978 960 03 6048 6

Page 1

ΖΙΛ ΒΕΝΣΑΝ

ΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ ΠΡΟΤΟΥ ΧΑΡΑΞΕΙ P Αστυνομικό μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ

ΡΙΤΑ ΚΟΛΑΪΤΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Gilles Vincent, Trois Heures avant l’aube

Copyright Éditions Jigal, 2013. Published by arrangement with Agence litteraire Pierre Astier & Associés. All rights reserved © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2014 ©

Έτος 1ης έκδοσης: 2016 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6048-6


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

} ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Τρία γκελ πάνω στο νερό [ 13 ] ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Γραμμές σύγκλισης [ 167 ]



Στη Μισέλ Λ., την πολύτιμη φίλη μου



«Υπάρχουν κάποια νεκρά αστέρια που λάμπουν ακόμα γιατί το φως τους είναι αιχμάλωτο του χρόνου. Πού βρίσκομαι εγώ μέσα σ’ αυτό το φως που στην ουσία δεν υπάρχει;» Ν ΤΟΝ Ν ΤΕ Λ ΙΛΛΟ , Κοσμόπολις, 2003*

* Μτφρ. Θωμάς Σκάσσης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2004. (Σ.τ.Μ.)


Τα γεγονότα, τα λόγια, οι συμπεριφορές και οι σκέψεις που αποδίδονται σε πρόσωπα υπαρκτά είναι καθαρό αποκύημα της φαντασίας μου. Ζ ΙΛ Β ΕΝΣΑΝ


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Τρία γκελ πάνω στο νερό



1}

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου Μιρανσάχ, πρωτεύουσα του Ουαζιριστάν, στα βορειοδυτικά του Πακιστάν

Θ

νεκροί και ακρωτηριασμένοι. Χαίνουσες πληγές, χόνδροι, χάος. Θα υπάρχουν στάχτες και κόκαλα, κραυγές, κλάματα, σκόνη. Θα υπάρχει ο ουρανός, πάνω ψηλά, και ο ίλιγγος. Η βαθιά τρύπα στο χώμα, τα κομματιασμένα λάστιχα και οι μαυρισμένες λαμαρίνες. Στο μυαλό του, η αντίστροφη μέτρηση. Μετράει βήματα, ανθρώπινες φιγούρες γύρω του. Στην πλάτη του, τα λουριά απ’ το βαρύ σακίδιο τεζάρουν γύρω απ’ τους ώμους. Προχωράει μες στο πλήθος του πρωινού. Τα σαραβαλιασμένα ημιφορτηγά κορνάρουν περιτριγυρισμένα από πιτσιρικάδες με σανδάλια που πηδάνε γελώντας πάνω από τις βαθιές αυλακιές των τροχών και τους νερόλακκους. Η υπαίθρια αγορά της γειτονιάς απλώνεται στα σοκάκια, οι μουντοί μουσαμάδες προστατεύουν τους πάγκους απ’ το χιόνι που προμηνύεται. Κοντά στα πρώτα κιόσκια, μια περίπολος στέκει μπροστά από ένα θωρακισμένο όχημα. Κάτω από τα σταχτοπράσινα κράνη, τα βλέμματα φεύγουν απ’ τον έναν περαστικό στον άλλο, καρφώνονται στις φαρδιές κελεμπίες που κυματίζουν, στις μαύρες μαντίλες των γυναικών, ποτέ δεν ξέρεις. Με το δάχτυλο στη σκανδάλη, οι στρατιώτες μασουλάνε τσίχλα φράουλα, ανταλλάσσουν δυο-τρεις κουβέντες, αφήνουν την παγωμένη άχνα να τυλίξει το στόμα τους. Όπου να ’ναι ο χειμώνας θα κυριέψει την πόλη. Α ΥΠΑΡΧΟΥΝ

15


Ο άντρας ανοίγει ένα πέρασμα και κατευθύνεται αποφασιστικά προς την περίπολο. Γύρω από τους στρατιώτες, Πακιστανοί αστυνομικοί εκπαιδευμένοι από τους Αμερικανούς, σαστισμένοι μες στις θεόφαρδες στολές τους, κρατάνε το τουφέκι τους, σφιγμένοι και αδέξιοι. Λίγα μέτρα χωρίζουν τον άντρα απ’ το στόχο του. Καθισμένος στη σκεπή του οχήματος, ένας πεζοναύτης τον παρακολουθεί τώρα με το βλέμμα. Στηρίζει στον ώμο το πολυβόλο και του ουρλιάζει να σταματήσει. Ο άντρας πέφτει στα γόνατα, εξαφανίζεται ανάμεσα στα πόδια, στις σκούρες παραδοσιακές φορεσιές. Ο άλλος συνεχίζει να του φωνάζει πάνω απ’ το καμιόνι. Στο έδαφος, ο άντρας σίγουρα διακρίνει τις ρόδες του θωρακισμένου λίγα μέτρα μπροστά του. Ο στρατιωτικός σηκώνεται απότομα. Αμολάει μια ριπή προς τον ουρανό. Κραυγές, άνθρωποι που τρέχουν αλαφιασμένοι από δω κι από κει. Τα σαγόνια των στρατιωτών σταματάνε το μασούλημα, ο πεζοναύτης πάνω στη σκεπή σημαδεύει το πλήθος. Μες στην γκρίζα σκόνη, ο χρόνος μοιάζει μετέωρη στιγμή. Μια πορτοκαλιά μπάλα ταυτόχρονα με την έκρηξη. Εκκωφαντική, φουσκώνει και, σχεδόν αμέσως, συρρικνώνεται. Μια κόκκινη σφαίρα, σαν αστέρι που διαστέλλεται, κατακλύζει το χώρο για μερικά δευτερόλεπτα και παραχωρεί τη θέση της σ’ έναν πυκνό μαύρο καπνό που τον σκίζει ο αγέρας. Στο σημείο που ρίχτηκε ο νεαρός άντρας, άνοιξε ένας βαθύς κρατήρας. Μπροστά στο τουμπαρισμένο στρατιωτικό όχημα, τα κομματιασμένα σώματα Αμερικανών στρατιωτών γίνονται ένα με κείνα των Πακιστανών αστυνομικών. Ο καπνός διαλύεται. Από τα διπλανά σοκάκια, άνθρωποι τρέχουν, υψώνουν τα χέρια στον ουρανό, μετράνε τους νεκρούς. Κάπου μακριά, αντηχούν σειρήνες ενώ δύο θωρακισμένα οχήματα καταφθάνουν επιτόπου. Πεζοναύτες κατακλύζουν την 16


