ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ Μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
©
Copyright Ευγενία Φακίνου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016
Έτος 1ης έκδοσης: 2016 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-6025-7
Πού να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
«Δεκαέξι Χαϊκού»
1908, Ύδρα
ΗΝ ΕΙΧΕ φέρει ο πατέρας της, δωδεκάχρονο κορίτσι τό-
Τκοτσίδα τε, το 1904, λεπτοκαμωμένη αλλά γερή, με μια χοντρή στεφάνι στα μαλλιά, μαζί μ’ ένα φόρτωμα καρ-
πούζια από την απέναντι ενδοχώρα. Πρώτη φορά έβλεπε θάλασσα η Αννέζω, πρώτη φορά έμπαινε σε καΐκι, ο τρόμος της βουνό, τα νύχια της είχαν μπηχτεί στο σανίδι όπου καθόταν. Το μελτέμι είχε φρεσκάρει, ο καιρός τούς έβρισκε στη μάσκα, το καΐκι σκαμπανέβαζε, ριπές από τα κύματα την έβρεχαν, προσευχόταν διαρκώς από μέσα της, ατέλειωτο της φάνηκε το ταξίδι. Όταν έφτασαν στο λιμάνι της Ύδρας, έδεσαν τις πριμάτσες και βγήκε, τα πόδια της έτρεμαν, αλλού πατούσε κι αλλού στεκόταν. Ο πατέρας της βρήκε κάποιον μ’ ένα καρότσι, φόρτωσε οχτώ καλά καρπούζια, και ξεκίνησαν για το σπίτι του καπτάν Γιώργη, κοντά στην εκκλησία της Παναγίας.
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
Έκαναν το γύρο του σπιτιού, που ξεχώριζε με τις ωραίες καμάρες του και την τεράστια άγκυρα στην είσοδό του, και βρέθηκαν στην πίσω πλευρά, εκεί που παρέδιδαν οι έμποροι τρόφιμα και πραμάτειες. Ο πατέρας της είχε πάρε δώσε με τον καπτάν Γιώργη, του προμήθευε ζαρζαβατικά και φρούτα, το νησί άνυδρο και με φτενό χώμα, μόνο συκιές, φραγκοσυκιές κι αμυγδαλιές άντεχε. Είχε συνεννοηθεί μαζί του να φέρει τη δωδεκάχρονη κόρη του να εργαστεί στο σπίτι, ήταν γερή, δουλευταρού, κι ήξερε από παιδιά, αφού είχε μεγαλώσει τα τέσσερα μικρότερα αδέλφια της, όπως ήταν η συνήθεια τότε. Η μάνα δούλευε στα μποστάνια με τους γιους της, ενώ η μεγαλύτερη κόρη κρατούσε σπίτι και παιδιά, κι όταν έφτανε στην ηλικία των δώδεκα, έφευγε παρακόρη στα πλουσιόσπιτα των απέναντι νησιών, κι έπαιρνε τη θέση της η αμέσως επόμενη αδελφή. Την Αννέζω παρέλαβε, μαζί με τα καρπούζια, η Μπίλιω, μαγείρισσα και δερβέναγας του αρχοντικού. Την έψαξε για ψείρες στα μαλλιά, εξέτασε χέρια και πόδια μην είχε έλκη ή κακά σπυριά, κι αφού κούνησε ικανοποιημένη το κεφάλι της, την έβαλε στην κουζίνα. Η Αννέζω θαύμασε το τεράστιο δωμάτιο, με τέσσερις πυροστιές ήδη αναμμένες, ένα μακρόστενο τραπέζι που
ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ
πάνω του είχε δυο πουλερικά για μάδημα, τσιγκέλια γύρω γύρω απ’ όπου κρέμονταν πλεξίδες σκόρδων και κρεμμυδιών, μια καλαθούνα τίγκα στις πατάτες και μια νταμιτζάνα με λάδι. Η μαγείρισσα της είπε να συγυριστεί, να στρώσει το φουστάνι της, για να την πάει στην κυρά τους. Ανέβηκαν μια σκάλα που γυάλιζε από πάστρα, διέσχισαν έναν μακρύ διάδρομο που είχε πολλά δωμάτια δεξιά κι αριστερά –από κάπου έρχονταν παιδικές φωνές– κι έφτασαν σε μια κλειστή πόρτα. Η μαγείρισσα χτύπησε διακριτικά, και μόλις άκουσε «Ναι, ποιος είναι;» άνοιξε και μπήκαν σε μια ωραία τραπεζαρία. Η Αννέζω έμεινε να κοιτάζει έκθαμβη το τεράστιο δρύινο τραπέζι, έναν καθρέφτη που έφτανε ως το ταβάνι, ένα ρολόιέπιπλο που το εκκρεμές του χτυπούσε τικ-τακ κι έκανε μικρά δρομολόγια –αυτό της έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση, και στα κατοπινά χρόνια δε θα έπαυε να στέκεται μπροστά του και να το θαυμάζει–, έναν ωραίο πολυέλαιο με βεραμάν οπαλίνα και θέσεις για κεριά γύρω από το στεφάνι του, και βέβαια την κυρά, τη Βγενιά, καθισμένη σε μια πολυθρόνα κουνιστή, με την κοιλιά στο στόμα, μιας και περίμενε το πέμπτο της παιδί. Φορούσε ένα γκρενά φαρδύ φόρεμα με άσπρο γιακαδάκι κεντητό, κι είχε μαζεμένα τα μαλλιά της. Η μαγείρισσα της είπε ότι ήταν η παρακόρη που περίμεναν, και πισωπατώντας έφυγε από το δωμάτιο.
