Φίλιπ Μάγιερ - Ο γιος

Page 1

ΦΙΛΙΠ ΜΑΓΙΕΡ

Ο ΓΙΟσ c Μυθιστόρημα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΙΛΑΕΙΡΑ ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείτα ι από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧

ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Philipp Meyer, The Son © Copyright by Philipp Meyer, 2013 © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε.,

Αθήνα 2014 Έτος 1ης έκδοσης: 2016 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης ΒέρνηςΠαρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6034-9


Στην οικογένειά μου



Κατά τον δεύτερο αιώνα των χριστιανικών χρόνων, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της γης και το πιο πολιτισμένο κομμάτι της ανθρωπότητας... ... το πνεύμα της ταπεινώθηκε ολοσχερώς· και στρατιές άγνωστων βαρβάρων από τα παγωμένα εδάφη του Βορρά εγκατέστησαν το νικηφόρο βασίλειό τους στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και της Αφρικής. ... τα σκαμπανεβάσματα της τύχης, που δεν λυπούνται μήτε τον άνθρωπο μήτε τα πιο εξέχοντα έργα του... θάβουν αυτοκρατορίες και πόλεις σε ομαδικό τάφο. ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΓΚΙΜΠΟΝ



οικογενεια μ ακ καλα

Άρμστρονγκ ΜακΚάλα (Γενν. 1811)

+ Νατάλια Ντίαζ

Μάρτιν (Γενν. 1834)

Ίλαϊ (Γενν. 1836)

Ελίζαμπεθ (Γενν. 1832)

+ Μάντλιν Μπλακ

Έβερετ (Γενν. 1863)

Πίτερ (Γενν. 1870)

Φίνεας (Γενν. 1867)

+ Σάλι Γκάστον

Γκλεν (Γενν. 1901)

Τσαρλς (Γενν. 1899)

Πίτερ Νεότ. (Γενν. 1900)

+ Έλεν Σαφ

Τζόνας (Γενν. 1920)

Πολ (Γενν. 1923)

Τζιν Αν (Γενν. 1926)

Κλιντ (Γενν. 1921)

Χανκ Μπουντρό

Τόμας (Γενν. 1950)

Ντελ (Γενν. 1977)

Σούζαν (Γενν. 1952)

Μπέντζαμιν (Γενν. 1953)

Ας (Γενν. 1979)



ο γιοσ {



κεφαλαιο 1

Συνταγματάρχης Ίλαϊ ΜακΚάλα Από ηχογράφηση της Υπηρεσίας Προώθησης Έργων,* του 1936

Π

ροφήτεψαν

** Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες υπηρεσίες που προέκυψαν από τα οικονομικά προγράμματα του Νιου Ντιλ, η οποία καταπιανόταν, εκτός των άλλων, και με την καταγραφή ιστοριών για τη δημιουργία ιστορικών και λαογραφικών αρχείων. (Σ.τ.Μ.) ** Όρος που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει το δέρμα στο πάνω μέρος του κεφαλιού, που οι Ινδιάνοι συνήθιζαν να κόβουν ενώ ο εχθρός ήταν ακόμα ζωντανός και να το κρατούν ως τρόπαιο. (Σ.τ.Μ.)

15

ότι θα ζούσα ως τα εκατό, και, μιας και έφτασα λοιπόν σ’ αυτή την ηλικία, δεν έχω λόγο να το αμφισβητώ. Δεν θα πεθάνω χριστιανός, κι ας είναι ανέπαφο το σκαλπ** μου· κι αν κάπου υπάρχει ένας αιώνιος κυνηγότοπος, για κει οδεύω. Για κει ή για τον Αχέροντα. Κατά τη γνώμη μου, παραήταν σύντομη η ζωή μου. Πόσο καλό θα έκανα αν είχα έναν ακόμα χρόνο στη διάθεσή μου, όρθιος στα πόδια μου... Είμαι όμως καθηλωμένος σε τούτο το κρεβάτι και λερώνομαι σαν μωρό παιδί. Εάν κρίνει ο Δημιουργός ότι πρέπει να μου δώσει δύναμη, θα πάω στα νερά που σκίζουν το λιβάδι. Στην ανατολική στροφή του ποταμού Νουέσες. Εγώ ανέκαθεν, βέβαια, προτιμούσα τον ποταμό Ντέβιλ. Στα όνειρά μου τον έφτασα τρεις φορές, και, ως γνωστόν, ο Μεγαλέξανδρος, την τελευταία νύχτα της θνητής ζωής του, βγήκε έρποντας από το παλάτι του και προσπάθησε να βουτήξει στον Ευφράτη, γιατί ήξερε πως, αν εξαφανιζόταν το σώμα του, ο λαός του θα πίστευε ότι ανέβηκε


16

στους ουρανούς σαν θεός. Η γυναίκα του τον σταμάτησε στις όχθες. Τον έσυρε σπίτι του, να πεθάνει θνητός. Και μετά απορούν γιατί δεν ξαναπαντρεύτηκα! Αν φανεί ο γιος μου, θα προτιμούσα να μην υποστώ το θριαμβικό του χαμόγελο. Ο σπόρος της καταστροφής μου! Ξέρω καλά τι έκανε· και υποψιάζομαι πως έχει περάσει από καιρό τις πύλες του Παραδείσου, μιας και ο Κουάνα Πάρκερ,* ο τελευταίος αρχηγός των Κομάντσι, του έδωσε λίγες πιθανότητες να φτάσει τα πενήντα. Σε αντάλλαγμα γι’ αυτή του την πληροφορία, πρόσφερα τότε στον Κουάνα και στους πολεμιστές του ένα μικρό βουβαλάκι, ένα εκλεκτό ζώο για να θανατωθεί με τον παλιό τρόπο, με ακόντια, στα βοσκοτόπια μου που κάποτε ήταν κυνηγότοπός τους. Ένας από τους συντρόφους του Κουάνα ήταν σεβάσμιος Αραπάχο αρχηγός και, καθώς μοιραζόμασταν το ζεστό συκώτι του βούβαλου με τον πανάρχαιο τρόπο, βουτηγμένο στη χολή του ζώου, μου χάρισε ένα ασημένιο δαχτυλίδι που είχε ο ίδιος βγάλει από το δάχτυλο του Τζορτζ Άρμστρονγκ Κάστερ.** Το δαχτυλίδι λέει «7ο Σύνταγμα Ιππικού». Και έχει μια βαθιά χαρακιά από ακόντιο, μα, εφόσον κατάλληλο κληρονόμο δεν έχω, θα το πάρω στο ποτάμι μαζί μου. Την ημερομηνία της γέννησής μου θα τη γνωρίζουν οι περισσότεροι. Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας που γλίτωσε τη Δημοκρατία του Τέξας από τη μεξικανική τυραννία επικυρώ** Ο Κουάνα Πάρκερ, που έμελλε να γίνει ο τελευταίος αρχηγός των Κομάντσι, ήταν γιος του φύλαρχου Πέτα Νοκόνα και της Σίνθια Αν Πάρκερ, η οποία αιχμαλωτίστηκε σε ηλικία περίπου δέκα ετών από τους Κομάντσι κατά τη διάρκεια της επιδρομής τους στο Οχυρό Πάρκερ και έζησε είκοσι τέσσερα χρόνια κοντά τους, ώσπου τελικά «απελευθερώθηκε» από τους ρέιντζερ, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της αρνούμενη να προσαρμοστεί στον τρόπο ζωής των λευκών και, αφού προσπάθησε –χωρίς αποτέλεσμα– να επιστρέψει στην οικογένειά της, τελικά έπαψε να τρώει και πέθανε από γρίπη το 1871. (Σ.τ.Μ.) ** Αναφορά στο θρύλο της αμερικανικής ιστορίας Κάστερ, τον οποίο σκότωσαν οι Ινδιάνοι στη μάχη του Λιτλ Μπίγκχορν. (Σ.τ.Μ.)


* Αποκάλυψις Ιωάννου, κεφ. Β΄, στ. 7. (Σ.τ.Μ.)

17

θηκε στις 2 Μαρτίου του 1836 σε μια ταπεινή καλυβούλα στις όχθες του ποταμού Μπράζος. Οι μισοί από τους συνυπογράφοντες έπασχαν από ελονοσία, οι άλλοι μισοί ήρθαν στο Τέξας για να γλιτώσουν την κρεμάλα. Εγώ ήμουν το πρώτο αρσενικό παιδί αυτής της νέας δημοκρατίας. Οι Ισπανοί ζούσαν στο Τέξας εκατοντάδες χρόνια, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα. Από τον καιρό του Κολόμβου και μετά, κατακτούσαν κάθε γηγενή που συναντούσαν στο δρόμο τους, και παρότι ουδέποτε γνώρισα Αζτέκο, πιστεύω πως όλοι τους ήταν κλαψιάρικα παιδαρέλια. Όμως οι Λίπαν Απάτσι έκοψαν τον αέρα των κονκισταδόρων. Μετά ήρθαν οι Κομάντσι. Τέτοιοι άνθρωποι είχαν να πατήσουν στη γη από τον καιρό των Μογγόλων. Πέταξαν τους Απάτσι στη θάλασσα, διέλυσαν τον ισπανικό στρατό, μετέτρεψαν το Μεξικό σε κέντρο δουλεμπορίου. Κάποτε είδα Κομάντσι που έσερναν μαζί τους κάτι χωριάτες, καμιά εκατοστή, κατά μήκος του ποταμού Πέκος, σαν να οδηγούσαν γελάδια. Κατατροπωμένη από τους αυτόχθονες, η μεξικανική κυβέρνηση επινόησε ένα απεγνωσμένο σχέδιο για να ριζώσει στο Τέξας. Οποιοσδήποτε άνθρωπος, οποιασδήποτε εθνικότητας, δεχόταν να εγκατασταθεί δυτικά του ποταμού Σαμπίν θα λάμβανε δύο χιλιάδες στρέμματα ελεύθερης γης. Τα ψιλά γράμματα ήταν γραμμένα με αίμα. Οι Κομάντσι αντιμετώπιζαν τη φιλοσοφία τους απέναντι στους ξένους με θρησκευτική ευλάβεια: βασανίζεις και σκοτώνεις τους άντρες, βιάζεις και σκοτώνεις τις γυναίκες, κάνεις τα παιδιά σκλάβους ή τα υιοθετείς. Ήταν ελάχιστοι εκείνοι από τις παλιές χώρες της Ευρώπης που δέχτηκαν την προσφορά των Μεξικανών. Ή μάλλον δεν τη δέχτηκε κανείς. Οι Αμερικάνοι εξαιρούνται. Αυτοί συνέρρεαν. Είχαν μπόλικες γυναίκες και παιδιά, άλλωστε... τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ φαγεῖν ἐκ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς.*


ΤΟ 1832 ο πατέρας μου πήγε στη Ματαγκόρντα, μια συνηθι-

σμένη απόφαση για την εποχή, εάν θεωρούσε κανείς τον κίνδυνο να θανατωθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα ή να του πάρουν το σκαλπ οι Κομάντσι ως τρόπο με τον οποίο ο Θεός τού έλεγε ότι τον περιμένουν μεγάλες ανταμοιβές. Η μεξικανική κυβέρνηση, ανήσυχη με τις ορδές των Άγγλος* που ολοένα μεγάλωναν εντός των συνόρων της, είχε ήδη απαγορεύσει τη μετανάστευση Αμερικανών στο Τέξας. Ωστόσο ήταν καλύτερα εκεί παρά στις Παλιές Πολιτείες,** όπου αν δεν ήσουν γιος γαιοκτήμονα το μόνο που σου απέμενε ήταν τα αποθερίδια. Ας σημειωθεί επίσης ότι οι ανώτερες τάξεις, οι Όστιν και οι Χιούστον, δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα να παραμείνουν πολίτες του Μεξικού, αρκεί να κρατούσαν τη γη τους. Οι απόγονοί τους έκαναν όπλο τους την προπαγάνδα για να καθαρίσουν τα ονόματά τους και να τους ανακηρύξουν Ιδρυτές του Τέξας. Στην πραγματικότητα, οι άντρες σαν τον πατέρα μου, άντρες που δεν είχαν τίποτα, αυτοί και μόνο αυτοί, ήταν που ώθησαν το Τέξας στον πόλεμο. Όπως και κάθε αρτιμελής Σκοτσέζος, έτσι και εκείνος έπαιξε το ρόλο του στις αναταραχές του Σαν Χασίντο, και μετά τον πόλεμο δούλεψε σιδεράς, οπλουργός και ερευνητής. Ήταν ψηλός και γλυκομίλητος. Είχε ολόισια πλάτη και σκληρά χέρια, και όλοι ένιωθαν ασφαλείς κοντά του, πράγμα που, για τους περισσότερους, αποδείχτηκε πλάνη.

δεν ήταν θρήσκος, και αποδίδω σε εκείνον τις παγανιστικές μου συνήθειες. Ωστόσο ήταν άνθρωπος που

18

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

** Η λέξη Anglos προσδιόριζε τους λευκούς Αμερικανούς που δεν είχαν ισπανική ή μεξικανική καταγωγή. (Σ.τ.Μ.) ** Όρος που χρησιμοποιούσαν οι δυτικοί για να χαρακτηρίσουν τις ανατολικές πολιτείες της Αμερικής. (Σ.τ.Μ.)


19

ένιωθε την ανάσα του χλωμού καβαλάρη στο σβέρκο του. Πίστευε ότι δεν πρέπει κανείς να χάνει το χρόνο του. Αρχικά ζούσαμε στο Μπάστροπ, καλλιεργούσαμε καλαμπόκι και σόργο, εκτρέφαμε γουρούνια και φροντίζαμε τη γη, ώσπου ήρθαν οι καινούργιοι έποικοι, εκείνοι που περίμεναν να περάσει ο κίνδυνος των Ινδιάνων· και έπειτα κατέφτασαν με τους δικηγόρους τους για να αμφισβητήσουν τα εκχωρητήρια και τους τίτλους ιδιοκτησίας αυτών που εκπολίτισαν τον τόπο και κατατρόπωσαν τους ερυθρόδερμους. Οι πρώτοι Τεξανοί είχαν αγοράσει τα κτήματά τους με τον ιδρώτα του προσώπου τους και οι περισσότεροι δεν ήξεραν μήτε να διαβάζουν μήτε να γράφουν. Στα δέκα μου είχα ήδη σκάψει τέσσερις τάφους. Με τον παραμικρό ήχο καλπασμού αλόγων όλη η οικογένεια σηκωνόταν στο πόδι, και μόλις μαθαίναμε τα νέα –ότι έσφαξαν, ας πούμε, έναν γείτονα σαν γουρουνάκι για το γεύμα της Ημέρας των Ευχαριστιών– ο πατέρας μου γέμιζε το όπλο του και εξαφανιζόταν μέσα στη νύχτα, παρέα με τον αγγελιαφόρο. Οι γενναίοι πεθαίνουν νέοι: έτσι λέγανε οι Κομάντσι, αλλά το ίδιο ίσχυε και για τους πρώτους Άγγλος. Κατά τη διάρκεια των δέκα χρόνων που το Τέξας έμεινε ανεξάρτητο, η κυβέρνηση έψαχνε απεγνωσμένα εποίκους, ιδίως εύπορους. Και, ως διά μαγείας, το μήνυμα μεταφέρθηκε στις Παλιές Πολιτείες – η περιοχή ήταν πλέον ασφαλής. Το 1844 έφτασε ο πρώτος ξένος στην πόρτα μας: ένας φρεσκοκουρεμένος, φρεσκοξυρισμένος, κομψευόμενος τύπος. Μας ζήτησε σιτηρά, επειδή το άλογό του βαρυστομάχιαζε με το χορτάρι. Άλογο που δεν τρώει χορτάρι... Πρώτη φορά άκουγα τέτοιο πράγμα. Δύο μήνες αργότερα αμφισβητήθηκαν οι τίτλοι των Σμίθγουικ· και έπειτα οι τίτλοι των Χόρνσμπι και των ΜακΛίοντ αγοράστηκαν με ψίχουλα. Είχαν πια μαζευτεί στο Τέξας περισσότεροι δικηγόροι απ’ οποιοδήποτε άλλο μέρος σε ολόκληρη την ήπειρο, και μέσα σε μερικά χρόνια όλοι οι πρώτοι έποικοι


20

είχαν χάσει τη γη τους και αναγκάστηκαν να φύγουν πάλι στα δυτικά, στα ινδιάνικα εδάφη, για μια ακόμα φορά. Οι ευγενέστερες τάξεις που τους έκλεψαν τη γη τους σχεδίαζαν ήδη να κάνουν έναν πόλεμο για να προστατέψουν τους μαύρους τους. Ο Νότος θα δεινοπαθούσε, αλλά το Τέξας, παιδί της Δύσης, θα έβγαινε ανέπαφο. Στο μεταξύ, είχε ξεκινήσει ολόκληρη εκστρατεία εναντίον της μητέρας μου, μιας κλασικής Καστιλιανής, μελαψής αλλά με φινετσάτα χαρακτηριστικά, και οι νέοι έποικοι ισχυρίζονταν πως ήταν μιγάδα. Οι κύριοι γαιοκτήμονες καμάρωναν για την ικανότητά τους να διακρίνουν κάτι τέτοιες λεπτές διαφορές. Το 1846 μετακομίσαμε έξω από τα όρια του οικισμού, στη γη που είχε παραχωρηθεί στον πατέρα μου από το κράτος στον ποταμό Πεντερνάλες. Βρεθήκαμε σε κυνηγότοπο των Κομάντσι. Τα δέντρα δεν ήξεραν τι σημαίνει τσεκούρι, η γη ήταν πλούσια και γόνιμη, μαζί και όλα τα ζώα που ζούσαν πάνω της. Το χορτάρι έφτανε μέχρι το στήθος, το έδαφος ήταν παχύ και σκούρο, ακόμα και οι πιο απότομες πλαγιές ξεχείλιζαν από αγριολούλουδα. Τίποτα δεν θύμιζε το ξερό και βραχώδες σημερινό τοπίο. Τα άγρια ισπανικά γελάδια τα έπιανες εύκολα με ένα σχοινί – μέσα σε ένα χρόνο μαζέψαμε καμιά εκατοστή. Τα γουρούνια και τα μάστανγκ επίσης. Υπήρχαν και ελάφια, γαλοπούλες, σκίουροι, αρκούδες, κάμποσα βουβάλια, χελώνες και ψάρια στον ποταμό, πάπιες, δαμάσκηνα και άγρια σταφύλια, μελισσόδεντρα* και λωτοί – ο τόπος έβριθε από ζωή όπως σήμερα ασφυκτιά από ανθρώπους. Μονάχα ένα ήταν το πρόβλημα: να καταφέρεις να κρατήσεις το σκαλπ σου στη θέση του.

* Δέντρα στις κουφάλες των οποίων φτιάχνουν κυψέλη οι μέλισσες. (Σ.τ.Μ.)


