CHEKHOV STEPA D Final_Layout 1 19/3/18 4:32 μ.μ. Page 5
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
Η ΣΤΕΠΑ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΤΑΞΙΔΙΟΥ
6
Μετάφραση από τα ρωσικά
ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΜΠΟΥΚΗ
Λογοτεχνική επιμέλεια
ΕΦΗ ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ-ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 6
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Антон Павлович Чехов, Степь ©
Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2018
Έτος 1ης έκδοσης: 2018 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISΒN 978-960-03-6024-0
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 7
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το 1960 η Έφη Πλιάτσικα-Πανσελήνου έμενε ακόμα στο παλιό μας διαμέρισμα, της οδού Γεωργίου Γενναδίου, όπου είχε και το δικηγορικό της γραφείο. Ήταν ήδη πολύ γνωστή στους κύκλους της αριστερής ιντελιγκέντσιας και πάσχιζε να βρίσκει χρόνο από τη δουλειά της για να ασχολείται με τη μεγάλη αγάπη της, τη λογοτεχνία. Ποιήματα και πεζά. Είχε προηγηθεί το μυθιστόρημα Οι δρόμοι της Αθήνας, ποιήματα και άρθρα της, ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την ΕΣΣΔ, και τότε ακόμα σχεδίαζε ένα νέο μυθιστόρημα ενώ παράλληλα ήταν εξαιρετικά δραστήρια στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου. Ένα ταξίδι στη Ρωσία που οργάνωσε ο Ελληνοσοβιετικός, παρέα ανάμεσα σε άλλους και με τον Γιάννη Ρίτσο, δυνάμωσε ακόμα περισσότερο τη γοητεία που ασκούσε πάνω της η μεγάλη αυτή χώρα και η λογοτεχνία της. Και όταν επιστρέφοντας της ζητήθηκε να επιμεληθεί λογοτεχνικά για το περιοδικό Νέα Εστία μία μετάφραση από τα ρωσικά της Στέπας του Τσέχοφ από μια ρωσομαθή κυρία, την Ευτυχία Παμπούκη, καταπιάστηκε με μεγάλη όρεξη. Δούλεψε το κείμενο σαν να ήταν δική της όχι μόνο η πρόχειρη μετάφραση, αλλά και η ίδια η νουβέλα. Την έβλεπα
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 8
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
σκυμμένη στο γραφείο της να γράφει και να σβήνει διαρκώς. Και όταν τελείωσε με τη δακτυλογράφηση, μου έδειξε το «χειρόγραφο» με περηφάνια και χαρά που ήταν δύσκολο να κρυφτούν. Διάβασα το κείμενο πριν το παραδώσει στο περιοδικό. Ένα μέρος της χαράς της οφείλεται στο ίδιο το αριστουργηματικό αυτό έργο, που «μεταφράζοντάς» το ήταν λιγάκι σαν να το έγραφε η ίδια. Ένα μέρος επίσης ήταν, νομίζω, το γεγονός ότι για πρώτη φορά θα έμπαινε το όνομά της σε ένα περιοδικό του κύρους της Νέας Εστίας, που δεν στέγαζε συνήθως αριστερούς συγγραφείς και διανοούμενους όπως η μητέρα μου. Και επειδή πάντα χαιρόμαστε για την αποδοχή από τους ομοίους μας, αλλά ακόμα περισσότερο όταν προέρχεται από την «άλλη όχθη», η Έφη έλαμπε από ευτυχία. Η μετάφραση αυτή δημοσιεύτηκε σε συνέχειες σε δεκατέσσερα τεύχη της Νέας Εστίας, από το τεύχος 785, που κυκλοφόρησε στις 15-3-1960, ως το τεύχος 798, που κυκλοφόρησε την 1-10-1960. Χάρη στην ερευνητική επιμονή του Θανάση Νιάρχου, συγκεντρώθηκαν οι συνέχειες από τα τεύχη του περιοδικού και προτάθηκε να γίνει τούτη η έκδοση. Η μετάφραση είναι πνευματικό τέκνο εξίσου της μεταφράστριας, κυρίας Παμπούκη, όσο και της Έφης Πλιάτσικα-Πανσελήνου, που το μετέτρεψε ή μάλλον οδήγησε ξανά την τσεχοφική Στέπα στα χλοερά λιβάδια της Λογοτεχνίας. ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 9
I
zå ΠΟ το Ν., κωμόπολη του νομού Ζ., ξεκίνησε ένα πρωινό
Α του Ιουλίου, με μεγάλο σαματά, μια παλιά καρότσα που
τα καθίσματά της ήτανε κουρελιασμένα, χωρίς σούστες. Ήτανε μια παμπάλαια καρότσα, από κείνες που συναντάει κανείς και σήμερα στους αγροτικούς δρόμους της Ρωσίας, γεμάτες μεταπράτες, εμποροϋπαλλήλους και φτωχούς παπάδες. Με την παραμικρή κίνηση στρίγγλιζε κι έκανε τρομαχτικό θόρυβο, κι ο κουβάς που ήτανε δεμένος στο πίσω μέρος βροντολογούσε το ίδιο. Απ’ όλον αυτό το σαματά και τα κουρέλια που κρεμόντουσαν τριγύρω από το μαδημένο της σώμα, εύκολα καταλάβαινες πόσο παλιά ήτανε και πόσο γρήγορα θα διαλυόταν. Με την καρότσα ταξιδεύανε δυο κάτοικοι του Ν. Ο έμπορος Ιβάν Ιβάνιτς Κουζμιτσόβ, ξουρισμένος, με γυαλάκια και ψαθάκι, που έμοιαζε πιο πολύ με δημόσιο υπάλληλο παρά με έμπορο. Κι ο πάτερ Χριστόφορος Συριίσκι, εφημέριος της εκκλησιάς του Αγίου Νικόλα, μικρόσωμο γεροντάκι, με μακριά μαλλιά και γκρίζα λινά ράσα, με πλατύγυρο ψηλό καπέλο και με πολύχρωμο κεντημένο πλατύ ζουνάρι.
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 10
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
Ο πρώτος, που έδειχνε να τον τυραννάει κάποια έγνοια, κουνούσε ξαφνικά το κεφάλι να διώξει τη νύστα που του ερχότανε. Και στο πρόσωπό του, η στεγνή έκφραση του επιχειρηματία άλλαζε με την έκφραση του ευχαριστημένου ανθρώπου που μόλις αποχαιρέτησε τους δικούς του και ήπιε γενναία. Ο δεύτερος πάλι, με μάτια που αστράφτανε, κοίταζε έκπληκτος τον γύρω κόσμο – χαρά Θεού... και χαμογελούσε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο που λες κι έφτανε ίσαμε το καπέλο του. Το πρόσωπό του, κατακόκκινο, διατηρούσε πάντα την ίδια έκφραση. Κι οι δυο τους, κι ο Κουζμιτσόβ κι ο πάτερ Χριστόφορος, πηγαίνανε να πουλήσουνε μαλλί. Αποχαιρετήσανε τους δικούς τους αφού φάγανε πλούσια το πρωινό τους, γλύκισμα με καϊμάκι. Και παρόλο που ήτανε πολύ πρωί, το τσούξανε γερά... Κι είχανε τώρα θαυμάσια διάθεση. Εκτός από τους δυο που περιγράψαμε και τον αμαξά Ντενίσκα, που ακούραστος χτυπούσε τα δυο ζωηρά άλογα, στην καρότσα βρισκότανε ακόμα ένας επιβάτης – ένα αγοράκι εννιά χρονώ, με ηλιοκαμένο πρόσωπο και κλαμένα μάτια. Ήτανε ο Εγκόρουσκα, ανεψιός του Κουζμιτσόβ. Με την άδεια του θείου του και τις ευλογίες του πάτερ Χριστόφορου, πήγαινε να γραφτεί στο γυμνάσιο. Η μητέρα του, η Όλγα Ιβάνοβνα, χήρα δημοσίου υπαλλήλου και αδερφή του Κουζμιτσόβ, που θαύμαζε τους μορφωμένους και σύχναζε στην υψηλή κοινωνία, παρακάλεσε τον αδερφό της να πάρει μαζί του τον Εγκόρουσκα και να τον γράψει στο γυμνάσιο. Και τώρα το παιδί, μην καταλαβαίνοντας πού και γιατί πήγαινε, καθόταν δίπλα στον Ντενίσκα, κρατούσε τον αγκώνα
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 11
Η ΣΤΕΠΑ
