Μπράιαν Έβενσον - Έσχατες μέρες

Page 1

ΜΠΡΑΪΑΝ ΕΒΕΝΣΟΝ

εσχαΤΕΣ ΜΕΡΕΣ P Mυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Brian Evenson, Last days © ©

Copyright Brian Evenson, 2008, 2009 Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016

Έτος 1ης έκδοσης: 2016 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6098-1


ΠΕΡΙΕχΟΜΕΝΑ

Η Αδελφότητα του Ακρωτηριασμού [ 11 ]

Έσχατες Μέρες [ 101 ] ΕΥχΑΡΙΣΤΙΕΣ

[ 229 ]



Για τον Πωλ



I Η ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΥ



Εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ... Καὶ εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ... Κατὰ Ματθαῖον, 5:29-30



I

Μ

ΟΝΑχΑ αργότερα συνειδητοποίησε τον λόγο που του είχαν τηλεφωνήσει, όμως τότε ήταν πια πολύ αργά για να εκμεταλλευτεί την πληροφορία. Εκείνη τη στιγμή, το μόνο που του είπαν οι δύο άντρες στο τηλέφωνο ήταν ότι είχαν δει τη φωτογραφία του στην εφημερίδα· ότι είχαν διαβάσει για το πώς είχε καταφέρει να διεισδύσει και για τον αποκαλούμενο ηρωισμό του, και πώς, ακόμα και όταν βρέθηκε απέναντι στον άντρα με τον μπαλτά –ή τον «κύριο με τον μπαλτά», όπως διάλεξαν να τον αποκαλούν–, δεν τα είχε χάσει, δεν είχε προδώσει τίποτα. Άραγε ήταν αλήθεια, ήθελαν να μάθουν, ότι δεν είχε κουνήσει ούτε βλέφαρο; Ότι απλά είχε δει τον άντρα να σηκώνει τον μπαλτά κι έπειτα να τον κατεβάζει, ενώ το χέρι του έγινε ξαφνικά ένα αυτόνομο, μακάβριο πλάσμα; Δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει. Κάθισε μόνο με το ακουστικό απέναντι στο πρόσωπό του, κρατώντας το με το χέρι που απόμενε και κοιτάζοντας την πληγή που είχε σημαδέψει την άκρη του μπράτσου του. Το γυαλιστερό, κάπως ζαρωμένο τελείωμα της σάρκας, ξεφλουδισμένο και θυμωμένο στην άκρη του. «Ποιος είναι;» ρώτησε τελικά. Οι άντρες στην άλλη πλευρά της γραμμής γέλασαν. «Είναι μια ευκαιρία που σου χτυπάει την πόρτα», είπε ο ένας, αυτός με την πιο βαθιά φωνή. «Θέλεις να ζήσεις πίσω από ένα γραφείο για όλη σου τη ζωή, κύριε Κλάιν;» Η άλλη φωνή, αυτή με το ψεύδισμα, συνέχισε να απευθύνει ερωτήσεις. Ήταν αλήθεια, ήθελε να μάθει, ότι αφού έβγαλε τη ζώνη του με το καλό του χέρι και την έσφιξε σαν αιμο15


στατική ταινία γύρω απ’ την πληγή, έπειτα σηκώθηκε, άνοιξε ένα από τα μάτια της κουζίνας και καυτηρίασε μόνος του το τραύμα; «Ίσως», είπε ο Κλάιν. «Ίσως, τι;» ρώτησε η Μπάσα Φωνή. «Θα θεωρήσω ότι το έκανες», είπε το Ψεύδισμα. «Ήταν ηλεκτρικό ή γκαζιού; Νομίζω ότι το ηλεκτρικό θα ήταν καλύτερο. Από την άλλη όμως θα έπαιρνε κάποια ώρα για να ζεσταθεί». «Ήτανε σχάρα», είπε ο Κλάιν. «Σχάρα;» είπε η Μπάσα Φωνή. «Θεέ μου, σχάρα;» «Δηλαδή, ηλεκτρική;» ρώτησε το Ψεύδισμα. «Δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο», είπε ο Κλάιν. «Μονάχα μια σχάρα». «Και μετά, όταν το καυτηρίασες, γύρισες και τον πυροβόλησες στο μάτι», είπε το Ψεύδισμα. «Και μάλιστα με το αριστερό». «Ίσως», είπε ο Κλάιν. «Αυτό όμως δεν το έγραψαν οι εφημερίδες. Ποιος σου το είπε;» «Έχω πληροφορίες», είπε το Ψεύδισμα. «Αυτό είναι όλο». «Κοίτα», είπε ο Κλάιν. «Τι είναι όλο αυτό;» «Ευκαιρία, κύριε Κλάιν», είπε η Μπάσα Φωνή. «Σ’ το είπα ήδη». «Υπάρχει ένα εισιτήριο αεροπλάνου, με το όνομά σου πάνω, που σε περιμένει στο αεροδρόμιο». «Γιατί;» ρώτησε ο Κλάιν. «Γιατί;» ρώτησε το Ψεύδισμα. «Γιατί σε θαυμάζουμε, κύριε Κλάιν». «Και θα θέλαμε τη βοήθειά σου». «Τι είδους βοήθεια;» «Θέλουμε εσένα, κύριε Κλάιν. Κανένας άλλος δεν κάνει», είπε η Μπάσα Φωνή. «Έτσι, ε;» είπε ο Κλάιν. «Και γιατί να σας εμπιστευτώ; Και ποιοι ακριβώς είσαστε;» Το Ψεύδισμα γέλασε. «Κύριε Κλάιν», είπε το Ψεύδισμα, «ασφαλώς γνωρίζετε ήδη 16


ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεστε κανέναν. Γιατί όμως να μην αρπάξετε την ευκαιρία;»

Δεν υπήρχε λόγος να πάει. Δεν ήταν μια επιλογή, όπως υπαινίχθηκε η Μπάσα Φωνή, ανάμεσα σε μια δουλειά γραφείου και την προσφορά τους, όποια κι αν ήταν αυτή. Η σύνταξη που έπαιρνε ήταν αρκετή για να ζήσει. Επιπλέον, αμέσως αφού έχασε το χέρι του και καυτηρίασε μόνος του την πληγή κι έπειτα σκότωσε τον αποκαλούμενο κύριο με τον μπαλτά πυροβολώντας τον στο μάτι, είχε πάρει την πρωτοβουλία, σε αντιστάθμισμα για την απώλεια του χεριού του, να κάνει δική του μια βαλίτσα που περιείχε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια. Αυτό το αντιμετώπισε ως μια βαθύτατα ηθική πράξη, με μια ηθική, βιβλική έννοια που προερχόταν από την Παλαιά Διαθήκη: οφθαλμός αντί χειρός και μια σακούλα με λεφτά από πάνω. Το γεγονός ότι το μάτι είχε έναν εγκέφαλο και ένα κρανίο από πίσω του ήταν συμπτωματικό. Έτσι, εν ολίγοις, δεν υπήρχε λόγος να αποδεχτεί την πρόσκληση. Καλύτερα να καθότανε στ’ αβγά του, να έβαζε ένα ρεαλιστικό προσθετικό χέρι, φτιαγμένο ώστε να εφαρμόσει στο κολόβωμα του χεριού του ή, τουλάχιστον, να φορούσε, μαθαίνοντας πώς να τον χρησιμοποιεί, εκείνον τον γάντζο που του είχανε δώσει. Να τελειοποιούσε την τεχνική του στο γκολφ για μονόχειρες. Να αγόραζε μια σειρά προσθετικά χέρια για όλες τις περιστάσεις. Να προμηθευότανε πούρα. Όλη η ζωή ανοιγόταν μπροστά του, έλεγε στον εαυτό του. Η ευκαιρία μπορούσε να του χτυπάει την πόρτα όσο ήθελε. Και, εκτός των άλλων, δυσκολευόταν να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Όχι ότι είχε κατάθλιψη, αλλά ήταν πρόβλημα να σηκωθεί, ιδίως όταν θυμόταν ότι το πρώτο πράγμα που θα ’κανε, θα ήταν να προσπαθήσει να πλύνει τα δόντια του με το αριστερό. Έτσι, αντί γι’ αυτό, περνούσε ολοένα και περισσότερη ώρα τρίβοντας την άκρη του κομμένου χεριού ή απλά κοιτώντας 17 2 – Έσχατες μέρες


την. Έμοιαζε λες και το κολόβωμα ταυτόχρονα ήταν και δεν ήταν κομμάτι του εαυτού του, κάτι όντως συναρπαστικό. Καμιά φορά έκανε να πιάσει πράγματα με το κομμένο χέρι. Τις περισσότερες μέρες δεν μπορούσε ούτε να φορέσει τον γάντζο. Και αν δεν μπορούσε ούτε αυτό να κάνει, πώς περίμεναν οι άλλοι να βγει απ’ το σπίτι του; Και αν δεν έβγαινε από το σπίτι του, πώς περίμεναν να πάει στο αεροδρόμιο ή, ακόμα περισσότερο, να πάρει το εισιτήριο και να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο; Τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα, είπε στο κομμένο του χέρι. Κάποια μέρα θα βγούμε απ’ το σπίτι. Τα πράγματα δεν μπορούν παρά να βελτιωθούν.

Μια βδομάδα μετά το πρώτο τηλεφώνημα, τον ξαναπήραν. «Το έχασες», είπε το Ψεύδισμα. «Έχασες την πτήση». «Μήπως είναι ο φόβος;» ρώτησε η Μπάσα Φωνή. «Φοβάσαι τ’ αεροπλάνα;» «Πώς του το λες αυτό;» ρώτησε το Ψεύδισμα την Μπάσα Φωνή. «Ένας άντρας που καυτηριάζει την ίδια του την πληγή δεν πρόκειται να επηρεαστεί από κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι;» «Εντάξει, έχασε την πτήση του», είπε η Μπάσα Φωνή. «Δεν είχε αρκετό χρόνο. Ίσως να τον κράτησαν στην ασφάλεια αεροδρομίου». «Ναι», είπε το Ψεύδισμα. «Αυτό πρέπει να είναι». Οι δυο τους έμειναν σιωπηλοί. Ο Κλάιν πίεσε το ακουστικό στο αυτί του. «Λοιπόν;» είπε το Ψεύδισμα. «Λοιπόν, τι;» είπε ο Κλάιν. «Τι έγινε;» ρώτησε το Ψεύδισμα. «Δεν πήγα». «Δεν πήγε», είπε η Μπάσα Φωνή. «Το ξέρουμε», είπε το Ψεύδισμα. «Το ξέρουμε ότι δεν πήγες, αλλιώς θα ήσουν εδώ τώρα. Αν είχες πάει, δεν θα μιλούσαμε απ’ το τηλέφωνο». 18


