Πάτρα να αναπολώ. Είχε μια αφάνταστη ηδονή να θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια όσα είχαμε ζήσει την προηγούμενη νύχτα. } Κανείς δεν είχε αγγίξει το σώμα μου όπως εσύ. Κανέναν δεν είχα αφήσει να μ’ αγγίξει έτσι, να με πάρει και να με σηκώσει από παντού, όπως εσύ. Όλες μου τις ντροπές μέσα από σένα τις ενηλικίωσα. Ακόμα και για το κότσι των ποδιών μου που το έκρυβα. Ήρθες εσύ και μου χάιδεψες τα πόδια. Εγώ ντροπαλά τα μάζεψα, όμως εσύ έσκυψες και μου τα φίλησες. Παντού. Κι εκεί. Κι αφέθηκα. Λύθηκα, έγινα νερό. Κι ό,τι ήμουν το τρύπησες. Την κάθε φαντασίωσή μου την άνοιξα και την άφησα να ψηλώσει μαζί σου. Ταξίδευα μέσα στην άγρια νύχτα για να βρεθώ μέσα στα ζεστά από το σώμα σου σκεπάσματα γιατί εσύ με καταλάβαινες. Ήξερες, δίχως να σου πω, τι είχε ανάγκη το σώμα μου και το μυαλό μου. Δίχως να σ’ το ζητήσω, μου το ’δινες και με ξάφνιαζες. Ήταν κάτι που από πάντα το περίμενα και το ’παιρνα όπως ακριβώς το είχα ονειρευτεί. Ήμουν άξια για να μου φέρονται τόσο καλά; Πρώτη φορά μαζί σου τόλμησα ν’ απλώσω το χέρι για να αγγίξω τα καλύτερα. Είχα ξεχάσει από καιρό καν ότι 


ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

υπάρχουν. Τέτοιος ήσουνα εσύ, που εγώ δεν είχα λόγο πια να παριστάνω ότι είμαι κάποια άλλη. Γιατί η ελευθερία αυτή κράτησε τόσο λίγο; Γιατί δεν κρατάει ποτέ της, γαμώτο, μια ολόκληρη ζωή; Τι έπαθες; Τι έπαθα; Δεν έχω καταλάβει, πίστεψέ με, ακόμα, ίσως κι επειδή δεν πρόλαβα ποτέ να σε ρωτήσω. Σε είδα λίγο λίγο να σκοτεινιάζεις και ν’ απομακρύνεσαι. Αλλά δεν τολμούσα να ρωτήσω, μήπως το χαλάσω κι άλλο. Μήπως ξυπνήσω ένα πρωί και είναι όλα αλλιώς. Δεν ρωτούσα, γιατί έτρεμα την απάντηση. Οι επισκέψεις μου στην Αθήνα, στο κρεβάτι σου, αραίωσαν. Οι χρόνοι μας άρχισαν να δουλεύουν διαφορετικά. Ήθελες πλέον να έρχεσαι μόνο εσύ στην Πάτρα, όποτε μπορούσες και στον χρόνο που θα επέλεγες. Δεν είχα περιθώρια εκλογής. Δεν μου είχες αφήσει. Σε ήθελα τόσο, που θα έπαιρνα και το ελάχιστο που θα μου έδινες. Κι άρχισα να ζω τη ζωή ενός που περιμένει. Να μετρώ τις ώρες, τις μέρες, τα Σαββατοκύριακα, τις αργίες. Τους μήνες και τις εποχές. Ήρθες με το ζόρι και την τελευταία φορά, ενώ το ήξερα πως τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Το άφηνα να ξεχειλώνει, να πλαδαρεύει έτσι, επειδή δεν είχα το θάρρος ν’ αντιμετωπίσω τον πόνο που θα σήμαινε αυτός ο χωρισμός. Σημαντικό λάθος. Έτσι σ’ έχασα τελείως. Καθόμουν σαν ηλίθια και σε περίμενα ερήμην σου. 


