Τζων Μπάνβιλ - Η μπλε κιθάρα

Page 1

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 5

ΤΖΩΝ ΜΠΑΝΒΙΛ

Η ΜΠΛΕ ΚΙΘΑΡΑ c

Μυθιστόρημα

ΜεΤΑΦρΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΤΟΝΙΑ ΚΟΒΑΛεΝΚΟ

εΚΔΟΣεΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 6

H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ireland Literature Exchange (επιδότηση Μετάφρασης) Δουβλίνο, Ιρλανδία. ❧ www.irelandliterature.com | info@irelandliterature.com ΤΙΤΛΟΣ ΠρΩΤΟΤΥΠΟΥ: John Banville, The Blue Guitar © ©

Copyright by John Banville, 2015 Copyright για την ελληνική γλώσσα εκδόσεις Καστανιώτη Α.ε., Αθήνα 2015

Έτος 1ης έκδοσης: 2016 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

εΚΔΟΣεΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.ε. ΓρΑΦεΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛεΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6036-3


BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 7

«Τα πράγματα όπως είναι αλλάζουν όταν τα παίζει η μπλε κιθάρα». WALLACE STEvENS


BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 8


BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 9

I zå


BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 10

Οι υποσημειώσεις στο κείμενο είναι της μεταφράστριας.


BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 11

N

Α Με ΛεΤε ΑΥΤΟΛΥΚΟ.* ή ΜΑΛΛΟΝ ΟΧΙ, ΑΦΗΣΤε ΚΑΛΥΤε-

* Αυτόλυκος: στην αρχαία ελληνική μυθολογία είναι γιος του ερμή και της Χιόνης. είχε κληρονομήσει από τον θεό πατέρα του την επιδεξιότητα της κλοπής και την ικανότητα να μεταμορφώνει τα κλεμμένα.

11

ρα. Παρόλο που είμαι κι εγώ συλλέκτης αμελητέων αντικειμένων, όπως εκείνος ο διόλου αστείος παλιάτσος. Για να το πω πιο ακαλαίσθητα: κλέβω πράγματα. Ανέκαθεν έκλεβα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μπορώ δικαιωματικά να ισχυριστώ ότι υπήρξα ένα παιδί-θαύμα στην υψηλή τέχνη της κλεψιάς. Αυτό είναι το επαίσχυντο μυστικό μου, ένα από τα επαίσχυντα μυστικά μου, αν και δεν με κάνει να αισθάνομαι όση ντροπή θα όφειλα. Δεν κλέβω για την αποκόμιση κέρδους. Τα αντικείμενα, τα τεχνουργήματα που ιδιοποιούμαι –να μια ωραία λέξη, κομψή και ευπρεπής– είναι, κατά κύριο λόγο, μικρής αξίας. Πολλές φορές οι κάτοχοί τους δεν αντιλαμβάνονται καν ότι τα έχουν χάσει, πράγμα που με αναστατώνει, με εκνευρίζει. Δεν λέω ότι θέλω να με πιάσουν, θέλω, όμως, σίγουρα να υπάρχει νοερή καταγραφή της απώλειας, έχει σημασία να γίνεται αντιληπτή. εννοώ ότι έχει σημασία για μένα, καθώς και για τη σπουδαιότητα και την αυθεντικότητα τού – πώς να το πω; Του εγχειρήματος. Της προσπάθειας. Του έργου. Και σας ρωτώ, ποιο το νόημα να κλέβεις κάτι, όταν κανείς δεν γνωρίζει ότι έχει κλαπεί εκτός από τον ίδιο τον κλέφτη;


BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 12

Κάποτε ζωγράφιζα. Αυτό ήταν το άλλο μου πάθος, η άλλη μου έφεση. ήμουν ζωγράφος. Χα! Στην αρχή αντί να γράψω ζωγράφος, έγραψα δολογράφος. Ολίσθημα της πένας, ολίσθημα του νου. εύστοχο, πάντως. Κάποτε ήμουν ζωγράφος, τώρα είμαι δολογράφος. Χα. Θα πρέπει να σταματήσω, πριν να είναι αργά. Όμως είναι ήδη αργά. Orme. Αυτό είναι το όνομά μου. Κάποιοι από σας, εραστές της τέχνης, εχθροί της τέχνης, μπορεί να το θυμάστε, από αλλοτινούς καιρούς. Όλιβερ Ορμ. Όλιβερ Ότγουεϊ Ορμ. Τα Ο Ο Ο. εξωφρενικό. Θα μπορούσες να με κρεμάσεις πάνω από ενεχυροδανειστήριο.* Ότγουεϊ λεγόταν το δρομάκι στο οποίο έμεναν οι γονείς μου όταν ήταν νέοι – ήταν η πρώτη τους διεύθυνση, στην οποία, υποθέτω, με συνέλαβαν. Το Ορμ είναι πιθανό όνομα για ζωγράφο, δεν συμφωνείτε; Όνομα καλλιτεχνικό. Έδειχνε όμορφο στην κάτω δεξιά γωνία του καμβά, με σεμνά αλλά απολύτως ευδιάκριτα γραμματάκια, το Ο σαν μάτι κουκουβάγιας, το r ελαφρώς αρ-νουβό να θυμίζει περισσότερο το ελληνικό τ , το m δυο ώμοι που τραντάζονται από γέλια, το e – α, αυτό δεν ξέρω τι. Α, ναι, ξέρω: σαν το χερούλι δοχείου νυκτός. Να με, λοιπόν. Ορμ, ο μέγας δολογράφος, που δεν ζωγραφίζει πια. Αυτό που θέλω να πω είναι

12

Καταιγίδα σήμερα, τα στοιχεία της φύσης σε παροξυσμό. Αγριεμένες ριπές αέρα επιτίθενται εναντίον του σπιτιού, κάνοντας τα αρχαία του μαδέρια να ριγούν. Γιατί, άραγε, αυτός ο καιρός να μου φέρνει πάντα στο μυαλό τα παιδικά μου χρόνια, γιατί να με γυρίζει ξανά πίσω σ’ εκείνες τις εποχές που ήμουν * Το σύμβολο των ενεχυροδανειστών είναι τρεις χρυσές μπάλες κρεμασμένες από μια κυρτή σιδερένια μπάρα.


κουρεμένος με την ψιλή, φορούσα κοντό παντελονάκι κι η μια μου κάλτσα ήταν πεσμένη μονίμως στον αστράγαλο; Λένε πως η παιδική ηλικία είναι μια υπέρλαμπρη άνοιξη, η δική μου, όμως, μοιάζει πάντα φθινοπωρινή, με ανέμους θυελλώδεις να βρυχώνται ανάμεσα στις μεγάλες οξιές, πίσω από εκείνο το παλιό σπιτάκι της πύλης, όπως ακριβώς και τώρα, κοράκια να πετούν από δω κι από κει σαν αποκαΐδια υπαίθριας φωτιάς που τα παρασέρνει ο άνεμος, και ο ήλιος να εκπέμπει το ύστατο γαλακτερό του φως στον ουρανό της δύσης. Άλλωστε, μ’ έχει πια κουράσει το παρελθόν, η επιθυμία να βρισκόμουν εκεί κι όχι εδώ. Τότε που ήμουν εκεί, δυσανασχετούσα για τις αλυσίδες που με περιόριζαν. Κοντεύω τα πενήντα κι αισθάνομαι εκατό, βαρυφορτωμένος από χρόνια. Αυτό που θέλω να πω είναι το εξής: σκέφτηκα, το πήρα απόφαση οριστική, να βγω αλώβητος από την καταιγίδα. Την εσωτερική. Ότι έχω τα χάλια μου, αυτό είναι σίγουρο. Νιώθω σαν ξυπνητήρι που έτρωγε τόσα χτυπήματα από τον θυμωμένο ιδιοκτήτη του κάθε φορά που τον ξυπνούσε, ώστε έχουν πια λασκάρει μέσα στα σωθικά του όλα του τα ελατήρια και τα γρανάζια. Έχω εντελώς ξεχαρβαλωθεί. Πρέπει να πεταχτώ μέχρι του Μάρκους Πέτιτ για επισκευή. Χα χα. Θα έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή η απουσία μου εκεί πέρα, στην άλλη άκρη του δέλτα. Θα αναρωτιούνται πού έχω πάει –κι εγώ ο ίδιος αυτό αναρωτιέμαι–, χωρίς να μπορούν να φανταστούν ότι είμαι τόσο κοντά. Η Πόλυ θα βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, μην έχοντας με ποιον να μιλήσει και ποιον να εμπιστευτεί, μην έχοντας σε ποιον να γυρέψει λίγη παρηγοριά εκτός από τον Μάρκους, ο οποίος είναι, φυσικά, ο τελευταίος άνθρωπος στον οποίο μπορεί τώρα να αποταθεί. ήδη μου λείπει. Γιατί έφυγα; επειδή δεν μπορούσα να μείνω. Σαν να την βλέπω στο μικρό μπουντουάρ της, πάνω από το εργαστήριο του Μάρκους, καθισμένη μπροστά στο τζάκι, μες στο θαμπό φως αυτού του σεπτεμβριάτικου απογεύματος, τα γόνατά της

13

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 13


14

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 14

στιλπνά και οι γάμπες της διάστικτες με ρόμβους από τις αντανακλάσεις της φωτιάς. Από το άγχος θα δαγκώνει τη μια γωνιά του κάτω χείλους της, με εκείνα τα μικρά κοφτερά δόντια που πάντοτε μου θυμίζουν τις μυτούλες που σχηματίζει το γκλάσο σε χριστουγεννιάτικη πουτίγκα. Για μένα εκείνη είναι –ήταν– η λατρεμένη μου πουτίγκα. Ξαναρωτώ: γιατί έφυγα; Τι ερώτηση! Ξέρω γιατί έφυγα, ξέρω πολύ καλά γιατί, και πρέπει να πάψω να παριστάνω τον ανήξερο. Ο Μάρκους θα βρίσκεται στο εργαστήριο, πίσω από τον πάγκο του. Τον βλέπω κι αυτόν με το στενό δερμάτινο γιλέκο εργασίας, με τεταμένη όλη του την προσοχή, μόλις που αναπνέει, τον φακό του κοσμηματοπώλη, σφηνωμένο στο μάτι, να χειρίζεται δραστήρια τα μικροσκοπικά εργαλεία του, τα οποία στα μάτια του μυαλού μου είναι ένα ατσάλινο νυστέρι κι ένας εμβρυουλκός, καθώς ανατέμνει ένα Patek Philippe. Παρόλο που είναι νεότερος από μένα –έχω πια την εντύπωση ότι όλοι είναι νεότεροί μου–, τα μαλλιά του έχουν αρχίσει κιόλας να αραιώνουν, να γκριζάρουν και, να, δείτε τα πώς πλαισιώνουν σαν νωθρά πούπουλα τη γερτή, οστέινη, όμοια με αγίου μορφή του, και ανασαλεύουν αμυδρά, μόλις τόσο δα, σε κάθε του ανάσα. Άλλοτε έφερνε κάπως στον Ντύρερ, όπως ήταν σε εκείνη την ανδρόγυνη αυτοπροσωπογραφία του, με το προφίλ τριών τετάρτων, τις ξανθοκάστανες μακριές μπούκλες, το στόμαμπουμπούκι, το ανησυχαστικά προκλητικό βλέμμα· τα τελευταία χρόνια, όμως, μοιάζει περισσότερο με έναν από τους τυραννισμένους Χριστούς του Γκρύνεβαλντ. «Η δουλειά, Όλι», μου είχε πει μελαγχολικά, «μόνο αυτήν έχω να με αποσπά από το άχθος μου». Αυτή τη λέξη είχε χρησιμοποιήσει: άχθος. Μου είχε φανεί παράξενη, ακόμα και σε τέτοιες συνθήκες, περισσότερο φιοριτούρα παρά κανονική λέξη. Αλλά ο πόνος διεγείρει την ευγλωττία – πάρτε για παράδειγμα εμένα· ακούστε με. Κάπου εκεί γύρω βρίσκεται και το παιδί τους, η Μικρή Πιπ, όπως την φωνάζουν – ποτέ σκέτο Πιπ, πάντα Μικρή Πιπ. είναι


BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 15

Λέω να ανατρέξω στη βραδιά που ερωτεύτηκα τελικά την Πόλυ, εννοώ τελικά για πρώτη φορά. Έτσι, για να μη σκέφτομαι το πρόβλημα, παρόλο που οι περί έρωτος σκέψεις είναι αυτές ακριβώς που πρέπει να αποφεύγω, αν κρίνω από το πόσο ζεματάει το νερό στο καζάνι που μ’ έχει ρίξει ο έρωτας. Το μοιραίο συνέβη στην ετήσια χοροεσπερίδα του Σωματείου Ωρολογοποιών, Κλειθροποιών και Χρυσοχόων. εγώ και η Γκλόρια βρισκόμασταν εκεί προσκεκλημένοι του Μάρκους –η Γκλόρια με μισή καρδιά, οφείλω να προσθέσω, αφού βαριέται και μπουχτίζει το ίδιο εύκολα μ’ εμένα– και καθόμασταν στο τραπέζι του, μαζί με εκείνον, την Πόλυ και μερικούς άλλους ακόμα, με τους οποίους δεν υπάρχει λόγος να ασχοληθούμε. Το μενού είχε μοσχαρίσια μπριζόλα και χοιρινό της κατσαρόλας, και, φυσικά, πατάτες, σε όλες τις μορφές τους, βραστές, πουρέ, ψητές ή τηγανητές, για να μην αναφέρω το πανταχού παρόν μπέικον με λάχανο. Ίσως ήταν η μυρωδιά του τσικνισμένου κρέατος που μ’ έκανε να νιώθω περίεργα· σε συνδυασμό με τον καπνό από τα αναμμένα κεριά στα τραπέζια και τους βορβορυγμούς στη διαπασών της τριμελούς ορχήστρας. Πίσω από την πλάτη μου, στη μεγάλη αίθουσα, επικρατούσε ένας αδιάκοπος αχός από φωνές, ένα διαρκές κύμα οχλοβοής μέσα από το οποίο ξεπεταγόταν πότε πότε, σαν ψάρι σε άλμα, η τσιρίδα από κάποιο ζαλισμένο γυναικείο γέλιο. Έπινα, αλλά δεν νομίζω ό-

15

πράγματι μικροκαμωμένη, αν, όμως, γίνει μεγαλώνοντας μια αμαζόνα; Τότε θα την λένε Μικρή Πιπ, η Τρυφερή Γιγάντισσα. Δεν πρέπει να γελάω, το ξέρω· η ζήλια είναι που με γαργαλάει, η ζήλια και μια θλίψη απώλειας. είχαμε κι εμείς, η Γκλόρια κι εγώ, μια δική μας μικρή, για λίγο. Η Γκλόρια! Την είχα τελείως ξεχάσει μέχρι τώρα. Κι αυτή θα αναρωτιέται πώς άνοιξε η γη και με κατάπιε. Η γη. Να πάρει, γιατί πρέπει να είναι όλα τόσο δύσκολα.


16

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 16

τι είχα μεθύσει. Παρ’ όλα αυτά, την ώρα που μιλούσα στην Πόλυ και την κοιτούσα –την έτρωγα με τα μάτια, δηλαδή–, είχα την αίσθηση της επιφοίτησης, της αιφνίδιας εκείνης φώτισης που τόσο συχνά επέρχεται σε κάποια φάση, στον δρόμο προς τη μέθη. Μου φάνηκε όχι ακριβώς πρωτόγνωρα όμορφη, αλλά λες κι εξέπεμπε μια ακτινοβολία που δεν είχα ξαναπροσέξει, κάτι που ήταν μονάχα δικό της, μοναδικό: η πληθωρικότητά της, το ίδιο το γεγονός της ύπαρξής της. Φαντασιοπληξίες, το ξέρω, και πιθανότατα αυτό που πίστευα ότι αντικρίζω να οφειλόταν απλώς στο κακής ποιότητας κρασί, αποπειρώμαι, όμως, εδώ να αποκρυσταλλώσω την ουσία της στιγμής, να απομονώσω τον σπινθήρα που έμελλε να πυροδοτήσει μια τόσο σφοδρή έκρηξη έκστασης και πόνου, δολιότητας, καταστροφής και, ναι, ένα άχθος όπως αυτό του Μάρκους. Κι ύστερα, ποιος μας βεβαιώνει ότι η πραγματικότητα δεν είναι αυτό που βλέπουμε όντας μεθυσμένοι και ότι ο νηφάλιος κόσμος δεν είναι παρά μια θαμπή φαντασμαγορία; Η Πόλυ δεν είναι καμιά καλλονή. ελπίζω να μην ακούγεται άκομψη αυτή μου η παρατήρηση· καλύτερα να είμαι εξαρχής ειλικρινής, μιας και σκοπεύω να εξακολουθήσω έτσι, τουλάχιστον μέχρι του σημείου που εγώ είμαι ικανός για παρρησία. εννοείται ότι την έβλεπα, την βλέπω ακόμα, υπέροχη. είναι χυμώδης, με κάπως φαρδούτσικα καπούλια –φέρτε στον νου σας το όμορφα στρογγυλεμένο κάτω μέρος παιδικού βιολοντσέλου–, με ένα ευχάριστο πρόσωπο σε σχήμα καρδιάς και καστανά, κάπως ατίθασα, μαλλιά. Τα μάτια της είναι στ’ αλήθεια ξεχωριστά. Έχουν χρώμα γκριζογάλανο, μοιάζουν σχεδόν διάφανα, ενώ σε κάποιους φωτισμούς παίρνουν μια γυαλάδα μαργαριταριού. Το ελαφρύ τους αλληθώρισμα θα έλεγες πως δένει αξιαγάπητα με τον τρόπο που καβαλούν λιγάκι το ένα το άλλο τα δυο μαργαριταρένια μπροστινά της δόντια. Συνήθως η όψη της είναι ατάραχη, αλλά το βλέμμα της σε ξαφνιάζει ώρες ώρες με τη διεισδυτικότητά του, ενώ ο τόνος της φωνής της έχει τη


δύναμη, αν το θέλει, να σου παγώσει το αίμα. Τις περισσότερες φορές, πάντως, αντιμετωπίζει με επιφύλαξη έναν κόσμο μέσα στον οποίο δεν νιώθει απολύτως άνετα. Έχει συνέχεια την επίγνωση ότι της λείπει το κοινωνικό λούστρο –επαρχιωτοπούλα είναι, εξάλλου, κι ας είναι ματσωμένοι οι δικοί της–, συγκρινόμενη, παραδείγματος χάρη, με την αριστοκρατική μου Γκλόρια, και αισθάνεται ανασφαλής σε ζητήματα εθιμοτυπίας και καλής συμπεριφοράς. εκείνο το βράδυ στους ρολογάδες, όπως είναι γνωστή στην καθομιλουμένη μας αυτή η δεξίωση, ήταν πολύ συγκινητικό να βλέπεις την κλεφτή ματιά που έριχνε γύρω της μόλις σερβιριζόταν το κάθε πιάτο στο τραπέζι, ώστε να σιγουρευτεί πρώτα ποιο μαχαιροπίρουνο επιλέγαμε εμείς οι υπόλοιποι, πριν πιάσει κι εκείνη το σωστό μαχαίρι, πιρούνι ή κουτάλι. Ίσως από εκεί να ξεκινά ο έρωτας, όχι από τις απρόσμενες κρίσεις του πάθους, αλλά όταν εντοπίζουμε και αυθόρμητα αποδεχόμαστε... δεν ξέρω... τέτοια μικρά πράγματα. Οι ρολογάδες είναι σκέτη πλήξη κι ένιωθα γελοίος που βρισκόμουν εκεί. είχα γυρίσει κυριολεκτικά την πλάτη στο πλήθος των γλεντοκόπων και, με τους αγκώνες στηριγμένους στο τραπέζι, είχα σκύψει τόσο μπροστά που το φουντωμένο πρόσωπό μου κόντευε να βυθιστεί στο μπούστο της Πόλυ ή θα κόντευε να βυθιστεί αν εκείνη δεν ήταν μισοστραμμένη προς την άλλη, με αποτέλεσμα να με κοιτάζει λοξά, πάνω από την καμπύλη του τροφαντού δεξιού της ώμου. Τι της έλεγα με τέτοια πυρετώδη ένταση; Δεν θυμάμαι – όχι πως έχει σημασία: σημασία είχε η χροιά των λεγομένων, όχι το περιεχόμενό τους. Ένιωθα την Γκλόρια να μας παρακολουθεί, με εύθυμο σκεπτικισμό. Σκέφτομαι συχνά ότι με παντρεύτηκε μόνο και μόνο για να έχει πάντα κάτι να την κάνει να γελάει. Δεν το λέω με πικρία, κάθε άλλο. Το γέλιο της δεν είναι σκληρό ούτε καν προσβλητικό. Απλούστατα, με βρίσκει αστείο, όχι γι’ αυτά που λέω ή που κάνω, αλλά γι’ αυτό που είμαι, το κοκκινομάλλικο, στρουμπουλό της αντράκι με το ελαφρύ χέρι, αν κι αυτό το τελευταίο το αγνοεί.

2 – Η μπλε κιθάρα

17

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 17


18

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 18

Η Πόλυ, τη βραδιά εκείνη των ρολογάδων που την ερωτεύτηκα, είχε ήδη τρία τέσσερα χρόνια παντρεμένη, και σίγουρα δεν ήταν καμιά άβγαλτη κοπελίτσα απ’ αυτές που θα ήταν ίσως επιρρεπείς στο υπαινικτικό μου κόρτε. Ωστόσο, ήταν φανερό ότι είχα κάποια επίδραση πάνω της. Ακούγοντάς με, είχε πάρει την αόριστη μα και όλο προσήλωση έκφραση, που την τόνιζε η λοξή ματιά της, της παντρεμένης γυναίκας στο μυαλό της οποίας αχνοφέγγει μια τέρψη καθώς συνειδητοποιεί, δίχως ακόμη να το πιστεύει, ότι ένας άντρας που γνωρίζει εδώ και χρόνια και που δεν είναι ο δικός της άντρας, της αποκαλύπτει ξαφνικά, παρότι εμμέσως κι απέξω απέξω, ότι εντελώς αναπάντεχα την ερωτεύτηκε. Ο Μάρκους βρισκόταν μακριά, τραγουδούσε και λικνιζόταν μαζί με τους άλλους χορευτές. Παρά την άτολμη και αθεράπευτα μελαγχολική φύση του, του αρέσουν πολύ τα πάρτι, και, με την πρώτη εκσφενδόνιση φελλού, την πρώτη πνοή τρομπέτας, σπεύδει κατενθουσιασμένος να λάβει ενεργό μέρος – το βράδυ εκείνο είχε προσκαλέσει πάνω από τρεις φορές την Γκλόρια να σηκωθεί και να τον συντροφέψει στα χοροπηδήματά του, και κάθε φορά, προς μεγάλη μου έκπληξη, εκείνη δεχόταν. Τον πρώτο καιρό με την Πόλυ επιχειρούσα κάθε τόσο, σαν παμπόνηρο λαγωνικό που είμαι, να την κάνω να μιλάει για τον Μάρκους, να μου λέει τι έκανε ή τι έλεγε εκείνος πίσω από τους τοίχους της κοινής τους ζωής, αυτή, όμως, έχει πιστή ψυχή και μου το ξεκαθάρισε ευθύς εξαρχής, και με εντυπωσιακή αποφασιστικότητα, ότι οι ιδιομορφίες του άντρα της, εφόσον είχε πράγματι κάποιες, και δεν υπονοούσε με αυτό πως είχε, αποτελούσαν απαγορευμένο θέμα συζήτησης. Πώς πρωτογνωριστήκαμε, όμως, οι τέσσερίς μας; Νομίζω ότι πρώτα είχαν γίνει φίλες, ή μάλλον είχαν γνωριστεί, η Πόλυ με την Γκλόρια, έστω κι αν έχω πάντα την αίσθηση ότι ξέρω τον Μάρκους από τότε που γεννήθηκα ή από τότε που εκείνος γεννήθηκε, αφού εγώ είμαι ο μεγαλύτερος από τους δυο. Θυ-