κεφαλαιο 2

Τζιν Αν ΜακΚάλα 3 Μαρτίου 2012

Α φως λιγοστό. Βρισκόταν σε ένα μεγάλο δωμάτιο που αρχι-

κά το πέρασε για εκκλησία ή δικαστήριο, και, παρότι ξύπνια, δεν ένιωθε απολύτως τίποτα. Σαν να επέπλεε σε μπανιέρα με ζεστό νερό. Τριγύρω πολυέλαιοι με χαμηλό φωτισμό, κούτσουρα που σιγόκαιγαν στο τζάκι, καρέκλες και τραπέζια ιακωβιανού ρυθμού, προτομές αρχαίων Ελλήνων. Και ένα χαλί, δώρο του Σάχη. Αναρωτήθηκε ποιος θα την έβρισκε. Ήταν ένα μεγάλο λευκό σπίτι ισπανικού ρυθμού. Με δεκαεννιά κρεβατοκάμαρες, βιβλιοθήκη, μια μεγάλη σάλα και μια αίθουσα δεξιώσεων. Εκείνη και τα αδέρφια της είχαν όλοι γεννηθεί εκεί, όμως τώρα πια δεν ήταν παρά ένα εξοχικό, ένα μέρος για οικογενειακές επανασυνδέσεις. Οι υπηρέτριες θα επέστρεφαν το πρωί. Το μυαλό της δούλευε μια χαρά, μα όλα τα υπόλοιπα ανενεργά, λες και κάποιος τα έβγαλε από την πρίζα. Και ήταν σχεδόν σίγουρη πως άλλος ευθυνόταν για την κατάστασή της. Είχε φτάσει τα ογδόντα έξι, μα όσο κι αν αρεσκόταν να λέει ότι δεν βλέπει την ώρα να αναπαυτεί μια και καλή, τα λόγια της δεν ανταποκρίνονταν απόλυτα στην αλήθεια. Το σημαντικότερο πράγμα για μένα είναι να κάνει κανείς ό,τι του λέω. Έτσι είχε πει κάποτε σε έναν δημοσιογράφο του περιοδικού Time και την έκαναν εξώφυλλο. Στα σαράντα ένα της κι ακόμα αισθησιακή, πλάι στην Cadillac της, μπροστά από

21

ντηχούσαν μουρμουρητά, χαμηλόφωνες ομιλίες, μα το


22

μια απέραντη έκταση με πετρελαιοπηγές. Μικροκαμωμένη και λεπτή, μα όποιος τη γνώριζε το ξεχνούσε. Με βαθιά φωνή και μάτια γκρίζα σαν παλιό περίστροφο ή τρικυμισμένη θάλασσα. Εντυπωσιακή· αλλά όχι ακριβώς όμορφη. Και εκείνος ο φωτογράφος, ο Γιάνκης, το αντιλήφθηκε. Την έβαλε να ανοίξει άλλο ένα κουμπί της μπλούζας της και να ανακατέψει τα μαλλιά της σαν να βγήκε μόλις από ξεσκέπαστο αμάξι. Δεν είχε φτάσει ακόμα στο απόγειο της δόξας της –αυτό έγινε δεκαετίες αργότερα–, ωστόσο ήταν μια κρίσιμη στιγμή. Είχαν επιτέλους αρχίσει να την παίρνουν στα σοβαρά. Ο άντρας που τράβηξε τη φωτογραφία ήταν πια νεκρός. Κανείς δεν θα σε βρει, σκέφτηκε. Αναμενόμενο, φυσικά. Σχεδόν πάντα ήταν μόνη, από παιδί ακόμα. Ολόκληρη η πόλη ανήκε στην οικογένειά της. Δεν έβγαζε άκρη με τους ανθρώπους. Οι άντρες, με τους οποίους είχε τα πάντα κοινά, δεν την ήθελαν κοντά τους. Οι γυναίκες, με τις οποίες δεν είχε τίποτα κοινό, χαμογελούσαν υπερβολικά συχνά, γελούσαν υπερβολικά δυνατά, και της θύμιζαν σκυλάκια του καναπέ, με τις ζωές τους χαμένες στη διακόσμηση και στα λούσα. Ένας άνθρωπος σαν κι αυτήν δεν χωρούσε πουθενά.

ΗΤΑΝ μικρή, στα οχτώ ή στα δέκα, καθισμένη στη βεράντα. Μια δροσερή ανοιξιάτικη μέρα, με τους καταπράσινους λόφους να απλώνονται μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι της, γη των ΜακΚάλα, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι της. Μα κάτι δεν πήγαινε καλά. Παρκαρισμένη στο γρασίδι ήταν η Cadillac της, ενώ οι παλιοί στάβλοι, που δεν τους είχε κάψει ακόμα ο αδερφός της, είχαν γίνει καπνός. Θα ξυπνήσω, τώρα θα ξυπνήσω, σκέφτηκε. Όμως τότε άρχισε να μιλάει ο Συνταγματάρχης – ο προπάππους της. Ήταν εκεί και ο πατέρας της. Είχε κι έναν παππού, τον Πίτερ ΜακΚάλα, αλλά εξαφανίστηκε, και κανείς δεν είχε να πει μια καλή κουβέντα γι’ αυτόν – ήταν σίγουρη πως ούτε και εκείνη θα τον συμπαθούσε.


«Λέω να πας στην εκκλησία αυτή την Κυριακή», είπε ο πατέρας της. Ο Συνταγματάρχης θεωρούσε προτιμότερο αυτά τα πράγματα να τα αφήνει κανείς στους νέγρους και στους Μεξικάνους. Είχε πατήσει τα εκατό· κι όταν διαφωνούσε με κάποιον το έλεγε δίχως δεύτερη σκέψη. Τα χέρια του θύμιζαν κοντάκια και το πρόσωπό του ήταν κηλιδωμένο σαν παλιό τομάρι, και όλοι έλεγαν πως την επόμενη φορά που θα έπεφτε θα ήταν κατευθείαν στον τάφο του. «Το πρόβλημα με τους παπάδες», είπε, «είναι πως όταν δεν γλυκοκοιτάζουν τις κόρες σας ή δεν τρώνε το φαΐ σας, κοροϊδεύουν τους γιους σας». Ο πατέρας της ήταν πολύ πιο μεγαλόσωμος από τον Συνταγματάρχη, αλλά, όπως συνήθιζε να τονίζει ο Συνταγματάρχης, μπορεί να είχε δυνατά κόκαλα, ωστόσο είχε αδύναμο μυαλό. Ο αδερφός της ο Κλιντ είχε αγοράσει ένα άλογο και μια σέλα από έναν πάστορα, αλλά τελικά αποδείχτηκε πως κάποιο λάκκο είχε η φάβα – και μάλιστα μεγάλο.

όμως, την ανάγκασε να πάει στην εκκλησία, να ξυπνήσει από νωρίς για να φτάσει εγκαίρως στο Καρίσο, στο κατηχητικό. Πεινούσε· και μετά βίας κρατούσε τα μάτια της ανοιχτά. Όταν ρώτησε τη δασκάλα τι θα πάθαινε ο Συνταγματάρχης, που την ίδια ώρα καθόταν στο σπίτι του, πίνοντας μάλλον κανένα λικέρ, η δασκάλα απάντησε πως θα πήγαινε στην Κόλαση, όπου και θα τον βασάνιζε ο ίδιος ο Σατανάς. Τότε, λοιπόν, θα πάω κι εγώ μαζί του, αποφάνθηκε η Τζίνι. Τι απαράδεκτο διαβολάκι! Αν ήταν καμιά Μεξικάνα, θα τις έτρωγε με το βούρδουλα. Στο δρόμο της επιστροφής, δεν καταλάβαινε γιατί ο πατέρας της πήρε το μέρος της δασκάλας, που είχε μια μυταρόλα μεγάλη σαν αετού και μύριζε λες και είχε μέσα της κανένα ψο-

23

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ,


24

φίμι. Άσχημη γυναίκα, κακάσχημη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, έλεγε ο πατέρας της, υποσχέθηκα στον Θεό πως, αν επιβίωνα, θα πήγαινα στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Αλλά λίγο προτού γεννηθείς σταμάτησα να πηγαίνω, γιατί ήμουν πολύ απασχολημένος. Και ξέρεις τι έγινε; Ήξερε – ανέκαθεν ήξερε. Αλλά εκείνος της το υπενθύμισε: Πέθανε η μητέρα σου. Ο Τζόνας, ο μεγάλος αδερφός της, του είπε να μην τη φοβίζει – ναι, κάτι τέτοιο του είπε. Ο πατέρας της ζήτησε από τον Τζόνας να σωπάσει και τότε ο Κλιντ της τσίμπησε το χέρι και της ψιθύρισε: Όταν πας στην Κόλαση, το πρώτο πράγμα που θα σου κάνουν είναι να σου χώσουν ένα δικράνι στον κώλο. Άνοιξε τα μάτια της. Ο Κλιντ ήταν νεκρός εξήντα χρόνια τώρα. Στο μισοσκότεινο δωμάτιο τίποτα δεν σάλευε. Τα σημειωματάρια, σκέφτηκε. Τα γλίτωσε κάποτε απ’ τη φωτιά και τελικά δεν τα κατέστρεψε ποτέ. Τώρα θα τα έβρισκαν.


κεφαλαιο 3

Τα ημερολόγια του Πίτερ ΜακΚάλα

Έχω γενέθλια. Σήμερα, χωρίς να έχω πιει ούτε μια στάλα ουίσκι, κατέληξα στο εξής συμπέρασμα: είμαι ένας κανένας. Κοιτώντας πίσω στα σαράντα πέντε χρόνια της ζωής μου, δεν βλέπω τίποτε αξιόλογο –εκείνο που νόμιζα για ψυχή δεν είναι τελικά παρά μια κατάμαυρη άβυσσος–, επέτρεψα σε άλλους να με πλάσουν όπως τους άρεσε. Για τον Συνταγματάρχη, είμαι ο χειρότερος γιος του κόσμου – πάντοτε προτιμούσε τον Φίνεας, ακόμα και τον καημένο τον Έβερετ. Ετούτο το ημερολόγιο θα είναι το μοναδικό αληθινό ιστορικό αυτής της οικογένειας. Στο Όστιν ετοιμάζουν γιορτή για τα ογδοηκοστά γενέθλια του Συνταγματάρχη, και τι θα πουν για έναν άνθρωπο που τον έχουν θεοποιήσει, ειλικρινά δεν ξέρω. Εν τω μεταξύ, το αναθεματισμένο το καλοκαίρι συνεχίζεται. Οι τηλεφωνικές γραμμές του Μπράουνσβιλ δεν λειτουργούν – κάθε φορά που επισκευάζονται, οι αντάρτες τις τινάζουν πάλι στον αέρα. Το Ράντσο Κινγκ δέχτηκε επίθεση από σαράντα sediciosos χτες βράδυ, το πιστολίδι κράτησε τρεις ώρες στο Λος Τουλίτος, και ο πρόεδρος της Ένωσης Νόμου και Τάξης της κομητείας Κάμερον σκοτώθηκε, μα αν ο θάνατός του είναι για καλό ή για κακό δεν το ξέρω. Όσο για τους Μεξικανούς, τους βλέπεις σκοτωμένους στα χαντάκια ή κρεμασμένους στα δέντρα, και είναι σαν να βλέ-

25

10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1915


πεις πάνθηρες ή λύκους – αντίστοιχα κακό θεωρείται. Η San Antonio Express δεν αναφέρει πια τους θανάτους τους –δεν ξοδεύει γι’ αυτούς το μελάνι της–, κι έτσι οι Τεχάνος* πεθαίνουν χωρίς να καταγραφούν και θάβονται, αν θαφτούν, σε ρηχούς τάφους ή πετιούνται κάπου όπου δεν θα ενοχλούν κανέναν. Τον περασμένο μήνα, μετά τη δολοφονία του Λόντζινο και του Εστέμπαν Μοράλες (από ποιον δεν μάθαμε, αν κι εγώ υποψιάζομαι τον Νάιλς Γκίλμπερτ), ο Συνταγματάρχης έφτιαξε ένα σημείωμα και το έδωσε σε όλους τους βακέρος** μας: Αυτός ο άντρας είναι ένας καλός Μεξικάνος. Αφήστε τον, παρακαλώ, ήσυχο. Όταν ξεμπερδέψω μαζί του, θα τον σκοτώσω μόνος μου. Οι άντρες μας καμαρώνουν για τα σημειώματά τους λες και είναι παράσημα. Λατρεύουν τον Συνταγματάρχη (όπως όλοι άλλωστε), nuestro patrón. Δυστυχώς για τους Τεχάνος, οι κτηνοτρόφοι της περιοχής συνεχίζουν να χάνουν τα γελάδια τους. Την περασμένη βδομάδα, στα δυτικά λιβάδια, ο Σάλιβαν κι εγώ βρήκαμε ένα σημείο όπου τα συρματοπλέγματα είχαν κοπεί, και μέχρι να πέσει η νύχτα μετρήσαμε μονάχα 263 αγελάδες και μοσχαράκια, αντί για 478 που είχαμε μετρήσει στην καταμέτρηση της άνοιξης. Απώλεια είκοσι χιλιάδων δολαρίων, και όλα τα στοιχεία, έστω και περιστασιακά, έδειξαν τους γείτονές μας, τους Γκαρσία. Εγώ, προσωπικά, προτιμώ να χάσω τα πάντα παρά να συκοφαντήσω λάθος άνθρωπο. Λίγοι νιώθουν έτσι ωστόσο.

πίστευα πως θα ’πρεπε να έχω γεννηθεί στις Παλιές Πολιτείες, όπου, παρότι η γη τους είναι πιο αιματοβαμμένη κι

26

ΠΑΝΤΟΤΕ

** Με τον όρο «Τεχάνος» προσδιορίζονταν οι Τεξανοί μεξικανικής ή ισπανικής καταγωγής. (Σ.τ.Μ.) ** «Βακέρος» ονομάζονταν οι καουμπόηδες ισπανικής και μεξικανικής καταγωγής. (Σ.τ.Μ.)


* Ισπανικά: ξέρει. (Σ.τ.Μ.)

27

απ’ τη δική μας, δεν χρειάζονται πια τα όπλα τους. Κάτι τέτοιο, βέβαια, θα πήγαινε ενάντια στη φύση μου. Εγώ ακόμα και το Όστιν το βρίσκω αποπνικτικό, λες και οι εξήντα χιλιάδες κάτοικοί του μου βάζουν όλοι τους μεμιάς τις φωνές. Ανέκαθεν δυσκολευόμουν να αδειάζω το μυαλό μου –εικόνες και ήχοι πλανιούνται μέσα μου για χρόνια–, μένω λοιπόν εδώ, στο μόνο μέρος που είναι πραγματικά δικό μου, είτε με θέλει είτε όχι. Καθώς εξετάζαμε τα κομμένα συρματοπλέγματα, ο Σάλιβαν δήλωσε κάτι αυτονόητο, ότι τα ίχνη οδηγούσαν κατευθείαν στη γη των Γκαρσία, που γειτονεύει με το ποτάμι, το οποίο, μιας και είναι κατάξερο, το διασχίζεις σχεδόν από παντού. «Ο γερο-Πέντρο είναι εντάξει», είπε, «αλλά οι γαμπροί του είναι μεγάλα μούτρα». «Σαν να περνάς πολλή ώρα με τον Συνταγματάρχη, μου φαίνεται», του απάντησα. «Εκείνος sabe* τους Μεξικάνους». «Εγώ πιστεύω ακριβώς το αντίθετο». «Τότε, αφεντικό, ελπίζω να μου μάθετε εσείς τους λόγους που ένας έντιμος άνθρωπος θα έκοβε το συρματόπλεγμα που οδηγεί στα λιβάδια του Πέντρο Γκαρσία, ενώ μας λείπουν και καμιά διακοσαριά ζωντανά. Τον παλιό καιρό θα πηγαίναμε και θα τα παίρναμε, έτσι απλά, μα τώρα πια αλλάξανε τα πράγματα». «Δεν μπορεί να ξέρει ο γερο-Πέντρο τι γίνεται σε κάθε σπιθαμή της γης του, όπως κι εμείς δεν ξέρουμε τι γίνεται σε κάθε σπιθαμή της δικής μας γης». «Είστε μεγάλος άνθρωπος», μου είπε, «δεν καταλαβαίνω γιατί κάνετε σαν μικρό παιδί». Έπειτα δεν άρθρωσε λέξη. Το θεωρεί προσωπική προσβολή που ένας Μεξικάνος έχει δική του τόση γη στις μέρες μας. Και, φυσικά, η συμπεριφορά των βακέρος δεν βοηθάει καθό-


28

λου: εξαιτίας του βάρους του και της λεπτής φωνής του, τον φωνάζουν «δον Καστράτο» πίσω από την πλάτη του. Όσο για τον Πέντρο Γκαρσία, οι μπελάδες τον ακολουθούν σαν μοναχικό αδέσποτο σκυλί. Οι δύο γαμπροί του διώκονται από τις μεξικανικές αρχές για κλοπή ζώων, κάτι αξιοπερίεργο αν σκεφτεί κανείς πώς χειρίζεται αυτή η χώρα τέτοια θέματα. Επιχείρησα να τον επισκεφτώ την περασμένη βδομάδα, αλλά ο Χοσέ και ο Τσίκο με έδιωξαν. Δον Πέδρο άρρωστος, μου είπαν και έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν τα ισπανικά μου. Όλη μου τη ζωή τον ξέρω τον Πέντρο, ήξερα πως θα με καλωσόριζε, αλλά ανέβηκα στο άλογό μου και έφυγα δίχως να πω λέξη. Ο Πέντρο είχε ελλείψεις στο προσωπικό του εδώ και τόσο καιρό που η γη του κατακλύστηκε από θάμνους, ενώ τα δύο τελευταία χρόνια κατάφερε να μαρκάρει μονάχα τα μισά μοσχαράκια του. Κάθε χρόνο βγάζει όλο και λιγότερα χρήματα, κάθε χρόνο προσλαμβάνει όλο και λιγότερους άντρες, κι έτσι κάθε χρόνο τα εισοδήματά του ολοένα μειώνονται. Ωστόσο παραμένει καλοσυνάτος. Ανέκαθεν προτιμούσα το σπιτικό του από το δικό μου. Αρέσουν και στους δυο μας οι παλιές εποχές, τότε που η γη ήταν πιο ήπια, με λευκούς χωμάτινους δρόμους και πέτρινα χωριουδάκια, χωρίς αγκαθωτούς θάμνους και πανύψηλα χορτάρια. Τώρα οι θαμνότοποι μας έχουν πνίξει και τα παλιά πετρόχτιστα χωριά έχουν εγκαταλειφθεί. Τα σπίτια που χτίζονται είναι κάτι κακότεχνα ξύλινα τερατουργήματα που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια και σαπίζουν εξίσου γρήγορα. Από πολλές απόψεις, ο Πέντρο μου στάθηκε καλύτερος πατέρας από τον Συνταγματάρχη, κι αν είπε ποτέ του καμιά κακή κουβέντα για μένα, εγώ δεν την άκουσα. Πάντοτε ήλπιζε να ενδιαφερθώ για κάποια από τις κόρες του, και για ένα διάστημα ήμουν ερωτοχτυπημένος με τη Μαρία, τη μεγαλύτερη, διαισθανόμουν όμως ότι ο Συνταγματάρχης θα εναντιωνόταν,


κι έτσι, σαν δειλός, άφησα τα συναισθήματά μου να ξεφουσκώσουν. Η Μαρία πήγε στο Μέξικο Σίτι για να σπουδάσει και οι αδερφές της παντρεύτηκαν Μεξικάνους που εποφθαλμιούσαν τη γη του Πέντρο. Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι μήπως έχει δίκιο τελικά ο Σάλιβαν, μήπως οι γαμπροί του Πέντρο είναι πράγματι ανακατεμένοι με την κλοπή των ζώων μας. Ίσως να μην αντιλαμβάνονται τις συνέπειες. Ίσως να μην αντιλαμβάνονται ότι ο δον Πέντρο δεν μπορεί να τους προστατεύσει.

Η Σάλι και ο δρ Πίλκινγκτον πηγαίνουν τον Γκλεν, τον μικρότερο γιο μας, στο Σαν Αντόνιο. Τον πυροβόλησαν απόψε κάτι καβαλάρηδες που συναντήσαμε μέσα στο σκοτάδι. Το τραύμα είναι ψηλά στον ώμο και σίγουρα δεν απειλεί τη ζωή του, κι αν δεν σκεφτόμουν τον Συνταγματάρχη, θα πήγαινα κι εγώ στο Σαν Αντόνιο μαζί με τον γιο μου. Ο Συνταγματάρχης αποφάσισε ότι τον πυροβόλησαν οι γείτονές μας. Εγώ αντέδρασα, είπα ότι ήταν πολύ σκοτεινά για να διακρίνουμε τους ενόχους, μα υπονοήθηκε πως είμαι προδότης. «Τίποτα δεν έμαθες από μένα», μου είπε. «Ήταν ο Τσίκο και ο Χοσέ πάνω στ’ άλογα». «Μάτια κουκουβάγιας πρέπει να έχεις για να βλέπεις τόσο καλά μες στο σκοτάδι στα διακόσια μέτρα». «Όπως πολύ καλά ξέρεις», απάντησε, «η όρασή μου ήταν ανέκαθεν ασυνήθιστα καλή». Σχεδόν το ένα τέταρτο της πόλης (το τέταρτο των λευκών) μαζεύτηκε σπίτι μας. Μαζί με τους ρέιντζερ, όλους τους βακέρος μας, καθώς και τους βακέρος των Μίντκιφ. Σε λίγα λεπτά πάμε στους Γκαρσία.