του μην πέσει και χοροπηδούσε όπως η τσαγέρα στη φωτιά. Κι όπως τρέχανε πολύ γρήγορα, το κόκκινο πουκάμισό του φούσκωνε σαν μπαλόνι στην πλάτη και το καινούργιο του ταξιδιωτικό καπέλο με το πράσινο παγωνίσιο φτερό γλιστρούσε κάθε λίγο πότε στα μάτια του και πότε στο σβέρκο του. Το παιδί ένιωθε πολύ δυστυχισμένο και του ‘ρχότανε να κλαίει. Όταν η καρότσα περνούσε μπροστά από τη φυλακή, ο Εγκόρουσκα πρόσεξε τους φρουρούς που περπατούσανε αργά κοντά στον ψηλό άσπρο τοίχο, είδε τα μικρά σιδερόφραχτα παράθυρα, το σταυρό που άστραφτε στη στέγη, και θυμήθηκε πως πριν μια βδομάδα, την ημέρα της Παναγιάς του Καζάν, ήρθε στην εκκλησιά της φυλακής με τη μανούλα. Και κάποτε πάλι, το Πάσχα, ήρθε με τη μαγείρισσα τη Λουντμίλα και τον Ντενίσκα και φέρανε τσουρέκια, αβγά, πίτες και ψητό. Οι φυλακισμένοι τούς ευχαριστούσανε και κάνανε το σταυρό τους, κι ένας απ’ αυτούς χάρισε στον Εγκόρουσκα κουμπιά για μανικέτια από καλάι, που τα ‘χε κάνει μοναχός του. Το παιδί κοιτούσε τα γνώριμα μέρη, αλλά η σιχαμένη καρότσα προσπερνούσε και τ’ άφηνε όλα πίσω της. Μετά τη φυλακή αφήσανε πίσω τους τα καπνισμένα σιδεράδικα, ύστερα το φροντισμένο, καταπράσινο νεκροταφείο, μαντρωμένο με κισσό. Πίσω από τον τοίχο του προβάλλανε οι άσπροι σταυροί και τα μνημεία, που, κρυμμένα μέσα στις βυσσινιές, φαντάζανε από μακριά σαν άσπροι λεκέδες. Ο Εγκόρουσκα θυμήθηκε πως όταν ανθίζανε οι βυσσινιές, αυτοί οι άσπροι λεκέδες ανακατευόντανε με τα άνθη των δέντρων
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 12
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
κι από μακριά ήτανε όλα τότε σαν μια άσπρη θάλασσα. Μα όταν πάλι τα βύσσινα ωριμάζανε, τα μνημεία και οι σταυροί γεμίζανε με βούλες κατακόκκινες σαν αίμα. Πίσω από τη μάντρα, κάτω από τις βυσσινιές, κοιμότανε νύχτα μέρα ο πατέρας του Εγκόρουσκα και η γιαγιά, η Ζηναΐδα Δανίλοβνα. Όταν πέθανε η γιαγιά, τηνε βάλανε σε μια μακριά στενή κάσα και της σκεπάσανε με δυο νομίσματα τα μάτια, που δεν θέλανε να κλείσουνε. Προτού πεθάνει, ήτανε ζωηρή και του έφερνε από την αγορά φρέσκα κουλουράκια πασπαλισμένα με παπαρουνόσπορο, τώρα όμως κοιμάται, κοιμάται... Πίσω από το νεκροταφείο καπνίζανε τα εργοστάσια που βγάζανε τούβλα. Από τις χαμηλές καλαμένιες σκεπές έβγαιναν μεγάλες τουλούπες πηχτός μαύρος καπνός κι ανέβαιναν αργά αργά προς τα πάνω. Ο ουρανός πάνω από τα εργοστάσια και το νεκροταφείο ήτανε σκοτεινός, κι οι μεγάλοι ίσκιοι από τις τουλούπες του καπνού πέφτανε στον κάμπο και στη δημοσιά. Ανάμεσα στον καπνό, κοντά στις χαμηλές στέγες και τις καλύβες, πηγαινοερχόντανε άνθρωποι και άλογα πασπαλισμένοι με κόκκινη σκόνη. Έπειτ’ από τα εργοστάσια, τέλειωνε η πόλη κι άρχιζαν τα χωράφια. Ο Εγκόρουσκα γύρισε, είδε για τελευταία φορά την πόλη, έκρυψε το πρόσωπο στον αγκώνα του Ντενίσκα και ξέσπασε σ’ ένα πικρό κλάμα. — Ε, δεν χόρτασες να κλαις, κλαψιάρη, είπε ο Κουζμιτσόβ. Πάλι κλαις, σαλιάρικο! Αν δεν θες να ‘ρθεις, μείνε! Κανένας δεν σε παίρνει με το ζόρι! — Ησύχασε, ησύχασε, παιδί μου Εγκόρ, ησύχασε... μουρ-
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 13
Η ΣΤΕΠΑ
μούρισε ο πάτερ Χριστόφορος. Ησύχασε, αδερφέ... Να ευχαριστείς το Θεό... Δεν πας για το κακό σου, για καλό σου πας. Η μόρφωση είναι φως, όπως λένε, και η αμάθεια σκοτάδι. Έτσι είναι. — Θέλεις να γυρίσεις πίσω; ρώτησε ο Κουζμιτσόβ. — Θέ...Θέλω... απάντησε ο Εγκόρουσκα κλαίγοντας. — Να γυρίσεις! Άδικα πας έτσι κι αλλιώς εφτά βέρστια μακριά για να φας το νιανιά σου...* — Ησύχασε, ησύχασε, αδερφέ... συνέχισε ο πάτερ Χριστόφορος. Να ευχαριστείς το Θεό... Έτσι ακριβώς πήγαινε κι ο Λομονόσοβ με τους ψαράδες. Κι όμως έγινε ξακουστός σ’ όλη την Ευρώπη. Η μόρφωση, όταν συνδυάζεται με την πίστη, δίνει καρπούς θεάρεστους. Πώς το λέει κι η προσευχή; Εις δόξαν του Δημιουργού, εις παρηγορίαν των γονέων, εις όφελος της εκκλησίας και της πατρίδος... Έτσι. — Υπάρχει πολλών λογιώ όφελος... είπε ο Κουζμιτσόβ καπνίζοντας το φτηνό του τσιγάρο. Άλλος σπουδάζει είκοσι χρόνια χωρίς καμιά προκοπή. — Σωστά. — Σ’ άλλους η μόρφωση είναι πολύ χρήσιμη κι άλλους τούς ζαλίζει το μυαλό μονάχα. Η αδερφή μου είναι μια γυναίκα που δεν νιώθει. Τα θέλει όλα ανώτερα κι ευγενικά και θέλει να γίνει ο Εγκόρουσκα σοφός. Και δεν καταλαβαίνει πως εγώ με τη δουλειά μου θα μπορούσα να κάνω τον Εγκόρουσκα ευτυχισμένο σ’ όλη του τη ζωή. Κι εγώ σας λέω, άμα γίνουν όλοι σοφοί κι ευγενείς, τότε ποιος θα κάνει το ε* Ρωσική παροιμία. o
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 14
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
μπόριο και ποιος θα σπέρνει το σιτάρι; Όλοι θα πεθάνουμε από την πείνα. — Αν όμως πάλι όλοι γίνουνται έμποροι κι όλοι σπέρνουνε στάρι, τότε κανένας δεν θα μορφωθεί. Και σίγουροι κι οι δυο πως είπανε κάτι σημαντικό, ο Κουζμιτσόβ και ο πάτερ Χριστόφορος, πήρανε ύφος σοβαρό και ξεροβήξανε. Ο Ντενίσκα, που άκουγε τη συζήτηση και δεν καταλάβαινε τίποτα, τίναξε το κεφάλι, κι αφού ανασηκώθηκε, έδωσε μια καμτσικιά στα δυο άλογα. Γίνηκε σιωπή. Στο μεταξύ, μπροστά στα μάτια των ταξιδιωτών απλώθηκε πια ο πλατύς, απέραντος κάμπος, τριγυρισμένος από μιαν αλυσίδα λόφους. Οι λόφοι αυτοί, ο ένας πίσω από τον άλλο, ενώνουνταν σ’ ένα ύψωμα που τραβούσε δεξιά από το δρόμο κι έσβηνε στον ορίζοντα σ’ ένα γαλάζιο μακρινό βάθος. Πας, πας και δεν μπορείς να καταλάβεις πούθε αρχίζουν και πού τελειώνουν... Ο ήλιος πρόβαλε πια πίσω από την πόλη κι έκανε τη δουλειά του αθόρυβα. Στην αρχή πρόβαλε μακριά, εκεί όπου ενώνεται ο ουρανός με τη γη, κοντά σε κάτι αρχαίους τύμβους και στον άνεμόμυλο, που μοιάζει από μακριά μ’ ένα μικρό ανθρωπάκι που κουνάει τα χέρια του. Ύστερα σύρθηκε πάνω στη γη μια πλατιά χτυπητή κίτρινη λουρίδα και σ’ ένα λεπτό μια όμοια λουρίδα έλαμψε κάπως κοντύτερα, σύρθηκε δεξιά κι αγκάλιασε τους λόφους. Κάτι ζεστό άγγιξε την πλάτη του Εγκόρουσκα κι η λουρίδα από φως, που κρυφοζύγωνε από πίσω, χύμηξε πάνω απ’ την καρότσα και τ’ άλογα, όρμησε κι ενώθηκε με τις άλλες λουρίδες, και ξαφνικά ο-
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 15
Η ΣΤΕΠΑ
λόκληρη η πλατιά στέπα τίναξε από πάνω της την πρωινή καταχνιά, χαμογέλασε κι αστραφτοκόπησε με τη δροσιά. Η θερισμένη σίκαλη, τα αγριόχορτα, το άγριο καναβούρι, θολά από την κάψα, κοκκινωπά και μισοπεθαμένα, πλυμένα τώρα από την πρωινή δροσιά και το χάδι του ήλιου, ξαναζωντανέψανε για να ξανανθίσουν. Πάνω από το δρόμο, τιτιβίζοντας χαρούμενα πετούσανε τα σπουργίτια και μέσα στα χορτάρια τρέχανε σφυρίζοντας οι τυφλοπόντικοι. Κάπου αριστερά κλαψουρίζανε αγριοπούλια. Ένα κοπάδι πέρδικες, τρομαγμένο από την καρότσα, πέταξε κατά τους λόφους μ’ ένα μαλακό τρρρ. Τα τζιτζίκια, οι ακρίδες και τα τριζόνια αρχίσανε στο χορτάρι τη μονότονη μουσική τους. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι η δροσιά εξατμίστηκε, ο αγέρας έπηξε κι η στέπα ξεγελασμένη ξαναπήρε την καταθλιπτική όψη που είχε τον Ιούλιο. Τα χόρτα έγειραν, η ζωή σταμάτησε. Οι φλογισμένοι λόφοι, γκριζοπράσινοι, φαίνονταν από μακριά ξεθωριασμένοι, οι σκιές σβησμένες κι η πεδιάδα, μακρινή σαν ομίχλη, με τον ουρανό αναποδογυρισμένο πάνω της, που στη στέπα τη γυμνή από δάση και βουνά φαίνεται φοβερά βαθύς και διάφανος, παρουσιαζότανε τώρα ατέλειωτη, πετρωμένη από την ανία... Τι πλήξη και μελαγχολία! Η καρότσα τρέχει, μα ο Εγκόρουσκα βλέπει όλο τα ίδια και τα ίδια, τον ουρανό, τη στέπα, τους λόφους... Στο χορτάρι η μουσική σώπασε. Τα σπουργίτια πετάξανε κι οι πέρδικες δεν φαίνουνται. Πάνω από το χορτάρι, που γέρνει μαραμένο, πετάνε οι γερανοί, μην έχοντας τι άλλο να κάνουν. Μοιάζουνε τόσο ανάμεσό τους όλοι, που κάνουνε τη στέπα ακόμα πιο μονότονη.
