GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 5
ΡΑΓΚΝΑΡ ΓΙΟΝΑΣΟΝ
ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ P
Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΣΛΑΝΔΙΚΑ
ΒΙΚΥ ΑΛΥΣΣΑΝΔΡΑΚΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 6
Το βιβλίο αυτό μεταφράστηκε με την οικονομική αρωγή του Κέντρου Ισλανδικής Λογοτεχνίας. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Ragnar Jónasson, Dimma
Copyright Ragnar Jónasson, 2015 Published by agreement with Copenhagen Literary Agency ApS, Copenhagen © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2020 ©
1η έκδοση: Νοέμβριος 2020 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-381.63.10 FAX: 210-382.25.30
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6825-3
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 7
Στη μητέρα μου
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 8
Η ιστορία αυτή είναι μυθιστόρημα. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα, που αναφέρονται, είναι εξολοκλήρου φανταστικά. Ιδιαίτερες ευχαριστίες στον Χόικουρ Έγκερτσον, για τις πολύ χρήσιμες πληροφορίες για τις εκδρομές στα βουνά, και στη Χούλντα Μαρία Στεφανσντότιρ, εισαγγελέα, για τις διαφωτιστικές συμβουλές της σχετικά με τις διαδικασίες της Αστυνομίας.
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 9
Η οργή είναι ο θυμός των θυμών. Μεταμορφώνει τον άνθρωπο ως το μεδούλι. Ανάβει φλόγες στα μάτια του. ΓΙΟΝ ΒΙΝΤΑΛΙΝ
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 10
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 11
} Ημέρα Πρώτη
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 12
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 13
}Ι
Π
« ΩΣ ΜΕ βρήκατε;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή η γυναίκα. Ο φόβος στα μάτια της ήταν ολοφάνερος. Η επιθεωρήτρια Χούλντα Χερμανσντότιρ, όμως, ήταν παλιά καραβάνα. Δεν την ξάφνιαζε πια καθόλου αυτός ο γνώριμος τρόμος στα μάτια. Όποιος κι αν ερχόταν μπροστά της, είχε πάντα το ίδιο έντρομο βλέμμα, ακόμα κι αν δεν είχε τίποτα να κρύψει. Οι ερωτήσεις ενός αστυνομικού δεν είναι ποτέ κάτι ιδιαίτερα ευχάριστο, είτε πρόκειται για ανάκριση, είτε για μια απλή, χαλαρή κουβέντα, όπως τότε. Κάθισαν στο λιλιπούτειο δωμάτιο, δίπλα στην τραπεζαρία του προσωπικού ενός γηροκομείου του Ρέικιαβικ. Η γυναίκα εργαζόταν εκεί ως νοσηλεύτρια. Ήταν γύρω στα σαράντα, με κοντοκουρεμένα μαλλιά και όψη κουρασμένη. Η αναπάντεχη επίσκεψη της Χούλντα την είχε σίγουρα αναστατώσει. Αν και πίσω από την αναστάτωσή της θα μπορούσε να κρύβεται μια ολότελα αθώα εξήγηση, η Χούλντα έβαζε το χέρι της στη φωτιά ότι αυτή η γυναίκα έκρυβε κάποιο ένοχο μυστικό. Όλα αυτά τα χρόνια είχε ανακρίνει χιλιάδες υπόπτους, κι έτσι της ήταν εύκολο πια να ξεχωρίζει πότε κάποιος έλεγε την αλήθεια και πότε προσπαθούσε να της ρίξει στάχτη στα μάτια. Κάποιοι αυτό το ονόμαζαν διαίσθηση, όμως η Χούλντα απεχθανόταν αυτή τη λέξη. «Πώς σας βρήκα;» επανέλαβε η Χούλντα, προφέροντας αργά και καθαρά την κάθε λέξη. «Θα προτιμούσατε να μη σας είχα βρει;» ξαναρώτησε, σαν να χρησιμοποιούσε τα ίδια τα λόγια της γυναίκας εναντίον της. 13