αγορά, σπρώχνουν τους ντόπιους με τους υποκόπανους. Τσιτωμένοι μες στα αλεξίσφαιρα γιλέκα τους, δημιουργούν μια περίμετρο ασφαλείας... Η εικόνα σβήνει πάνω στο λευκό τεντωμένο σεντόνι στο βάθος της μικρής αίθουσας. Σιωπή που ταράζεται ανεπαίσθητα απ’ το θόρυβο της μπομπίνας που γυρίζει στο κενό. Οι λαμπτήρες νέον σκορπίζουν το λευκό φως τους. Ο Καμέλ ανοιγοκλείνει τα μάτια του. Οι εικόνες πλημμυρίζουν το κεφάλι του, νιώθει το αίμα να χτυπάει τα μηνίγγια του. Ο Φαϊζάλ, ο ινστρούχτορας, σηκώνεται και απευθύνεται σε καμιά δεκαριά τζιχαντιστές που έχουν έρθει από την Ευρώπη, όπως κι αυτός. Η φωνή του Φαϊζάλ γλυκαίνει και καταλαγιάζει, κάθε βράδυ, μετά την ολοήμερη εκπαίδευση. Ο Καμέλ ενθουσιάζεται με τα λόγια που προσδιορίζουν με σαφήνεια τους εχθρούς του Ισλάμ. Ο κοντινός εχθρός, ο Εβραίος, ο υπαίτιος για όλα τα άδικα και μισητά πράγματα του κόσμου, και ο άλλος, ο μακρινός, ο Αμερικανός και όλη κείνη η βία και διαφθορά που σέρνει μαζί του. Το Ισλάμ είναι πρωτίστως ο αγώνας ενάντια στους εχθρούς του, και σε τούτη ακριβώς τη μάχη θα στρατευτούν στο εξής. Μετά από δυο μήνες εντατικής εκπαίδευσης, ο καθένας τους θα γυρίσει στο γενέθλιο τόπο του, θα προσευχηθεί για τον ιερό πόλεμο και θα περιμένει τις πρώτες οδηγίες. Του Καμέλ του αρέσει ν’ ακούει ότι άμα σκοτώνεις εχθρούς θ’ ανταμειφθείς την Ημέρα της Κρίσεως. Αυτό τον καθησυχάζει, διαλύει την αγωνία που, συχνά, τον κυριεύει τις νύχτες. Μετά την τελευταία προσευχή, ο Φαϊζάλ εξαφανίζεται από μια κρυφή πόρτα. Ο Ουαχίντ, που φιλοξενεί τον Καμέλ εδώ και πολλές βδομάδες, του γνέφει να βγει. Έξω, το κρύο έχει σκεπάσει για τα καλά την πόλη. Οι δυο 17


άντρες περπατάνε μέχρι τον πρώτο καφενέ, μια χαμοκέλα. Παρά τον παγωμένο αγέρα του βραδιού, κάθονται έξω στην πεζούλα, παραγγέλνουν καυτό τσάι. Στο τζάμι, η αντανάκλαση του προσώπου του, αδυνατισμένου. Η γενειάδα θα έδειχνε καλύτερα αν την έκοβε, αλλά τώρα υπάρχουν κανόνες και είναι αποφασισμένος να τους τηρήσει. Η ζωή του έχει αποκτήσει πια νόημα. Σιγά σιγά γίνεται ένας από αυτούς, μαθαίνει να συμπεριφέρεται και να σκέφτεται όπως αυτοί. Το απαιτεί η τζιχάντ. Προσεύχεται μαζί τους για να γαληνεύει όπως αυτοί, να ζει όπως αυτοί και να πεθάνει όπως αυτοί. Τώρα είναι αδέρφια... Ο Καμέλ χουχουλιάζει τα χέρια του και κοιτάζει τον ουρανό πάνω από τα βουνά. Αναπολεί τη Μασσαλία, τα σκονισμένα αναχώματα της πόλης του. Αύριο, θα πάρει το δρόμο των λαθραίων –βουβά μιλιούνια– που φεύγουν για την Ευρώπη. Σε κάθε σταθμό, θα τον αναλαμβάνει ένας σύνδεσμος, για μία ή περισσότερες νύχτες μέχρι τον επόμενο σταθμό. Ξέρει πως θα φτάσει κει πέρα σε δυο βδομάδες. Καθώς έφυγε απροειδοποίητα, χωρίς να πει σε κανέναν πού πήγαινε, φαντάζεται την ανησυχία όλων εκείνων που τον ψάχνουν στις γειτονιές, στα τζαμιά. Ίσως έχουν αναθέσει την έρευνα στην Αϊσά, την αδελφή του πατέρα του, την αστυνόμο της οικογένειας... Ο Ουαχίντ τον βγάζει από τις σκέψεις του, του δείχνει τον ουρανό, πάνω από την πόλη, τη λευκή γραμμή ενός αμερικανικού καταδιωκτικού βομβαρδιστικού που επιστρέφει στη βάση του, στον Ινδικό Ωκεανό. Ο Καμέλ ξαναβλέπει μπροστά του τα άψυχα σώματα της ταινίας που τους πρόβαλλαν, τις κουρελιασμένες στολές των τύπων από τη Μοντάνα ή το Τέξας. Συλλογιέται τούτα τα καθάρματα, τούτα τα αρπαχτικά, που μασάνε τσίχλα και χαμογελάνε σαν σταρ του σινεμά. Φαντάζεται ότι κάπου έχουν μια μάνα που γυρίζει στο σπιτικό της, φορτωμένη χαρτοσακούλες απ’ το συνοικιακό παντοπωλείο. Μια μάνα που καιροφυλα18


κτεί το βήμα του ταχυδρόμου, ένα σημάδι το βράδυ στον ουρανό. Μια μάνα που περιμένει. Προτού βρέξει τα χείλη του με το καυτό τσάι, ακολουθεί την ασημόχρωμη σκιά, ένα μικρό γυαλιστερό ραβδί, μετά βίας ορατό, του αμερικανικού αεροπλάνου που χάνεται στο νυχτερινό ουρανό.

19


2}

Σάββατο 24 Νοεμβρίου Βαλανσιέν

Τ

της αρέσει να λέει στους ανθρώπους που συναντάει για πρώτη φορά ή που δε γνωρίζουν την περιοχή, ότι μένει στη συνοικία Σας Ρουαγιάλ.* Το προφέρει μάλιστα χαριτωμένα και, με ύφος λίγο παιχνιδιάρικο, λίγο ανήσυχο, αδημονεί να δει στα μάτια των συνομιλητών της τη φευγαλέα εικόνα των κήπων του Ρονέλ ή μιας δασόφυτης εξοχής της Φλάνδρας... Το μοναδικό παράθυρο της κουζίνας, σαν παρμπρίζ χωρίς υαλοκαθαριστήρες. Οι σταγόνες γλιστράνε στο τζάμι, μικραίνουν και χάνονται στη διαφάνεια του γυαλιού. Τα παιδιά του πάνω ορόφου παίζουν μπίλιες στα πλακάκια του δωματίου τους. Μπίλιες πήλινες, μολυβένιες και γυάλινες που σου τρυπάνε τ’ αυτιά. Και η μαλακισμένη η μάνα τους ξέχασε να βγάλει τις ψηλοτάκουνες γόβες... Όταν είναι μόνη της, κάθε βράδυ, κάθε νύχτα, μόνη κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, η Σαμπρίνα κλείνεται στο τριάρι της που βρίσκεται στον έβδομο όροφο. Φτιάχνει καφέ, ανοίγει την τηλεόραση, παίρνει το κουτί με τα μπισκότα που αγόρασε στο συνοικιακό Lidl. Της αρέσουν επίσης οι κονσέρβες σκουμπρί με σάλτσα μουστάρδα, αλλά το αποκορύφωμα είναι όταν χλαπακιάζει με τα χέρια και ύστερα βουτάει την ψίχα στη σάλτσα μέχρι το τελευταίο ψίχουλο. Της Σαμπρίνας δεν της αρέσουν οι διαφημίσεις. Όταν προϊόντα που ποτέ της δε θα μπορέσει να αποκτήσει παρελαύνουν στην ΗΣ ΣΑΜΠΡΙΝΑΣ