29

11 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1915


κεφαλαιο 4

Ίλαϊ ΜακΚάλα

Α δη δύο χρόνια στο κτήμα μας στον Πεντερνάλες, κοντά στο

30

νοιξη του 1849, τελευταία πανσέληνος. Βρισκόμασταν ή-

Φρέντρικσμπεργκ, όταν κλέψανε δύο άλογα του γείτονά μας μέρα μεσημέρι. Ο Συφιλιασμένος Πόου, όπως τον έλεγε ο πατέρας μου, είχε έρθει από τα Απαλάχια Όρη, πιστεύοντας ότι το Τέξας είναι ο παράδεισος του τεμπέλη, όπου τα ξύλα κόβονται μόνα τους, η συγκομιδή μαζεύεται ως διά μαγείας και η πίπα σου είναι μονίμως γεμάτη παραισθησιογόνα. Ήταν ο πλέον χαρακτηριστικός τύπος των συνόρων, αλλά υπήρχαν και πολλοί σαν τον πατέρα μου –αποφασισμένοι να πλουτίσουν πάση θυσία–, και, βέβαια, υπήρχαν και οι Γερμανοί. Προτού έρθουν οι Γερμανοί, όλοι θεωρούσαν ότι είναι αδύνατον να φτιάξεις βούτυρο σε νότιο κλίμα. Θεωρούσαν επίσης αδύνατον να καλλιεργήσεις σιτάρι. Όταν μια οικονομία βασίζεται στη δουλεία, επηρεάζεται ανάλογα και το μυαλό του ανθρώπου, όμως οι Γερμανοί, που δεν ήξεραν από τέτοια, αμέσως μόλις κατέφτασαν άρχισαν να παρασκευάζουν πρώτης τάξεως βούτυρο και να καλλιεργούν ωραιότατα δημητριακά, που τα πουλούσαν στους αποσβολωμένους γείτονές τους με μεγάλο κέρδος. Ο Γερμανός δεν φοβόταν τη δουλειά· και μόνο που κοιτούσες τα κτήματά του το καταλάβαινες. Εάν περνούσες από ένα χωράφι και έβλεπες το χώμα επίπεδο και τις αυλακιές ολόισιες, σίγουρα ανήκε σε Γερμανό. Εάν έβλεπες ένα χωράφι γεμάτο πέτρες, με αυλακιές σαν να τις έφτιαξε τυφλός Ινδιάνος,


εάν Δεκέμβριο μήνα το βαμβάκι δεν είχε ακόμα μαζευτεί, τότε ήξερες πως αυτή η γη ανήκει σε έναν ντόπιο λευκό που ήρθε από το Τενεσί και ήλπιζε ότι η γενναιόδωρη Μητέρα Φύση θα του χάριζε ως διά μαγείας έναν σκλάβο. Προτρέχω όμως. Εκείνο το πρωί το πρόβλημα του πατέρα μου ήταν η κλοπή δύο λιπόσαρκων αλόγων, καθώς και τα ευδιάκριτα αχνάρια των απετάλωτων πόνι που οδηγούσαν στους λόφους. Η κοινή λογική έλεγε ότι οι δράστες βρίσκονταν κάπου κοντά –ένας αλογοκλέφτης που σέβεται τον εαυτό του δεν θα αρκεστεί στις ψωραλέες, λιπόσαρκες φοράδες του Πόου–, όμως ο νόμος των συνόρων απαιτούσε καταδίωξη, κι έτσι ο πατέρας μου έφυγε με τους υπόλοιπους άντρες, αφήνοντας τον αδερφό μου και μένα με ένα τουφέκι στον καθένα και δύο ασημένια πιστόλια που είχε πάρει από έναν στρατηγό στο Σαν Χασίντο. Κρίθηκαν υπεραρκετά για την υπεράσπιση του σπιτικού μας, μιας και ο στρατός είχε πια φτάσει στα σύνορα και οι αλλοτινές, μεγάλες επιδρομές των Ινδιάνων υποτίθεται πως είχαν σταματήσει. Οι άντρες έφυγαν καβάλα στ’ άλογα λίγο πριν μεσημεριάσει, και ο αδερφός μου κι εγώ, αμούστακα παιδιά που όμως νιώθαμε άντρες, δεν ανησυχούσαμε. Δεν φοβόμασταν τους αυτόχθονες· κοντά μας ζούσαν δεκάδες Τονκάουα και διάφοροι άλλοι, που περίμεναν να τους φτιάξει η κυβέρνηση καταυλισμούς. Μπορεί να λήστευαν περιπλανώμενους Γιάνκηδες, αλλά είχαν αρκετό μυαλό ώστε να μην πειράζουν τους ντόπιους: όλοι μας διψούσαμε για ινδιάνικο αίμα· και θα το χύναμε με την πρώτη ευκαιρία.

είχα ήδη σκοτώσει τον μεγαλύτερο πάνθηρα που είχε ποτέ εμφανιστεί στην κομητεία Μπλάνκο. Ήξερα να εντοπίζω αχνάρια ελαφιών σε ανώμαλα εδάφη και η αίσθηση προσανατολισμού μου ήταν εξίσου καλή με του πατέρα μου. Ακό-

31

ΣΤΑ ΔΩΔΕΚΑ


32

μα και ο αδερφός μου, παρά την αδυναμία του στα βιβλία και στην ποίηση, ξεπερνούσε στο σημάδι τον οποιονδήποτε. Βέβαια, εγώ ντρεπόμουν για τον αδερφό μου. Του έδειχνα ίχνη που δεν έβλεπε και του έλεγα προς τα πού έστρεψε το κεφάλι του το ελάφι κι αν η κοιλιά του ήταν γεμάτη ή αδειανή και γιατί ταράχτηκε. Έβλεπα καλύτερα, έτρεχα γρηγορότερα, άκουγα πράγματα που εκείνος νόμιζε ότι τα φανταζόμουν. Όμως τον αδερφό μου δεν τον πείραζε. Αισθανόταν ανώτερος για λόγους ακατανόητους σε μένα. Εγώ μισούσα τα φρέσκα ίχνη από τις άμαξες, μισούσα ακόμα και το παραμικρό σημάδι που μαρτυρούσε τον ερχομό νέων εποίκων, ενώ ο αδερφός μου ανέκαθεν πίστευε πως θα κινούσε για τ’ ανατολικά. Μιλούσε ακατάπαυστα για την υπεροχή των πόλεων, και πολύ σύντομα η ευχή του θα εκπληρωνόταν –η σοδειά μας μεγάλωνε, τα κοπάδια μας αυξάνονταν–, οι γονείς μας θα κατόρθωναν να προσλάβουν κάποιον για να τον αντικαταστήσει. Χάρη στους Γερμανούς του Φρέντρικσμπεργκ, όπου συσσωρεύονταν περισσότερα βιβλία απ’ όσα σε ολόκληρο το υπόλοιπο Τέξας, άνθρωποι σαν τον αδερφό μου θεωρούνταν φυσιολογικοί. Ήξερε γερμανικά επειδή τα μιλούσαν ο γείτονές μας, γαλλικά επειδή τα θεωρούσε ανώτερη γλώσσα και ισπανικά επειδή δεν γινόταν να ζεις στο Τέξας χωρίς αυτά. Είχε διαβάσει Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου στο πρωτότυπο και ισχυριζόταν ότι επεξεργάζεται μια δική του ανώτερη εκδοχή, παρότι δεν άφηνε κανέναν να τη διαβάσει. Πέρα από τον Γκαίτε και τον Μπάιρον, το κυρίαρχο αντικείμενο της σκέψης του αδερφού μου ήταν η αδερφή μου, ένα όμορφο κορίτσι με επιδόσεις στο πιάνο σχεδόν εξίσου καλές με τις επιδόσεις του αδερφού μου στο διάβασμα και στη συγγραφή, και όλοι έλεγαν πως ήταν κρίμα που είχαν συγγένεια. Εγώ, απ’ την άλλη, είχα ένα στενό πρόσωπο όλο γωνίες. Οι Γερμανοί έλεγαν πως μοιάζω με Γάλλο. Όσο για τον αδερφό και την αδερφή μου, αν έγινε ποτέ με-


Η ΚΑΛΥΒΑ είχε δύο δωμάτια που τα ένωνε ένα μικρό διαδρομάκι. Βρισκόταν σε μια πλαγιά όπου μια πηγή ξεπηδούσε από ένα βράχο και ξεχυνόταν στον ποταμό Πεντερνάλες. Τα δάσος τριγύρω ήταν πυκνό, παρθένο, κι ο πατέρας μου δεν μας άφηνε να απομακρυνόμαστε. Μα η μητέρα μου είχε άλλη γνώμη. Περιφράξαμε μια αυλή και ένα μαντρί, φτιάξαμε ένα καπνιστήριο, μια σιταποθήκη και ένα στάβλο, τον οποίο ο πατέρας μου χρησιμοποιούσε και ως σιδεράδικο. Είχαμε ξύλινο δάπεδο και γυάλινα παράθυρα με παραθυρόφυλλα, και μια σόμπα γερμανικής κατασκευής που έκαιγε όλη νύχτα με λίγα μόνο ξυλαράκια. Τα έπιπλα έμοιαζαν αγορασμένα από κατάστημα· ήταν ασβεστωμένα και μεταποιημένα από τους μορμόνους στο Μπέρνετ. Στο μεγαλύτερο δωμάτιο η μητέρα μου και ο πατέρας μου κοιμούνταν σε ένα κρεβάτι με ουρανό, ενώ η αδερφή μου σε ένα ράντζο. Ο αδερφός μου κι εγώ μοιραζόμασταν ένα κρεβάτι στο κρύο δωμάτιο της άλλης πλευράς του διαδρόμου, αν κι εγώ κοιμόμουν συχνά έξω, σε ένα τομάρι που είχα κρεμάσει ψηλά στα κλαδιά μιας γέρικης βελανιδιάς. Ο αδερφός μου συνήθιζε να ανάβει ένα κερί για να διαβάζει (μια πολυτέλεια που η μητέρα μου ενθάρρυνε) και δεν μ’ άφηνε να κοιμηθώ.

2 – Ο γιος

33

ταξύ τους κάτι ανάρμοστο, εγώ δεν το έμαθα· πάντως όταν του μιλούσε, τα λόγια της αντηχούσαν σαν βελούδο ή μέλι που γλιστρούσε στη γλώσσα της, ενώ σε μένα μιλούσε σαν να ήμουν κοπρόσκυλο. Ο αδερφός μου έγραφε θεατρικά έργα με πρωταγωνίστρια εκείνη, με τους δυο τους να υποδύονται ένα άτυχο ζευγάρι και εμένα στο ρόλο του Ινδιάνου ή του κακού που τους έσπρωχνε στην καταστροφή. Ο πατέρας μου έκανε ότι ενδιαφέρεται ενώ μου έριχνε συνωμοτικές ματιές. Ανεχόταν τον αδερφό μου μόνο και μόνο επειδή εγώ ήμουν σχεδόν τέλειος. Μα η μητέρα μου καμάρωνε. Είχε μεγάλα όνειρα για τα αδέρφια μου.


34

Στο κέντρο του κύριου δωματίου δέσποζε ένα ισπανικό τετράγωνο πιάνο, μοναδική κληρονομιά της μητέρας μου. Σπάνιο κομμάτι, και οι Γερμανοί μαζεύονταν σπίτι μας τις Κυριακές για να τραγουδήσουν και να υπομείνουν τα θεατρικά έργα του αδερφού μου. Η μητέρα μου σχεδίαζε να μετακομίσουμε στο Φρέντρικσμπεργκ, για να μπορέσουν τα αδέρφια μου να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Εγώ για εκείνη ήμουν χαμένος κόπος, κι αν δεν με είχε δει με τα ίδια της τα μάτια να βγαίνω μέσα από τα σπλάχνα της, θα αρνιόταν κάθε ανάμειξη στη δημιουργία μου. Μόλις μεγάλωνα αρκετά, σκόπευα να μπω στην ομάδα των ρέιντζερ και να κυνηγήσω τους Ινδιάνους, τους Μεξικάνους ή όποιον άλλο έβρισκα στο δρόμο μου.

ΤΩΡΑ που το σκέφτομαι, καταλαβαίνω ότι η μητέρα μου ήξερε τι θα συνέβαινε. Τον καιρό εκείνο το μυαλό των ανθρώπων ήταν ανοιχτό, διαισθανόμασταν το καθετί στην ατμόσφαιρα γύρω μας. Ακόμα και άνθρωποι σαν τον αδερφό μου συντονίζονταν με τους νόμους της φύσης. Σήμερα ο άνθρωπος ζει στο φέρετρο της σάρκας. Μήτε ακούει μήτε βλέπει. Η Γη και οι νόμοι εκμαυλίστηκαν. Η Βίβλος λέει: Θα σας συγκεντρώσω στην Ιερουσαλήμ, στην καρδιά της οργής μου. Σεις είστε η γη η ακάθαρτη, λέει. Συμφωνώ. Χρειαζόμαστε μια μεγάλη φωτιά να σαρώσει τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη, και θα λουστώ κι εγώ στην κηροζίνη, τ’ ορκίζομαι, αρκεί να είμαι βέβαιος πως η φωτιά θα με κάψει. Ξέφυγα όμως από το θέμα. Το απομεσήμερο εκείνο, λοιπόν, φρόντιζα να φανώ χρήσιμος, όπως συνήθιζαν τον καιρό εκείνο τα παιδιά, σκαλίζοντας μια ζεύγλα από μια κρανιά. Βγαίνει από το σπίτι η αδερφή μου και μου λέει: «Ίλαϊ, πήγαινε στην αποθήκη και φέρε στη μητέρα όλο το βούτυρο και τις κομπόστες σταφυλιού». Αρχικά δεν της έδωσα απάντηση, γιατί δεν τη θεωρούσα


35

σε καμία περίπτωση ανώτερή μου· όσο για τα υποτιθέμενα θέλγητρά της, είχαν από καιρό ξεθωριάσει. Αν και παραδέχομαι ότι κάποιες φορές ζήλευα αφόρητα τον αδερφό μου, έτσι που τους έβλεπα να κάθονται οι δυο τους χαμογελαστοί και να λένε τα μυστικά τους. Βέβαια, ούτε εκείνη με καλόβλεπε, μιας και είχα πρόσφατα κλέψει το άλογο ενός από τους επίδοξους μνηστήρες της, του αγαπημένου της Αλσατού, που τον έλεγαν Ίμπερτ. Το άλογο το επέστρεψα σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι το βρήκα, γιατί του χάρισα την απόλαυση μιας βόλτας με καλό αναβάτη, όμως ο Ίμπερτ δεν ξανάρθε να τη δει. «Ίλαϊ!» Σαν σκύλα ούρλιαζε, και αποφάσισα ότι τον λυπόμουν τον κακομοίρη που θα κατέληγε μαζί της. «Το βούτυρο είναι λιγοστό», της φώναξα. «Και ο μπαμπάς θα θυμώσει αν γυρίσει και δει ότι τέλειωσε», είπα και συνέχισα το πελέκημα. Ωραία ήταν εκεί στη σκιά, με τους καταπράσινους λόφους και τον ανοιχτό ορίζοντα. Ακριβώς από κάτω το ποτάμι σχημάτιζε μια σειρά από μικρούς καταρράκτες. Εκτός από τη ζεύγλα, είχα να φτιάξω και μια καινούργια λαβή για το τσεκούρι μου. Από το κλαδί ενός τοξόδεντρου που έκοψα σε μια από τις βόλτες μου. Η λαβή θα γινόταν πιο μαλακή απ’ όσο θα την ήθελε ο πατέρας μου, με δέρμα στην άκρη, για να μη γλιστράει. «Άντε, σήκω», συνέχισε η αδερφή μου. Στεκόταν πάνω από το κεφάλι μου. «Φέρε το βούτυρο, Ίλαϊ. Σοβαρολογώ». Σήκωσα πάνω της το βλέμμα και την είδα να στέκεται εκεί, με το καλό της μπλε φόρεμα, και πρόσεξα ένα καινούργιο σπυρί που είχε επιχειρήσει να κρύψει με λίγη μπογιά. Όταν τελικά έφερα το βούτυρο και τις κομπόστες, η μητέρα μου είχε ανάψει φωτιά και είχε ανοίξει όλα τα παράθυρα για να διατηρηθεί δροσερό το σπίτι. «Ίλαϊ», είπε η μητέρα μου, «δεν πας στο ποτάμι να πιάσεις τίποτα ψάρια; Και κανένα φασιανό ίσως». «Και οι Ινδιάνοι;» ρώτησα.


36

«Αν πιάσεις κανέναν από δαύτους, μη μας τον φέρεις σπίτι. Μακριά από δω οι σατανάδες». «Ο Άγιος Μάρτιν πού είναι;» «Πήγε να μαζέψει βατόμουρα». Κατηφόρισα την πλαγιά προς το ποτάμι, παίρνοντας μαζί μου το καλάμι μου, το σάκο μου και το Jägerbüchse του πατέρα μου. Το Jägerbüchse έριχνε σφαίρα της μιας ουγγιάς, είχε διπλή σκανδάλη και ήταν από τα καλύτερα τουφέκια των συνόρων, μα ο πατέρας μου δυσκολευόταν να το γεμίζει καβάλα στ’ άλογο. Αρχικά το διεκδίκησε ο αδερφός μου, όμως το κλότσημά του παραήταν δυνατό για την καλλιτεχνική του φύση. Ζόρικο όπλο, μα εμένα δεν με πείραζε. Η σφαίρα του έφτανε στην άλλη άκρη της γης – ή, με άλλα λόγια, χτύπαγε σκίουρο όσο μακριά κι αν κρυβόταν. Πολύ χαιρόμουν που το είχα. Ο ποταμός Πεντερνάλες ήταν στενός, χωνόταν βαθιά στα βράχια, και συνήθως δεν είχε πολύ νερό, με ενενήντα περίπου μέτρα φάρδος και λίγα μόλις μέτρα βάθος. Στις όχθες του έβλεπες γέρικα κυπαρίσσια και μουριές, ενώ σχηματίζονταν και πολλές λιμνούλες, καθώς και καταρράκτες και σκιερές βάθρες γεμάτες χέλια. Όπως τα περισσότερα ποτάμια του Τέξας, έτσι κι αυτό ήταν άχρηστο για τους βαρκάρηδες, κάτι που εγώ το θεωρούσα πλεονέκτημα, μιας και τους κρατούσε μακριά μας. Ξετρύπωσα μερικά δολώματα από την όχθη, μάζεψα βελανίδια για να τα κάνω φελλούς της πετονιάς μου και βρήκα μια σκιερή βάθρα κάτω από ένα κυπαρίσσι. Ακριβώς από πάνω μου στην πλαγιά ήταν μια πελώρια μουριά, φορτωμένη με τόσους καρπούς, που ούτε καν τα ρακούν δεν είχαν καταφέρει να τους φάνε όλους. Έβγαλα την μπλούζα μου και μάζεψα όσο περισσότερα μούρα μπορούσα, σκοπεύοντας να τα πάω στη μητέρα μου. Άρχισα να ψαρεύω, αλλά δυσκολευόμουν να χαλαρώσω, γιατί από εκεί που βρισκόμουν το σπίτι δεν φαινόταν, ήταν