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 16
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
Ένας γυπαετός πετάει χαμηλά πάνω στο χώμα κουνώντας τα φτερά του ρυθμικά. Ξαφνικά σταμάτησε στον αγέρα σαν να σκέφτηκε τις πίκρες της ζωής, κι ύστερα τίναξε τα φτερά του και σαν σαΐτα όρμησε στη στέπα. Μα δεν καταλαβαίνεις ούτε γιατί πετάει ούτε και τι ζητάει. Και πέρα μακριά κουνάει τα φτερά του ο μύλος... Μια κάποια ποικιλία είναι κανένα άσπρο κουφάρι ή μερικά χαλίκια που προβάλλουν μέσα στα αγριόχορτα. Για μια στιγμή μεγαλώνει κάποια γκρίζα κοτρώνα που μοιάζει χωριάτισσα, μια ξερή ιτιά ξεπετάει ένα γαλάζιο κλαδί, ένας τυφλοπόντικας περνάει το δρόμο, κι ύστερα πάλι μπροστά στα μάτια τα ξερά χόρτα, οι λόφοι, οι γερανοί... Όμως να, δόξα τω Θεώ, κι ένα συναπάντημα, ένα κάρο με δεμάτια. Πάνω ψηλά είναι ένα κορίτσι ξαπλωμένο. Νυσταγμένο, τσακισμένο από τη ζέστη, σηκώνει το κεφάλι και βλέπει τους ταξιδιώτες. Ο Ντενίσκα την κοιτάει σαν χαζός – τ’ άλογα πλησιάζουνε τις μουσούδες στα δεμάτια και τα τραβούνε, η καρότσα τρίζει και φιλιέται με το κάρο. Και τ’ αγκαθερά στάχυα σκουπίζουν το καπέλο του πάτερ Χριστόφορου. — Έι, χοντρή! Πάνω στον κόσμο πέφτεις, φωνάζει ο Ντενίσκα. Τι πρησμένη μούρη είναι αυτή, σαν να ‘σαι μεθυσμένη! Το κορίτσι χαμογελά νυσταγμένο και κάτι μουρμουρίζει. Κι ύστερα πάλι ξαπλώνει... Μα να, πάνω στο λόφο φάνηκε μια μοναχική λεύκα. Ποιος να τη φύτεψε και γιατί βρέθηκε εδώ – μόνο ο Θεός το ξέρει. Από τον λυγερό κορμό της και το θαυμάσιο πράσινο φύλλωμά της δύσκολο να τραβήξεις τα μάτια. Είναι άραγε ευτυχισμένο το ωραίο τούτο
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 17
Η ΣΤΕΠΑ
δέντρο; Το καλοκαίρι η κάψα, το χειμώνα η παγωνιά κι οι μπόρες, το φθινόπωρο οι τρομαχτικές νύχτες, το σκοτάδι, όπου δεν βλέπεις ούτε ακούς τίποτα, εκτός από τον θυμωμένο αγέρα που βουίζει όλη τη νύχτα. Και το κυριότερο, να είσαι σ’ όλη σου τη ζωή μόνη, ολομόναχη... Πίσω από τη λεύκα απλώνεται –χτυπητό κίτρινο χαλί– από την κορυφή ως το δρόμο το ώριμο σιτάρι. Πάνω στο λόφο το σιτάρι είναι θερισμένο και το ‘χουνε μαζέψει σε δεμάτια. Μα κάτω, κοντά στο δρόμο, θερίζουνε ακόμα... Έξι θεριστάδες, ο ένας πλάι στον άλλο, με τα δρεπάνια στο χέρι, κάνουνε όλοι μαζί την ίδια κίνηση, και τα δρεπάνια τους αστράφτουνε στον ήλιο χαρούμενα και ρυθμικά μ’ ένα βζβζβζ. Από την κίνηση των γυναικών που δένουν τα δεμάτια, από τα πρόσωπα των θεριστάδων κι από τη λάμψη που βγάζουν τα δρεπάνια, είναι ολοφάνερο πως η ζέστη τούς ψήνει και τους σκάει. Ένας μαύρος σκύλος με τη γλώσσα όξω τρέχει προς την καρότσα έτοιμος να τη γαβγίσει, μα σταματάει στα μισά και κοιτάει αδιάφορα τον Ντενίσκα, που τον φοβερίζει με το κνούτο. Κάνει πολλή ζέστη για να γαβγίσει! Μια χωριάτισσα ανασηκώνεται, κρατάει με τα δυο της χέρια την πονεμένη μέση της και παρακολουθεί το κόκκινο πουκάμισο του Εγκόρουσκα. Να της άρεσε το κόκκινό του χρώμα ή θυμήθηκε τα παιδιά της; Στέκεται πολλήν ώρα ακίνητη και κοιτάει ξοπίσω τους... Μα να που πάει, πέρασε και το σιτάρι. Πάλι απλώνεται η φλογισμένη στέπα, οι λιοψημένοι λόφοι, ο καυτερός ουρανός. Πάλι πετάει ο γυπαετός πάνω από τον κάμπο. Μακριά, όπως και πριν, κουνάει πάντα τα φτερά του ο μύλος και πά-
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 18
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
λι μοιάζει μικρό ανθρωπάκι που κουνάει τα χέρια. Βαριέσαι να τονε βλέπεις και λες πως ποτές δεν θα τονε φτάσεις, πως τρέχει μακριά από την καρότσα. Ο πάτερ Χριστόφορος κι ο Κουζμιτσόβ σωπαίνουνε. Ο Ντενίσκα βαράει αδιάκοπα τα άλογα και τα φοβερίζει χουγιάζοντας πότε πότε. Ο Εγκόρουσκα δεν έκλαιγε πια, κοίταζε αδιάφορα γύρω του. Η ζέστη κι η πλήξη της στέπας τον τσάκισαν. Του φαίνεται πως ταξιδεύει από πολύν καιρό και πως από καιρό τού ψήνει ο ήλιος την πλάτη. Δεν είχανε κάνει ούτε δέκα βέρστια ακόμα κι έλεγε μέσα του: «Πότε πια θα ξεκουραστούμε!» Από το πρόσωπο του θείου έσβησε σιγά σιγά η ευχαρίστηση κι απόμεινε μονάχα η έγνοια της δουλειάς. Και το ξουρισμένο αδύνατο πρόσωπό του, ιδιαίτερα όταν φοράει τα γυαλιά του, και η μύτη και τα τσουλούφια του είναι σκονισμένα, παίρνει το ύφος αυστηρού ιεροεξεταστή. Ο πάτερ Χριστόφορος βλέπει πάντα γύρω του με θαυμασμό και έκπληξη τον κόσμο του Θεού και χαμογελάει. Σιωπηλός σκεφτότανε κάτι χαρούμενο, και το καλόκαρδο χαμόγελό του αποξεχάστηκε πάνω στο πρόσωπό του. Έμοιαζε σαν να πέτρωσε μέσα στο μυαλό του από τη ζέστη η χαρούμενη σκέψη του. — Τι λες, Ντενίσκα, θα τα προφτάσουμε σήμερα τα κάρα; ρώτησε ο Κουζμιτσόβ. Ο Ντενίσκα κοίταξε τον ουρανό, ανασηκώθηκε από τη θέση του, μαστίγωσε τ’ άλογα κι ύστερα απάντησε: — Αν θέλει ο Θεός, ίσαμε το βράδυ θα τα προλάβουμε. Ακούστηκαν γαβγίσματα. Έξι τεράστια τσοπανόσκυλα, σαν να παραμόνευαν, όρμησαν ξαφνικά πάνω στην καρότσα
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 19
Η ΣΤΕΠΑ