«Όχι», είπε ο Κλάιν. Το τηλέφωνο έμεινε πάλι σιωπηλό. Ο Κλάιν το αφουγκράστηκε, κοιτάζοντας το παράθυρο με την τραβηγμένη κουρτίνα. «... Και;» είπε η Μπάσα Φωνή. «Και, τι;» «Να πάρει», είπε το Ψεύδισμα. «Πρέπει να τα πούμε απ’ την αρχή;» «Κοίτα», είπε ο Κλάιν. «Δεν ξέρω ούτε καν ποιοι είστε». «Σου έχουμε πει ήδη ποιοι είμαστε», είπε το Ψεύδισμα. «Είμαστε η ευκαιρία», είπε η Μπάσα Φωνή. «Και σου χτυπάμε την πόρτα». «Θα το κλείσω», είπε ο Κλάιν. «Το κλείνει», είπε η Μπάσα Φωνή, που τώρα ακουγόταν εξαντλημένη και κουρασμένη. «Περίμενε!» είπε το Ψεύδισμα. «Όχι!» «Τίποτα προσωπικό», είπε ο Κλάιν. «Απλά δεν είμαι ο άνθρωπός σας».

Σχεδόν αμέσως όταν το έκλεισε, το τηλέφωνο άρχισε να ξαναχτυπάει. Το άφησε να χτυπάει. Σηκώθηκε και περπάτησε μέσα στο διαμέρισμα, από δωμάτιο σε δωμάτιο. Υπήρχανε τέσσερα δωμάτια, αν θεωρούσε και το μπάνιο δωμάτιο. Στο καθένα απ’ αυτά μπορούσε να ακούσει καθαρά το τηλέφωνο. χτυπούσε ακόμα. Στο τέλος, σήκωσε το ακουστικό. «Τι είναι;» είπε. «Αφού είσαι ο άνθρωπός μας», είπε το Ψεύδισμα, με μια φωνή απελπισμένη. «Είμαστε κι εμείς όπως εσύ». «Να το εισιτήριο –» είπε η Μπάσα Φωνή. «Κανένα εισιτήριο», είπε ο Κλάιν. «Καμία ευκαιρία. Δεν είμαι ο άνθρωπός σας». «Νομίζεις ότι είμαστε γνωστοί του άντρα με το τσεκούρι;» ρώτησε το Ψεύδισμα. «Μπαλτά», είπε η Μπάσα Φωνή. 19


«Δεν είμαστε γνωστοί του ανθρώπου με το τσεκούρι», είπε το Ψεύδισμα. «Είμαστε ακριβώς όπως εσύ». «Και τι είμαι εγώ δηλαδή;» είπε ο Κλάιν. «Έλα να δεις», είπε η Μπάσα Φωνή. «Γιατί δεν έρχεσαι να δεις;» «Αν θέλαμε να σε σκοτώσουμε», είπε το Ψεύδισμα, «τώρα θα ήσουν νεκρός». Ήταν παράξενο, σκέφτηκε ο Κλάιν, να σε απειλεί ένας άντρας με ψεύδισμα. «Σε παρακαλούμε, κύριε Κλάιν», είπε η Μπάσα Φωνή. «Δεν θέλουμε να σε σκοτώσουμε», είπε το Ψεύδισμα. «Ergo, είσαι ακόμα ζωντανός». «Δεν έχεις ούτε καν λίγη περιέργεια, κύριε Κλάιν;» ρώτησε η Μπάσα Φωνή. «Όχι», είπε ο Κλάιν. Και έκλεισε το τηλέφωνο.

Όταν το τηλέφωνο άρχισε να ξαναχτυπάει, το έβγαλε απ’ την πρίζα. Τύλιξε το καλώδιο γύρω απ’ τη συσκευή και το έβαλε στην ντουλάπα. Βημάτισε μέσα στο σπίτι. Θα έπρεπε να βγει, συνειδητοποιούσε τώρα, σε μια δυο μέρες, για ν’ αγοράσει φαγητό. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και πήρε ένα σημειωματάριο και στυλό από το τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι. Πήγε στην κουζίνα και άνοιξε όλα τα ντουλάπια, το ψυγείο, τον καταψύκτη, και κάθισε να σκεφτεί. Αβγά, σκέφτηκε. Αβγά, έγραψε, παρόλο που, γραμμένο με το αριστερό, βγήκε κάπως σαν Αβάγ. Το αριστερό μου χέρι δεν θέλει αβγά, σκέφτηκε. Θέλει αβάγ. Συνέχισε να γράφει, με το αριστερό του να ακρωτηριάζει ελαφρά κάθε λέξη. Τι λες γι’ αυτό; ρώτησε το κομμένο του χέρι. Κι έπειτα αναρωτήθηκε αν μιλούσε στο χέρι που έμενε ή στο χέρι που είχε κοπεί. Άραγε είχε σημασία; αναρωτήθηκε. Αναρωτήθηκε τι να είχε γίνει το κομμένο χέρι. Πιθανότατα είχε 20


