978 960 03 6062 2

Page 1

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 5

ΚΑΡΛ ΟΥΒΕ ΚΝΑΟΥΣΓΚΟΡΝΤ

Ο Α ΓΩΝ ΑΣ ΜΟ Υ ~ 1Ι Ι

το νησι τησ εφηβειασ c

Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΝΟΡΒΗΓΙΚΑ

ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 6

Η μετάφραση του βιβλίου πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της NORLA. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Karl Ove Knausgård, Min kamp. Tredje bok © ©

Copyright Forlaget Oktober as, Oslo 2009. All rights reserved Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2014

Έτος 1ης έκδοσης: 2016 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN SET 978-960-03-5905-3 ISBN T3 978-960-03-6062-2


KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 7

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ


KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 8


KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 9

1969, ένα λεωφορείο διέσχιζε έναν στενό δρόμο στην

άκρη ενός νησιού στη Νότια Νορβηγία, ανάμεσα σε κήπους και βράχια, λιβάδια και δασάκια, περνώντας από ανηφόρες, κατηφόρες κι απότομες στροφές, άλλοτε ανάμεσα σε δέντρα, σαν σε τούνελ, κι άλλοτε έχοντας μπροστά του τη θάλασσα. Ανήκε στην Ατμοπλοϊκή Εταιρεία Άρενταλ και όπως όλα τα λεωφορεία της Εταιρείας ήταν σε δύο τόνους του καφέ ανοιχτό και σκούρο καφέ. Πέρασε από μια γέφυρα, δίπλα σε έναν ορμίσκο, έβγαλε φλας δεξιά και σταμάτησε. Η πόρτα άνοιξε, μια οικογένεια κατέβηκε. Ο πατέρας, ένας ψηλός, λεπτός άντρας με άσπρο πουκάμισο και ανοιχτόχρωμο τεριλέν παντελόνι, κουβαλούσε δύο βαλίτσες. Η μητέρα, με μπεζ παλτό και τα μακριά μαλλιά της δεμένα με ένα γαλάζιο μαντίλι, έσπρωχνε ένα καροτσάκι με το ένα χέρι και με το άλλο κρατούσε ένα αγοράκι. Ο πηχτός γκρίζος καπνός της εξάτμισης του λεωφορείου κατακάθισε για λίγο στην άσφαλτο, αφότου έφυγε το λεωφορείο. «Έχει λίγο δρόμο ακόμα», είπε ο πατέρας. «Τι λες, Ίνγκβε, θα τα καταφέρεις;» είπε η μητέρα και κοίταξε το αγόρι, που έγνεψε καταφατικά. «Φυσικά», είπε εκείνος. Ήταν τεσσεράμισι χρονών, είχε ξανθά, σχεδόν άσπρα μαλλιά και σκούρο δέρμα, ύστερα από ένα ολόκληρο καλοκαίρι στον ή-

9

Μ

ΙΑ ΗΡΕΜΗ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ


KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 10

10

λιο. Ο αδερφός του, ούτε οκτώ μηνών, ήταν ξαπλωμένος στο καροτσάκι και κοιτούσε τον ουρανό, χωρίς να ξέρει ούτε πού ήταν ούτε πού πήγαιναν. Σιγά σιγά άρχισαν να ανεβαίνουν την ανηφόρα. Ο δρόμος ήταν χωματόδρομος, γεμάτος μικρές και μεγάλες λακκούβες από τη βροχή. Δεξιά κι αριστερά απλώνονταν χωράφια. Στην άκρη της πεδιάδας, ίσως σε μερικές εκατοντάδες μέτρα απόσταση, βρισκόταν ένα δάσος, που έφτανε μέχρι τις γεμάτες με βότσαλα ακρογιαλιές· τα δέντρα ήταν χαμηλά, λες και ο θαλασσινός αέρας τα έσπρωχνε προς τα κάτω. Στα δεξιά ήταν ένα νεόχτιστο σπίτι. Άλλα σπίτια δεν υπήρχαν. Τo καρότσι έτριζε. Το μωρό μετά από λίγο έκλεισε τα μάτια του, νανουρισμένο από την υπέροχη λικνιστική κίνηση του καροτσιού. Ο πατέρας, που είχε κοντά σκούρα μαλλιά και μαύρα πυκνά γένια, ακούμπησε τη μια βαλίτσα στο χώμα, για να σκουπίσει με το ελεύθερο χέρι του τον ιδρώτα από το μέτωπό του. «Για το Θεό, τι κουφόβραση», είπε. «Ναι», είπε εκείνη. «Ίσως, όμως, πιο κοντά στη θάλασσα να είναι πιο δροσερά». «Μακάρι», είπε εκείνος και ξανασήκωσε τη βαλίτσα.

Εκείνη η εντελώς συνηθισμένη οικογένεια, που οι γονείς ήταν νέοι, όπως ήταν σχεδόν όλοι οι γονείς εκείνη την εποχή, και είχαν δύο παιδιά, όπως όλοι σχεδόν τότε είχαν δύο παιδιά, είχαν μετακομίσει από το Όσλο, όπου είχαν μείνει πέντε χρόνια στην οδό Τερέσες, δίπλα στο Στάδιο Μπίσλετ, και είχαν έρθει στην Τρομόγια, όπου έχτιζαν ένα σπίτι σε έναν συνοικισμό με μονοκατοικίες. Μέχρι να ετοιμαστεί το σπίτι τους, θα νοίκιαζαν ένα άλλο, παλιό σπίτι στο παραθεριστικό κέντρο του Χόβε. Εκείνος στο Όσλο σπούδαζε την ημέρα, αγγλική και νορβηγική φιλολογία, και τη νύχτα δούλευε φύλακας, ενώ εκείνη πήγαινε στη σχολή νοσοκόμων Ούλεβαλ. Παρόλο που εκείνος δεν είχε τελειώσει


τις σπουδές του, είχε ζητήσει και βρήκε δουλειά στο σχολείο Ρολιγκχέντεν, ενώ εκείνη θα δούλευε στην ψυχιατρική κλινική Κοκεπλάσεν. Είχαν γνωριστεί στα δεκαεπτά τους στο Κριστιανσάντ, εκείνη έμεινε έγκυος στα δεκαεννιά και παντρεύτηκαν στα είκοσι, στο μικρό κτήμα στη Δυτική Νορβηγία όπου είχε μεγαλώσει. Από τη δική του οικογένεια κανείς δεν ήρθε στον γάμο, και μολονότι σε όλες τις φωτογραφίες είναι χαμογελαστός, γύρω του απλώνεται κάτι σαν μια αύρα μοναξιάς, είναι εμφανές ότι δεν ανήκει στ’ αδέρφια της και στις αδερφές της, στις θείες και στους θείους της, στους ξαδέρφους και στις ξαδέρφες της. Τώρα είναι και οι δύο στα είκοσι τέσσερα και μπροστά τούς περιμένει η δική τους ζωή. Η δική τους δουλειά, το δικό τους σπίτι, τα δικά τους παιδιά. Η ζωή τους έχει να κάνει μ’ αυτούς τους ίδιους, και το μέλλον είναι κι αυτό δικό τους. Ή μήπως δεν είναι; Γεννήθηκαν την ίδια χρονιά, το 1944, και ανήκαν στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, που από πολλές απόψεις αντιπροσώπευε κάτι καινούργιο, κυρίως επειδή ήταν οι πρώτοι σ’ αυτή τη χώρα, μέλη μιας κοινωνίας που η πορεία της ζωής τους ήταν λίγο πολύ προσχεδιασμένη. Η δεκαετία του ’50 ήταν η εποχή που τα διάφορα συστήματα μεγάλωναν και αναπτύσσονταν, το σχολικό σύστημα, το κοινωνικό σύστημα, το σύστημα υγείας, το οδικό δίκτυο, αλλά επίσης και τα δημόσια γραφεία και οι υπηρεσίες, ένας συγκεντρωτισμός μεγάλης κλίμακας που άλλαξε τον τρόπο ζωής σε εκπληκτικά σύντομο χρονικό διάστημα. Ο πατέρας της γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα στο ίδιο κτήμα όπου μεγάλωσε κι εκείνη, στο Σέρμπεβογκ στο Έξω Σογκν, και δεν ήταν μορφωμένος. Ο παππούς της ήταν από κάποιο από τα απομακρυσμένα νησιά στα ανοικτά των ακτών, όπως πιθανότατα και ο δικός του πατέρας και ο παππούς. Η μάνα της ήταν από ένα κτήμα στο Γιόλστερ, γύρω στα εκατό χιλιόμετρα μακριά, ούτε εκείνη είχε μόρφωση, και το σόι της είχε ρίζες στην περιοχή από τον 16ο αιώνα. Το δικό του σόι τώρα ήταν κοινω-

11

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 11


12

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 12

νικά πιο ψηλά, με το σκεπτικό ότι και ο πατέρας του και οι θείοι του είχαν ανώτερη μόρφωση. Αλλά κι εκείνοι έμεναν στο ίδιο μέρος που έμεναν οι γονείς τους, δηλαδή στο Κριστιανσάντ. Η μάνα του, κι αυτή χωρίς μόρφωση, ήταν από το Όσγκορντστραντ, ο πατέρας της ήταν πλοηγός και στο σόι υπήρχαν και αστυνομικοί. Όταν γνώρισε τον άντρα της, έφυγε μαζί του στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Έτσι συνέβαινε τότε. Η αλλαγή της δεκαετίας του ’50 και του ’60 ήταν μια επανάσταση, απλά χωρίς τη βία και τον παραλογισμό που χαρακτηρίζει κανονικά τις επαναστάσεις. Παιδιά ψαράδων και αγροτών, εργατών και υπαλλήλων καταστημάτων όχι μόνο ξεκίνησαν σπουδές στο πανεπιστήμιο κι έγιναν καθηγητές γυμνασίου και ψυχολόγοι, ιστορικοί και κοινωνικοί λειτουργοί, αλλά πολλοί απ’ αυτούς εγκαταστάθηκαν σε μέρη μακριά από τον τόπο καταγωγής της οικογένειάς τους. Όλα αυτά μαρτυρούν κάτι για τη δύναμη του πνεύματος της εποχής. Το πνεύμα της εποχής έρχεται απέξω, αλλά δρα από μέσα. Επηρεάζει όλους, αλλά δεν επηρεάζονται όλοι το ίδιο απ’ αυτό. Για τη νεαρή μητέρα της δεκαετίας του ’60 θα ήταν τελείως γελοία σκέψη να παντρευτεί με έναν γείτονα από το χωριό και να περάσει εκεί την υπόλοιπη ζωή της. Αν είναι δυνατόν! Αφού ήθελε να φύγει! Να κάνει τη δική της ζωή! Το ίδιο ίσχυε και για τον αδερφό και τις αδερφές της, το ίδιο ίσχυε για όλες τις οικογένειες σε όλη τη χώρα. Ναι, όμως γιατί το ήθελαν αυτό; Από πού προέκυψε αυτή η τόσο δυνατή επιθυμία; Από πού ερχόταν αυτό το καινούργιο; Στην οικογένειά της δεν συνήθιζαν κάτι τέτοιο. Ο μόνος που είχε φύγει μακριά ήταν ο θείος από τη μεριά του πατέρα της, ο Μάγκνους, και είχε πάει στην Αμερική εξαιτίας της φτώχιας στο χωριό τους, και η ζωή που έζησε εκεί για πολύ καιρό ήταν ίδια και απαράλλαχτη με αυτή που ζούσε πριν και στη Δυτική Νορβηγία. Για τον νεαρό πατέρα της δεκαετίας του ’60 τώρα τα πράγματα έδειχναν διαφορετικά, στην οικογένειά του υπήρχε η προσδοκία τα παιδιά να μορφώνονται, αλλά όχι και να παντρεύονται


KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 13

* Εννοεί τη Νότια Νορβηγία (Σ.τ.Μ).

13

την κόρη ενός αγρότη από τα Δυτικά και να μετακομίζουν σε έναν συνοικισμό με καινούργιες μονοκατοικίες έξω από μια μικρή πόλη στον Νότο.* Πράγματι, όμως παρ’ όλα αυτά να τους εκείνη τη ζεστή, συννεφιασμένη μέρα, τον Αύγουστο του 1969, στον δρόμο για το καινούργιο τους σπίτι, εκείνος να σέρνει δυο βαριές βαλίτσες, γεμάτες με ρούχα της δεκαετίας του ’60, εκείνη να σπρώχνει ένα καροτσάκι επίσης της δεκαετίας του ’60 με ένα μωρό ντυμένο αλά δεκαετία του ’60, δηλαδή μες στ’ άσπρα και μες στη δαντέλα, και ανάμεσά τους να τρέχει, όλο χαρά και περιέργεια, γεμάτος προσμονή, ο μεγαλύτερος γιος τους, ο Ίνγκβε. Πέρασαν μέσα από την πεδιάδα, διέσχισαν το μικρό δάσος, προχώρησαν στην πύλη που ήταν ανοιχτή, και μπήκαν στην τεράστια περιοχή με τα σπιτάκια. Δεξιά ήταν ένα συνεργείο αυτοκινήτων, που το είχε κάποιος Βρόλντσεν, αριστερά μεγάλα, κόκκινα ξύλινα σπιτάκια, γύρω από μια πλατωσιά με χαλίκια, και πίσω της πευκοδάσος. Λιγότερο από ένα χιλιόμετρο προς τα ανατολικά ήταν η εκκλησία Τρόμοϊ, ήταν πέτρινη και ήταν χτισμένη από το 1150, αλλά κάποια μέρη της ήταν ακόμα πιο παλιά και σίγουρα ήταν από τις πιο παλιές εκκλησίες της χώρας. Ήταν χτισμένη σ’ ένα λοφάκι και από καταβολής κόσμου τα καράβια που περνούσαν την είχαν για σημάδι και υπήρχε σε όλους τους ναυτικούς χάρτες. Στο νησί Μέρντοε, νησάκι του αρχιπελάγους, ήταν ένα παλιό αρχοντικό κάποιου καπετάνιου, μάρτυρας του μεγαλείου της περιοχής τον 17ο και 18ο αιώνα, όταν ανθούσε το εμπόριο με τον έξω κόσμο, κυρίως με ξυλεία. Στις σχολικές εκδρομές στο Μουσείο Άουστ-Άγκντερ τα παιδιά έβλεπαν παλιά ολλανδικά και κινέζικα αντικείμενα, που προέρχονταν από εκείνη την εποχή και ακόμα πιο πριν. Στο νησί Τρομόγια υπήρχαν σπάνια εξωτικά φυτά, που τα έφεραν εκεί τα καράβια που ά-


KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 14

14

δειαζαν τ’ απόνερά τους, και στην Τρομόγια, μαθαίναμε στο σχολείο, πρωτοκαλλιεργήθηκε η πατάτα στη Νορβηγία. Στους θρύλους του Σνόρε* γίνεται αναφορά στο νησί πολλές φορές, στα λιβάδια και τα χωράφια εύρισκες αιχμές από βέλη της λίθινης εποχής και ανάμεσα στις στρογγυλές πέτρες στην απέραντη ακρογιαλιά με τα βότσαλα υπήρχαν απολιθώματα. Όταν, όμως, η μικρή οικογένεια που ήρθε απέξω διέσχισε σιγά σιγά την ύπαιθρο, με όλα τους τα συμπράγκαλα, το περιβάλλον δεν είχε σημάδια ούτε από τον 9ο αιώνα ούτε από τον 12ο ούτε τον 16ο ή τον 18ο, αλλά από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η περιοχή είχε χρησιμοποιηθεί τα χρόνια του πολέμου από τους Γερμανούς, εκείνοι είχαν χτίσει τους στρατώνες, καθώς και πολλά από τα υπάρχοντα σπίτια. Στο δάσος υπήρχαν χαμηλά τούβλινα καταφύγια, τελείως άθικτα, και στις κατωφέρειες πάνω από τις ακρογιαλιές πολυάριθμα πυροβολεία. Και ακόμη υπήρχε στην περιοχή και ένα παλιό γερμανικό αεροδρόμιο για μικρά αεροσκάφη. Το σπίτι όπου θα έμεναν την επόμενη χρονιά ήταν μονάχο του καταμεσής στο δάσος. Ήταν βαμμένο κόκκινο με άσπρα πρεβάζια στα παράθυρα. Από τη θάλασσα, που δεν φαινόταν, αλλά που δεν ήταν παρά καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά, ακουγόταν ένας συνεχής φλοίσβος. Ολόγυρα μύριζε δάσος και αλμυρό νερό. Ο πατέρας ακούμπησε τη βαλίτσα στο χώμα, έβγαλε το κλειδί και ξεκλείδωσε την πόρτα. Μέσα ήταν ένας διάδρομος, η κουζίνα, το σαλόνι με μια ξυλόσομπα, το μπάνιο μαζί με πλυσταριό, και στον πρώτο όροφο είχε τρία υπνοδωμάτια. Οι τοίχοι δεν είχαν μόνωση, η κουζίνα ήταν απλή. Δεν υπήρχε τηλέφωνο ούτε πλυντήριο πιάτων ούτε ρούχων και ούτε τηλεόραση. * Snorre Sturlasson (1179-1241): Ισλανδός ιστορικός, ποιητής και πολιτικός με μεγάλη επιρροή. Έγραψε την Έδδα του Σνόρε. Δολοφονήθηκε από πολιτικούς του αντιπάλους.


KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 15

Φυσικά δεν θυμάμαι τίποτε από τότε. Είναι αδύνατο να ταυτιστείς με το βρέφος που έβγαζαν φωτογραφίες οι γονείς μου, είναι τόσο αδύνατο, που μοιάζει λάθος να χρησιμοποιώ τη λέξη «εγώ» γι’ αυτό, όταν αυτό π.χ. είναι ξαπλωμένο στην αλλαξιέρα, με δέρμα κατακόκκινο, χέρια και πόδια να κλοτσάνε και με μια γκριμάτσα έτοιμη για μια κραυγή, που κανείς πια δεν θυμάται την αιτία της, ή σε μια προβιά στο πάτωμα, ντυμένο με άσπρες πιτζάμες, με πρόσωπο ακόμα κατακόκκινο, με μεγάλα, σκούρα μάτια που αλληθωρίζουν ελαφρά. Είναι άραγε το ίδιο πλάσμα που κάθεται στο Μάλμε και τα γράφει αυτά; Κι αυτό το πλάσμα, που κάθεται στο Μάλμε και τα γράφει αυτά, στα σαράντα του, μια συννεφιασμένη μέρα του Σεπτέμβρη, σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο θόρυβο από την κίνηση έξω στον δρόμο και τον αέρα του φθινοπώρου να σφυρίζει μέσα από τον παλιό εξαερισμό, θα είναι άραγε το ίδιο με το καμπουριασμένο γκριζομάλλικο γερόντιο, που μετά από σαράντα χρόνια ίσως να κάθεται, τρέμοντας και με τα σάλια να του τρέχουν, σε κάποιο γηροκομείο χωμένο κάπου στα δάση της Σουηδίας; Για να μην πω για το σώμα, που κάποτε θα είναι ξαπλωμένο στο κρεβάτι ενός νεκροτομείου. Ακόμα και τότε «Καρλ Ούβε» θα το λένε. Και δεν είναι απίστευτο που ένα και μοναδικό όνομα εμπεριέχει όλα αυτά; Το έμβρυο στην κοιλιά της μάνας του, το βρέφος στην αλλαξιέρα, το σαραντάρη στον υπολογιστή, το γερόντιο στην καρέκλα, το πτώμα στο νεκροκρέβατο; Δεν θα ήταν πιο φυσιολογικό να του δίνουν διαφορετικά ονόματα, αφού αλλάζει τόσο πολύ και η ταυτότητα και η αντίληψη για τον εαυτό του; Να λένε, π.χ. το έμβρυο Γιενς Ούβε, το βρέφος Νιλς Ούβε,

15

«Εδώ είμαστε», είπε ο πατέρας και πήγε τις βαλίτσες στην κρεβατοκάμαρα, ο Ίνγκβε έτρεχε από το ένα παράθυρο στο άλλο και κοίταζε έξω, ενώ η μητέρα στάθηκε με το καροτσάκι με το κοιμισμένο παιδί έξω από την πόρτα.


16

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 16

το πεντάχρονο παιδάκι να το λένε Περ Ούβε, το δεκάχρονο Γκάιρ Ούβε, τον δεκαεπτάχρονο Κουρτ Ούβε, από τα δεκαεπτά ώς τα είκοσι τρία Τζων Ούβε, από τα είκοσι τρία ώς τα τριάντα Τορ Ούβε, από τα τριάντα ώς τα σαράντα Καρλ Ούβε κ.λπ. κ.λπ.; Το μικρό όνομα να αντιπροσωπεύει τη μοναδικότητα της συγκεκριμένης ηλικίας, το δεύτερο όνομα τη συνέχεια και το επίθετο την οικογενειακή καταγωγή. Όχι, δεν θυμάμαι τίποτε από τότε, δεν ξέρω καν σε ποιο σπίτι μέναμε, παρόλο που ο μπαμπάς μού το είχε δείξει τότε. Το μόνο που ξέρω από τότε είναι ό,τι μου είπαν οι γονείς μου και ό,τι είδα ο ίδιος σε φωτογραφίες. Εκείνον τον χειμώνα είχε χιόνι μέχρι επάνω, όπως συμβαίνει συχνά στη Νότια Νορβηγία, και ο δρόμος προς το σπίτι έμοιαζε με στενό φαράγγι. Να και ο Ίνγκβε τσουλάει το καροτσάκι που μέσα είμαι εγώ, εκεί στέκεται με τα παιδικά του σκι και χαμογελάει στον φωτογράφο. Μέσα στο σπίτι με δείχνει με το δάχτυλο και γελάει ή εγώ στέκομαι μόνος μου και κρατιέμαι από το πάρκο. Τον φωνάζω «Άουα», ήταν η πρώτη μου λέξη. Ήταν άλλωστε και ο μόνος που καταλάβαινε τι έλεγα, μου είχανε πει, και τα μετέφραζε στον μπαμπά και στη μαμά. Επίσης, ξέρω ότι ο Ίνγκβε γυρνούσε και χτυπούσε τα κουδούνια στη γειτονιά για να ρωτήσει αν έμεναν εκεί παιδιά, αυτή την ιστορία η γιαγιά μου την έλεγε πολύ συχνά. «Μένουν καθόλου παιδιά εδώ;» έλεγε εκείνη με παιδική φωνή και γελούσε. Και ξέρω ότι εγώ έπεσα από τη σκάλα και έπαθα κάτι σαν σοκ, μου κόπηκε η ανάσα, το πρόσωπό μου μελάνιασε, η μαμά έτρεξε αμέσως στο πιο κοντινό σπίτι που είχε τηλέφωνο μ’ εμένα στην αγκαλιά της. Πίστεψε ότι είχα επιληψία, όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε, δεν είχα πάθει τίποτα. Και ξέρω ακόμη ότι του μπαμπά του άρεσε που ήταν καθηγητής, ότι τα πήγαινε καλά με τα παιδιά, και ότι μια χρονιά πήγε εκδρομή με την τάξη του. Είδα φωτογραφίες από την εκδρομή, σε όλες τις φωτογραφίες έδειχνε νέος και χαρούμενος, έχοντας γύρω του έφηβους, ντυμένους λίγο σαν χίπις,


κάτι που χαρακτήριζε τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Πουλόβερ, παντελόνια καμπάνα, γαλότσες. Τα μαλλιά τους ήταν μακριά, όχι πιασμένα επάνω όπως στη δεκαετία του ’60, αλλά μακριά και απαλά, που έπεφταν στους ώμους γύρω από τα απαλά εφηβικά τους πρόσωπα. Η μαμά είπε κάποτε ότι ο μπαμπάς δεν ήταν ποτέ τόσο ευτυχισμένος όπως τότε. Και είναι και οι φωτογραφίες της γιαγιάς, του Ίνγκβε κι εμένα, δύο μπροστά από μια παγωμένη λίμνη, ο Ίνγκβε κι εγώ φορώντας ζεστά μάλλινα πουλόβερ, που τα είχε πλέξει η γιαγιά, το δικό μου ήταν μουσταρδί και καφέ, και δύο άλλες στη βεράντα στο σπίτι τους στο Κριστιανσάντ, στη μία εκείνη στέκεται με το μάγουλό της πάνω στο δικό μου, είναι φθινόπωρο, ο ουρανός είναι γαλάζιος, ο ήλιος χαμηλά, κοιτάζουμε την πόλη από ψηλά, εγώ θα είμαι δύο τριών χρονών. Θα έλεγες ότι αυτές οι φωτογραφίες αντιπροσωπεύουν ένα είδος μνήμης, ότι είναι αναμνήσεις, απλά χωρίς το «εγώ», από το οποίο κανονικά προέρχονται οι αναμνήσεις, και το θέμα είναι φυσικά τι σημαίνουν σε αυτή την περίπτωση. Έχω δει άπειρες φωτογραφίες της ίδιας εποχής από τις οικογένειες φίλων και φιλενάδων μου, όλες μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. Τα ίδια χρώματα, τα ίδια ρούχα, τα ίδια δωμάτια, οι ίδιες δραστηριότητες. Βέβαια, δεν συνδέω τίποτα μ’ αυτές τις φωτογραφίες, κατά κάποιον τρόπο δεν έχουν νόημα, και το βλέπω ακόμα πιο καθαρά όταν κοιτάζω φωτογραφίες παλαιότερων γενεών, δεν είναι παρά άνθρωποι ντυμένοι με αλλόκοτα ρούχα, που ασχολούνται με κάτι τελείως ακατανόητο για μένα. Φωτογραφίζουμε τον χρόνο, την εποχή, όχι τους ανθρώπους της, αυτούς δεν μπορείς να τους κλείσεις σε μια φωτογραφία. Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους του στενού σου κύκλου. Ποια ήταν εκείνη η γυναίκα, που πόζαρε μπροστά στον φούρνο της κουζίνας, στο διαμέρισμα της οδού Τερέσες, με θαλασσί φόρεμα, με τα γόνατα ενωμένα, οι γάμπες της ανοιχτές, χωρίς ν’ αγγίζουν η μια την άλλη, μια κλασική πόζα της δεκαετίας του ’60; Εκεί-

17

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 17


18

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 18

νη με τα μαλλιά πιασμένα κότσο; Τα γαλάζια μάτια και το ήρεμο χαμόγελο, τόσο ήρεμο, που δεν έμοιαζε καν με χαμόγελο; Εκείνη με το ένα χέρι της στη γυαλιστερή καφετιέρα με το κόκκινο καπάκι; Ναι, η μαμά ήταν, η δική μου μαμά, αυτή στεκόταν εκεί, όμως ποια ήταν; Τι σκεφτόταν; Πώς έβλεπε τη ζωή της, το πώς έζησε μέχρι τώρα, κι αυτό που την περίμενε; Μόνο εκείνη το ξέρει, η φωτογραφία αυτό δεν το λέει. Μια άγνωστη γυναίκα σε ένα άγνωστο δωμάτιο, αυτό ήταν όλο. Και ένας άντρας, που δέκα χρόνια αργότερα κάθεται στην πλαγιά ενός βουνού και πίνει καφέ από το κόκκινο καπάκι του θερμός, διότι ξέχασε να πάρει μαζί του φλιτζάνια πριν φύγουν, αυτός ποιος ήταν; Αυτός με την περιποιημένη μαύρη γενειάδα και τα πυκνά μαύρα μαλλιά; Με τα ευαίσθητα χείλη και τα χαρούμενα μάτια; Μα, φυσικά, ήταν ο πατέρας μου, ο δικός μου πατέρας, και κανένας άλλος. Όμως, ποιος ήταν, τι σκεφτόταν, εκείνη τη στιγμή και όλες τις άλλες στιγμές, κανείς δεν το ξέρει πια. Κι έτσι είναι με όλες τις φωτογραφίες, ακόμα και με τις δικές μου. Είναι τελείως άδειες, το μόνο νόημα που βγαίνει από αυτές είναι αυτό που τους έχει δώσει ο χρόνος. Και πάλι αυτές οι φωτογραφίες είναι κομμάτι δικό μου και της πιο προσωπικής μου ιστορίας, όπως οι φωτογραφίες άλλων είναι της δικής τους. Χωρίς νόημα, με νόημα, χωρίς νόημα, με νόημα, αυτό είναι το κύμα που διατρέχει τις ζωές μας και τους δημιουργεί τη μεγαλύτερη ένταση. Το μόνο που θυμάμαι από τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής μου, και όλα όσα υπάρχουν σε φωτογραφίες και αντικείμενα εκείνης της εποχής, τα κάνω δικά μου, αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της ταυτότητάς μου, γεμίζουν τις υπό κανονικές συνθήκες άδειες και δίχως μνήμη παρυφές του «εγώ» με νόημα και συνέχεια. Απ’ αυτά τα κομμάτια και τα θραύσματα εγώ έχτισα τον Καρλ Ούβε, τον Ίνγκβε, μια μάνα και έναν πατέρα, το σπίτι στο Χόβε κι εκείνο στο Τιμπάκεν, μια γιαγιά και έναν παππού από τον μπαμπά, μια άλλη γιαγιά και έναν άλλο παππού από τη μαμά, μια γειτονιά και ένα σωρό παιδιά.


KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 19

Αυτή την πρόχειρη κατασκευή εγώ αποκαλώ «τα παιδικά μου χρόνια».

* Τοπική ποδοσφαιρική ομάδα (Σ.τ.Μ.).

19

Η μνήμη δεν είναι κάτι που μπορείς να βασίζεσαι στη ζωή. Και δεν είναι για τον απλούστατο λόγο ότι η μνήμη δεν βάζει την αλήθεια πάνω απ’ όλα. Ποτέ δεν είναι η προϋπόθεση για την αλήθεια αυτό που καθορίζει το αν η μνήμη αποδίδει σωστά ή όχι ένα γεγονός, αλλά η ιδιοτέλεια. Η μνήμη είναι ρεαλιστική, ύπουλη και πονηρή, αλλά όχι με τρόπο εχθρικό ή κακόβουλο. Απεναντίας, κάνει τα πάντα για να ικανοποιήσει τον κύριό της. Μερικά πράγματα τα ωθεί στο μεγάλο κενό της λήθης, άλλα τα αλλάζει έτσι που γίνονται αγνώριστα, άλλα τα παρεξηγεί υπέρ το δέον, και άλλα, κι αυτά τα άλλα είναι σχεδόν τίποτα, τα θυμάται πολύ καλά, ξεκάθαρα και σωστά. Το τι θυμάται κανείς καλά, ε, μ’ αυτό δεν θα βγάλεις ποτέ άκρη. Για μένα οι αναμνήσεις των πρώτων έξι χρόνων σχεδόν δεν υπάρχουν. Δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Δεν έχω ιδέα ποιος με πρόσεχε, τι έκανα, με ποιον έπαιζα, όλα χάθηκαν μια κι έξω, τα χρόνια από το 1968 ώς το 1974 είναι ένα τεράστιο κενό στη ζωή μου. Το απειροελάχιστο που μπορώ να θυμηθώ δεν λέει και πολλά: στέκομαι σε μια ξύλινη γέφυρα σ’ ένα δάσος θαρρείς σε οροπέδιο με δέντρα να απέχουν αρκετά το ένα απ’ τ’ άλλο, από κάτω μου ένα μεγάλο αφρισμένο ρυάκι, το νερό είναι πράσινο και άσπρο, χοροπηδάω πάνω κάτω, η γέφυρα κουνάει, κι εγώ γελάω. Δίπλα μου στέκεται ο Γκάιρ Πρέστμπακμο, το γειτονόπουλο, κι αυτός χοροπηδάει ενώ γελάει. Κάθομαι στο πίσω κάθισμα σ’ ένα αμάξι, σταματάμε σε μια διασταύρωση, ο μπαμπάς γυρίζει και λέει ότι είμαστε στην κοιλάδα Μιένταλεν. Θα πάμε να δούμε τη Σταρτ* να παίζει, έτσι μου είπανε, αλλά ούτε τη διαδρομή ούτε το ματς ούτε και την επιστροφή θυμά-


20

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 20

μαι. Ανεβαίνω την ανηφόρα έξω απ’ το σπίτι και σπρώχνω ένα μεγάλο πλαστικό φορτηγό, κίτρινο και πράσινο, που μου δίνει μια υπέροχη αίσθηση πλούτου, ευημερίας και χαράς. Αυτό είναι όλο. Τα πρώτα μου έξι χρόνια. Όμως, είναι και οι αγιοποιημένες αναμνήσεις, αυτές που έχουν μείνει για πάντα χαραγμένες στην καρδιά του επτάχρονου ή του οχτάχρονου, η μαγεία των παιδικών χρόνων: Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι! Υπάρχουν, βέβαια, και αλλιώτικες αναμνήσεις. Αυτές που δεν είναι σταθερές, που δεν έρχονται στον νου μας με τη θέλησή μας, αλλά που θαρρείς ελευθερώνονται και ανεβαίνουν στη συνείδηση από μόνες τους κι επιπλέουν σαν διάφανες μέδουσες, που τις αφύπνισε μια συγκεκριμένη μυρωδιά, μια γεύση, ένας συγκεκριμένος ήχος... Τις ακολουθεί πάντα μια άμεση και έντονη αίσθηση ευτυχίας. Μετά είναι οι αναμνήσεις που συνδέονται με το σώμα, όταν κάνεις κάτι που έκανες κάποτε, σηκώνεις το χέρι να κάνεις σκιά στον ήλιο, αρπάζεις μια μπάλα στον αέρα, διασχίζεις τρέχοντας ένα λιβάδι κρατώντας στο χέρι καλούμπα χαρταετού με τα παιδιά σου να σε ακολουθούν καταπόδας. Είναι οι αναμνήσεις που συνοδεύουν τα αισθήματα: η ξαφνική οργή, το ξαφνικό κλάμα, ο ξαφνικός φόβος, και φτάνεις εκεί που ήσουν κάποτε, σαν να σε πέταξε κάποιος πίσω στον εαυτό σου σαν αστραπή, περνώντας από όλες τις ηλικίες. Και μετά είναι οι αναμνήσεις που συνδέονται με το φυσικό τοπίο. Γιατί το τοπίο των παιδικών χρόνων δεν είναι σαν τα τοπία που έρχονται αργότερα, αυτά έχουν τελείως διαφορετική συναισθηματική φόρτιση. Στο τοπίο εκείνο κάθε πέτρα, κάθε δέντρο, είχαν σημασία, και επειδή όλα τα είχες δει μια πρώτη φορά, αλλά και ταυτόχρονα αμέτρητες φορές, έχει εγκατασταθεί στο βάθος της συνείδησης, όχι μόνο αχνά και στο περίπου, όπως δείχνει το τοπίο έξω από το σπίτι ενός ενήλικα, που με τα μάτια του κλειστά πρέπει να το φέρει στη μνήμη του βήμα βήμα, με σχεδόν απόλυτη ακρίβεια και κάθε λεπτομέρεια. Στις σκέψεις δεν χρειάζομαι παρά