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 14
Καθόλου δεν της άρεσε αυτό και δεν το συνήθιζε. Έπρεπε, όμως, με κάποιον τρόπο ν’ αρχίσει τη συζήτηση. «Τι; Όχι, βέβαια». Ο αέρας στο δωμάτιο είχε μια διάχυτη μυρωδιά καφέ – όχι, αυτό με τίποτα δεν το έλεγες άρωμα. Και το θεόστενο δωμάτιο μόνο άνετο κι ευχάριστο δεν ήταν. Ήταν σκοτεινό και γεμάτο παλιακά έπιπλα· εκείνα τα βαρετά, άχαρα έπιπλα των ιδρυμάτων. Η γυναίκα είχε το χέρι της στο τραπέζι. Όταν το σήκωσε ξανά, φέρνοντάς το στα μάγουλά της, η Χούλντα είδε στην επιφάνεια του τραπεζιού μερικές σταγόνες ιδρώτα να γυαλίζουν. Κανονικά, μια τέτοια παρατήρηση θα την ικανοποιούσε ιδιαίτερα, μια και ήταν εύκολο κόλπο για να τσακώνει τον ένοχο. Όμως, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, αυτή τη φορά δεν ένιωσε αυτή τη γνώριμη ευχαρίστηση. «Θα ήθελα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις σχετικά με κάτι που συνέβη την περασμένη βδομάδα», είπε η Χούλντα έπειτα από μια μικρή παύση. Άρθρωνε βιαστικά και γρήγορα, αλλά η φωνή της ήταν καθαρή, γάργαρη και ζεστή. Στη δουλειά της συνήθιζε ν’ αντιμετωπίζει τους ανθρώπους με θετικότητα και καλή διάθεση, ακόμα και σε δύσκολες υποθέσεις σαν κι αυτή. Όμως, τα βράδια, όταν γύριζε σπίτι μόνη της, μεταμορφωνόταν. Δεν θύμιζε σε τίποτα τον θετικό άνθρωπο της δουλειάς. Οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν κι εκείνη παραδινόταν άνευ όρων στην κούραση και την κατάθλιψη. Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά κι έμοιαζε σαν να γνώριζε πολύ καλά την επόμενη ερώτηση. «Πού βρισκόσασταν την Παρασκευή το πρωί;» Η απάντηση ήρθε αμέσως. «Απ’ ό,τι θυμάμαι, στη δουλειά μου». Την καθησύχασε αυτή η απάντηση. Η Χούλντα συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα αυτή δεν είχε σκοπό να χάσει αμαχητί την ελευθερία της. 14
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 15
«Είστε σίγουρη;» τη ρώτησε, παρατηρώντας προσεχτικά τις αντιδράσεις της. Έπειτα, τραβήχτηκε προς τα πίσω. Ακούμπησε την πλάτη της στην καρέκλα και σταύρωσε τα χέρια στο τραπέζι. Η γνώριμη στάση της ανάκρισης. Ήξερε καλά ότι η γλώσσα του σώματός της μπορεί να φανέρωνε άμυνα ή έλλειψη ενσυναίσθησης. Σε άμυνα, αυτή; Ποτέ. Ήθελε απλώς να συμμαζέψει τα χέρια της, για να μείνει συγκεντρωμένη. Δεν θ’ άφηνε τίποτα να της αποσπάσει την προσοχή. Όσο για την έλλειψη ενσυναίσθησης, θα προτιμούσε να μην εμπλακεί συναισθηματικά στην υπόθεση περισσότερο απ’ όσο θα ’πρεπε. Αρκετή ενέργεια της είχε