37

πολύ πιο ψηλά στο λόφο. Στους Ινδιάνους άρεσε να κυκλοφορούν στις κοίτες των ποταμών· και ο πατέρας μου είχε πάρει μαζί του το μοναδικό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο. Αυτό, βέβαια, δεν ήταν και ολότελα κακό, μιας κι έτσι αναγκαζόμουν να παρακολουθώ τα πάντα, το νερό που λαμποκοπούσε στις πέτρες, τα ίχνη των κουναβιών στις λάσπες, έναν ερωδιό σε μια λιμνούλα παραπέρα. Μια αγριόγατα κρυβόταν πίσω από τις ιτιές, νόμιζε ότι δεν την έβλεπε κανείς. Ακόμα παραπέρα στις όχθες είδα μια συστάδα λευκοκαρυές, κι εκεί ένας σκίουρος τσιμπολογούσε άγουρους καρπούς και τους πετούσε στο χώμα να σαπίσουν. Αναρωτήθηκα γιατί το κάνουν αυτό οι σκίουροι. Γιατί χαραμίζουν τους καρπούς των δέντρων, τρώγοντάς τους προτού ωριμάσουν. Σκέφτηκα να του δώσω ένα μάθημα. Το συκώτι του σκίουρου είναι κορυφαίο δόλωμα. Εάν ο Δημιουργός μας ήταν ψαράς, μόνο τέτοιο θα χρησιμοποιούσε. Μα με το όπλο που κρατούσα θα δυσκολευόμουν να τον πετύχω. Μακάρι να είχα μαζί μου το 36άρι Kentucky του αδερφού μου. Άρχισα να τρώω τα μούρα, ώσπου δεν έμεινε ούτε ένα. Η μητέρα προτιμούσε τα βατόμουρα άλλωστε. Τα μούρα τα θεωρούσε παρακατιανά, κάτι σαν τα αφεψήματα από δαφνοειδή. Ψάρευα ήδη μία ώρα όταν πρόσεξα κάτι γαλοπούλες στην αντίπερα όχθη και χτύπησα μία. Εξήντα πέντε μέτρα μακριά ήταν, αλλά της το έκοψα εύκολα το κεφάλι. Εμένα με άφηναν να στοχεύω στο κεφάλι, τον αδερφό μου όχι – το πουλερικό χτυπούσε μανιασμένα τα φτερά του, προσπαθώντας να πετάξει, με το αίμα του να αναβλύζει. Πέτυχα βολή ρεκόρ. Στερέωσα το καλάμι μου σε μια πέτρα, καθάρισα την κάννη, ξαναγέμισα το όπλο προσεκτικά, έβαλα τη σφαίρα στη θέση της και έκλεισα τη θαλάμη. Έπειτα πήγα στην άλλη όχθη για να πάρω το τρόπαιό μου. Πλάι στο πουλερικό που κολυμπούσε στο αίμα του είδα τη μαβιά αιχμή ενός ακοντίου να εξέχει από την άμμο. Είχε μή-


38

κος τριάμισι εκατοστά και την περιεργάστηκα για αρκετή ώρα. Πρόσεξα στη βάση της δύο αυλακιές που ο σύγχρονος άνθρωπος ακόμα δεν έχει καταφέρει να αντιγράψει. Οι πέτρες στην περιοχή είχαν όλες χρώμα από υπόλευκο έως καφετί, πράγμα που μαρτυρούσε κάτι γι’ αυτή την αιχμή: είχε έρθει από πολύ μακριά. Όταν ξαναγύρισα εκεί που είχα αφήσει το καλάμι μου, το βρήκα να επιπλέει προς τα κατάντη και είδα ένα μεγάλο γατόψαρο να έχει τσιμπήσει το δόλωμά μου, κάτι που επίσης συμβαίνει μία στο εκατομμύριο. Τράβηξα το αγκίστρι και σκέφτηκα ότι θα το χάσω το ψάρι, μα τελικά το έβγαλα άνετα από το νερό. Προβληματίστηκα. Ενώ καθόμουν εκεί, πρόσεξα κάτι στον ουρανό και, κάνοντας τη γροθιά μου κιάλι, συνειδητοποίησα ότι είναι η Αφροδίτη και ότι την έβλεπα ενώ ήταν μέρα. Κακός οιωνός, σίγουρα. Πήρα τη γαλοπούλα, το γατόψαρο και τη λεκιασμένη από τα μούρα μπλούζα μου και ανηφόρισα προς το σπίτι. «Γρήγορα γύρισες», είπε η μητέρα μου. «Μόνο ένα ψάρι;» Της έδειξα τη γαλοπούλα. «Ανησυχήσαμε όταν ακούσαμε την τουφεκιά», είπε η αδερφή μου. «Δεν πρέπει να απομακρύνομαι τόσο πολύ απ’ το σπίτι». «Δεν θα σε πειράξουν οι Ινδιάνοι», είπε η μητέρα μου. «Ο στρατός είναι παντού». «Για σένα και τη Λίζι ανησυχώ, όχι για μένα», απάντησα. «Αχ, Ίλαϊ», είπε η μητέρα μου. «Μικρέ μου ήρωα». Δεν φάνηκε να προσέχει τη λερωμένη μπλούζα μου και μύριζε μπράντυ, από εκείνο που φυλάγαμε για τους σημαντικούς επισκέπτες. Μύριζε και η αδερφή μου μπράντι. Την είχε βαρέσει στο κεφάλι και μου τσίμπησε γλυκά το μάγουλο. Ενοχλήθηκα. Σκέφτηκα να της υπενθυμίσω ότι ούτε μήνας δεν είχε περάσει από τότε που απήγαγαν τον Μάιλς Γουάλας. Βέβαια, εγώ δεν ήμουν κανένας γουρλομάτης σακάτης σαν τον μικρό Γουάλας,


39

που οι Κομάντσι τον άρπαξαν μόνο και μόνο για να του πάρουν το σκαλπ ύστερα από λίγο. Ήξερα ότι αν έπεφτα θύμα απαγωγής, μάλλον θα το διασκέδαζα, μιας και θα χόρταινα καβαλαρία και πιστολίδι. Αφού έλεγξα τα αποθέματα των πυρομαχικών μας, βγήκα έξω και ανέβηκα στην αιώρα μου πάνω στο δέντρο, απ’ όπου έβλεπα την κοίτη του ποταμού, το δρόμο και όλα τα περίχωρα. Κρέμασα το Jägerbüchse από ένα καρφί. Σκόπευα κάποια στιγμή κάτι να πυροβολήσω ενώ κουνιόμουν πέρα-δώθε στην αιώρα μου –ωραία ζωή–, αλλά ακόμα δεν τα είχα καταφέρει. Ανάμεσα στις κρανιές, κοντά στην πηγή, είδα τον αδερφό μου, που μάζευε βατόμουρα. Φυσούσε ένα απαλό αεράκι και ένιωθα ωραία ξαπλωμένος εκεί, με τη μυρωδιά του φαγητού που μαγείρευε η μητέρα μου να φτάνει στα ρουθούνια μου. Ο αδερφός μου είχε πάρει μαζί του το τουφέκι του, αλλά το είχε αφήσει κάπου παραπέρα, κακή συνήθεια. Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός με κάτι τέτοια – για να αξίζει το όπλο, πρέπει να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής. Όμως εκείνο το απόγευμα ο αδερφός μου στάθηκε τυχερός, γιατί δεν συνάντησε Ινδιάνους. Λίγο πριν το λιόγερμα είδα κάτι να σαλεύει στα βράχια, κοντά στις όχθες, να τρυπώνει πίσω από τους κέδρους, και αποδείχτηκε λύκος. Βρισκόταν τόσο μακριά, που θα μπορούσε να είναι και κογιότ, όμως οι λύκοι τρέχουν με την ουρά όρθια και καμαρωτή, ενώ τα κογιότ τη χώνουν ανάμεσα στα σκέλια τους σαν δαρμένα σκυλιά. Η ουρά του ζώου ήταν όρθια και είχε χρώμα ανοιχτό γκρίζο, σχεδόν λευκό. Τα κλαδιά μού έκλειναν τη θέα, κι έτσι κατέβηκα από το δέντρο, κρύφτηκα πίσω από ένα βράχο και ρύθμισα το στόχαστρο ψηλά στη ράχη του λύκου. Στεκόταν ακίνητος, με τη μουσούδα σηκωμένη, μύριζε το βραδινό μας. Ετοίμασα την πρώτη σκανδάλη, ακολούθησε η δεύτερη, και μετά πυροβόλησα. Ο λύκος τινάχτηκε στον αέρα και σωριάστηκε νεκρός. Ο πατέρας μάς έβαζε να καλύπτουμε τις σφαίρες μας με λιπαρό


40

δέρμα ελαφιού, κι έτσι πήγαιναν πιο γρήγορα και πιο ίσια απ’ όσο εάν χρησιμοποιούσαμε βαμβακερά καλύμματα, όπως έκαναν σχεδόν όλοι στα σύνορα. «Ίλαϊ, εσύ πυροβόλησες;» ρώτησε η αδερφή μου. «Λύκος ήταν», της φώναξα. Σκέφτηκα να πάω να πάρω το τομάρι του –πρώτη φορά έβλεπα λευκό λύκο–, αλλά αποφάσισα να μην το κάνω, γιατί νύχτωνε. Τα φαγητά ήταν πολλά, και η ετοιμασία τους πήρε τόση ώρα, που αργήσαμε να καθίσουμε στο τραπέζι. Εφτά με οχτώ σπαρματσέτα έφεγγαν σε διάφορα σημεία του σπιτιού, μια ακόμα πολυτέλεια. Η μητέρα και η αδερφή μου μαγείρευαν όλη μέρα και άρχισαν να σερβίρουν ένα ένα τα πιάτα. Ξέραμε πολύ καλά όλοι μας ότι το έκαναν για να τιμωρήσουν τον πατέρα μου που μας άφησε μόνους, που μπλέχτηκε σε ένα κυνήγι μαγισσών, μα κανείς μας δεν είπε λέξη. Ο αδερφός μου κι εγώ πίναμε δροσερό βουτυρόγαλα, η μητέρα και η αδερφή μου έπιναν το λευκό κρασί που είχαμε πάρει από τους Γερμανούς. Ο πατέρας μου φύλαγε το κρασί για ειδικές περιστάσεις. Το δείπνο μας ξεκίνησε με λευκό ψωμί, βούτυρο και με τα τελευταία αποθέματα της κομπόστας, έπειτα ακολούθησε το χοιρομέρι, οι γλυκοπατάτες, η ψητή γαλοπούλα, το ψάρι γεμιστό με σκόρδο και τηγανισμένο σε λίπος, οι μπριζόλες πασπαλισμένες με αλάτι και καυτερή πιπεριά, ψημένες στα κάρβουνα, τα τελευταία μανιτάρια της άνοιξης, μαγειρεμένα με βούτυρο, και βραστή σαλάτα με βλίτα και σπανάκι, επίσης με βούτυρο και σκόρδο. Πρώτη μου φορά έτρωγα τόσο πολύ βούτυρο. Για επιδόρπιο είχαμε δύο πίτες: με βατόμουρα η μία, με δαμάσκηνα η άλλη, φρούτα που τα είχε μαζέψει ο αδερφός μου νωρίτερα την ίδια μέρα. Στο κελάρι δεν απέμεινε τίποτα πέρα από γαλέτα και παστό χοιρινό. Αφού τρέχει πίσω από τον Συφιλιασμένο Πόου, είπε η μητέρα μου, ας μείνει και νηστικός σαν τον Συφιλιασμένο Πόου. Ένιωθα ενοχές, μα δεν με εμπόδισαν να φάω τη μερίδα μου.


Ίχνος ενοχής δεν ένιωθε η μητέρα μου. Ήθελε κι άλλο κρασί. Νυστάζαμε όλοι μας. Πήγα το χοιρομέρι στην αποθήκη κι έπειτα κάθισα κι ατένιζα τα αστέρια. Τα είχα ονοματίσει κιόλας –ελάφι, κροταλίας, δρομέας–, αλλά ο αδερφός μου με έπεισε να χρησιμοποιώ τα ονόματα του Πτολεμαίου, που για μένα δεν έβγαζαν νόημα. Ο Δράκων μοιάζει με φίδι και όχι με δράκο. Η Μεγάλη Άρκτος θυμίζει άνθρωπο που τρέχει, ουδεμία σχέση έχει με αρκούδα. Ο αδερφός μου, όμως, αδυνατούσε να ανεχτεί κάτι τόσο εμποτισμένο στην κοινή λογική, κι έτσι οι προσπάθειές μου να ονοματίσω τα ουράνια σώματα έπεσαν στο κενό. Έβαλα τα άλογα στο στάβλο, ασφάλισα την πόρτα από μέσα και βγήκα έξω, σκαρφαλώνοντας από το άνοιγμα της οροφής. Θα χρειάζονταν πολύ χρόνο οι Ινδιάνοι για να μας τα πάρουν. Τα άλογα φαίνονταν ήρεμα, καλό σημάδι, γιατί τους Ινδιάνους τούς μυρίζονταν από μακριά, καλύτερα κι απ’ τους σκύλους. Όταν πια γύρισα σπίτι, η μητέρα και η αδερφή μου είχαν ήδη ξαπλώσει στο κρεβάτι των γονιών μου, ενώ ο αδερφός μου στο ράντζο της αδερφής μου. Κανονικά, ο αδερφός μου κι εγώ κοιμόμασταν στο απέναντι δωμάτιο, αλλά δεν μίλησα. Άφησα το τουφέκι μου, το σάκο και τις μπότες μου στα πόδια του κρεβατιού, έσβησα με το σάλιο μου το τελευταίο αναμμένο κερί και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα, πλάι στον αδερφό μου.

στα μεσάνυχτα άκουσα τα σκυλιά μας να γαβγίζουν όλα μαζί σαν ένα. Ούτως ή άλλως, δεν κοιμόμουν πολύ καλά, σηκώθηκα λοιπόν να ρίξω μια ματιά από το παραθυράκι· και ανησυχούσα μήπως η μητέρα ή η αδερφή μου προσέξουν τι εξείχε κάτω από το νυχτικό μου. Ξέχασα αμέσως την ανησυχία μου. Είδα καμιά δεκαριά άντρες κοντά στο φράχτη μας κι άλλους τόσους στις σκιές κο-

41

ΓΥΡΩ


42

ντά στο δρόμο και ακόμα περισσότερους στην πλαϊνή αυλή μας. Άκουσα ένα σκυλί να αλυχτάει κι έπειτα είδα το μικρότερο, μια ζωηρή σκυλίτσα που τη λέγαμε Περντίντα, να τρέχει προς τους θάμνους. Σκεβρωμένη σαν λαβωμένο ελάφι. «Σηκωθείτε όλοι, που να πάρει», είπα. «Σήκω, μαμά. Ξύπνα τους». Το φεγγάρι δέσποζε ψηλά τον ουρανό, με το φως του να κάνει τη νύχτα μέρα. Οι Ινδιάνοι έβγαλαν τα τρία μας άλογα από την αυλή και τα οδηγούσαν στην πλαγιά. Αναρωτιόμουν πώς κατάφεραν να μπουν στο στάβλο. Το μπουλντόγκ μας ακολουθούσε έναν ψηλό πολεμιστή σαν να ήταν ο καλύτερός του φίλος. «Κάνε πέρα», είπε ο αδερφός μου. Εκείνος και η μητέρα μου είχαν σηκωθεί από τα κρεβάτια τους και στέκονταν πίσω μου. «Είναι πολλοί Ινδιάνοι». «Θα είναι μάλλον ο Τζο ο Πετεινός με τους Τονκάουα», είπε ο αδερφός μου. Τον άφησα να με κάνει πέρα, πήγα στη φωτιά και την αναμόχλευσα για να έχουμε λίγο φως. Απ’ όταν γίναμε πολιτεία, τα πράγματα με τους Ινδιάνους κυλούσαν ήσυχα για χρόνια. Το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού των ΗΠΑ είχε τοποθετηθεί στο Τέξας για να φυλάει τα σύνορα. Αναρωτήθηκα πού να βρίσκονταν τώρα. Σκέφτηκα πως έπρεπε να γεμίσω όλα τα όπλα, όμως θυμήθηκα πως το είχα ήδη κάνει. Μου ήρθε στο νου ένα στιχάκι, λαβή από δέρμα βουβαλιού και μια λεπίδα Μπάρλοου, του κόσμου το καλύτερο μαχαίρι.* Ήξερα τι θα συνέβαινε – οι Ινδιάνοι θα μας χτυπούσαν την πόρτα, εμείς δεν θα τους ανοίγαμε και εκείνοι θα προσπαθούσαν να τη σπάσουν μέχρι να βαρεθούν. Τότε θα έβαζαν φωτιά στο σπίτι και μόλις ξεμυτούσαμε θα μας πυροβολούσαν. * Πρόκειται για στίχο παραδοσιακού τραγουδιού που εξυμνεί την ποιότητα και την αντοχή του συγκεκριμένου μαχαιριού. (Σ.τ.Μ.)


43

«Μάρτιν;» είπε η μητέρα μου. «Δίκιο έχει. Είναι καμιά εικοσαριά τουλάχιστον». «Τότε θα είναι λευκοί», είπε η αδερφή μου. «Αλογοκλέφτες». «Όχι, είναι σίγουρα Ινδιάνοι». Πήρα το τουφέκι μου και κάθισα σε μια γωνιά απέναντι από την πόρτα. Τριγύρω σκιές και αμυδρό κοκκινωπό φως. Αναρωτήθηκα αν θα πήγαινα στην Κόλαση. Ο αδερφός μου βημάτιζε πάνω-κάτω, η μητέρα και η αδερφή μου κάθισαν στο κρεβάτι. Η μητέρα χτένιζε τα μαλλιά της αδερφής μου και έλεγε: Σώπα, Λίζι μου, όλα θα πάνε καλά. Στο μισοσκόταδο τα μάτια τους έμοιαζαν με άδειες κόγχες, σαν να τα είχαν ήδη φάει τα όρνια. Έστρεψα αλλού το βλέμμα. «Το τουφέκι σου είναι έτοιμο», είπα στον αδερφό μου, «το ίδιο και τα πιστόλια». Κούνησε το κεφάλι. «Αν αντισταθούμε, μπορεί να αρκεστούν στα άλογα». Κατάλαβα ότι δεν συμφωνούσε, ωστόσο πήγε παραπέρα και πήρε το όπλο του για να το ελέγξει. «Στο τακτοποίησα ήδη», επανέλαβα. «Μπορεί να νομίζουν ότι λείπουμε», είπε η αδερφή μου. Στράφηκε στον αδερφό μου, μα εκείνος απάντησε: «Βλέπουν ότι έχουμε αναμμένη φωτιά, Λίζι». Ακούγαμε τους Ινδιάνους να ανακατεύουν τα πράγματα στο σιδεράδικο του πατέρα, μιλώντας χαμηλόφωνα. Η μητέρα μου σηκώθηκε, έβαλε μια καρέκλα μπροστά στην πόρτα και ανέβηκε πάνω. Εκεί ψηλά υπήρχε άλλο ένα παραθυράκι. Τράβηξε τη σανίδα που το έφραζε, κοίταξε έξω και είπε: «Εγώ βλέπω μόνο εφτά». «Είναι τουλάχιστον τριάντα», της είπα. «Ο μπαμπάς θα τους ακολούθησε», είπε η αδερφή μου. «Θα κατάλαβε ότι έρχονται εδώ». «Θα το καταλάβει μόλις δει τις φλόγες», είπε ο αδερφός μου.


«Έρχονται». «Κατέβα κάτω, μαμά». «Πιο σιγά», είπε η αδερφή μου. Κάποιος κλότσησε την πόρτα και η μητέρα μου παραλίγο να πέσει. Salir, salir.* Ακούσαμε χτυπήματα. Τα ισπανικά ήταν η μόνη γλώσσα που ήξεραν οι Ινδιάνοι εκτός από τη δική τους. Σκέφτηκα ότι η πόρτα δεν θα συγκρατούσε παρά μόνο λίγες σφαίρες, και είπα πάλι στη μητέρα μου να κατέβει. Temenos hambre. Nos dan los alimentos.** «Είναι γελοίο», είπε ο αδερφός μου. «Το πιστεύετε;» Ακολούθησε μια ατέλειωτη σιωπή και ύστερα η μητέρα μάς κοίταξε και είπε με δασκαλίστικη φωνή: «Ίλαϊ, Μάρτιν, αφήστε, σας παρακαλώ, τα όπλα κάτω». Άρχισε να βγάζει το μάνταλο από την πόρτα και τότε συνειδητοποίησα ότι όλα όσα έλεγαν για τις γυναίκες αλήθευαν – δεν είχαν ίχνος κοινής λογικής και δεν έπρεπε να τις εμπιστεύεσαι. «Μην ανοίξεις την πόρτα, μαμά». «Κράτα την», είπα στον Μάρτιν. Μα εκείνος δεν σάλεψε. Είδα το μάνταλο να σηκώνεται και ακούμπησα το τουφέκι στο γόνατό μου. Το φεγγαρόφωτο τρύπωνε απ’ τις χαραμάδες απειλητικά, μα η μητέρα μου δεν το πρόσεξε· έβγαλε το μάνταλο σαν να καλωσόριζε έναν παλιό φίλο, σαν να περίμενε ετούτη τη στιγμή από τη μέρα που γεννήθηκε.