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ

Φοβερή εικόνα: η αράχνη μου κι εγώ σε περιμέναμε. Όταν δεν δούλευα, έμενα τόσες ώρες μόνη μου, που άρχισα να ξεχωρίζω απ’ τη σκιά μου. Η σκιά μου έγινε μια ξένη. Μου μιλούσε απ’ τους τοίχους, όταν έσβηνα το φως ερχόταν απειλητική καταπάνω μου. Χτυπιόμουν μαζί της, κι όσο δεν ερχόσουν, όλο αυτή νικούσε. Με βάραινε η σκιά μου κι έμπαινα κάτω απ’ το ντους για να την διώξω, κι ύστερα πάλι στο κρεβάτι μούσκεμα και κοιτούσα το ταβάνι. Παραλογιζόμουν. Ώσπου ήρθε φυσικά μια μέρα και με χτύπησε η πραγματικότητα της απουσίας σου, τόσο σκληρά κι απότομα, σαν ένα φυσικό φαινόμενο, ας πούμε ένας κεραυνός. Δεν μπορούσα να λέω συνέχεια ψέματα στον εαυτό μου. Όλοι οι δρόμοι προς εσένα είχαν στενέψει απελπιστικά. Είχαν γίνει ένας αδιέξοδος μονόδρομος. Μου είπε η σκιά μου: — Δεν θα ξανάρθει πια. Μου το ’πε κι η αράχνη απ’ το ταβάνι: — Δεν θα ξανάρθει. Σηκώθηκα έξαλλη απ’ το κρεβάτι, πήρα μια σκούπα, κι αφού ήταν αδύνατον να σκοτώσω τη σκιά μου, σημάδεψα κι έκανα λειώμα την αράχνη. Χάλασα και τον ιστό της. Μάζεψα τα ξέφτια του απ’ τη σκούπα, είχε απλωθεί με τον καιρό πολύ, όμως μέσα στα δάχτυλά μου απόμεινε ένα ασήμαντο γκρίζο κουβαράκι. Αηδιασμένη 


ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

το πέταξα στα σκουπίδια. Ήταν όμως μάταιο. Ο δικός μου ιστός είχε φτιάξει ένα στέρεο δίχτυ γύρω μου, που με είχε αιχμαλωτίσει. } Καθώς μετρούσε ο χρόνος του αποχωρισμού επάνω μου, από παντού έπαιρνα λύπη. Άρχισαν κι οι φοβίες. Πλησίαζα τα τριάντα. Φοβόμουν να γεράσω μόνη. Φοβόμουν ν’ ασχημύνω. Πριν τα πάθεις τα φοβάσαι αυτά. Όταν σου συμβούν κλείνεις τα μάτια και τα συνηθίζεις. Η αδελφή μου η Ελένη είχε παντρευτεί πριν τρία χρόνια, αν και μικρότερή μου, κι είχε ήδη τριών χρονών παιδί. Η μάνα μου μια μέρα στο χωριό, έτσι στ’ αστεία τάχα, με φώναξε γεροντοκόρη. Μήπως είμαι γεννημένη για αιώνια γεροντοκόρη; Στους άντρες, έχω προσέξει, η πρώτη κρίση ηλικίας είναι γύρω στα τριάντα τρία, στις γυναίκες όταν πλησιάζουν τα τριάντα. Σ’ αυτή την ηλικία οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι να κάνουν τη ζωή τους. Τρομάζουν και δεν ξέρουν πού να διοχετεύουν την ενέργειά τους. Μιλάω για κείνους που επιμένουν και παραμένουν ανεύθυνοι. Σε χρεώνει με μεγάλη ευθύνη αυτό. Ανοίγεται ένας γκρεμός κάτω απ’ τα πόδια σου, ενώ εσύ δεν θέλεις ακόμα να αποφασίσεις προς τα πού θα πας. Μπορεί και να μην 