μείνει στο τραπέζι όπου κόπηκε. Πιθανότατα ήταν εκεί, όταν έφτασε η αστυνομία, κι έπειτα το πήραν και το κατέψυξαν για να αποτελέσει στοιχείο εγκλήματος. Πιθανότατα ήταν ακόμα κάπου κατεψυγμένο. Αβάγ, λοιπόν, σκέφτηκε. Και ψωφί. Και ίσως ένα ή δύο μπουκάλια γάζα. Στύλωσε τα μάτια του στο σημειωματάριο και σταμάτησε μονάχα όταν άκουσε το στάξιμο του νερού στον καταψύκτη. Δεν ήταν σίγουρος πόση ώρα είχε περάσει. Σηκώθηκε και έκλεισε την πόρτα του καταψύκτη και του ψυγείου κι έπειτα στάθηκε περιμένοντας να ακούσει τον βόμβο της μηχανής που ξεκινούσε ξανά.

Πέρασαν μερικές μέρες. Η ξυριστική μηχανή του χάλασε, βγάζοντας μονάχα ένα υπόκωφο μουρμουρητό κάθε φορά που την έβαζε μπρος. Σταμάτησε να ξυρίζεται. Το φαγητό συνήθως τελείωνε. Πρέπει να πάρω φαΐ, σκέφτηκε, αλλά αντί γι’ αυτό ήπιε ένα ποτήρι ξινισμένο γάλα. Έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, κρατώντας το ποτήρι με το φάντασμα του γάλατος στο ένα χέρι, ισορροπώντας το στο στήθος του. Μπορούσε να σηκωθεί, σκέφτηκε. Μπορούσε να βγει απ’ το κρεβάτι και να σηκωθεί και να φύγει απ’ το σπίτι. Πρέπει να πάρω φαΐ, σκέφτηκε, κι έπειτα σκέφτηκε, αργότερα. Θα είχε τον χρόνο να πάρει φαΐ αργότερα. Ψωφί και γάζα. Σε κάποιο σημείο συνειδητοποίησε ότι το ποτήρι που νόμιζε ότι κρατούσε στηριζόταν στο κομμένο του χέρι. Το ποτήρι ισορροπούσε στο στήθος του, και το κομμένο χέρι ήταν ακίνητο δίπλα του, ένα στρογγυλεμένο ζώο. Δεν ήταν σίγουρος πώς είχε πάει εκεί το ποτήρι. Δεν θα έβγαινε έξω, συνειδητοποίησε ώρες αργότερα. Το γάλα που ηχούσε ακόμα στον πάτο του ποτηριού είχε μετατραπεί σε ένα λευκό σεντόνι που είχε αρχίσει να ραγίζει. Ίσως είχαν περάσει μέρες. Είχε χάσει την ευκαιρία του, καταλάβαι21


νε τώρα, και πλέον η ελάχιστη θέληση που του είχε απομείνει είχε ξεγλιστρήσει και ήταν αργά. Έκλεισε τα μάτια. Όταν τα ξανάνοιξε, έξω ήταν σκοτάδι κι έτσι τα έκλεισε και πάλι. Όταν τα άνοιξε, ένα χλωμό φως έμπαινε στο δωμάτιο μέσα από τις κουρτίνες. Δίπλα του, καθισμένοι σε καρέκλες που είχαν τραβήξει απ’ την κουζίνα, βρίσκονταν δύο άντρες. Ήταν τυλιγμένοι με βαριά παλτά και γάντια και κασκόλ παρά τη ζέστη του δωματίου. «Γεια, γεια», είπε ο πρώτος, με μπάσα φωνή. «Σου χτυπήσαμε», είπε ο άλλος. Το πάνω του χείλος απουσίαζε σχεδόν όλο, με μια άσχημη πληγή στη θέση του· έμοιαζε λες και είχε κοπεί στη μέση με ψαλίδι. «χτυπήσαμε ξανά και ξανά, αλλά δεν απάντησε κανείς. Έτσι μπήκαμε. Ήταν κλειδωμένα», είπε εκείνος, «αλλά ξέραμε ότι δεν είχες κλειδώσει για μας». Όταν ο Κλάιν δεν είπε τίποτα, αυτός με το σκισμένο χείλι είπε, «Μας θυμάσαι; Το τηλέφωνο;» Ο άντρας ψεύδιζε στο μας, αλλά έχοντας δει την πληγή του, ο Κλάιν δυσκολευόταν πια να τον σκέφτεται ως το Ψεύδισμα. «Το τηλέφωνο», είπε ο Κλάιν, με τραχιά φωνή. Ο άντρας με το σκισμένο χείλι ανασήκωσε τα φρύδια του και κοίταξε τον σύντροφό του. «Παριστάνει ότι δεν θυμάται», του είπε. «Φυσικά και θυμάσαι», είπε εκείνος με την μπάσα φωνή. «Η ευκαιρία που σου χτυπάει την πόρτα; Όλα αυτά;» «Α», είπε ο Κλάιν. «Φοβάμαι πως ναι». «Κοίτα πώς είσαι», είπε το Σκισμένο χείλι. «Θέλεις να πεθάνεις στο κρεβάτι;» «Δεν θέλεις να πεθάνεις στο κρεβάτι», είπε η Μπάσα Φωνή. «Ήρθαμε για να σε σώσουμε», είπε το Σκισμένο χείλι. «Δεν θέλω να σωθώ», είπε ο Κλάιν. «Δεν θέλει να σωθεί», είπε η Μπάσα Φωνή. «Και βέβαια θέλει», είπε το Σκισμένο χείλι. «Απλά δεν το ξέρει ακόμα». 22