ρουφήξει πια η δουλειά. Πάντοτε διεξήγαγε τις έρευνές της με ακεραιότητα και ευσυνειδησία. Στην αγωνία της να κάνει σωστά τη δουλειά της, πολλές φορές αφιερωνόταν σ’ αυτή με τρόπο που άγγιζε τα όρια της εμμονής. Κι αυτό το γνώριζε πολύ καλά. «Είστε σίγουρη;» επανέλαβε. «Ξέρετε, είναι πολύ εύκολο να το εξακριβώσουμε. Δεν σας συμφέρει καθόλου να πείτε ψέματα». Η γυναίκα δεν έλεγε λέξη. Όμως, το βλέμμα της έλεγε ότι ένιωθε απίστευτα άβολα. «Ένας άντρας τραυματίστηκε σε τροχαίο», ανακοίνωσε η Χούλντα με σοβαρό ύφος. «Πότε;» «Θα το έχετε διαβάσει στις εφημερίδες. Ή μπορεί να το ακούσατε στις ειδήσεις». «Α, ναι, μπορεί». Η γυναίκα έκανε μια σύντομη παύση κι ύστερα ρώτησε: «Και... πώς είναι τώρα;» «Θα ζήσει, αν αυτό θέλετε να μάθετε». «Μα όχι, όχι, σας παρακαλώ... Εγώ...» «Ποτέ, όμως, δεν θα επανέλθει πλήρως. Βρίσκεται ακόμα σε κώμα. Ώστε, λοιπόν, το γνωρίζατε;» «Θα το... θα το διάβασα σίγουρα σε κάποια εφημερίδα...» απάντησε η γυναίκα. «Δεν το έγραψαν οι εφημερίδες. Ο τύπος ήταν γνωστός παι15
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 16
δεραστής». Η γυναίκα δεν αντέδρασε. Έτσι, η Χούλντα συνέχισε. «Το γνωρίζατε αυτό, όταν τον χτυπήσατε με το αμάξι. Έτσι δεν είναι;» Καμία αντίδραση. «Είχε καταδικαστεί πριν από πολλά χρόνια και είχε εκτίσει την ποινή του...» Η γυναίκα τη διέκοψε απότομα: «Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι έχω κάποια σχέση μ’ όλο αυτό;» «Όπως ξεκίνησα να σας λέω, αποφυλακίστηκε κανονικά και με το νόμο. Αυτό όμως δεν τον έκανε να κόψει και τις κακές συνήθειες, όπως μας απέδειξαν οι έρευνες. Είχαμε λόγους να πιστεύουμε πως ό,τι έγινε δεν ήταν ατύχημα. Έτσι, ακολουθήσαμε μια δοκιμασμένη τακτική: Αναζητώντας το κίνητρο του δράστη, κάναμε έρευνα στο σπίτι του θύματος. Κι εκεί ακριβώς ανακαλύψαμε όλες αυτές τις φωτογραφίες». «Φωτογραφίες;» Η γυναίκα έδειχνε πια φανερά αναστατωμένη. «Τι φωτογραφίες;» ρώτησε με κομμένη την ανάσα. «Φωτογραφίες παιδιών», απάντησε η Χούλντα. Ήταν ολοφάνερο ότι η γυναίκα ήθελε ακόμα να της κάνει ένα σωρό ερωτήσεις. Όμως, κρατήθηκε. «Μεταξύ άλλων, και του γιου σας», συνέχισε η Χούλντα μαντεύοντας κάτι από αυτά που η γυναίκα δεν τολμούσε να ρωτήσει. Η γυναίκα δεν μπορούσε να συγκρατήσει πια τα δάκρυά της. «Φωτογραφίες... του γιου μου...» ψέλλιζε ανάμεσα στους λυγμούς της. «Τι σας εμπόδισε να τον καταγγείλετε;» ρώτησε η Χούλντα, προσπαθώντας να μην ακουστεί σαν να την κατηγορούσε. «Τι; Δεν ξέρω... Ίσως έπρεπε να το είχα κάνει, αλλά καταλαβαίνετε... μόνο αυτόν σκεφτόμουν, μόνο το παιδί μου... Δεν ήθελα να του το κάνω αυτό. Αν το έκανα, θ’ αναγκαζόταν να... να μιλήσει γι’ αυτό... να δώσει καταθέσεις. Μάλλον, όμως, έκανα λάθος...» 16
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 17