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ

τ’ αποφασίσεις ποτέ. Γιατί, μήπως εκείνοι που τα έχουν όλα αποφασισμένα ζούνε σε καλύτερη κατάσταση; Όλοι όμως και όλα μοιάζουν σ’ αυτή την ηλικία να σε ρωτάνε: από δω ή από κει; Και τελικά είχε μεγάλο ζόρι να το συνεχίζω ως ανεύθυνη μετά κι απ’ τον δικό σου χωρισμό. Κι απορώ πώς δεν έκανα καμιά βλακεία εκείνη την εποχή από τον φόβο μου και μόνο. Να παντρευτώ δηλαδή τον πρώτο που θα ’βρισκα μπροστά μου, που λέει ο λόγος. Να τραβήξω έναν λαχνό και να κάνω υπό τέτοιες συνθήκες και παιδί. Σε πολλές έχει συμβεί και το κορόιδευα. Θα μπορούσε άνετα να κληρώσει και σ’ εμένα. Και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που δεν άφησα να μου συμβεί. Αντί γι’ αυτό, όλο και πιο πολύ μετά τον χωρισμό, ξεκίνησα να κόβω η ίδια μ’ ένα ψαλίδι τον εαυτό μου από τα πράγματα και τους ανθρώπους. Είχα γίνει μονόχνοτη. Υποχόνδρια. Έβλεπα συνέχεια εφιάλτες μέσα στους οποίους μ’ επισκέπτονταν νεκροί. Φοβόμουν παθολογικά το σκοτάδι. Κοιμόμουν μ’ ανοιχτά τα φώτα. Έτρεμα όταν περπατούσα μόνη μου νύχτα. Παντού έβλεπα σκιές. Μάτια να γυαλίζουν στο σκοτάδι. Το σκοτάδι μού μιλούσε με πνιχτούς ψιθύρους και βαθιές ανάσες. Για να έρθει σαν αποκορύφωμα η νύχτα με τον δυνατό αέρα που μου επιτέθηκε εκείνος ο άγνωστος άντρας. Όλοι οι προηγούμενοι φόβοι μου τότε υλοποιήθη


ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

καν. Εκείνη τη νύχτα πέρασα τη διαχωριστική γραμμή. Κάθε τρομερό πλέον ήταν πιθανό. Ο φόβος ήταν παντού. Ο μεγαλύτερός μου φόβος όμως ποτέ δεν εκπληρωνόταν. Ο μεγαλύτερός μου φόβος ήταν ότι κάποια στιγμή θα φοβηθώ τόσο πολύ από κάποιο γεγονός, που κάτι θα σπάσει μέσα μου και δεν θα νιώθω τίποτα μετά. Θα γινόμουν έτσι κάτι σαν πεθαμένη ζωντανή. Φοβόμουν, δίχως να το ξέρω, την τρέλα δηλαδή. } Μου επιτέθηκε δυο τετράγωνα απ’ τον δρόμο του σπιτιού μου. Δεν είχα συναντήσει ψυχή μέχρι εκείνη τη στιγμή στον δρόμο, ούτε καν γάτα. Βάδιζα βιαστικά όσο κι αβέβαια, επειδή την ψυχή μου πίεζε ένα άσχημο προαίσθημα που μέχρι εκείνη τη στιγμή νόμιζα ότι ήταν μόνο αποτέλεσμα του κλονισμένου νευρικού μου συστήματος. Δεν πρόλαβα να τον δω. Χύμηξε ξαφνικά από πίσω μου μέσα απ’ το σκοτάδι. Μ’ άρπαξε και με το ’να του χέρι μου ’κλεισε σφιχτά το στόμα: — Μη βγάλεις άχνα, σε χαράκωσα! Ήταν δυνατός και ήταν νέος, το κατάλαβα απ’ την αφή. Απ’ τον τρόμο είχα κοκκαλώσει, δεν μπορούσα ν’ ανασάνω. Η αναπνοή του καυτή στον αυχένα μου. Βρομούσε οινόπνευμα. Σ’ αυτή τη στάση, εκείνος κολλημέ