* Λαϊκή υποβαθμισμένη συνοικία της Βαλανσιέν όπου ζουν πολλοί άνεργοι. Η ονομασία της (Chasse Royale: βασιλικός κυνηγότοπος) μοιάζει να ειρωνεύεται την πραγματικότητα. (Σ.τ.Μ.) 20


οθόνη, όταν μοντέλα με ονειρικά κορμιά πλασάρουν πανάκριβα αρώματα, αυτή χαμηλώνει τον ήχο και, σαν μουτρωμένη πιτσιρίκα, κολλάει τη μύτη της στο τζάμι και χαζεύει το πάρκινγκ. Μέχρι αργά το βράδυ, νεαροί μαστορεύουν σαράβαλα κάτω απ’ τη βροχή ενώ τύποι με αθλητικές φόρμες γυρίζουν παραπατώντας απ’ το μπαρ-προποτζίδικο. Κοντά στα καροτσάκια του μινιμάρκετ, ηλικιωμένοι ψαχουλεύουν στα σκουπίδια, ξετρυπώνουν συσκευασίες με ληγμένη ημερομηνία. Αργά τη νύχτα, τα λάστιχα των σκούτερ και των μεταχειρισμένων BMW στριγκλίζουν πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο. Κι ακόμα πιο αργά, η Σαμπρίνα ρίχνει μια ματιά στους φωσφορίζοντες δείκτες του ξυπνητηριού της, μετράει με τα δάχτυλα τις τέσσερις ώρες που της απομένουν για ύπνο πριν πιάσει τη σφουγγαρίστρα και πάρει σβάρνα τους διαδρόμους του πανεπιστημίου. Γυρίζει πλευρό για τελευταία φορά και, προτού βυθιστεί για τα καλά, ξαναβλέπει τις εικόνες της ημέρας στη γειτονιά, τα θλιβερά γεγονότα του μολυβένιου χειμώνα. Ιστορίες από ζωές μισοάδειες όπως τα ζεμπίλια των γυναικών που, μόλις ανοίξουν τα μαγαζιά, βγαίνουν για τα ψώνια τους κρατώντας σφιχτά τα λιγοστά τους κέρματα...

Η βροχή σφυροκοπάει ασταμάτητα την άσφαλτο. Γύρω απ’ τους γκρίζους νερόλακκους που οι οδηγοί προσπαθούν να παρακάμψουν, τα ρείθρα πλημμυρίζουν σαν υπερχειλισμένοι χείμαρροι. Η Σαμπρίνα Τιζόν μισανοίγει το συρόμενο παράθυρο της κουζίνας και πετάει τη γόπα της. Από τις τρεις παρά τέταρτο, σήμερα το απόγευμα, έχει καπνίσει σχεδόν ένα πακέτο. Τρεις παρά τέταρτο, η ώρα που ταχτοποιεί τον κουβά και τα σφουγγάρια της στο ντουλάπι με τα είδη καθαρισμού, η ώρα που φοράει το άνορακ και συναντάει τις συναδέλφισσές της που είναι μαζεμένες γύρω από τη μηχανή του καφέ. Η ώρα που ανάβουν τσιγάρο και κουβεντιάζουν για όλα και για τίπο21


τα, για τον μικρό της Καρίν που έχει ανεμοβλογιά, για τον Πιερ, τον άντρα της Ναντίν, που μόλις έχασε τη δουλειά του, και για τη Ροζ, που βρίζει σαν νταλικιέρης όταν η ομάδα της τρώει απανωτά γκολ. Η ώρα που γελάνε, σχεδόν στα μουλωχτά, με τα κρύα αστεία της Σοφί, η ώρα επίσης που χαμογελάνε για τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια τους, που κρυφακούνε τις φοιτήτριες στους διαδρόμους να μιλάνε για τα χειμερινά σπορ, τα τάμπλετ, τις εξεταστικές, τα αμφιθέατρα, τους καθηγητές. Τ’ ακούνε όλα αυτά θαρρείς κι είναι λόγια φερμένα από κάποια χώρα μακρινή. Μια γλώσσα ξένη και οικεία συνάμα, που προσχεδιάζει οδυνηρά το όμορφο μέλλον των άλλων... Τρεις, η ώρα που μπαίνει βιαστικά στο ασπρόμαυρο Clio της, ένα Night & Day που κοντεύει να κλείσει εικοσαετία. Η ώρα που ο κινητήρας ρετάρει προτού πάρει μπρος, που οι υαλοκαθαριστήρες αρχίζουν να πηγαίνουν πέρα-δώθε και το ραδιόφωνο ανοίγει μόνο του. Τρεις ακριβώς, η ώρα του σύντομου δελτίου ειδήσεων στο RTL: «Ο Ζαν-Μαρκ Ντικρουά υπέβαλε αίτηση αποφυλάκισης υπό όρους. Μέσω του δικηγόρου του ο Ντικρουά ζήτησε να εκτίσει την ποινή του εκτός φυλακής, υπό επιτήρηση με ηλεκτρονικό βραχιόλι. Η βελγική δικαιοσύνη θα αποφανθεί στα τέλη Ιανουαρίου του 2013...». Η Σαμπρίνα έκλεισε το ραδιόφωνο. Άρχισε ν’ αναπνέει αργά αργά, λες κι έπρεπε να εξοικονομήσει οξυγόνο. Πάρκαρε το αμάξι της, διέσχισε το πάρκινγκ μέχρι την είσοδο του κτιρίου Ι, μπήκε στο ασανσέρ και ύστερα διπλοκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος. Ήπιε καφέ, μια ολόκληρη καφετιέρα κατέβασε, και κάθισε στην κουζίνα, κοντά στο παράθυρο. Κοίταζε τον ουρανό, τα σύννεφα και τους στροβιλισμούς τους, παρατηρούσε τις απέναντι πολυκατοικίες, προσπαθούσε να φανταστεί τις ζωές των άλλων, να αρκεστεί στην ασήμαντη καθημερινότητά τους, τη δική τους, τη δική της. Ώρες ολάκερες πασχίζοντας να μη σκέφτεται, απωθώντας τα όλα, ώρες ολάκερες συγκρατώντας την επάνοδο του ζόφου και της θλίψης, τη θολή εικόνα με τους μικρούς λάκκους στον κήπο, τα ρουχαλάκια τα λερω22


μένα με χώμα, με σύμμαχο τη λήθη... Ώρες ολάκερες και αμέτρητα τσιγάρα μέχρις ότου πάει οχτώ το βράδυ, εμφανιστεί η φάτσα της διάσημης παρουσιάστριας του πρώτου καναλιού και πει τα πρώτα της λόγια. Τα πρώτα της λόγια για το Βέλγιο. Τα πρώτα της λόγια για να επιβεβαιώσει το ανείπωτο. Ή όχι. Και ήταν ναι.