μάμαι ως πρώτη συνάντηση ένα πικ νικ σε κάποιο πάρκο –ψωμί, τυρί, κρασί και βροχή– και την Πόλυ με λευκό καλοκαιρινό φουστάνι, ξυπόλυτη και λυγερή. Αναπόφευκτα, αναπαριστώ νοερά το Πρόγευμα στη χλόη του Μανέ –τον αρχικό του, των μικρότερων διαστάσεων, πίνακα–, με γυμνή την ξανθή Γκλόρια, και την Πόλυ, πίσω στο φόντο, να πλένει τα πόδια της. εκείνη τη μέρα, η Πόλυ θύμιζε περισσότερο αφράτο, ροδομάγουλο κοριτσάκι παρά παντρεμένη γυναίκα. Ο Μάρκους φορούσε ψάθινο τρυπητό καπέλο, ενώ η Γκλόρια ήταν ο εκθαμβωτικός εαυτός της όπως πάντα – μια επιβλητική καλλονή που φώτιζε όλο τον κόσμο γύρω. Και, μα τον Θεό, ήταν πραγματικά κούκλα εκείνη τη μέρα η γυναίκα μου, όπως εξακολουθεί βεβαίως να είναι. Τώρα, στα τριάντα πέντε της, βρίσκεται στο άνθος της ωρίμανσής της. Την ταυτίζω στο μυαλό μου με διάφορα μέταλλα, με τον χρυσό, φυσικά, εξαιτίας των μαλλιών της, με το ασήμι λόγω του δέρματός της, έχει, όμως, και κάτι από τη χλιδή του μπρούντζου και του ορείχαλκου πάνω της: μια εξαίσια στίλβη, μια αρχοντική ακτινοβολία διακρίνει την όψη της. Για την ακρίβεια, είναι πιο πολύ μοντέλο του Τιέπολο παρά του Μανέ, μια από τις Κλεοπάτρες του Βενετού ζωγράφου ή η Βεατρίκη του της Βουργουνδίας. Σε σύγκριση με την αστραφτερή μου Γκλόρια, η Πόλυ μόλις που θα κρατούσε ένα από εκείνα τα κεράκια που αγόραζαν κάποτε οι πιστοί προς μια πένα στην εκκλησία και τα έβαζαν να καίνε στο μανουάλι μπροστά από το άγαλμα του αγαπημένου τους αγίου. Τότε γιατί, λοιπόν, εγώ...; Α, μα εδώ είναι το ζουμί της υπόθεσης, όπως έχω με τα πολλά καταλήξει. Ο χορός των ρολογάδων έκλεισε με τον ανεξήγητα απότομο τρόπο με τον οποίο τελειώνουν συνήθως αυτές οι βραδιές, και οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες μας είχαν ήδη σηκωθεί και προσπαθούσαν όπως όπως να οργανωθούν προς αποχώρηση, όταν η Πόλυ κυριολεκτικά πετάχτηκε όρθια, από άγχος, φαντάζομαι, για τη Μικρή Πιπ –το παιδί είχαν αναλάβει υποτίθεται να προ-

19

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 19


20

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 20

σέχουν ο πατέρας της Πόλυ και η ζαβή μητέρα της–, έπειτα, όμως, σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο και το σώμα της διέτρεξε ένα περίεργο σπασμωδικό τίναγμα, ενώ η ίδια χαμογελούσε σαν από έκπληξη, με τα φρύδια να σχηματίζουν τόξο και τα χέρια τεντωμένα κι ανοιχτά, τις παλάμες προς τα έξω, όμοια με πιτσιρίκι που ετοιμάζεται να υποκλιθεί. Μπορεί όλη αυτή η κίνηση να μην ήταν παρά η απόσπαση του πισινού της από το κάθισμα της καρέκλας –επικρατούσε πολλή ζέστη και υγρασία στην αίθουσα–, εμένα, όμως, μου φάνηκε σαν να είχε ξαφνικά κι ανάλαφρα ανυψωθεί με τη βοήθεια κάποιου αόρατου, εναέριου μέσου: σαν, δηλαδή, για κείνο το δευτερόλεπτο, να έπλεε κυριολεκτικά στον αέρα. Αποκλείεται, βεβαίως, να το είχε προκαλέσει αυτό η φλογερή πολιορκία που της έκανα απόντος του συζύγου της, κι όμως, μου ήρθε να δακρύσω από συγκίνηση στη σκέψη ότι μου είχε επιτραπεί να μοιραστώ μαζί της αυτή τη σύντομη μυστικιστική εξύψωση. Πήρε το βελούδινο τσαντάκι της από το τραπέζι, έχοντας ακόμα στα χείλη ένα ίχνος του έκπληκτου χαμόγελου –σαν να είχε κοκκινίσει κιόλας λιγάκι;– κι έκανε δήθεν ότι ψάχνει τον Μάρκους, ο οποίος είχε πάει να πάρει τα παλτά τους. Ύστερα, σηκώθηκα κι εγώ, ενώ η καρδιά μου φτερούγιζε και τα καημένα τα γόνατά μου μόλις που με βαστούσαν. ερωτευμένος! Ξανά! Όταν βγήκαμε στον δρόμο, η νύχτα κάτω από τον σπινθηροβόλο έναστρο θόλο έμοιαζε ασυνήθιστα απέραντη. Μετά τον θόρυβο, μέσα, η σιωπή έξω αντηχούσε συναρπαστικά στον παγωμένο αέρα. Στην αρχή, το αυτοκίνητο του Μάρκους δεν έλεγε να πάρει μπρος, επειδή, τσιφούτης καθώς είναι, γέμιζε το ρεζερβουάρ με κατώτερης ποιότητας καύσιμο και είχαν βουλώσει με αλάτι οι σωλήνες. ενώ εκείνος ήταν σκυμμένος κάτω από το ανοιχτό καπό, στενάζοντας και βρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια του, η Πόλυ κι εγώ στεκόμασταν, περιμένοντας στο πεζοδρόμιο, πλάι πλάι αλλά δίχως να αγγιζόμαστε, μιας και η Γκλόρια είχε απομακρυνθεί λίγο για να κάνει στα γρήγο-


ρα ένα τσιγάρο. Η Πόλυ ήταν τυλιγμένη σφιχτά μες στο πανωφόρι της, έχοντας το πιγούνι βυθισμένο στον γούνινο γιακά, κι όταν με κοιτούσε δεν έστρεφε το κεφάλι παρά έστριβε κωμικά τα μάτια προς το μέρος μου, με το θλιμμένο ανάποδο χαμόγελο ενός κλόουν. Δεν μιλούσαμε. Μου πέρασε απ’ το μυαλό να την αρπάξω, να την τραβήξω πάνω μου, μόλις γύριζε η Γκλόρια από την άλλη, και να της δώσω ένα πεταχτό φιλί, έστω στο μάγουλο ή στο μέτωπο, όπως θα μπορούσε ίσως να κάνει ένας παλιός φίλος μια τέτοια στιγμή· δεν τόλμησα, όμως. Αυτό που πραγματικά ήθελα να κάνω ήταν να φιλήσω τα χείλη της, να γλείψω τα βλέφαρά της, να μπήξω την άκρη της γλώσσας μου στις ρόδινες και μυστικές σπείρες του αυτιού της. Βρισκόμουν σε κατάσταση μεθυσμένης κατάπληξης, με τον εαυτό μου, με την Πόλυ, με αυτό που ήμασταν ως τώρα κι αυτό που είχαμε αίφνης γίνει. ήταν σαν να είχε απλώσει ένας θεός το χέρι του από ψηλά, να μας είχε πάρει και τους δυο μες στη χούφτα του και να μας είχε ανεβάσει στο στερέωμα, μετατρέποντάς μας μεμιάς σ’ έναν μικρό αστερισμό. Ανέκαθεν πίστευα ότι ένα από τα πιο φοβερά κακά που φέρνει ο θάνατος, πέρα από τον τρόμο, τον πόνο, τη φρίκη, θα είναι πως όταν πεθάνω, δεν θα υπάρχει πια κανένας εδώ που να αντιλαμβάνεται τον κόσμο όπως κι εγώ. Μη με παρεξηγείτε, δεν έχω ψευδαισθήσεις σχετικά με τη σπουδαιότητά μου μέσα στη συμπαντική τάξη πραγμάτων. Άλλοι αντιλαμβάνονται άλλες εκδοχές του κόσμου, αμέτρητες, δισεκατομμύρια εκδοχές, μια πληθώρα από κόσμους, διαφορετικούς τον έναν από τον άλλο, όμως αυτός που θα έχω φτιάξει εγώ στη διάρκεια της δικής μου σύντομης παρουσίας εντός του, θα χαθεί για πάντα. Πρόκειται για μια εφιαλτική σκέψη, εφιαλτικότερη, θαρρώ, ακόμα κι από την προοπτική της απώλειας του ίδιου του εαυτού. Φανταστείτε με το βράδυ εκείνο, έτσι όπως μου την είχε στημένη από το πουθενά ο έρωτας, εκεί, κάτω από τα μπριγιάν τα απλωμένα στο λουσάτο βυσσινί βελούδο του ουρανού, να κοι-

21

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 21


22

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 22

τάζω μαγεμένος ολόγυρά μου με ανοιχτό στόμα, παρατηρώντας πώς διέγραφε το αστρικό φως διαγώνιες αιχμηρές σκιές στους τοίχους των σπιτιών, πώς γυάλιζε η σκεπή του αυτοκινήτου του Μάρκους λες κι ήταν αλειμμένη με λάδι, πόσο τσιτωμένες ήταν οι τρίχες στον γιακά από γούνα αλεπούς της Πόλυ, πόσο σκοτεινή ήταν η λάμψη της παγωμένης ασφάλτου, πώς αστραποβολούσαν όλων των όγκων τα περιγράμματα – όλος αυτός ο γνωστός, συνηθισμένος κόσμος πώς είχε γίνει ξάφνου ανεπανάληπτος μονάχα με το να βλέπω την Πόλυ να χαμογελάει, τον Μάρκους να τσαντίζεται, την Γκλόρια να καπνίζει το τσιγαράκι της, τη μεγάλη συντροφιά, που έβγαινε εκείνη την ώρα από τη δεξίωση, να ξεσπά σε μεθυσμένα γέλια και οι ανάσες να σχηματίζουν σφαίρες εκτοπλάσματος στον αέρα – όλοι θα έβλεπαν ό,τι κι εγώ, όχι, όμως, όπως τα έβλεπα εγώ, με τα μάτια τα δικά μου, από τη συγκεκριμένη μου οπτική σκοπιά, με τον δικό μου τρόπο που είναι εξίσου ελλιπής και αδύναμος όπως όλων των άλλων, αλλά που είναι, παρ’ όλα αυτά, δικός μου: δικός μου και άρα μοναδικός. Ο Μάρκους ξεμπέρδεψε με ό,τι επισκεύαζε στα υδραυλικά του αυτοκινήτου, όρθωσε τους ώμους κι έκλεισε το καπό μ’ έναν κρότο που έκανε λες τη νύχτα να αναπηδήσει έντρομη. Μουρμουρίζοντας κάτι περί καρμπιρατέρ και περνώντας τα χέρια του στους στενούς, μακριούς λαγόνες του για να τα σκουπίσει, κάθισε στο τιμόνι και πίεσε εκνευρισμένα τη μίζα, και ο κινητήρας, αφού έβηξε πρώτα βραχνά, ξαναζωντάνεψε μ’ ένα τρεμούλιασμα. Ο Μάρκους έμεινε καθισμένος εκεί με ανοιχτή την πόρτα και το ένα πόδι στο πεζοδρόμιο, παλεύοντας να αναστήσει για τα καλά τη δύσμοιρη μηχανή, ακούγοντας με προσήλωση τις γοερές προσπάθειές της να πάρει μπρος. Τον συμπαθώ τον Μάρκους, ειλικρινά. είναι καλός άνθρωπος. Πιστεύω ότι η γνώμη που έχει για τον εαυτό του είναι ίδια λίγο πολύ με τη γνώμη που έχει η Γκλόρια για μένα: θεωρεί ότι είναι εντάξει τύπος σε γενικές γραμμές, αλλά κατά βάθος κακό-