να ανοίξω την πόρτα και να βγω έξω, και οι εικόνες πέφτουν επάνω μου καταιγιστικά. Το χαλίκι στην είσοδο του γκαράζ, το καλοκαίρι σχεδόν γαλαζωπό. Και μόνο αυτό, οι είσοδοι των γκαράζ στα παιδικά μου χρόνια! Και τα αμάξια της δεκαετίας του ’70 που ήταν εκεί! Φολκσβάγκεν κατσαριδάκια, Σιτροέν Ντεές, Τάουνους, Γρανάδες, Ασκόνες, Καντέτ, Φορντ Κόνσουλ, Λάντα, Βόλβο Άμαζον... Όμως, φτάνει για τ’ αμάξια, στην παραλία με τα βότσαλα, κατά μήκος του καφετή φράχτη, πάνω από το μικρό χαντάκι που ήταν ανάμεσα στον δικό μας δρόμο, την οδό Νορντόσεν Ρινγκβάι, και την οδό Ελγκστίεν, που διέσχιζε όλη την περιοχή και περνούσε κι από άλλες δυο περιοχές με νεόχτιστες μονοκατοικίες. Η πλαγιά από σκούρο, παχύ χώμα στον δρόμο που κατέβαινε μέχρι το δάσος! Το πώς άρχιζαν να ξεπετιούνται λεπτά κοτσανάκια σχεδόν αμέσως: εύθραυστα και μοναχικά μέσα στην καινούργια μαύρη απεραντοσύνη και μετά ο σχεδόν αχαλίνωτος πολλαπλασιασμός τους στα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι που η πλαγιά είχε σκεπαστεί από πυκνούς, καταπράσινους θάμνους. Δεντράκια, γρασίδι, δακτυλίτιδες, πικραλίδες, φτέρες και θάμνοι που εξαφάνιζαν τελείως την τόσο έντονη προηγούμενη διαφορά ανάμεσα στον δρόμο και το δάσος. Παίρνεις την ανηφοριά κατά μήκος του στενού τούβλινου μονοπατιού και, ω του θαύματος, ακούς το νερό που κελάρυζε, πότε ήρεμα, πότε ορμητικά, καθώς κυλούσε όταν έβρεχε! Το μονοπάτι στα δεξιά, ένας παράδρομος που ανέβαινε στο νέο σουπερμάρκετ, το Β-Μαξ. Το μικρό βαλτοτόπι δίπλα, όχι μεγαλύτερο από δυο θέσεις πάρκινγκ, οι σημύδες που κρέμονταν διψασμένες από πάνω του. Το σπίτι του Όλσεν στην κορυφή του μικρού ρεικότοπου και ο δρόμος που έκοβε από πίσω. Γκρεβλινγκβάιεν λεγόταν. Στο πρώτο σπίτι αριστερά έμενε ο Τζων και η αδερφή του, η Τρούντε, ήταν χτισμένο σε ένα οικόπεδο, που λίγο πολύ ήταν ένας σωρός από πέτρες. Πάντα φοβόμουν λιγάκι όταν περνούσα από εκείνο το σπίτι. Απ’ τη μια επειδή μπορούσε κάλλιστα να είναι

21

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 21


22

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 22

κρυμμένος εκεί ο Τζων και να ρίχνει πέτρες και χιονόμπαλες σε όλα τα παιδιά που περνούσαν, και απ’ την άλλη γιατί είχαν λυκόσκυλο... Μα τι λυκόσκυλο... Ποπό, τώρα το θυμάμαι. Τέρας σωστό ήταν το κοπρόσκυλο. Στεκόταν δεμένο στη βεράντα ή δίπλα στο γκαράζ, γάβγιζε σε όλους τους περαστικούς, παραμόνευε πότε μπρος, πότε πίσω, όσο του επέτρεπε το λουρί του, ενώ στρίγκλιζε και ούρλιαζε. Ήταν πετσί και κόκκαλο, με κίτρινα, αρρωστιάρικα μάτια. Μια φορά κατέβηκε τρέχοντας προς το μέρος μου, με την Τρούντε να τον κυνηγάει και το λουρί του να σέρνεται στο χώμα. Είχα ακούσει ότι δεν πρέπει να τρέχεις αν σε κυνηγάει ένα ζώο, για παράδειγμα, μια αρκούδα στο δάσος, αλλά να κάτσεις ακίνητος, σαν να μην τρέχει τίποτα, αυτό έκανα κι εγώ, στάθηκα αμέσως όταν το είδα να τρέχει προς το μέρος μου. Σιγά που με βοήθησε αυτό. Το σκυλί αδιαφόρησε αν εγώ στεκόμουν ακίνητος ή όχι, αλλά άνοιξε τη στοματάρα του και έχωσε τα δόντια του στο χέρι μου λίγο πριν από τον καρπό. Η Τρούντε έφτασε ένα δευτερόλεπτο αργότερα, άρπαξε το λουρί και τράβηξε τόσο δυνατά, που ο σκύλος πήγε πίσω. Έβαλα τα κλάματα κι έγινα καπνός. Όλα σ’ αυτό το ζώο με τρόμαζαν. Το γάβγισμά του, τα κίτρινα μάτια, τα σάλια που του έτρεχαν, τα μυτερά δόντια, που τώρα είχαν αφήσει σημάδι στο χέρι μου. Στο σπίτι δεν είπα τίποτα γι’ αυτό που έγινε, φοβήθηκα μη με μαλώσουν, γιατί γι’ αυτό το περιστατικό υπήρχαν πολλές πιθανότητες να τ’ ακούσω: Ότι δεν θα έπρεπε να πάω εκεί εκείνη την ώρα ή να είχα κλάψει ή «καλά, ένα σκυλί φοβήθηκες; Σιγά το πράμα». Από κείνη τη μέρα ο φόβος με παρέλυε όταν έβλεπα εκείνο το σκυλί. Και αποδείχτηκε συν τοις άλλοις και μοιραίο, γιατί όχι μόνο είχα ακούσει ότι έπρεπε να σταθείς ακίνητος όταν σου ριχνόταν ένα επικίνδυνο ζώο, αλλά και ότι τα σκυλιά μυρίζουν τον φόβο. Δεν ξέρω ποιος μου το είπε αυτό, αλλά ήταν κάτι απ’ αυτά που λέγονταν, που το ήξεραν όλοι: Τα σκυλιά σε μυρίζουν αν φοβάσαι. Και τότε φοβούνται κι αυτά ή εκνευρίζονται και


προχωρούν στην επίθεση. Αν δεν τα φοβάσαι, είναι όλα μια χαρά. Αυτό ειδικά συνέχεια το σκεφτόμουν. Πώς μυρίζουν τον φόβο; Πώς μυρίζει ο φόβος; Και είναι δυνατόν να κάνεις ότι δεν τα φοβάσαι, να μη σε μυρίζουν και να μη νιώθουν το πραγματικό συναίσθημα που κρύβεται μέσα σου; Οι Κάνεστρεμ, που έμεναν δυο σπίτια πιο πάνω από μας, είχαν κι εκείνοι σκύλο. Ήταν ένα Γκόλντεν Ριτρίβερ, που το έλεγαν Άλεξ, και ήταν ήρεμο σαν αρνί. Περπατούσε κούτσα κούτσα πίσω από τον κύριο Κάνεστρεμ, όπου κι αν πήγαινε εκείνος, αλλά και πίσω από τα τέσσερα παιδιά, αν βέβαια τον άφηναν. Καλοσυνάτα μάτια και καλότροπες, μαλακές κινήσεις. Όμως, ακόμα κι εκείνον τον φοβόμουν. Γιατί όταν έσκαγες μύτη στην ανηφόρα και ετοιμαζόσουν να μπεις για να χτυπήσεις το κουδούνι, εκείνο γάβγιζε. Όχι συμπαθητικά, φιλικά ή απορημένα, αλλά δυνατά, βαθιά και άγρια. Και τότε στεκόμουνα. «Γεια σου, Άλεξ», έλεγα καμιά φορά, όταν δεν ήταν άλλοι εκεί γύρω. «Μη νομίζεις ότι σε φοβάμαι. Με τίποτα». Αν πάλι ήταν κάποιος εκεί, απλά συνέχιζα τον δρόμο μου, σαν να μην έτρεχε τίποτα, σαν να άνοιγα δρόμο μέσα από το γάβγισμά του, και όταν στεκόταν εκεί μπροστά μου με στόμα ορθάνοιχτο, έσκυβα και τον χάιδευα μια δυο φορές στα πλευρά, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε σαν ταμπούρλο και όλοι μου οι μύες είχαν παραλύσει από τον φόβο. «Σταμάτα, Άλεξ!» έλεγε καμιά φορά ο Νταγκ Λόταρ, καθώς ανέβαινε τρέχοντας το μικρό χαλικόστρωτο δρομάκι από την πόρτα του υπογείου ή αν έβγαινε φουριόζος από την κυρία είσοδο. «Ο Καρλ Ούβε φοβάται, όταν γαβγίζεις, ηλίθιο σκυλί». «Τι λε, ρε, σιγά που φοβάμαι», έλεγα τότε εγώ. Ο Νταγκ Λόταρ περιοριζόταν να με κοιτάξει με ένα παγωμένο χαμόγελο, που μάλλον σήμαινε, Μη μου πεις. Μετά φεύγαμε.

23

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 23


KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 24

24

Πού πηγαίναμε; Στο δάσος. Κατεβαίναμε στο Ουμπεκίλεν. Μετά πιο κάτω στις πλωτές εξέδρες. Ανεβαίναμε τη γέφυρα. Κατεβαίναμε στο Γκάμλε Τιμπάκεν. Πηγαίναμε στο εργοστάσιο που έφτιαχνε πλαστικά καραβάκια. Ανεβαίναμε στο βουνό. Μπαίναμε στην Τιένα. Ανεβαίναμε στο Β-Μαξ. Κατεβαίναμε στη Φίνα. Αν βέβαια δεν τρέχαμε εδώ και εκεί στον δρόμο μας ή δεν τη στήναμε έξω από κάποιο απ’ τα σπίτια ή δεν καθόμαστε στα αγκωνάρια ή πάνω στη μεγάλη κερασιά που δεν την είχε κανείς. Αυτό ήταν όλο. Αυτός ήταν ο κόσμος. Αλλά τι κόσμος!

Μια νεόχτιστη περιοχή με μονοκατοικίες δεν έχει ρίζες στο παρελθόν ούτε κλαδιά στον ουρανό του μέλλοντος όπως κάποτε είχαν οι νεόχτιστες πολυώροφες εργατικές κατοικίες. Εμφανίστηκε σαν μια ρεαλιστική απάντηση σε μια πρακτική ερώτηση, πού θα έμεναν όλοι οι καινούργιοι κάτοικοι, μα φυσικά έξω, στο δάσος, εκεί θα χαράξουμε κάνα δυο οικόπεδα και θα τα βάλουμε για πούλημα. Το μόνο σπίτι που προϋπήρχε ανήκε σε μια οικογένεια, που τους έλεγαν Μπεκ, ο πατέρας ήταν απ’ τη Δανία και είχε χτίσει το σπίτι μόνος του έξω στο δάσος. Δεν είχαν αμάξι, πλυντήριο ή τηλεόραση. Ούτε κήπο, μόνο μια αυλή από σκληρό χώμα ανάμεσα στα δέντρα. Στοίβες με ξύλα, σκεπασμένα με μουσαμάδες, και τον χειμώνα ένα αναποδογυρισμένο βαρκάκι. Οι δυο αδερφές, η Ίνγκα Λιλ και η Λίσα, πήγαιναν


στην εβδόμη και την ενάτη και πρόσεχαν τον Ίνγκβε και μένα τα πρώτα χρόνια που μέναμε εκεί. Ο αδερφός τους λεγόταν Τζων, ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερός μου, ντυνόταν με παράξενα ρούχα που σχεδίαζαν μόνοι τους, δεν τον ενδιέφερε καθόλου ό,τι ενδιέφερε εμάς, αναζητούσε άλλα πράγματα, που δεν είχαμε ιδέα τι ήταν. Έφτιαξε τη δική του βάρκα από τα δώδεκα. Όχι όπως εμείς, που προσπαθούσαμε να φτιάξουμε σχεδίες, με όνειρα και διάθεση για περιπέτεια, αλλά μια αληθινή, σωστή βάρκα με κουπιά. Θα έπρεπε να τον κοροϊδεύαμε, αλλά αυτό δεν γινόταν, η απόσταση ήταν κατά κάποιον τρόπο πολύ μεγάλη. Δεν ήταν δικός μας και ούτε ήθελε να γίνει. Ο πατέρας του, ο Δανός με το ποδήλατο, που ίσως είχε πάντα την επιθυμία να ζήσει μόνος του στο δάσος από τότε που ζούσε στη Δανία, σίγουρα απογοητεύθηκε όταν σχεδιάστηκαν και εγκρίθηκαν τα αγροτεμάχια και έφτασαν οι πρώτες μπετονιέρες στο δάσος, δίπλα στο σπίτι του. Οι οικογένειες που έρχονταν να ζήσουν εκεί προέρχονταν από την επαρχία και είχαν όλες τους παιδιά. Στο σπίτι, στην άλλη πλευρά του δρόμου, έμεναν οι Γκούσταβσεν, ο πατέρας ήταν πυροσβέστης, η μάνα νοικοκυρά, ήταν και οι δυο τους από το Χόνινγκβογκ, τα παιδιά τους λέγονταν Ρολφ και Λάιφ Τόρε. Απέναντί μας έμεναν οι Πρέστμπακμο, ο πατέρας ήταν δάσκαλος, η μάνα δούλευε σε γηροκομείο, ήταν από το Τρομς, τα παιδιά λέγονταν Γκρο και Γκάιρ. Από πάνω τους έμεναν οι Κάνεστρεμ, ο πατέρας δούλευε στο ταχυδρομείο, η μάνα ήταν νοικοκυρά, από το Κριστιανσούντ, τα παιδιά λέγονταν Στάιναρ, Ίνγκριντ Άνε, Νταγκ Λόταρ και Ούνι. Απέναντι, ήταν οι Κάρλσεν, ο πατέρας ήταν ναυτικός, η μάνα πωλήτρια σε ένα μαγαζί, ήταν από τη Νότια Νορβηγία, τα παιδιά τα έλεγαν Κεντ Άρνε και Άνε Λένε. Πιο πέρα έμεναν οι Κρίστενσεν, ο πατέρας ναυτικός, και τι ήταν η μάνα δεν το ήξερα, τα παιδιά τους τα έλεγαν Μαριάνε και Εύα. Στην άλλη μεριά έμεναν οι Γιάκομπσεν, ο πατέρας ήταν τυπογράφος, η μάνα νοικοκυρά, και οι δυο τους από το Μπέργκεν, τα παιδιά λέγονταν Γκάιρ, Τροντ

25

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 25


KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 26

26

και Βένκε. Απέναντί τους ήταν οι Λίντλαντ, τα παιδιά τα έλεγαν Γκάιρ Χόκον και Μόρτεν. Εκεί κάπου άρχισα να χάνω κάπως το μέτρημα, τουλάχιστον στο πώς λέγονταν οι γονείς και τι δουλειά έκαναν. Σ’ εκείνο το μέρος τα παιδιά λέγονταν Μπέντε, Τόνε Ελίσαμπετ, Τόνε, Λιβ Μπέριτ, Στάιναρ, Κόρε, Ρούνε, Γιαν Άτλε, Όντλαουγκ και Χάλβορ. Τα περισσότερα ήταν συνομήλικά μου, τα μεγαλύτερα ήταν επτά χρόνια πάνω από μένα, τα μικρότερα τέσσερα χρόνια κάτω. Πέντε από αυτά θα πήγαιναν στην ίδια τάξη με μένα.

Μετακομίσαμε εκεί το καλοκαίρι του 1970. Τα περισσότερα σπίτια στην περιοχή ακόμα χτίζονταν. Ο στριγκός προειδοποιητικός ήχος της σειρήνας, που ακούγεται πριν από μια έκρηξη, ήταν χαρακτηριστικός των παιδικών μου χρόνων, και η ξεχωριστή αίσθηση καταστροφής του κόσμου που νιώθεις όταν το σοκ της έκρηξης απλώνεται σαν κύματα από το υπέδαφος και κάνει το πάτωμα να τρίζει, ήταν επίσης μια συνηθισμένη αίσθηση. Το ότι τα πράγματα πάνω από τη γη συνδέονταν ήταν φυσικό –δρόμοι και καλώδια του ηλεκτρικού, δάση και θάλασσα– αλλά το ότι υπήρχαν και κάτω από τη γη ήταν ακόμα πιο ανησυχητικό. Εκεί που στεκόμαστε, δεν θα έπρεπε το έδαφος να ήταν τελείως σταθερό και αδιαπέραστο; Ταυτόχρονα όλα τα ανοίγματα στη γη ασκούσαν μια τελείως ξεχωριστή έλξη σε μένα και στα άλλα παιδιά που μεγαλώσαμε μαζί. Συχνά μαζευόμαστε γύρω από μια από τις πολλές τρύπες, που είχαν σκάψει στην περιοχή, είτε ήταν υπόνομοι ή καλώδια που θα έμπαιναν ή ένα υπόγειο που θα στρωνόταν με μπετόν, και κοιτάζαμε το βάθος, κίτρινο όπου είχε άμμο, μαύρο, καφέ ή καφεκόκκινο όπου είχε χώμα, γκρίζο όπου ήταν πηλός, και με έναν πάτο που πάντα αργά ή γρήγορα θα σκεπαζόταν από μια γκριζοκίτρινη αδιαπέραστη επιφάνεια νερού, που θα την διέκοπτε η κορυφή ενός ή δύο ογκόλιθων. Πάνω από την τρύπα