«Μα εγώ –» «Κύριε Κλάιν», είπε το Σκισμένο χείλι, «σου δώσαμε κάθε ευκαιρία να φερθείς λογικά. Γιατί δεν αξιοποίησες κανένα από τα εισιτήρια που σου αφήσαμε;» «Δεν θέλω τα εισιτήριά σας», είπε ο Κλάιν. «Πότε έφαγες τελευταία φορά;» ρώτησε η Μπάσα Φωνή. Το Σκισμένο χείλι άπλωσε το γαντοφορεμένο του χέρι και σκούντησε το πρόσωπο της Μπάσας Φωνής. «Είναι ξεκάθαρο ότι είσαι ο χειρότερος εχθρός του εαυτού σου, κύριε Κλάιν». «Κατάθλιψη», είπε η Μπάσα Φωνή. «Εξάντληση, ennui. Έκανα διάγνωση». «Κοιτάξτε», είπε ο Κλάιν, αγωνιζόμενος να ανασηκωθεί στο κρεβάτι. «Θα σας παρακαλέσω να φύγετε». «Ανασηκώθηκε», είπε το Σκισμένο χείλι. «Περίπου. Ποιος είπε ότι δεν του έχει μείνει καθόλου θέληση;» «Αυτό θα πει θέληση», είπε το Σκισμένο χείλι. «Αυτός είναι ο άνθρωπος που μπορεί να κόψει το χέρι του και να μη δώσει μία». «Έλα μαζί μας, κύριε Κλάιν». «Όχι», είπε ο Κλάιν. «Τι να σου πούμε για να σε πείσουμε;» «Τίποτα», είπε ο Κλάιν. «Ωραία, τότε», είπε το Σκισμένο χείλι. «Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι εκτός από τα λόγια». Ο Κλάιν παρακολούθησε τον άντρα να πιάνει το ένα του γάντι με το άλλο. Έστριψε το χέρι του και το γύρισε προς τα κάτω και το χέρι απελευθερώθηκε. Ο Κλάιν ένιωσε την πληγή του να μυρμηγκιάζει. Είδε τον άλλο να κάνει το ίδιο. Τράβηξαν τα γάντια τους και του έδειξαν τις γυμνές άκρες σάρκας στις οποίες κατέληγαν τα κομμένα τους μπράτσα. «Βλέπεις», είπε το Σκισμένο χείλι, «ακριβώς όπως εσύ». «Έλα μαζί μας», είπε ο άλλος. «Μα», είπε ο Κλάιν. «Δεν –» 23


«Νομίζει ότι του το ζητάμε», είπε το Σκισμένο χείλι, γέρνοντας πάνω απ’ το κρεβάτι, με το μπλαβί σακατεμένο του στόμα. «Δεν ζητάμε. Ανακοινώνουμε».

24


ΙΙ

Π

το καταλάβει, τα χέρια τους είχαν βιδωθεί πάλι, κι έπειτα τον τράβηξαν απ’ το κρεβάτι και τον έσυραν στη σκάλα της εξόδου κινδύνου. «Περιμένετε», είπε. «Ο γάντζος μου». «Ο γάντζος σου;» «Για το χέρι μου». Δεν τον χρειάζεσαι, ισχυρίστηκαν και συνέχισαν να τον τραβάνε στις σκάλες. «Πού με πηγαίνετε;» ρώτησε. «Θέλει να μάθει πού τον πηγαίνουμε, Ράμζι», είπε η Μπάσα Φωνή. «Στο αυτοκίνητο», είπε το Σκισμένο χείλι ο Ράμζι μασώντας τις λέξεις. Έφτασαν στο επόμενο πάτωμα και ο Κλάιν ένιωσε το σώμα του να τρεκλίζει προς τη μια πλευρά κι έπειτα να σταθεροποιείται. Ο Ράμζι ήταν δίπλα του, με το κεφάλι του να ξεπροβάλλει κάτω απ’ το χέρι του Κλάιν, και τα σκισμένα χείλια του κλεισμένα σφιχτά. «Πες του πως πάμε στο αυτοκίνητο», είπε ο Ράμζι. «Πηγαίνουμε στο αυτοκίνητο», είπε η Μπάσα Φωνή και ο Κλάιν κοίταξε απ’ την άλλη και είδε το κεφάλι της Μπάσας Φωνής κάτω από την άλλη του μασχάλη. «Μα», είπε. «Φτάνουν οι ερωτήσεις», είπε ο Ράμζι. «Προσπάθησε μόνο να κουνήσεις τα πόδια σου. Αφού τα έχεις, πρέπει να τα χρησιμοποιήσεις». Κοίταξε κάτω και δεν μπορούσε να δει πέρα απ’ τα γόνατά ΡΙΝ