τυχος, με μια τάση να πιάνεται κορόιδο κι ότι κάνει τους άλλους να γελάνε. Όση ώρα καθόταν και αφουγκραζόταν με τεντωμένα αυτιά τους ήχους που έβγαζε η μηχανή, κουνούσε συνέχεια το κεφάλι με πικρία, χαμογελώντας συγκαταβατικά στον εαυτό του, λες και η βλάβη αυτή ήταν η πιο πρόσφατη μιας μακράς σειράς από μικρές αναποδιές που τον ταλαιπωρούσαν μια ζωή και τις οποίες ήταν πάντα ανίκανος να αποτρέψει. Αχ, Μάρκους, φιλαράκο μου, λυπάμαι πολύ για όλα, ειλικρινά. Πόσο δύσκολο είναι να λες συγγνώμη και να ακούγεσαι πειστικός. Θα έπρεπε να υπάρχει μια ειδική, ξεχωριστή διατύπωση για την εκδήλωση της κάθε λύπης. Ίσως να κάτσω να γράψω εγώ κάτι, να δημοσιεύσω ένα εγχειρίδιο χρήσιμων εκφράσεων ή ακόμη κι έναν σχετικό οδηγό: Το αλφαβητάρι των απολογιών, εκατό τρόποι να ζητάς συγγνώμη. Μπήκαμε με την Γκλόρια στο πίσω κάθισμα, εγώ πίσω από τη θέση του συνεπιβάτη όπου καθόταν η Πόλυ. Μύριζα τον καπνό του τσιγάρου στην αναπνοή της Γκλόρια. Η Πόλυ γελούσε και παραπονιόταν για το κρύο, κι από το σημείο που την έβλεπα, με το στιλπνό σκουρομάλλικο κεφάλι της βουλιαγμένο μέσα σ’ εκείνο τον γούνινο γιακά, θύμιζε παχουλή μικρή εσκιμώα, φασκιωμένη με δέρματα φώκιας. Όσην ώρα γλιστρούσαμε μέσα από τους σιωπηλούς δρόμους, εγώ κοιτούσα τα μελαγχολικά σπίτια και τα κλειστά μαγαζιά καθώς τα προσπερνούσαμε αργά, προσπαθώντας να μη σκέφτομαι την εξοργιστικά αργή και προσεκτική οδήγηση του Μάρκους. Σπόροι και είδη κιγκαλερίας του Πιρς, το Φαρμακείο του Κότερ, οι Παραδοσιακές Πίτες του Πρέντεργκαστ, το χαμόσπιτο όπου ζούσε άλλοτε η διάσημη μαμή Γκράνι Κόλφερ, με τα μικρά στρογγυλά τζάμια –σου ’βγαζαν το μάτι!–, σφηνωμένο ανάμεσα στην Αίθουσα των Μεθοδιστών και το οίκημα του Αρχαίου Τάγματος των Δασονόμων με τα αμέτρητα παράθυρα, το καπελάδικο του Μίλερ, το ραφτάδικο του Χάνλεϋ. Το χαρτοπωλείο του πατέρα μου, όπως ήταν τότε, με το ατελιέ μου στον πρώτο όρο-

23

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 23


24

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 24

φο, επίσης στη θέση του. Ο φούρναρης. Ο χασάπης. Ο κηροποιός. Όλοι ήταν εκεί. Πώς μου ήρθε να ξαναγυρίσω και να εγκατασταθώ εδώ; Όταν ήμουν νέος, όπως ήδη ανέφερα, δεν έβλεπα την ώρα να φύγω από δω πέρα. Η Γκλόρια λέει πως επειδή φοβάμαι τον μεγάλο κόσμο, βρήκα καταφύγιο σε αυτόν εδώ, τον μικρότερο. Ίσως να έχει δίκιο, αλλά όχι απόλυτο, σίγουρα. Αισθάνομαι σαν αρχαιολόγος του ίδιου μου του παρελθόντος: σκάβω το ένα στρώμα από σχιστόλιθο μετά το άλλο αλλά και γυαλιστερά πετρώματα χωρίς ποτέ να φτάνω στα θεμέλια. Υπάρχει και το γεγονός, το αδήλωτο γεγονός, ότι προείδα τον εαυτό μου να δημιουργεί μια καινούργια υπόσταση στον παλιό τόπο και να την βάζει να κυβερνά μες στο μεγάλο ημίλευκο αρχοντικό, στον Όμορφο Λόφο –τον Λόφο του Κρεμασμένου, όπως λεγόταν παλιά, προτού το Δημοτικό Συμβούλιο πάρει τη σώφρονα απόφαση να του αλλάξει όνομα–, για να έρχεται ο κόσμος που υποτίθεται πως φοβόμουν σαν υποτελής πλέον μέχρι το κατώφλι μου. Θα ήμουν όπως ο Πικάσο στο Σεν Πολ ντε Βανς ή ο Ματίς στο Κάστρο του Βοβενάργκ, έστω κι αν κατέληξα σαν τον καημένο τον Πιερ Μπονάρ, που απομονώθηκε στο Λε Κανέ το κοτέτσι. Αντί να με τιμά, ωστόσο, η πόλη με θεωρούσε λιγάκι φαιδρό, με το καπέλο, το μπαστούνι και τα χρωματιστά φουλάρια μου, την έπαρσή μου, την ολόχρυση, νεαρή μου σύζυγο που διόλου δεν μου άξιζε. εμένα δεν με πείραζε – τόσο πολύ με είχε συνεπάρει το γεγονός ότι βρισκόμουν ξανά μέσα στο σκηνικό της παιδικής μου ηλικίας, το οποίο ήταν ως διά μαγείας τέλεια διατηρημένο, λες και ήταν βυθισμένο όλο αυτόν τον καιρό σε δοχείο συντήρησης, ειδικά για μένα, προσμένοντας με υπομονετική βεβαιότητα την αναπόφευκτη επιστροφή μου. Η Κεντρική Λεωφόρος ήταν έρημη. Το Χάμπερ κουτσοπήγαινε βαρυγκομώντας, εκπέμποντας το φως των προβολέων του. Ποτέ δύο σύζυγοι δεν δείχνουν τόσο απόλυτα παντρεμένοι όσο όταν τους παρακολουθείς από το πίσω κάθισμα ενός


αυτοκινήτου ενώ συνομιλούν χαμηλόφωνα στο μπροστινό. Η Πόλυ και ο Μάρκους θα μπορούσαν κάλλιστα να βρίσκονται ήδη στην κρεβατοκάμαρά τους, τόσο ψιθυριστή και ιδιωτική ηχούσε στ’ αυτιά μου η κουβέντα τους, έτσι όπως καθόμουν εκεί, πίσω από τα κεφάλια τους, επαγρυπνώντας βουβά. Το πρώτο τσίμπημα της ζήλιας. Κάτι παραπάνω από τσίμπημα. Για ποιο πράγμα μιλούσαν; Για τίποτα. Αυτό δεν είναι πάντα το θέμα συζήτησης δυο ανθρώπων, όταν υπάρχουν άλλοι γύρω που μπορούν να τους ακούσουν; Ξάφνου, ένιωσα κάτι να μου ξύνει απαλά το γόνατο, και θα μου είχε ξεφύγει μια κραυγή τρόμου –καθόλου δεν θα απέκλεια να κυκλοφορούσαν ποντίκια στο σαράβαλο του Μάρκους– αν δεν έβλεπα, κοιτώντας κάτω, την αναλαμπή ενός χεριού και δεν συνειδητοποιούσα ότι ήταν το χέρι της Πόλυ. Δίχως να προδώσει την παραμικρή κίνηση, είχε καταφέρει να περάσει το χέρι της στο κενό ανάμεσα στην πόρτα και στο κάθισμά της, από τη μεριά που δεν μπορούσε να δει ο Μάρκους, και τώρα μου χάιδευε το γόνατο με έναν τρόπο που δεν χωρούσε αμφιβολίες. Αυτό κι αν ήταν έκπληξη, για να μην πω σοκ, παρά τα όσα είχαν συμβεί μεταξύ μας στο τραπέζι, λίγο νωρίτερα. Η αλήθεια είναι πως όποτε αποτολμούσα να προσεγγίσω ερωτικά μια γυναίκα, κάτι που σπάνια έκανα, ακόμα και στα νιάτα μου, ποτέ δεν περίμενα στ’ αλήθεια να ανταποκριθεί εκείνη ή έστω καν να το προσέξει, παρότι είχαν υπάρξει ένα δυο πετυχημένα περιστατικά, τα οποία έτεινα να ερμηνεύω ως συμπτωματικά, να τα θεωρώ αποτέλεσμα κάποιας παρεξήγησης ή βλακείας εκ μέρους της γυναίκας και απροσδόκητης απλώς καλοτυχίας για μένα. Δεν ανήκω στο είδος των αρσενικών που γίνονται αυτομάτως ελκυστικοί, αφού υπήρξα, καταρχάς, το ασχημόπαπο της οικογένειας. είμαι κοντός και χοντρός ή, μάλλον, ποιος ο λόγος να κοροϊδευόμαστε, κυριολεκτικά γουρούνι, με μεγάλο κεφάλι και κάτι ποδαράκια τόσα δα. Η απόχρωση των μαλλιών μου είναι ένας συνδυα-

25

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 25


26

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 26

σμός βρεγμένης σκουριάς και αστίλβωτου μπρούντζου, και όταν έχει υγρασία ή όταν είμαι κοντά στη θάλασσα, συσπειρώνονται, σχηματίζοντας κάτι βοστρύχους σφιχτούς και πυκνούς σαν άνθη κουνουπιδιού, οι οποίοι αντιστέκονται επίμονα και στο πιο δυνατό χτένισμα. Το δέρμα –αχ, το δέρμα μου!– είναι ένα ωχρό, υγρό, υπόλευκο επίστρωμα της σάρκας, λες κι έχω αποχρωματιστεί λόγω πολύχρονης παραμονής στο σκοτάδι. Να μη μιλήσω για τις φακίδες μου. Έχω ευτραφή χέρια και πόδια, παχουλά στο επάνω μέρος που καταλήγουν σε λεπτούς καρπούς κι αστραγάλους, σαν ινδιάνικα ρόπαλα, μονάχα πιο κοντόχοντρα. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι όσο θα γερνάω και θα ανοίγει η περιφέρειά μου, τα άκρα μου θα αρχίσουν να υποχωρούν σταθερά προς τα μέσα μέχρις ότου απορροφηθούν τελείως από τον κορμό μου, το ίδιο και το κεφάλι και ο χοντρός μου λαιμός, έτσι που θα γίνω τέλεια σφαιρικός, ένα μεγάλο ξασπρουλιάρικο φουσκωτό μανιτάρι, για να με τσουλάει αρχικά στο πλευρό της η καλή μου Γκλόρια, και αργότερα, όταν αυτή θα έχει χάσει πια το κουράγιο της, κάποιο αγέλαστο ασπροντυμένο άτομο με λαστιχένια παπούτσια και νοσοκομειακό σκούφο. Το γεγονός ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος, και ιδίως μια λογική νεαρή γυναίκα σαν την Πόλυ Πέτιτ, θα μπορούσε να με πάρει στα σοβαρά ή να πιστέψει έστω και στο ελάχιστο ό,τι είχα να πω, παραμένει για μένα μέγα μυστήριο. Και όμως, να που αυτή η Πόλυ πασπάτευε τώρα το γόνατό μου, ενώ ο άντρας της, ανυποψίαστος και σκυμμένος τόσο πάνω απ’ το τιμόνι που η μύτη του ακουμπούσε σχεδόν στο παρμπρίζ, μας οδηγούσε με το παλιό σαν κολοκύθα αμάξι του προς το σπίτι, διασχίζοντας αργά αυτή τη λαμπερή, μεταμορφωμένη νύχτα. Η Γκλόρια, που συνήθως πιάνει πουλιά στον αέρα, δεν πρόσεξε τίποτα. ή μήπως γελιέμαι; Με την Γκλόρια δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος. Αυτό είναι, άλλωστε, που την κάνει τόσο ξεχωριστή. Τέλος πάντων, το βράδυ εκείνο δεν συνέβη κάτι άλλο. Θέ-


BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 27

27

λω, όμως, να γίνει κατανοητό και να καταγραφεί στα πρακτικά ότι η Πόλυ πραγματοποίησε την πρώτη ουσιαστική κίνηση, με το μοιραίο χάδι στο γόνατό μου, εφόσον το ξαναμμένο φλερτ που της έκανα εγώ νωρίτερα, στο τραπέζι, δεν ήταν παρά λόγια και όχι πράξεις – το βράδυ εκείνο δεν την ακούμπησα ούτε με το μικρό μου δαχτυλάκι, κύριε δικαστά, τ’ ορκίζομαι. Όταν άπλωσα το χέρι και ψαχούλεψα να πιάσω το δικό της, αυτή αμέσως το αποτράβηξε και, δίχως να γυρίσει, έκανε ένα αρνητικό νεύμα του κεφαλιού, το οποίο εγώ εξέλαβα ως προειδοποίηση αλλά και ως επίπληξη. Βαθιά αναστατωμένος, όχι μόνο από το χάδι της αλλά κυρίως από την απόρριψή της, ζήτησα από τον Μάρκους να σταματήσει για να κατέβω, λέγοντας ότι ήθελα να διανύσω πεζή τον υπόλοιπο δρόμο, για να πάρω λίγο καθαρό αέρα. Η Γκλόρια μου έριξε μια μικρή ξαφνιασμένη ματιά –ποτέ δεν υπήρξα λάτρης των εξωτερικών χώρων, παρά μόνο στη ζωηρόχρωμη φαντασία μου–, αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Μάρκους σταμάτησε το αυτοκίνητο στη γέφυρα, πάνω από το αυλάκι του νερόμυλου. Βγήκα έξω, στάθηκα για ένα λεπτό, και, με το χέρι ακουμπισμένο στην οροφή του αυτοκινήτου, έσκυψα να καληνυχτίσω τον κύριο και την κυρία του, και ο Μάρκους κάτι μούγκρισε –ήταν ακόμα τσατισμένος με τον εαυτό του που είχε αργήσει τόσο να πάρει μπρος το αυτοκίνητο–, ενώ η Πόλυ κάτι είπε βιαστικά το οποίο δεν έπιασα, επιμένοντας να μη γυρίζει το κεφάλι να με κοιτάξει. Έφυγαν, με τον καπνό της εξάτμισης να αφήνει στην ατμόσφαιρα μια διαπεραστική, αλατώδη δυσωδία, κι εγώ άρχισα να προχωράω αργά ξοπίσω τους, διασχίζοντας το καμπουριαστό γεφυράκι, ενώ αχολογούσε καταπίνοντας νερό ο μύλος κάτω από τα πόδια μου και οι σκέψεις μου βρίσκονταν σε πλήρη σύγχυση στη θέα των δύο πίσω κόκκινων φαναριών που ξεμάκραιναν, όμοια με μάτια τίγρη που ολοένα οπισθοχωρεί. Ω, κι αν με καταβρόχθιζε!