Όταν, τον Αύγουστο του 1996, συνελήφθη ο Ζαν-Μαρκ Ντικρουά, η Σαμπρίνα γιόρταζε τα δεκαοχτώ της χρόνια. «Γιόρταζε», μεγάλη κουβέντα... Εκείνο το πρωινό, η Ντανί, η μάνα της, καθώς δεν άντεχε πια να τη βλέπει γκαστρωμένη με την κοιλιά στο στόμα, την άρπαξε από τα μαλλιά και την πέταξε στο πλατύσκαλο. Μια βαλίτσα απ’ το παράθυρο του τρίτου ορόφου, ένα Solex παλιό μοντέλο, χωρίς βέβαια να ξεχάσει τον Πομπόν, τον ασπρόμαυρο γάτο χωμένο μέσα σ’ ένα καλάθι. Με μια αποσκευή, ένα μοτοποδήλατο κι ένα γατί για προίκα, η Σαμπρίνα πέρασε έτσι στο στάδιο της ενηλικίωσης...

Κοιτάζει την παρουσιάστρια να ξεστομίζει μονότονα τις λέξεις που διαβάζει στο οτοκιού. Παρακολουθεί τις εικόνες αρχείου, τον Ντικρουά, τη σύλληψή του, το σκαμμένο κήπο και τους μικρούς λάκκους, την ανακάλυψη των πτωμάτων, τη σύντροφο και συνεργό του Ναντίν, που βγαίνει απ’ το περιπολικό με το πρόσωπο καλυμμένο. Κλείνει τα μάτια της, δεν ακούει πια το ρεπορτάζ. Σταματάει να παλεύει και αφήνει να ξεχυθούν οι αναμνήσεις, οι εικόνες του χρόνου, ενός χρόνου μακρινού, εικόνες από κείνες τις ταραγμένες ημέρες όπου η ζωή της απόκτησε νόημα.

Τέλη Αυγούστου του ’96, η Σαμπρίνα βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι της Κριστίν, μιας φίλης από τα χρόνια του γυμνασίου, από τα χρόνια των αποτυχημένων σπουδών κομμωτικής λόγω 23


του ιδρώτα, της ανυπόφορης μυρωδιάς, έτσι είχαν πει οι εξεταστές. Αύγουστος και Σεπτέμβρης στον καναπέ του σαλονιού, κοιτάζοντας την κοιλιά της να φουσκώνει και να μοιάζει με υδρόγειο σφαίρα, παρακολουθώντας την υπόθεση Ντικρουά στη μικρή οθόνη. Έκτακτα δελτία ειδήσεων, συζητήσεις, ρεπορτάζ, αστυνομικοί, έρευνες, εμπειρογνώμονες, ψυχίατροι. Η ιστορία των μικρών κοριτσιών που αργοπέθαναν μαρτυρικά κατακλύζει σιγά σιγά τα πάντα. Μελισά, Ζιλί, Λετισιά, Αν, Έφια, Σαμπίν. Άγνωστες πιτσιρίκες που επιστρέφουν στη ζωή της, γίνονται φίλες, αδελφές, κομματάκια του εαυτού της. Πληγές για πάντα μισάνοιχτες. Στις 17 Σεπτεμβρίου, στις τρεις και τέταρτο το απόγευμα, η Σαμπρίνα φέρνει στον κόσμο ένα κοριτσάκι στο οποίο δίνει αμέσως το όνομα Μελισά. Στις 20 Σεπτεμβρίου, στις πέντε παρά είκοσι το απόγευμα, η Σαμπρίνα, γυρίζοντας απ’ το μαιευτήριο, απιθώνει το καλάθι του μωρού στο τραπέζι της κουζίνας. Στο δυάρι της Κριστίν, διαμόρφωσαν μια γωνιά για το νεογέννητο. Το πρώτο βράδυ, η Σαμπρίνα δεν ξεκολλάει από την τηλεόραση, από τις εικόνες του Ντικρουά, των κακοποιημένων κοριτσιών. Θηλάζει τη μικρή μπροστά στην οθόνη, την κοιμίζει στο μοναδικό δωμάτιο, απ’ την άλλη μεριά του μεσότοιχου. Για να μη διαταράσσει η τηλεόραση τον ύπνο του παιδιού, η Σαμπρίνα φτιάχνει μπαλάκια με χαρτί υγείας και του τα χώνει στ’ αυτιά. Κάθε βράδυ. Αυτιά βουλωμένα στη στυγερότητα του κόσμου. Στις 20 Οκτωβρίου 1996, στις εφτά και τριάντα τέσσερα το πρωί, παίρνει το τρένο για τις Βρυξέλλες, συμμετέχει στη λευκή πορεία* του βελγικού λαού. Τριακόσιες χιλιάδες άνθρωποι,

* Marche Blanche: τον Οκτώβριο του 1996, μετά την υπόθεση Ντιτρού που συγκλόνισε το Βέλγιο, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες ντύθηκαν στα λευκά και κατέβηκαν στους δρόμους των Βρυξελλών για να εκφράσουν την καταδίκη της παιδοφιλίας και να ζητήσουν τη μεταρρύθμιση του ανεπαρκούς δικαστικού συστήματος. (Σ.τ.Μ.) 24