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
Η κυρά τη ρώτησε αν ήξερε από παιδιά, κι η Αννέζω κούνησε νευρικά το κεφάλι της «ναι, ναι». Η Βγενιά της εξήγησε ότι θα βοηθούσε τη μαγείρισσα και τη γυναίκα που κρατούσε το νοικοκυριό και τα παιδιά, χωρίς όμως να της αποκαλύψει ότι η τελευταία ήταν από την Μπαρμπαριά. Έτσι, όταν αργότερα η Αννέζω συνάντησε στην κουζίνα μια μαύρη με κελεμπία, κόντεψε να το βάλει στα πόδια από την τρομάρα της. Η Σαγίντα –Σαΐτα τη φώναζαν τα παιδιά του σπιτιού, αρνούμενα να υποταχτούν στη σωστή προφορά του ονόματος, χάριν παιχνιδιού– είχε έρθει στο νησί ακολουθώντας τον αδελφό της, που επίσης δούλευε για τον καπτάν Γιώργη στις αποθήκες σφουγγαριών. Ήταν σχεδόν παράδοση στο νησί να φέρνουν βοηθητικό προσωπικό από την Μπαρμπαριά, κι ίσως αυτό εξηγούσε ως ένα βαθμό την πληθώρα παραδόσεων και μύθων που είχαν πρωταγωνιστή το φάντασμα του Αράπη. Του Αράπη που τρώει καρπούζι και φτύνει τα κουκούτσια, του Αράπη που σέρνει τις αλυσίδες του στα υπόγεια ή αρπάζει τ’ άτακτα παιδιά. Έλεγαν πως σε πολλά σπίτια ακούγονταν τις νύχτες κλάματα και ξένες λέξεις ακατανόητες, γι’ αυτό κι όταν οι κάτοικοι πουλούσαν κάποιο σπίτι, ενημέρωναν τον μελλοντικό αγοραστή και για το στοιχειό του σπιτιού, που, σημειωτέον, ήταν σχεδόν πάντα καλό, προστασίας πνεύμα. Η Αννέζω πάντως χρειάστηκε μερικές μέρες για να εξοικειωθεί με την παρουσία της Σαγίντας, η οποία σιωπη
ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ
λή και ήσυχη έκανε τη δουλειά της, κι ασχολιόταν κυρίως με τα παιδιά, που τη λάτρευαν γιατί τους έκανε όλα τα χατίρια. Ήταν μια πολύ άξια γυναίκα, κι όσο νωρίς κι αν σηκωνόταν η Αννέζω, την έβρισκε ξύπνια, να έχει ήδη τακτοποιήσει την τραπεζαρία, τις αυλές και την κουζίνα, ώστε να μπορέσει να καταπιαστεί με τη φροντίδα των παιδιών. Ανάσα δεν έπαιρνε η Αννέζω από τα χαράματα μέχρι τη βαθιά νύχτα, πότε να βοηθάει την Μπίλιω στην κουζίνα, πότε να τρέχει πίσω από τη Σαγίντα να ντύσουν, να ταΐσουν και να κουμαντάρουν τέσσερα παιδιά από δύο ως δέκα χρονών, που έπρεπε να είναι καθαρά και νοικοκυρεμένα, όχι σαν τ’ αδέλφια της, που γυρνούσαν ξυπόλυτα και με μπαλωμένα ρούχα. Ήταν το κορίτσι για όλες τις δουλειές. Καθάριζε λόφους από πατάτες, βοηθούσε στο ζύμωμα και στο φούρνισμα του ψωμιού δυο φορές τη βδομάδα –τόσοι νοματαίοι, εννιά στο σπίτι, χώρια οι περαστικοί μουσαφίρηδες–, μπουγάδα κάθε μέρα, μαγείρεμα δυο φορές τη μέρα, αέρισμα και στρώσιμο κρεβατιών, θελήματα έξω από το σπίτι, να φέρει σε καλαθάκι τ’ αυγά, και τα κρύα σύκα όταν ήταν η εποχή τους, να πεταχτεί γρήγορα στον μπακάλη ν’ αγοράσει κάτι που έλειψε ξαφνικά, να γυρίσει τις ντομάτες που ήταν απλωμένες να στεγνώσουν για να κάνουν σπιτικό πελτέ, να καθαρίσει το κλουβί του καναρινιού, να ποτίσει φειδωλά με
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
το πολύτιμο νερό της στέρνας –«Μη σκορπάς το νερό, μη σκορπάς το νερό», της έλεγε διαρκώς η Μπίλιω, με το μάτι της άγρυπνο πάντα πάνω της– τα φούλια, τις καμέλιες και τις γαρδένιες –μόνο λευκά λουλούδια στο νησί, από μια παράξενη παράδοση–, να σκαλίσει το χώμα της γλάστρας μ’ ένα κουτάλι, να κάνει τα χατίρια του Σπύρου, του μικρότερου παιδιού, που ήταν η αδυναμία της κι όλο ήθελε να παίζει μαζί της. Το βράδυ άπλωνε ένα στρώμα στο πέτρινο πεζούλι μέσα στην κουζίνα, το προτιμούσε από το να κοιμάται στον ίδιο χώρο με τη Σαγίντα, τη φοβόταν, ό,τι κι αν της έλεγε η μαγείρισσα, πως ήταν καλός άνθρωπος κι ας είχε σκούρο δέρμα. Ήταν ωραία εκεί, στην κουζίνα, είχε δροσιά και ησυχία, και λίγο πριν κοιμηθεί κατάκοπη, σκεφτόταν με μελαγχολία τις απλωσιές του τόπου της, τις πρασινάδες του μποστανιού τους, την ανεξαρτησία της, γιατί ήταν αφέντρα και κυρά στο σπίτι της, κι ας είχε τη φροντίδα των αδελφών της. Όταν είχαν περάσει τέσσερα χρόνια κι η Αννέζω ήταν πια δεκάξι ετών, στη νοσταλγία είχε προστεθεί και κάτι άλλο, περίεργο. Μια ανησυχία την έπιανε λίγο πριν τη δύση του ήλιου και την έκανε να βρίσκει προφάσεις και να παίρνει τους δρόμους. Ανέβαινε βιαστική τα καλντερίμια, λες και κάποιος την
ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ
κυνηγούσε, κι έφτανε σ’ ένα ύψωμα απ’ όπου έβλεπε τα σπίτια από ψηλά. Το καλοκαίρι οι πέτρες είχαν πυρώσει, οι καλαμιές έτριζαν σαν να ’χαν πάρει φωτιά, μετρούσε τα καμπαναριά των εκκλησιών που ξεχώριζαν, και μια λαχτάρα για κάτι ανείπωτο την έπνιγε. Άγγιζε τότε τις σκονισμένες φραγκοσυκιές και τρυπούσε τα δάχτυλά της, να πονέσει, να συνέλθει, να μπορέσει να γυρίσει –πιπιλώντας το αίμα, που είχε γεύση σίδερου– στη φυλακή της. Τα μάτια της τώρα έβλεπαν τους άντρες αλλιώς. Παρατηρούσε όσους έρχονταν να φέρουν προμήθειες στο σπίτι, μπακαλόπαιδα ή χωριάτες που κουβαλούσαν τα απαραίτητα ξύλα για το φούρνο, κοίταζε τους περαστικούς με προσοχή, αν ήταν ψηλοί, αν ήταν όμορφοι, τον άνθρωπο που καθάριζε τις στέρνες, το βοσκό που έφερνε φουσκί για τα λουλούδια, τον ψαρά που τους προμήθευε μπακαλιάρους και σκορπίνες για τη σούπα των παιδιών, ακόμα και το διάκο στην εκκλησία πρόσεχε, που είχε ωραία μάτια. Η Μπίλιω, που δεν της ξέφευγε τίποτα, την προειδοποίησε να μείνει μακριά από έρωτες κι αγάπες, που μόνο μπελάδες φέρνουνε. Να περιμένει να της βρει ο κύριός τους ένα καλό παιδί και να την παντρέψει όταν θα ’ρχόταν η ώρα. Είχε ακόμα καιρό όμως, της είχε πει αυστηρά.
ΗΤΑΝ αρχές του 1908, έκανε ψοφόκρυο, ο βοριάς ξύριζε το
νησί, κι η Αννέζω μόλις είχε μπει στα δεκάξι, όταν συνάντησε τον Σταύρο το Θεριό. Είχε πάει στην αυλή να φέρει μερικά ξύλα συμπλήρωμα για τη φωτιά, κι ακούγοντας βογγητά άνοιξε το πορτάκι, βγήκε έξω, και μέσα στο μισοσκόταδο –αργούσε να ξημερώσει τέτοια εποχή– βρήκε σωριασμένο πλάι στο τοιχάκι έναν άντρα. Πλησίασε διστακτικά, και τον είδε σε άθλια κατάσταση, μέσα σε ξερατά, αίματα στο πρόσωπο και μια χαρακιά από μαχαίρι στο μάγουλο. Δεν τον ήξερε, δεν τον είχε ξαναδεί, άρα ήταν από τους ξένους που είχαν έρθει στο νησί την προηγούμενη βδομάδα, για να μπαρκάρουν με τα σφουγγαράδικα. Ο άντρας άπλωσε αδύναμα το χέρι του –μισομεθυσμένος ακόμα, η κρασίλα σού έσπαγε τη μύτη–, ζητώντας, εκλιπαρώντας για βοήθεια. Δείλιασε η Αννέζω, τι δουλειά είχε μ’ έναν ξένο και μά
ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ
λιστα μεθυσμένο και μαχαιρωμένο, αν την έβλεπε η μαγείρισσα σίγουρα θα έβρισκε τον μπελά της. Όμως κάτι πιο δυνατό την έκανε να μπει πάλι στην αυλή, να σηκώσει νερό από τη στέρνα και να του πλύνει προσεκτικά το πρόσωπο. Έβγαλε την ποδιά της και του καθάρισε την πληγή, όσο μπορούσε πιο απαλά, αυτός κουνήθηκε επειδή πόνεσε και της άρπαξε το χέρι με δύναμη, βγάζοντας ένα μουγκρητό. Μετά προσπάθησε να τον σηκώσει, κουβέντα δεν είχαν ανταλλάξει, εκείνος, κάνοντας κουράγιο στάθηκε τρεκλίζοντας στα πόδια του –την περνούσε ένα κεφάλι–, στηρίχτηκε στον ώμο της και στο τοιχάκι, είχε συνέλθει σχεδόν. «Φύγε από δω», του είπε σιγανά, «θα ’χεις φασαρίες αν σε βρουν». Αυτός, χωρίς να πει λέξη, ούτε ένα ευχαριστώ δεν της είπε, γύρισε, και με μικρά αβέβαια βήματα, ακουμπώντας τοίχο τοίχο, έστριψε τη γωνία και χάθηκε. Η Αννέζω πήρε τα ξύλα που χρειαζόταν, έκανε κουβάρι τη ματωμένη ποδιά της και την έκρυψε, άκουσε την κατσάδα της μαγείρισσας αμίλητη και συνέχισε τις δουλειές της μέρας, χωρίς να μπορεί να βγάλει από το μυαλό της την πρωινή σκηνή και τον ξένο άντρα. Καθόλου δεν ξαφνιάστηκε όταν τον είδε το απόγευμα, την ώρα που η ανησυχία την έκανε να παίρνει τους δρόμους, να περιμένει έξω από το σπίτι, κρατώντας ένα πράσινο φύλλο.