28

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 28

Λοιπόν, επανερχόμενος στο θέμα του κλεψίματος, από πού να αρχίσω; Ομολογώ ότι ντρέπομαι γι’ αυτό το παιδιάστικο ελάττωμα –ας το πούμε ελάττωμα– και, ειλικρινά, δεν ξέρω γιατί κάθομαι και τα λέω σε σένα, ανύπαρκτε εξομολογητή μου. Το ηθικό ζήτημα εδώ είναι ιδιαίτερα λεπτό. Με τον ίδιο τρόπο που η τέχνη καταναλώνει τα υλικά της αφομοιώνοντάς τα ολοκληρωτικά στο έργο, όπως ισχυρίζεται ο Κόλινγκγουντ –ένας πίνακας καταπίνει τις μπογιές και τον καμβά, ενώ ένα τραπέζι είναι για πάντα το ξύλο από το οποίο κατασκευάστηκε–, έτσι και η πράξη, η τέχνη της κλοπής μετουσιώνει το κλεμμένο αντικείμενο. Με τον καιρό, τα περισσότερα αποκτήματα χάνουν την πατίνα τους, γίνονται μουντά και ανώνυμα· διά της κλοπής, επανέρχονται απότομα στη ζωή, ξαναπαίρνουν τη στίλβη της μοναδικότητας. Δεν κάνει χάρη, λοιπόν, ο κλέφτης στα αντικείμενα, με το να τα αναζωογονεί κατ’ αυτόν τον τρόπο; Με το να γυαλίσει τα θαμπωμένα ασημικά του κόσμου, δεν τον βελτιώνει; ελπίζω ότι εξέθεσα τα βασικά της υπόθεσής μου με επαρκή δύναμη και πειθώ. Το πρώτο πράγμα που έκλεψα ποτέ, το πρώτο που θυμάμαι να κλέβω, ήταν μια λαδομπογιά. Ναι, ξέρω, θα μου πείτε ότι ακούγεται πολύ εύκολο αυτό, ότι το λέω για να έρθει να δέσει με την επιθυμία μου να γίνω ζωγράφος – κι όμως. Η σκηνή του εγκλήματος ήταν το κατάστημα παιχνιδιών του Τζεπέτο, σε μια μικρή πάροδο της Οδού Αγίου Λωποδύτου – εντάξει, το παραδέχομαι, αυτά τα ονόματα τα επινοώ πάνω στην αφήγηση. Θα πρέπει να ήταν Χριστούγεννα, οπότε είχε σκοτεινιάσει από τις τέσσερις το απόγευμα, κι ένα αραχνοΰφαντο ψιλόβροχο έκανε τις γαλαζωπές πέτρες του πλακόστρωτου να γυαλίζουν. ήμουν μαζί με τη μητέρα μου. Μήπως θα ήταν σωστό να πω κάτι και γι’ αυτήν; Ναι, σαφώς: το δικαιούται. Τα χρόνια εκείνα –ήμουν γύρω στα εννέα με δέκα την εποχή για την οποία μιλάμε– δεν την έβλεπα τόσο σαν μητέρα όσο σαν μια καλόβολη μεγαλύτερη αδελφή, οπωσδήποτε πιο καλόβολη από την αδελ-


φή που ήδη είχα. Η μητέρα είχε πάντοτε ένα ύφος αφηρημένο, χαμένο σχεδόν, και ήταν σε γενικές γραμμές ανίκανη να διαχειριστεί την καθημερινότητα της ζωής, κάτι που οι άλλοι γύρω της έβρισκαν είτε εξοργιστικό είτε αξιαγάπητο ή και τα δύο. ήταν όμορφη, θεωρώ, μ’ έναν αιθέριο τρόπο, αλλά φρόντιζε ελάχιστα την εμφάνισή της, εκτός κι αν αυτή η φαινομενική ατημελησία ήταν μια καλοσκηνοθετημένη πόζα, παρόλο που δεν το πιστεύω. Ιδίως τα μαλλιά της τα άφηνε πάντοτε αχτένιστα. ήταν πυρρόξανθα και πλούσια αλλά η τρίχα τους πολύ λεπτή, σαν κάποιο σπάνιο είδος ξερών χόρτων, και σε κάθε σχεδόν ανάμνηση που έχω από αυτήν, την βλέπω να περνάει τα δάχτυλά της μέσα τους με μια αόριστη και ιλαροτραγική απελπισία. είχε κάτι το τσιγγάνικο η όψη της, πράγμα που προκαλούσε ντροπή και ενόχληση στα παιδιά της, με εξαίρεση εμένα, διότι στα δικά μου μάτια η υπόσταση και οι πράξεις της άγγιζαν την πλέον ανθρωπίνως δυνατή τελειότητα. Φορούσε υφαντά πουκάμισα και πλισέ λουλουδάτες φούστες, ενώ τους πιο ζεστούς μήνες κυκλοφορούσε ξυπόλυτη στο σπίτι, μερικές φορές και στον δρόμο ακόμα – θα πρέπει να την κουβέντιαζαν όλοι στη μικρή συντηρητική μας κοινωνία. είχε πανέμορφα βιολετιά μάτια, τα οποία έχω κληρονομήσει, αν και σε μένα πάνε στράφι. Όταν ήμουν μικρός, περνούσαμε πάντα υπέροχα οι δυο μας, και δεν θα με πείραζε καθόλου –υποψιάζομαι πως ούτε κι εκείνην– αν υπήρχαμε μονάχα εγώ κι αυτή στον κόσμο, δίχως τον πατέρα ή τα υπόλοιπα αδέλφια μου μες στα πόδια μας. Δεν ξέρω γιατί ήμουν το λατρεμένο της, πάντως ήμουν. Φαντάζομαι ότι δεν είχα προλάβει να ασχημύνω ακόμα, κι εξάλλου όλες οι μανάδες έχουν αδυναμία στο στερνοπαίδι τους, έτσι δεν είναι; Συχνά την έπιανα να με κοιτάζει επίμονα, με μάτια που έλαμπαν από προσμονή, λες κι επρόκειτο από στιγμή σε στιγμή να την καταπλήξω, πραγματοποιώντας κάποιο θαυματουργό τέχνασμα, ότι θα έκανα, ας πούμε, κατακόρυφο, στηριγμένος στο ένα χέρι, ή θα άρχιζα να τραγουδάω μια άρια ή θα έβγαζα χρυ-

29

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 29


30

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 30

σά πτερύγια στους καρπούς και τους αστραγάλους μου και θα πετούσα χαριτωμένα στον αέρα. είχα από πολύ νωρίς ανακοινώσει, με τον πιο βαρύγδουπο και μεγαλοπρεπή μου τρόπο, ότι σκόπευα να γίνω ζωγράφος –τι αντιπαθητικό μικρομέγαλο θα πρέπει να ήμουν– και φυσικά εκείνη το θεώρησε εξαιρετική ιδέα, αγνοώντας τα αγχώδη μουρμουρητά του πατέρα μου. Φυσικά, οι κοινές νερομπογιές και τα χρωματιστά μολύβια δεν αρκούσαν, όχι, το αγοράκι της έπρεπε να έχει τα καλύτερα, κι έτσι ξεκινήσαμε κατευθείαν για του Τζεπέτο, αφού ήταν ο μόνος στην πόλη που, απ’ όσο ξέραμε, διέθετε λαδομπογιές, καμβάδες και αληθινά πινέλα. Το κατάστημα ήταν ψηλοτάβανο κι όμως στενόχωρο, όπως πολλά από τα σπίτια και τα μαγαζιά της πόλης μας· οι πελάτες μάλιστα συνήθιζαν να κάνουν την είσοδό τους με το πλάι, αυθόρμητα ρουφώντας τις κοιλιές και στρέφοντας το πρόσωπο από την άλλη. Στα δεξιά υπήρχε μια σιδερένια στριφογυριστή σκάλα, η οποία, πίστευα πάντα, θα έπρεπε κανονικά να βγάζει σε έναν άμβωνα, ενώ οι τοίχοι είχαν ράφια με παιχνίδια μέχρι την οροφή. Τα ζωγραφικά είδη βρίσκονταν στο πίσω μέρος, σε ένα μικρότερο υπερυψωμένο δωμάτιο στο οποίο οδηγούσαν τρία απότομα σκαλιά. εκεί είχε ο Τζεπέτο και το γραφείο του, που ήταν επίσης ψηλό και στενό και θύμιζε στ’ αλήθεια άμβωνα, και από εκεί επόπτευε ολόκληρο το μαγαζί, κοιτώντας πάνω από τα γυαλιά του μ’ εκείνο το καλοσυνάτο, φωτεινό χαμόγελο, μες στο οποίο αστραποβολούσε σαν ξεγυμνωμένος κυνόδοντας η εύστροφη, ακούραστη επαγρύπνηση του γεννημένου πραγματευτή. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τζόνσον ή Τζέιμσον ή Τζίμσον, δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς, εγώ, όμως, τον έλεγα Τζεπέτο επειδή είχε άσπρες φουντωτές φαβορίτες και φόραγε κάτι γυαλιά δίχως σκελετό στην άκρη της λεπτής μακριάς του μύτης, με αποτέλεσμα να είναι φτυστός ο γερο-ξυλουργός όπως τον απεικόνιζε ένα μεγάλο εικονογραφημένο βιβλίο με την ιστορία του Πινόκιο που μου είχαν χαρίσει κάποια Χριστούγεννα.