«Που πέσατε πάνω στον άνθρωπο με το αυτοκίνητό σας; Σίγουρα». Η γυναίκα την κοίταξε δισταχτική για μερικά δευτερόλεπτα. «Ναι... βέβαια... αλλά...» Η Χούλντα προτίμησε να περιμένει. Ήθελε να της δώσει το χρόνο που χρειαζόταν για να ομολογήσει από μόνη της την πράξη της. Όμως, δεν ένιωθε ούτε στο ελάχιστο την ικανοποίηση που κάθε φορά τής πρόσφερε η εξιχνίαση μιας υπόθεσης. Τίποτα δεν την έπειθε πως η γυναίκα που είχε απέναντί της ήταν ο αληθινός θύτης, αν και δεν είχε καμία αμφιβολία για την ενοχή της. Σε τελική ανάλυση, εκείνη ήταν μάλλον το θύμα στην όλη υπόθεση... ναι, έτσι ήταν. Η γυναίκα προσπαθούσε να πνίξει τους λυγμούς της για να συνεχίσει. «Εγώ... παρακολουθούσα...» Η ανάσα της, όμως, δεν έφτανε. «Τον παρακολουθούσατε; Είστε γείτονες, έτσι δεν είναι;» «Έτσι είναι», ψέλλισε κλαίγοντας. «Είχα γίνει η σκιά του! Δεν τον έχανα απ’ τα μάτια μου. Το τέρας! Αρκετό κακό είχε κάνει». Ξαφνικά, έμοιαζε σαν να είχε πάρει δύναμη από το θυμό της. «Κάποιες νύχτες, με ξυπνούσαν οι εφιάλτες. Φανταζόμουν πως σίγουρα θα είχε καταφέρει να βρει καινούργια θύματα. Και... και... και όλα αυτά εξαιτίας μου. Επειδή δεν θέλησα να τον καταγγείλω. Καταλαβαίνετε;» Η γυναίκα έκλαιγε ασταμάτητα. Η Χούλντα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, δείχνοντάς της πως καταλάβαινε. Μα την αλήθεια, την ένιωθε. Την ένιωθε βαθιά. «Μια μέρα πήγα τον γιο μου με το αυτοκίνητο στο σχολείο. Μόλις άφησα το παιδί, τον είδα μπροστά μου! Έξω από το σχολείο. Παρκάρισα και τον παρακολούθησα. Είχε πιάσει κουβέντα με κάτι μικρά αγόρια κι είχε αυτό το... το αηδιαστικό, λιγωμένο χαμόγελο στα χείλη του. Συνέχισε για λίγο να κόβει 17
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 18
βόλτες εκεί, γύρω απ’ το σχολείο. Έγινα έξαλλη. Όχι, δεν την είχε κόψει τη συνήθεια. Τέτοιες συνήθειες δεν κόβονται ποτέ». Σκούπισε μ’ ένα μαντήλι τα δάκρυά της, όμως αυτά συνέχιζαν αδιάκοπα να τρέχουν απ’ τα μάτια της. «Έτσι είναι». «Κι έτσι, ξαφνικά, στο δευτερόλεπτο, πήρα την απόφαση και τον ακολούθησα με το που έφυγε. Πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Στο δρόμο δεν υπήρχε ψυχή. Μόνο αυτός. Ποιος θα μ’ έβλεπε; Έβαλα μπρος κι έφυγα. Ειλικρινά, δεν ξέρω τι σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή. Ή, μάλλον, δεν ξέρω καν αν σκεφτόμουν». Η γυναίκα ξέσπασε και πάλι σε λυγμούς κι έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της. Ύστερα, συνέχισε με τρεμάμενη φωνή. «Δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Ή, τουλάχιστον, δεν νομίζω να το ήθελα. Ήμουν τρομοκρατημένη κι οργισμένη. Όχι, δεν μπορώ... δεν μπορώ να πάω τώρα στη φυλακή. Οι δυο μας είμαστε μόνο. Ο πατέρας του τα φέρνει πάρα πολύ δύσκολα βόλτα αυτό τον καιρό. Δεν θα ήθελε με τίποτα ν’ αναλάβει την ευθύνη του». Η Χούλντα σηκώθηκε όρθια κι ακούμπησε στοργικά τα χέρια της στους ώμους της γυναίκας. Όμως, δεν κατάφερε να πει λέξη.