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
Του έριξε μια ματιά, δε σταμάτησε ούτε λεπτό, παρά συνέχισε ν’ ανηφορίζει βιαστική, σαν να την κυνηγούσαν. Άκουγε τα βήματά του πίσω της, καταλάβαινε ότι την ακολουθούσε, κι η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα, κι όχι μόνο από την τρεχάλα στην ανηφοριά. Όταν έφτασε στο σημείο όπου σταματούσε πάντα, γύρισε και τον είδε που με δυο δρασκελιές την έφτασε. «Λουλούδι δε βρήκα», της είπε λαχανιασμένος. «Πάρε ένα πράσινο φύλλο, να μη λες πως ήρθα να σ’ ευχαριστήσω μ’ άδεια χέρια». Ήταν ένα γυαλιστερό, σαρκώδες φύλλο από καμέλια, γύρευε από πού το είχε κόψει. Το χέρι του με το φύλλο στον αέρα περίμενε εκείνη να το πάρει. Η Αννέζω είχε κολλήσει τα χέρια της στον κορμό της, σαν άγαλμα Κόρης αλλά χωρίς το κλασικό μειδίαμα. Τον κοίταξε εξεταστικά, η μαχαιριά στο μάγουλο μια σκούρα γραμμή, η μύτη του αδρή, τα μαλλιά σγουρά, το δέρμα σταρένιο κι ένα στόμα που χαμογελούσε περιπαικτικά. Ο ήλιος, κάνοντας μαρτιάτικα παιχνίδια, βγήκε μέσα από τα σύννεφα λίγο πριν αποφασίσει να δύσει, κι έπεσε στο πρόσωπο του άντρα, λες κι από πονηρό καπρίτσιο θέλησε να τονίσει το καλύτερο χαρακτηριστικό του, τα μάτια του. Η Αννέζω ποτέ στη ζωή της δεν είχε ξαναδεί τέτοια μάτια. Πρασινοκάστανα με μαύρες βούλες, θα τα θυμόταν έ
ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ
τσι σ’ όλη της τη ζωή. Παρασυρμένη από τη γοητεία τους, άπλωσε το χέρι και πήρε το πράσινο φύλλο, κι ήταν αυτή η κίνηση η αρχή της ευτυχίας και της δυστυχίας της. Από τότε, κάθε απόγευμα, λίγο πριν δύσει ο ήλιος, συναντιόντουσαν στο γνωστό μέρος, ψηλά, έξω από τα όρια του οικισμού, μακριά από τα περίεργα βλέμματα. Την πρώτη φορά τα είπαν όρθιοι, τη δεύτερη καθισμένοι κάτω από τα πεύκα, την τρίτη ξαπλωμένοι. Μιλούσε κυρίως ο Σταύρος το Θεριό, που είχε από μικρός το χάρισμα της αφήγησης, γεννημένος παραμυθάς, έκανε την τρίχα τριχιά, πρόσθετε φανταστικές λεπτομέρειες, κεντούσε τις ιστορίες του και τις έκανε αλησμόνητες. Της είπε πως τον είχαν βρει βρέφος παρατημένο έξω από την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, στο νησί του, τη Σύμη, τρεις μέρες ταξίδι με το καΐκι από δω, κάτω στο νότο, εκεί που το χιόνι σπάνια πέφτει και τα δειλινά είναι κόκκινα σαν αίμα. Της είπε ότι τον βύζαξαν εφτά μανάδες, από βυζί σε βυζί πήγαινε το μπάσταρδο, δώδεκα παιδιά τον βάφτισαν Σταύρο, τιμώντας την εκκλησία όπου τον είχαν βρει. Όταν μεγάλωσε λίγο, έμπαινε σ’ όποια κουζίνα ήθελε, όλα τα σπίτια ήταν ανοιχτά γι’ αυτόν, ήταν το παιδί όλου του χωριού, γιος όλων των μανάδων, αλλά μια καταδική του δεν είχε. Στα εφτά του εγκατέλειψε το Πάνω Χωριό και κατέβη
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
κε στο Γιαλό, εκεί που υπήρχε κίνηση, άντρες ψημένοι στη θάλασσα και περιπέτειες. Στην αρχή έκανε θελήματα, αέρας ανέβαινε κουβαλώντας ψώνια στα σπίτια των ψαράδων, μετά έμαθε να ψαρεύει και βουτούσε με κάθε ευκαιρία στη θάλασσα. Οι άλλοι, οι μεγάλοι, τον έκαναν χάζι, του πετούσαν μεταλλικά νομίσματα, κι αυτός με μια ανάσα κατέβαινε στο βυθό του λιμανιού, τα έβρισκε, κι ανέβαινε κρατώντας τα περήφανος. Έγινε ο καλύτερος στο να ξεκολλάει άγκυρες που είχαν αρπαχτεί στο βυθό, ο πιο ικανός στο να βγάζει πίνες, να βρίσκει χταπόδια, να τ’ αρπάει από το θαλάμι τους και να τ’ ανεβάζει κολλημένα στο μπράτσο του, κατορθώματα που του έδωσαν το παρατσούκλι «το Θεριό». Το είπε ένας γέρος ναυτικός, στην αρχή λίγο περιπαικτικά, αλλά από τον έναν στον άλλον, του το κόλλησαν το παραβγόλι. Σιγά σιγά, καθώς μεγάλωνε, άρχισε να βουτάει με σκανταλόπετρα, την πέτρα-βάρος που βαστούσαν οι σφουγγαράδες, και να προετοιμάζεται έτσι για το μελλοντικό του επάγγελμα. Κοιμόταν στα καφενεία, στις αποθήκες, στα μπακάλικα, στα χασαπιά, όπου τον έβρισκε η νύχτα και η κούραση. Έτρωγε στις ταβέρνες, εκεί που έδινε χταπόδια, πίνες, καλόγνωμες και βασιλικά στρείδια. Ήταν ωραίος, τα κορίτσια τον κοιτούσαν και του χαμογελούσαν, ήταν ελεύθερος να γυρίζει όπου ήθελε, ήταν ευτυχισμένος.
ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ
Στα δεκάξι του ήταν ικανός να ξεχωρίζει και να ονοματίζει τα καΐκια σε αχταρμάδες, τρεχαντήρια, γυάλλες, ντεπόζιτα, μηχανές και καγκάβες. Θα μπορούσε να γίνει κουπάς, κολαουζιέρης ή ροδανιτζής, αλλά αυτός ονειρευόταν να γίνει βουτηχτής, και μάλιστα ο καλύτερος. Τον σαγήνευε ο βυθός, η ησυχία του, η διαύγεια των νερών, το μάτι να ψάχνει για τα πολυπόθητα σφουγγάρια. Τον άκουγε η Αννέζω μαγεμένη. Καινούργιες λέξεις, νέες εικόνες, κι ένας τρυφερός άντρας, ωραίος και γλυκός, που δεν την τρόμαξε, δεν απαίτησε κάτι βίαια, παρά την έκανε να το ζητήσει αυτή. Τον κοιτούσε σ’ αυτά τα τσακίρικα μάτια, κι έλεγε ναι, ό,τι ήθελε αυτός, μ’ ένα χαμόγελο προσδοκίας κι ευχαρίστησης. Από το έμπειρο μάτι της μαγείρισσας δεν ξέφυγε η αλλαγή συμπεριφοράς της Αννέζως. Ήταν αφηρημένη, έτρωγε σαν πουλάκι, πάντα ανόρεχτη αλλά χορτασμένη από έρωτα, πλενόταν συχνά, και κάθε απόγευμα δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει τις δουλειές και να εξαφανιστεί για τις βόλτες της. Η Μπίλιω της μίλησε αυστηρά, την προειδοποίησε ότι αυτά τα παιχνίδια καταλήγουν σε δράματα, οι άντρες γλεντάνε αλλά τα κορίτσια την πληρώνουν και γίνονται δακτυλοδεικτούμενα. Και μάλιστα δεν αρκέστηκε στις νουθεσίες, παρά παραπονέθηκε και στην κυρά τους. Της είπε ότι
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
η μικρή ξεπορτίζει τ’ απογεύματα και γυρίζει μετά από μια ώρα, ότι είναι αφηρημένη, και πως θα έπρεπε να της μιλήσει κι εκείνη. Η Βγενιά άκουσε τα παράπονα της Μπίλιως, ήξερε ότι η μικρή έβγαινε, αλλά αφού κατά τα άλλα ήταν άψογη στη δουλειά της, το είχε αποδεχτεί. Είπε στη μαγείρισσα, πιο πολύ για να την καθησυχάσει και να μην ακούει τις γκρίνιες της, ότι θα μιλούσε στην Αννέζω, όμως δεν το έκανε ποτέ, κάτι για το οποίο θα μετάνιωνε αργότερα. Κι αν η Αννέζω περνούσε τις καλύτερες μέρες της ζωής της, ο Σταύρος το Θεριό βίωνε μια κατακλυσμιαία μετάλλαξη. Για πρώτη φορά ένιωθε να τον αγαπάνε έτσι, το κορίτσι τον λάτρευε και του το έδειχνε με κάθε τρόπο, τον πίστευε, κι αυτό το τελευταίο ήταν πολύ σημαντικό γι’ αυτόν. Άξιζε, για το χατίρι της, να γίνει καλύτερος, να κόψει το πιοτό και τους καβγάδες, να πάψει να σκορπάει τα λεφτά του κερνώντας τα ρεμάλια στα καφενεία και στις ταβέρνες, να ξαναγίνει αυτό που ήταν στα δεκαοχτώ του, πριν δέκα χρόνια, όταν το μέλλον ανοιγόταν μπροστά του ευοίωνο. Γιατί ο Σταύρος δεν είχε αποκαλύψει στην Αννέζω τις μαύρες σελίδες της ζωής του. Δεν της είχε πει πως από ικανός βουτηχτής σε σφουγγαράδικο είχε γίνει ανυπόληπτος, ένας τιποτένιος, ένας αχρείος που έπινε στα καπηλειά του Πειραιά ό,τι έβγαζε μεροκάματο στην ψαραγορά. Στα ταβερνεία της περιοχής, παρέα με λωποδύτες, τυχοδιώκτες κι άλλους απόκληρους της μοίρας, μεθοκοπούσε
ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ
από το σούρουπο ως το χάραμα, μέχρι να έρθει η ώρα, τύφλα στο μεθύσι, να πάει για δουλειά. Μετά να γείρει κάποιες ώρες σε μια χαμοκέλα που κρατούσε με πέντ’ έξι άτομα του ιδίου φυράματος, κι ύστερα πάλι γραμμή για κρασοκατάνυξη. Μια ζωή χωρίς φως, χωρίς ελπίδα. Εκεί, στο κρασοπουλειό του Πειραιά, άκουσε την προηγούμενη βδομάδα τους επιτήδειους που είχαν έρθει, τάζοντας μεγάλα κέρδη, να βρουν δύτες για τα σφουγγαράδικα του νησιού, να περιγράφουν με τα λαμπρότερα χρώματα τις απολαβές του δύτη και την ευκολία της δουλειάς, προκειμένου να παρασύρουν αυτά τα αποβράσματα. Τι κι αν δεν είχαν βουτήξει ποτέ, τι κι αν δεν ήξεραν καν τι ήταν το σκάφανδρο, όλα εύκολα τους τα παρουσίαζαν, επειδή είχαν ανάγκη από αναλώσιμους, φρέσκο κρέας για τον Μινώταυρο του βυθού. Μέσα στο μεθύσι του ο Σταύρος το Θεριό άκουσε κάποιον απ’ την παλιοπαρέα του να τον υποδεικνύει στον κράχτη και να του λέει ότι «αυτός εκεί παλιά ήτανε δύτης». Ούτε που κατάλαβε πώς πήρε την μπροστάντζα και την τσέπωσε, πώς τσουβαλιάστηκε στο καΐκι που τους έφερε στο νησί, ένα τσούρμο μεθυσμένων και χασικλήδων. Εγκαταστάθηκε μαζί με τους άλλους στο ταβερνείο του κράχτη, τους έδιναν κάθε μέρα δυο δραχμές, που τις ξόδευαν πίνοντας, ώστε να γυρίζει το χρήμα στην τσέπη του ταβερνιάρη. Εκτός από τον Σταύρο το Θεριό, οι άλλοι δεν είχαν ιδέα τι τους περίμενε. Τους έφτανε που θα έβγαζαν εύκολα λε
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
φτά, έτσι νόμιζαν οι άμυαλοι, τους κολάκευε που θα φορούσαν το σκάφανδρο, ήδη οι επιτήδειοι τους αποκαλούσαν «μηχανικούς» και γελούσαν πίσω από την πλάτη τους. Ήξεραν οι κράχτες ότι οι πολλοί, οι πιο πολλοί απ’ αυτά τα τομάρια, δε θα γύριζαν από την Μπαρμπαριά, και θ’ άφηναν τα κόκκαλά τους στις κίτρινες ερημιές, θαμμένοι αλειτούργητοι σε αμμουδιές μ’ ένα σταυρό από κουπί, άλλοι χτυπημένοι από άγνοια απ’ τη νόσο των δυτών, κι άλλοι θύματα σκευωρίας κάποιου ναύτη και του κολαουζιέρη, που τους έκοβε απάνθρωπα τον αέρα, για να μοιραστούν το μερίδιο του νεκρού στα σφουγγάρια. Οι γυναίκες τους θα τους έκλαιγαν και θα μαυροφορούσαν, θ’ άνοιγαν οι πόρτες των σπιτιών τους για τα μοιρολόγια, μπροστά σ’ ένα μεγάλο πανέρι όπου θα έβαζαν ρούχα του εκλιπόντος, αφού δε θα υπήρχε ο ίδιος ο νεκρός, και θα πήγαιναν «αστόλιστοι στον Χάρο». Δεν ήταν πάντα έτσι ο Σταύρος το Θεριό, πότης, ρεμάλι και κατακάθι της κοινωνίας. Κι αν κατάντησε σ’ αυτή την κατάσταση, έφταιγε η νεανική του αλαζονεία, η υπέρμετρη φιλοδοξία του και η υπερβολική ζήλια για το κατόρθωμα του συμπατριώτη του Ηλία Λυκοπάντη, του Σταδιώτη, εκείνου που ανέσυρε από το βυθό της θάλασσας το βραχίονα ενός μπρούντζινου αρχαίου αγάλματος, κι ανήγγειλε πως κάτω υπήρχε ένα μεγάλο ναυάγιο.
ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ
Ο Σταύρος δεν ήταν στο ίδιο καΐκι με τον Ηλία αλλά σ’ ένα διπλανό. Είχαν ξεκινήσει από τη Σύμη, μα είχαν αναγκαστεί να λοξοδρομήσουν και να ποδίσουν λόγω θαλασσοταραχής στο μικρό νησί των Αντικυθήρων, Μεγάλη Τρίτη, Απρίλιο του 1900, καθώς κατευθύνονταν για τα παράλια της Μπαρμπαριάς. Το κατόρθωμα του Σταδιώτη κουβεντιαζόταν με θαυμασμό από τα πληρώματα και των δύο σφουγγαράδικων. Το όνομά του ήταν στο στόμα όλων των ναυτών, σφουγγαράδων και κολαουζιέρηδων, αλλά μόνο ο Σταύρος το Θεριό έχασε τον ύπνο του από τη δόξα του συμπατριώτη του. Ήθελε να ήταν αυτός ο ίδιος που θα είχε βρει το άγαλμα. Φανταζόταν την εικόνα του μπρούντζινου χεριού που φύτρωνε στο βυθό, κάτω στα πενήντα μέτρα, κι αυτός θα το έβλεπε θολά, θα πλησίαζε με αργά βήματα χορευτικά, καθώς θ’ αναπηδούσε με τα βαριά υποδήματα του σκάφανδρου, θα το ξεκολλούσε και θα το έβγαζε στην επιφάνεια, επευφημούμενος από συντρόφους και καπεταναίους. Όμως δεν είχε γίνει έτσι. Αναγκάστηκε να δαγκώσει τη ζήλια του, να κλείσει το στόμα του και ν’ ανοίξει τα μάτια του, όσο καταδυόταν για σφουγγάρια στην Μπαρμπαριά. Έψαχνε πιο πολύ για μπρούντζινα αγάλματα παρά για σφουγγάρια, λες και τα αρχαία πλοία βρίσκονταν καθισμένα στο βυθό του Λιβυκού πελάγους σαν να τα είχαν σπείρει και περίμεναν αυτόν, τον Σταύρο το Θεριό, για να τα βρει. Καθυστερούσε επικίνδυνα κάτω στα μαύρα νερά, και τα
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
σφουγγάρια που ανέβαζε ήταν λιγοστά και δεύτερα. Έβγαλε κακό όνομα, οι καπετάνιοι όλο γκρίνιαζαν επειδή αντί ν’ ανεβάζει τσιμούχες, καπάδικα, λαφίνες ή αυτιά ελέφαντα, δηλαδή τα καλά εμπορικά σφουγγάρια, αυτός έφερνε κάτι ψιλά κι άρρωστα. Άκουγε όλο και πιο συχνά τη φράση «ή τομάρι ή σφουγγάρι», δεν έβαζε μυαλό, και μετά από δυο χρόνια κανένας δεν τον έπαιρνε πια σε σφουγγαράδικο. Περιπλανήθηκε μερικά χρόνια με μανάβικα καΐκια, που μετέφεραν ζαρζαβατικά και καρπούζια, αρπαζόταν διαρκώς και πιανόταν σε καβγάδες, κι από καΐκι σε καΐκι, κατέληξε στον Πειραιά, απάγκιο και χωνευτήρι ναυτικών κι απόκληρων.
ΠΑΡΑΜΟΝΗ του Ευαγγελισμού, όλα ήταν έτοιμα για την α-
ναχώρηση των σφουγγαράδικων. Η γαλέτα που είχε ψηθεί στους φούρνους του νησιού, τα όσπρια και το ρύζι στα τσουβάλια, ο καβουρμάς τσιγαρισμένος και σκεπασμένος με λίπος μέσα σε τενεκέδες, είχαν ήδη φορτωθεί στο ντεπόζιτο, το συνοδευτικό καΐκι, που στο κατάστρωμά του θα παρασκευαζόταν καθημερινά το φαγητό των πληρωμάτων. Στα σπίτια των ντόπιων ναυτικών δίνονταν οι τελευταίες οδηγίες για το διάστημα των έξι μηνών που θα έλειπαν οι άντρες, τι έπρεπε να πληρώσουν οι γυναίκες, τι να προσέξουν και τι να νοιαστούν, τα κλειδιά κρεμασμένα από τη ζώνη τους, κλειδοκράτορες κι αφεντικά γι’ αυτή την περίοδο. Το τελευταίο σούρουπο που ο Σταύρος το Θεριό συνάντησε την Αννέζω θα ήταν στενόχωρο και δακρύβρεχτο, αν εκείνος δεν έβγαζε από την τσέπη του ένα δαχτυλίδι. Ήταν ένα ευτελές, πανηγυριώτικο ασημικό με μια μικρή γαλάζια πέτρα, που είχε αγοράσει το πρωί με τις οικονομίες του,
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
αλλά που της το παρουσίασε εντυπωσιακά. Της είπε πως το είχε βρει σ’ εκείνο το ναυάγιο στ’ Αντικύθηρα, όταν είχε ανακαλύψει το μπρούντζινο χέρι του αγάλματος, οικειοποιούμενος το κατόρθωμα του συμπατριώτη του. Της περιέγραψε με λεπτομέρειες, βάζοντας μπόλικη σάλτσα, πώς είχε κατέβει στα πενήντα μέτρα, είχε δει το άγαλμα κι είχε αποσπάσει το χέρι, αγνοώντας τα σκυλόψαρα που έκαναν βόλτες πάνω απ’ το κεφάλι του, ατρόμητος αυτός, μάζεψε κι άλλα αντικείμενα χρυσά και πολύτιμα, που παρέδωσε στον καπετάνιο του, εκτός απ’ αυτό το δαχτυλίδι, που είχε κρύψει επιμελώς. Το φύλαγε, της είπε, για τη γυναίκα που θα παντρευόταν, και πως τώρα μ’ αυτό το δαχτυλίδι την αρραβωνιαζόταν, κι όταν με το καλό θα γύριζε από την Μπαρμπαριά, θα παντρεύονταν και θα την έπαιρνε από το νησί και την ξένη δουλειά. Θα πήγαιναν στον Πειραιά, θα νοίκιαζαν ένα δωμάτιο, θα δούλευε αυτός στη στεριά, ποτέ πια δε θα την ξανάφηνε για τη θάλασσα. Με τη σειρά της, έβγαλε και του έδωσε ένα κομμάτι από περσινή λαμπάδα της Λαμπρής, για να την ανάψει και να τη σβήσει στη θάλασσα σε ώρα φουρτούνας, να γαληνέψουν τα νερά, και λίγα λουλούδια από τον Επιτάφιο για φυλαχτό. Βούρκωσε η Αννέζω αλλά κράτησε τα δάκρυά της, μη γρουσουζέψει τη στιγμή, φόρεσε το δαχτυλίδι, κράτησε μακριά την παλάμη της και το καμάρωσε, αλλά η νύχτα είχε πέσει και δεν είδε παρά μια μικρή λάμψη. Δε σκέφτηκε,
ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ
ούτε καν πέρασε από το μυαλό της, ότι ένα δαχτυλίδι σαν κι αυτό, λείο και γυαλιστερό, δεν μπορούσε να ήταν αρχαίο, γιατί τότε θα ήταν μέσα στη σκουριά και στα πετρωμένα σκουλήκια της θάλασσας. Πέρασαν την τελευταία ώρα που τους απόμενε μες στο πάθος, με τα φιλιά, τ’ αγκαλιάσματα και τους όρκους αγάπης. Την επομένη, ανήμερα του Ευαγγελισμού, έγινε ο αγιασμός, όλα τα πληρώματα μέσα στα καΐκια, αλλά οι γυναίκες τους απ’ έξω μη φέρουν γρουσουζιά. Ήθελαν όμως να τις βλέπουν στην προκυμαία, για να κρατήσουν την εικόνα τους παρηγοριά και βάλσαμο. Στο λιμάνι είχαν κατέβει, εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι παλαιοί ναυτικοί, οι οποίοι κουβεντιάζοντας περίμεναν την ώρα της αναχώρησης, που όσο πλησίαζε έφερνε μια ανησυχία και σιωπή. Μια βουβή θλίψη απλωνόταν, ζοφερή, που έσφιγγε τις καρδιές. Η Αννέζω στηριζόταν σ’ έναν τοίχο, ανεβασμένη σε ψηλό σκαλί για να βλέπει, ακίνητη, με κάτωχρο πρόσωπο και χέρια που έμοιαζαν να φέγγουν πλεγμένα μπροστά. Δε φορούσε το δαχτυλίδι. Το είχε δείξει χτες με καμάρι – «Ορίστε, αρραβωνιάστηκα», είχε πει στη Σαγίντα και στη μαγείρισσα, κι εκείνη τη συμβούλεψε να το κρύψει, να το κρεμάσει στο λαιμό μέσα από τη φανέλα της, να μη φθείρεται