επί τη ευκαιρία, θα μπορούσα να πω πολλά για το ξύλινο αγόρι και για τη λαχτάρα του να γίνει ανθρώπινο... ω, ναι, πάρα πολλά. Αλλά δεν θα το κάνω. Τα διάφορα χρώματα, σαν να τα βλέπω ακόμα μπροστά μου, ήταν εκτεθειμένα με ζηλευτή τάξη σε μια ξυλόγλυπτη βάση, που έμοιαζε με υπερμέγεθες στήριγμα για πίπες. Το μάτι μου καρφώθηκε κατευθείαν σ’ ένα παχύ σωληνάριο με λευκό του ψευδαργύρου. ήταν εντυπωσιακό το ότι το ίδιο το σωληνάριο έδειχνε φτιαγμένο από ψευδάργυρο, ενώ η λευκή ετικέτα είχε τη ματ, ξερή υφή του γύψου, μιας απόχρωσης που έκτοτε έρχεται πρώτη στις προτιμήσεις μου, όπως ήδη θα ξέρετε εφόσον είστε εξοικειωμένοι με τη δουλειά μου, πράγμα που ελπίζω να μη συμβαίνει. ενστικτωδώς, φρόντισα να κρύψω το ενδιαφέρον μου και δεν ήμουν, φυσικά, τόσο ανόητος, ώστε να πάρω το σωληνάριο και να το περιεργαστώ ή έστω να το αγγίξω. Υπάρχει ένας ιδιαίτερος, πλάγιος τρόπος παρατήρησης του επιθυμητού αντικειμένου, στον οποίο περιορίζεται ο κλέφτης στο πρώτο στάδιο της ενέργειάς του, όχι μόνο για λόγους στρατηγικής και ασφάλειας, αλλά επειδή η καθυστέρηση της επίτευξης του στόχου δυναμώνει την ευχαρίστηση, όπως γνωρίζει καλά κάθε ηδονοθήρας. Η μητέρα μου μιλούσε στον Τζεπέτο με το γνωστό φευγάτο ύφος της, κοιτώντας κάπου πέρα από το αριστερό αυτί του και παίζοντας αφηρημένα μ’ ένα μολύβι που είχε πάρει απ’ το γραφείο του, γυρνώντας και ξαναγυρνώντας το μες στα λεπτοκαμωμένα και όμως κάπως ανδρικά δάχτυλά της. Για ποιο πράγμα μπορεί να συζητούσαν αυτοί οι δυο τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι; Παρά τη μικρή μου ηλικία και την προχωρημένη δική του, κατάλαβα αμέσως ότι το γεροντόπαιδο είχε καταγοητευτεί από αυτό το αναμαλλιασμένο πλάσμα με τα διάφανα γαλάζια μάτια. Πρέπει να προσθέσω εδώ ότι η μητέρα μου ανέδιδε πάντοτε έναν ερωτισμό όταν συναναστρεφόταν το αντίθετο φύλο και δεν ξέρω αν το έκανε εσκεμμένα ή όχι. Πιστεύω πως αυτή ήταν η α-

31

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 31


32

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 32

χλή της αοριστίας της, το ελαφρώς φαντασιόπληκτο βλέμμα, το ονειροπόλο συνοφρύωμα, που μάγευε τους άντρες και τους έκανε να λιώνουν. Έτσι, λοιπόν, βρήκα κι εγώ την ευκαιρία μου. Όταν έκρινα ότι είχε αποκοιμίσει αρκετά τον ηλικιωμένο μαγαζάτορα με τα θέλγητρά της, άπλωσα τη δαγκάνα μου και –τσακ!– η μπογιά βρισκόταν ήδη στην τσέπη μου. Μπορείτε να φανταστείτε πώς ένιωθα, ο φόβος είχε δέσει έναν καυτό κόμπο στο λαρύγγι μου, η καρδιά μου βροντοχτυπούσε. Ταυτόχρονα, όμως, με κρυφοπλημμύριζε κι ένα σφοδρό αίσθημα θριάμβου. ήταν τέτοια η έξαψη που πάλευα να καταπνίξω, ώστε νόμιζα ότι τα μάτια μου θα πεταχτούν από τις κόγχες τους, ότι τα μάγουλά μου θα σκάσουν από το πολύ φούσκωμα. Πιστέψτε με, όταν πρόκειται για την πρώτη τους φορά, κλοπή και έρωτας έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους. Πόσο ερεθιστικά δροσερό ήταν το σωληνάριο εκείνο και πόσο θεσπέσιο το βάρος του, σαν να είχε κατασκευαστεί από κάποιο εξωγήινο υλικό και να είχε προσγειωθεί εδώ, προερχόμενο από έναν μακρινό πλανήτη στον οποίο η δύναμη της βαρύτητας ήταν χίλιες φορές ισχυρότερη απ’ ό,τι στον δικό μας. Καθόλου δεν θα ξαφνιαζόμουν αν έσκιζε την τσέπη του παντελονιού μου, άνοιγε μια τρύπα στο πάτωμα και εκτινασσόταν προς τα έγκατα της γης, για να βγει από την άλλη μεριά, στην Αυστραλία, αποσβολώνοντας τους Αβορίγινες και τρομάζοντας τα καγκουρό. εκείνο που περισσότερο με εντυπωσίασε σε αυτό που είχα μόλις κάνει, ήταν, θαρρώ, η ταχύτητά του. Δεν εννοώ μονάχα τη σβελτάδα της πράξης καθαυτής, παρόλο που υπήρχε κάτι το απόκοσμο, το μαγικό, στη φαινομενικά ακαριαία μετατόπιση του σωληνάριου από την ξυλόγλυπτη βάση στην τσέπη μου. Σκέφτομαι αυτά τα σωματίδια Γκόντλι για τα οποία τόσα ακούμε τώρα τελευταία, και τα οποία τη μια στιγμή βρίσκονται σε ένα μέρος και την επόμενη σε ένα άλλο, στην άλλη άκρη του σύμπαντος, χωρίς κανείς να ξέρει πώς βρέθηκαν από δω εκεί.


Έτσι συμβαίνει πάντα και με μια κλεψιά. Θα έλεγε κανείς ότι διά της υφαρπαγής του ένα αντικείμενο αυτομάτως διπλασιάζεται: γίνεται αυτό που προηγουμένως ανήκε σε κάποιον άλλο, καθώς και αυτό, το όχι απολύτως πανομοιότυπο, που τώρα ανήκει σ’ εμένα. Δίχως να θέλω να ακουστώ ανευλαβής, είναι ένα είδος, πώς να το πω, ένα είδος μετουσίωσης. Γιατί εκείνη η πρώτη φορά μου χάρισε μια αίσθηση ιερού σχεδόν δέους, κι ακόμα μου χαρίζει, κάθε φορά. Αυτή είναι η κατανυκτική πλευρά της υπόθεσης· η ανίερη πλευρά της είναι, περιέργως, πιο μεταφυσική. Με είχε πάρει είδηση ο Τζεπέτο; είχα τη φρικτή υποψία ότι, όσο κι αν τον είχαν μαγέψει τα θαλασσιά μάτια της μητέρας μου, έστω κι αν δεν εστίαζαν εκατό τοις εκατό επάνω του, αυτός είχε δει το χέρι μου που πεταγόταν και τα δάχτυλά μου που άδραχναν εκείνο το λαχταριστό παχουλό γυαλιστερό σωληνάριο λαδομπογιάς και το έχωναν επιδέξια στην τσέπη μου. Έκτοτε, όποτε έμπαινα στο κατάστημά του –κι έμελλα να επιστρέφω εκεί πολλές φορές στα επόμενα χρόνια–, εκείνος μου χαμογελούσε πάντα, όπως πίστευα, μ’ έναν τρόπο ιδιαίτερο, πονηρό, όλο νόημα. «Βρε, καλώς τον μικρό μας ζωγράφο!» αναφωνούσε, βγάζοντας ένα πνιχτό γελάκι μέσα από τα γκρίζα τριχωτά ρουθούνια του. «Ο Λεονάρντο της πόλης μας!» εκείνη την πρώτη φορά είχα νιώσει τέτοια ευφορία που δεν μ’ ένοιαζε καθόλου αν ήξερε τι είχα κάνει, παρ’ όλα αυτά, όμως, ήταν το μόνο άτομο από το οποίο φρόντισα να μην ξανακλέψω ποτέ. Πώς λογοδότησα για κείνη την ακριβή λαδομπογιά που η μητέρα μου γνώριζε ότι δεν είχε αγοράσει στου Τζεπέτο; Μπορεί να ήταν ονειροπαρμένη, αλλά με το πορτοφόλι της ήταν ανέκαθεν πολύ προσεκτική. Το να εξηγήσεις τη μυστήρια και αιφνίδια απόκτηση ενός άγνωστου αντικειμένου παρουσιάζει πάντα δυσκολίες, όπως θα σας πει κάθε χομπίστας κλέφτης –χομπίστας, διότι στην ουσία πρόκειται για μια δραστηριότη-

3 – Η μπλε κιθάρα

33

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 33


34

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 34

τα αισθητικού ή και ερωτικού ακόμα χαρακτήρα–, όμως, θα έρθουμε σύντομα σε όλα αυτά, αν βρω το κουράγιο. Όλα εξαρτώνται από την ταχυχειρία –εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού είναι ο παπάς–, κι εξελίχθηκα πράγματι πολύ γρήγορα σε επιτήδειο ταχυδακτυλουργό του σουφρώματος. Οι άνθρωποι είναι, σε γενικές γραμμές, αφηρημένοι, αλλά ο κλέφτης ποτέ. Παρακολουθεί και περιμένει κι ύστερα χτυπάει. Σε αντίθεση με τον επαγγελματία διαρρήκτη, με το μαυρόασπρο ριγέ μπλουζάκι και τη γελοιωδώς υποτυπώδη μάσκα, ο οποίος επιστρέφει χαράματα απ’ τη δουλειά και ρίχνει γεμάτος περηφάνια το περιεχόμενο του τσουβαλιού του στον πάγκο της κουζίνας για να το θαυμάσει η μισοκοιμισμένη γυναίκα του, εμείς οι καλλιτέχνες της κλοπής οφείλουμε να κρύβουμε την τέχνη μας και τις ανταμοιβές της. «Πού την βρήκες αυτή την πένα;» θα μας ρωτήσουν –ή αυτή την καρφίτσα, την ταμπακιέρα, την αλυσίδα ρολογιού και ούτω καθεξής– «Πότε την αγόρασες και δεν θυμάμαι;». Ο πρώτος κανόνας της απόκρισης είναι να μην απαντάς ποτέ αμέσως, παρά να αφήνεις να περάσουν δυο τρία δευτερόλεπτα· ο δεύτερος, να δείχνεις κι εσύ ο ίδιος κάπως αβέβαιος σχετικά με την προέλευση του εν λόγω αποκτήματος· ο τρίτος, και σημαντικότερος: να μην επιχειρείς ποτέ να είσαι αναλυτικός, γιατί τίποτα δεν φουντώνει τη σπίθα της υποψίας όσο ο πλούτος λεπτομερειών που προσφέρονται απλόχερα. Κι έπειτα... Όμως, προτρέχω του εαυτού μου· η καρδιά του κλέφτη είναι ανυπόμονο όργανο, κι ενώ ο φίλος μας επιζητεί ενδόμυχα την εξιλέωση, ταυτόχρονα του είναι αδύνατο να μην κοκορεύεται για τα κατορθώματά του. Ο πατέρας μου, όπως ανέφερα, δεν ενέκρινε το καινούργιο μου χόμπι, γιατί έτσι το έβλεπε –για τη ζωγραφική, μιλώ– και εξακολούθησε να μην το εγκρίνει ακόμα και όταν μεγάλωσα κάπως κι άρχισα να κερδίζω, από τον πρώτο κιόλας καιρό, ποσά διόλου ευκαταφρόνητα για τις πινελιές μου. Στην αρχή σκε-


φτόταν τα έξοδα, γιατί κι εκείνος έβγαζε τον επιούσιο στο περιθώριο της βιομηχανίας της τέχνης, και οπωσδήποτε γνώριζε πόσο κόστιζαν οι λαδομπογιές, οι καμβάδες, οι καλοί χρωστήρες. είμαι, ωστόσο, πεπεισμένος ότι ο ενδοιασμός του δεν πήγαζε παρά από τον φόβο του αγνώστου. Ο γιος του, καλλιτέχνης! ήταν το τελευταίο πράγμα που θα περίμενε, και ό,τι δεν περίμενε τον πανικόβαλλε. Ο πατέρας μου. Πρέπει κι αυτόν να τον σκιαγραφήσω; Ναι, πρέπει, για να είμαι δίκαιος. ήταν ένας ταπεινός άνθρωπος, ξερακιανός, εξαϋλωμένος σχεδόν –προφανώς εγώ αποτελώ προϊόν αταβισμού–, με σκυφτούς ώμους κι ένα στενόμακρο κεφάλι, όμοιο με λαξευτή λάμα πρωτόγονου τσεκουριού. Τύπος Μάρκους, τώρα που το σκέφτομαι, αν και λιγότερο εκλεπτυσμένος στην όψη, λιγότερο οσιομάρτυρας. είχε έναν ιδιόμορφο τρόπο να κινείται που θύμιζε μάντη, λες και οι αρθρώσεις του δεν ήταν γερά συνδεδεμένες η μια με την άλλη, με αποτέλεσμα να πρέπει αυτός να καταβάλλει διαρκή προσπάθεια ούτως ώστε να συγκρατεί τον σκελετό του στη θέση του κάτω από το δέρμα. Τα κοκκινοκάστανα μαλλιά μου είναι μάλλον το μοναδικό φυσικό χαρακτηριστικό που κληρονόμησα απ’ αυτόν. Έχω, ακόμα, τη δειλία του, την τάση του να φοβάται για μικροπράγματα. Από πολύ νωρίς ανέπτυξα μια απηυδισμένη περιφρόνηση γι’ αυτόν – πράγμα το οποίο με στενοχωρεί τώρα, που είναι πια αργά δυστυχώς για να επανορθώσω. ήταν καλός με τη μητέρα μου και μ’ εμένα και τα άλλα παιδιά, έτσι πίστευε. εκείνο που δεν μπορούσα να του συγχωρήσω, ήταν το άθλιο γούστο του. Κάθε φορά που ήμουν αναγκασμένος να μπω στο μαγαζί του, το χείλι μου στράβωνε περιφρονητικά από μόνο του, όπως εκείνα τα παλιά πλαστρόν πουκαμίσων από σελιλόιντ. Πόσο σιχαινόμουν, και ως παιδί, τις αμέτρητες γκραβούρες με τους δακρυσμένους μπόμπιρες ή τα γατάκια που παίζουν με μπάλες μαλλιού, με τα σκιερά ξέφωτα και τα κερασφόρα ελάφια των λαγκαδιών, και –το υπέρτατο αντικείμενο του μίσους μου– εκείνο