18
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 19
} II
Η
ΝΕΑΡΗ μάνα στεκόταν πίσω απ’ το τζάμι και περίμενε. Όπως πάντα, είχε ντυθεί κατάλληλα για την επίσκεψη. Το αγαπημένο της παλτό είχε αρχίσει πια να παραδίνεται στη φθορά, αλλά τα χρήματα εκείνο τον καιρό δεν έφταναν για κάτι καλύτερο. Όσο θυμόταν τον εαυτό της, πάντα την άφηναν να περιμένει. Η προσμονή αυτή έμοιαζε με τιμωρία. Λες και την άφηναν μόνη να σκεφτεί ένα λάθος που είχε κάνει. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η βροχή έξω είχε κάνει το παλτό της μούσκεμα. Τα λίγα λεπτά που πέρασαν μέχρι να φανεί η βρεφοκόμος με το κοριτσάκι τής φάνηκαν αιωνιότητα μες στη σιωπή. Η καρδιά της γυναίκας σκίρτησε, όπως κάθε φορά που έβλεπε την κόρη της να ξεπροβάλλει απ’ την άλλη πλευρά του τζαμιού. Με πολύ κόπο, προσπάθησε να κρύψει τη θλίψη και την απελπισία, που την πλημμύριζαν. Εκείνη τη μέρα η μικρή γινόταν έξι μηνών. Σίγουρα δεν θα θυμόταν τίποτε απ’ όλα αυτά ύστερα από χρόνια. Για τη μητέρα, όμως, είχε μεγάλη σημασία όλο αυτό. Ήθελε η κόρη της να θυμάται ευτυχισμένες στιγμές μαζί της. Ήθελε πάση θυσία η μικρή να έχει χαρούμενες αναμνήσεις απ’ τις συναντήσεις τους. Το κοριτσάκι, όμως, μόνο χαρούμενο δεν έμοιαζε. Χειρότερα ακόμα, δεν αντιδρούσε καθόλου. Λες και έβλεπε μια ξένη: μια παράξενη γυναίκα με μουσκεμένο παλτό πίσω απ’ το τζάμι. Μια γυναίκα που δεν είχε ξαναδεί. Κι όμως, δεν πήγαινε πολύς καιρός που κούρνιαζε γαλήνια στην αγκαλιά της σε κάποιο μαιευτήριο. 19
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 20
Την άφηναν να βλέπει τη μικρή δυο φορές τη βδομάδα, όμως αυτό δεν της έφτανε. Κάθε φορά έβλεπε την απόσταση ανάμεσά τους να μεγαλώνει, το δεσμό μάνας και κόρης να χάνεται στις δύο επισκέψεις τη βδομάδα, με το τζάμι να τις χωρίζει. Η μάνα προσπάθησε να πει στην κόρη της δυο λέξεις· να της μιλήσει πίσω απ’ το τζάμι. Ήξερε πως ο ήχος μπορούσε να τη φτάσει διαπερνώντας το γυαλί, αλλά και πάλι... τι θα μπορούσε ν’ αλλάξει με δυο λέξεις; Η μικρή δεν καταλάβαινε ακόμα τα λόγια. Το μόνο που μπορούσε να νιώσει ήταν η ζεστασιά της μητρικής αγκαλιάς. Μόλις και μετά βίας προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Με χαμόγελο, της ψιθύρισε πόσο την αγαπούσε. «Να τρως καλά», της είπε. «Ν’ ακούς τις βρεφοκόμους». Κι όλη αυτή την ώρα λαχταρούσε να σπάσει το τζάμι, ν’ αρπάξει την κόρη της απ’ τα χέρια της βρεφοκόμου, να τη σφίξει στην αγκαλιά της και να μην την αφήσει ποτέ ξανά. Ποτέ. Χωρίς να το καταλάβει, το σώμα της είχε κολλήσει στο τζάμι. Χτύπησε το γυαλί με τις άκρες των δαχτύλων της, και τότε το κοριτσάκι έσκασε ένα δειλό χαμόγελο. Το χαμόγελο της μικρής έκανε την καρδιά της να ραγίσει. Το πρώτο δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια της αυλακώνοντας το πρόσωπό της. Άρχισε να χτυπάει το τζάμι πιο δυνατά. Το παιδί τρόμαξε κι έβαλε τα κλάματα. Απελπισμένη, χτυπούσε το τζάμι όλο και δυνατότερα, φωνάζοντας: «Αφήστε με να την πάρω! Θέλω πίσω την κόρη μου!» Απ’ την άλλη μεριά του τζαμιού η βρεφοκόμος σηκώθηκε όρθια, πήρε το παιδί κι έφυγαν γρήγορα απ’ το δωμάτιο. Όμως, η μάνα δεν σταματούσε να χτυπά το τζάμι και να φωνάζει. Ξαφνικά, ένιωσε ένα χέρι να σφίγγει τον ώμο της. Σταμάτησε να χτυπάει και κοίταξε πίσω της. Εκεί στεκόταν μια μεσήλικη γυναίκα. Είχαν ξανασυναντηθεί. 20
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 21
«Το ξέρεις πολύ καλά ότι δεν πάει άλλο έτσι», είπε με δυνατή και σταθερή φωνή. «Αν συνεχίσεις μ’ αυτό τον τρόπο, θ’ αναγκαστούμε να σου απαγορεύσουμε να τη βλέπεις. Το παιδί τρομάζει». Οι λέξεις ηχούσαν ανελέητα στ’ αυτιά της μάνας. Τα είχε ξανακούσει όλα αυτά, πάμπολλες φορές. Ότι, δήθεν για το καλό του παιδιού, δεν έπρεπε ν’ αφήνουν τη μητέρα να δένεται τόσο πολύ μαζί του, αλλιώς, τα διαστήματα ανάμεσα στις επισκέψεις της θα γίνονταν όλο και πιο επώδυνα και για τις δύο. Έπρεπε να καταλάβει πως αυτή η συμφωνία είχε γίνει για το καλό της κόρης της. Μολονότι το μυαλό της δεν μπορούσε να χωρέσει τίποτε απ’ όσα άκουγε, έκανε ότι καταλάβαινε κάθε λέξη. Φοβόταν. Δεν ήθελε με τίποτα να της απαγόρευαν να τη βλέπει. Μόλις ξαναβγήκε στη βροχή, σκέφτηκε πως, όταν ξανάσμιγαν, δεν έπρεπε να μιλήσει στη μικρή ποτέ για αυτούς τους μήνες· για το τζάμι ανάμεσά τους και για τους αποχωρισμούς. Τώρα πια ευχόταν μόνο το αντίθετο: Μακάρι το παιδί την επομένη να μη θυμόταν τίποτα.