25


του. Ακουγόταν ένας ψιθυριστός ήχος, αλλά μέχρι να περάσουν τον όροφο και να ξαναβρεθούν στα σκαλιά, ο ήχος μετατράπηκε σε γδούπο και κατάλαβε ότι ήταν τα πόδια του που σέρνονταν. Προσπάθησε να μαζέψει τα πόδια του, αλλά οι δύο άντρες πήγαιναν πολύ γρήγορα και το μόνο που κατάφερε ήταν να τους κάνει να χάσουν σχεδόν την ισορροπία τους. «Δεν πειράζει, δεν πειράζει», είπε ο Ράμζι. «Σχεδόν φτάσαμε». Και πράγματι, κατάλαβε ο Κλάιν, βγήκαν μέσα από την πόρτα της εξόδου κινδύνου προς το άπλετο φως της μέρας. Υπήρχε ένα αμάξι εκεί, μακρύ και μαύρο, με φιμέ τζάμια. Τον έχωσαν γρήγορα στο πίσω μέρος. Ο Ράμζι μπήκε στη θέση του οδηγού, η Μπάσα Φωνή στου συνοδηγού. Υπήρχε κάτι περίεργο στο τιμόνι, παρατήρησε ο Κλάιν, λες και είχαν προσαρμόσει εκεί μια ποτηροθήκη. Η Μπάσα Φωνή άνοιξε το ντουλαπάκι του παρμπρίζ, έβγαλε αδέξια μια σοκολάτα με το τεχνητό του χέρι και την έδωσε στον Κλάιν. «Φάε αυτό», του είπε. «Θα σε βοηθήσει να συγκεντρωθείς». Ο Κλάιν άκουσε τις ασφάλειες να κατεβαίνουν. Πήρε τη σοκολάτα και άρχισε να ανοίγει το περιτύλιγμα. Ήταν παραπάνω απ’ όσο μπορούσε να φάει. Οι δύο άντρες μπροστά έβγαζαν τα παλτά και τα καπέλα τους, στοιβάζοντάς τα στον χώρο ανάμεσά τους. Είδε τον Ράμζι να βγάζει το τεχνητό του χέρι, με το γάντι και όλα, και να το ρίχνει πάνω στη στοίβα. Η Μπάσα Φωνή έκανε το ίδιο. «Καλύτερα έτσι», είπε η Μπάσα Φωνή. Ο Κλάιν έφαγε λίγο απ’ το γλυκό. Είχε κάτι τραγανό μέσα. Το μάσησε. Ο Ράμζι, συνειδητοποίησε, κρατούσε το άλλο του χέρι ψηλά, προς τον άλλον άντρα. «Γκους;» «Τι;» ρώτησε ο άντρας. «Ναι, καλά», είπε ο Γκους. «Συγγνώμη». Με το ένα του χέρι έπιασε το εναπομείναν χέρι του Ράμζι και το έστριψε. Ο Κλάιν είδε το χέρι να στρίβει και να ελευθερώνεται. Ο Ράμζι έτριψε τα δύο κολοβά χέρια του μεταξύ τους. 26


Ο Γκους έπιασε το αυτί του Ράμζι και το τράβηξε. Εκείνο βγήκε, αφήνοντας μια ρηχή τρύπα να χάσκει από κάτω. «Ορίστε», είπε ο Ράμζι. «Καλύτερα έτσι». Κοίταξε τον Κλάιν από τον καθρέφτη του παρμπρίζ και σήκωσε τα κομμένα του άκρα. «Όπως εσύ», είπε και χαμογέλασε. «Μονάχα πιο πολύ».