ουρλιάζοντας τρομαχτικά. Όλα μαζί, εξαιρετικά αγριεμένα, με τα μαλλιαρά τους κεφάλια και μάτια κόκκινα σαν αίμα, τριγυρίσανε την καρότσα και σπρώχνοντας το ένα το άλλο με ζήλο, αρχίνησαν ένα βραχνιασμένο μουγκρητό. Γεμάτα μίσος, ήτανε έτοιμα να σπαράξουνε τα άλογα, την καρότσα και τους ανθρώπους... Ο Ντενίσκα, που του άρεσε να χτυπάει και να πειράζει τα σκυλιά, βρήκε την ευκαιρία και, με μιαν άγρια έκφραση στο πρόσωπο, άρχισε να τα βαράει με το κνούτο. Τα σκυλιά αγριέψανε ακόμα πιο πολύ και τ’ άλογα καλπάζανε σαν τρελά. Ο Εγκόρουσκα, που μόλις κρατιότανε στο κάθισμα, τα κοίταζε στα μάτια και στα δόντια και καταλάβαινε πως αν πέσει κάτω, θα τον κάνουνε κομμάτια. Δεν ένιωθε κανένα φόβο, έμοιαζε αγριεμένος όσο κι ο Ντενίσκα και λυπότανε που δεν είχε στα χέρια του κι αυτός ένα κνούτο. Η καρότσα έφτασε ένα κοπάδι πρόβατα. — Ε, στάσου, φώναξε ο Κουζμιτσόβ, κράτα! Τπρρ!... Ο Ντενίσκα έγειρε πίσω μ’ όλο του το σώμα και κράτησε τα άλογα. Η καρότσα σταμάτησε. — Έλα δω, είπε ο Κουζμιτσόβ στον τσοπάνο. Μάζεψε τα καταραμένα τα σκυλιά σου! Ο γερο-τσοπάνος, κουρελής και ξυπόλυτος, μ’ έναν ζεστό σκούφο, με βρόμικο τσουβάλι στη μέση και μ’ ένα γάντζο στη μακριά του αγκλίτσα –πανάρχαια πρωτόγονη φιγούρα–, καθησύχασε τα σκυλιά και βγάζοντας το σκούφο του, πλησίασε την καρότσα. Ένας άλλος τσοπάνος όμοιος –το ίδιο πρωτόγονη φιγούρα– στεκότανε ακίνητος στην άλλη άκρη του κοπαδιού και κοίταζε αδιάφορα τους ταξιδιώτες.
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 20
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
— Ποιανού είναι το κοπάδι; ρώτησε ο Κουζμιτσόβ. — Του Βαρλάμοβ! απάντησε δυνατά ο γέρος. — Του Βαρλάμοβ! επανέλαβε κι ο άλλος από την άλλη άκρη του κοπαδιού. — Πέρασε χτες το βράδυ από δω ο Βαρλάμοβ ή όχι; — Όχι, όχι... Πέρασε ο παραγιός του. Έτσι είναι... — Τράβα! Η καρότσα κύλησε πάνω στο δρόμο και οι τσοπάνηδες μαζί με τ’ άγρια σκυλιά τους έμειναν πίσω. Ο Εγκόρουσκα κοίταζε ανόρεχτα μπροστά του τη γαλάζια μακρινή απόσταση που τονε χώριζε από το μύλο και του φάνηκε πως ο μύλος, που κουνούσε τα φτερά του, ερχότανε καταπάνω τους. Άρχισε να μεγαλώνει – μεγάλωσε τόσο, που πιάσανε να διακρίνουνται και τα δυο τα φτερά του. Το ένα ήτανε παλιό μπαλωμένο, μα το άλλο ήτανε καινούργιο, από ξύλο που άστραφτε στον ήλιο. Η καρότσα τραβούσε ίσια κι ο μύλος τού φάνηκε τώρα πως άρχισε να φεύγει προς τ’ αριστερά. Κι όσο προχωρούσανε, τόσο ο μύλος πήγαινε όλο πιο αριστερά, αλλά δεν χανότανε από τα μάτια του. — Καλός αγέρας φυσάει για το γιο του Μπόλτβα, είπε ο Ντενίσκα. — Γιατί δεν φαίνεται το αρχοντικό του ακόμα; — Είναι εκεί πίσω από τη ρεματιά... Δεν άργησε να φανεί και το αρχοντικό του Μπόλτβα, κι ο αγέρας εξακολουθούσε να φυσάει, κι ο Εγκόρουσκα νόμιζε πως το γυαλιστερό φτερό του μύλου τού έγνεφε ακόμα. Τι μάγος!
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 21
II
zå το μεσημέρι η καρότσα γύρισε δεξιά, προχώρησε σιγά σιγά και σταμάτησε. Ο Εγκόρουσκα άκουσε ένα σιγαλό, χαϊδευτικό κελάρυσμα κι ένιωσε στο πρόσωπο ένα δροσερό απαλό αεράκι. Από το λόφο, που ήταν όλος κι όλος ένας τεράστιος βράχος, μέσα από ένα σωλήνα από ζαμπούκο που κάποιος άγνωστος ευεργέτης είχε τοποθετήσει, έτρεχε σαν λεπτή κλωστή το νερό. Έπεφτε στη γη διάφανο και χαρούμενο κι άστραφτε στον ήλιο σιγοκελαρύζοντας και, σαν να γνώριζε τη δύναμή του, κυλούσε με ορμή κάπου προς τ’ αριστερά. Όχι μακριά από το λόφο, το μικρό ρυάκι απλωνότανε σαν ένα μεγάλο τέλμα που το νερό του το ‘πινε η διψασμένη γης και του ‘κοβε την ορμή του. Μα λίγο πιο κάτω φαίνεται πως συναντούσε κάποιο άλλο ρυάκι, γιατί καμιά εκατοστή μέτρα περίπου από το λόφο πρασίνιζαν πυκνές φουντωτές φυλλωσιές, που από μέσα τους, όταν πλησίαζε η καρότσα, σηκώθηκαν τρεις μπεκάτσες τσιρίζοντας. Οι ταξιδιώτες βολεύτηκαν δίπλα στο ρυάκι να ξεκουραστούνε και να ταΐσουν τ’ άλογα. Ο Κουζμιτσόβ, ο πάτερ Χριστόφορος κι ο Εγκόρουσκα καθίσανε κάτω, στην αραιά
Π
ΡΟΣ
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 22
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
σκιά που έριχνε η καρότσα και τα λυμένα άλογα, πάνω σ’ έναν κετσέ, κι αρχίνησαν να κολατσίζουν. Η ευχάριστη σκέψη που είχε πήξει από τη ζέστη στο μυαλό του πάτερ Χριστόφορου, αφού τούτος ήπιε νερό κι έφαγε ένα αβγό, έγινε χάδι στα μάτια του για τον Εγκόρουσκα. Έφαγε κι ύστερα του ‘πε: — Κι εγώ ο ίδιος, αδερφέ, σπούδαζα. Από πολύ μικρόν, ο Θεός έβανε μέσα μου αντίληψη και κατανόηση. Έτσι που, όταν ήμουνα σαν κι εσένα, με φέρνανε παράδειγμα για τους άλλους και ήμουνα παρηγοριά για τους γονείς και τους δασκάλους μου με τη σοφία μου. Δεν ήμουν ακόμα δεκαπέντε χρόνων όταν μιλούσα λατινικά κι έγραφα στίχους λατινικά όπως και ρωσικά. Θυμάμαι, ήμουν παπαδοπαίδι και βαστούσα την πατερίτσα του Μητροπολίτη Χριστοφόρου. Κάποτε, μετά τη λειτουργία, το θυμάμαι σαν και τώρα, την ημέρα της ονομαστικής εορτής του Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Παύλοβιτς –ευλογημένος να ‘ναι–, με πρόσεξε που τον βοηθούσα ν’ αλλάξει τ’ άμφιά του μέσα στο ιερό, με κοίταξε και με ρώτησε: «Puer bone quam appellaris».* Κι εγώ απάντησα: «Christoforus sum». Κι αυτός ξανάπε: «Ergo cognominati sumus», δηλαδή είμαστε συνονόματοι... Ύστερα με ρώτησε λατινικά «τίνος είσαι» κι εγώ του απάντησα πάλι λατινικά πως είμαι γιος του διάκου Συριίσκι από το χωριό Λεμπεντίσκογε. Βλέποντας την ετοιμότητά μου και τη μόρφωσή μου ο σεβασμιότατος, με ευλόγησε και μου είπε: «Γράψε στον πατέρα σου πως εγώ δεν θα σ’ αφήσω και θα * Πώς σε λένε, καλό μου παιδί;