υψωνόταν ένας κίτρινος ή ίσως πορτοκαλί εκσκαφέας, σαν πουλί, με την αρπάγη σαν ράμφος στην άκρη του μακριού λαιμού του, δίπλα του ένα παρκαρισμένο φορτηγό, που τα φώτα του έμοιαζαν με μάτια, η μάσκα του με στόμα και η καρότσα του, σκεπασμένη με μουσαμά, με ράχη. Αν επρόκειτο για μεγαλύτερα έργα, έβλεπες και μπουλντόζες ή ανατρεπόμενα, κατά κανόνα κίτρινα, με κάτι τεράστιες ρόδες, που το πλάτος τους ήταν σαν τα χέρια μας. Αν ήμαστε τυχεροί, βρίσκαμε σωρούς από σύρμα παγιδεύσεως στην τρύπα ή εκεί κοντά, το παίρναμε λοιπόν, γιατί αυτό το σύρμα είχε μεγάλη ανταλλακτική αξία, αλλά και αξία χρήσης. Κατά τα άλλα εκεί γύρω είχε πάντα μπομπίνες, σε ύψος ενός ανθρώπου, σαν ξύλινες κουβαρίστρες με καλώδια τυλιγμένα γύρω γύρω, και στοίβες από γυαλιστερούς καστανοκόκκινους πλαστικούς σωλήνες με διάμετρο περίπου σαν το μπράτσο μας. Ακόμη είχε ένα σωρό τσιμεντοσωλήνες και προκατασκευασμένα τσιμεντένια πηγάδια, τραχιά και υπέροχα, λίγο πιο ψηλά από εμάς, τέλεια να σκαρφαλώνεις επάνω τους. Μεγάλα, ασήκωτα στρώματα από παλιά, κομμένα λάστιχα αυτοκινήτων που χρησιμοποιούσαν στις ανατινάξεις. Ξύλινους τηλεφωνικούς στύλους, πράσινους από την υγρασία. Κασόνια με δυναμίτη. Παραπήγματα που άλλαζαν κι έτρωγαν οι εργάτες, που αν ήταν εκεί, εμείς κρατούσαμε απόσταση σαν καλά παιδιά και βλέπαμε από μακριά τι κάνανε. Αν πάλι δεν ήταν, κατεβαίναμε σιγά σιγά στην τρύπα, σκαρφαλώναμε στις ρόδες των ανατρεπόμενων, κάναμε ισορροπία στις στοίβες των σωλήνων, ανοίγαμε την πόρτα των παραπηγμάτων και μπαίναμε, κοιτάζαμε από τα παράθυρα, χωνόμαστε στα τσιμεντένια πηγάδια, προσπαθούσαμε να κυλήσουμε τις μπομπίνες, γεμίζαμε τις τσέπες μας με φαγωμένα καλώδια, πλαστικά πόμολα, σύρμα παγιδεύσεως. Κανέναν στον κόσμο δεν σεβόμαστε περισσότερο από εκείνους τους εργάτες, καμία δουλειά δεν είχε τόσο νόημα για μας όσο η δική τους. Οι τεχνικές λεπτομέρειές της δεν με ενδιέφεραν, το ίδιο και οι μάρκες των μηχανημά-

27

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 27


28

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 28

των. Για μένα το πιο αξιοπρόσεχτο, πέρα από τις αλλαγές που προκαλούσαν στο τοπίο, ήταν τα ίχνη της ιδιωτικής τους ζωής που τους ακολουθούσαν. Όταν εκείνοι έβγαζαν μια χτένα ή από την πορτοκαλιά φόρμα εργασίας τους ή από τα μπλε, χαχόλικα παντελόνια τους και χτενίζονταν, με το κράνος παραμάσχαλα, μέσα σε όλο τον σαματά των μηχανημάτων, για να πω ένα παράδειγμα, ή η μυστηριακή, σχεδόν ακατανόητη στιγμή που έβγαιναν από τα παραπήγματα το απόγευμα, με απόλυτα συνηθισμένα ρούχα, και κάθονταν στα αμάξια τους και έφευγαν σαν απλοί άνθρωποι. Υπήρχαν κι άλλοι εργάτες που τους παρακολουθούσαμε με προσοχή, χωρίς να κουραζόμαστε ποτέ. Αν έσκαγε μύτη κάποιος από την Τηλεφωνική Εταιρεία, το νέο μεταδιδόταν ανάμεσα σ’ εμάς τα παιδιά σαν αστραπή. Να το αμάξι, να κι ο εργάτης, ένας μηχανικός, να και τα ΥΠΕΡΟΧΑ ορειβατικά παπούτσια του! Με αυτά τα ορειβατικά παπούτσια και μια ζώνη με εργαλεία στη μέση, που κούμπωνε με ένα λουρί γύρω από αυτόν και την κολόνα, με αργές και υπολογισμένες, αλλά για μας ΤΕΛΕΙΩΣ ακατανόητες κινήσεις, άρχιζε το σκαρφάλωμα. Πώς ήταν ΔΥΝΑΤΟ; Με ίσιο το κορμί, χωρίς να δείχνει ότι κουράζεται, χωρίς να βάζει δύναμη, ανέβαινε στην κορυφή ΓΛΙΣΤΡΩΝΤΑΣ. Με τα μάτια γουρλωμένα τον κοιτούσαμε, ενώ εκείνος δούλευε εκεί πάνω, και δεν γινόταν με τίποτα να φύγουμε, γιατί σε λίγο θα ξανακατέβαινε, το ίδιο ακούραστα και ακατανόητα όπως πριν. Φαντάσου να είχαμε τέτοια παπούτσια, με εκείνο το μεταλλικό άγκιστρο που έπιανε την κολόνα, με αυτά στα πόδια σου έκανες θαύματα. Και ήταν κι εκείνοι που δούλευαν στους υπονόμους. Εκείνοι που παρκάριζαν τ’ αμάξια τους δίπλα σε ένα από τα πολλά καπάκια των υπονόμων στους δρόμους είτε αυτά ήταν στην ίδια την άσφαλτο ή εντοιχισμένα σε μικρές υπερυψωμένες κατασκευές, κάπου εκεί δίπλα, και που, αφού φορούσαν μπότες που τους έφταναν μέχρι τη ΜΕΣΗ!, τραβούσαν με έναν λοστό


το μεταλλικό καπάκι, που ζύγιζε ένα τόνο, και άρχιζαν να κατεβαίνουν. Πρώτα εξαφανίζονταν στην τρύπα κάτω απ’ τον δρόμο οι γάμπες, μετά τα μπούτια, ύστερα η κοιλιά, μετά το στήθος, και τέλος το κεφάλι... Και τι άλλο μπορούσε να υπάρχει εκεί κάτω πέρα από ένα τούνελ που μέσα έτρεχε νερό, που μπορούσες να περπατήσεις; Ω, ήταν κάτι φανταστικό. Ίσως ο εργάτης να βρισκόταν κάπου απέναντι, δίπλα από το ποδήλατο του Κεντ Άρνε, που ήταν παρατημένο στο πεζοδρόμιο γύρω στα είκοσι μέτρα μακριά, εκτός του ότι ήταν κάτω από τη γη! Ή μήπως αυτά τα καπάκια ήταν κάτι σαν σταθμοί, δηλαδή δεξαμενές, όπου έλεγχαν τους σωλήνες και έφερναν νερό όταν έπιανε φωτιά; Κανείς δεν ήξερε να πει, πάντα μας έλεγαν να μην πλησιάζουμε όταν εκείνοι κατέβαιναν εκεί κάτω. Να τους ρωτήσουμε δεν τολμούσαμε. Να σηκώσουμε εμείς τα βαριά, μεταλλικά καπάκια, που έμοιαζαν με κέρματα, με τα ίδια μας τα χέρια, δεν είχαμε τις δυνάμεις, κανένας από μας. Έτσι παρέμεινε ένα μυστήριο, όπως τόσα άλλα εκείνη την εποχή. Ακόμα και πριν αρχίσουμε σχολείο, μπορούσαμε να πάμε όπου θέλαμε, εκτός από δύο μέρη. Το ένα ήταν ο μεγάλος δρόμος, αυτός που ερχόταν από τη γέφυρα και πήγαινε στο βενζινάδικο της Φίνα. Το άλλο ήταν η θάλασσα. Μην τυχόν και κατέβεις στη θάλασσα μόνος σου! μας έλεγαν οι μεγάλοι, προσπαθώντας να μας το βάλουν καλά στο μυαλό. Όμως, γιατί αλήθεια να μην πάμε, τι, νόμιζαν ότι θα πέφταμε στο νερό; Όχι, δεν ήταν γι’ αυτό, είπε κάποιος, όταν καθόμαστε σε έναν βράχο, όχι πολύ μακριά από το λιβάδι που καμιά φορά παίζαμε μπάλα και κοιτάζαμε τη θάλασσα, και που ο βράχος αυτός κατέβαινε απότομα προς το μέρος της, περίπου τριάντα μέτρα πιο κάτω από μας. Ήταν η νεράιδα. Έπαιρνε τα παιδιά. «Ποιος το λέει αυτό;» «Ο μπαμπάς και η μαμά». «Εδώ είναι;» «Ναι».

29

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 29


30

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 30

Κοιτάζαμε την γκρίζα επιφάνεια του Ουμπεκίλεν. Δεν έμοιαζε απίθανο να καραδοκούσε κάτι από κάτω. «Μόνο εδώ;» είπε ένα παιδί. «Τότε να πάμε αλλού; Να πάμε στην Τιένα;» «Ή στη Μικρή Χαβάη;» «Εκεί έχει άλλες νεράιδες. Είναι επικίνδυνες. Δεν είναι ψέμα. Αφού το λένε ο μπαμπάς και η μαμά. Αρπάζουν παιδιά και τα πνίγουν». «Μπορεί ν’ ανέβει εδώ;» «Δεν ξέρω. Όχι, δεν νομίζω. Όχι. Είναι πολύ μακριά. Μόνο άκρη άκρη είναι επικίνδυνο». Από κείνη τη μέρα, δεν φοβόμουν τη νεράιδα τόσο, όσο φοβόμουν τις αλεπούδες, η σκέψη και μόνο με κατατρόμαζε, κι αν έβλεπα έναν θάμνο να κουνιέται και άκουγα κάποιο θρόισμα δίπλα μου, έπρεπε πάση θυσία να τρέξω σε ασφαλές μέρος, δηλαδή σε ένα ξέφωτο στο δάσος ή στον συνοικισμό, όπου οι αλεπούδες δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Ναι, τις φοβόμουν τόσο τις αλεπούδες, που ο Ίνγκβε δεν είχε παρά να πει: «Είμαι αλεπού, έρχομαι να σε φάω», από την πάνω κουκέτα, και εγώ κοκκάλωνα από την τρομάρα μου. Όχι, δεν είσαι αλεπού, έλεγα εγώ. Ναι, έλεγε εκείνος κι έγερνε στην άκρη κι έψαχνε να με βρει με το χέρι του. Παρ’ όλα αυτά, μολονότι κάποιες φορές με είχε τρομάξει, μου έλειπε όταν αποκτήσαμε ο καθένας το δικό του δωμάτιο και ξαφνικά έπρεπε να κοιμάμαι μόνος μου. Καλά τα πήγα, βέβαια, το δωμάτιο ήταν μέσα στο σπίτι, αλλά όχι τόσο καλά όσο θα ήταν αν τον είχα κι αυτόν εκεί, στο πάνω κρεβάτι. Γιατί τότε μπορούσα, π.χ., να τον ρωτήσω, Ίνγκβε, φοβάσαι τώρα; Κι εκείνος θα απαντούσε: Ό-οχι, γιατί να φοβάμαι; Δεν υπάρχει τίποτα να φοβάσαι, κι εγώ ήθελα να τον ακούω να έχει δίκιο και να ησυχάσω. Ο φόβος για τις αλεπούδες με εγκατέλειψε όταν ήμουν γύρω στα επτά. Το κενό που άφησε όμως γέμισε γρήγορα από άλλα πράγματα. Ένα πρωί πέρασα δίπλα από την τηλεόραση, ή-


ταν αναμμένη χωρίς να βλέπει κανείς, έδειχνε μια ταινία για όλη την οικογένεια, κι εκεί, ποπό, μαμάκα μου, ένας άντρας χωρίς κεφάλι ανέβαινε μια σκάλα! Αααααα! Έτρεξα αμέσως στο δωμάτιό μου, αλλά αυτό δεν βοήθησε, εκεί ήμουν το ίδιο μόνος και ανυπεράσπιστος και δεν είχα άλλη λύση από το να ψάχνω τη μαμά, και αν δεν ήταν σπίτι, τότε τον Ίνγκβε. Η εικόνα του ανθρώπου χωρίς κεφάλι με καταδίωκε και μάλιστα όχι μόνο στο σκοτάδι, όπως τα άλλα τρομαχτικά πράγματα που φανταζόμουν. Όχι, ο άνθρωπος χωρίς κεφάλι μπορούσε να σκάσει μύτη μέρα μεσημέρι, κι αν ήμουν μόνος μου, δεν με βοηθούσε καθόλου το ότι έλαμπε ο ήλιος και τα πουλιά κελαηδούσαν, η καρδιά μου βαρούσε σφυριές και ο τρόμος κυρίευε κάθε νευρική μου απόληξη. Το φοβερό ήταν ότι ακόμα και όταν είχε φως, ένιωθα όπως και στο σκοτάδι. Και ακόμα χειρότερο, ότι δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Ούτε βοήθεια να φωνάξεις ούτε να βγεις στο ξέφωτο ούτε να τρέξεις. Μετά ήταν το εξώφυλλο ενός περιοδικού με εγκλήματα, που μου είχε δείξει κάποτε ο μπαμπάς, ένα περιοδικό που το είχε όταν ήταν μικρός, εκεί είχα δει ένα σκελετό που κουβαλούσε στην πλάτη του έναν άντρα, και ο σκελετός είχε γυρίσει το κεφάλι και με κοίταζε με τις άδειες τρύπες που είχε για μάτια. Και αυτόν τον σκελετό τον φοβόμουν, και τον έβλεπα κι αυτόν μπροστά μου εκεί που δεν τον περίμενα. Όταν άνοιγες το ζεστό νερό, ένας στριγκός ήχος ακουγόταν από τους σωλήνες, και αμέσως μετά, δηλαδή αν δεν το έκλεινες αμέσως, άρχιζαν οι σωλήνες να χτυπάνε σαν ταμπούρλο. Αυτοί οι θόρυβοι χαλούσαν τον κόσμο και μου έκοβαν την ανάσα. Υπήρχε ένας τρόπος να τους αποφύγω, δηλαδή ν’ ανοίξω πρώτα το κρύο νερό και μετά σιγά σιγά ν’ ανοίξω το ζεστό. Η μαμά, ο μπαμπάς και ο Ίνγκβε έτσι το έκαναν. Εγώ προσπαθούσα, αλλά ο στριγκός ήχος, μέσα απ’ τους τοίχους, και τα διαδοχικά χτυπήματα, που γίνονταν όλο και πιο γρήγορα, λες και κάποιος εκεί είχε τρελαθεί, άρχιζαν με το που άνοιγα το ζεστό νερό, και τότε το έκλεινα όσο πιο γρήγορα μπορού-

31

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 31


KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 32

32

σα κι έφευγα τρέχοντας και τρέμοντας ολόκληρος. Έτσι, είτε πλενόμουν τα πρωινά με κρύο νερό είτε πάλι χρησιμοποιούσα το βρώμικο μεν, αλλά χλιαρό νερό του Ίνγκβε. Τα σκυλιά, οι αλεπούδες και οι σωλήνες αποτελούσαν συγκεκριμένες και ορατές απειλές, που ήξερα πού ήταν, οπότε ή υπήρχαν ή δεν υπήρχαν. Όμως, ο άνθρωπος χωρίς κεφάλι και ο σκελετός με τα άδεια μάτια ανήκαν στους νεκρούς, κι έτσι δεν μπορούσες να ξέρεις πού ήταν, όχι όπως τα σκυλιά κ.λπ., μπορούσαν να είναι οπουδήποτε, στην ντουλάπα αν την άνοιγες στο σκοτάδι, κάτω από τη σκάλα όταν ανέβαινες ή κατέβαινες, στο δάσος ή ακόμα και κάτω απ’ το κρεβάτι ή και στο μπάνιο. Το ίδιο μου το καθρέφτισμα στα τζάμια το συνέδεα με τα πλάσματα από τον κόσμο των νεκρών, ίσως επειδή εκείνο φαινόταν όταν έπεφτε έξω το σκοτάδι, αλλά ένιωθα απαίσια, να βλέπω την ίδια μου την εικόνα στο μαύρο τζάμι και να σκέφτομαι ότι αυτό που έβλεπα δεν ήμουν εγώ, αλλά ένας νεκρός που με έχει καρφώσει με το βλέμμα του.

Όταν ξεκινήσαμε σχολείο, κανείς μας πια δεν πίστευε σε νεράιδες, καλικάντζαρους ή ξωτικά, και δουλεύαμε όσους πίστευαν ακόμα, αλλά η σκέψη ότι υπήρχαν φαντάσματα και πνεύματα δεν μας εγκατέλειψε, ίσως επειδή δεν τολμούσαμε να τα αγνοήσουμε. Νεκροί άλλωστε υπήρχαν, αυτό όλοι το ξέραμε. Άλλες σκέψεις που είχαμε, από τον ίδιο περίπλοκο χώρο, δηλαδή της μυθολογίας, ήταν πιο ανάλαφρες και πιο αθώες, όπως λέγανε, για παράδειγμα, ότι στην άκρη του ουράνιου τόξου υπήρχε ένας θησαυρός. Ακόμα και το φθινόπωρο που πήγαμε στην πρώτη τάξη, αυτό το πιστεύαμε και ψάχναμε να τον βρούμε. Ένα Σάββατο, Σεπτέμβρης μάλλον ήταν, είχε ρίξει καρεκλοπόδαρα όλο το πρωί, παίζαμε στον δρόμο κάτω απ’ το σπίτι που έμενε ο Γκάιρ Χόκον ή, για την ακρίβεια, στο χαντάκι, που είχε πλημμυρίσει απ’ το νερό. Εδώ ακριβώς περνούσε ο δρόμος α-


πό μια απότομη, σαν μισογκρεμισμένη βουνοπλαγιά, που από τη γεμάτη βρύα, χόρτα και χώμα κορυφή της κελάρυζε και έσταζε το νερό. Εμείς φορούσαμε γαλότσες, χοντρά αδιάβροχα σε φωτεινά χρώματα με τις κουκούλες δεμένες γερά κάτω απ’ το πιγούνι, έτσι που όλοι οι ήχοι μετατοπίζονταν. Η αναπνοή και οι κινήσεις του κεφαλιού, μέχρι εκεί που ακουμπούσαν τα αυτιά στο εσωτερικό της κουκούλας, ακούγονταν συνέχεια δυνατά και καθαρά, ενώ όλα τα άλλα μόλις και μετά βίας, λες και συνέβαιναν στην άλλη άκρη του κόσμου. Ανάμεσα στα δέντρα στην απέναντι πλευρά του δρόμου και στην κορυφή του βουνού από πάνω μας η ομίχλη ήταν πυκνή. Οι πορτοκαλιές στέγες των σπιτιών, που βρίσκονταν και από τις δυο μεριές, έλαμπαν θαμπά στο γκρίζο φως. Πέρα από το δάσος, στα ριζά του λόφου, ο ουρανός απλωνόταν σαν πρησμένη κοιλιά, τρύπια σαν σουρωτήρι απ’ τη δυνατή βροχή που έπεφτε συνέχεια ελαφρά στην κουκούλα αλλά ακουγόταν σαν σφυριές στα περιστασιακά υπερευαίσθητα αυτιά μας. Φτιάξαμε ένα φράγμα, όμως η άμμος που στοιβάζαμε συνέχεια σκορπούσε, και όταν είδαμε το αμάξι των Γιάκομπσεν να ανεβαίνει την ανηφόρα, δεν διστάσαμε ούτε λεπτό, πετάξαμε τα φτυάρια και κατεβήκαμε τρέχοντας προς το σπίτι τους, όπου σταμάτησε το αμάξι. Μια γαλαζωπή λωρίδα καπνού πλανιόταν στον αέρα ακριβώς πίσω απ’ την εξάτμιση. Από μπροστά βγήκε ο πατέρας, ξερακιανός σαν σπιρτόξυλο, με ένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο στο ακρόχειλο, εκείνος έσκυψε, σήκωσε τη λαβή κάτω από τη θέση και την έσπρωξε προς τα μπρος, για να βγουν έξω οι δυο γιοι του, ο Χοντρο-Γκάιρ και ο Τροντ, ενώ ταυτόχρονα η μάνα, μικροσκοπική, παχουλή, κοκκινομάλλα και χλωμή, έβγαλε έξω από την άλλη μεριά την κόρη της. «Γεια», είπαμε εμείς. «Γεια», είπαν ο Γκάιρ και ο Τροντ. «Πού ήσαστε;» «Για ψώνια».