λουλούδια αμέτρητα όσα και τα δάκρυα. Η Σαμπρίνα αφήνεται να παρασυρθεί από την ανθρώπινη πλημμυρίδα που μοιάζει με ξεχειλισμένο ποτάμι που ξεστράτισε ξάφνου από την κοίτη του. Μέχρι το βράδυ, περπατάει, πιασμένη αγκαζέ με αγνώστους, μέχρι το βράδυ επαναλαμβάνει συνθήματα, ρυθμικά, δυνατά. Σε κάθε βήμα, σε κάθε διασταύρωση των βουλεβάρτων, νιώθει μέσα της κάτι να μεγαλώνει, να φουντώνει. Μέχρι το βράδυ, αφήνεται να παρασυρθεί, να παραδοθεί στη συλλογική συγκίνηση. Μέχρι να ξαναβρεί το σταθμό, το τρένο για τη Βαλανσιέν, τα βοσκοτόπια που διαδέχονται το ένα το άλλο, τις ισόπεδες διαβάσεις, τα χτισμένα με κοκκινότουβλα σπίτια που είναι στριμωγμένα γύρω από καμπαναριά. Ξαναβλέπει τον εαυτό της στο διάδρομο του τρένου, με το τζάμι κατεβασμένο, τον καπνό του τσιγάρου της να χάνεται στο ζεστό αγέρα της νύχτας. Ξαναβλέπει τον εαυτό της να χαμογελάει γιατί δεν είναι πια η ίδια. Μαμά της Μελισά, ασφαλώς, αλλά στο εξής και αδελφή της Ζιλί, της Αν και των άλλων. Για πρώτη φορά, γίνεται επιτέλους μέρος ενός συνόλου. Για πρώτη φορά, μήτε μόνη μήτε κενή, γεμάτη επιτέλους απ’ τους άλλους και απ’ το κοινό αίσθημα. Κορίτσι του Βελγίου, για πάντα... Το δελτίο ειδήσεων τελειώνει. Επισκόπηση των τίτλων, οι φάτσες του Ντικρουά και της Ναντίν Ρισάρ, της συντρόφου του. Αποφυλάκιση υπό όρους. Και μόνο που το σκέφτεται, θέλει να ουρλιάξει, να βγει στο δρόμο και να τα σπάσει όλα. Αποφυλάκιση υπό όρους, ελεύθερα τα τέρατα! Η Σαμπρίνα ακουμπάει τους αγκώνες της στο τραπέζι, κλείνει το πρόσωπό της μες στις παλάμες της. Συλλογιέται, σπάει το κεφάλι της μέχρι να βρει μια λύση, έναν τρόπο ώστε το καθοίκι να σαπίσει στη φυλακή. Οι ψυχίατροι θα ξεγελαστούν, στα σίγουρα, και οι δικαστές θα ακούσουν τους ψυχίατρους. Το αργότερο, την άνοιξη, θα είναι έξω. Με ηλεκτρονικό βραχιόλι στον αστράγαλο, αλλά ελεύθερος. Ελεύθερος να εντοπίσει καινούρια λεία και να ξαναρχίσει. Κι 25


έπειτα μια άλλη λεία, και μετά μια άλλη. Και πάλι σκαμμένοι κήποι, άψυχα κορμάκια που θα τα βρουν μετά από καιρό... Η Σαμπρίνα ξέρει πως δεν μπορεί να επηρεάσει ούτε τους γιατρούς ούτε τους δικαστές. Απρόσιτοι όλοι τους. Το μόνο που μπορεί είναι... Απομακρύνει τις παλάμες της από τα στρογγυλά της μάγουλα, ίσα που τολμάει να ψελλίσει αυτό που σκέφτεται. Μια τρελή ιδέα, κάτι το παλαβό. Ή το μεγαλοφυές. Να τον αποθαρρύνει να βγει, να του δώσει να καταλάβει τι τον περιμένει. Ότι δε θα μπορέσει να ξεφύγει. Ότι επιτέλους ο Ντικρουά θα φοβηθεί. Ότι θα πεθάνει απ’ το φόβο του. Η Σαμπρίνα σέρνει την καρέκλα της μέχρι το γραφειάκι. Ανοίγει τον υπολογιστή, ψάχνει στη μηχανή αναζήτησης και, όταν τα γράμματα εμφανίζονται στην οθόνη, ξέρει πως η ζωή της μόλις τώρα απόκτησε νόημα ξανά.

26


3}

Τρίτη 27 Νοεμβρίου Πλεκαντέκ, Μορμπιάν

Ο

ΓΚΡΕΓΚΟΡ Μορβάν μπαίνει, βγάζει τις γαλότσες του και τις αφήνει κοντά στον τοίχο. Φοράει τις παντόφλες του, κρεμάει το βρεγμένο αδιάβροχό του, προχωράει στην κουζίνα, παίρνει μια μπίρα απ’ το ψυγείο, ένα ποτήρι απ’ το ντουλάπι. Ύστερα, τραβάει μια καρέκλα προς το μέρος του. Η γυναίκα του, καθισμένη στον πάγκο, τον κοιτάζει σιωπηλή. Ο Γκρεγκόρ γέρνει το ποτήρι και το γεμίζει προσεχτικά. «Λοιπόν;» Δε σηκώνει τα μάτια του, κοιτάζει τον αφρό που αραιώνει. «Λοιπόν, τι είπαν;» Με μια γουλιά, αδειάζει το μισό ποτήρι. «Πάπαλα. Αυτό είπαν. Πάπαλα». «Δηλαδή οι νέοι ιδιοκτήτες, όλη αυτή η ιστορία, δε βγάζει πουθενά;» Τώρα, κοιτάζει τη γυναίκα του καταπρόσωπο. «Πουθενά, Μαελίς, πουθενά. Στο δικαστήριο, είπαν ότι το σχέδιο ανάκαμψης δεν ήταν βιώσιμο, και ότι η δική μας πρόταση για συνεταιρισμό, ακόμα λιγότερο. Άσε, σου λέω, τζίφος. Δε γίνεται τίποτα. Σε δυο μέρες, έρχεται η κοινοποίηση απόλυσης, και μετά το Ταμείο Ανεργίας και οι γαμημένες τους κομπίνες για να ξεροσταλιάζουμε μέχρι να ψοφήσουμε». «Και τα αφεντικά, στα κεντρικά, γιατί δεν προτείνουν κάτι; Λεφτά, οι Φου έχουν μπόλικα. Κοντά δέκα χιλιάδες εργαζόμενοι, καμιά εικοσαριά εγκαταστάσεις παραγωγής, εννέα εργοστάσια επεξεργασίας τροφίμων, η οικογένεια Φου είναι από τις πιο πλούσιες της Γαλλίας. Μη μου πεις πως δεν μπορούν να σας βολέψουν κάπου! Στο Σατολέν ή αλλού, όπου να ’ναι, 27


σκασίλα μας. Αν χρειαστεί να μετακομίσουμε, ας μετακομίσουμε». Ο Γκρεγκόρ Μορβάν αδειάζει μονορούφι το υπόλοιπο ποτήρι και αναστενάζει. «Άσ’ το. Πάει καιρός που κουμάντο κάνουν οι μέτοχοι κι όχι οι Φου. Εδώ και χρόνια δεν αποφασίζουν πια για τίποτα. Τώρα, το πάνω χέρι το ’χουν Κινέζοι, Γιάνκηδες, Βραζιλιάνοι. Τύποι στο Μαϊάμι ή στη Σανγκάη, αραχτοί σε ξαπλώστρες με κασκέτα του μπέιζμπολ, τι νομίζεις; Αυτοί κυβερνάνε σήμερα τον κόσμο. Εμάς, με τα συνδικάτα, τις απεργίες και τις κωλοπαντιέρες, κανείς δε μας λογαριάζει. Κανείς, να το ξέρεις...» Η Μαελίς πηγαίνει στο ψυγείο, βγάζει δυο μπίρες και τις αφήνει στο τραπέζι. «Κάνε κάτι, να χαρείς... Τριάντα χρόνια απ’ τη ζωή σου έδωσες, Γκρεγκόρ. Τριάντα χρόνια! Τριάντα χρόνια μες στα πουλερικά και στη γαμημένη τη σκόνη». Προχωράει προς τον μπουφέ, ανοίγει ένα συρτάρι. «Να, κοίτα. Η τελευταία μισθοδοσία σου». Διαβάζει: «Σφαγέας πουλερικών. Ημερομηνία πρόσληψης: 5 Οκτωβρίου 1982. Καθαρές αποδοχές: 1.387 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων επιδομάτων». «Καλά, καλά, Μαελίς». «Δεν έχει καλά και ξεκαλά. Μην τα βάζεις με τον εαυτό σου, Γκρεγκόρ. Ποτέ. Είκοσι τριών χρονών ήσουν όταν πάτησες το πόδι σου κει μέσα. Το θυμάμαι σαν χτες. Το πρώτο βράδυ, όταν γύρισες απ’ τη δουλειά, έβγαλες τα σωθικά σου από αηδία. Και μετά, την επομένη, στις πέντε τα χαράματα, το κατάπιες και το άντεξες. Μη σηκώνεις τους ώμους, τις μέρες σου εγώ, τις ξέρω μία μία, απέξω κι ανακατωτά. Τα γεμάτα φορτηγά, τα κλουβιά, τα πουλερικά κρεμασμένα απ’ τα πόδια, με το κεφάλι προς τα κάτω μέχρι την ηλεκτροπληξία. Και ύστερα, ξανά μανά τα ίδια, κι άλλα φορτηγά, αμέτρητα φορτηγά, χιλιάδες πουλερικά που σκούζουν σαν τρελά γιατί ξέρουν πως θα 28