Οδήγησαν, καθώς η πόλη γύρω τους αραίωνε αργά και μετατρεπόταν σε χωράφια και δέντρα. Ο Γκους συνέχιζε να ψάχνει στο ντουλαπάκι, βγάζοντας φαγητά που τα έδινε πίσω. Υπήρχε άλλη μια σοκολάτα, μια πλαστική σακούλα με σπασμένα κριτσίνια, μια κονσέρβα με σαρδέλες. Ο Κλάιν πήρε λίγο απ’ το καθένα, αφήνοντας τα υπόλοιπα στο κάθισμα δίπλα του. Άρχιζε να νιώθει λίγο πιο ζωντανός. Έξω, ο ήλιος ήταν ψηλά· παρά το φιμέ τζάμι, φαινόταν πως έκανε ζέστη. Έστριψαν δεξιά, πέρασαν μια ράμπα και μπήκαν στην εθνική, με το αμάξι να αναπτύσσει γρήγορα ταχύτητα. «Πού είμαστε;» ρώτησε ο Κλάιν. «Ξεκινάμε», είπε ο Γκους, αγνοώντας τον. «Όλα πρίμα από δω και πέρα», είπε ο Ράμζι. «Για λίγο τουλάχιστον». «Όμως», είπε ο Κλάιν. «Πού, δεν –» «Κύριε Κλάιν», είπε ο Γκους. «Κάθισε πίσω σε παρακαλώ και απόλαυσε τη διαδρομή». «Τι άλλο;» ρώτησε ο Κλάιν. «Τι άλλο;» είπε ο Γκους. «Τι εννοείς τι άλλο;» ρώτησε ο Ράμζι. «Τι άλλο πρόκειται να βγει». «Εκτός από τα χέρια και το αυτί;» είπε ο Ράμζι. «Μερικά δάχτυλα ποδιού», είπε, «αλλά είναι ήδη βγαλμένα. Τρία από το ένα πόδι, δύο από το άλλο». «Τι συνέβη;» ρώτησε ο Κλάιν. «Τι εννοείς τι συνέβη, κύριε Κλάιν; Τίποτα δε συνέβη». «Δεν μας αφορούν τα ατυχήματα», είπε ο Γκους. «Τα ατυ27


χήματα και οι συμπτώσεις δεν σημαίνουν τίποτα, εκτός αν επακολουθεί η ελεύθερη βούληση. Κριτσίνι;» ρώτησε. «Η δική σου περίπτωση ήταν αντικείμενο μεγάλης συζήτησης», είπε ο Ράμζι. «Κάποιοι ήθελαν να την κατατάξουν στα ατυχήματα». «Αλλά δεν ήταν ατύχημα», είπε ο Γκους. «Όχι», είπε ο Ράμζι. «Κάποιοι υποστήριξαν με επιτυχία ότι δεν ήταν ατύχημα, αλλά αντιθέτως το αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης. Έπειτα όμως ανέκυψε το ερώτημα ‘‘βούληση από την πλευρά τίνος;’’ Από την πλευρά του κυρίου με το τσεκούρι, σίγουρα, καμία αντίρρηση επί τούτου, αλλά η ευθύνη δεν μπορεί να αποδοθεί μονάχα σ’ εκείνον, έτσι δεν είναι, κύριε Κλάιν;» Γύρισε λίγο πίσω όπως μιλούσε, στρέφοντας τον άδειο του κρόταφο προς το μέρος του Κλάιν. «Το μόνο που χρειαζόταν, ήταν να του πεις ένα πράγμα, κύριε Κλάιν, ένα απλό ψέμα, και θα κρατούσες το χέρι σου. Αλλά δεν είπες τίποτα. Ζήτημα βούλησης, κύριε Κλάιν. Η βούλησή σου να χάσεις το χέρι σου ξεπέρασε κατά πολύ τη βούλησή σου να το διατηρήσεις». Έξω, η εθνική είχε στενέψει, μετατρεπόταν σε έναν δρόμο δύο κατευθύνσεων, που έμπαινε σε ένα ασθενικό δάσος, με τις άκρες του δρόμου καλυμμένες από σκόνη. «Κι εσύ;» ρώτησε τον Γκους ο Κλάιν. «Εγώ;» είπε εκείνος κοκκινίζοντας. «Μόνο το χέρι», είπε. «Είμαι καινούργιος ακόμα». «Από κάπου πρέπει ν’ αρχίσουμε», είπε ο Ράμζι. «Τον φέραμε μαζί γιατί τα μεγάλα μυαλά σκέφτηκαν ότι ίσως να αισθανόσουν πιο άνετα με κάποιον όπως εσύ». «Δεν είναι όπως εγώ». «Έχεις έναν ακρωτηριασμό, κι αυτός το ίδιο», είπε ο Ράμζι. «χέρι εσύ, χέρι κι αυτός. Μ’ αυτή την έννοια, είσαστε το ίδιο. Όταν το δεις πιο προσεκτικά, ε, τότε...» «Έβαλα αναισθητικό», είπε ο Γκους. «Εσύ, κύριε Κλάιν, δεν έβαλες αναισθητικό. Δεν είχες αυτή την επιλογή». 28