21
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 22
} ΙΙΙ
Η
ΩΡΑ είχε πάει πια έξι, όταν η Χούλντα γύρισε σπίτι μετά τη συνάντηση στο γηροκομείο. Θα ’πρεπε τώρα να σκεφτεί πολύ προσεχτικά πριν κάνει το επόμενο βήμα. Το καλοκαίρι ήταν κοντά. Οι μέρες μεγάλωναν, αλλά ο ήλιος δεν έλεγε ακόμα να φανεί. Βροχή και πάλι βροχή. Έφερε στο νου της αναμνήσεις από παλιά καλοκαίρια, πιο ζεστά και πιο φωτεινά. Πιο ηλιόλουστα. Τι πολλές που είχαν γίνει οι αναμνήσεις! Η Χούλντα θα έκλεινε σύντομα τα εξήντα πέντε. Ούτε που το είχε καταλάβει ότι η έκτη δεκαετία της ζωής της είχε φτάσει πια στα μισά της, πως πλησίαζε τα εβδομήντα. Με την ηλικία της είχε συμβιβαστεί. Με τη σύνταξη, όμως, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τίποτα. Παρ’ όλα αυτά, η μέρα που θα ’πρεπε πια να σταματήσει τη δουλειά πλησίαζε. Ήταν αναπόφευκτο. Όχι ότι ήξερε, βέβαια, πώς θα ’πρεπε να νιώθει ένας άνθρωπος της ηλικίας της. Στα εξήντα της, μπορεί και νωρίτερα, η μητέρα της ήταν ήδη μια ηλικιωμένη γυναίκα. Όμως, τώρα, που είχε έρθει και η δική της σειρά, ένιωθε όπως ακριβώς θυμόταν τον εαυτό της είκοσι χρόνια πριν. Ίσως να είχε πια λιγότερες αντοχές, όμως αυτό δεν την ανησυχούσε. Η όρασή της ήταν ακόμα πολύ καλή για την ηλικία της, αλλά η ακοή της είχε αρχίσει σιγά σιγά να την προδίδει. Φρόντιζε να κρατιέται πάντα σε φόρμα. Λάτρευε τις δραστηριότητες στη φύση. Εξάλλου, είχε και επίσημο χαρτί γιατρού, που βεβαίωνε ότι τα γηρατειά ήταν ακόμα μακριά. «Σε άριστη φυσική κατάσταση!» είχε πει ο νεαρός γιατρός 22
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 23
–πολύ νεαρός, στ’ αλήθεια, για να είναι γιατρός– την τελευταία φορά που την εξέτασε. Βέβαια, για την ακρίβεια, είχε πει: «Σε άριστη φυσική κατάσταση για την ηλικία σας...» Κοιτώντας τον εαυτό της στον καθρέφτη, έβλεπε πως είχε αλλάξει. Μερικές φορές δεν πίστευε στα ίδια της τα μάτια· ήταν σαν ν’ αντίκριζε μια εντελώς άγνωστη γυναίκα, έναν άνθρωπο που δεν αναγνώριζε, αν και το βλέμμα του της ήταν οικείο. Αυτές οι ρυτίδες εδώ κι εκεί, οι σακούλες κάτω απ’ τα μάτια, τα γκρίζα μαλλιά, το χαλαρωμένο δέρμα... Ποια στην ευχή ήταν αυτή η γυναίκα και τι γύρευε στον καθρέφτη της; Κάθισε στην καλή πολυθρόνα της μητέρας της κι άρχισε να κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο. Όχι ότι η θέα από κει ήταν κάτι το συναρπαστικό· τίποτα παραπάνω απ’ ό,τι συνήθως φαίνεται απ’ τον τέταρτο όροφο