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ

νος πίσω μου, με τ’ άλλο του χέρι μού σήκωνε το παλτό και τη φούστα μου. Ένιωσα να με ψαχουλεύει και το σώμα μου δεν ένιωθε ούτε καν αηδία, ήταν άδειο σαν νεκρό. Έβλεπα μόνο τη σκιά του στον τοίχο απέναντί μου. — Τα θες, μωρή πουτάνα, έτσι; Μου τράβηξε με δύναμη προς τα κάτω το καλσόν, το έσκισε. Πήγε προφανώς ν’ ανοίξει το παντελόνι του και το χέρι του στο στόμα μου χαλάρωσε. Δίχως να προλάβω να σκεφτώ, ξυπνώντας απ’ το σοκ της φρίκης, τον δάγκωσα. Με λύσσα. Τόσο δυνατά, που μου ήρθε αίμα του στη γλώσσα μου. Βόγγηξε. Τράβηξε το χέρι του βλαστημώντας. Ούρλιαξα μ’ όλη μου τη δύναμη. Μ’ έσπρωξε μπροστά κι έπεσα κάτω στο πεζοδρόμιο. Το ’σκασε τρέχοντας. Απ’ το σκοτάδι είχε ξεπεταχτεί και τον κατάπιε πάλι το σκοτάδι. } Μέτρησα μέχρι το επτά και προσπάθησα να σηκωθώ. Ήταν αδύνατον. Δεν ένιωθα τα άκρα μου, ήμουν τελείως μουδιασμένη. Δεν πονούσα πια. Δεν είχα κανένα συναίσθημα. Το μυαλό μου ήταν σβηστό. Παντού γύρω μου και μέσα μου σιωπή, ακόμα κι ο δυνατός αέρας της Πάτρας είχε σωπάσει. Δεν φυσούσε πια. Κατάλαβα εκείνες τις στιγμές τους ανθρώπους που 


ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

πέφτουν και δεν μπορούν ή δεν θέλουν να ξανασηκωθούν. Που υπακούοντας στη μοίρα τους μένουν πεσμένοι, ανήμποροι, άψυχοι. Δεν είναι λίγοι αυτοί, βλέπω γύρω μου πολλούς, είναι οι περισσότεροι. Ενώ στην ουσία είναι θέμα μιας απόφασης. Τι απόφασης όμως! Το πρόσωπό μου ακουμπούσε στο πεζοδρόμιο. Μέτρησα άλλα επτά. Δεν κινήθηκαν ούτε τα βλέφαρά μου. Θα μείνω εδώ στο πεζοδρόμιο λοιπόν, να παρακολουθώ τις κατσαρίδες να περνούν στον δρόμο τους για τον υπόνομο. Τι μελοδραματική εικόνα! Θα μείνω εδώ πεσμένη μπρούμυτα πάνω στη βρόμα του καθενός, στ’ αποτσίγαρα και στις φτυσιές. Καθόλου δεν μ’ ενοχλούν, τίποτα πια δεν μπορώ να σιχαθώ. Κι όταν χαράξει κι αρχίσει η κυκλοφορία, θα παρατηρώ τα παπούτσια των περαστικών και τις ρόδες των αυτοκινήτων. Και οι περαστικοί όλοι, μ’ έναν διασκελισμό οι άντρες, μ’ ένα πηδηματάκι οι γυναίκες, θα περνούν πάνω απ’ το ασάλευτο κορμί μου, θα μου ρίχνουν μια λοξή αδιάφορη ματιά και θ’ απομακρύνονται. Τα μάτια μου θα είναι ανοιχτά, απλανή και κυρίως άδεια. Ένιωσα ένα βουνό να μετακινήθηκε βίαια μέσα μου, κι όλη η βία που πριν λίγο δέχτηκα, αντί να με κάνει να ξεσπάσω, αντί για παράπονο, με γέμιζε με μια γαλάζια θαμπή αναισθησία. Μήπως είχα πεθάνει; Άλλα επτά. Με την άκρη του ματιού μου είδα κάτι να κινείται και να με πλησιάζει. Ένας μαύρος στρογγυλός 