44

ΛΕΓΑΝΕ στις εφημερίδες ότι οι μανάδες στα σύνορα φυλάνε τις τελευταίες τους σφαίρες για τα παιδιά τους, για να μην τα πάρουν οι βάρβαροι, στην πραγματικότητα όμως ποτέ δεν γινόταν κάτι τέτοιο. Μάλλον το αντίθετο συνέβαινε. Όλοι ξέραμε ότι ήμουν στο άνθος της ηλικίας μου – οι Ινδιάνοι θα με ή** Ισπανικά: Βγείτε έξω. (Σ.τ.Μ.) ** Ισπανικά: Πεινάμε. Δώστε μας φαγητό. (Σ.τ.Μ.)


45

θελαν ζωντανό. Ο αδερφός και η αδερφή μου μπορεί να ήταν ελαφρώς μεγαλούτσικοι, αλλά η αδερφή μου ήταν όμορφη και ο αδερφός μου έδειχνε μικρότερος από την ηλικία του. Η μητέρα μου κόντευε τα σαράντα. Ήξερε καλά τι θα της έκαναν. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και δύο άντρες την έριξαν κάτω. Ένας τρίτος στάθηκε πίσω τους στο κατώφλι, κοιτώντας το μισοσκόταδο του σπιτιού. Όταν τον βρήκε η βολή μου, τίναξε ψηλά το ένα του χέρι και έπεσε πίσω. Οι άλλοι Ινδιάνοι έγιναν καπνός, κι εγώ φώναξα στον αδερφό μου να κλείσει την πόρτα, μα εκείνος δεν σάλεψε. Έτρεξα να την κλείσω, αλλά ο νεκρός Ινδιάνος έφραζε το κατώφλι. Του άρπαξα τα πόδια, για να τον σύρω παραπέρα και να κλείσω την πόρτα, και τότε με κλότσησε στο σαγόνι. Όταν συνήλθα, είδα τις φυλλωσιές των δέντρων να σαλεύουν στο φεγγαρόφωτο και άκουσα δυνατούς, απανωτούς θορύβους. Ινδιάνοι στέκονταν δεξιά κι αριστερά από το κατώφλι, έγερναν εμπρός για να πυροβολήσουν και έπειτα έκαναν πίσω για να προφυλαχτούν. Άκουσα την αδερφή μου να λέει: Μάρτιν, νομίζω ότι λαβώθηκα. Ο αδερφός μου καθόταν ασάλευτος. Σκέφτηκα ότι θα είχε φάει κι αυτός σφαίρα. Οι Ινδιάνοι έκαναν διάλειμμα για να διαλυθεί ο καπνός, κι έτσι του άρπαξα το όπλο από το χέρι, έλεγξα τον κόκορα και το έστρεψα προς τους Ινδιάνους, αλλά με σταμάτησε η μητέρα μου. Τότε διπλώθηκα στα δυο. Αρχικά μου φάνηκε πως γκρεμίστηκε ολόκληρο το σπίτι, μα αιτία ήταν ένας άντρας. Τον άρπαξα από το σβέρκο, μα εκείνος συνέχισε να μου κοπανάει το κεφάλι στο πάτωμα. Έξαφνα βρέθηκα έξω, κάτω από τα δέντρα. Προσπάθησα να σταθώ στα πόδια μου, αλλά με κλότσησε, ξαναπροσπάθησα, με ξανακλότσησε. Πρώτα είδα το πόδι του, μετά το χώμα δίπλα του. Μετά είδα τη γάμπα του, καλυμμένη με δέρμα. Του δάγκωσα το πόδι, με κλότσησε τρίτη φορά και μου τράβηξε τα μαλλιά λες και θα μου τα ξερίζωνε. Περίμενα να με σφάξει.


46

Μόλις άνοιξα τα μάτια, είδα ένα μεγάλο κόκκινο πρόσωπο. Μύριζε κρεμμυδίλα, μύρισε σαν αποχωρητήριο, και με απείλησε με το μαχαίρι του: ή κάθομαι φρόνιμα ή με σφάζει. Ύστερα μου έδεσε τα χέρια με ένα σχοινί. Τον κοιτούσα να απομακρύνεται – πρώτη μου φορά έβλεπα τέτοιον Ινδιάνο. Οι αυτόχθονες που ζούσαν με τους λευκούς ήταν αδύνατοι, μικροκαμωμένοι και ταλαιπωρημένοι. Αυτός ήταν ψηλός, γεροδεμένος, με τετράγωνο κεφάλι και χοντρή μύτη· θύμιζε περισσότερο νέγρο παρά λιπόσαρκο πεινασμένο Ινδιάνο· και περπατούσε με το στήθος προτεταμένο, λες και θεωρούσε καθετί δικό μας δικαιωματικά δικό του. Έξω από την αυλόπορτα είδα είκοσι με τριάντα άλογα και άλλους τόσους Ινδιάνους πλάι στο φράχτη μας, να γελούν και να αστειεύονται. Πουθενά δεν είδα τη μητέρα ή την αδερφή μου. Οι Ινδιάνοι ήταν γυμνοί από τη μέση και πάνω, καλυμμένοι με μπογιά και σχέδια, λες και το έσκασαν από περιπλανώμενο τσίρκο· ένας είχε βάψει το πρόσωπό του σαν νεκροκεφαλή, ένας άλλος είχε το ίδιο ακριβώς σχέδιο στο στήθος. Κάποιοι Ινδιάνοι έψαχναν το σπίτι, άλλοι τους στάβλους ή τα τριγύρω κτίσματα, όμως οι περισσότεροι, ακουμπισμένοι στο φράχτη, παρακολουθούσαν τους φίλους τους που έκαναν τη δουλειά τους. Όλοι οι λευκοί που είχα δει να γυρίζουν από μάχη παρέμεναν νευρικοί για ώρες ολόκληρες, βημάτιζαν πάνω-κάτω και μιλούσαν τόσο ακατάπαυστα, που δεν τους καταλάβαινες, οι Ινδιάνοι όμως έδειχναν βαριεστημένοι και χασμουριόντουσαν λες και μόλις επέστρεψαν από έναν βραδινό περίπατο· όλοι εκτός από εκείνον που πυροβόλησα και που καθόταν έξω από το σπίτι. Είχε αίμα στο στήθος και από το στόμα έβγαζε αφρούς. Μπορεί να τινάχτηκε στο πλάι όταν εκπυρσοκρότησε το όπλο μου – λένε ότι οι αυτόχθονες έχουν αντανακλαστικά ελαφιού. Οι φίλοι του με είδαν που τον κοιτούσα και ένας απ’ αυτούς με πλησίασε και μου είπε τάιμπο νου γουκουπάτου ι και μετά μου έριξε μια κλοτσιά στο κεφάλι.


ΤΕΛΙΚΑ συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν στο κρεβάτι μου. Όνειρο έβλεπα. Ένιωσα ωραία, ώσπου ξύπνησα για τα καλά και άκουσα πολεμικές ιαχές και είδα ότι ήμουν ακόμα στην αυλή. Η μητέρα μου, γυμνή, σερνόταν μακριά από τους Ινδιάνους, έφτασε στη βεράντα και προσπαθούσε να φτάσει την πόρτα. Μέσα στο σπίτι κάποιος κοπανούσε το πιάνο· και κάτι εξείχε στην πλάτη της μητέρας μου που κατάλαβα ότι ήταν βέλος. Μάλλον οι Ινδιάνοι αποφάσισαν ότι δεν ήθελαν να μπει στο σπίτι, γιατί άρχισαν να της ρίχνουν κι άλλα βέλη. Εκείνη συνέχισε να σέρνεται. Τελικά κάποιος πήγε κοντά της, έβαλε το πόδι του στην ωμοπλάτη της και την πάτησε. Μάζεψε τα μακριά της μαλλιά σαν να ετοιμαζόταν να της τα λούσει, έπει-

47

Είδα στο όνειρό μου ότι οδηγήθηκα μπροστά σε έναν άντρα που θα με δίκαζε για τις αμαρτίες μου. Ήταν ο Άγιος Πέτρος, αλλά με τη μορφή του δασκάλου στο σχολείο μας στο Μπάστροπ, ο οποίος με αντιπαθούσε πιο πολύ απ’ όλους τους μαθητές, και κατάλαβα πως θα πήγαινα στην Κόλαση. Οι περισσότεροι Ινδιάνοι στέκονταν όρθιοι και κοιτούσαν χαμηλά. Ένα λευκό πόδι, λυγισμένο, σηκωμένο ψηλά, και από πάνω ο γυμνός πισινός ενός άντρα με δερμάτινα περικνήμια. Συνειδητοποίησα ότι ήταν η μητέρα μου· κι από τον τρόπο που κουνιόταν ο άντρας κι από το κουδούνισμα των κουδουνιών στα πόδια του, κατάλαβα τι της έκανε. Ύστερα από λίγο σηκώθηκε όρθιος και ξανάβαλε το περίζωμά του. Ένας άλλος πήρε κατευθείαν τη θέση του. Είχα μόλις σταθεί όρθιος όταν τα αφτιά μου άρχισαν να βουίζουν· έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου και πίστεψα ότι πεθαίνω. Λίγο αργότερα άκουσα πάλι θόρυβο. Είδα μια δεύτερη ομάδα Ινδιάνων λίγο παραπέρα στο φράχτη και άκουσα την αδερφή μου να κλαψουρίζει. Οι Ινδιάνοι τής έκαναν ό,τι είχαν κάνει και στη μητέρα μου.


48

τα τα τράβηξε δυνατά με το ένα του χέρι και έβγαλε το χασαπομάχαιρό του. Η μητέρα μου από την ώρα που ξύπνησα δεν είχε βγάλει άχνα, παρά τα καρφωμένα βέλη πάνω της, όμως τώρα άρχισε να ουρλιάζει, και είδα έναν άλλο Ινδιάνο να την πλησιάζει με το τσεκούρι του πατέρα μου. Μουρμούριζα, μούγκριζα, μα τότε πια μου κόπηκε η λαλιά. Δεν την κοίταξα τη μητέρα μου· και μπορεί κάτι να άκουσα, μπορεί και όχι. Αναζήτησα τον Μάρτιν και τη Λίζι. Εκεί που βρισκόταν η Λίζι διέκρινα κάτι λευκό, κι έπειτα κάτι ακόμα, και συνειδητοποίησα ότι ήταν εκείνη, σωριασμένη εκεί που την άφησαν. Αργότερα, όταν μας πήραν από εκεί, είδα ένα κορμί με στήθη κομμένα και βγαλμένα έντερα. Κατάλαβα ότι είναι η αδερφή μου, όμως ήταν σαν να μην είναι πια εκείνη. Με έσυραν μέχρι το φράχτη, πλάι στον αδερφό μου. Έκλαιγε, σώπαινε και ξανάκλαιγε. Εγώ στο μεταξύ ούτε άχνα. Σηκώθηκα για να δω τη μητέρα μου, ξαπλωμένη μπρούμυτα με βέλη καρφωμένα πάνω της. Οι Ινδιάνοι μπαινόβγαιναν στο σπίτι. Ο αδερφός μου καθόταν και κοιτούσε τριγύρω. Άρχισα να πνίγομαι και να ξερνάω. Μόλις συνήλθα, μου είπε: «Σε νόμιζα νεκρό. Σε κοιτούσα πολλή ώρα». Μου ήρθε σκοτοδίνη. «Νόμιζα ότι θα γυρνούσε σπίτι ο μπαμπάς, μα τώρα πια πιστεύω ότι θα είμαστε χιλιόμετρα μακριά προτού καταλάβει κανείς τι έγινε». Ένας νεαρός Ινδιάνος μάς είδε να μιλάμε και μας έκανε νόημα να πάψουμε, απειλώντας μας με το μαχαίρι του, μόλις έφυγε, όμως, ο Μάρτιν είπε: «Η Λίζι λαβώθηκε στο στομάχι». Ήξερα πού το πήγαινε· και σκέφτηκα ότι έμεινε άπρακτος όταν η μητέρα ξεμαντάλωσε την πόρτα, άπρακτος όταν προσπάθησα να τραβήξω τον Ινδιάνο από το κατώφλι μας, άπρακτος με το γεμάτο τουφέκι του ενώ οι Ινδιάνοι πυροβολούσαν το σπίτι μας. Μα το κεφάλι μου πονούσε πολύ, κι έτσι δεν άρθρωσα λέξη. Όλα θολά τα έβλεπα πάλι.


«Είδες τι έκαναν στην αδερφή μας και στη μαμά;» «Κάτι είδα». Οι Κομάντσι μπαινόβγαιναν στο σπίτι, παίρνοντας ό,τι ήθελαν και πετώντας τα υπόλοιπα σε ένα σωρό στην αυλή. Κάποιος διέλυε το πιάνο μας με ένα τσεκούρι. Ήλπιζα να μας σκοτώσουν οι Ινδιάνοι ή να λιποθυμήσω. Ο αδερφός μου είχε το βλέμμα καρφωμένο στην αδερφή μου. Οι Ινδιάνοι κουβαλούσαν έξω στοίβες βιβλία που σκέφτηκα ότι θα τα έκαιγαν, αλλά τους είδα να τα φορτώνουν στους σάκους τους. Θα χρησιμοποιούσαν αργότερα τις σελίδες για να παραγεμίσουν τις ασπίδες τους, που φτιάχνονταν από δύο κομμάτια βουβαλίσιου δέρματος. Όταν οι ασπίδες παραγεμίζονται με χαρτί, μπορούν να σταματήσουν σχεδόν την οποιαδήποτε σφαίρα. Έσυραν έξω τα στρώματα και τα έσκισαν. Τα πούπουλα τα πήρε ο αέρας και τα έστρωσε στην αυλή μας σαν χιόνι. Η μητέρα μου εκεί. Τα πούπουλα έπεφταν πάνω της. Είχαμε γεμίσει μυρμήγκια, μα ούτε που το προσέξαμε. Ο αδερφός μου εξακολουθούσε να έχει το βλέμμα καρφωμένο στην αδερφή μου. «Μην την κοιτάς άλλο». «Θέλω», είπε.

ξύπνησα, έκανε ζέστη. Ένας σωρός από όλα τα πράγματα που δεν ήθελαν οι Ινδιάνοι, κυρίως σπασμένα έπιπλα, είχε πάρει φωτιά. Ένας θάμνος με έγδερνε. Η φωτιά δυνάμωνε, μέσα απ’ τις σκιές είδα τα σκυλιά μας νεκρά και αναρωτήθηκα αν οι Ινδιάνοι σκόπευαν να ρίξουν κι εμάς στη φωτιά. Όλοι ήξεραν ότι συνήθιζαν να δένουν τους αιχμαλώτους τους πάνω σε τροχούς άμαξας και να τους βάζουν φωτιά. Ένιωθα ασήμαντος – σαν μολυβένιο στρατιωτάκι. Με ενδιέφερε η τύχη μου, αλλά δεν με ένοιαζε κιόλας. «Τρέμουν τα χέρια μου», είπα στον αδερφό μου. «Γιατί;» ρώτησε.

49

ΟΤΑΝ


50

«Πρέπει να είμαστε σε ετοιμότητα». Σώπασε. Κοιτούσαμε και οι δυο μας τη φωτιά. «Διψάς;» «Φυσικά και διψάω», είπε. Η φωτιά ολοένα δυνάμωνε, τα βρύα στα κλαδιά πάνω από τα κεφάλια μας φούντωσαν και άρχισε να βγαίνει καπνός από τον κορμό. Τα αποκαΐδια από τα καμένα υπάρχοντά μας καψάλιζαν το πρόσωπο και τα μαλλιά μας. Κοιτούσα τις σπίθες να χορεύουν. Όταν έστρεψα το βλέμμα στον αδερφό μου, τον είδα καλυμμένο με στάχτες –σαν νεκρός από καιρό– και θυμήθηκα τη μητέρα και την αδερφή μου, καθισμένες πλάι πλάι στο κρεβάτι. Οι Ινδιάνοι έφεραν όλα τα εργαλεία του πατέρα μου για να τα εξετάσουν στο φως της φωτιάς, και αποφάσισα να αποτυπώσω στη μνήμη μου τι ακριβώς έπαιρναν: πέταλα, σφυριά, καρφιά, τσέρκια, το σχοινοπρίονο, το πελέκι και το τσεκούρι, τον αποφλοιωτή των κορμών, το σκεπάρνι και το σκαρπέλο, γκέμια, σέλες και αναβολείς, διάφορες ιπποσκευές, καθώς και το τουφέκι του αδερφού μου, το Kentucky. Το δικό μου, το Jägerbüchse, το βρήκαν πολύ βαρύ και το διέλυσαν κοπανώντας το στον τοίχο του σπιτιού. Πήραν τα μαχαίρια μας, τις λίμες, τις σούβλες, τα τρυπάνια, τις σφαίρες, τα καλούπια για τις σφαίρες, τα βαρέλια με το μπαρούτι, τα καψούλια κια ένα σχοινί από τρίχα αλόγου που κρεμόταν στο διάδρομο. Οι τρεις αγελάδες μας άκουσαν τη φασαρία και πήγαν προς το σπίτι να βοσκήσουν. Οι Ινδιάνοι τούς έριξαν βέλη. Είχαν τα κέφια τους. Τράβηξαν φλεγόμενα κούτσουρα από τη φωτιά και τα μετέφεραν μέσα στο σπίτι. Έδεσαν τους μπόγους τους, έλεγξαν τις ίγκλες, ετοιμάζονταν να φύγουν. Καπνός έβγαινε από πόρτες και παράθυρα, και τότε κάποιος μου έλυσε τα χέρια και με σήκωσε όρθιο. Πέταξαν τα ρούχα μας στη φωτιά, παρέα με όλα τα άλλα, και μας έβγαλαν ολόγυμνους από την αυλόπορτα, στο δρόμο


* Όρος που χρησιμοποιούσαν στην Άγρια Δύση για να χαρακτηρίζουν άγρια άλογα που κυρίως τα ίππευαν οι Ινδιάνοι. (Σ.τ.Μ.)

51

και στο χωράφι μας. Είχαν μαζί τους ένα μεγάλο κοπάδι άλογα, πόνι καγιούς* μαζί με πιο μεγαλόσωμα αμερικάνικα άλογα. Οι Ινδιάνοι μάς αγνοούσαν εντελώς και μιλούσαν μεταξύ τους, χμ, ουγκ, μουγκρητά, πλήρης απουσία γλώσσας, παρότι κάποιες λέξεις θύμιζαν ισπανικά και ιδίως μία, τάιμπο, μας την έλεγαν συχνά, τάιμπο το ένα και τάιμπο το άλλο. Ήμασταν ξυπόλυτοι, ήταν σκοτάδι, προσπαθούσα να μην πατήσω κανένα φραγκόσυκο και να μη με ποδοπατήσουν τα άλογα. Ένιωθα καλύτερα που τουλάχιστον κάτι γινόταν· και τότε είπα στον εαυτό μου ότι παραλογίζομαι. Μας σήκωσαν και έδεσαν τα πόδια μας στα καπούλια των ζώων, με τα χέρια μας δεμένα μπροστά. Πάλι καλά, γιατί καμιά φορά σε δένανε πάνω στο άλογο σαν σακί με αλεύρι. Το πόνι μου αντέδρασε· δεν του άρεσε η μυρωδιά μου. Τα υπόλοιπα άλογα προχώραγαν και ρουθούνιζαν, οι Ινδιάνοι πηγαινοέρχονταν στο χωράφι μας και ο αδερφός μου άρχισε να κλαίει, κι εγώ του θύμωσα που έκλαιγε μπροστά τους. Μα τότε άρχισα κι εγώ να κλαψουρίζω. Διασχίζαμε τον πιο μακρινό μας βοσκότοπο, τρεις μήνες τον καθαρίζαμε απ’ τα κούτσουρα. Περάσαμε από μια συστάδα καρυδιές που τις είχα διαλέξει για να τις κάνουμε σανίδες. Θυμήθηκα αυτούς που μας έδιωξαν από το Μπάστροπ, που έλεγαν τη μητέρα μου νέγρα και μας έσυραν στα δικαστήρια για να μας πάρουν τους τίτλους μας. Πρώτα θα σκότωνα όλους τους Ινδιάνους και μετά θα γύριζα πίσω και θα σκότωνα τους νέους εποίκους. Θα έκαιγα την πόλη συθέμελα. Αναρωτιόμουν πού να είναι ο πατέρας μου και ευχόμουν να έρθει· και μετά γέμισα τύψεις που το ευχήθηκα. Τα άλογα άρχισαν να καλπάζουν και το χορτάρι μαστίγωνε τα πόδια μας. Σχηματίσαμε σειρά, είδα τους Ινδιάνους να


χάνονται στο δάσος κι έπειτα χώθηκε στο σκοτάδι και το άλογό μου.