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 23
Η ΣΤΕΠΑ
σ’ έχω υπό την προστασία μου». Οι δεσποτάδες και οι παπάδες που ήτανε στο ιερό και μας άκουσαν να μιλάμε λατινικά απόρησαν πολύ, κι όλοι με επαινούσαν κι εκφράζανε την ευχαρίστησή τους. Δεν είχα ακόμα μουστάκι, κι όμως, αδερφέ μου, διάβαζα και λατινικά και ελληνικά και γαλλικά κι ήξερα φιλοσοφία, μαθηματικά, πολιτική ιστορία και όλες τις επιστήμες. Μου έδωσε ο Θεός καταπληκτική μνήμη. Τύχαινε να διαβάσω κάτι δυο φορές και το μάθαινα απόξω. Οι καθηγητές μου κι οι προστάτες μου με θαύμαζαν κι ήταν βέβαιοι πως θα γενόμουνα ένας σοφός, φωστήρας της Εκκλησίας. Έτσι κι εγώ σκεφτόμουνα να ταξιδέψω, να πάω στο Κίεβο και να συνεχίσω τις σπουδές μου, μα οι γονείς μου δεν θέλησαν. «Σ’ όλη σου τη ζωή», έλεγε ο πατέρας μου, «θα σπουδάζεις, κι εμείς έως πότε θα σε περιμένουμε». Όταν άκουσα αυτά τα λόγια, παράτησα τις σπουδές κι έπιασα δουλειά. Η αλήθεια είναι πως δεν σπούδασα, όμως δεν παράκουσα τους γονείς μου, έμεινα κοντά τους έως τα γερατειά τους και τους έθαψα με κάθε τιμή. Η υπακοή είναι ανώτερη κι από τη νηστεία κι από την προσευχή! — Μου φαίνεται πως τώρα πια τις ξέχασες όλες τις επιστήμες, έκανε ο Κουζμιτσόβ. — Πώς να μην τις ξεχάσω; Δόξα να ‘χει ο Ύψιστος, πάτησα τα ογδόντα. Από φιλοσοφία και ρητορική κάτι θυμάμαι, τις γλώσσες όμως και τα μαθηματικά τα ξέχασα ολότελα. Ο πάτερ Χριστόφορος έκλεισε τα μάτια κι είπε σιγανά: — Τι είναι ον; Το ον είναι κάτι αυτοτελές που έχει ίδιον τρόπον υπάρξεως.
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 24
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
Κούνησε το κεφάλι του και γέλασε ευχαριστημένος. — Πνευματική τροφή! είπε. Πραγματικά, η ύλη τρέφει το σώμα και η πνευματική τροφή την ψυχήν. — Η επιστήμη για τις επιστήμες, στέναξε ο Κουζμιτσόβ, μα αν δεν βρούμε τον Βαρλάμοβ, τότε να ιδούμε τι θα μας κάνει η επιστήμη. — Ο άνθρωπος δεν είναι βελόνα, θα τονε βρούμε. Κάπου δω θα τριγυρνάει κι αυτός. Πάνω από το ψήλωμα ξαναπετάξανε οι γνώριμές μας μπεκάτσες τσιρίζοντας, και, μέσα στις φωνές τους, καταλάβαινες την ανησυχία και το παράπονο που τις διώξανε απ’ το ρυάκι. Τ’ άλογα μασουλούσανε αργά αργά και χλιμιντρίζανε πού και πού. Ο Ντενίσκα στριφογύριζε γύρω τους και, κάνοντας πως είναι τελείως αδιάφορος για τ’ αγγούρια και τις πίτες και τ’ αβγά που τρώγανε οι αφέντες του, βάλθηκε στα σοβαρά να σκοτώνει τις μύγες και τις αλογόμυγες που βοσκούσανε στις κοιλιές και πάνω στις πλάτες των αλόγων. Κι όταν σκότωνε κάποια μύγα ή αλογόμυγα, έβγαζε από το λαρύγγι του έναν χαρακτηριστικό ήχο όλο θρίαμβο. Τα θύματά του τα χτυπούσε με τα χέρια του, μα σαν δεν τα πετύχαινε, τα παρακολουθούσε να φεύγουνε με βλέμμα γεμάτο φούρκα και απόγνωση. — Πού είσαι, Ντενίσκα; Έλα να φας, είπε ο Κουζμιτσόβ ρουθουνίζοντας βαθιά, να δείξει πως είχε πια χορτάσει. Ο Ντενίσκα ζύγωσε δειλά στον κετσέ και διάλεξε πέντε μεγάλα κίτρινα αγγούρια, που τα λένε γι’ αυτό «κιτρινιάρικα» (δεν τόλμησε ν’ αγγίξει τα μικρά και πράσινα). Πήρε δυο βρασμένα αβγά, μαυρισμένα και σκασμένα, κι ύστερα ανα-
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 25
Η ΣΤΕΠΑ
ποφάσιστα, σαν να φοβότανε μην τονε χτυπήσουνε, άπλωσε το χέρι κι έπιασε μια μικρή πίτα. — Πάρε, πάρε, του ‘δωσε κουράγιο ο Κουζμιτσόβ. Ο Ντενίσκα πήρε τότε αποφασιστικά την πίτα και τραβήχτηκε στο πλάι. Κάθισε στο χώμα με την πλάτη γυρισμένη στην καρότσα, κι αμέσως ακούστηκε τόσο δυνατό μασούλισμα, που και τ’ άλογα γυρίσανε το κεφάλι και κοιτάξανε τον Ντενίσκα ξαφνιασμένα. Σαν τέλειωσε το φαγητό, ο Κουζμιτσόβ έβγαλε από την καρότσα ένα σακί που ‘χε κάτι μέσα και γύρισε στον Εγκόρουσκα. — Εγώ θα κοιμηθώ, κι εσύ πρόσεχε μη μου πάρουνε το σακί κάτω από το κεφάλι μου. Ο πάτερ Χριστόφορος έβγαλε το ράσο του, τη ζώνη και το καφτάνι κι ο Εγκόρουσκα απόμεινε να τον κοιτάει κατάπληκτος. Ποτέ του δεν φαντάστηκε πως οι παπάδες φοράνε παντελόνια, κι ο πάτερ Χριστόφορος φορούσε στ’ αλήθεια λινό παντελόνι, με τα μπατζάκια χωμένα μέσα στις αψηλές του μπότες, καθώς κι ένα ζωηρόχρωμο κοντογούνι. Βλέποντάς τον ο Εγκόρουσκα, σκέφτηκε πως η στολή αυτή δεν ταίριαζε σ’ έναν παπά και πως με τα μακριά μαλλιά του και τα γένια ο πάτερ Χριστόφορος έμοιαζε πολύ με τον Ροβινσώνα Κρούσο. Όταν γδυθήκανε ο πάτερ Χριστόφορος και ο Κουζμιτσόβ, πλαγιάσανε στον ίσκιο της καρότσας ο ένας άντικρυ στον άλλο και κλείσανε τα μάτια. Ο Ντενίσκα, μόλις τέλειωσε το μασούλισμα, ξάπλωσε πάνω στη ζεστή γης ανάσκελα κι έκλεισε κι αυτός τα μάτια.