μιας ψηλής πολυκατοικίας, σ’ ένα απ’ τα βαρετά συγκροτήματα κατοικιών, στις παρυφές της πόλης. Κι όμως, δεν ήταν πάντοτε έτσι. Ώρες ώρες, έπιανε τον εαυτό της να νοσταλγεί τις ευτυχισμένες μέρες της οικογενειακής ζωής στο σπίτι του Άλφτανες. Εκεί τα πουλιά κελαηδούσαν συχνότερα και πιο ζωηρά. Ένα βήμα απ’ το κατώφλι του σπιτιού και βρισκόσουν στη φύση. Με έναν σατανικό τρόπο, τα χρόνια είχαν φύγει σαν το νερό. Η μέρα που έγινε κι η ίδια μητέρα έμοιαζε σαν να ’ταν χθες. Σαν χθες κι η μέρα που παντρεύτηκε. Όταν όμως λογάριαζε όλα αυτά τα χρόνια ένα ένα, έβλεπε πως είχε πια περάσει μια ολόκληρη ζωή. Μερικές φορές ο χρόνος έμοιαζε με ακορντεόν: Τη μια μάζευε και την άλλη απλωνόταν ως εκεί που μπορούσε να φτάσει. Ναι, θα της έλειπε η δουλειά της· παρά τις στιγμές που ένιωσε πως αδικείται, γιατί κανείς δεν αναγνώριζε την αξία της· παρά τον γυάλινο τοίχο του γραφείου της και τις φορές που είχε χτυπήσει το κεφάλι της πάνω του με απόγνωση. Η αλήθεια ήταν ότι την έπνιγε η μοναξιά, αν και οι μέρες που έρχονταν φάνταζαν πιο φωτεινές. Ήταν πολύ δύσκολο α23
GIONASON_SKOTADI sel_Final.qxp_Layout 1 5/11/20 1:26 PM Page 24
κόμα να καταλάβει τι ήθελε από εκείνο τον τύπο στον όμιλο πεζοπορίας. Η σκέψη μιας καινούργιας σχέσης την ενθουσίαζε, αλλά και την ξεβόλευε. Αρκετά είχε μείνει μόνη. Απ’ τη μέρα που έχασε τον άντρα της, για την ακρίβεια. Είχε ξεσυνηθίσει τελείως τη διαδικασία, κι έτσι δεν έκανε καμία κίνηση για να τον ενθαρρύνει. Έβλεπε μπροστά της μόνο λόγους για να μην προχωρήσει. Όχι, καθόλου δεν της πήγαινε η κρίση ηλικίας. Είχε ψυχή και διάθεση εικοσάχρονης... Και κάπου εκεί την έβρισκαν και πάλι οι αριθμοί κι αυτή τη φορά δεν έδειχναν κανένα έλεος – εξήντα τέσσερα. Σχεδόν εβδομήντα. Έρωτες σ’ αυτή την ηλικία; Τέλος πάντων, ήξερε πολύ καλά ότι όλα αυτά δεν ήταν τίποτε άλλο παρά φτηνές προφάσεις. Φοβόταν το ρίσκο. Αυτό ήταν. Όπως και να ’χε, θα έπαιρνε τα πράγματα όπως έρχονταν. Δεν ήθελε να βιαστεί. Στο κάτω κάτω της γραφής, τον συμπαθούσε αρκετά και θα μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της να γερνάει μαζί του. Ερωτευμένη δεν ήταν –ούτε κι η ίδια δεν θυμόταν πια πώς ήταν ο έρωτας–, αλλά δεν ήταν κι απαραίτητο. Περνούσε καλά μαζί του, αν και δεν ήταν αυτός ο λόγος που την έκανε να θέλει να τον ξανασυναντήσει μετά το πρώτο τους ραντεβού. Για να ήταν ειλικρινής, η σύνταξη ήταν ο λόγος. Δεν ήθελε να γεράσει μόνη.
24