πεθάνουν, κι εσύ, τριάντα χρόνια μες στα σκατά, ενώ κει πάνω οι κύριοι και οι κυρίες της οικογένειας Φου ζούνε βασιλικά. Και τώρα, εφτά χρόνια πριν τη σύνταξη, σε πετάνε; Γιατί τους είσαι άχρηστος; Ή γιατί κοστίζεις ακριβά στους μετόχους; Αυτή είναι η παγκοσμιοποίηση και η κωλοευρώπη τους; Είναι οι καινούριοι κανόνες, φαίνεται. Βλέπεις, δεν τους φτιάχνω εγώ τους νόμους. Μα εσύ, ο Γκρεγκόρ Μορβάν, τι θ’ απογίνεις; Τι δουλειά θα βρεις, τώρα που ζέχνεις ψόφιο κρέας μέχρι το μεδούλι; Ε, μου λες; Όταν θα ’χεις χάσει τον καιρό σου με τις μαλακίες τους για διαδικασίες επαναπρόσληψης, όπως λένε, και κουραφέξαλα, τι θα κάνεις, ε;» Ο Γκρεγκόρ ανάβει τσιγάρο. «Δεν ξέρω, Μαελίς, δεν ξέρω. Είμαι λιώμα. Τα ’χω χαμένα». «Εγώ ξέρω πολύ καλά τι θα γίνει. Όταν θα ’χεις περάσει απ’ όλες αυτές τις μπούρδες που τις λένε “κατάρτιση” και “σεμινάρια”, όταν όλοι εσείς θα μετράτε τα χρόνια ανεργίας που σας απομένουν μέχρι να πάρετε μια σύνταξη πείνας, θα μαζεύεστε στο καφενείο, απ’ το πρωί ως το βράδυ, λέγοντας τα ίδια και τα ίδια σαν ξοφλημένοι. Κι εμείς, οι γυναίκες, θα περιμένουμε όλη μέρα να νυχτώσει, παραμονεύοντας τη φιγούρα σας στη στροφή του δρόμου. Κι όταν θα ’ρχεσαι σπίτι, θα τρώμε βουβοί γιατί δε θα ’σαι πια σε θέση να μιλήσεις, κι εγώ θα πονάω για τα κιτρινισμένα μάτια σου, για τα λόγια που δε θα λες πια, κι ακόμα περισσότερο γιατί θα κοιμάμαι πλάι σ’ ένα αρσενικό νεκρό πριν της ώρας του». Σηκώνεται, παίρνει την μπίρα της και κατευθύνεται προς την πόρτα. «Αυτά μας περιμένουν, Γκρεγκόρ. Κάνε κάτι, λοιπόν. Βρες μια ιδέα, οποιαδήποτε, αλλά μην αφήσεις τα καθοίκια να ποδοπατήσουν τη λίγη αξιοπρέπεια που μας έχει απομείνει. Κάν’ το για μας. Εννοώ για όλους μας, τους ανθρώπους του εργοστασίου. Αξίζουμε μια λαμπρή πράξη». Βγαίνει απ’ το δωμάτιο. 29


4}

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου Μασσαλία

Τ

Ο ΜΠΛΕ σκούρο 407 χώνεται στο υπόγειο πάρκινγκ του σταθμού Σεν-Σαρλ. Λάστιχα που στριγκλίζουν, ψυχροί λευκοί λαμπτήρες νέον, δεύτερο υπόγειο. Μια ματιά, ένα δευτερόλεπτο, και η αστυνόμος Αϊσά Σαντιά αγκαλιάζει το σκηνικό, αποτυπώνει την κάθε λεπτομέρεια. Οι άνδρες της Αστυνομίας Σιδηροδρόμων έχουν περιζώσει με φωσφορίζουσες πλαστικές ταινίες, ανάμεσα σε δυο τσιμεντοκολόνες, την είσοδο στις τουαλέτες και, μες στο φως, ξεπροβάλλει η σκιά των στρατιωτικών, με τα πολυβόλα στραμμένα προς τα κάτω. Εκεί, η συνηθισμένη φασαρία, μπάτσοι με πολιτικά και το κινητό κολλημένο στ’ αυτί. Μια ομάδα χωροφυλάκων, κάποιοι με κανονική στολή κι άλλοι με στολή αγγαρείας μόλις έβγαιναν από τις τουαλέτες. Η αστυνόμος κλείνει την πόρτα του αυτοκινήτου, πετάει τη γόπα της στην άσφαλτο και προχωράει προς έναν υπαστυνόμο. «Τι τρέχει, ρε συ Γκρενιέ; Πώς βρέθηκες εδώ;» Ο νεαρός μπάτσος χώνει το ξύλινο μολύβι του στα ράστα του. «Καθαρή σύμπτωση. Πριν από λίγο έβαλα την αδερφούλα μου στο τρένο και, πηγαίνοντας για κατούρημα, είδα κόσμο μαζεμένο. Κι έτσι, σου τηλεφώνησα. Αυτό είν’ όλο». Ο στριγκός ήχος από λάστιχα πάνω στο ακρυλικό δάπεδο τους κάνει να γυρίσουν. Αναμμένα φώτα, φρεναρίσματα, πόρτες που κοπανάνε. Ο περιφερειακός αστυνομικός διευθυντής, ο ταξίαρχος Μπουισονιέ και όλοι οι γαλονάδες. 30