το Γκρέιπ Κρικ στο μοναδικό βατό σημείο, πήραμε ένα μονοπάτι μέσα από τους βάλτους που ούτε καν ήξερα την ύπαρξή του και βγήκαμε καλπάζοντας στους πρόποδες του όρους Σίνταρ. Τα ζώα μοιάζανε με λευκές κουκκίδες στην πλαγιά. Προχωρούσαμε στο ίσιωμα, με τους λόφους τριγύρω μας, μπαινοβγαίναμε στα δάση, στο σκοτάδι, στο φεγγαρόφωτο και ξανά στο σκοτάδι, οι Ινδιάνοι εμπιστεύονταν την όραση των αλόγων τους και άφηναν τα ζώα να μας οδηγούν. Κοίταξα τον αδερφό μου. Πίσω μου οι καβαλάρηδες πρόβαλλαν μέσα απ’ τα δέντρα σαν να πήγαζαν απ’ την ίδια τη σκοτεινιά. Παρά το σκοτάδι και το ανώμαλο έδαφος, το άλογό μου δεν γλίστραγε και πήγαινε γρήγορα. Πλησιάζαμε στους πρόποδες του όρους Πάκσαντλ. Στην τελευταία περιοχή που γνώριζα καλά. Μπορούσα κάλλιστα να στρίψω με το άλογο μέσα στο δάσος, μα δεν πίστευα ότι θα γλίτωνα, και ο αδερφός μου δεν είχε ελπίδα μόνος. Λίγο πιο πάνω στη λευκή πλαγιά είδα το κοπάδι των μάστανγκ που σκόπευα να πιάσω και να δαμάσω. Μας κοιτούσαν ασάλευτα να περνάμε. ΠΕΡΑΣΑΜΕ

ώρες μετά αλλάξαμε άλογα. Τα πόδια και ο πισινός μου είχαν ήδη πιαστεί, το πρόσωπο, το στήθος και τα χέρια μου ήταν μαστιγωμένα απ’ τα κλαδιά. Ο αδερφός μου βρισκόταν σε χειρότερη κατάσταση· ολόκληρο το κορμί του καλυμμένο με αίματα και χώματα. Ανεβήκαμε πάλι στα άλογα και ακολουθήσαμε τον ίδιο σκληρό ρυθμό. Αργότερα συναντήσαμε έναν ποταμό, μάλλον τον Λάνο. Μου φαινόταν απίστευτο που φτάσαμε μέχρι εκεί. «Είμαστε εκεί που νομίζω;» ρώτησε ο αδερφός μου.

52

ΔΥΟ


ΛΙΓΟ μετά το χάραμα σταματήσαμε για να αλλάξουμε άλογα για τρίτη φορά, αντί να τα καβαλικέψουμε, όμως, μείναμε στην όχθη ενός ποταμού. Βρισκόμασταν σε ένα βαθύ φαράγγι, μάλλον στον Κολοράντο ακόμα, αλλά μέχρι εκεί δεν είχε φτάσει ούτε καν ο στρατός. Ο ήλιος δεν είχε ανατείλει, μα το φως ήταν αρκετό, τα χρώματα τα διέκρινες, και οι Ινδιάνοι στέκονταν εκεί σαν να περίμεναν κάτι. Έπιναν νερό από το ποτάμι ή ξάπλωναν και τεντώνονταν, φόρτωναν και ξεφόρτωναν τις σέλες τους. Πρώτη φορά τούς έβλεπα στο φως. Κουβαλούσαν τόξα, φαρέτρες και ακόντια, κοντόκαννα μουσκέτα, τσεκούρια και χασαπομάχαιρα, στα πρόσωπά τους είχαν βαμμένα βέλη και ολόφωτους ήλιους και το δέρμα τους ήταν τελείως λείο, τα φρύδια και τα γένια τους περιποιημένα. Όλοι τους είχαν μαλλιά χτενισμένα όπως τα κάνουν οι Ολλανδέζες, δύο μακριές πλεξούδες δεξιά κι αριστερά, μόνο που οι πλεξούδες των Ινδιάνων ήταν στολισμένες με χάλκινες, ασημένιες και χρωματιστές χάντρες.

53

Έγνεψα. Περιμέναμε τα άλογα να περάσουν μέσα στο σκοτάδι. «Τη γαμήσαμε», είπε. «Έχουμε κάνει μιας μέρας δρόμο». Λίγο αργότερα φτάσαμε σε έναν άλλο ποταμό, μάλλον στον Κολοράντο, όπου και σταματήσαμε για να αλλάξουμε πάλι άλογα. Ο αδερφός μου είχε χεστεί πάνω του, το μύριζα. Όταν με σήκωσαν όρθιο, κάθισα οκλαδόν, με τα χέρια δεμένα εμπρός, τα σκατά φεύγανε σαν νερό και τα άλογα τριγύριζαν πέρα-δώθε. Τα πόδια μου ήταν πιασμένα και δυσκολευόμουν να κρατηθώ σ’ αυτή τη στάση. Κάποιος με κλότσησε, αλλά δεν ήθελα να συνεχίσω το ταξίδι μου χεσμένος, κι έτσι τέλειωσα το χέσιμο και με σήκωσαν όρθιο απ’ τα μαλλιά. Η σάρκα μου, από τη μέση και κάτω, όλη γδαρμένη. Με ανέβασαν σε ένα άλλο πόνι. Οι Κομάντσι δεν εμπιστεύονταν τα άλογα των λευκών.


54

«Ξέρω τι σκέφτεσαι», είπε ο αδερφός μου. «Με αδερφούλες μοιάζουνε», είπα, κι ας μην το πίστευα. «Μάλλον με θεατρίνους στη σκηνή μοιάζουνε», είπε και πρόσθεσε: «Πρόσεχε μην μπλέξουμε χειρότερα». Τότε ένας γεροδεμένος πολεμιστής μάς πλησίασε και μας χώρισε με το ακόντιό του. Πάνω στην πλάτη του είδα ένα αποτύπωμα από ξεραμένο αίμα και μια σκούρα μακριά κηλίδα στους μηρούς του. Τα κομμάτια από δέρμα που είχε κρεμασμένα στη μέση του αποδείχτηκε πως ήταν σκαλπ. Έστρεψα το βλέμμα στο ποτάμι. Μπροστά μας είχαμε ένα ύψωμα και πίσω μας τους Ινδιάνους, να κατευθύνουν τα άλογα στο χορτάρι της όχθης. Κάτι κουβέντιασαν κι έπειτα οι περισσότεροι Κομάντσι συνέχισαν πεζοί προς το ύψωμα. Ένας από αυτούς οδηγούσε ένα άλογο και πάνω του δεμένο ήταν το σώμα του άντρα που είχα πυροβολήσει. Δεν ήξερα ότι πέθανε τελικά· και έξαφνα με έλουσε κρύος ιδρώτας. Ο αδερφός μου άρχισε να πλατσουρίζει στο νερό. Οι δύο Ινδιάνοι που μας φύλαγαν σήκωσαν τα τόξα, μα μόλις άνοιξα τα μάτια είδα τον αδερφό μου σώο ακόμα, να πλατσουρίζει όρθιος – πασαλειμμένος με τις ακαθαρσίες του. Οι Ινδιάνοι τον κοιτούσαν, ζαρωμένο, χλωμό, τρεμάμενο, καμπούρη απ’ το πολύ διάβασμα. Μόλις καθαρίστηκε, ήρθε και κάθισε δίπλα μου. «Ελπίζω το σκούπισμα του κώλου σου να άξιζε το ρίσκο που πήρες», είπα. Μου χτύπησε απαλά το πόδι. «Θέλω να σου πω τι ακριβώς έγινε χτες βράδυ, πρέπει να ξέρεις». Εγώ δεν ήθελα να ξέρω περισσότερα απ’ όσα ήδη ήξερα, όμως δεν μπόρεσα να του το πω κι έτσι σώπασα. «Η μαμά δεν θα γλίτωνε, αλλά τη Λίζι δεν νομίζω ότι ήθελαν να τη σκοτώσουν. Όταν είδαν ότι ήταν πληγωμένη, της έβγαλαν την μπλούζα και φρόντισαν την πληγή της, άναψαν μάλιστα κι ένα δαδί για να την εξετάσει ένας γέρος Ινδιάνος


55

και να πει τη γνώμη του. Μάλλον έκριναν ότι η κατάστασή της ήταν σοβαρή, γιατί κουβέντιασαν για λίγο όλοι τους κι έπειτα ξανάρθαν, της έβγαλαν τα υπόλοιπα ρούχα και τη βίασαν». Κοίταξε προς τ’ ανάντη, τους Ινδιάνους που ανηφόριζαν στο φαράγγι. «Λίζι, Λίζι, Λίζι». «Είναι σε έναν καλύτερο τόπο τώρα». Ανασήκωσε τους ώμους. «Πουθενά δεν είναι». «Έχουμε ακόμα τον μπαμπά», είπα. Ρουθούνισε. «Ο μπαμπάς μόλις το μάθει μάλλον θα τρέξει κατευθείαν σε εκείνη τη γυναίκα που έχει σπιτωμένη στο Όστιν». «Τέτοια λόγια δεν τα περίμενα. Ούτε καν από σένα». «Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά, Ίλαϊ. Να το ξέρεις». Οι Ινδιάνοι μάς κοίταξαν. Εγώ ήθελα να διακόψουν την κουβέντα μας, μα εκείνους δεν τους ένοιαζε πια. «Η μαμά ήξερε ότι εσένα μπορούσε να σε σώσει», είπε. Ανασήκωσε τους ώμους. «Τη Λίζι και μένα... δεν ξέρω. Αλλά εσύ είσαι άλλη ιστορία». Έκανα πως δεν κατάλαβα και κοίταξα τριγύρω. Το φαράγγι υψωνόταν αρκετές εκατοντάδες μέτρα και μέσα από τις σχισμές των βράχων φύτρωναν αγριόχορτα και θάμνοι. Από κάπου προεξείχε ένας ροζιασμένος, γέρικος κέδρος. Θύμιζε μπουρί σόμπας και στην κορυφή του δέσποζε μια αετοφωλιά. Στ’ ανάντη είδα πανύψηλα κυπαρίσσια με τις ρίζες τους να εξέχουν απ’ τη γη. Πεντακοσίων ετών και βάλε. Όταν ο ήλιος χτύπησε τις κορυφές του φαραγγιού, ακούστηκαν ουρλιαχτά και ιαχές. Μια πιστολιά αντήχησε και άρχισαν να μαζεύονται στο ποτάμι οι πενθούντες, που μόλις μας έφτασαν μας πέταξαν κάτω και άρχισαν να μας κλοτσάνε ώσπου ο αδερφός μου χέστηκε επάνω του. «Δεν μπορώ να κρατηθώ», είπε.


56

«Μην ανησυχείς». «Ανησυχώ», απάντησε. Ορισμένοι Ινδιάνοι, αρκετοί μάλιστα, πίστευαν ότι έπρεπε να μας πάνε στο σημείο ταφής και να μας σκοτώσουν επιτόπου μαζί με το άλογο του νεκρού, όμως ο αρχηγός των πολεμιστών, εκείνος που με είχε σύρει έξω από το σπίτι μου, δεν συμφωνούσε. Ναμπιτούκου τεκγουανιγουάπι Τοσάγουεϊ, έλεγαν. Ο αδερφός μου κάτι καταλάβαινε από τη γλώσσα τον Κομάντσι. Τοσάγουεϊ ήταν το όνομα του αρχηγού. Ακούστηκαν κατηγορίες, προτάσεις και αντιπροτάσεις, αλλά ο Τοσάγουεϊ δεν ενέδιδε. Με είδε που τον κοιτούσα, μα δεν μου έδωσε καμία σημασία, ούτε σκύλος να ήμουν. Ο αδερφός μου πήρε ύφος περισπούδαστο κι εγώ άρχισα να ανησυχώ. «Ξέρεις», είπε, «τόση ώρα ήλπιζα πως όταν θα έβγαινε ο ήλιος θα μας έβλεπαν και θα καταλάβαιναν ότι έκαναν ένα τρομερό λάθος, ότι είμαστε άνθρωποι σαν κι αυτούς, ή έστω ότι είμαστε απλώς άνθρωποι, όμως τώρα ελπίζω το ακριβώς αντίθετο». Δεν του απάντησα. «Δηλαδή η ίδια ακριβώς συγγένεια που ήλπιζα πως θα μας σώσει ίσως γίνει αιτία να μας σκοτώσουν. Διότι, φυσικά, είμαστε ολότελα ανίσχυροι απέναντι στη μοίρα μας, αλλά τελικά το ίδιο είναι και εκείνοι, κι ίσως γι’ αυτό θα μας σκοτώσουν. Για να διαγράψουν, έστω προσωρινά, τα ίδια τους τα είδωλα». «Σταμάτα», είπα. «Σταμάτα να μιλάς». «Δεν τους νοιάζει», είπε. «Δεν τους νοιάζει τι λέμε». Ήξερα ότι έχει δίκιο, όμως την ίδια στιγμή η διαφωνία των Ινδιάνων πήρε τέλος και εκείνοι που ήθελαν να μας σκοτώσουν μας πλησίασαν και άρχισαν να μας ποδοπατούν και να μας κλοτσούν. Όταν τέλειωσαν, είδα τον αδερφό μου σωριασμένο στα νερά ανάμεσα στις πέτρες, με το κεφάλι γυρισμένο στο πλάι, να


ΣΥΝΕΧΙΣΑΜΕ την πορεία μας με γρήγορο ρυθμό· κι αν οι Ινδιάνοι είχαν κουραστεί, δεν το έδειχναν. Σε επιφυλακή όλοι τους, μα χωρίς ίχνος νευρικότητας. Πού και πού έριχνα μια ματιά στο κοπάδι των αλόγων που μας ακολουθούσε στο φαράγγι. Ο αδερφός μου δεν σταματούσε να μιλάει. «Κοιτούσα, ξέρεις, τη μητέρα και τη Λίζι», είπε. «Ανέκαθεν αναρωτιόμουν πού ακριβώς βρίσκεται η ψυχή –κοντά στην καρδιά ή ανάμεσα στα κόκαλα;–, ανέκαθεν πίστευα πως έπρε-

57

κοιτάει τον ουρανό. Ένιωσα αίμα να μου ανεβαίνει στο στόμα και ξέρασα στο ποτάμι. Τριγύρω μου βράχια. Αποφάσισα πως δεν με πείραζε να μας σκοτώσουν, αρκεί να μας σκότωναν και τους δύο μαζί. Πρόσεξα ένα λύκο να με παρακολουθεί από ένα ύψωμα, ανοιγόκλεισα τα μάτια και εξαφανίστηκε. Θυμήθηκα εκείνο τον λευκό που πυροβόλησα, σκέφτηκα ότι ήταν γρουσουζιά, κι έπειτα σκέφτηκα τη μητέρα και την αδερφή μου και αναρωτήθηκα αν τις είχαν βρει τα ζώα. Άρχισα να κλαψουρίζω και έφαγα μία στο κεφάλι. Ο Μάρτιν έμοιαζε σαν να έχει χάσει δέκα κιλά. Τα γόνατα, οι αγκώνες και το πιγούνι του αιμορραγούσαν· και ήταν γεμάτος χώματα και άμμο. Οι Ινδιάνοι σέλωναν τα ξεκούραστα άλογα. Πεινούσα· και προτού με ανεβάσουν πάνω στο άλογο ρούφηξα νερό από το ποτάμι ώσπου γέμισε το στομάχι μου. «Πρέπει να πιεις κι εσύ», του είπα. Κούνησε το κεφάλι. Έμεινε εκεί, με τα χέρια να καλύπτουν τα απόκρυφά του. Οι Ινδιάνοι μάς σήκωσαν με το ζόρι. «Την επόμενη φορά», του είπα. «Τι ωραία, σκεφτόμουν, να μη χρειαστεί να ξανασηκωθώ ποτέ. Έπειτα συνειδητοποίησα ότι δεν με έχουν σκοτώσει ακόμα. Κρίμα». «Δεν θα κέρδιζες τίποτα». Ανασήκωσε τους ώμους.


πε να κοπεί κρέας για να βρεθεί. Όμως κόπηκε πολύ κρέας και δεν βρέθηκε τίποτα. Θα την έβλεπα σίγουρα». Τον αγνόησα. Λίγο αργότερα είπε: «Μπορείς να φανταστείς έναν λευκό – ή και χίλιους λευκούς– να διασχίζει με τέτοια άνεση ινδιάνικα εδάφη;» «Όχι». «Παράξενο, όλοι τούς λένε βάρβαρους και κόκκινους διαβόλους, αλλά τώρα που τους είδαμε είναι ακριβώς το αντίθετο, νομίζω. Φέρονται όπως θα ’πρεπε να φέρονται οι θεοί. Ή μάλλον οι ήρωες ή οι ημίθεοι, γιατί, όπως άλλωστε μας απέδειξες, με το ανάλογο τίμημα βέβαια, οι Ινδιάνοι είναι σίγουρα θνητοί». «Σταμάτα, σε παρακαλώ». «Αρχίζεις μάλιστα να αμφιβάλλεις και για το ζήτημα των νέγρων, έτσι δεν είναι;»

βγήκαμε από το φαράγγι. Προχωρούσαμε σε ένα κυματιστό λιβάδι με αστράκια, πρίμουλες, βερονίκες και παπαρούνες. Κάτι πέρδικες χώθηκαν τρέχοντας σε μερικούς θάμνους. Το λιβάδι έμοιαζε απέραντο. Αντιλόπες, ελάφια και μερικά βουβάλια πέρα μακριά. Οι Ινδιάνοι έκοψαν ρυθμό για να ελέγξουν την περιοχή κι έπειτα συνεχίσαμε. Τίποτα δεν μας προστάτευε από τον ήλιο και το απόγευμα μύριζα πια την καμένη μου σάρκα και μισοκοιμόμουν διαρκώς. Συνεχίσαμε μέσα από ψηλά χορτάρια, περάσαμε ασβεστολιθικά πετρώματα, βρεθήκαμε για λίγο στη σκιά, κοντά σε ρυάκια –χωρίς να σταματάμε για να πιούμε νερό–, και πάλι κάτω από τον ήλιο. Ξαφνικά οι Κομάντσι σταμάτησαν και, αφού κουβέντιασαν για λίγο, οδήγησαν τον αδερφό μου και μένα πίσω, σε ένα ρυάκι που μόλις είχαμε περάσει. Μας κατέβασαν απότομα α-

58

ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ


59

πό τα άλογα, μας έδεσαν πλάτη με πλάτη και μας έβαλαν στη σκιά. Άφησαν έναν έφηβο να μας φυλάει. «Λες να έρχονται ρέιντζερ;» «Πάντως ετούτος δεν μου φαίνεται να ανησυχεί και πολύ», είπε ο αδερφός μου. Κοιτούσαμε προς αντίθετες κατευθύνσεις – ένιωθα περίεργα που δεν έβλεπα το πρόσωπό του. «Ίσως να έρχεται ο μπαμπάς με τους άλλους». «Θα είναι μακριά μας, νομίζω», είπε. Ύστερα από λίγο σκέφτηκα πως έχει δίκιο. Φώναξα τον νεαρό Ινδιάνο. Οι όχθες του ποταμού κολυμπούσαν στα σταφύλια. Κούνησε το κεφάλι. Ίστα άιτου. Έπειτα πρόσθεσε: Ίτσα κέτα κουασούπου. Και για να σιγουρευτεί ότι κατάλαβα, είπε στα ισπανικά: No en sazón. «Λέει ότι δεν είναι γινωμένα». «Το ξέρω». Ήθελα, ούτως ή άλλως, να τα φάω – πεινούσα τόσο πολύ, που δεν με ένοιαζε. Ο Ινδιάνος έκοψε ένα τσαμπί και το άφησε να πέσει στα πόδια μου. Έπειτα ξέπλυνε τα χέρια του στο ποτάμι. Τα σταφύλια ήταν τόσο πικρά, που παραλίγο να ξεράσω. Πίστευα πως θα μου ρίξουν τον πυρετό. Με έπιασε φαγούρα στα χείλη. «Καλά είναι», είπα. «Για καμιά άλλη δουλειά ίσως, όχι για φάγωμα». «Πρέπει να φας». «Δεν σε καταλαβαίνω», μου είπε. Έφαγα κι άλλα σταφύλια. Ένιωθα σαν να κατάπινα βραστό νερό. «Σύρσου προς το ρυάκι και σκύψε», του είπα και το κάναμε. Ο αδερφός μου βύθισε το κεφάλι στο νερό, ηλιοκαμένος κι αυτός σαν και μένα, μα καταλάβαινα ότι δεν έπινε. Μου ήρθε να σταματήσω, αλλά συνέχισα. Ο νεαρός Ινδιάνος στεκόταν