2 – Το νησί της εφηβείας

33

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 33


34

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 34

«Γεια σας, παιδιά», είπε ο πατέρας. «Γεια», είπαμε εμείς. «Ξέρετε πώς είναι εφτακόσια εβδομήντα εφτά στα γερμανικά;» είπε εκείνος. «Ναι». «Ζιμπενχούντερτ ουντ ζίμπουντζίμπσιχ!» είπε εκείνος με τη βραχνή φωνή του. «Χα χα χα!» Γελάσαμε κι εμείς. Το γέλιο του γύρισε σε βήχα. «Μάλιστα», είπε όταν τέλειωσε ο βήχας, έχωσε το κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας του αμαξιού και το γύρισε. Πάντα είχε τικ στα χείλη και στο ένα μάτι. «Πού θα πάτε;» είπε ο Τροντ. «Δεν ξέρω», είπα εγώ. «Να έρθω κι εγώ;» «Ναι, έλα». Ο Τροντ ήταν ίδια ηλικία με τον Γκάιρ κι εμένα, αλλά πολύ πιο κοντός. Τα μάτια του ήταν στρογγυλά, το κάτω χείλι του χοντρό και κόκκινο, η μύτη μικρή. Γύρω από το σχεδόν κουκλίστικο πρόσωπό του φύτρωναν ξανθά κατσαρά μαλλιά. Ο αδερφός του ήταν διαφορετικός: τα μάτια του ήταν στενά και πονηρά, το χαμόγελό του συχνά ειρωνικό, τα μαλλιά του ίσια και ανοιχτοκάστανα, στην άκρη της μύτης είχε φακίδες. Αλλά κι αυτός ήταν κοντός. «Πάρε αδιάβροχο», είπε η μητέρα. «Μια στιγμή να φέρω το αδιάβροχό μου», είπε ο Τροντ και μπήκε τρέχοντας στο σπίτι. Εμείς στεκόμαστε και τον περιμέναμε χωρίς να πούμε λέξη, με τα χέρια ριγμένα στο πλάι σαν δυο πιγκουίνοι. Η βροχή είχε σταματήσει. Ένα αεράκι έκανε τις κορυφές των ψηλών λυγερόκορμων πεύκων, που στέκονταν εδώ κι εκεί στις αυλές, να κουνιούνται. Στην άκρη του δρόμου έτρεχε ένα ρυάκι, που σε μερικά σημεία παράσερνε μικρούς σωρούς από πευκοβελόνες, απ’ αυτές τις κίτρινες που ήταν παντού στο χώμα και έμοιαζαν με ν.


Στον ουρανό πίσω μας είχε ανοίξει στα σύννεφα μια τρύπα. Το τοπίο που βρισκόμαστε, με τις στέγες του, τα γκαζόν του, τις συστάδες των δέντρων, τις κορυφές και τις πλαγιές των λόφων, είχε θαρρείς καλυφθεί από μια λάμψη. Από τον ρεικότοπο πάνω από το σπίτι μας, που τον λέγαμε «το βουνό», υψωνόταν ένα ουράνιο τόξο. «Για δες», είπα εγώ. «Το ουράνιο τόξο!» «Ποπό!» είπε ο Γκάιρ. Στο σπίτι ο Τροντ έκλεισε την πόρτα πίσω του. Βάλθηκε να κατεβαίνει τρέχοντας προς το μέρος μας. «Έχει ουράνιο τόξο στο βουνό!» είπε ο Γκάιρ. «Πάμε να ψάξουμε τον θησαυρό;» «Ναι, πάμε!» είπε ο Τροντ. Και φύγαμε τρέχοντας. Στο γκαζόν των Κάρλσεν κάθονταν η Άνε Λένε, η μικρή αδερφή του Κεντ Άρνε, και μας ακολουθούσε με το βλέμμα. Φορούσε μια ζώνη, απ’ όπου είχαν περασμένο ένα λουρί, για να μην το σκάσει. Το κόκκινο αμάξι της μάνας τους ήταν παρκαρισμένο στην είσοδο του γκαράζ. Ένα φως έφεγγε σε μια λάμπα στον τοίχο του σπιτιού. Έξω από το σπίτι των Γκούσταβσεν ο Τροντ έκοψε ταχύτητα. «Και ο Λάιφ Τόρε θα θέλει να έρθει», είπε. «Νομίζω ότι δεν είναι σπίτι», είπα εγώ. «Για να ρωτήσουμε», είπε ο Τροντ, κι εγώ πέρασα από τις δυο πέτρινες κολόνες, που δεν είχαν ανάμεσά τους αυλόπορτα κι ο πατέρας μου κορόιδευε γι’ αυτό, και μπήκα στην αυλή. Πάνω απ’ τις κολόνες είχαν στερεώσει μια κούφια μεταλλική υδρόγειο, από την οποία έβγαινε ένα βέλος, και όλα αυτά τα κουβαλούσε στην πλάτη του ένας γυμνός άντρας με σκυμμένη πλάτη. Ήταν ηλιακά ρολόγια, και ο πατέρας μου τα κορόιδευε κι αυτά, γιατί δύο ηλιακά ρολόγια τι τα ήθελαν; Ένα δεν έφτανε; «Λάιφ Τόρε!» φώναξε ο Τροντ. «Θες να ’ρθεις μαζί μας;» Μας κοίταξε. Τότε φωνάξαμε και οι τρεις μας. «Λάιφ Τόρε! Θες να ’ρθεις μαζί μας;»

35

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 35


36

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 36

Πέρασαν κάνα δυο δευτερόλεπτα. Μετά άνοιξε το παράθυρο της κουζίνας και ξεπρόβαλε το κεφάλι της μάνας του. «Τώρα, έρχεται. Να βάλει μόνο το αδιάβροχό του. Δεν χρειάζεται να φωνάζετε άλλο». Εγώ είχα τελείως συγκεκριμένη αντίληψη τού πώς ήταν ο θησαυρός. Ένα μεγάλο, μαύρο τσουκάλι με τρία πόδια γεμάτο υπέροχα αστραφτερά πράγματα: χρυσάφι, ασήμι, διαμάντια, ρουμπίνια, ζαφείρια. Ήταν στις άκρες του ουράνιου τόξου, ένας θησαυρός στην κάθε άκρη. Τον ψάχναμε και πριν, αλλά χωρίς επιτυχία. Έπρεπε να βιαστούμε, τα ουράνια τόξα δεν κρατούσαν και πολύ. Ο Λάιφ Τόρε, που για αρκετή ώρα δεν ήταν παρά μια σκιά πίσω από το κίτρινο γυαλί της πόρτας, κατάφερε και την άνοιξε. Ένα κύμα ζεστού αέρα τον περιέβαλλε. Πάντα είχαν ζέστη στο σπίτι τους. Μου ερχόταν μια αχνή μυρωδιά από κάτι ξινό και γλυκό. Έτσι μύριζε το σπίτι τους. Όλα τα σπίτια, εκτός απ’ το δικό μας, είχαν τη μυρωδιά τους, και το δικό τους το ίδιο. «Τι θα κάνουμε;» είπε κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του, έτσι που έτριξε το γυαλί. «Έχει ουράνιο τόξο στο βουνό, πάμε να βρούμε τον θησαυρό», είπε ο Τροντ. «Τότε, άντε, πάμε!» είπε ο Λάιφ Τόρε και άρχισε να τρέχει. Εμείς τρέξαμε από πίσω του, κατεβήκαμε το τελευταίο κομμάτι της κατηφόρας, βγήκαμε στον δρόμο και ανεβήκαμε στο βουνό. Είδα ότι το ποδήλατο του Ίνγκβε δεν ήταν στη θέση του εδώ και αρκετή ώρα, αλλά το πράσινο Φολκσβάγκεν το κατσαριδάκι της μαμάς και το κόκκινο Καντέτ του μπαμπά ήταν εκεί. Η μαμά σκούπιζε με την ηλεκτρική όταν βγήκα έξω, ήταν το χειρότερό μου, μισούσα εκείνο τον θόρυβο, ήταν σαν να με πίεζε ένας τοίχος. Όταν καθάριζαν, άνοιγαν τα παράθυρα κι ο αέρας που έμπαινε ήταν παγωμένος, και ήταν σαν το κρύο να περνούσε και στη μαμά, σαν να μην είχε απομείνει τίποτα μέσα της όταν στεκόταν σκυφτή πάνω από τον κουβά και έστυβε το πανί


ή όταν έσπρωχνε τη σκούπα ή την ηλεκτρική στο πάτωμα, και, καθώς μόνο σ’ αυτό που απέμενε υπήρχε χώρος για μένα, πάγωνα εκείνα τα σαββατιάτικα απογεύματα, πάγωνα τόσο, που το κρύο εισχωρούσε βαθιά στο μυαλό μου και με δυσκόλευε να διαβάσω μικιμάους στο κρεβάτι, κάτι που υπό άλλες συνθήκες λάτρευα, και στο τέλος δεν είχα άλλη επιλογή από το να βγω τρέχοντας έξω και να δω αν γινόταν κάτι εκεί. Η μαμά και ο μπαμπάς καθάριζαν και οι δύο το σπίτι, κάτι που δεν ήταν τόσο συνηθισμένο: Απ’ όσο ήξερα, κανένας από τους άλλους πατεράδες δεν καθάριζε, ίσως μόνο ο Πρέστμπακμο, αλλά ποτέ δεν τον είδα ο ίδιος με τα μάτια μου, και βασικά αμφέβαλλα αν όντως το έκανε. Όμως, σήμερα, ο μπαμπάς είχε πάει στην πόλη για να ψωνίσει καραβίδες στο λιμάνι, μετά είχε καθίσει στο γραφείο, κάπνισε και ίσως διόρθωσε εκθέσεις, ίσως διάβασε χαρτιά από τον δήμο, ίσως άνοιξε λίγο τη συλλογή γραμματοσήμων του, ίσως διάβασε τον Φαντομά. Έξω από τον φράχτη μας, που ήταν βαμμένος με μαύρη μπογιά, εκεί που άρχιζε το μονοπάτι για το Β-Μαξ, από ένα καπάκι του υπόνομου το έδαφος στο δάσος είχε πλημμυρίσει με νερό. Ο Ρολφ, ο αδερφός του Λάιφ Τόρε, είχε πει πριν από μια δυο μέρες ότι αυτό ήταν ευθύνη του μπαμπά. Η «ευθύνη» δεν ήταν μια λέξη που την χρησιμοποιούσε ο ίδιος κανονικά, οπότε κατάλαβα ότι την είχε ακούσει απ’ τον πατέρα του. Ο μπαμπάς ήταν στο δημοτικό συμβούλιο, αυτοί έκαναν κουμάντο στο νησί, κι αυτό εννοούσε ο Γκούσταβσεν, ο πατέρας του Λάιφ Τόρε και του Ρολφ. Ο μπαμπάς έπρεπε να ειδοποιήσει για την πλημμύρα, για να στείλουν εκείνοι κάποιον να διορθώσει τη βλάβη. Όταν ανεβήκαμε το μονοπάτι και ξανακοίταξα τον τεράστιο και ασυνήθιστο όγκο νερού ανάμεσα στα λεπτά δεντράκια, ενώ ταυτόχρονα, μαζί με το νερό, έπλεε και άσπρο χαρτί υγείας δεξιά και αριστερά, αποφάσισα να του το πω με την πρώτη ευκαιρία. Να το πει στη συνεδρίαση της Δευτέρας.

37

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 37


38

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 38

Και να τον. Με μπλε αδιάβροχο, χωρίς κουκούλα, το μπλε τζιν, που έβαζε όταν δούλευε στον κήπο, και τις πράσινες γαλότσες μέχρι τα γόνατα ερχόταν από τη γωνία. Το πάνω μέρος του κορμιού του έγερνε κάπως, γιατί κρατούσε στα χέρια του μια σκάλα, που την πήγαινε πέρα δώθε στο γκαζόν και την επόμενη στιγμή την ακούμπησε στο χώμα, την έστησε και την έσπρωξε προς τη στέγη. Εγώ γύρισα αλλού και ανέβασα ταχύτητα για να προλάβω τους άλλους. «Έχει ακόμα ουράνιο τόξο!» φώναξα. «Το βλέπουμε!» φώναξε ο Λάιφ Τόρε. Τους πρόλαβα εκεί που άρχιζε το μονοπάτι, προχώρησα ίσια πίσω από την κίτρινη ράχη του Τροντ ανάμεσα στα δέντρα, που μας ράντιζαν με ένα σωρό σταγόνες κάθε φορά που κάποιος από μας παραμέριζε ένα κλαδί, κάτω από το καφετί σπίτι όπου έμεναν οι Μόλντεν, δεν είχαν μικρά παιδιά, μόνο έναν νεαρό με μακριά μαλλιά, τεράστια γυαλιά, καφετιά ρούχα και παντελόνι καμπάνα. Ούτε καν πώς τον έλεγαν δεν ξέραμε, και τον λέγαμε απλά Μόλντεν. Ο καλύτερος δρόμος για την κορυφή του βουνού περνούσε έξω από τον κήπο τους, κι αυτόν ανεβαίναμε τώρα, αργά αργά, γιατί ήταν απότομος, και το ψηλό κίτρινο γρασίδι που φύτρωνε εδώ, γλιστρούσε. Κάπου κάπου πιανόμουν από κανένα δεντράκι και συνέχιζα. Λίγο πριν από την κορυφή το βουνό ήταν γυμνό από βλάστηση, κι εκεί ήταν αδύνατο να ανέβεις, τουλάχιστον όπως τώρα που ήταν όλα βρεγμένα, αλλά σε μια προεξοχή του βουνού υπήρχε μια ρωγμή ανάμεσα στον βράχο όπου μπορούσες να πατήσεις και ν’ ανέβεις εύκολα τα τελευταία μέτρα ώς την κορυφή. «Ναι, αλλά πού είναι;» είπε ο Τροντ που ήταν ο πρώτος που έφτασε στην κορυφή. «Εδώ ήταν πριν!» είπε ο Γκάιρ και έδειξε κάτι μέτρα προς το μικρό ίσωμα πάνω στο βουνό.