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ

όγκος, μικρούλης σαν μπαλάκι. Τα μάτια του ήταν υγρά, όλο σοβαρή έκφραση, με νόημα, σαν ανθρώπινα. Με κοίταζαν. Ήταν ένα μικρό ποντίκι. Δεν ξέρω πόσο κράτησε αυτό το βλέμμα. Υποθέτω όσο κράτησε η δική μου αφασία. Τα ποντίκια τα έτρεμα από μικρή. Στο χωριό είχαμε πολλά και τα σκοτώναμε με διάφορους τρόπους. Ο πατέρας μου ήταν ευρεσιτέχνης σ’ αυτό. Με δηλητήριο, βάζοντάς τους φωτιά, με τα φτυάρια, στραγγαλίζοντάς τα με τα χέρια. Έχω σκοτώσει κι εγώ μια φορά ένα. Όταν δούλευα σ’ εκείνο το μαγαζί του Ρίο, που η κουζίνα του ήταν στην αποθήκη από πίσω. Είχαμε πολλά και το αφεντικό έβαζε φάκες. Αφού τα έπιανε, μετά δεν ήξερε πώς να τα σκοτώσει. Ένα το ’ριξε σε μια σκάφη με νερό και το ’πνιξε. Εκείνο προσπαθούσε να κολυμπήσει κι αυτός του ’σπρωχνε το κεφάλι με το δάχτυλο. Το δικό μου το σκότωσα μια μέρα που ήμουν μόνη μου στο μαγαζί. Μόλις άναψα το φως, έτρεξε και κρύφτηκε πίσω απ’ τον πυροσβεστήρα. Ο πυροσβεστήρας ήταν κόκκινος και βαρύς. Τον σήκωσα με τα δυο μου χέρια και υπολόγισα. Έκλεισα τα μάτια, έσφιξα τα δόντια και τον άφησα να πέσει. Δυστυχώς δεν γινόταν να έχω κλείσει και τ’ αφτιά μου κι έτσι άκουσα πολύ καθαρά τους ήχους της σύνθλιψής του. 


ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

Αυτό μου θυμίζει εκείνη την έκφραση που μας έλεγαν όταν ήμασταν παιδιά, που για να μας αποδείξουν ότι κάποιος είναι πολύ καλός άνθρωπος, μας έλεγαν ότι αυτός δεν έχει σκοτώσει στη ζωή του ούτε μυρμήγκι. Το είχα πιστέψει λοιπόν, μικρή κι εγώ, κι όταν περπατούσα τα πρόσεχα. Ήταν όμως αδύνατον όταν έπαιζα στα χώματα, όπου έστηναν παρέλαση χιλιάδες μυρμήγκια, μεταφέροντας τρόφιμα στις φωλιές τους, να μην ξεχνιέμαι τρέχοντας και να μην πατάω αρκετά κάθε φορά. Ώσπου το πήρα απόφαση κάποια στιγμή μεγαλώνοντας, ότι η παρουσία μου εδώ πάνω ισοδυναμεί με τον θάνατο αμέτρητων άλλων ζωντανών πλασμάτων. Με κοίταζε λοιπόν το ποντικάκι εκείνο του πεζοδρομίου και μου φαινόταν ίδιο κι απαράλλαχτο μ’ εκείνο που ’χα λειώσει με τον πυροσβεστήρα. Με πλησίασε κι άλλο λίγο και σταμάτησε. Μύρισε γύρω του ανήσυχο. Τα ποντίκια φαίνεται έχουν εγκέφαλο, κι ένα ένστικτο πολύ δυνατό, εκείνη τη στιγμή το καταλάβαινα. Διαισθανόταν ότι ήμουν ζωντανή, κι ας έμενα εντελώς ακίνητη. Δίσταζε να προχωρήσει, παρά με τις λεπτές τρίχες της μουσούδας του έψαχνε τον αέρα. Τρεμόπαιξα τα μάτια μου και το ποντίκι τρόμαξε. Πήδηξε στο ρείθρο του πεζοδρομίου και χάθηκε. Επτά κι άλλες επτά... Μέτρησα επτά φορές επτά και στηρίχτηκα στους αγκώνες μου. Επτά ήταν ο αριθμός 