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
με τις μπουγάδες και την αλισίβα. Το ένιωθε τώρα, την ώρα του αποχωρισμού, να τρίβεται στο δέρμα της ανάμεσα στα στήθη της, κι ήταν σαν να τη χάιδευε ο Σταύρος, κι έτσι θα ήταν για πάντα. Οι ναύτες έλυσαν τις πριμάτσες, οι άγκυρες σηκώθηκαν και τα καΐκια ξεκίνησαν. Καθώς απομακρύνονταν, έκαναν δυο τρεις βόλτες μέσα στο λιμάνι σε σχήμα σταυρού, και μετά, βγαίνοντας από την μπούκα, άρχισαν να ξεμακραίνουν, μέχρι που χάθηκαν από τα μάτια του πλήθους, που παρέμενε σιωπηλό στην προκυμαία. Άθλια νύχτα πέρασε η Αννέζω, μόνη κι έρημη, ούτε για τη συνηθισμένη απογευματινή της βόλτα δεν είχε βγει, μόνο είχε σταθεί πλάι στο τοιχάκι, εκεί που είχε πρωτοδεί τον Σταύρο αιμόφυρτο, και είχε αποχαιρετήσει το τελευταίο φως της μέρας, την τελευταία ελπίδα, την τελευταία εικόνα εκείνου που είχε φύγει. Το βράδυ, ξαπλωμένη στο σκοτάδι της κουζίνας, τον φώναζε από τα βάθη της καρδιάς, μ’ ένα λυγμό, μ’ ένα θρήνο άρρωστης, χώνοντας το πρόσωπό της στο μαξιλάρι, μούσκεμα από τα δάκρυα, χαϊδεύοντας διαρκώς το δαχτυλίδι που είχε κρεμασμένο από το λαιμό, λες κι έπαιρνε δύναμη για ν’ αντέξει τη μοναξιά της. Στις μέρες που ακολούθησαν, έκανε τις δουλειές της με ευσυνειδησία, προσέχοντας και την παραμικρή λεπτομέ
ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ
ρεια, έχοντας διαρκώς στο μυαλό της ότι όλα αυτά θα τελείωναν τον Σεπτέμβρη, της Σταυροπροσκυνήσεως, όταν θα γύριζαν τα σφουγγαράδικα, κι ο Σταύρος θα την παντρευόταν και θα έφευγαν για τον Πειραιά. Ήταν η πολύπειρη Μπίλιω που πρόσεξε πρώτη τις πρωινές αδιαθεσίες και τους εμετούς της Αννέζως, κι όταν μια Κυριακή στην εκκλησία, την ώρα που ο παπάς διάβαζε το Ευαγγέλιο, και η μυρωδιά από το λιβάνι και τα λειωμένα κεριά γέμιζε το χώρο, την είδε να τρεκλίζει, έτοιμη να λιποθυμήσει, την άρπαξε δυνατά από το χέρι και την έβγαλε στον καθαρό αέρα, σίγουρη πια πως η κοπέλα ήταν έγκυος. Την έσυρε βιαστικά πίσω στο σπίτι, ενώ σ’ όλη τη διαδρομή μουρμούριζε τσαντισμένη ότι εκείνη της τα ’λεγε πως έτσι τελειώνουν αυτά τα παιχνίδια με τους άντρες, με γκαστριές. Στην κουζίνα ανακοίνωσε θυμωμένη στην έκπληκτη Σαγίντα ότι η μικρή τα κατάφερε και γκαστρώθηκε. Και τότε η ξένη έφτιαξε ένα κονιάκ βρασμένο με κανέλα και μοσχοκάρφια, ένα κι ένα για να κατεβάζει καθυστερημένο αίμα, αλλά η Αννέζω αρνήθηκε να το πιει, το ήθελε το παιδί που κυοφορούσε, το παιδί του Σταύρου της, το παιδί του σταυρού της. Οι τρεις δούλες έκαναν συμβούλιο το βράδυ στην κουζίνα, αφού είχαν τελειώσει τις δουλειές τους, η μαγείρισσα
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
μετρώντας στα δάχτυλα υπολόγισε ότι τον Σεπτέμβρη που θα γύριζε ο υπαίτιος, η Αννέζω θα ήταν έξι μηνών, άρα η κοιλιά της θα φαινόταν, κι ότι δε γινόταν μέχρι τότε να το κρατήσει κρυφό από την κυρά τους. Η Σαγίντα είπε με τα σπαστά ελληνικά της ότι αν άρχιζε να σφίγγει την κοιλιά με λουρίδες από ύφασμα και να φοράει ριχτές ποδιές, μπορεί και να τη γλύτωνε. Η Αννέζω τα ’χε χαμένα, δεκάξι χρονών κι άμαθη σε τερτίπια, το μόνο που την ένοιαζε ήταν μην το μάθει ο πατέρας της και τη σφάξει στο γόνατο. Συμφώνησε πως για την ώρα έπρεπε να μην το πουν πουθενά. Κι άρχισε τότε μια συνωμοσία των γυναικών, μια αρχαία αλληλεγγύη του φύλου τους. Σιγά σιγά, χωρίς να γίνει αντιληπτό, την απέσυραν από την τραπεζαρία, κανόνιζαν να στρώνουν τα κρεβάτια νωρίς και να ξεσκονίζουν χωρίς την παρουσία των παιδιών. Κι όσο προχωρούσε η εγκυμοσύνη, για τα θελήματα πεταγόταν η Σαγίντα, η Μπίλιω φορτώθηκε τις πιο βαριές δουλειές, και φρόντιζε να δίνει στην Αννέζω λίγο κρέας ή ψάρι απ’ αυτά που προορίζονταν για την οικογένεια. Γκρίνιαζε συνέχεια η μαγείρισσα, αυτός ήταν ο τρόπος κι ο χαρακτήρας της, αλλά στην πραγματικότητα νοιαζόταν το κορίτσι σαν να ’ταν κόρη της. Βαθιά υποχρεωμένη στις άλλες, η Αννέζω έκανε τ’ αδύνατα δυνατά για να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις της και να τις βαραίνει όσο γινόταν λιγότερο. Προσπαθούσε να τους εκφράζει την ευγνωμοσύνη της με κάθε τρόπο, με μι
ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ
κροπράγματα, να πλέξει με βελονάκι ένα γιακά για την Μπίλιω, να καθαρίζει φραγκόσυκα που τα λάτρευε η Σαγίντα και να τρέχει να προλάβει κάθε τους επιθυμία που μπορούσε να πραγματοποιήσει. Καθώς περνούσε ο καιρός η κοιλιά της μεγάλωνε, δε φαινόταν τη μέρα επειδή φασκιωνόταν με πλατιές λουρίδες υφάσματος, αλλά το βράδυ που τις έβγαζε την καμάρωνε που φούσκωνε τόσο όμορφα. Η Μπίλιω μάλιστα είχε προεξοφλήσει και το φύλο του παιδιού, εφαρμόζοντας μια παλαιά μέθοδο πρόγνωσης. Μια μέρα που είχαν ψήσει σκάρους, είχε πάρει ένα κοκκαλάκι σε σχήμα σταυρού από το κεφάλι του ψαριού και το είχε βάλει, χωρίς η Αννέζω να το πάρει είδηση, πάνω στα μαλλιά της, και περίμενε ν’ ακούσει τι όνομα θα πει ή θα φωνάξει πρώτο, αγοριού ή κοριτσιού. Έτυχε εκείνη την ώρα να δει τον Σπύρο που έπαιζε μαζί με τ’ αδέλφια του στην αυλή, να ξεφεύγει απ’ την προσοχή της Σαγίντας που τους απασχολούσε, να πηγαίνει προς τα στοιβαγμένα ξύλα και να προσπαθεί να τραβήξει ένα, με κίνδυνο να κυλήσουν τα άλλα στα πόδια του. «Μη, Σπύρο!» φώναξε από την κουζίνα η Αννέζω, η Σαγίντα την άκουσε και μάζεψε τον άτακτο, και η Μπίλιω συμπέρανε ότι η έγκυος θα έκανε αγόρι.