«Αχ, τι κρίμα», είπε ο Λάιφ Τόρε. «Εκεί κάτω είναι. Κοιτάχτε!» Όλοι γύρισαν και κοίταξαν προς το δάσος. Εκεί, πέρα μακριά, έλαμπε το ουράνιο τόξο. Η μια άκρη στεκόταν πάνω από τα δέντρα, κάτω από το σπίτι των Μπεκ, η άλλη κατέβαινε προς τον στενό κολπίσκο, σχεδόν δίπλα στο χορταριασμένο ύψωμα. «Δεν πάμε εκεί κάτω;» είπε ο Τροντ. «Ναι, αλλά ίσως ο θησαυρός είναι ακόμα εδώ», είπε ο Λάιφ Τόρε. «Τουλάχιστον να ψάξουμε λίγο». Ή, στη διάλεκτο που μιλούσαμε: «Τουλάιστο να ψάξ’με κ’μάτ’». «Αφού δεν είναι εδώ», είπα εγώ. «Μόνο εκεί που τελειώνει το ουράνιο τόξο είναι». «Άραγε ποιος πρόλαβε και τον πήρε; Απλά ρωτάω», είπε ο Λάιφ Τόρε. «Κανείς, σου λέω», είπα εγώ. «Μουρλός είσαι; Ούτε πρόκειται να τον πάρει κανείς, αν αυτό νομίζεις. Στο ουράνιο τόξο είναι». «Εσύ είσαι μουρλός», είπε ο Λάιφ Τόρε. «Δεν μπορεί να χαθεί έτσι απλά, από μόνος του». «Μια χαρά μπορεί», είπα εγώ. «Δεν μπορεί», είπε ο Λάιφ Τόρε. «Μπορεί», είπα εγώ. «Δες και μόνος σου, μπορείς να τον βρεις; Δεν μπορείς!» «Θέλω κι εγώ να δω», είπε ο Τροντ. «Κι εγώ», είπε ο Γκάιρ. «Εγώ δεν θέλω», είπα. Εκείνοι έκαναν στροφή και άρχισαν να κατεβαίνουν το βουνό, ενώ κοίταζαν πότε τη μια μεριά, πότε την άλλη. Ένιωθα ότι όντως ήθελα να πάω μαζί τους, αλλά τώρα πια δεν γινότανε. Έτσι κοίταζα από ψηλά το τοπίο. Εδώ είχε την καλύ-

39

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 39


40

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 40

τερη θέα. Έβλεπες τη γέφυρα, που θαρρείς κι ανέβαινε από τις κορυφές των δέντρων, τη θάλασσα, που είχε συνέχεια καράβια, και τα τεράστια κάτασπρα ντεπόζιτα του γκαζιού απέναντι. Έβλεπες το Γκερσταντχόλμεν, τον καινούργιο δρόμο, τη χαμηλή μπετονένια γέφυρα από πάνω του, έβλεπες το Ουμπεκίλεν από τη μέσα πλευρά. Κι έβλεπες και την περιοχή με τις μονοκατοικίες. Όλες τις κόκκινες και πορτοκαλί σκεπές ανάμεσα στα δέντρα. Τον δρόμο. Τον κήπο μας. Τον κήπο των Γκούσταβσεν. Όλα τ’ άλλα δεν φαίνονταν. Ο ουρανός πάνω από τα σπίτια ήταν τώρα σχεδόν γαλάζιος. Τα σύννεφα που προχωρούσαν προς την πόλη ήταν άσπρα. Ενώ εκείνα από απέναντι, πίσω από το Ουμπεκίλεν, ήταν ακόμα γκρίζα και βαριά. Έβλεπα κάτω τον μπαμπά. Έδειχνε τόσος δα, όχι μεγαλύτερος από μυρμήγκι, στη σκάλα δίπλα στη σκεπή. Εκείνος άραγε μ’ έβλεπε που ήμουν εδώ; Ένα αεράκι φύσηξε. Γύρισα να τους δω. Δύο κίτρινες και μια ανοιχτοπράσινη κηλίδα που προχωρούσαν μπρος πίσω ανάμεσα στα δέντρα. Το βουνό στο υψίπεδο ήταν σκούρο γκρίζο, περίπου σαν τον ουρανό πίσω του, με κίτρινο και πού και πού λευκό χορτάρι στις χαραγματιές. Εκεί ήταν ένα τεράστιο κλαδί, το πιο χοντρό κλαδί δεν άγγιζε τη γη, παρά αναπαυόταν αποκλειστικά πάνω στα πολλά κοκκαλιάρικα κλαδάκια. Έδειχνε αλλόκοτο. Στο δάσος εκεί έξω δεν είχα πάει σχεδόν ποτέ. Το πιο μακριά που είχα φτάσει προς εκείνη την κατεύθυνση ήταν μέχρι ένα τεράστιο πεσμένο δέντρο, ίσως τριάντα μέτρα βαθιά στο δάσος. Από εκεί έβλεπες προς τα κάτω από μια πλαγιά, όπου δεν φύτρωνε τίποτε άλλο εκτός από ρείκια. Με τα ψηλά λυγερά πεύκα και στις δυο μεριές και τα λίγο πιο φουσκωτά έλατα από κάτω σαν τοίχο έμοιαζε με ένα μεγάλο δωμάτιο. Ο Γκάιρ είπε κάποτε ότι είχε δει εκεί μια αλεπού. Εγώ δεν τον πίστεψα, αλλά οι αλεπούδες δεν ήταν ν’ αστειεύεσαι, έτσι


για καλό και για κακό πήραμε μαζί μας τα σάντουιτς, που είχαμε από το σπίτι, και μπουκάλια με χυμό μέχρι την άκρη του βουνού, όπου απλωνόταν από κάτω μας όλος ο μέχρι τότε γνωστός κόσμος. «Να τος!» φώναξε ο Λάιφ Τόρε. «Ποπό! Ο θησαυρός». «Ποπό!» φώναξε ο Γκάιρ. «Κόφτε το δούλεμα!» τους αντιγύρισα εγώ. «Μανούλα μου!» φώναξε ο Λάιφ Τόρε. «Είμαστε πλούσιοι». «Απίστευτο!» φώναξε ο Τροντ. Μετά σιωπή. Τον είχανε όντως βρει; Α, μπα. Απλά ήθελαν να με κοροϊδέψουν. Ναι, όμως εδώ ήταν το τέλος του ουράνιου τόξου. Και αν ήταν αλήθεια αυτό που έλεγε ο Λάιφ Τόρε, και το πυθάρι δεν χανόταν μαζί με το ουράνιο τόξο; Έκανα ένα βήμα μπροστά και προσπάθησα να δω μέσα από τις κεδρομηλιές που ήταν από πίσω. «Ω! Για δέστε τον!» είπε ο Λάιφ Τόρε. Εγώ πήρα γρήγορη απόφαση και έτρεξα βιαστικά προς τα κει, ανάμεσα στους κορμούς και τους θάμνους, στάθηκα. Εκείνοι με κοίταξαν. «Άρπα την! Χα χα χα. Το ’χαψες!» «Το ήξερα», είπα εγώ. «Απλά ήθελα να έρθω να σας πάρω να φύγουμε. Άντε, το ουράνιο τόξο θα χαθεί αν δεν κάνουμε γρήγορα». «Άντε», είπε ο Λάιφ Τόρε. «Σου την φέραμε. Παραδέξου το». «Έλα, Γκάιρ», είπα εγώ. «Πάμε κάτω να ψάξουμε για τον θησαυρό». Εκείνος κοίταξε τον Λάιφ Τόρε και τον Τροντ, η όλη φάση δεν του άρεσε. Αλλά ήταν ο καλύτερός μου φίλος, οπότε ήρθε. Ο Τροντ και ο Λάιφ Τόρε μας ακολούθησαν βαριεστημένα. «Θέλω να κατουρήσω», είπε ο Λάιφ Τόρε. «Να παραβγού-

41

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 41


42

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 42

με στο κατούρημα; Στην άκρη του βουνού; Θα ρίξουμε ολόκληρο σιντριβάνι!» Να κατουρήσω έξω όταν ήταν κάτω ο μπαμπάς και μπορούσε να με δει; Ο Λάιφ Τόρε είχε κιόλας κατεβάσει το αδιάβροχο παντελόνι και ετοιμαζόταν να ανοίξει το φερμουάρ του παντελονιού του. Ο Γκάιρ και ο Τροντ τον είχαν βάλει ανάμεσά τους, κατέβασαν τα αδιάβροχα παντελόνια και κουνούσαν τους πισινούς τους. «Δεν θέλω να κατουρήσω», είπα εγώ. «Πήγα λίγο πιο πριν». «Σιγά μην πήγες», είπε ο Γκάιρ και με κοίταξε, ενώ κρατούσε με τα δυο χέρια τον πούτσο του. «Όλη την ημέρα μαζί ήμαστε». «Κατούρησα όταν εσείς ψάχνατε τον θησαυρό», είπα εγώ. Την επόμενη στιγμή ο ατμός από το κατούρημα είχε σηκωθεί ανάμεσά τους. Έκανα δυο βήματα μπροστά για να δω ποιος κέρδισε. Προς μεγάλη μας έκπληξη ήταν ο Τροντ. «Ο Ρολφ τράβηξε την πέτσα απ’ τον πούτσο του», είπε ο Λάιφ Τόρε κουμπώνοντας το φερμουάρ. «Έτσι κατουράει περισσότερη ώρα». «Πάει το ουράνιο τόξο», είπε ο Γκάιρ και τίναξε λίγο το πουλί του μια τελευταία φορά προτού το βάλει στη θέση του. Όλοι κοίταξαν κάτω. «Και τώρα τι κάνουμε;» είπε ο Τροντ. «Ξέρω γω;» είπε ο Λάιφ Τόρε. «Πάμε στην αποθήκη με τις βάρκες;» είπα εγώ. «Και τι να κάνουμε εκεί;» είπε ο Λάιφ Τόρε. «Να σκαρφαλώσουμε στη στέγη, ας πούμε», είπα εγώ. «Άιντε, πάμε», είπε ο Λάιφ Τόρε. Κατεβήκαμε λοξά την πλαγιά, ανοίξαμε δρόμο με τα χίλια ζόρια στο πυκνό ελατόδασος και πέντε λεπτά αργότερα βγήκαμε στον χωματόδρομο δίπλα στον ορμίσκο. Στον χορταριασμένο λόφο απέναντι πηγαίναμε για σκι τον χειμώνα. Το καλο-


καίρι και το φθινόπωρο σπάνια πηγαίναμε εκεί, τι να κάναμε άλλωστε εκεί πέρα; Το νερό στον ορμίσκο ήταν ρηχό και λασπερό, δεν ήταν για μπάνιο, η γέφυρα ήταν ερείπιο σωστό, και το μικρό νησάκι απέναντι το είχαν κάνει χέστρα οι γλάροι που το είχαν στέκι τους. Όταν κάναμε βόλτες εκεί πέρα, ήταν συνήθως έτσι στο άσχετο, όπως εκείνο το μεσημέρι. Ψηλά, ανάμεσα στο ανισόπεδο χωράφι και το δασάκι, ήταν ένα παλιό άσπρο σπίτι, όπου έμενε μια γριά, μια ασπρομάλλα γιαγιά. Δεν ξέραμε τίποτα για εκείνην. Ούτε πώς την έλεγαν ούτε τι έκανε εκεί. Καμιά φορά κοιτάζαμε απ’ τα παράθυρα, ακουμπούσαμε τα χέρια στο κούφωμα και κολλούσαμε το πρόσωπο στο τζάμι. Όχι για κάποιο συγκεκριμένο λόγο ούτε καν από περιέργεια, απλά επειδή γινότανε. Βλέπαμε ένα σαλόνι με παλιά έπιπλα ή μια κουζίνα με παλιό εξοπλισμό. Δίπλα στο σπίτι, από την άλλη μεριά του στενού χωματόδρομου, ήταν μια κόκκινη αποθήκη, θαρρείς βουλιαγμένη στη γη. Και τέρμα κάτω, στο ρυάκι που έτρεχε απ’ το δάσος, ήταν ένα παλιό άβαφο υπόστεγο με πισσόχαρτο στη στέγη για τη φύλαξη σκαφών. Κατά μήκος του ρυακιού φύτρωναν φτέρες και φυτά με φύλλα, υπερβολικά μεγάλα σε σύγκριση με τα λεπτά τους κοτσάνια. Αν τα παραμέριζες με τα χέρια σου, με μια κίνηση σαν απλωτή όταν κολυμπάς, το έδαφος έμοιαζε γυμνό, λες και τα φυτά μάς κορόιδευαν και μας το έδειχναν εύφορο και πράσινο, ενώ στην πραγματικότητα, κάτω από τα πυκνά φύλλα, δεν υπήρχε παρά χώμα. Ακόμα πιο κάτω, πιο κοντά στο νερό, χώμα ή πηλός ή ό,τι κι αν ήταν, κοκκινωπό, θαρρείς σαν σκουριά. Συχνά μαζεύονταν εκεί διάφορα πράγματα, ένα κομμάτι από πλαστικό κουβά, μια καπότα, όμως όχι μέρες σαν κι εκείνη, που το νερό ξεχείλιζε από τον σωλήνα ορμητικό και δεν σταματούσε να παφλάζει παρά μόνο στη μικρή περιοχή που σκορπιζόταν σαν δέλτα ποταμού, πριν καταλήξει στον στενό όρμο. Το υπόστεγο για τα σκάφη είχε τελείως ξεθωριάσει απ’ την πολυκαιρία. Σε κάποια σημεία μπορούσες να χώσεις το χέρι σου

43

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 43


44

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 44

ανάμεσα στις σανίδες, έτσι ξέραμε πώς ήταν από μέσα, παρόλο που κανένας μας δεν είχε μπει εκεί ποτέ. Αφού κοιτάξαμε λίγο από τις χαραμάδες, επικεντρωθήκαμε στη στέγη, που πάντα προσπαθούσαμε να την ανέβουμε. Για να ανέβουμε όμως εκεί έπρεπε να βρούμε κάπου να πατήσουμε. Εκεί κοντά δεν υπήρχε κάτι κατάλληλο, έτσι ανεβήκαμε ακροπατώντας ώς την αποθήκη και κοιτάξαμε ολόγυρα. Σε πρώτη φάση βεβαιωθήκαμε ότι δεν ήταν παρκαρισμένο πίσω κανένα αμάξι, γιατί καμιά φορά αυτό συνέβαινε, ο ιδιοκτήτης ήταν άντρας, ίσως ο γιος της, καμιά φορά μας απαγόρευε να τρέχουμε στην αυλή όποτε εμείς θέλαμε να επεκτείνουμε τη διαδρομή που κάναμε, κάτι που εκείνη δεν έκανε ποτέ. Έτσι εκείνον τον προσέχαμε μη μας δει. Δεν υπήρχε αμάξι. Δίπλα στον τοίχο ήταν κάτι άσπρες κανάτες. Τις αναγνώρισα από την αυλή του παππού και της γιαγιάς. Ήταν μυρμηκικό οξύ. Ένα σκουριασμένο βαρέλι. Μια πόρτα χωρίς κάσωμα και μεντεσέδες. Αλλά για δες εκεί! Ένα τελάρο! Το σηκώσαμε. Είχε σχεδόν κολλήσει στο χώμα. Όταν το σηκώσαμε, είδαμε από κάτω ένα σωρό σαράκια και άλλα αραχνοειδή. Μετά το κουβαλήσαμε σε όλο τον δρόμο από το χωράφι μέχρι το υπόστεγο. Το στήσαμε λοξά στον τοίχο. Ο Λάιφ Τόρε, που θεωρούνταν ο πιο θαρραλέος από όλους μας, προσπάθησε πρώτος. Στάθηκε πάνω στο τελάρο και ακούμπησε τον έναν αγκώνα στη στέγη. Με το άλλο χέρι πιάστηκε γερά από την άκρη της στέγης και μετά σήκωσε το ένα του πόδι στον αέρα. Το πέρασε απ’ την άκρη της στέγης, για μια στιγμή ήταν ακουμπισμένο στη στέγη, αλλά όταν το βάρος του σώματός του άρχισε να δίνει το στίγμα του, έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο χώμα σαν σακί, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. Έπεσε στο πλάι στο λοξοστημένο τελάρο και μετά γλίστρησε στο χώμα. «Ωχ!» είπε. «Ω, τη μαλακία μου! Ωωχ! Ωωωχ!»


Σηκώθηκε αργά, κοίταξε τα χέρια του και έτριψε τον γοφό του. «Γαμώτο, πώς πόνεσα! Ας δοκιμάσει και κάνας άλλος τώρα!» είπε και κοίταξε εμένα. «Δεν έχω τόσο γερά χέρια», είπα εγώ. «Θα δοκιμάσω εγώ», είπε ο Γκάιρ. Αν ο Λάιφ Τόρε ήταν γνωστός για το θάρρος του, ο Γκάιρ ήταν για τη ζωηράδα και την ατίθαση συμπεριφορά του. Δεν το έκανε όμως άσκοπα, παρά μόνο όταν κάποιος τον προκαλούσε, γιατί αν γινόταν το δικό του, ήταν ικανός να κάθεται σπίτι, να ζωγραφίζει και να κλάνει όλη μέρα. Ίσως ήταν και αγαθιάρης. Εκείνο το καλοκαίρι είχαμε φτιάξει οι δυο μας ένα αυτοκινητάκι με τη βοήθεια του πατέρα του, και όταν το τελειώσαμε, τον έπεισα να μπαίνω εγώ μέσα κι εκείνος να με τσουλάει, λέγοντάς του ότι έτσι γινόταν πιο δυνατός. Αγαθιάρης, αλλά και παράτολμος, κάποιες φορές δεν είχε κανένα φραγμό, μπορούσε να κάνει οτιδήποτε του κατέβαινε. Ο Γκάιρ διάλεξε διαφορετική μέθοδο από τον Λάιφ Τόρε. Στάθηκε στο τελάρο, πιάστηκε σφιχτά από τη στέγη που προεξείχε και προσπάθησε να κάνει ένα δυο βήματα στον τοίχο, ενώ κρατιόταν από την προεξοχή της στέγης. Ήταν μεγάλη μαλακία. Αν τα κατάφερνε, θα στεκόταν κάθετα κάτω από τη στέγη, μια στάση πολύ χειρότερη από εκείνη που άρχισε. Τα δάχτυλά του γλίστρησαν κι έπεσε με τον κώλο στο τελάρο, όπου μετά χτύπησε και το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Έβγαλε ένα σύντομο μουγκρητό. Όταν σηκώθηκε, είδα ότι είχε χτυπήσει άσχημα. Έκανε δυο βήματα μπρος πίσω και μούγκριζε ακόμα. Γκρρ! Μετά ξαναδοκίμασε. Αυτή τη φορά εφάρμοσε τη μέθοδο του Λάιφ Τόρε. Όταν πέρασε το πόδι πάνω από τη στέγη, ήταν σαν να τον χτύπησε ένα πλήθος ηλεκτροφόρα σύρματα, το πόδι του χτύπησε στο πισσόχαρτο, το σώμα του γύρισε και να τον να στέκεται στα γόνατα πάνω στη στέγη και να μας κοιτάζει.