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ

σου. Κι από κάποια στιγμή και μετά έγινε ο αριθμός μας. Πόσο περίεργο μου φάνηκε ότι ακόμα κι εκείνη τη νύχτα, ύστερα απ’ ό,τι μου είχε συμβεί, ήσουν παρών ακόμα μέσα μου. Μου είχε μείνει από τότε παντού να το ψάχνω το επτά, παντού να το προσέχω, ό,τι κάνω να το κάνω επτά φορές. Σηκώθηκα παραπατώντας, όπως οι μεθυσμένοι που το βασικό είναι να καταφέρουν να σταθούνε όρθιοι. Μετά κουτσά στραβά τα καταφέρνουν. Στηρίχτηκα στον τοίχο. Δεν βρήκα δύναμη να καθαρίσω το παλτό μου. Πήγα να στρώσω τα μαλλιά μου που μου έπεφταν στο πρόσωπο, αλλά τα χέρια μου είχαν γίνει μαύρα από τη βρόμα. Έκανα δειλά επτά βήματα και κοντοστάθηκα. Δηλαδή έπρεπε να συνεχίσω να ζω και μετά απ’ αυτό. } Όταν τελικά έφτασα σπίτι, άναψα τον θερμοσίφωνα και μπήκα κάτω απ’ το ζεματιστό νερό. Τρίφτηκα με το σκληρό σφουγγάρι παντού μ’ επιμονή, κόντεψα να μου βγάλω αίμα. Έπειτα, τυλιγμένη στο μπουρνούζι και με την πετσέτα γύρω απ’ τα βρεγμένα μου μαλλιά, έπεσα στο κρεβάτι με το πρόσωπο στο μαξιλάρι. Τα φώτα έμειναν αναμμένα όλη τη νύχτα. Μου φαινόταν αδύνατον να ξανακοιμηθώ νύχτα, να κλείσω τα βλέφαρά μου στο 


ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

σκοτάδι. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το κεφάλι μου ήταν τελείως κατειλημμένο από νοσηρές σκέψεις. Ιδέες που το ήξερα ότι με βασάνιζαν αλλά τις πιπίλαγα με μαζοχιστικό τρόπο. Κάτι τέτοιες ώρες νομίζω ότι έχει μπει ο διάολος μέσα μου. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω απ’ αυτό το οδυνηρό κορδόνι με τις εικόνες. Σε ζήλευα ακόμα, κι ας σε μισούσα που είχες φύγει. Σε φανταζόμουνα με πρόσωπα ξένα σε στάσεις συγκεκριμένες ερωτικές και το κακό αίμα βούιζε μέσα μου. Δεν μπορούσα να ελευθερωθώ, ήμουν άρρωστη. Κι όλα αυτά υποτίθεται με αφορμή την αγάπη και τον έρωτα. Ποια αγάπη, κοροϊδευόμαστε τώρα; Αυτό που ένιωθα εγώ ήταν η λύσσα του ηττημένου. Ήταν πηχτό και κακό αυτό που μ’ έτσουζε στα σπλάχνα μου και το ένιωθα που μεγάλωνε και θα μ’ έκανε ακόμα χειρότερη. Αν είχα προλάβει, θα σε είχα σκοτώσει πρώτη. Τέτοια σκεφτόμουν μέχρι που χάραξε. Ξαφνικά με ζόρισε η ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Να επανέλθω κάπως στην πραγματικότητα. Σήκωσα το τηλέφωνο και δεν ήξερα ποιον να καλέσω. Με ποιον θα μπορούσα να σπάσω το φράγμα και να μιλήσω; Σχημάτισα τον αριθμό της αδελφής μου της Ελένης στην Ιταλία. Η αδελφή μου ζούσε εκεί. Είχε πάει να σπουδάσει, γνώρισε τον Σέρτζιο, παντρεύτηκαν κι έκαναν ένα κοριτσάκι, τη Σοφία. Άκουσα τη φωνή της 


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ

αδελφής μου από μακριά, από την Ιταλία. Ήταν έξι το πρωί και φυσικά την είχα ξυπνήσει. — Pronto? έκανε αγουροξυπνημένη η φωνή της, τόσο ξένη, κι εγώ αυτομάτως την είδα όπως την θυμόμουνα μια μέρα ενός παλιού καλοκαιριού στο χωριό, στο χωράφι μας. Ήμουν πέντε κι η Ελένη τριών και κάναμε τα κακά μας πλάι πλάι κάτω από μια συκιά. Καθόμασταν αντικριστά, τα κάναμε και κοιταζόμασταν στα μάτια. Μετά εγώ ήμουν δεκατριών και παχουλή κι εκείνη έντεκα και πιο χαριτωμένη. Έπειτα εγώ δεκαεπτά, είχα λεπτύνει πια κι ένιωθα ήδη απροσάρμοστη και στο χωριό και στην Πάτρα, όπου μ’ είχαν στείλει οι γονείς μας να τελειώσω το γυμνάσιο, και με τ’ αγόρια και παντού, ενώ εκείνη είχε το ταλέντο να τα παίρνει όλα πιο εύκολα, τα γράμματα, τ’ αγόρια, την εύνοια των γονιών μας και των ξένων. Μοιάζαμε με την Ελένη, μοιάζαμε πολύ εξωτερικά, στα μαλλιά, στο στόμα, στο σχήμα των ματιών. Στην έκφραση και στις αντιδράσεις ήμαστε εντελώς διαφορετικές. Εκείνο που δεν μπορούσα να ξεπεράσω για χρόνια είναι που ήταν μαρτυριάρα. Εγώ δεν τα ’βγαζα στη φόρα ποτέ, ακόμα κι αν με χτυπούσαν. Εκείνη τα ’λεγε στη μάνα μας. Όχι από κακία, αλλά επειδή νόμιζε πως έτσι ήταν το σωστό. Μου φερόταν, από μικρές που ήμα


ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

σταν, λες κι εκείνη ήταν η μεγαλύτερη. Η πιο σοβαρή. Ακόμα και τώρα, όταν βλέπει τις τρέλες που έκανα ή μπορώ να κάνω, ειδικά με τα ερωτικά, με κοιτάζει με τα σοβαρά της μάτια, που με ξαφνιάζουν γιατί έχουν το σχήμα των δικών μου, και μου λέει: — Κατερίνα, σοβαρέψου, είσαι τρελή. Μήπως τελικά είμαι; Η αδελφή μου τελείωσε το γυμνάσιο αριστούχος. Πρώτη φορά είδα τον πατέρα μου τόσο περήφανο. Το έδειξε σ’ όλο το χωριό. Σ’ αντίθεση μ’ εμένα, που και στην ίδια τάξη είχα μείνει και πήρα απολυτήριο με χίλια ζόρια. Έδωσε εξετάσεις στο Πολυτεχνείο, αλλά απέτυχε. Ίσως επειδή δεν είχαμε αρκετά για να πάει σε φροντιστήρια. Τότε ο πατέρας μου σφίχτηκε, πούλησε το μοναδικό ποτιστικό χωράφι που είχαμε, για να την στείλουμε να σπουδάσει στο εξωτερικό. Στην Ιταλία, που ήταν και κοντά. Τον Σέρτζιο η Ελένη τον γνώρισε όταν πήγε στη Ρώμη. Ήταν συμφοιτητές και καλοί φίλοι για δύο χρόνια. Ο έρωτάς τους ήταν κατά κάποιο τρόπο η φυσιολογική εξέλιξη της φιλίας τους. Η Ελένη έμεινε έγκυος. Και τότε αποφάσισαν να παντρευτούν. Οι γονείς μας την είχαν προειδοποιήσει να μην μπλεχτεί με ξένο για να μην την χάσουμε. Χρειάστηκε προσπάθεια για να δώσουν τη συγκατάθεσή τους, ειδικά ο 


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ

πατέρας, που το ’χε πάρει κατάκαρδα που η Ελένη μας θα παντρευότανε στα ξένα. Χρειάστηκε να πάμε όλοι μαζί στη Ρώμη για να γνωρίσουμε την οικογένεια του γαμπρού. Έμοιαζαν πολύ μ’ εμάς τους Έλληνες. Ήταν μια σφιχτοδεμένη οικογένεια κι ο πατέρας του Σέρτζιο ήταν μηχανικός στα τρένα. Η μάνα του χοντρή, καθολικιά θρήσκα, μια εξαιρετική μαγείρισσα, που, όταν δεν φώναζε θυμωμένη, γέλαγε συνέχεια. Ο γάμος αποφασίστηκε να γίνει σ’ εμάς, στο χωριό. Παρότι είχα βάλει κι εγώ το χεράκι μου να γίνει ομαλά εκείνος ο γάμος, από τη μια χαιρόμουνα για την Ελένη, αλλά από την άλλη μέσα μου δεν έβρισκα ησυχία. Με τυραννούσε ακόμα εκείνη η ζήλια, που τώρα πια τουλάχιστον την έχω παραδεχτεί. Γιατί μια ζωή όλα για την Ελένη; Και τα χωράφια και τα χρέη και οι Ιταλοί. Πιο βαθιά ίσως και να μ’ έκοβε που εκείνη παντρευόταν πρώτη, επειδή αυτές τις προκαταλήψεις σ’ τις ριζώνουν πολύ βαθιά όταν γεννιέσαι σε μικρούς τόπους. Με τις προετομασίες του γάμου είχα κατέβει στο χωριό. Στην κουζίνα η Ελένη, η μάνα κι εγώ, δεν περνούσε μέρα να μη μαλώσουμε. Γυρνούσε ο πατέρας μου από τα χωράφια και τις οικοδομές και μας έβρισκε μουτρωμένες, στα μαχαίρια. Ήταν πολύ εξαντλημένος εκείνη την εποχή, είχε μπει 


ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ

στα χρέη ως τον λαιμό, σκιζόταν για να μπορέσει να παντρέψει τη μικρή του κόρη. Όλοι εκείνοι οι καβγάδες κατέληγαν με τη μάνα να ξεσπάει σ’ εμένα. Που δούλευα στα μπαρ τη νύχτα, που ήμουν σπάταλη και θα μ’ έτρωγε η μεγάλη πόλη, που τα ’μπλεκα με τον έναν και με τον άλλον και πουθενά δεν στέριωνα, κι όλ’ αυτά κατά τη γνώμη της επειδή ήμουν μυστήρια και μυγιάγγιχτη, κι όπως το πήγαινα θα ’μενα και γεροντοκόρη. Την είχα συνηθίσει τη μάνα μου να μιλάει έτσι, πάντα τσακωνόμασταν, δεν μ’ ένοιαζε. Εκείνος που δεν θ’ άντεχα να μου μιλήσει άσχημα ήταν ο πατέρας μου. Του είχα κρυφή αδυναμία κι ό,τι προερχόταν απ’ αυτόν με επηρέαζε. Ήταν την παραμονή του γάμου το απόγευμα, μόλις είχε σηκωθεί από τον μεσημεριανό του ύπνο κι ήταν χλομός κι αμίλητος. Καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας κι έπινε καφέ. Φαινόταν αδυνατισμένος. Εκείνη τη στιγμή λογομαχούσαμε με την Ελένη, πάλι τρωγόμαστε για κάτι ασήμαντο. Ξαφνικά τότε εκείνος στράφηκε κατά το δικό μου μέρος, σαν να έφταιγα και για τον καβγά και για όλα μόνο εγώ. — Σκάσε! μου φώναξε. Η αδελφή σου αύριο παντρεύεται... Ενώ εσύ, εσύ... Δεν τον άφησα ν’ αποτελειώσει τη φράση του. Δεν ξέρω καν αν θα την τελείωνε. Έδωσα μια σπρωξιά στο παράθυ


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ

ρο κι έσπασα το τζάμι. Έξαλλος σηκώθηκε και με χαστούκισε. Ήταν η πρώτη φορά που με χτυπούσε μεγάλη. } — Pronto? Ma chi e? επέμενε η Ελένη απ’ τη Ρώμη – από τόσο μακριά. Δεν θα μπορούσε να με καταλάβει κι ας ήταν αδελφή μου, το ήξερα. Δεν υπήρχε όμως άλλος. Και ξέσπασα. Κλαίγοντας, κι ενώ εκείνη κοιμόταν ακόμα, προσπάθησα να της εκφράσω ό,τι με έπνιγε μέσα από ασυνάρτητες φράσεις. Ήταν αδύνατον να με καταλάβει. Κι εγώ στη θέση της δεν θα μπορούσα. Εκτός κι αν καταλάβαινα πίσω από τις λέξεις, όπως ένα παιδί. — Ξύπνησε η μικρή, είπε η Ελένη. Πρέπει να σ’ αφήσω τώρα για να την ταΐσω. Σοφία, η θεία Κατερίνα στο τηλέφωνο απ’ την Ελλάδα! Κάτσε να σ’ την δώσω, θέλει να σου μιλήσει. Άκουσα πρώτα την ανάσα της, την φαντάστηκα έτσι ζεστή κι αγουροξυπνημένη από το κρεβατάκι της, με κόκκινα μάγουλα. Την είδα να έρχεται μέσα από την ψύχρα των υπεραστικών γραμμών. — Κατερίνα, Κατερίνα, τσία... Κα-λά. Κα-λά; Φι-λιά. } 


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.