60

σε ένα βράχο και παρακολουθούσε. Σηκωθήκαμε. Ο πυρετός μου έπεσε και μπόρεσα να τεντώσω λίγο τα πόδια μου. «Πώς σε λένε;» ρώτησα τον φύλακά μας. «¿Cómo te llamas?» Έκανε ώρα να απαντήσει. Έπειτα είπε: «Νουουκάρου». Κοίταξε τριγύρω νευρικά κι έπειτα απομακρύνθηκε λες και είχε προδώσει κάποιο μυστικό, και τον ξανάδα πάλι στ’ ανάντη, ξαπλωμένο μπρούμυτα, να πίνει νερό. Πρώτη φορά έβλεπα έναν από τους Ινδιάνους να τρώει ή να πίνει. Μόλις σηκώθηκε, έφτιαξε τις πλεξούδες του και έλεγξε την μπογιά στο στήθος του. «Αναρωτιέμαι αν είναι γυναικωτοί», είπε ο αδερφός μου. «Πολύ αμφιβάλλω». «Οι Σπαρτιάτες ήταν, ξέρεις». «Ποιοι είναι οι Σπαρτιάτες;» τον ρώτησα. Κάτι πήγαινε να πει, όταν ακούσαμε πιστολιές από μακριά· πρώτα ανταλλαγή πυρών και έπειτα τον αργό κρότο ενός μόνο επαναληπτικού πιστολιού. Ακολούθησε ησυχία και ήξερα ότι οι Ινδιάνοι έριχναν βέλη. Αναρωτιόμουν ποιον εγκατέλειψε η τύχη του. Τότε ήρθε τρέχοντας από τα βράχια ένας άλλος νεαρός Ινδιάνος, μας έδεσαν πάλι στα άλογα και μας οδήγησαν μακριά από την όχθη. Ο πυρετός μου είχε πέσει και δεν με πείραζε πια ο ήλιος. Αφού περάσαμε ένα πετρώδες πλάτωμα, κατηφορίσαμε σε ένα λιβάδι γεμάτο παπαρούνες και καπουτσίνους. Ένας χωματόδρομος από κοκκινόχωμα διέσχιζε το λιβάδι και έκανε ωραία αντίθεση με τον γαλανό ουρανό, τα λιγοστά λευκά σύννεφα και τα αγριολούλουδα τριγύρω. Οι Ινδιάνοι διέγραφαν κύκλους γύρω από δύο άμαξες που τις έσερναν βόδια. Πέρα στο χορτάρι φαινόταν μια τρίτη άμαξα, αναποδογυρισμένη, και μερικά μουλάρια στέκονταν μπροστά της αποχαυνωμένα. Κάποιος ούρλιαζε. «Δεν θέλω να το δω αυτό», είπε ο Μάρτιν. Κάτι λευκό φάνηκε στην άκρη του δρόμου, ένα μικρό αγόρι με καπελάκι και κολλαριστό πουκάμισο. Είχε ένα βέλος


61

καρφωμένο στο μάτι του και πάνω από το κεφάλι του ένας μεγάλος τρυποκάρυδος πελεκούσε ένα κλαδί. Παραπέρα στο δρόμο αίμα έσταζε απ’ τις άμαξες λες και είχε χυθεί ολόκληρος κουβάς. Τέσσερις-πέντε Τεξανοί ήταν σωριασμένοι στο κοκκινόχωμα κι ένας άλλος, κουλουριασμένος σαν μωρό, στο πίσω μέρος της άμαξας. Στο χορτάρι, στους καπουτσίνους, δύο Ινδιάνοι κάτι έκαναν στον τελευταίο ζευγολάτη, που ούρλιαζε με διαπεραστική φωνή ενώ εκείνοι τον μιμούνταν. Με εξαίρεση τους δύο που ασχολούνταν μ’ αυτόν, οι υπόλοιποι δεν έχαναν τον καιρό τους. Ελευθέρωσαν τα μουλάρια, που όμως δεν σάλευαν, παρά στέκονταν με κεφάλια σκυφτά λες και είχαν φταίξει σε κάτι. Ένα πιτσιλωτό πόνι ψόφιο σε ένα χαντάκι, με το λαιμό γεμάτο αίματα· ο αφέντης του προσπαθούσε να του βγάλει τη σέλα. Ένα άλλο πόνι των Ινδιάνων, ένα όμορφο πυρόξανθο άλογο, έβγαζε ροδαλούς αφρούς από μια τρύπα στο στήθος του. Ο αφέντης του του έβγαλε τη σέλα, την κουβέρτα και το χαλινάρι και τα άφησε προσεκτικά στην άκρη. Μετά, ενώ αγκάλιαζε και φιλούσε το λαιμό του αλόγου, το πυροβόλησε πίσω απ’ τ’ αφτί. Έβγαλαν τα πάντα από τις άμαξες, μαζί με δύο ακόμα πτώματα που δεν τα είχαμε προσέξει. Έκανε ζέστη και το κοκκινόχωμα θρονιαζόταν στα λουλούδια. Άδειασαν τις τσέπες των νεκρών· όσοι είχαν ακόμα το σκαλπ τους το έχασαν. Ο τελευταίος ζευγολάτης είχε πια σωπάσει. Έβαλαν σε έναν από τους Ινδιάνους ένα κατάπλασμα, μια αλοιφή από αχλάδι που την κάλυψαν με ύφασμα. Οι περισσότερες από τις δερμάτινες ασπίδες τους είχαν φρέσκα σημάδια από σφαίρες κι ένας ψηλός πολεμιστής που στις φλέβες του κυλούσε αίμα Καρανκάουα καθάριζε τη λόγχη του στο χορτάρι. Άλλοι ψαχούλευαν το φορτίο της άμαξας, σακιά με αλεύρι κυρίως, που τα έσκιζαν και τα άδειαζαν στο δρόμο. Έριξαν μία με το τσεκούρι σε ένα βαρέλι ουίσκι και τα μικρότερα βαρέλια με το μπαρούτι τα έ-


62

δεσαν στα άλογα μαζί με κάτι κιβώτια που το βάρος τους μαρτυρούσε ότι περιείχαν μολύβι. Πήραν μαχαίρια και κουβέρτες, ταμπάκο, σφαίρες, δύο τσεκούρια και ένα πριόνι, κάτι υφάσματα, μερικά επαναληπτικά πιστόλια. Έλεγξαν τα υπόλοιπα όπλα και όσα ήταν ακόμα εντάξει τα πήραν. Ακολούθησε μια σύντομη αντιπαράθεση για ένα σκαλπ. Βρήκαν δύο δαμασκηνόπιτες και τις έκοψαν με τα ματωμένα μαχαίρια τους. Οι νεότεροι Κομάντσι έψαχναν στο χορτάρι για βέλη, τα μουλάρια τα ένωσαν με τα άλογα, έκαναν μερικούς γύρους στα γρήγορα για να βεβαιωθούν πως τίποτα και κανείς δεν τους ξέφυγε, βρήκαν ένα ωραίο ύφασμα, έπειτα γέμισαν όλα τα όπλα και τις φαρέτρες, ανασκουμπώθηκαν, ξέπλυναν τα στόματά τους. Τα βόδια άφησαν ένα ύστατο μουγκρητό διαμαρτυρίας καθώς κάποιος τους έκοβε το λαιμό· το αίμα στο δρόμο είχε πια μαυρίσει και τα πτώματα είχαν καλυφθεί από χώμα. Σαν να βρίσκονταν ανέκαθεν εκεί. Οι Ινδιάνοι χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και άφησαν ίχνη που οδηγούσαν στον πολιτισμό, στην αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν όπου πηγαίναμε. Όλοι ήταν καλοδιάθετοι. Ένας από τους πολεμιστές με πλησίασε και μου κόλλησε στο κεφάλι ένα φρεσκοκομμένο σκαλπ, με τα υγρά γκρίζα μαλλιά του να κρέμονται. Πάνω στο σκαλπ έβαλε το ματωμένο καπέλο ενός νεκρού· οι Ινδιάνοι το βρήκαν ξεκαρδιστικό αυτό. Συνεχίσαμε βορειοδυτικά, το χορτάρι ψηλό, πού και πού βλέπαμε συστάδες από βελανιδιές, ακακίες με λεπτεπίλεπτα φύλλα και ανθισμένες γιούκες με ολόλευκα λουλούδια. Ύστερα από μερικές ώρες ο πολεμιστής αποφάσισε ότι δεν ήθελε να λερώσει άλλο το τρόπαιό του, το έβγαλε από το κεφάλι μου, το έδεσε στη ζώνη του και πέταξε το καπέλο του νεκρού στους θάμνους. Το σκαλπ και το καπέλο με προστάτευαν από τον ήλιο, κι έτσι ζήτησα το καπέλο πίσω, αλλά συνεχίσαμε το δρόμο μας. Τότε μας συνάντησαν και οι άλλες δύο ομάδες.


63

Την επόμενη φορά που αλλάξαμε άλογα οι Ινδιάνοι μοιράστηκαν παστό κρέας που είχαν πάρει από τους ζευγολάτες. Πρόσφεραν και μερικές μπουκιές στον αδερφό μου και σε μένα. Έκανε ακόμα ζέστη, αλλά οι Ινδιάνοι δεν έπιναν νερό, κι όταν ένας απ’ αυτούς μου πρόσφερε ταμπάκο, διψούσα τόσο πολύ που δεν πήρα. Στον αδερφό μου δεν πρόσφεραν ταμπάκο. Στεκόταν με πόδια ορθάνοιχτα και όψη αξιοθρήνητη. Όταν επιτέλους έδυσε ο ήλιος, το στόμα μου είχε ξεραθεί τόσο πολύ, που νόμιζα ότι θα σκάσω. Είπα μέσα μου ότι έπρεπε να βρω ένα βότσαλο και να το πιπιλάω, και τότε θυμήθηκα την πηγή κοντά στο σπίτι μας, θυμήθηκα που καθόμουν εκεί και άφηνα το νερό να κυλάει πάνω μου, με το βλέμμα μου καρφωμένο στο ποτάμι. Άρχισα να νιώθω καλύτερα. Είχε σκοτεινιάσει και κάποια στιγμή σταματήσαμε μπροστά από κάτι λασπόνερα. Τα άλογα έμειναν πίσω και οι Ινδιάνοι άρχισαν να ξεριζώνουν το χορτάρι και να το στοιβάζουν στις λάσπες. Μετά ήπιαν από δύο γουλιές ο καθένας. Ο αδερφός μου κι εγώ πέσαμε με τα μούτρα και πίναμε μέχρι να σκάσουμε. Είχε γεύση βατραχιού και μύριζε λες και τσαλαβουτούσαν εκεί ζώα, μα δεν μας ένοιαζε. Όταν πια ο αδερφός μου ήπιε αρκετό, έβαλε τα κλάματα, και τότε οι Ινδιάνοι άρχισαν να τον κλοτσούν στην κοιλιά και να του βάζουν το μαχαίρι στο λαιμό. Γουιούπα νίτου, σιωπή. Νίπου άιτου, μη μιλάς. Κάτι σχεδίαζαν. Καβάλησαν τα άλογά τους, αλλά εμείς μείναμε πίσω, με το κοπάδι των αλόγων. «Πρέπει να έχουμε διανύσει γύρω στα εκατόν πενήντα χιλιόμετρα. Κοντεύουμε, νομίζω, να φτάσουμε στον ποταμό Σαν Σάμπα». «Λες να με αφήσουν να ξαναπιώ;» «Σίγουρα», απάντησα. Έχωσε τη μούρη του στα λασπόνερα. Ξαναπροσπάθησα κι εγώ, μα τώρα πια δεν άντεχα τη μυρωδιά. Ο αδερφός μου έπινε και ξανάπινε. Πλέον πονούσα και μόνο που καθόμουν στα


64

χώματα. Αναρωτήθηκα πόσο καιρό θα μου έπαιρνε μέχρι να μου περάσει· βδομάδες ίσως. Στριμωχτήκαμε πλάι πλάι, όπως μπορούσαμε. Μου ήρθε μια άσχημη μυρωδιά και κατάλαβα ότι ο αδερφός μου είχε χεστεί πάνω του. «Δεν μπορώ να το ελέγξω». «Δεν πειράζει». «Δεν έχει νόημα», είπε. «Το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να συνεχίζουμε την πορεία μας», του είπα. «Αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι και τόσο δύσκολο». «Και μετά; Τι θα γίνει όταν φτάσουμε εκεί που μας πάνε;» Σώπασα. «Εγώ δεν θέλω να μάθω», μου είπε. «Θυμήσου τον Τζον Τάνερ», του απάντησα, «τον Τσαρλς Τζόνστον, τα έχεις διαβάσει τα βιβλία τους».* «Εγώ δεν είμαι απ’ αυτούς που μπορούν να ζήσουν με φλοιούς δέντρων και φραγκοστάφυλα». «Θα γίνεις θρύλος», του είπα. «Θα σε επισκεφτώ στη Βοστόνη και θα πω στον φίλο σου τον Έμερσον ότι είσαι αληθινός άντρας και όχι γυναικωτός γραμματιζούμενος». Δεν μίλησε. «Προσπάθησε λίγο περισσότερο», του είπα. «Βάζεις σε κίνδυνο τη ζωή μας κάθε φορά που τους νευριάζεις». «Ό,τι μπορώ κάνω». «Δεν είναι αλήθεια αυτό». «Μπράβο σου που το κατάλαβες λοιπόν». Άρχισε πάλι να κλαίει. Κι έπειτα να ροχαλίζει. Είχα θυμώσει γιατί ήταν τεμπέλης, απλώς τεμπέλης. Ούτε τρώγαμε λιγότερο ούτε ταλαιπωρούμασταν περισσότερο από τους Ινδιά* Πρόκειται για τα αυτοβιογραφικά βιβλία που έγραψαν οι Τζον Τάνερ και Τσαρλς Τζόνστον, αφηγούμενοι το χρονικό της αιχμαλωσίας τους από τους Ινδιάνους. (Σ.τ.Μ.)


3 – Ο γιος

65

νους, είχαμε πιει και οι δυο μας πιο πολύ νερό από εκείνους. Και ποιος ξέρει πόσο καιρό ζούσαν ήδη έτσι; Υπήρχε μια λογική που ο αδερφός μου δεν την έβλεπε. Αφού τα κατάφερε ένας, τότε μπορείς να τα καταφέρεις κι εσύ: έτσι μας έλεγε ο πατέρας μας. Μας ξύπνησαν με μια σφαλιάρα. Είχε σκοτάδι ακόμα και μας έδεσαν στα άλογα, και τότε είδα ένα έντονο φως πέρα μακριά κι αμέσως κατάλαβα ότι είναι ένα φλεγόμενο υποστατικό. Δεν φανταζόμουν ότι ζούσαν λευκοί σ’ αυτά τα τόσο μακρινά μέρη, όμως η γη ήταν πλούσια και αντιλαμβανόμουν γιατί το ρίσκαραν. Μας πλησίασαν μερικοί πολεμιστές και διαισθάνθηκα ότι ευχαριστήθηκαν που οι μικρότεροι μας είχαν ήδη βάλει πάνω στα άλογα. Μέσα στο σκοτάδι είδαμε να φέρνουν καμιά δεκαριά άλογα στο κοπάδι. Και δύο νέους αιχμάλωτους που απ’ τα κλάματα καταλάβαμε ότι είναι γυναίκες κι απ’ τη γλώσσα καταλάβαμε ότι είναι Γερμανίδες – ή Ολλανδέζες, όπως τις λέγαμε τότε. Την αυγή είχαμε ήδη κάνει άλλα ογδόντα χιλιόμετρα και είχαμε αλλάξει άλογα δύο φορές. Οι Γερμανίδες έκλαιγαν όλη νύχτα. Μόλις φώτισε αρκετά, ανεβήκαμε σε ένα οροπέδιο, ακολουθώντας τη μια στροφή μετά την άλλη μέχρι να φτάσουμε στην κορυφή του. Το τοπίο εμπρός μας είχε ανοίξει· βλέπαμε υψίπεδα, βουνοκορφές, πεδιάδες. Οι Γερμανίδες γυμνές, όπως κι εμείς. Η μια στα δεκαεφτά με δεκαοχτώ, η άλλη λίγο μεγαλύτερη, τα θηλυκά τους θέλγητρα βρίσκονταν στο απόγειό τους, ήταν προφανές, κι ας ήταν γεμάτες αίματα και χώματα κι οι δυο. Όσο περισσότερο τις κοιτούσα, τόσο περισσότερο τις μισούσα, και ευχόμουν να τις ταπεινώσουν κι άλλο οι Ινδιάνοι κι εγώ να βλέπω. «Τις μισώ αυτές τις Ολλανδέζες, εύχομαι να τους ρίξουν ένα γερό γαμήσι οι Ινδιάνοι», είπε ο αδερφός μου. «Κι εγώ το ίδιο».


66

«Πάντως, καλά φαίνεσαι». «Είναι επειδή δεν πέφτω πια από το άλογο». Εκείνη τη νύχτα σταματήσαμε δύο φορές για να δέσουν τον αδερφό μου πιο σφιχτά στο άλογό του. «Παρακαλούσα να με ποδοπατήσει κανένα άλογο, αλλά πού τέτοια τύχη;» «Πολύ θα χαιρόταν η μαμά αν σε άκουγε». «Θα γίνεις τέλειος Ινδιάνος, Ίλαϊ. Λυπάμαι που δεν θα είμαι εκεί για να σε δω». Δεν μίλησα. «Ξέρεις, ο λόγος που δεν πυροβόλησα ήταν επειδή δεν ήθελα να κάνουν κακό στη μητέρα ή στη Λίζι». «Είχες κοκαλώσει». «Τη μητέρα θα τη σκότωναν σίγουρα, αλλά τη Λίζι θα την έπαιρναν μαζί μας. Λαβώθηκε, γι’ αυτό την...» «Πάψε», του είπα. «Εσύ δεν είδες τι της έκαναν». Τον κοίταξα. Ίδιος όπως πάντα, με τα μικρά του μάτια και τα λεπτά του χείλη, μα μου φαινόταν σαν κάποιος που είχα καιρό να δω. Λίγο αργότερα μου ζήτησε συγγνώμη. Οι Ινδιάνοι μοίρασαν πάλι μερικά κομμάτια από το παστό που πήραν από τους ζευγολάτες. Μία από τις Γερμανίδες με ρώτησε αν ξέρω πού μας πάνε. Έκανα ότι δεν την κατάλαβα. Δεν τόλμησε να μιλήσει στον Μάρτιν.

ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ μέρα ο ορίζοντας άνοιξε ακόμα περισσότερο. Βρισκόμασταν σε ένα φαράγγι με πλάτος δεκαπέντε χιλιόμετρα, δεξιά κι αριστερά μας ορθώνονταν κόκκινα βράχια με τριακόσια μέτρα ύψος. Έβλεπα λεύκες και κελτίδες, αλλά όχι πολλά άλλα δέντρα, και πρόσεξα τη μαβιά αιχμή μιας λόγχης στην άμμο, ολόιδια με εκείνη που είχα δει κοντά στο σπίτι μας.