45

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 45


46

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 46

«Παιχνιδάκι!» είπε. «Άιντε, ανεβείτε! Θα σας κρατήσω!» «Δεν μπορείς. Δεν αντέχουν τα χέρια σου», είπε ο Τροντ. «Να δοκιμάσουμε», είπε ο Γκάιρ. «Κατέβα», είπε ο Λάιφ Τόρε. «Όπου να ’ναι πρέπει να πάω σπίτι». «Κι εγώ», είπα. Δεν έδειχνε να τον χαλάει εκεί που καθόταν. Πιο πολύ τα είχε πάρει. «Τότε, θα πηδήξω», είπε. «Λίγο ψηλά δεν είναι;» είπε ο Λάιφ Τόρε. «Α, μπα», είπε ο Γκάιρ. «Απλά να συγκεντρωθώ λιγάκι». Για αρκετή ώρα καθόταν ανακούρκουδα με το βλέμμα καρφωμένο στο χώμα, ενώ έπαιρνε βαθιές ανάσες, λες και θα έκανε μακροβούτι. Για μια στιγμή εξαφανίστηκε όλη η ένταση από το σώμα του, μάλλον θα το είχε μετανιώσει, αλλά μετά ξανασφίχτηκε και πήδηξε. Έπεσε, κυλίστηκε, ξαναπετάχτηκε σαν ελατήριο, άρχισε να σκουπίζει το χώμα από πάνω του για να το παίξει άνετος, πριν καν να σηκωθεί. Αν είχα ανέβει στη στέγη μόνο εγώ, θα ήταν θρίαμβος. Ο Λάιφ Τόρε δεν έφευγε με τίποτα. Ακόμα κι αν ανέβαινε κι έπεφτε όλο το βράδυ, θα συνέχιζε για να ισοφαρίσει και να αποκαταστήσει την τάξη, που θα είχε προσωρινά διαταραχθεί. Με τον Γκάιρ, βέβαια, ήταν αλλιώς. Μπορούσε να κάνει πράγματα μοναδικά, όπως να πηδήξει από ύψος πέντε μέτρων σε μια χιονοστιβάδα τον χειμώνα, κάτι που κανένας άλλος δεν θα τολμούσε, χωρίς να σημαίνει τίποτα. Δεν μετρούσε. Ο Γκάιρ ήταν Γκάιρ, ό,τι κι αν έκανε. Χωρίς πολλές κουβέντες ανηφορίσαμε. Σε κάποια σημεία το νερό είχε παρασύρει κομμάτια του δρόμου, αλλού είχε δεξιά κι αριστερά μεγάλα βαθουλώματα. Σταθήκαμε λίγο και χωθήκαμε σε μια περιοχή ιδιαίτερα υγρή, οι μπότες μας τσαλαβουτούσαν στο βρεγμένο χώμα, ήταν ωραία αίσθηση. Τα χέρια μου κρύωναν λίγο. Όταν τα έσφιγγα, τα δάχτυλά μου ά-


φηναν άσπρα σημάδια στο κοκκινισμένο δέρμα. Όμως, οι μυρμηγκιές που είχα στα χέρια, τρεις στον ένα αντίχειρα, δύο στον άλλο, μία στον δείκτη, τρεις στην ανάστροφη του χεριού, δεν άλλαζαν χρώμα, παρά διατηρούσαν ένα αδύναμο καστανοκόκκινο που είχαν πάντα και ήταν γεμάτες από μικρά κομματάκια πάνω πάνω, που μπορούσες να τα βγάλεις σιγά σιγά ξεκολλώντας τα. Μετά μπήκαμε στην άλλη μεριά του χωραφιού, που τελείωνε στον πέτρινο φράχτη, και του δάσους, που ξεκινούσε πίσω από τον φράχτη, σαν να ήταν πλαισιωμένο από μια μακριά πλαγιά, όλο έλατα, φοβερά απότομη, με ύψος ίσως δέκα μέτρα, και που σε κάποια σημεία αποτελούνταν από γυμνά βράχια. Όταν ερχόμουν εδώ ή σε άλλα παρόμοια μέρη, απολάμβανα πάντα τη σκέψη ότι το τοπίο έμοιαζε με θάλασσα. Ότι το λιβάδι ήταν η επιφάνεια της θάλασσας, απ’ όπου ξεπρόβαλλαν το βουνό και το νησάκι. Αχ, να γινόταν να περάσεις απ’ το δάσος με βάρκα! Να κολυμπήσεις ανάμεσα στα δέντρα! Αυτό κι αν θα ήταν απ’ τα λίγα! Όταν είχε καλό καιρό, πηγαίναμε καμιά φορά με το αμάξι στην άκρη του νησιού, παρκάραμε στο παλιό σκοπευτήριο και κατεβαίναμε στα βράχια, όπου είχαμε μια μόνιμη θέση, όχι πολύ μακριά από την παραλία του Σπόρνες, εκεί που εγώ εννοείται ότι ήθελα να πηγαίνω, διότι είχε άμμο, και ήταν πιο ρηχά, έτσι που μπορούσα να προχωρήσω σιγά σιγά όσο ήθελα. Στα βράχια βάθαινε απότομα. Δεν ήταν παρά ένας κολπίσκος, κάτι σαν στενό φαράγγι γεμάτο με νερό, που μπορούσες να σκαρφαλώσεις, να κάνεις μπάνιο, αλλά ήταν μικρό, και ο βυθός ανώμαλος, σκεπασμένος από πεταλίδες, φύκια και κελύφη από μύδια. Όταν τα κύματα έσκαζαν στα βράχια έξω, το νερό ανέβαινε, πολλές φορές ώς τον λαιμό, και το σωσίβιό μου έφτανε ώς τ’ αυτιά. Οι απότομοι βράχοι δυνάμωναν τον παφλασμό των κυμάτων και κατά κάποιον τρόπο τα έκαναν να ακούγονται πιο υπόκωφα. Εγώ στεκόμουν τότε τρομοκρατημένος, ξαφνικά τελείως ανήμπορος να πάρω ανάσα παρά μόνο αγκομαχώντας σαν τρελός.

47

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 47


48

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 48

Το ίδιο τρομαχτικό ήταν όταν τα κύματα τραβιόνταν και το νερό κατέβαινε με ένα πλατάγισμα σαν από τα έγκατα της Γης. Όταν η θάλασσα ήταν ήρεμη, ο μπαμπάς καμιά φορά φούσκωνε, αν είχε κέφι, το κιτρινοπράσινο στρώμα, με άφηνε να ξαπλώνω επάνω, κι εκείνο με κουνούσε απαλά, κοντά στη στεριά, όπου εγώ, με το γυμνό μου δέρμα κολλημένο στο υγρό πλαστικό και την πλάτη στεγνή και ζεστή από τον καυτό ήλιο, πλατσούριζα σπρώχνοντας πού και πού με τα χέρια στο νερό, που ήταν δροσερό και αλμυρό, κοίταζα τα φύκια που κουνιόνταν στα βράχια όπου ήταν κολλημένα, έψαχνα να βρω ψάρια ή καβούρια, ακολουθούσα ένα καράβι με το βλέμμα, πέρα μακριά. Το απόγευμα, ερχόταν το φεριμπότ από τη Δανία, το βλέπαμε στον ορίζοντα, όταν φτάναμε, και μετά στην ανοιχτή θάλασσα, όταν γυρνούσαμε σπίτι, ορθωνόταν κατάλευκο σαν κάστρο ανάμεσα στα μικρά νησάκια και τα βραχάκια. Ήταν η Αφροδίτη; Ή ο Χριστιανός Δ΄; Παιδιά από όλη τη νότια και δυτική ακτή του νησιού, και σίγουρα κι εκείνα που έμεναν στην άλλη μεριά του πορθμού Γκάλτεσουντ, στο νησί Χισόγια, που ήταν τόσο ξένο για μας, έκαναν μπάνιο όταν ερχόταν το φεριμπότ, γιατί τα κύματα που έφερνε ήταν τεράστια και διάσημα. Ένα τέτοιο απόγευμα, όπου ήμουν ξαπλωμένος στο φουσκωτό στρώμα κι έσπρωχνα με τα χέρια μου, τα ξαφνικά κύματα με σήκωσαν και με πέταξαν στο νερό. Βούλιαξα σαν μολύβι. Ήταν γύρω στα τρία μέτρα βάθος. Κλοτσούσα με χέρια και πόδια, φώναζα πανικόβλητος, κατάπινα νερό, κάτι που έκανε τον φόβο μου ακόμα πιο μεγάλο, αλλά όλο αυτό δεν κράτησε παρά μόνο γύρω στα είκοσι δευτερόλεπτα, γιατί ο μπαμπάς τα είχε δει όλα. Πήδηξε στο νερό και μ’ έβγαλε στη στεριά. Εγώ έφτυσα λίγο νερό και κρύωνα λιγάκι, και μετά πήγαμε σπίτι. Βασικά δεν είχα κινδυνέψει, κι αυτό που έγινε δεν μου άφησε σημάδια, πέρα από την αίσθηση που με πλημμύρισε όταν γύρισα σπίτι και ανέβηκα την ανηφόρα για να διηγηθώ στον Γκάιρ τι είχε συμβεί: ο κόσμος ήταν κάτι, που πάντα βρισκόμουν στην κορυφή του, ήταν αδιαπέραστος και


KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 49

49

σκληρός σαν πέτρα, αδύνατον να βουλιάξω μέσα του είτε υψωνόταν σε απότομα βουνά είτε κατέβαινε σε βαθιές κοιλάδες. Το ήξερα ότι ήταν έτσι, αλλά ποτέ δεν είχα νιώσει πριν ότι περπατούσαμε πάνω σε μια επιφάνεια. Παρά το επεισόδιο εκείνο και τη δυσφορία που ένιωθα μερικές φορές, όταν έκανα μπάνιο στη στενή εσοχή, εκτιμούσα πάντα εκείνες τις βόλτες. Να κάθομαι σε μια πετσέτα δίπλα στον Ίνγκβε και να κοιτάζω την καταγάλανη, ατλαζένια θάλασσα που αρχικά χανόταν στον ορίζοντα, όπου περνούσαν καράβια-μεγαθήρια, νωχελικά σαν δείκτες ρολογιού ή προς τους δυο φάρους στο Τόρουνγκεν, κάτασπρους στον λαμπερό γαλάζιο ουρανό: Λίγα πράγματα ήταν καλύτερα απ’ αυτό. Να πίνω αναψυκτικό από την κόκκινη καρό τσάντα-ψυγείο, να τρώω μπισκότα, να παρακολουθώ ίσως τον μπαμπά όταν στεκόταν στον βράχο, μαυρισμένος και γεροδεμένος, για να βουτήξει δυο μέτρα στη θάλασσα λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Ο τρόπος που τίναζε το κεφάλι και έστρωνε πίσω τα μαλλιά, μακριά από τα μάτια, όταν ανέβαινε στην επιφάνεια, ενώ γύρω του κόχλαζαν ακόμα οι φυσαλίδες, η σπάνια χαρά στα μάτια του όταν έβγαινε έξω κολυμπώντας με τις βαριές, αργές απλωτές του και τα κύματα να τον πηγαίνουν πέρα δώθε. Ή να πηγαίνω στις δυο τεράστιες λακκούβες δίπλα στα βράχια, η μια χωρούσε άνετα έναν άνθρωπο ολόκληρο, γεμάτες αλμυρό νερό, σκεπασμένες από πράσινα θαλασσινά φυτά και σωρούς από φύκια, η άλλη πιο χαμηλή, όμως όχι λιγότερο όμορφη. Ή ν’ ανεβαίνω στις ρηχές, μες στο αλάτι, ζεστές λιμνούλες, που σχημάτιζαν με νερό οι λακκούβες στα βράχια, και ερχόταν καινούργιο νερό μόνο όταν είχε καταιγίδα, και η επιφάνειά τους ήταν γεμάτη με μικρά έντομα που γύριζαν εδώ κι εκεί και ο βυθός ήταν σκεπασμένος από κίτρινο αρρωστιάρικο πλαγκτόν.


50

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 50

Μια τέτοια μέρα ο μπαμπάς είχε αποφασίσει να με μάθει κολύμπι. Μου είπε να τον ακολουθήσω μέχρι την άκρη της παραλίας. Μια γλιστερή μες στα φύκια πέτρα υψωνόταν, ίσως μισό μέτρο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, εκεί μου είπε να σταθώ. Μετά πήγε κολυμπώντας σε ένα βραχάκι, σχεδόν πέντε μέτρα από τη στεριά. Γύρισε προς το μέρος μου. «Τώρα έλα κολυμπώντας εδώ σε μένα», είπε. «Μα είναι βαθιά!» είπα εγώ. Γιατί όντως ήταν βαθιά, ο βυθός ανάμεσα στους δύο εκείνους υφάλους μόλις που φαινόταν. Τρία μέτρα βάθος το είχε χίλια τα εκατό. «Εδώ είμαι εγώ, Καρλ Ούβε. Τι λες, δεν θα μπορέσω να σε σώσω αν βουλιάξεις; Άντε, κολύμπα! Δεν υπάρχει κίνδυνος! Ξέρω ότι μπορείς. Πέσε στο νερό και κούνα τα χέρια σου, κάνε απλωτές. Αν το κάνεις αυτό, τότε κολυμπάς! Έτσι θα μάθεις κολύμπι!» Κάθισα ανακούρκουδα μέσα στο νερό. O βυθός κάτω άστραφτε πρασινωπός. Θα τον περνούσα άραγε; Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, όπως όταν φοβόμουν. «Δεν μπορώ!» φώναξα. «Μπορείς, οπωσδήποτε μπορείς!» μου αντιγύρισε με μια φωνή ο μπαμπάς. «Παιχνιδάκι είναι! Πέσε στο νερό, ρίξε μια δυο απλωτές και θα έρθεις». «Δεν μπορώ!» είπα εγώ. Εκείνος με κοίταξε. Μετά αναστέναξε και ήρθε κολυμπώντας σε μένα. «Καλά», είπε. «Τότε θα κολυμπάω δίπλα σου. Θα έχω το χέρι μου κάτω από την κοιλιά σου. Δεν θα βουλιάξεις». Όμως εγώ δεν μπορούσα. Γιατί δεν το καταλάβαινε; Άρχισα να κλαίω. «Δεν μπορώ», είπα. Το βάθος ήταν στο μυαλό και στην καρδιά μου. Ήταν στα χέρια και στα πόδια μου, στα δάχτυλα χεριών και ποδιών. Το


βάθος με πλημμύριζε ολόκληρο. Πώς μπορούσα να μην το βλέπω; Τα χαμόγελα του μπαμπά κόπηκαν. Μουτρωμένος βγήκε στη στεριά, στα πράγματά μας, γύρισε πίσω με το σωσίβιό μου. «Φόρα το λοιπόν», είπε και μου το πέταξε. «Αυτή τη φορά δεν θα βουλιάξεις, ακόμα κι αν το θέλεις». Το φόρεσα, αν και ήξερα ότι δεν είχε διαφορά. Εκείνος κολύμπησε ξανά προς τα έξω. Γύρισε προς το μέρος μου. «Άντε, έλα!» είπε. «Έλα σε μένα!» Εγώ κάθισα ανακούρκουδα. Το νερό έβρεχε το μαγιό μου. Έχωσα τα χέρια στο νερό, έτοιμος για απλωτές. «Ναι, έτσι μπράβο!» είπε ο μπαμπάς. Δεν είχα παρά να βουτήξω στη θάλασσα, να ρίξω μια δυο απλωτές, και όλα θα είχαν τελειώσει. Όμως δεν μπορούσα. Αδύνατον να περάσω πάνω από τέτοιο βάθος. Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάγουλά μου. «Έλα, ντε!» φώναξε ο μπαμπάς. «Δεν θα κάτσουμε εδώ όλη μέρα!» «ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ!» του φώναξα εγώ. «ΔΕΝ ΑΚΟΥΣ;» Εκείνος σφίχτηκε και με κοίταξε ξαφνικά με μάτια γεμάτα θυμό. «Τον δύσκολο κάνεις;» είπε. «Όχι», είπα εγώ και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω έναν λόξιγκα. Τα χέρια μου έτρεμαν. Εκείνος ήρθε κολυμπώντας προς το μέρος μου και με άρπαξε από το μπράτσο. «Έλα δω», είπε. Προσπάθησε να με τραβήξει να μπω στο νερό. Εγώ γύρισα το σώμα μου προς την ακτή. «Δεν θέλω!» είπα. Με άφησε και πήρε βαθιά ανάσα. «Μάλιστα», είπε. «Να το ξέρουμε».

51

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 51


KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 52

52

Μετά πήγε προς τα πράγματά μας, κράτησε την πετσέτα με τα δυο του χέρια και σκούπισε το πρόσωπό του. Εγώ έβγαλα το σωσίβιο και τον ακολούθησα, στάθηκα ένα δυο μέτρα πίσω του. Σήκωσε το ένα χέρι και σκουπίστηκε, μετά το άλλο. Έγειρε προς τα μπρος και σκούπισε τα πόδια του. Πέταξε την πετσέτα, φόρεσε το πουκάμισο που το κούμπωσε, κοιτάζοντας την ακύμαντη μολυβένια θάλασσα. Όταν τελείωσε, έβαλε κάλτσες και έχωσε τα πόδια του στα παπούτσια. Ήταν ένα ζευγάρι καφετιά δερμάτινα παπούτσια χωρίς κορδόνια, που δεν ταίριαζαν με τις κάλτσες ούτε με το μαγιό. «Άντε, τι περιμένεις;» είπε. Εγώ φόρεσα το γαλάζιο μπλουζάκι Λας Πάλμας, που μου το είχαν κάνει δώρο ο παππούς και η γιαγιά,* κι έδεσα τα μπλε αθλητικά μου. Ο μπαμπάς πέταξε τα δυο άδεια μπουκάλια από το αναψυκτικό, καθώς και τις πορτοκαλόφλουδες, στην τσάντα-ψυγείο, την κρέμασε στον ώμο και ξεκίνησε με την πετσέτα τυλιγμένη στο άλλο χέρι. Δεν είπε τίποτα στον δρόμο ώς το αμάξι. Άνοιξε το πορτμπαγκάζ, έβαλε μέσα την τσάντα, μου πήρε το σωσίβιο από τα χέρια και το έβαλε δίπλα στην πετσέτα του. Το ότι κι εγώ είχα πετσέτα, δεν φάνηκε να το σκέφτεται, οπότε καλύτερα να μην του το θύμιζα. Παρόλο που είχε παρκάρει στη σκιά, το αμάξι ήταν όλο στον ήλιο. Τα μαύρα καθίσματα έκαιγαν και τα πόδια μου είχαν γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Για μια στιγμή σκέφτηκα να καθίσω στη βρεγμένη πετσέτα. Όμως, εκείνος θα το έπαιρνε είδηση. Έτσι ακούμπησα τις παλάμες μου στη θέση μου και κάθισα επάνω τους, όσο πιο έξω μπορούσα. Ο μπαμπάς έβαλε μπρος και ξεκίνησε με ταχύτητα χελώνας: όλη το χωματένιο πλάτωμα, που το έλεγαν σκοπευτήριο, ήταν γεμάτο κροκάλες. Έπειτα ο δρόμος που έστριψε στη συνέχεια ήταν γεμάτος λακκούβες, οπότε κι εκεί οδηγούσε προ* Οι γονείς του πατέρα του (Σ.τ.Μ.).