35

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 35


36

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 36

το πορτρέτο, κεφάλι και μπούστο, σε φυσικό μέγεθος, μιας στοχαστικής Ασιάτισσας καλλονής με πράσινη επιδερμίδα, μέσα στη χρυσή κορνίζα του που έτσι όπως κρεμόταν μεγαλειωδώς πάνω από το ταμείο, ήταν αδύνατο να μην το δεις. Δεν συζητήθηκε ποτέ η πιθανότητα να φιλοξενήσει έργα δικά μου – ποτέ δεν το ζήτησε ούτε κι εγώ προσφέρθηκα. Φανταστείτε, λοιπόν, την έκπληξή μου, συνοδευμένη από κάποια δυσαρέσκεια, όταν, την επομένη του θανάτου του, καθώς ψαχούλευα τα συρτάρια του, ανακάλυψα έναν φάκελο από λινάτσα που θα πρέπει να είχε ο ίδιος φτιάξει, μέσα στο οποίο είχε φυλάξει ένα πορτρέτο μου της καημένης της μητέρας στο νεκροκρέβατό της. Σκίτσο με κιμωλία πάνω σε ωραίο κρεμ χαρτί Fabriano. Δεν ήταν κακό, για έργο αρχαρίου. Όμως, το γεγονός ότι το είχε κρατήσει τόσα χρόνια, και μάλιστα σε ειδικό φάκελο, ε, αυτό ήταν αναπάντεχο. Έχω ώρες ώρες την υπόνοια ότι μου διαφεύγουν πολλά πράγματα στην καθημερινή ροή των γεγονότων. Για μισό λεπτό, σκέφτηκα κάτι. είναι σωστό να θεωρώ εκείνο το σωληνάριο του Τζεπέτο ως το πρώτο μου κλοπιμαίο; Υπάρχουν λογιών λογιών κλεψιές, από τις πιο παράδοξες μέχρι τις πιο υστερόβουλες, αλλά για μένα μονάχα μία μετράει, κι αυτή είναι η τελείως άχρηστη κλεψιά. Τα αντικείμενα που ξαφρίζω δεν πρέπει να μπορούν να τεθούν σε πρακτική χρήση, όχι από μένα τουλάχιστον. Όπως ανέφερα και στην αρχή, δεν κλέβω για το κέρδος –εκτός κι αν αυτό το κρυφό ρίγος της ευδαιμονίας που μου χαρίζει η πράξη της κλοπής μπορεί να θεωρηθεί υλική απολαβή–, ενώ εκείνο το σωληνάριο της λαδομπογιάς όχι μόνο το ήθελα αλλά το χρειαζόμουν κιόλας, όπως ήθελα και χρειαζόμουν την Πόλυ και αναμφίβολα το χρησιμοποίησα επαρκώς – ωπ! Αυτό για την Πόλυ μου ξέφυγε ή μάλλον παρείσφρησε απροσδόκητα στην κουβέντα. Υποθέτω, όμως, ότι αληθεύει. Πράγματι την έκλεψα, την βούτηξα σε μια στιγμή που ο άντρας της δεν κοίταζε και την έχωσα στην τσέπη μου. Ναι, έκλεψα την Πόλυ· υφάρπαξα την Πόλυ. Την χρη-


BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 37

Κατέβηκα μόλις από τη σκεπή. Ουφ! Η θύελλα ξεκόλλησε το πρωί πεντέξι πλάκες και τις πέταξε κάτω, όπου έγιναν κομμάτια, και τώρα μπάζει βροχή απ’ το ταβάνι σ’ ένα από τα πίσω υπνοδωμάτια, ενώ ένας θεός ξέρει τι χάος έχει ήδη προκαλέσει στη σοφίτα. Το σπίτι έχει μόνο έναν όροφο κι έτσι η στέγη δεν είναι δα τόσο ψηλά, είναι, όμως, εξαιρετικά επικλινής και ούτε ξέρω τι μ’ έπιασε να αναρριχηθώ εκεί πάνω, ιδίως μ’ αυτόν τον παλιόκαιρο. εκεί που σκαρφάλωνα όπως όπως από πλάκα σε πλάκα, παραπάτησα, έπεσα μπρούμυτα και σίγουρα θα γλιστρούσα σαν σε τσουλήθρα και θα προσγειωνόμουν στο έδαφος, αν δεν πρόφταινα να αρπαχτώ με τις άκρες των δαχτύλων από την οριζόντια δοκό. Τι θέαμα θα πρέπει να παρουσίαζα, αν με έβλεπε κανείς από μια μεριά, έτσι όπως σπαρτάραγα κι αγκομαχούσα σαν ακρωτηριασμένο σκαθάρι, τινάζοντας πέρα δώθε τις κοντόχοντρες κνήμες μου όσην ώρα τα δάχτυλα των ποδιών μου έψαχναν απεγνωσμένα από κάπου να γαντζωθούν στις γλιστερές πλάκες. Αν είχα πέσει στο τσιμέντο, στην πίσω αυλή, θα έκανα άραγε γκελ; Τελικά, κατάφερα να ηρεμήσω κάπως τον εαυτό μου κι έμεινα για λίγο ακίνητος, σφίγγοντας ακόμα τη δοκό με τα ξεπαγιασμένα μου ακροδάχτυλα που είχαν αρχίσει να μουδιάζουν απ’ τη βροχή που τα

37

σιμοποίησα επίσης, και άσχημα μάλιστα, την ξεζούμισα απ’ όσα είχε να προσφέρει, κι έπειτα το ’βαλα στα πόδια εγκαταλείποντάς την. Φανταστείτε τώρα το τρέμουλο της ντροπής που με διαπερνά, φανταστείτε δυο γροθιές, τις χοντρές δικές μου, να χτυπούν μάταια ένα στήθος. Αυτό είναι το πρόβλημα με την ενοχή, ένα από τα προβλήματά της: δεν μπορείς ποτέ να ξεγλιστρήσεις από τη ματιά της· με ακολουθεί παντού, στο δωμάτιο, στον κόσμο ολόκληρο, σαν το διάσημο, το περίσκεπτο και γεμάτο αλαζονική γνώση βλέμμα των πρησμένων ματιών της Τζοκόντας.


38

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 38

κατάβρεχε, ενώ από πάνω έκοβαν βόλτες χλευάζοντάς με κάτι κοράκια. Ύστερα, κλείνοντας τα μάτια και με τη σκέψη ότι καλά θα έκανα να προσευχηθώ, χαλάρωσα το κράτημά μου κι αφέθηκα να συρθώ αργά αλλά με θόρυβο στη γερτή επιφάνεια, ώσπου τα δάχτυλα των ποδιών μου, κουλουριασμένα καθώς ήταν μες στα τσακισμένα πλέον παπούτσια, συνάντησαν την ευλογημένη υδρορροή που ανέκοψε το κατρακύλισμά μου. Μετά από μια σύντομη ανάπαυση, κατόρθωσα να σηκωθώ, να κινηθώ άτσαλα και πλαγίως στα τέσσερα κατά μήκος του γείσου της σκεπής –απορώ πώς δεν υποχώρησε το λούκι κάτω από το βάρος μου–, με τον χοροπηδηχτό, στριφογυριστό βηματισμό ουρακοτάγκου, βγάζοντας μικρά σκουξίματα τρόμου, και να κατακτήσω το σχετικά ασφαλές προπύργιο της ψηλής, τούβλινης καμινάδας που προεξέχει από τη βορειοδυτική γωνία της στέγης – ή μήπως είναι η νοτιοανατολική γωνία; Μεγάλη βλακεία που ανέβηκα εκεί πάνω εξαρχής. Θα μπορούσα να έχω πέσει, να έχω μείνει σέκος και να μη με ανακάλυπταν παρά βδομάδες αργότερα. εκείνα τα κοράκια θα είχαν άραγε στο μεταξύ ξεριζώσει τα έκπληκτα, εμβρόντητα μάτια του πτώματός μου; Δεν ξέρω γιατί ήρθα εδώ – εννοώ εδώ, σε αυτό το σπίτι. εδώ μεγάλωσα, εδώ υπήρξε το παρελθόν. Μήπως είμαι σαν το πληγωμένο κουνέλι που σέρνεται πίσω στο λαγούμι του; Όχι, δεν ταιριάζει η παρομοίωση. εξάλλου, εγώ είμαι αυτός που κατάφερε πλήγματα σε άλλους, έστω κι αν δεν βγήκα ούτε ο ίδιος αλώβητος. Τέλος πάντων, τώρα βρίσκομαι εδώ, και δεν έχει νόημα να αναλογίζομαι γιατί επέλεξα αυτό το μέρος και όχι κάποιο άλλο. Κουράστηκα να αναλογίζομαι, σε τίποτα δεν ωφελεί. Όταν ήμουν μικρός, με φόβιζε το δάσος. Ω, μου άρεσε πολύ να περιπλανιέμαι, το σούρουπο ιδίως, κάτω από τον ψηλό σκιερό θόλο των φυλλωμάτων, ανάμεσα στα δενδρύλλια, στις φουντωτές φτέρες, τις μεγάλες βυσσινιές συστάδες των βατομουριών, όμως, πάντα φοβόμουν κιόλας, φοβόμουν τα άγρια


θηρία και άλλα πράγματα. ήξερα ότι εκεί μέσα κατοικούσαν ακόμα οι παλιοί θεοί, οι αρχαίοι δράκοι. Σήμερα κόβουνε δέντρα – τους ακούω από μακριά, από τα βάθη του δάσους. Άσχημος καιρός για τέτοια δουλειά. Άσε που δεν θα πρέπει να υπάρχει πια πολύ υλικό για ξυλεία. Όλη η γη εδώ γύρω βρίσκεται ακόμα στα χέρια της φατρίας των Χάιλαντ, παρόλο που έχει πλέον αποψιλωθεί από την αλλοτινή της πλούσια βλάστηση. Νιώθω τη γύμνια της όπως νιώθω και τη δική μου. Όπου να ’ναι θα φτάσουν κι ως εδώ πάνω οι υλοτόμοι και τότε θα σωριαστεί και το τελευταίο από τα αρχαία δέντρα. Μπορεί να με κόψουν κι εμένα μαζί. Άξιο τέλος αυτό, να συντριβώ με πάταγο. Οπωσδήποτε προτιμότερο από το να κουτρουβαλήσω από μια στέγη και να σπάσω τoν σβέρκο μου. Ο πατέρας μου έτρεφε μια άσβεστη περιφρόνηση για τους Χάιλαντ, τους οποίους ονόμαζε κοροϊδευτικά, όταν ήμασταν μεταξύ μας, Ούννους, λόγω των αλπικών τους καταβολών. Πριν από εκατό περίπου χρόνια, ο πρώτος των Χόχενγκρουντ, όπως ήταν αρχικά το επώνυμό τους, ένας Όττο από τη φάρα τους, εγκατέλειψε τα πανύψηλα και ρημαγμένα από τους πολέμους όρη της Αλπινίας και ήρθε να εγκατασταθεί εδώ. ήταν οι εποχές της αφθονίας, και οι μετονομασμένοι Χάιλαντ –κυριολεκτική μετάφραση του Χόχενγκρουντ, το πιάσατε;– έγιναν πολύ γρήγορα όχι μόνο ζάμπλουτοι γαιοκτήμονες, αλλά και κυρίαρχοι της τοπικής βιομηχανίας, αποκτώντας έναν στόλο από τάνκερ και δεξαμενές πετρελαίου στο λιμάνι της πόλης, οι οποίες προμήθευαν ολόκληρη τη διοικητική περιφέρεια. Η μακρόχρονη ηγεμονία τους έλαβε τέλος όταν ο κόσμος, ο νέοςπαλιός μας κόσμος όπως σφυρηλατήθηκε από το Θεώρημα του Γκόντλι, έμαθε να αντλεί ενέργεια από τους ωκεανούς και από τον ίδιο τον αέρα που αναπνέουμε. Ωστόσο, κι όταν δυσκόλεψαν γι’ αυτούς τα πράγματα, η οικογένεια κατάφερε να διατηρήσει τα κτήματά της, όπως και κάνα δυο μπαούλα με χρυσάφι, και το όνομα Χάιλαντ κάνει μέχρι και σήμερα κά-