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ είχε περάσει πια, κι είχε αφήσει τους λόφους
του νησιού γυμνούς και καψαλισμένους, τις συκιές και τις φραγκοσυκιές σκονισμένες, τη γη καμένη από τα λιοπύρια του Ιουλίου και του Αυγούστου. Ο Σεπτέμβρης μπήκε γλυκά, φέρνοντας στους κατοίκους μια αδημονία και μια λαχτάρα. Όσες γυναίκες είχαν άντρες στα σφουγγαράδικα μετρούσαν τις μέρες για την επιστροφή τους με την υπομονή τους να δοκιμάζεται. Πάντα όταν περιμένεις ο χρόνος μοιάζει να επιμηκύνεται, σαν να τραβιέται στα άκρα και να ψάχνει τα όριά σου. Όταν χτύπησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες, μια βδομάδα μετά της Σταυροπροσκυνήσεως, όλοι κατάλαβαν ότι τα σφουγγαράδικα είχαν φανεί στον ορίζοντα. Όσοι δεν είχαν συγγενείς στα καΐκια έμειναν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια να κοιτάζουν από μακριά, ακούγοντας τις πόρτες των γύρω σπιτιών ν’ ανοιγοκλείνουν και τα βιαστικά βήματα γυναικών και παιδιών που έτρεχαν στην προκυμαία να υποδεχτούν τους δικούς τους.
ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ
Η αγωνία τους ήταν μεγάλη. Θα γύριζαν όλοι; Θα γύριζαν όλοι καλά ή κάποιος θα ήταν «πιασμένος» από τη νόσο των δυτών; Καμιά γυναίκα δεν ήθελε να το σκέφτεται, κι όλο σκηνές χαράς είχε στο μυαλό της, πώς θα ξεκουράσει τον ταλαιπωρημένο σύζυγο, γιο ή αδελφό, πώς θα τον φροντίσει και θα του προσφέρει τα φυλαγμένα φρούτα του καλοκαιριού, τα γλυκά του κουταλιού, τους μεζέδες που αγαπάει, πώς θα τον αγκάλιαζε και θα τον φιλούσε. Ο κόσμος είχε μαζευτεί στην αποβάθρα, τα καΐκια στραπατσαρισμένα από τις φουρτούνες και τον καυτό ήλιο της Αφρικής, με ξεφτισμένα τα χρώματά τους, άρχισαν να δένουν σιγά σιγά, το ένα μετά το άλλο. Παιδιά αναγνώριζαν τους πατεράδες τους και φώναζαν χαρούμενα, γυναίκες έκλαιγαν από χαρά διακρίνοντας στην κουβέρτα τον άνθρωπό τους. Λίγο αργότερα όμως, όταν τα καΐκια είχαν αδειάσει, άρχισαν οι γόοι και οι κοπετοί απ’ όσες δεν είχαν δει τον άντρα τους να βγαίνει. Ήταν κι Αννέζω ανάμεσα στις πικραμένες. Ο Σταύρος το Θεριό δεν είχε γυρίσει. Η ταραχή της μεταδόθηκε στο έμβρυο, που κουνήθηκε βίαια στην κοιλιά της και της έδωσε μια ώθηση και το κουράγιο που χρειαζόταν, την έκανε ν’ ανοίξει δρόμο με τα χέρια της, σπρώχνοντας τις άλλες γυναίκες που αγκάλιαζαν τους δικούς τους, και να προχωρήσει προς την «Ευαγγελίστρια», το καΐκι του Σταύρου.
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
Δυο ναύτες έκαναν βιαστικά τις τελευταίες δουλειές, αδημονώντας να ξεμπερδέψουν γρήγορα, για να βρεθούν στα σπίτια τους. Την είδαν να στέκεται στην προκυμαία, ωχρή κι αμίλητη, να περιμένει από αυτούς μια κουβέντα, μια εξήγηση. Ήξεραν ποια είναι και ποιον περίμενε. Ο Σταύρος δε σταματούσε να τους μιλάει γι’ αυτήν και το γάμο που θα έκανε στο γυρισμό. Σταμάτησαν ό,τι τακτοποιούσαν, παράτησαν χάμω τα σκοινιά, την κοίταξαν βουβοί και θλιμμένοι, κι έκαναν μια κίνηση ανημπόριας με τα χέρια τους. Η Αννέζω δε χρειαζόταν κουβέντες, λέξεις, για να καταλάβει. Πήρε το δρόμο προς το σπίτι σαν νευρόσπαστο, λες και κάποιος άλλος κινούσε τα πόδια της, χωρίς τη δική της βούληση. Άκουγε τα γέλια και τις φωνές χαράς από τ’ ανοιχτά παράθυρα, παγωμένη, δεν ήταν εκεί, δεν ήταν πουθενά, ήταν απούσα, το σώμα της περπατούσε μόνο του. Διέσχισε το καλντερίμι, η καρδιά της είχε ανέβει στο στόμα, τα μηλίγγια της χτυπούσαν, η ανάσα της είχε κοπεί, χάιδεψε το τοιχάκι όπου είχε βρει εκείνον ματωμένο, μπήκε στην κουζίνα, ρίχτηκε στην αγκαλιά της Μπίλιως, και μόνο τότε άρχισε να κλαίει γοερά. Τι παρηγοριά να προσφέρεις σε μια γυναίκα που δε γύρισε ο άντρας της; Τι να πεις σε μια γυναίκα που πενθεί; Πώς ν’ ανακουφίσεις με λόγια μια αστεφάνωτη έγκυο; Τι έπρεπε να κάνουν τώρα η Μπίλιω κι η Σαγίντα; Η μαγείρισσα πήρε την υπόθεση πάνω της, και το βρα
ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ
δάκι, που η Αννέζω είχε κουραστεί να κλαίει κι είχε ακουμπήσει το κεφάλι στο τραπέζι ξέπνοη, της είπε ότι δεν πήγαινε άλλο, έπρεπε να το πουν στην κυρά και να ζητήσουν τη βοήθειά της. Καλά τα είχαν καταφέρει μέχρι στιγμής κι είχαν κρύψει απ’ όλους την εγκυμοσύνη, αλλά από δω και πέρα τι θα έκαναν; «Θα το μάθει ο πατέρας μου και θα με σφάξει», μουρμούρισε η Αννέζω και ξανάπιασε το κλάμα. Η Σαγίντα την αγκάλιασε τρυφερά και της ψιθύρισε κάποια λόγια στη γλώσσα της, που κι αν δεν κατάλαβε η Αννέζω το νόημά τους, ένιωσε τη συμπόνια της ξένης. Τη νύχτα η Αννέζω έκανε έναν ύπνο σαν θάνατο, χωρίς όνειρα ή εφιάλτες. Κουρασμένο το κορμί και το πνεύμα, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε μια αναπαραγωγή της πραγματικότητας. Η Μπίλιω όμως ξαγρύπνησε, κι όλο στριφογύριζε στο πλάι του ανάπηρου συζύγου της, άλλο θύμα κι αυτός, χτυπημένος από τη νόσο των δυτών, χρόνια πριν. Προβάριζε η γυναίκα τα λόγια που θα έπρεπε να πει στην κυρά, λόγια που θα την έκαναν να καταλάβει τη δυστυχία της Αννέζως και που θα προκαλούσαν το έλεος και την ευσπλαχνία της. Πρωί πρωί μπήκε στην κάμαρα της Βγενιάς και τη βρήκε να θηλάζει το τελευταίο μωρό, ένα αγοράκι. Είχε προηγηθεί, ενάμιση χρόνο πριν, άλλο ένα βρέφος, ένα κοριτσάκι,