σεκτικά. Πράσινα κλαδιά και θάμνοι περνούσαν ξυστά από το καπό και τη σκεπή, με έναν σύντομο γδούπο, όταν το κλαδί χτυπούσε στο αμάξι. Οι παλάμες μου ήταν ακόμα ιδρωμένες, αλλά τώρα κάπως λιγότερο. Μόνο τότε διαπίστωσα ότι και ο μπαμπάς καθόταν σε ένα πυρακτωμένο κάθισμα με σορτσάκι. Έριξα μια γρήγορη ματιά στο πρόσωπό του στον καθρέφτη. Ήταν μουτρωμένος και ολιγόλογος, αλλά το ότι καθόταν εκεί με τα πόδια του να καίνε, αυτό δεν φαινόταν. Όταν βγήκαμε στον δρόμο κάτω από την εκκλησία, εκείνος ανέβασε αμέσως ταχύτητα κι έβγαλε τα τελευταία πέντε χιλιόμετρα μέχρι το σπίτι οδηγώντας πάνω από το όριο ταχύτητας. «Έχει υδροφοβία», είπε στη μαμά εκείνο το απόγευμα. Δεν ήταν αλήθεια, αλλά εγώ δεν είπα τίποτα, βλάκας δεν ήμουν. Μια βδομάδα αργότερα ήρθαν επίσκεψη η γιαγιά και ο παππούς, οι γονείς της μαμάς. Ήταν η πρώτη φορά που μας επισκέπτονταν στο Τιμπάκεν. Στην αυλή στο Σέρμπεβογκ δεν μου φαίνονταν καθόλου παράξενοι, εκεί ταίριαζαν, ο παππούς με την μπλε φόρμα εργασίας του και τo μαύρo τζόκεϊ καπέλο, τις ψηλές καφετιές γαλότσες και το αιώνιο φτύσιμο καπνού, η γιαγιά με τα παλιωμένα, αλλά καθαρά λουλουδάτα φορέματα, μεγαλόσωμη, με γκρίζα μαλλιά, πάντα με το χέρι της να τρέμει μια ιδέα. Αλλά όταν βγήκαν από το αμάξι στο γκαράζ μπροστά στο σπίτι μας, αφότου ο μπαμπάς τους είχε φέρει στο Κέβικ, κατάλαβα αμέσως ότι εδώ δεν ταίριαζαν. Ο παππούς φορούσε το γκρίζο κυριακάτικο κουστούμι του, γαλάζιο πουκάμισο και γκρίζο καπέλο, στο χέρι κρατούσε την πίπα του, όχι από το στέλεχος, όπως ο μπαμπάς, αλλά με τα δάχτυλα γύρω από το κύπελλο της πίπας. Το στέλεχος, όπως είδα, το είχε για να δείχνει, όταν τους έδειξε αργότερα ο μπαμπάς τον κήπο μας. Η γιαγιά φορούσε ανοιχτό γκρι παλτό, γκρι παπούτσια και κρατούσε μια τσάντα παραμάσχαλα. Εδώ κανείς δεν ντυνόταν έτσι. Ούτε στην πόλη είδα κανέναν ντυμένο έτσι. Ήταν σαν να είχαν έρθει από άλλη εποχή.

53

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 53


KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 54

54

Γέμιζαν το σαλόνι μας με την παραδοξότητά τους. Αλλά και ο μπαμπάς και η μαμά ξαφνικά άρχισαν να φέρονται διαφορετικά, ειδικά ο μπαμπάς, που έγινε ακριβώς όπως ήταν τα Χριστούγεννα. Το αιώνιο «όχι» του αντικαταστάθηκε με το «γιατί όχι;», το άγρυπνο αετίσιο βλέμμα του έγινε καλοσυνάτο, και όχι μόνο αυτό, αλλά καμιά φορά ακουμπούσε φευγαλέα και το χέρι του στοργικά στον ώμο του Ίνγκβε ή τον δικό μου. Όμως, παρόλο που έδειχνε ενδιαφέρον ενώ μιλούσε με τον παππού, εγώ έβλεπα ότι βασικά δεν έδινε δεκάρα, συνέχεια υπήρχαν στιγμές που κοίταζε το κενό με μάτια άδεια, σαν μάτια νεκρού. Ο παππούς, μες στην καλή χαρά, αλλά κατά κάποιον τρόπο πιο μικροκαμωμένος και πιο απροστάτευτος από ό,τι ήταν στο σπίτι του, δεν φαινόταν να πρόσεχε αυτή τη στάση του μπαμπά. Ίσως απλά να την αγνοούσε. Ένα βράδυ που ήταν σπίτι μας, ο μπαμπάς αγόρασε καβούρια. Για εκείνον ήταν κάτι που το τρώγαμε στις γιορτές, και μολονότι δεν ήταν ακόμα η εποχή τους, αυτά που έφερνε ήταν γεμάτα με φαγητό. Όμως, η γιαγιά και ο παππούς δεν έτρωγαν καβούρια. Αν ο παππούς έπιανε στο δίχτυ του καβούρια, τα ξανάριχνε στο νερό. Ο μπαμπάς το διηγήθηκε αργότερα, το έβρισκε περίεργο, κάτι σαν δεισιδαιμονία, ότι και καλά τα καβούρια ήταν λιγότερο καθαρά από τα ψάρια, απλά και μόνο επειδή έτρεχαν στον βυθό και δεν κολυμπούσαν στο νερό. Τα καβούρια ίσως τρώνε ψοφίμια, γιατί τρώνε ό,τι πέσει στο βυθό, αλλά πόσο μεγάλη είναι η πιθανότητα να φάνε κάποιο ψοφίμι ειδικά εκείνα τα καβούρια εκείνο το βράδυ στον βυθό του Σκαγεράκη;* Ένα απόγευμα, που είχαμε καθίσει στον κήπο και πίναμε καφέ και χυμό κι εγώ μετά πήγα στο κρεβάτι και διάβαζα μικιμάους, άκουσα τη γιαγιά και τον παππού που ανέβαιναν τη σκάλα. Δεν μιλούσαν, ανέβαιναν με βαριά βήματα, μπήκαν στο * Skagerrak: πορθμός ανάμεσα στη Νορβηγία και τη Δανία (Σ.τ.Μ.).


σαλόνι. Το φως του ήλιου στον τοίχο του δωματίου μου ήταν χρυσαφένιο. Το γρασίδι έξω ήταν κι αυτό σε πολλά σημεία κίτρινο, και αλλού μάλιστα καφέ, μόλο που ο μπαμπάς άνοιγε τον ποτιστήρα με το που άρχιζε η περίοδος του ποτίσματος. Όλα αυτά που έβλεπα στον δρόμο, όλα τα σπίτια, όλοι οι κήποι με τα πλαστικά έπιπλα και τα παιχνίδια, όλα τ’ αμάξια και όλα τα μικροεργαλεία που στέκονταν ακουμπισμένα σε τοίχους και σκάλες, ήταν θαρρείς σαν να κοιμόνταν, έτσι μου φαινόταν. Το ιδρωμένο μου στήθος κολλούσε ενοχλητικά στο πάπλωμα. Σηκώθηκα, άνοιξα την πόρτα και μπήκα στο σαλόνι, όπου ο παππούς και η γιαγιά κάθονταν ο καθένας στην πολυθρόνα του. «Θέλετε να δείτε τηλεόραση;» τους είπα. «Ναι, δεν έχει ειδήσεις σε λίγο;» είπε ο παππούς. «Να δούμε τι γίνεται στον κόσμο». Εγώ πήγα και άνοιξα την τηλεόραση. Πέρασαν ένα δυο δευτερόλεπτα μέχρι να έρθει η εικόνα. Μετά η οθόνη φωτίστηκε σιγά σιγά, το Ν των ειδήσεων έγινε όλο και πιο μεγάλο, ενώ ταυτόχρονα ακουγόταν το απλό σήμα τους: ντινγκ-ντονγκντινγκ-ντοοοοονγκ, θαρρείς σαν ξυλόφωνο, στην αρχή αδύναμα, μετά όλο και πιο δυνατά. Έκανα ένα βήμα πίσω. Ο παππούς έγειρε προς τα μπρος στην πολυθρόνα του, με το μαρκούτσι της πίπας στο χέρι του να δείχνει σαν δάχτυλο. «Μια χαρά», είπα εγώ. Βασικά δεν με άφηνε ο μπαμπάς να ανοίξω εγώ την τηλεόραση ούτε το μεγάλο ραδιόφωνο στο ράφι του τοίχου, αλλά πάντα το ζητούσα από τη μαμά ή τον μπαμπά να το ανοίξει, αν ήθελα να δω ή να ακούσω κάτι. Όμως, τώρα το έκανα με τον παππού και τη γιαγιά, σίγουρα ο μπαμπάς δεν θα έλεγε όχι. Ξαφνικά η εικόνα άρχισε να αναβοσβήνει απότομα. Τα χρώματα άλλαξαν. Μετά εμφανίστηκε μια στιγμιαία φωτεινή λάμψη, που την ακολούθησε ένα δυνατό πουφ!, και μετά η οθόνη έγινε κατάμαυρη. Ω, όχι.

55

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 55


56

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 56

Όχι, όχι, όχι, χίλιες φορές όχι! «Τι έπαθε η τηλεόραση;» είπε ο παππούς. «Χάλασε», είπα εγώ, με μάτια γεμάτα δάκρυα. Ήταν, βλέπεις, που εγώ την χάλασα. «Ε, τι να γίνει, συμβαίνουν αυτά», είπε ο παππούς. «Κι έπειτα εμάς μας αρέσει καλύτερα να ακούμε τα νέα από το ραδιόφωνο». Σηκώθηκε από την καρέκλα και πήγε με τα μικρά του βηματάκια προς το ραδιόφωνο. Εγώ πήγα στο δωμάτιό μου. Με τον τρόμο να μου έχει παγώσει το αίμα και το στομάχι μου να γυρίζει, έπεσα στο κρεβάτι. Το πάπλωμα ακουμπούσε δροσερά στο ζεστό γυμνό δέρμα μου. Πήρα ένα περιοδικό από τη στοίβα που ήταν στο πάτωμα. Όμως, δεν μπορούσα να διαβάσω. Όπου να ’ναι θα ερχόταν ο μπαμπάς στο σαλόνι, θα πήγαινε στην τηλεόραση και θα την άναβε. Αν είχε χαλάσει ενώ ήμουν μόνος μου, ίσως θα μπορούσα να κάνω την πάπια, έτσι θα πίστευε ότι χάλασε από μόνη της. Όμως, πιθανότατα θα καταλάβαινε ότι το έκανα εγώ, γιατί κάτι τέτοια τα μυριζόταν πάντα, δεν χρειαζόταν παρά να μου ρίξει ένα και μόνο βλέμμα για να καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά. Και τώρα δεν μπορούσα με τίποτα να κάνω την πάπια, γιατί ο παππούς και η γιαγιά ήταν εκεί, θα του έλεγαν τι είχε συμβεί, κι αν εγώ προσπαθούσα να το κρύψω, τα πράγματα θα γίνονταν πολύ χειρότερα. Κάθισα στο κρεβάτι. Κάτι μου έσφιγγε το στομάχι, όμως δεν έφταιγε η ζέστη ούτε η μαλθακότητα μιας αρρώστιας, ήταν ένας παγερός πόνος, και μ’ έσφιγγε τόσο, που ούτε τα δάκρυα δεν μπορούσαν να με κάνουν να χαλαρώσω. Για αρκετή ώρα καθόμουν εκεί κι έκλαιγα, χωρίς να κάνω τίποτ’ άλλο. Αχ, να ήταν σπίτι ο Ίνγκβε! Αν ήταν εδώ, θα πήγαινα στο δωμάτιό του και θα καθόμουν μαζί του όσο πιο πολύ γινόταν. Αλλά εκείνος είχε πάει για μπάνιο με τον Στάιναρ και τον Κόρε. Ένα συναίσθημα ότι θα ερχόμουν πιο κοντά του αν έμπαι-


να στο δωμάτιό του, αν και ήταν άδειο, μ’ έκανε να σηκωθώ. Άνοιξα την πόρτα, προχώρησα προσεκτικά στον διάδρομο και μπήκα στο δωμάτιό του. Το κρεβάτι του ήταν βαμμένο μπλε, το δικό μου πορτοκαλί, όπως και η πόρτα της ντουλάπας του, ήταν κι αυτή μπλε, και η δική μου ήταν κι αυτή πορτοκαλί. Ολόγυρα πλανιόταν η μυρωδιά του Ίνγκβε. Προχώρησα στο κρεβάτι και κάθισα. Το παράθυρο ήταν μισάνοιχτο! Καλύτερα δεν γινότανε. Έτσι μπορούσα να ακούω τις φωνές τους από τη βεράντα χωρίς να ξέρουν ότι ήμουν εκεί. Αν το παράθυρο ήταν κλειστό κι εγώ το άνοιγα, θα μ’ έπαιρναν αμέσως χαμπάρι. Η φωνή του μπαμπά ανεβοκατέβαινε ήρεμα, όπως όταν είχε καλή διάθεση. Συχνά άκουγα τη φωνή της μαμάς, πιο γυναικεία, πιο ήρεμη. Από το σαλόνι ακουγόταν το ραδιόφωνο. Για κάποιο λόγο πίστευα ότι ο παππούς και η γιαγιά κοιμόντουσαν, ο καθένας στην πολυθρόνα του με ανοιχτό στόμα και κλειστά μάτια, ίσως επειδή έτσι κάθονταν στο Σέρμπεβογκ όταν πηγαίναμε επίσκεψη εμείς. Έξω ακούστηκε θόρυβος από φλιτζάνια του καφέ. Τα μάζευαν άραγε κι έρχονταν μέσα; Ναι, γιατί αμέσως μετά ακούστηκε ο θόρυβος από τα πέδιλα της μαμάς καθώς περπατούσε στο σπίτι. Οπότε, θα ήμουν μόνος μαζί της! Θα το έλεγα πρώτα σ’ εκείνην! Περίμενα ν’ ακούσω την πόρτα ν’ ανοίγει. Και μετά, όταν η μαμά ανέβαινε τη σκάλα με έναν δίσκο με φλιτζάνια, πιατάκια και ποτήρια και τη γυαλιστερή καφετιέρα με το κόκκινο καπάκι πάνω σε ένα σουπλά από μανταλάκια που το είχε φτιάξει ο Ίνγκβε στο εργαστήριο χειροτεχνίας της μαμάς, βγήκα στον διάδρομο. «Έχει τόσο καλό καιρό κι εσύ κάθεσαι μέσα;» είπε εκείνη. «Ναι», είπα εγώ.

57

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 57


58

KNAUSGAARD AGONAS 3 sel_DDDD Final_Layout 1 28/6/16 12:49 μ.μ. Page 58

Εκείνη ετοιμαζόταν να με προσπεράσει, αλλά ξαφνικά στάθηκε. «Έγινε τίποτα;» είπε. Εγώ χαμήλωσα τα μάτια. «Έγινε κάτι;» «Χάλασε η τηλεόραση», είπα εγώ. «Ω, όχι», είπε εκείνη. «Τι κρίμα. Ο παππούς και η γιαγιά είναι στο σαλόνι;» Εγώ έγνεψα καταφατικά. «Έλεγα να τους πω να βγούνε. Έξω έχει πολύ ωραία βραδιά. Έλα κι εσύ λίγο, τι λες; Θα σου δώσω κι άλλο χυμό». Εγώ κούνησα το κεφάλι αρνητικά και ξαναμπήκα στο δωμάτιό μου. Κοντοστάθηκα. Μήπως θα ήταν πιο φρόνιμο να βγω έξω μαζί με τους άλλους; Εκείνος δεν θα έκανε τίποτα όταν ήταν εκεί κι αυτοί, ακόμα κι αν μάθαινε ότι εγώ είχα χαλάσει την τηλεόραση. Όμως, ειδικά αυτό θα μπορούσε να τον θυμώσει ακόμα περισσότερο. Την περασμένη φορά που ήμαστε στο Σέρμπεβογκ, καθόμαστε όλοι στο τραπέζι, και ο Κιάρταν είχε πει ότι ο Ίνγκβε είχε μαλώσει με τον Μπγιορν Άτλε, το γειτονόπουλο. Όλοι γέλασαν, και ο μπαμπάς το ίδιο. Όταν η μαμά με πήρε και πήγαμε στον μπακάλη, και οι άλλοι έπεσαν για ύπνο το μεσημέρι, και ο Ίνγκβε είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι με ένα περιοδικό, μπήκε ο μπαμπάς, τον σήκωσε από το κρεβάτι και τον πετούσε από δω κι από κει, επειδή είχε μαλώσει. Όχι, το καλύτερο ήταν να μείνω εδώ. Αν ο παππούς και η γιαγιά έλεγαν ότι η τηλεόραση είχε χαλάσει, ίσως ο θυμός του να περνούσε ενώ καθόταν εκεί μαζί τους. Ξαναξάπλωσα στο κρεβάτι. Ένα ανεξέλεγκτο ρίγος διαπέρασε το στήθος μου και ξέσπασε ένα καινούργιο ποτάμι από δάκρυα. Αααααα. Αααααα. Αααααα. Τώρα όπου να ’ναι θα ερχόταν ο μπαμπάς.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.