«Εσύ ειδοποίησες τα καλόπαιδα;» «Όχι, αφεντικό. Αλλά μ’ έναν τύπο της Αντιτρομοκρατικής σφαγμένο εν ώρα περιπολίας, έγινε σούσουρο, τι περιμένεις... Εγώ ειδοποίησα εσένα και τον Ματίας, βέβαια. Έχει πιάσει δουλειά, εδώ και κάνα δεκάλεπτο». Τα κατάλευκα γάντια του περιφερειακού αστυνομικού διευθυντή, το στραπατσαρισμένο ύφος του ταξίαρχου. Χαιρετούρες, τυπικούρες και η αστυνόμος Αϊσά Σαντιά που βιάζεται να πλησιάσει στις τουαλέτες. «Τώρα έφτασες, αστυνόμε;» μουρμουρίζει ο Μπουισονιέ. «Μόλις. Ένας απ’ τους άνδρες μου με ειδοποίησε». «Μη μου πεις ότι ο δικός σου, ο Μπομπ Μάρλεϊ, είναι ο πρώτος που πλάκωσε δω...» «Ναι, αλλά εντελώς τυχαία. Συνόδευσε την αδελφή του στο τρένο και πηγαίνοντας για κατούρημα...» Μπαίνει στον πλακόστρωτο προθάλαμο των δημόσιων αποχωρητηρίων, σπρώχνει το πορτόφυλλο της ζώνης For men. Στο βάθος, ανάμεσα σε δυο ουρητήρια, ο Τεό Ματίας, ο ιατροδικαστής της ομάδας της. Γονατιστός, με τα στρογγυλά γυαλάκια του ακουμπισμένα στην άκρη της μύτης, ο γιατρός είναι σκυμμένος πάνω απ’ το κουλουριασμένο άψυχο σώμα ενός άνδρα με στολή αγγαρείας. Οι άνδρες μπαίνουν ο ένας μετά τον άλλον, σχηματίζουν ένα ημικύκλιο απέναντι από τη σκηνή του εγκλήματος. Στον καθρέφτη πάνω απ’ το νιπτήρα, πιτσιλιές απ’ το αίμα που ανάβλυσε από την καρωτίδα. Στο δάπεδο, χιτώνιο μισομουσκεμένο, ενώ πάνω στις πλάκες είχε σχηματιστεί μια λιμνούλα στο χρώμα της σκουριάς. Ο Ματίας σηκώνει το κεφάλι του και συναντάει το βλέμμα του ταξίαρχου. «Μην ανησυχείτε, θα σας αδειάσω τη γωνιά. Τα παιδιά της Σήμανσης θα κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους». Ο περιφερειακός αστυνομικός διοικητής γυρίζει προς τον Μπουισονιέ. 31


«Μα τι γυρεύει αυτός, εδώ; Θα πρέπει ίσως να πείτε στους άνδρες σας ότι η υπόθεση εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Αντιτρομοκρατικής. Μ’ ένα στρατιωτικό δολοφονημένο εν ώρα υπηρεσίας, αντιλαμβάνεστε πως δε σκοπεύω ν’ αναθέσω την υπόθεση στο τμήμα της γειτονιάς». «Συγγνώμη, κύριε διευθυντά», τον διακόπτει ο Ματίας. «Ήμουν στο κέντρο όταν μου τηλεφώνησε ο υπαστυνόμος Γκρενιέ. Τα παράτησα όλα και ήρθα. Αυτό είν’ όλο. Δεν άγγιξα τίποτα, έκανα απλώς τις συνήθεις διαπιστώσεις. Τα παιδιά της ΚΥΠ θα κάνουν τη δουλειά τους χωρίς κανένα πρόβλημα». Η Αϊσά Σαντιά αποστρέφει το βλέμμα της απ’ το κομμένο λαρύγγι. «Εντάξει, Ματίας. Φεύγουμε». Απομακρύνεται από την ομάδα. «Κύριοι, το τμήμα της γειτονιάς σάς εύχεται καλή συνέχεια». Πίσω της, τα λόγια του περιφερειακού αστυνομικού διευθυντή, το επίπεδο συναγερμού στο κόκκινο. Σπρώχνει το πορτόφυλλο, μπαίνει στο πάρκινγκ, γυρίζει προς τον Ματίας. «Λοιπόν, Τεό, σ’ ακούω». Ο γιατρός ξεφυλλίζει το σημειωματάριό του. «Λοχίας Λικά Μπελβό, 23 ετών. Μόλις είχε τελειώσει την περιπολία του και ετοιμαζόταν να συναντήσει τους συναδέλφους του σ’ ένα στρατιωτικό όχημα που τον περίμενε, κει κάτω, στην άλλη άκρη του πάρκινγκ. Ο δολοφόνος του τον αιφνιδίασε τη στιγμή που κατούραγε. Ακαριαίο χτύπημα. Κοπίδι ή πολύ κοφτερή λάμα. Απ’ το ένα αυτί ως το άλλο. Δουλειά επαγγελματία». Η αστυνόμος γυρίζει προς το νεαρό υπαστυνόμο. «Κάνας μάρτυρας, Γκρενιέ;» «Ναι, ένας τύπος που βρισκόταν παραδίπλα. Άκουσε κάτι στ’ αραβικά, ένα σώμα να σωριάζεται με γδούπο, και τον άλλο που την κοπάνησε τρέχοντας. Κράτησα τη διεύθυνσή του. Μπορούμε να τον επισκεφτούμε». «ΟΚ. Κι όταν έφτασες εσύ, κανείς δεν είχε δει τίποτα;» «Ναι, δυο γκόμενες που πήγαιναν να πάρουν τ’ αμάξι τους. 32


Μου είπαν πως είδαν κάποιον να βγαίνει απ’ τ’ αποχωρητήρια και να φεύγει προς τη σκάλα που ανεβαίνει στο δρόμο». «Καμιά περιγραφή, κάτι;» «Τίποτα το ιδιαίτερο. Ένας τύπος με τζιν, αθλητικά παπούτσια και φούτερ με κουκούλα. Δεν είδαν το πρόσωπό του, πρόσεξαν μονάχα πως είχε μούσι. Πρόσθεσαν επίσης ότι ο μάγκας βγήκε ήσυχα ήσυχα, χωρίς να τρέχει. Έφυγε με τα χέρια στις τσέπες, σαν να πήγαινε περίπατο». Η Αϊσά ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου της και οι διαταγές πέφτουν βροχή. «Γκρενιέ, όρμα στο σπίτι του τύπου που ήταν στ’ αποχωρητήριο. Θέλω όσο περισσότερες λεπτομέρειες γίνεται. Τι θόρυβο άκουσε, πόση ώρα κράτησε. Τα πάντα, μου λες τα πάντα, ακόμα και τη μεγαλύτερη μαλακία. Εν ανάγκη, βάλ’ τον να σου επαναλάβει τους ήχους που άκουσε στ’ αραβικά και γράψ’ τους σ’ ένα ντικταφόν». «Ένα τι;» Ψαχούλεψε στο ντουλαπάκι του συνοδηγού. «Να, πάρε το δικό μου. Θα το δεις, είναι σαν μαγνητοφωνάκι. Αν δεν ξέρεις πώς δουλεύει, φρόντισε να το μάθεις. Αλήθεια, τι σόι πράμα είναι ο τύπος;» «Θυμίζει συνταξιούχο εμιγκρέ. Ριγωτή κουστουμιά, άσπρα ψευτοδερμάτινα πατούμενα κι ένα δίχτυ για ψώνια γεμάτο σακουλάκια σιμιγδάλι. Καταλαβαίνεις;» Η Αϊσά καταλαβαίνει. Βλέπει τον πατέρα και τους θείους της, που κοτσάρουν κουστούμι-γραβάτα θαρρείς και είναι η ξεφτισμένη αξιοπρέπειά τους... «Καταλαβαίνω πολύ καλά, Γκρενιέ. Όπως και να ’χει, Άραβας είναι, εύκολα θα σου μεταφράσει ό,τι άκουσε». Η αστυνόμος κάθεται στο τιμόνι του 407, κλείνει την πόρτα και κατεβάζει το τζάμι. «Κι εσύ, Τεό, τρέχα στο σταθμό και δες ό,τι υπάρχει στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης. Δες ό,τι κατέγραψαν οι κάμερες στις τουαλέτες, στο πάρκινγκ και τη σκάλα. Ίσως κάποια 33