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
που δεν τα είχε καταφέρει κι είχε σβήσει λίγες ώρες μετά τη γέννα, σκορπώντας θλίψη και πίκρα στην οικογένεια. «Κυρά μου», της είπε η Μπίλιω, κι αυτό το «μου» έκανε τη διαφορά κι έδειχνε μια οικειότητα ανάμεσα σε δούλα και κυρά, που δεν εκφραζόταν με λόγια αλλά με ματιές κατανόησης, «η μικρή είναι έγκυος». Την ήξερε από χρόνια τη Βγενιά, από κοριτσάκι σχεδόν, αφού δούλευε και στο πατρικό της σπίτι και την είχε ακολουθήσει κι όταν παντρεύτηκε. Είχε θάρρος μαζί της, ένα θάρρος που ποτέ δεν έγινε θράσος, και μια αγάπη γι’ αυτήν και τα παιδιά της. Της εξιστόρησε, με λίγα αλλά σωστά βαλμένα λόγια, τη δυστυχία της παρακόρης και το φόβο της, πως αν το μάθαινε ο πατέρας της θα την έσφαζε. Παρακάλεσε τη Βγενιά να δείξει έλεος, να σκεπάσει και να συμπονέσει την άτυχη κοπέλα, να μην τη διώξει σ’ αυτή την κατάσταση, κι είπε πως η ίδια αν χρειαζόταν θα την έπαιρνε τα βράδια στο σπίτι της, κι ότι θα φρόντιζε να της βρουν κάποιον που θα δεχόταν να την παντρευτεί έστω και γκαστρωμένη. Αυτό το τελευταίο τής είχε έρθει στο νου της ξημερώματα, και το είχε σκεφτεί στα σοβαρά, χωρίς να έχει την παραμικρή ένδειξη ότι η Αννέζω θα δεχόταν κάτι τέτοιο. Η Βγενιά, πολύτεκνη στα είκοσι πέντε της, ήταν μια τρυφερή γυναίκα. Την είχαν παντρέψει με συνοικέσιο στα δεκαεφτά της με τον Γιώργη, υιοθετημένο από τον άντρα της θείας της, που, άτεκνος, επέλεξε τον πιο έξυπνο ανεψιό
ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ
του για να του παραδώσει την επιχείρηση εμπορίας σφουγγαριών. Ο Γιώργης είχε την οικονομική επιφάνεια, κι εκείνη, η Βγενιά, το όνομα μιας καλής οικογένειας της αστικής τάξης του νησιού, ένα σωστό προξενιό για τα μέτρα και τις συνθήκες της εποχής. Τα πορτρέτα του θείου του Γιώργη και της θείας της Βγενιάς, τεράστιες φωτογραφίες σε πλουμιστές κορνίζες, κοσμούσαν το σαλόνι του αρχοντικού, αποδίδοντας τιμή κι ευγνωμοσύνη στους συγγενείς που τους είχαν ενώσει. Ο Γιώργης είχε αψύ χαρακτήρα, μια χαρακιά στο μέτωπο ανάμεσα στα διαρκώς σμιγμένα φρύδια, χαρακτηριστικό που πέρασε στα παιδιά του, στα εγγόνια του, ακόμα και στα δισέγγονά του – του έδινε μια αυστηρότητα και μια αίσθηση θυμού έτοιμου να ξεσπάσει. Τα παιδιά του τον έτρεμαν, αρκούσε μια ματιά του την ώρα του φαγητού για να τα κάνει να φάνε ως και το τελευταίο ψίχουλο, ακόμα και το πιο μισητό φαΐ, ή να σηκωθούν απ' το τραπέζι νηστικά, να μην ακούγεται κιχ όταν ήταν αυτός στο σπίτι, να είναι φρόνιμα κι επιμελή στο σχολείο, να παίζουν κόσμια, από το φόβο του και μόνο. Αυτός ήταν και η έγνοια της Μπίλιως. Πώς θ’ αντιδρούσε ο αφέντης της στο άκουσμα πως η παρακόρη τους ήταν έγκυος κι ο υπαίτιος θαμμένος στις ερημιές της Αφρικής, άρα χωρίς ελπίδα να την αποκαταστήσει. Η Βγενιά κοίταζε το βρέφος που είχε αποκοιμηθεί χορ
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ
τασμένο, ήρεμο, ασφαλές στην αγκαλιά της και στη θαλπωρή της οικογένειας. Θα το κάνω για την ψυχούλα του κοριτσιού που έχασα, σκέφτηκε, και είπε της Μπίλιως, που στριφογύριζε τα δάχτυλά της όλο αγωνία, να τ’ αφήσει πάνω της και πως η κοπέλα θα έμενε εδώ τουλάχιστον μέχρι να γεννήσει. Οι γυναίκες πάντα έβρισκαν τον τρόπο να περνάει το δικό τους, ακόμα κι αν είχαν άντρα σαν τον Γιώργη. Δε χρειάζονταν κατά μέτωπο επιθέσεις, παρά γλυκύτητα, και την τέχνη να εκμαιεύουν την επιθυμητή απάντηση σαν να την είχε σκεφτεί μόνος του ο άντρας. Πράγματι, ο Γιώργης, πεισμένος από τη συζήτηση με τη γυναίκα του, υποχωρώντας στο μεταφυσικό επιχείρημα της Βγενιάς «για την ψυχούλα του κοριτσιού που είχαν χάσει», κάτι δυσνόητο για τον ίδιο αλλά δεν ήθελε να της χαλάσει την καρδιά, συμφώνησε να μείνει η παρακόρη στο σπίτι μέχρι να γεννήσει. Εκεί που με τίποτα δε συναίνεσε ήταν να το κρατήσει μυστικό από τον πατέρα της, δέχτηκε όμως τη μεσοβέζικη λύση της Βγενιάς, ν’ αποφύγει τουλάχιστον να τον δει, άλλωστε αυτός ερχότανε μονάχα δυο φορές το χρόνο για να παίρνει τα δεδουλευμένα της Αννέζως. Είχε μάλιστα κατά νου ο Γιώργης, ο πονηρός έμπορος, να βρει κάποιον πρόθυμο, από τους τόσους που είχε στη δούλεψή του, και να την παντρέψει –έναντι οικονομικού ανταλλάγματος εννοείται– με την παρακόρη τους.
ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ
Άφησε ανακουφισμένος τη γυναίκα του, αυτές οι συζητήσεις τον ενοχλούσαν, τις έβρισκε «γυναικείες», κι έφυγε βιαστικός για την αποθήκη σφουγγαριών, όπου τον περίμενε ο συνεργάτης του από τη Μασσαλία.