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 26
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
— Πρόσεχε μην πάρουνε τ’ άλογα, έκανε στον Εγκόρουσκα κι αποκοιμήθηκε αμέσως. Γύρω γίνηκε ησυχία. Ακουγόντανε μονάχα τ’ άλογα, που χλιμίντριζαν σιγανά κι αναμασούσαν, κι οι κοιμισμένοι που ρουχάλιζαν. Κάπου εκεί κοντά ακουγότανε ένα τζιτζίκι και πότε πότε τσιρίζανε οι μπεκάτσες, που πετούσανε κάθε τόσο να ιδούνε αν εφύγανε οι ενοχλητικοί ξένοι. Το ρυάκι σιγομουρμούριζε, όμως όλοι αυτοί οι ήχοι δεν ταράζανε τη γαλήνη, δεν ξυπνούσανε τον κοιμισμένο αέρα. Αντίθετα, φέρνανε μια νύστα, ένα αποκάρωμα σ’ όλα και σ’ όλους. Ο Εγκόρουσκα, που πνιγότανε από τη ζέστη και μάλιστα ύστερα από το φαγητό, έτρεξε σ’ ένα ψήλωμα κι από κει βάλθηκε να βλέπει το τοπίο. Και είδε ακριβώς τα ίδια που έβλεπε απ’ το πρωί: τη στέπα, τους λόφους, τον ουρανό και τη γαλάζια μακρινή απόσταση στο βάθος. Μονάχα που οι λόφοι τώρα ήτανε πιο κοντά, ενώ ο μύλος είχε ξεμείνει πολύ μακριά και δεν φαινότανε. Πίσω από το βράχο όπου έτρεχε το νερό, υψωνότανε ένας λόφος ψηλότερος και πιο ομαλός και πλατύς. Πάνω σ’ αυτόν ήτανε ένας συνοικισμός μικρός, με πέντ’ έξι καλύβες. Κοντά στις καλύβες δεν υπήρχε ψυχή ζώσα, ούτε δέντρο ούτε ίσκιος, σαν να πνίγηκε από τον ζεστό αγέρα και χάθηκαν όλα. Ο Εγκόρουσκα, μην έχοντας τι να κάνει, έπιασε μέσα στα χορτάρια έναν τζίτζικα, τον έκλεισε στη χούφτα του, έφερε το χέρι του κοντά στ’ αφτί του κι άκουγε για πολλήν ώρα το τραγούδι του. Όταν πια βαρέθηκε να τον ακούει, έπιασε να κυνηγάει κάτι κίτρινες πεταλούδες που πετάξανε στο ρυάκι να πιούνε νερό και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε κοντά στην καρότσα. Ο θείος
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 27
Η ΣΤΕΠΑ
του κι ο πάτερ Χριστόφορος κοιμόντανε βαθιά. Ο ύπνος θα βαστούσε δυο τρεις ώρες ακόμα, ώσπου να ξεκουραστούνε τ’ άλογα. Πώς να σκοτώσεις τόσην ώρα και πού να κρυφτείς από τη ζέστη; Μεγάλο πρόβλημα... Μηχανικά έβαλε ο Εγκόρουσκα το στόμα του κάτω από την κλωστή νερού που έτρεχε απ’ το σωλήνα. Δροσίστηκε από το δροσερό νερό, και το στόμα του μύρισε ζαμπούκο. Στην αρχή έπινε με πολλή όρεξη, μα μετά το κατάπινε με το ζόρι, ίσαμε που βράχηκε το πουκάμισό του και του διαπέρασε το νερό όλο του το σώμα. Ύστερα πλησίασε την καρότσα κι απόμεινε να χαζεύει τους κοιμισμένους. Το πρόσωπο του θείου του ήτανε όπως πάντα στεγνό κι έδειχνε πως τον απασχολούσαν οι υποθέσεις του. Αφοσιωμένος στη δουλειά του φανατικά ο Κουζμιτσόβ, ακόμα και στον ύπνο του και στην εκκλησιά, κι όταν προσευχότανε κι όταν ακόμα έψελνε το «Χερουβικό», αυτήν σκεφτότανε, και δεν του ‘βγαινε απ’ το μυαλό ούτε στιγμή. Και τώρα σίγουρα στον ύπνο του έβλεπε τα δέματα με το μαλλί, τα κάρα, τις τιμές και τον Βαρλάμοβ... Ο πάτερ Χριστόφορος ήταν άνθρωπος μαλακός, ‘λαφρύς και κεφάτος, και σ’ όλη του τη ζωή δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να κάνει να τονε ζώσουνε τα φίδια. Στις αμέτρητες δουλειές που είχε καταπιαστεί στη ζωή του, τονε τραβούσε όχι η ίδια η δουλειά, μα οι φασαρίες και το νταραβέρι με τους άλλους που είχε μέσα της η καθεμιά. Έτσι και σ’ αυτό το ταξίδι δεν τον ενδιέφερε τόσο το μαλλί, ο Βαρλάμοβ, οι τιμές, όσο ο μακρύς ο δρόμος, οι φλυαρίες, ο ύπνος κάτω απ’ την καρότσα, το φαγητό έξω από την ώρα του... Και τώρα, αν έκρινες από την έκφρασή του, πρέπει σίγουρα
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 28
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
να ‘βλεπε στον ύπνο του τον Μητροπολίτη Χριστόφορο, τη συζήτηση για τα λατινικά, την παπαδιά του, το γλυκό με το καϊμάκι κι άλλα παρόμοια, που ήτανε αδύνατον να τα ονειρευτεί ο Κουζμιτσόβ. Την ώρα που ο Εγκόρουσκα κοίταζε τα κοιμισμένα πρόσωπα, ακούστηκε ξαφνικά ένα σιγανό τραγούδι. Κάπου εκεί κοντά τραγουδούσε μια γυναίκα, μα ήτανε δύσκολο να καταλάβεις σε ποια μεριά ακριβώς βρισκότανε. Ήταν ένα μακρόσυρτο, σιγανό, λυπητερό τραγούδι, που έμοιαζε με κλάμα και μόλις ακουγότανε. Από πού;... Δεξιά... αριστερά... από τη γη; Ήτανε σαν να περνούσε πάνω από τη στέπα μια αόρατη πνοή που τραγουδούσε. Ο Εγκόρουσκα έβλεπε γύρω προσεχτικά, μα δεν καταλάβαινε πούθε ερχότανε το παράξενο αυτό τραγούδι. Ύστερα, όταν πρόσεξε περσότερο, του φάνηκε πως τραγουδούσε το χορτάρι, που μαραμένο και μισοπεθαμένο, χωρίς λόγια λυπητερά και ειλικρινά, προσπαθούσε να πείσει κάποιον πως δεν είχε φταίξει σε τίποτα, κι ο ήλιος άδικα το ‘χε κάψει. Βεβαίωνε πως θέλει πολύ να ζήσει, πως είναι πολύ νέο και θα ήτανε πολύ όμορφο αν δεν υπήρχε αυτή η ζέστη κι η ξηρασία. Δεν έφταιγε καθόλου, κι όμως ζητούσε από κάποιον να το συγχωρέσει κι ορκιζότανε πως νιώθει αβάσταχτο πόνο και θλίψη για τον εαυτό του. Ο Εγκόρουσκα άκουσε λίγο ακόμα και του φάνηκε πως ο αγέρας έπηξε ασφυκτικά απ’ το θλιμμένο τούτο μακρόσυρτο τραγούδι κι η ζέστη δυνάμωσε ακόμα πιο πολύ. Για να μην το ακούει άλλο, άρχισε να τραγουδάει ο ίδιος, και για να κάνει θόρυβο, κρατούσε και το ρυθμό με τα πόδια. Κι ύ-
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 29
Η ΣΤΕΠΑ
στερα έτρεξε πια στο ύψωμα. Από κει κοίταξε τριγύρω και βρήκε ποιος τραγουδούσε. Στην ακριανή καλύβα του συνοικισμού, μια χωρική με κοντό μεσοφόρι και μακριά γεροδεμένα πόδια, σαν λέλεκας, κοσκίνιζε κάτι. Κάτω από το κόσκινο κυλούσε νωθρά μια άσπρη σκόνη. Ήτανε φανερό πως τούτη η γυναίκα τραγουδούσε. Κανένα μέτρο πιο πέρα στεκόταν ένα αγοράκι ξεσκούφωτο, που φορούσε μονάχα ένα πουκαμισάκι. Σαν να ‘τανε μαγεμένο απ’ το τραγούδισμα, κοίταε ασάλευτο κάπου προς τα κάτω, ίσως το κόκκινο πουκάμισο του Εγκόρουσκα. Το τραγούδι σταμάτησε. Ο Εγκόρουσκα, μην ξέροντας τι να κάνει, ξαναγύρισε και ασχολήθηκε με το ρυάκι. Πάλι ακούστηκε το θλιμμένο μακρόσυρτο τραγούδι. Η ίδια χοντρή χωριάτισσα τραγουδούσε πίσω από το λόφο στο συνοικισμό. Τον Εγκόρουσκα τον έπιασε ξανά η πρωινή του στενοχώρια και παράτησε το νερό. Σήκωσε τα μάτια ψηλά κι εκείνο που είδε τον τρόμαξε λιγάκι. Πάνω από το κεφάλι του, ψηλά στον απότομο μεγάλο βράχο, στεκότανε το μικρό παιδί, που είχε πρησμένη κοιλιά και λεπτά ποδαράκια, φορώντας μόνο το πουκαμισάκι του. Το ίδιο παιδί που στεκότανε πριν κοντά στη χωριάτισσα. Με μεγάλη περιέργεια και με κάποιο δέος, σαν να ‘βλεπε τίποτα βρικόλακες, με τα μάτια ακίνητα και το στόμα ανοιχτό, κοίταζε το κόκκινο πουκάμισο του Εγκόρουσκα και την καρότσα. Φαίνεται πως το κόκκινο πουκάμισο το ξελόγιασε, κι η καρότσα με τους κοιμισμένους δίπλα τού άναψε την περιέργεια και χωρίς να το καταλάβει ξεμάκρυνε απ’ το συνοικισμό και ήρθε
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 30
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