να πιάνει ένα κομμάτι του δρόμου, επάνω. Ψάξ’ το. Θέλω οπωσδήποτε αντίγραφο απ’ τα βίντεο. ΟΚ;» Ανάβει ένα μεντόλ, αφήνει τον Ματίας ν’ ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού και να καθίσει πλάι της. «Ναι, ΟΚ, Αϊσά. Υπάρχει κάτι όμως που με προβληματίζει». «Σ’ ακούω». «Το ξέρουμε κι οι δυο ότι με την υπόθεση θ’ ασχοληθεί η Αντιτρομοκρατική. Το να ξεκάνεις ένα στρατιωτικό εν ώρα υπηρεσίας, είναι καθαρά προσβολή απέναντι στο κράτος. Κι αυτό, είναι έξω απ’ τα χωράφια μας». «Και λοιπόν;» «Γιατί θες να τους τη βγεις; Γιατί χώνεσαι, αφού τούτη η έρευνα δεν είναι δική σου αρμοδιότητα;» Η Αϊσά αφήνει το βλέμμα της να χαθεί στην άλλη άκρη του πάρκινγκ, παρατηρεί τους γκρίζους πασσάλους, τα γκράφιτι που σημαδεύουν τους τοίχους των πόλεων. «Ένας άντρας δολοφονήθηκε στην περιοχή μου, Τεό. Και μέχρι ν’ αποδειχτεί ότι τον σκότωσαν επειδή ήταν στρατιωτικός, για μένα είναι έγκλημα που διέπραξε κάποιο κάθαρμα. Για την ώρα, δεν ξέρουμε τίποτε. Τίποτε απολύτως. Ίσως πρόκειται για ένα ειδεχθές έγκλημα, για ξεκαθάρισμα λογαριασμών, κι εγώ δεν ξέρω τι. Κι όσο δεν ξέρω, ψάχνω να μάθω. Τελεία και παύλα!» Γυρίζει προς το μέρος του. «Σου φτάνει ή πρέπει να σου κάνω ολόκληρη διατριβή;» Ο ιατροδικαστής βγαίνει απ’ το αμάξι, κλείνει την πόρτα. Κάνει το γύρο και σκύβει στο παράθυρο της οδηγού. «Μου φτάνει... για την ώρα. Όπως και να ’χει, μπορείς να υπολογίζεις σε μένα για τις βιντεοταινίες». «ΟΚ. Τα λέμε απόψε. Στις οχτώ στο γραφείο μου. Θα κάνουμε αποτίμηση της κατάστασης». Τα λάστιχα στριγκλίζουν γι’ άλλη μια φορά και τα κόκκινα φώτα του 407 εξαφανίζονται στη ράμπα. Με το που βρέθηκε στο δρόμο, η αστυνόμος βάζει το φάρο, χώνεται στην κίνηση μέχρι την Κανεμπιέρ. 34


Τρέχει φουλαριστή στο λεωφορειόδρομο μέχρι το Παλιό Λιμάνι, αφήνει το δημαρχείο στα δεξιά της, σταματάει στα πέριξ του φρουρίου Σεν-Ζαν. Η Αϊσά Σαντιά κλειδώνει το αμάξι και περπατάει μέχρι το φρούριο. Ακολουθεί τα τείχη, προσπερνάει τον επιβλητικό πέτρινο Φάρο και φτάνει στις τελευταίες αποβάθρες. Κάθεται στο παραπέτο, αφήνει τον παγερό αγέρα του Δεκέμβρη να παίξει με τις τούφες των μαλλιών της. Πίσω της, στ’ ανατολικά της πόλης, ο ουρανός έχει πάρει τα χρώματα του σούρουπου που ξεμυτίζει. Βγάζει ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο της, προστατεύει τη φλόγα του αναπτήρα ανάμεσα στις παλάμες της. Ακολουθεί με το βλέμμα τις φωτισμένες διαβάθρες ενός φέρι μποτ που φεύγει για την Κορσική, συλλογιέται τον Σεμπαστιέν, τον ντετέκτιβ σύντροφό της, που σίγουρα την περιμένει, ανάμεσα σε δυο ποτήρια Καόρ, ετοιμάζοντας ζυμαρικά με σολομό ή αλ’ αραμπιάτα. Προσπαθεί ν’ αποδιώξει από τη σκέψη της το αιμόφυρτο σώμα του απογεύματος, να τιθασεύσει την αναθεματισμένη φράση που στριφογυρίζει μες στο κεφάλι της ακατάπαυστα. Τα λόγια που επαναλαμβάνει σιωπηρά από μέσα της εδώ και τρεις μήνες, αφότου δεν έχουν κανένα νέο του. Τρεις μήνες τώρα γυρίζει στα τζαμιά, ρωτάει τους ιμάμηδες, ερευνά εξονυχιστικά τις ομάδες των σαλαφιστών, τους τρελούς του Θεού κι όλους τους φανατικούς σαλεμένους. Τρεις μήνες τώρα παρακολουθεί τα παράνομα κυκλώματα, τους προμηθευτές μαχητών της τζιχάντ στη Συρία, στο Πακιστάν κι αλλού. Τρεις μήνες τώρα σκέφτεται το ίδιο πράγμα, χωρίς σταματημό, αδύνατο να ξεφύγει από τούτη την καταραμένη επωδό που της έχει κολλήσει. Και κείνη τη στιγμή, χαλαρώνει τον κόμπο που της σφίγγει το στομάχι, αφήνει τις λέξεις να ξεπηδήσουν απ’ το λαρύγγι της, τις ψιθυρίζει στη θάλασσα, στα πουλιά που τιτιβίζουν: «Θα ξέρουμε πού βρίσκεται όταν θα ’χει κάνει την πρώτη του μαλακία». 35


Σηκώνεται απ’ το παραπέτο, τυλίγει το λαιμό της με το γιακά του παρκά της και κατευθύνεται προς το αμάξι. Η Αϊσά Σαντιά ξαναβλέπει μπροστά της το κομμένο λαρύγγι του νεαρού λοχία, και αφήνει να της ξεφύγουν τα λόγια που μέχρι τότε συγκρατούσε: «Ας μην είν’ αυτός, Θεέ μου, σε ικετεύω, ας μην είν’ αυτός».

36


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.