39

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 39


40

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 40

ποιους από τους γεροντότερους πολίτες να βγάζουν ενστικτωδώς το καπέλο ή να σπεύδουν να υποκλιθούν. Ο πατέρας μου, πάντως, ποτέ. Μπορεί να ήταν χαμηλών τόνων άνθρωπος, αλλά έτσι κι έπιανε στο στόμα του τους αυτοτιτλοφορούμενους φεουδάρχες μας –η κατρακύλα των οποίων είχε μόλις αρχίσει όταν η δική του ολοκληρωνόταν– τον έβλεπες να γίνεται Τάταρος, όπως λένε εδώ οι ντόπιοι. Με πόση βδελυγμία τους καταριόταν, χτυπώντας άγρια τη γροθιά του στο τραπέζι και κάνοντας τα τσαγιερά να αναπηδούν και να κροταλίζουν, ενώ η μητέρα μου έπαιρνε ύφος ακόμα πιο ονειροπόλο και βύθιζε αφηρημένα τα δάχτυλα στην αετοφωλιά των μαλλιών της. Ωστόσο, παρά το μένος του, εμένα ποτέ δεν με έπειθαν αυτοί οι παροξυσμοί. Υποψιάζομαι ότι ο πατέρας μου δεν νοιαζόταν κατά βάθος καθόλου για τους Χάιλαντ και τους έβαζε στο στόχαστρο μόνο και μόνο για να έχει μια πρόφαση να φωνάζει και να βροντάει το τραπέζι, εκτονώνοντας έτσι λίγη από την απογοήτευση και την αίσθηση αποτυχίας που του κατέτρωγε τα σωθικά όλη του τη ζωή. Ο καημένος ο μπαμπάς. Θα πρέπει να τον αγαπούσα, με τον τρόπο μου, όποιος κι αν ήταν ο τρόπος αυτός. Την αντιπάθειά του ενέτεινε το γεγονός ότι το κατάλυμα στο οποίο μέναμε –στο οποίο καταλύαμε, για την ακρίβεια– ήταν ιδιοκτησία αυτών των περιώνυμων Χάιλαντ, οι οποίοι μας το νοίκιαζαν με τον χρόνο. Τι μαύρη σιωπή που έπεφτε σε όλο το σπίτι όταν ερχόταν η στιγμή, την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου, που ο πατέρας μου φορούσε το καλύτερό του κοστούμι από γυαλιστερό μπλε σερζ κι έφευγε μουρμουρίζοντας εκνευρισμένος για την πόλη και τα γραφεία των Φ. Ξ. ρεκ και Υιού, δικηγόρων, κτηματομεσιτών και συμβολαιογράφων, για να αιτηθεί, σαν αλλοτινός αγρότης ή υποτελής, την επίσημη ανανέωση της μίσθωσης. Η έπαυλη, στης οποίας την πύλη ήταν χτισμένο αυτό το σπίτι, είχε αποκτηθεί τον προηγούμενο αιώνα από εκείνον τον πρώτο Όττο Χόχενγκρουντ. Όταν μέναμε ε-


μείς εκεί, το μεγάλο αρχοντικό ανήκε σε έναν από τους αναρίθμητους απογόνους του Όττο, έναν κάποιον Ουρς, που είχε πράγματι όψη αρκούδας και που τους καλοκαιρινούς μήνες κυκλοφορούσε, σας τ’ ορκίζομαι, με δερμάτινα παντελόνια. Καμιά φορά, στο δάσος, έπαιρνε το μάτι μου τα παιδιά του, κάτι ντελικάτα, ξανθόμαλλα πλάσματα, με ύφος, όμως, αλαζονικό. Σε μια περίσταση που έχει μείνει αλησμόνητη, ένα από αυτά, ένα κοριτσάκι με τυλιχτές πλεξούδες στ’ αυτιά και προγναθισμό με κατηγόρησε ως καταπατητήρεν και με χτύπησε στο πρόσωπο με μια βέργα. Μπορείτε να φανταστείτε την οργή του πατέρα μου όταν αντίκρισε τη χαρακιά στο μάγουλό μου κι έμαθε τι την είχε προκαλέσει. Μερικές φορές, όμως, και οι ισχυροί τιμωρούνται, κι έτσι το επόμενο φθινόπωρο, το ίδιο αυτό κοριτσάκι κατακρεουργήθηκε από λύκο, τον έναν από τους δυο εξημερωμένους υποτίθεται λύκους που είχε φέρει ο πατέρας της, το δίχως άλλο από νοσταλγία για τους τρομερούς δρυμώνες και τα ορεινά οχυρά της πάτριας γης. Ο λύκος είχε βγει από τη φωλιά του και είχε επιτεθεί στη μικρή την ώρα που αυτή μάζευε μούρα σε ένα λαγκάδι, πολύ κοντά στο σημείο που με είχε ραβδίσει τη μέρα εκείνη. Ο πατέρας μου προσποιήθηκε ότι είχε σοκαριστεί όπως όλοι οι άλλοι με αυτό το φρικιαστικό περιστατικό, αλλά ήταν φανερό, σ’ εμένα τουλάχιστον, ότι βαθιά μέσα του ένιωθε ικανοποιημένος επειδή είχε αποδοθεί, δυσανάλογα ομολογουμένως, δικαιοσύνη. Ποιο να ήταν, άραγε, το θέμα του πρώτου μου πίνακα; Αδύνατον να θυμηθώ. Κάποια ποιμενική σκηνή, υποθέτω, με φυλλωσιές, φράχτες και αγελαδίτσες, πεταμένα όλα πάνω στον καμβά δίχως προοπτική, κάτω από έναν ολοστρόγγυλο ήλιο σαν κρόκο αβγού. Δεν το λέω ειρωνικά. Στην αρχή ήμουν πράγματι απόλυτα ευχαριστημένος με τις ακατέργαστες ζωγραφιές και τα πασαλείμματά μου, αν κι αυτή η ευχαρίστηση δεν σε πάει, βεβαίως, πουθενά. Νομίζω ότι περνούσα περισσότερο χρόνο στο θησαυροφυλάκιο του Τζεπέτο παρά μπροστά στο καβα-

41

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 41


42

BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 42

λέτο μου – ναι, η μητέρα μού είχε αγοράσει καβαλέτο όπως και παλέτα, οι ελλειπτικές καμπύλες της οποίας μου προξενούσαν, κι εξακολουθούν να μου προξενούν, γιατί την έχω ακόμα, μια μύχια ερωτική ανατριχίλα. Η μυρωδιά της μπογιάς και οι απαλές τρίχες του πινέλου ήταν για μένα ό,τι ήταν οι βόλοι και τα αυτοσχέδια τόξα για τους συνομήλικούς μου. Άρα, δεν ήταν παρά ένα αθώο παιχνίδι όλο αυτό; Πιθανόν· κι όμως βάζω στοίχημα ότι δημιουργούσα καλύτερα έργα τότε, ως παιδί, απ’ ό,τι αργότερα, που άρχισα να θεωρώ τον εαυτό μου καλλιτέχνη και να αγχώνομαι. Θεέ μου, τι φρίκη να προσπαθώ να μάθω ακόμα και τα ουσιώδη! Να τα ξαναμάθω από την αρχή, εννοώ, όταν έληξε η μεγάλη ρέντα των ξένοιαστων χρόνων μου. Όλοι νομίζουν ότι είναι εύκολο πράγμα να είσαι ζωγράφος, αν πιάνει λίγο το χέρι σου, κατέχεις μερικούς βασικούς κανόνες και δεν πάσχεις από αχρωματοψία. Και είναι αλήθεια ότι η τεχνική πλευρά της υπόθεσης δεν είναι τόσο δύσκολη, καθαρά θέμα πρακτικής είναι, λίγη επιδεξιότητα απαιτεί. Η τεχνική διδάσκεται, με κόπο και με καθημερινή τριβή μαθαίνεται, αλλά όλο το υπόλοιπο, εκείνο που πραγματικά μετράει, από πού προέρχεται; Το φέρνουν από τον Έβδομο Ουρανό αφράτοι ερωτιδείς και ραίνουν τα κεφάλια των ολίγων εκλεκτών σαν τη χρυσή βροχή της Δανάης; Δεν το νομίζω. Μια πρώιμη ικανότητα είναι επώδυνα παραπλανητική. ήταν σαν να είχα κινήσει να ανηφορίζω μια καταπράσινη πλαγιά, κάπου στην ίδια την παλαιά Αλπινία, κόβοντας εντελβάις και απολαμβάνοντας το κελάηδημα του κορυδαλλού, αλλά όταν έφτασα στην κορυφή, βρέθηκα αποσβολωμένος μπροστά σε ένα τρομακτικό πανόραμα οροσειρών με χιονισμένες βουνοκορφές, η καθεμιά ψηλότερη από την προηγούμενη, που εκτείνονταν ως εκεί που έφτανε το μάτι στα ομιχλιασμένα βάθη ενός ουρανού φιλοτεχνημένου λες από τον Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, και που όλες με καλούσαν να τις αναρριχηθώ. Θα μπορούσα ίσως να κολακεύσω τον εαυτό μου, λέγοντας ότι για να αναγνωρίσω από


BANVILLE GUITAR sel_DDDD final_Layout 1 26/04/2016 4:21 ΜΜ Page 43

Λίγες ώρες μετά, ανάγκασα τον εαυτό μου να πάει μια βόλτα. Δεν είναι κάτι που κάνω συχνά, επειδή δεν είναι κάτι που κάνω καλά. Ακούγεται παράλογο αυτό, το ξέρω – πώς διαχωρίζεται ο τρόπος που κάνεις μια βόλτα σε καλό και κακό; Το περπάτημα είναι περπάτημα, θα πείτε. Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι το ίδιο το περπάτημα, αλλά το να βγεις να περπατήσεις, κάτι που, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί την πιο ανώφελη και αναμφίβολα την πιο αόριστη από όλες τις ανθρώπινες ενασχολήσεις. είμαι εξίσου πρόθυμος με οποιονδήποτε άλλον, ίσως και πιο πρόθυμος, να γευτώ τις ομορφιές που μας προσφέρει τόσο απλόχερα και σε τόση πληθώρα η Μητέρα Φύση, μονάχα, όμως, σαν μια περιστασιακή τέρψη, στα διαλείμματα της καθημερινότητας. Το να βγω από το σπίτι μόνο και μόνο για να βρεθώ έξω, στον καθαρό αέρα, κάτω από τον απέραντο ουρανό του Θεού και όλα τα σχετικά, μου φαίνεται κιτς. Φταίει, μάλλον, που δεν μπορώ να το κάνω με φυσικότητα, δίχως να το σκέφτομαι – αυτό εννοούσα όταν είπα ότι δεν το κάνω καλά. Τους άλλους που συναντώ στον δρόμο, τους κοιτάζω με φθόνο. Πόσο ορεξάτοι βαδίζουν, φορώντας τις επιγονατίδες και τα αδιάβροχα μπουφάν τους, κραδαίνοντας ατρόμητα ε-

43

τόσο νωρίς τις δυσκολίες, σήμαινε ότι ήμουνα πολύ ώριμος για την ηλικία μου. Μια μέρα αντίκρισα ξαφνικά το πρόβλημα, κι έκτοτε τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Και ποιο ήταν το πρόβλημα; Το εξής: ότι εκεί έξω είναι ο κόσμος κι εδώ μέσα είναι η εικόνα του, και ανάμεσα στα δυο χάσκει η φονική χαράδρα. Για περιμένετε, όμως, συγχέω τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, την έχω εντελώς μπερδέψει. Η συγκεκριμένη ενόραση δεν ήρθε παρά πολύ αργότερα και όταν συνέβη, με τύφλωσε. Ίσως, λοιπόν, να μην ήμουν τελικά ένα τόσο οξυδερκές παιδί-θαύμα. Αυτή η σκέψη μού δίνει δύναμη, αν και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.