ίσαμε δω. Και ίσως ν’ απορούσε τώρα και το ίδιο για το θάρρος του. Ο Εγκόρουσκα τον έβλεπε πολλή ώρα. Κι εκείνο τον Εγκόρουσκα. Κι οι δυο σωπαίνανε και νιώθανε κάποια αμηχανία. Αφού μείνανε για ώρα χωρίς να μιλάνε, ο Εγκόρουσκα ρώτησε: — Πώς σε λένε; Το παιδί φούσκωνε τα μάγουλά του κι ακούμπησε με την πλάτη στο βράχο, γούρλωσε τα μάτια, κούνησε τα χείλια κι απάντησε με χοντρή φωνή: — Τιτ! Δεν είπανε τίποτε άλλο. Αφού σωπάσανε λίγο ακόμα, ο μυστηριώδης Τιτ, χωρίς να ξεκολλάει τα μάτια από τον Εγκόρουσκα, σήκωσε προς τα πάνω το πόδι, βρήκε με τη φτέρνα του ένα μέρος να στηριχτεί και σκαρφάλωσε στην πέτρα. Από κει, πισωπατώντας και κοιτάζοντας τον Εγκόρουσκα δίχως να παίζει το μάτι, σαν να φοβόταν μην τον χτυπήσει από πίσω, ανέβηκε πιο πάνω, κι έτσι ανεβαίνοντας όλο και ψηλότερα, χάθηκε πίσω από την κορυφή του λόφου. Ο Εγκόρουσκα τον παρακολούθησε με τα μάτια κι ύστερα αγκάλιασε τα γόνατα με τα δυο του χέρια κι έσκυψε απάνω τους. Οι ζεστές αχτίδες τού καίγανε το κεφάλι, το λαιμό και την πλάτη. Το θλιμμένο τραγούδι πότε έσβηνε και πότε ξαναχυνότανε στον ακίνητο πνιγερό αγέρα, το ρυάκι κελάρυζε μονότονα, τα άλογα μασούσανε κι η ώρα δεν περνούσε κι έμοιαζε σαν να ‘χει πετρώσει και σταμάτησε. Του φαινότανε πως από το πρωί είχανε περάσει εκατό χρόνια. Ίσως να ‘τανε θέλημα Θεού ο Εγκόρουσκα, η καρότσα και τ’ άλογα να μαρμαρώσουνε μέσα σ’ αυτόν τον ασάλευ-
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 31
Η ΣΤΕΠΑ
τον αγέρα, όπως και οι λόφοι, και να μείνουνε για πάντα στην ίδια θέση. Ο Εγκόρουσκα σήκωσε το κεφάλι και με μάτια γλαρωμένα από τη νύστα κοίταξε μπροστά του. Η γαλάζια απόσταση, που ήτανε ίσαμε τώρα ακίνητη, σάλεψε ξαφνικά και μαζί με τον ουρανό όρμησε για κάπου πολύ μακριά... Τραβούσε μαζί της το μαραμένο χορτάρι και τα υψώματα, κι ο Εγκόρουσκα κίνησε με απίστευτη ταχύτητα πίσω απ’ αυτή την απόσταση που έφευγε. Κάποια βουβή δύναμη τον έσερνε μακριά, κι από πίσω του τρέχανε να τον προλάβουνε η φλόγα της στέπας και το κουραστικό τραγούδι. Έγειρε το κεφάλι, έκλεισε τα μάτια και βυθίστηκε... Πρώτος ξύπνησε ο Ντενίσκα. Κάτι τονε τσίμπησε και τινάχτηκε απάνω, έξυσε δυνατά το πλευρό του και βλαστήμησε: — Πανάθεμά σε, μόμολο, να σε φάει ο ψόφος! Αμέσως πήγε στο ρυάκι, ήπιε νερό και πλενότανε με τις ώρες. Τα ρουθουνίσματά του και το πλατσούρισμα του νερού βγάλανε τον Εγκόρουσκα από το βάθος και πρόσεξε το πρόσωπο του Ντενίσκα, γεμάτο σταγόνες νερό και χοντρές πανάδες, και του φάνηκε πως ήτανε μαρμαρωμένο. — Θα ξεκινήσουμε σύντομα; Ο Ντενίσκα κοίταξε τον ήλιο πόσο ψηλά ήτανε κι απάντησε: — Ναι, σύντομα! Ύστερα σκουπίστηκε με την ποδογύρα του πουκαμίσου του και παίρνοντας σοβαρό ύφος, πήδησε πάνω στο ένα του πόδι.
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 32
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
— Έλα να ιδούμε ποιος θα φτάσει πρώτος στο ψήλωμα. Ο Εγκόρουσκα, ζαλισμένος από τη ζέστη και τον ύπνο, κίνησε ωστόσο κι αυτός πίσω του πηδώντας. Ο Ντενίσκα, γύρω στα είκοσι, ήτανε κιόλας αμαξάς κι ήτανε πια της παντρειάς. Όμως δεν έπαψε να ‘ναι παιδί. Πολύ του άρεσε ν’ αμολάει αϊτό, να κυνηγάει τα περιστέρια και να παίζει κυνηγητό και κότσια, και πάντα ανακατευότανε στα παιχνίδια και στους καβγάδες των παιδιών. Φτάνει να λείπανε τ’ αφεντικά κι αμέσως αρχίναγε το παιχνίδι, πότε πηδώντας στο ένα πόδι και πότε πετώντας πέτρες. Οι μεγάλοι, όταν βλέπανε την όρεξή του για παιχνίδια, με τι πάθος παρασυρότανε κι έπαιζε με την παρέα τα πιτσιρίκια, δεν κρατιόντανε και μουρμουρίζανε: «Τι μαντράχαλος!» Όμως τα παιδιά είχανε συνηθίσει να τονε βλέπουνε τον μεγάλο αμαξά να παίζει μαζί τους και δεν το βρίσκανε καθόλου παράξενο: «Και δεν πά’ να παίζει, μονάχα να μη βαράει!» Όπως και τα κουτάβια δεν δείχνουνε καμιά απορία όταν στην παρέα τους πάει κανένας μεγάλος και καλόβολος σκύλος και παίζει. Ο Ντενίσκα πέρασε τον Εγκόρουσκα κι ήρθε πρώτος στο τρέξιμο κι ήτανε πολύ ευχαριστημένος. Του ‘κλεισε το μάτι κάνοντας νόημα, για να δείξει πως μπορεί να τρέξει με το ένα του πόδι οποιαδήποτε απόσταση, και πρότεινε στον Εγκόρουσκα να τρέξουνε στο δρόμο, κι από κει, χωρίς να σταματήσουνε, πίσω στην καρότσα. Ο Εγκόρουσκα δεν τηνε δέχτηκε την πρόταση, γιατί είχε λαχανιάσει και ένιωθε αδύνατος. Ξαφνικά ο Ντενίσκα πήρε μια πολύ σοβαρή έκφραση, τέτοια που δεν έπαιρνε ούτε όταν τονε μάλωνε ο Κουζμι-
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 33
Η ΣΤΕΠΑ
τσόβ ή τονε φοβέριζε με το στειλιάρι. Τέντωσε τ’ αφτιά του, γονάτισε με το ένα πόδι, και το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση προσοχής και σχεδόν φόβου, τέτοιου που νιώθουν μερικοί όταν ακούνε τίποτα αιρετικό. Έπειτα σκόπεψε σ’ ένα σημείο προσεχτικά, σήκωσε το χέρι στον αγέρα κάνοντας τη χούφτα σαν βάρκα κι έπεσε απότομα με την κοιλιά και χτύπησε τη χούφτα του απάνω στο γρασίδι. — Εντάξει! είπε βραχνά και σηκώθηκε θριαμβευτικά φέρνοντας μπροστά στα μάτια του Εγκόρουσκα μια μεγάλη ακρίδα. Νομίζοντας πως θα της αρέσει, ο Εγκόρουσκα κι ο Ντενίσκα τής χαϊδέψανε με τα δάχτυλα την πλατιά πράσινη πλάτη και της αγγίξανε τα μουστάκια. Ύστερα ο Ντενίσκα έπιασε μια παχιά αλογόμυγα, φουσκωμένη από το πολύ αίμα που είχε ρουφήξει, και την πρόσφερε στην ακρίδα. Τούτη, ήρεμη σαν να γνώριζε από χρόνια τον Ντενίσκα, άνοιξε διάπλατα τις μεγάλες της μασέλες, που ήτανε σαν πριόνια, κι έφαγε την κοιλιά της μύγας. Όταν την αφήσανε, οι φτερούγες της, φοδραρισμένες με ροζ φόδρα, αστράψανε στον ήλιο, πήδηξε κάτω στο χορτάρι κι αμέσως ακούστηκε ξανά το τρίξιμό της. Αφήσανε και τη μύγα, που τίναξε τα φτερά της και, χωρίς κοιλιά, ξαναπέταξε στ’ άλογα. Κάτω από την καρότσα ακούστηκε βαθύς στεναγμός. Ο Κουζμιτσόβ ξύπνησε. Σήκωσε βιαστικά το κεφάλι, κοίταξε ανήσυχα πέρα, και μέσα στο βλέμμα του, που γλίστρησε τελείως αδιάφορο πάνω από τον Εγκόρουσκα και τον Ντενίσκα, φαινότανε πως ξυπνώντας είχε στο νου του το μαλλί και τον Βαρλάμοβ. — Πάτερ Χριστόφορε, ώρα να σηκωθείτε! είπε ανήσυχα. o
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 34
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
Φτάνει όσο κοιμηθήκαμε και χάσαμε τη δουλειά! Ντενίσκα, ζέψε! Ο πάτερ Χριστόφορος ξύπνησε κι είχε το ίδιο χαμόγελο που είχε όταν αποκοιμήθηκε. Το πρόσωπό του είχε ζαρώσει από τον ύπνο, φαινότανε γεμάτο ρυτίδες και σαν να ‘χε απομείνει το μισό. Αφού πλύθηκε και ντύθηκε χωρίς να βιάζεται, έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό λιγδιασμένο ψαλτήρι. Και γυρίζοντας κατά την ανατολή, άρχισε να διαβάζει ψιθυριστά και να σταυροκοπιέται. — Πάτερ Χριστόφορε, είπε ο Κουζμιτσόβ δυσαρεστημένος. Είναι ώρα να φύγουμε, τα άλογα είναι έτοιμα κι εσείς μα το Θεό... — Τώρα... τώρα, μουρμούρισε ο πάτερ Χριστόφορος. Πρέπει να διαβάσω το «Πάτερ ημών». Σήμερα δεν το διάβασα ακόμα. — Τα διαβάζεις αργότερα τα «Πατερημά» σου. — Ιβάν Ιβάνιτς, έχω μια τάξη που την κρατώ κάθε μέρα, δεν γίνεται. — Ο Θεός δεν θα σου ζητήσει το λογαριασμό... Ένα τέταρτο της ώρας ο πάτερ Χριστόφορος στεκότανε ακίνητος, γυρισμένος κατά την ανατολή, και κουνούσε τα χείλια του, ενώ ο Κουζμιτσόβ τού ‘ριχνε ματιές σχεδόν γεμάτες μίσος και σήκωνε τους ώμους του όλο ανυπομονησία. Πιο πολύ τονε θύμωνε ο πάτερ Χριστόφορος όταν ύστερα από κάθε «δόξα» έπαιρνε μια βαθιά αναπνοή, σταυροκοπιότανε στα γρήγορα και φωναχτά, για να κάνει και τους άλλους να σταυροκοπιούνται, κι έλεγε τρεις φορές: «Αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια, δόξα σοι ο Θεός».