67

Τα βράχια είχαν μορφή πετρωμένων πλασμάτων: ένα κεφαλόποδο μεγάλο σαν άμαξα, κέρατα και σκελετοί που ανήκαν σε ζώα πιο μεγάλα από καθετί ζωντανό σε τούτη τη γη. Ο Τοσάγουεϊ μου είπε στα ισπανικά πως το φθινόπωρο το φαράγγι θα είναι γεμάτο βουβάλια. Απολάμβανε το τοπίο. Από τους κέδρους και τις ακακίες κρέμονταν μακριές τούφες από κατάμαυρες τρίχες· σύχναζαν καιρό στην περιοχή τα βουβάλια. Οι Ινδιάνοι δεν έδειχναν σημάδια κούρασης ή ανάγκης για κανονικό φαγητό, όμως ο ρυθμός τους είχε επιβραδυνθεί. Μου έτρεχαν τα σάλια· θα μπορούσαμε κάλλιστα να πιάναμε άπειρα ψάρια στο πέρασμά μας: τα νερά ξεχείλιζαν από γατόψαρα, χέλια, κυπρίνους και ζαργάνες. Βαρέθηκα να μετράω ελάφια και αντιλόπες. Μια καφέ αρκούδα, πρώτη φορά έβλεπα τόσο μεγάλη, λιαζόταν σε ένα βράχο. Πηγές ξεχύνονταν απ’ τα βράχια και σχημάτιζαν λιμνούλες. Τη νύχτα εκείνη κατασκηνώσαμε κανονικά για πρώτη φορά και αποκοιμήθηκα πάνω στις πέτρες με τον αδερφό μου αγκαλιά. Κάποιος μας σκέπασε με μια προβιά βουβαλιού και, όταν σήκωσα το βλέμμα, είδα τον Τοσάγουεϊ να κάθεται δίπλα μου. Η μυρωδιά του μου ήταν οικεία πια. «Αύριο θα ανάψουμε φωτιά», είπε. Το επόμενο πρωί προσπεράσαμε κάτι αμμουδερά οροπέδια που στα βράχια τους είχαν χαραγμένες μορφές: σαμάνους, πολεμιστές, ακόντια, ασπίδες και σκηνές. «Θα μας χωρίσουν, ξέρεις», είπε ο Μάρτιν. Τον κοίταξα. «Αυτοί οι τύποι είναι από δύο διαφορετικές ομάδες». «Πού το ξέρεις;» ρώτησα. «Εσύ ανήκεις σε έναν Κοτσοτέκα», είπε. «Εγώ ανήκω σε έναν Γιαμπαρίκα». «Εγώ ανήκω στον Τοσάγουεϊ». «Έτσι τον λένε. Είναι της ομάδας των Κοτσοτέκα. Εγώ α-


68

νήκω στον Ούργουατ. Λένε ότι ο Ούργουατ έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά του, όμως ο δικός σου είναι κοντά στο σπίτι του». «Δεν τους ανήκουμε», είπα. «Δίκιο έχεις. Απορώ γιατί έχουν τέτοια εντύπωση!» Συνεχίσαμε το δρόμο μας. «Και οι Πενατέκα;» «Οι Πενατέκα μάλλον έχουν αρρωστήσει· ή έχουν πάθει κάτι ακόμα χειρότερο. Δεν ξέρω τι ακριβώς, πάντως κανείς απ’ αυτούς δεν είναι Πενατέκα».

ΤΗ ΝΥΧΤΑ εκείνη, παρά την υπόσχεση του Τοσάγουεϊ, κατασκηνώσαμε πάλι χωρίς φωτιά. Το πρωί βγήκαμε από το μεγάλο φαράγγι και φτάσαμε στο λιβάδι. Δεν είδαμε ούτε δέντρα ούτε μονοπάτια ούτε θάμνους που να δείχνουν ότι υπάρχει κάποιο ρυάκι· μονάχα χορτάρι και ουρανό. Το στομάχι μου ανακατευόταν και μόνο που κοιτούσα τριγύρω. Ήξερα πού βρισκόμασταν: στο Λάνο Εστακάντο. Σε έναν ξερότοπο. Έπειτα από μία ώρα δρόμο τίποτα δεν είχε αλλάξει, και ένιωσα πάλι ζάλη. Είτε δέκα εκατοστά διανύαμε είτε δέκα χιλιόμετρα, το ίδιο ήταν, και τελικά πίστεψα ότι άρχιζα να χάνω τα λογικά μου. Ο αδερφός μου αποκοιμήθηκε και έπεσε από το άλογο· οι Ινδιάνοι σταμάτησαν, τον έδειραν και τον έδεσαν πάλι πάνω. Κατασκηνώσαμε σε ένα ρέμα τόσο βαθύ και απόκρημνο, που για να το δεις έπρεπε να σταθείς ακριβώς από πάνω του. Ανάψαμε την πρώτη μας φωτιά – επειδή δεν υπήρχαν δέντρα να αντανακλούν το φως της, δεν φαινόταν από μακριά. Έριξαν στη φωτιά και δύο αντιλόπες, χωρίς καν να τις γδάρουν, και ο Τοσάγουεϊ μας έφερε μπόλικο αχνιστό μισοψημένο κρέας. Ο αδερφός μου δεν είχε δύναμη να φάει. Εγώ μασούσα το κρέας, το έκανα κομματάκια και τον τάιζα.


ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ πρωί δεν μπήκαν στον κόπο να μας δέσουν. Δεν είχαμε πού να πάμε. Ο αδερφός μου, παρότι έφαγε καλά και κοιμήθηκε έξι ώρες, δεν έδειχνε καλύτερα. Εν τω μεταξύ, οι Ινδιάνοι γελούσαν, μάζευαν κάππαρη, έκαναν κόλπα με τα άλογά τους, αστειεύονταν. Αποκοιμήθηκα και ξύπνησα στο χορτάρι. Σταματήσαμε και με έδεσαν πάλι, μου έριξαν μερικά χαστούκια, αλλά δεν με έδειραν. Ο Τοσάγουεϊ με πλησίασε, μου έδωσε να πιω μπόλικο νερό κι έπειτα μάσησε λίγο ταμπάκο και έτριψε με το ζουμί του τα μάτια μου. Ωστόσο πέρασα την υπόλοιπη μέρα δίχως να ξέρω αν είμαι ξυπνητός ή κοιμισμένος. Είχα την αίσθηση ότι κάπου μπροστά μας ήταν η άκρη της γης κι ότι, αν τη φτάναμε, θα αρχίζαμε να πέφτουμε και δεν θα σταματούσαμε ποτέ. Εκείνο το απόγευμα εντόπισαν και κυνήγησαν ένα μικρό κοπάδι από βουβάλια και, αφού κουβέντιασαν για λίγο, κατέβασαν τον αδερφό μου και μένα από τα άλογα και μας οδήγησαν δίπλα σε ένα από τα ζώα. Του είχαν ανοίξει την κοιλιά και του είχαν βγάλει τα σπλάχνα. Ο Τοσάγουεϊ έκανε μια τομή στο στομάχι και μου πρόσφερε μια χούφτα ξινισμένο γάλα, μα εγώ αρνήθηκα. Ένας άλλος Ινδιάνος έχωσε τη μούρη του αδερφού μου στο στομάχι του ζώου, όμως εκείνος έκλεισε τα

69

Έπειτα βγήκα από το ρέμα για να ρίξω μια ματιά. Τα άστρα σχεδόν άγγιζαν τη γη γύρω μας και οι Κομάντσι είχαν το νου τους μήπως δουν άλλες φωτιές. Με αγνόησαν. Γύρισα πίσω στη θέση μας. Για περίπου μία ώρα ακούγαμε ένα πούμα να βρυχάται, ενώ από τη μια άκρη της πεδιάδας ως την άλλη αντηχούσαν ουρλιαχτά λύκων. Ο αδερφός μου άρχισε να φωνάζει μέσα στον ύπνο του· τον ταρακούνησα και σταμάτησε. Ό,τι όνειρο και να έβλεπε, αποκλείεται να ήταν χειρότερο απ’ την πραγματικότητα.


70

μάτια και το στόμα του. Έκαναν και σε μένα το ίδιο. Προσπάθησα να καταπιώ το γάλα, αλλά ξέρασα. Αυτό επαναλήφθηκε δυο-τρεις φορές, με τον αδερφό μου να μην καταπίνει τίποτα και εμένα να προσπαθώ μα να ξερνάω, ώσπου οι Ινδιάνοι τα παράτησαν και μάζεψαν όλο το γάλα για να το πιουν αυτοί. Μόλις άδειασε το στομάχι, έκοψαν το συκώτι. Ο αδερφός μου αρνήθηκε να το αγγίξει, και τότε πρόσεξα πώς τον κοίταξαν και πιέστηκα για να μην κάνω εμετό. Το αίμα μού κάθισε στο λαιμό. Πάντοτε πίστευα ότι το αίμα έχει γεύση μετάλλου, μα αυτό ισχύει μόνο αν πιεις μικρή ποσότητα. Στην πραγματικότητα, έχει γεύση μόσχου και αλατιού. Έφαγα κι άλλο συκώτι και οι Ινδιάνοι το χάρηκαν, και συνέχισα να τρώω ώσπου με σταμάτησαν με μια σφαλιάρα και έφαγαν εκείνοι το υπόλοιπο, χρησιμοποιώντας τη χοληδόχο κύστη για σάλτσα. Όταν πια φαγώθηκαν τα όργανά του, το βουβαλάκι γδάρθηκε και ένα κομμάτι κρέας υψώθηκε κόντρα στον ήλιο σαν προσφορά, ενώ το υπόλοιπο μοιράστηκε σε όλους, δύο κιλά περίπου το κάθε κομμάτι. Οι Ινδιάνοι έφαγαν τις μερίδες τους μέσα σε λίγα λεπτά – επειδή φοβόμουν μη φάνε και τη δική μου, έφαγα κι εγώ γρήγορα. Πρώτη φορά έπειτα από μία εβδομάδα περίπου είχα την κοιλιά μου γεμάτη και ένιωσα κουρασμένος και γαληνεμένος, μα ο αδερφός μου απλώς καθόταν εκεί, ηλιοκαμένος, βρόμικος και λουσμένος στα ξερατά του. «Πρέπει να φας». Χαμογελούσε. «Ποτέ δεν φανταζόμουν, ξέρεις, ότι υπάρχουν τέτοια μέρη. Τα ίχνη μας σίγουρα θα χαθούν με το πρώτο αεράκι». «Θα σε σκοτώσουν αν δεν φας». «Ούτως ή άλλως θα με σκοτώσουν, Ίλαϊ». «Φάε», είπα. «Ο μπαμπάς έτρωγε συνέχεια ωμό κρέας». «Ξέρω πολύ καλά ότι, ως ρέιντζερ, ο μπαμπάς έκανε τα πά-


71

ντα. Αλλά εγώ είμαι εγώ και όχι εκείνος. Λυπάμαι», είπε. Και μου έπιασε απαλά το πόδι. «Σκέφτηκα ένα καινούργιο ποίημα για τη Λίζι. Θέλεις να το ακούσεις;» «Ναι». «“Το παρθενικό σου αίμα χυμένο από βαρβάρους, μα εσύ άθικτη είσαι πάλι στα ουράνια”. Σκατά ποίημα είναι, βέβαια. Αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες είναι ό,τι καλύτερο μπορώ να κάνω». Οι Ινδιάνοι μάς κοιτούσαν. Ο Τοσάγουεϊ έφερε άλλο ένα κομμάτι κρέας και μου έδωσε να καταλάβω ότι έπρεπε να το δώσω στον αδερφό μου. Ο αδερφός μου το έσπρωξε μακριά. «Ήμουν βέβαιος ότι θα πήγαινα στο Χάρβαρντ», είπε. «Και μετά στη Ρώμη. Νοερά έχω πάει, ξέρεις, γιατί όταν διαβάζω, βλέπω κυριολεκτικά πράγματα. Τα βλέπω πραγματικά μπροστά μου. Το ξέρεις;» Φάνηκε πιο ευδιάθετος. «Ούτε καν αυτοί εδώ δεν μπορούν να μου το χαλάσουν». Κούνησε το κεφάλι. «Έχω γράψει περίπου δέκα γράμματα στον Έμερσον, αλλά δεν τα έχω στείλει. Ωστόσο νομίζω πως θα τα έπαιρνε στα σοβαρά». Ό,τι γράμματα κι αν είχε γράψει, είχαν καεί στη φωτιά, μα δεν του το είπα. Του είπα πως έπρεπε να φάει. «Δεν πρόκειται να με κάνουν εμένα Ινδιάνο, σαν τα μούτρα τους τα γαμημένα και τα βρομιάρικα, Ίλαϊ. Καλύτερα νεκρός». Μάλλον κατσούφιασα, γιατί έσπευσε να πει: «Δεν έφταιγες εσύ. Λέω συνέχεια μέσα μου πως εξαρχής δεν έπρεπε να ζούμε εκεί που ζούσαμε, μα μετά λέω... τι άλλο να έκανε ένας άνθρωπος σαν τον μπαμπά; Πρακτικά, δεν είχε άλλη επιλογή. Ήταν γραφτό». «Θα σου ετοιμάσω λίγο φαγητό». Με αγνόησε. Κοιτούσε κάτι στο έδαφος και άπλωσε το χέρι και έκοψε μια γαϊλάρδια – το σημείο όπου καθόμασταν ήταν γεμάτο τέτοια λουλούδια. Τη σήκωσε ψηλά για να τη δουν οι Ινδιάνοι.


72

«Ιδού η “ινδιάνικη κουβέρτα”», είπε, «ή αλλιώς η “ινδιάνικη λάμψη”».* Τον αγνόησαν. Συνέχισε με πιο βροντερή φωνή. «Αξίζει να τονίσουμε ότι κάποια μικρά, κατσιασμένα ή άχρηστα φυτά –όπως η μεξικανική δαμασκηνιά, η μεξικανική καρυδιά ή η μεξικανική μηλιά– πήραν το όνομα των Μεξικάνων, που αναμφίβολα θα επιβιώσουν για αιώνες ολόκληρους, ενώ τα πολύχρωμα ή όμορφα φυτά συχνά παίρνουν το όνομα των Ινδιάνων, μιας και σύντομα θα εξαφανιστούν από προσώπου γης». Τους κοίταξε. «Σπουδαία φιλοφρόνηση για τη φυλή σας. Θα προτιμούσα, βέβαια, να ερχόταν μια ώρα αρχύτερα η εξαφάνισή σας». Κανείς δεν του έδινε σημασία. «Η μοίρα ενός ανθρώπου σαν εμένα είναι να παρερμηνεύεται. Το έχει πει ο Γκαίτε, αν σε ενδιαφέρει». Ο Τοσάγουεϊ προσπάθησε μερικές ακόμα φορές να του δώσει κρέας, αλλά ο αδερφός μου ούτε που το άγγιζε. Μέσα σε μισή ώρα δεν απέμεινε τίποτα πέρα από τα κόκαλα και το τομάρι. Τα τομάρια τα τύλιξαν και τα φόρτωσαν σε ένα άλογο κι έπειτα άρχισαν να καβαλικεύουν τα άλογά τους. Τότε ο αδερφός μου κάρφωσε το βλέμμα σε κάποιον πίσω μου. «Μην προσπαθήσεις να βοηθήσεις». Ο Τοσάγουεϊ με ακινητοποίησε στο χορτάρι. Εκείνος και ένας άλλος Ινδιάνος κάθισαν πάνω μου και μου έδεσαν καρπούς και αστραγάλους τόσο γρήγορα όσο θα έδενε ο πατέρας μου ένα μοσχαράκι. Με έσυραν αρκετά μέτρα μακριά. Όταν κοίταξα πέρα, είδα ότι ο Μάρτιν δεν είχε σαλέψει καθόλου. Καθόταν και παρακολουθούσε. Μετά βίας έβλεπα το πρόσωπό του μέσα από τα λουλούδια. Τρεις Ινδιάνοι είχαν ανέβει στα * «Ινδιάνικη κουβέρτα» και «ινδιάνικη λάμψη» είναι δύο από τις πολλές ονομασίες του λουλουδιού γαϊλάρδια. (Σ.τ.Μ.)


73

άλογά τους, ανάμεσά τους και ο Ούργουατ, ο αφέντης του αδερφού μου. Διέγραφαν κύκλους γύρω του, αλαλάζοντας, κραυγάζοντας. Σηκώθηκε όρθιος και τον χτύπησαν με την πλατιά μεριά των ακοντίων τους, του έκαναν χώρο και τον παρότρυναν να τρέξει, μα εκείνος έμεινε εκεί, με τα κιτρινοκόκκινα λουλούδια να του φτάνουν μέχρι το γόνατο, μικρός κάτω απ’ τον ουρανό που απλωνόταν πίσω του. Τελικά ο Ούργουατ βαρέθηκε και, αντί για την πλατιά μεριά του ακοντίου του, έτεινε τη μυτερή και κάρφωσε την πλάτη του αδερφού μου. Ο αδερφός μου έμεινε όρθιος. Ο Τοσάγουεϊ και οι άλλοι Ινδιάνοι με κρατούσαν. Ο Ούργουατ όρμησε ξανά και έριξε τον αδερφό μου στα λουλούδια. Τότε ο Τοσάγουεϊ με έβαλε κάτω. Ήξερα ότι έπρεπε να σηκωθώ, αλλά ο Τοσάγουεϊ δεν με άφηνε, ήξερα ότι έπρεπε να σηκωθώ, αλλά δεν ήθελα. Εντάξει, σκέφτηκα, μα τώρα θα σηκωθώ. Αντιστάθηκα στον Τοσάγουεϊ, μάταια όμως. Ο αδερφός μου στεκόταν πάλι όρθιος. Πόσες φορές τον έριξαν κάτω και σηκώθηκε, ειλικρινά δεν ξέρω. Ο Ούργουατ είχε ξεφορτωθεί το ακόντιο και τώρα του ορμούσε καβάλα στ’ άλογο, με το τσεκούρι στο χέρι, όμως ο αδερφός μου ούτε που σάλεψε, κι όταν πια έπεσε για τελευταία φορά, οι Ινδιάνοι έτρεξαν όλοι εμπρός και σχημάτισαν έναν κύκλο. Ο Τοσάγουεϊ μου εξήγησε αργότερα ότι ο αδερφός μου, που φερόταν εξαρχής σαν δειλός, τελικά δεν ήταν καθόλου δειλός. Ήταν ένα κου τσίνα, δηλαδή ένα κογιότ ή ένα πνεύμα, ένα μυστικιστικό πλάσμα που είχε σταλεί για να τους δοκιμάσει. Πολύ κακός οιωνός ο θάνατός του – το κογιότ ήταν τόσο σημαντικό για τους Κομάντσι, που δεν επιτρεπόταν ούτε καν να το αγγίζουν. Δεν θα έπαιρναν το σκαλπ του αδερφού μου. Ο Ούργουατ ήταν καταραμένος. Επικράτησε φασαρία και σύγχυση, και τρεις μικροί Ινδιάνοι με φύλαγαν όσο κουβέντιαζαν οι μεγάλοι. Έλεγα μέσα μου ότι θα τον σκοτώσω τον Ούργουατ. Κοίταξα τριγύρω, αναζη-


74

τώντας ένα φιλικό πρόσωπο, μα οι Γερμανίδες ούτε που γύρισαν να με δουν. Έκοψαν την ωμοπλάτη του νεκρού βουβαλιού και αρκετοί πολεμιστές άρχισαν να σκάβουν. Όταν πια έφτιαξαν έναν καλούτσικο τάφο, τύλιξαν τον αδερφό μου με ένα ύφασμα που είχαν πάρει από την άμαξα και τον έβαλαν στο λάκκο. Ο Ούργουατ άφησε εκεί το τόμαχόκ του, κάποιος άλλος άφησε ένα μαχαίρι, μέχρι και βουβαλίσιο κρέας άφησαν. Έλεγαν να σκοτώσουν και ένα άλογο, μα τελικά η πρόταση απορρίφθηκε. Μετά φύγαμε. Είδα τον τάφο να χάνεται από τα μάτια μου, λες και τον είχαν ήδη σκεπάσει οι γαϊλάρδιες, λες και εκείνος ο τόπος δεν θα ανεχόταν σημάδια ζωής ή θανάτου. Δίκιο είχε ο αδερφός μου· τα ίχνη μας θα χάνονταν με το πρώτο αεράκι.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.