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 35
Η ΣΤΕΠΑ
Στο τέλος χαμογέλασε, κοίταξε ψηλά στον ουρανό και βάζοντας το ψαλτήρι στην τσέπη του, είπε: — Fini! Ύστερα από ένα λεπτό η καρότσα ξεκίνησε. Σαν να πήγαινε τα πίσω μπρος, οι ταξιδιώτες ξαναβλέπανε τα ίδια που είχανε ιδεί ίσαμε το μεσημέρι. Οι λόφοι ήτανε πάντα βυθισμένοι μέσα στη γαλάζια απόσταση και δεν φαινότανε η άκρη τους, και μπροστά στους ταξιδιώτες περνούσανε πάλι το ψηλό αγριόχορτο, οι κοτρώνες, οι θερισμένες χαρακιές. Οι ίδιοι γερανοί και ο γυπαετός, κουνώντας δυνατά τα φτερά του, πετούσανε πάνω από τη στέπα. Ο αγέρας έπηζε όλο και πιο πολύ από τη ζέστη και τη γαλήνη κι η άπνοια ήτανε απόλυτη. Η φύση αποκαμωμένη ακινητούσε μέσα στη σιωπή – ούτε σταλιά αεράκι, ούτε ένας κάποιος ζωηρός ήχος, ούτε ένα συννεφάκι. Όμως, να επιτέλους, όταν ο ήλιος άρχισε να κατεβαίνει στη δύση, η στέπα, οι λόφοι κι ο αγέρας δεν κρατηθήκανε κι εξαντλημένοι από την ανυπομονησία, καταβασανισμένοι, δοκίμασαν να αποτινάξουν το ζυγό. Πίσω από τους λόφους παρουσιάστηκε ένα σταχτί σγουρό σύγνεφο, άλλαξε ματιές με τη στέπα –«έτοιμος είμαι»– και σκοτείνιασε. Ξαφνικά, στην ακίνητη ατμόσφαιρα κάτι σαν να ‘σπασε, κι ο αγέρας χύμηξε ορμητικά και, με βουητό και σφυριξιές, στριφογύρισε πάνω στη στέπα. Αμέσως το χορτάρι και τα περσινά αγριόχορτα αρχίνησαν να στροβιλίζουνται μέσα στο δρόμο κι η σκόνη γίνηκε στρόβιλος κι έτρεχε πάνω στη στέπα παρασέρνοντας πίσω της τ’ άχερα, τις ακρίδες και τα φτερά, και σηκώθηκε ψηλά στον ουρανό ένας στύλος που
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 36
ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ ΤΣΕΧΟΦ
στριφογύρισε και θάμπωσε τον ήλιο. Πάνω στη στέπα, στο μάκρος και στο πλάτος, σκουντουφλώντας και πηδώντας, τρέχανε τέτοιοι ανεμοστρόβιλοι σ’ όλη της την έκταση. Κι ένας απ’ αυτούς πέταξε σαν πουλί κι ανέβηκε ψηλά, γίνηκε μαύρη κουκκίδα και χάθηκε από τα μάτια. Πίσω του σηκώθηκε ένας δεύτερος κι ένας τρίτος, κι ο Εγκόρουσκα είδε πως συγκρουστήκανε σαν δυο μικρές μπάλες στα γαλάζια ύψη και πιαστήκανε ο ένας με τον άλλο σαν να μονομαχούσαν. Δίπλα στο δρόμο τινάχτηκε ένα κιρκινέζι. Έβλεπες την ουρά και τα φτερά του, που τα ‘λουζε ο ήλιος, κι έμοιαζε σαν ψάρι σε συρτή ή σαν την ποταμίσια την πεταλούδα, που όταν πετάει πάνω από το νερό, ενώνουνται τα φτερά της με τις κεραίες της και θαρρείς πως οι κεραίες μεγαλώνουνε πολύ και φυτρώνουν κι οι δυο μπροστά και πίσω και στα πλάγια... Τρέμοντας στον αγέρα σαν έντομο, το πουλί, που τρεμοπαίζανε τα χρώματά του, σηκώθηκε ψηλά κατακόρυφα κι ύστερα, τρομαγμένο από το σύννεφο της σκόνης, λοξοδρόμησε, και πολλήν ώρα ακόμα φαινότανε το φτεροκόπημά του. Όμως, να, ταραγμένος από τον ανεμοστρόβιλο και μην μπορώντας να καταλάβει τι τρέχει, πέταξε από τα χορτάρια ένας κορυδαλλός. Πετούσε προς τη μεριά του ανέμου κι όχι κόντρα όπως πετάνε τα πουλιά. Γι’ αυτό τα φτερά του μπερδευόντανε, φουντώνανε, και φούσκωσε ολόκληρος και γίνηκε μεγάλος σαν κότα, κι είχε ένα ύφος αγριεμένο κι επιβλητικό. Μονάχα οι γερανοί, που γεράσανε μέσα στη στέπα κι ήτανε μαθημένοι στις φουρτούνες της, πετούσανε ήσυχα πά-
CHEKHOV STEPA D_Layout 1 16/3/18 3:08 μ.μ. Page 37
Η ΣΤΕΠΑ
νω από τα χορτάρια ή, ολότελα αδιάφοροι, χωρίς να δίνουνε σημασία σε τίποτα, σκαλίζανε με τις χοντρές μύτες τους την κατάξερη γης. Πίσω από τους λόφους ακούστηκε υπόκωφη βροντή και φύσηξε δροσιά. Ο Ντενίσκα σφύριξε χαρούμενα και μαστίγωσε τ’ άλογα. Ο πάτερ Χριστόφορος και ο Κουζμιτσόβ, κρατώντας τα καπέλα τους, στυλώσανε τα μάτια στους λόφους... Τι καλά που θα ‘τανε να ‘ρχότανε μια βροχή! Νόμιζες πως λίγη προσπάθεια ακόμα, κάποιο σφίξιμο, κι η στέπα θα ‘παιρνε τ’ απάνω της. Μα η αόρατη καταθλιπτική δύναμη καταλάγιασε σιγά σιγά τον άνεμο και τον αγέρα, κατακάθισε στη σκόνη, και πάλι, σαν να μην έτρεξε τίποτα, ξανάρθε η ακινησία. Το σύγνεφο κρύφτηκε, οι καμένοι λόφοι φάνηκαν μελαγχολικοί, ο αγέρας έπηξε ξανά, και μονάχα τ’ ανήσυχα τζιτζίκια κλαίγανε και παραπονιόντανε για τη μοίρα τους... Κι ύστερα, ήρθε γρήγορα το βράδυ.