«Γενικά δεν το επικροτούν», είπε ο Γκους, «αλλά δεν απαγορεύεται». «Και λίγο ή πολύ είναι αναμενόμενο για τους πρώτους ακρωτηριασμούς», είπε ο Ράμζι. «Κι αυτό είναι που σε κάνει ξεχωριστό, κύριε Κλάιν». Ο Κλάιν κοίταξε τη θέση δίπλα του, την ανοιγμένη κονσέρβα με τις σαρδέλες, τα φιλέτα που έλαμπαν μέσα στο λάδι. «Κι εγώ είμαι ξεχωριστός», είπε ο Ράμζι. «Ποτέ δεν πήρα αναισθητικό». «Είναι πηγή έμπνευσης για όλους μας», είπε ο Γκους. «Αλλά να καυτηριάσεις μόνος σου την πληγή σου», είπε ο Ράμζι. «Αυτό σε κάνει πραγματικά ξεχωριστό». «Θέλω να βγω απ’ το αμάξι, τώρα», είπε χαμηλόφωνα ο Κλάιν. «Μην είσαι ανόητος, κύριε Κλάιν», είπε ο Γκους χαμογελώντας. «Είμαστε στη μέση του πουθενά». «Θα μπορούσα να μετρήσω τους ανθρώπους που καυτηριάστηκαν μόνοι τους στα δάχτυλα του ενός χεριού», είπε ο Ράμζι. «Αν είχε χέρι», είπε ο Γκους. «Αν είχα χέρι», είπε ο Ράμζι. Για λίγο οδήγησαν μες στη σιωπή. Ο Κλάιν έμεινε όσο μπορούσε πιο ακίνητος στο πίσω κάθισμα. Ο ήλιος είχε σχεδόν γείρει στον ορίζοντα. Μετά από λίγο χάθηκε. Η κονσέρβα με τις σαρδέλες είχε γλιστρήσει από το κάθισμα και είχε πιαστεί σε μια γωνία, με το λάδι να στάζει αργά. Ίσιωσε την κονσέρβα, κι έπειτα έτριψε τα χέρια του στο χαλί του δαπέδου. Ήταν δύσκολο να μην κοιτάζει το βγαλμένο αυτί του Ράμζι. Κοίταξε το δικό του κομμένο χέρι, και κοίταξε το κομμένο χέρι του Γκους που ισορροπούσε στο πίσω μέρος του καθίσματος. Τα δύο κολοβώματα ήταν αρκετά διαφορετικά, σκέφτηκε. Του Γκους είχε ζάρες. Το δικό του είχε ζάρες και ουλές από τον αυτοσχέδιο καυτηριασμό· μετά το γεγονός, ένας γιατρός το είχε κόψει λίγο πιο ψηλά και το είχε ισιώσει πλανίζοντάς το.

29


Έξω, τα δέντρα, ήδη αραιά, έμοιαζαν να εξαφανίζονται εντελώς, εν μέρει λόγω του σκοταδιού που πύκνωνε, αλλά και λόγω της αλλαγής του τοπίου. Ο Ράμζι πίεσε το ένα του χέρι στον πίνακα του αυτοκινήτου και άναψε τα φώτα. «Οχτώ», είπε ο Ράμζι, γνέφοντας προς τα πίσω με το χέρι του. «Οχτώ;» ρώτησε ο Κλάιν. «Οχτώ, τι;» «Ακρωτηριασμοί», είπε ο Ράμζι. Ο Κλάιν κοίταξε το πίσω μέρος του κεφαλιού του. «Φυσικά αυτό δε σημαίνει τίποτα», είπε. «Θα μπορούσε να είναι οχτώ δάχτυλα ποδιών, χωρίς αναισθητικό, με τα μεγάλα δάχτυλα να παραμένουν για ισορροπία. Αυτό δύσκολα θα αντιστοιχούσε σε οχτώ», είπε. Ο Γκους συγκατάνευε δίπλα του. Σήκωσε το κομμένο χέρι του και κοίταξε πίσω. «Αυτό μετράει για ένα», είπε. «Αλλά θα μπορούσα να είχα αφήσει το χέρι και να έκοβα όλα τα δάχτυλα, και τότε θα ήταν τέσσερα. Πέντε με τον αντίχειρα». Περίμεναν να πει κάτι ο Κλάιν. «Αυτό δεν είναι και πολύ δίκαιο», είπε. «Ποιο είναι πιο σοκαριστικό όμως;» ρώτησε ο Ράμζι. «Κάποιος που χάνει δάχτυλα ή κάποιος που χάνει ένα χέρι;» Ο Κλάιν δεν ήξερε αν έπρεπε να απαντήσει. «Θα ήθελα να βγω απ’ το αμάξι», είπε. «Υπάρχουν λοιπόν οχτάρια και οχτάρια», είπε ο Ράμζι. Έφτασαν σε μια στροφή. Ο Κλάιν είδε τον Ράμζι να βάζει το άλλο του χέρι στο τιμόνι, στρίβοντας με το διπλωμένο του κολόβωμα. «Προσωπικά προτιμώ ένα συνδυασμό μικρών και μεγάλων ακρωτηριασμών, σύμφωνα με το οποίο εγώ θα ήμουν ένα 2/3». «Εγώ προτιμώ ως βάση το βάρος», είπε ο Γκους. «Το βάρος του κομμένου μέλους, εννοώ». «Το θέμα όμως είναι», είπε ο Ράμζι, «αιματηρό ή μη αιματηρό; Και έτσι δεν αποκτούν προβάδισμα οι σωματώδεις;» «Θα πρέπει να αναπτύξουμε κριτήρια», είπε ο Γκους. «Ποινές και εμπόδια». 30


«Γιατί με χρειάζεστε;» ρώτησε ο Κλάιν. «Συγγνώμη;» είπε ο Ράμζι. «Θέλει να μάθει γιατί τον χρειαζόμαστε», είπε ο Γκους. «Είναι απλό», είπε ο Ράμζι. «Διαπράχθηκε ένα έγκλημα». «Γιατί εμένα;» ρώτησε ο Κλάιν. «Έχεις μια κάποια εμπειρία στις ανακρίσεις», είπε ο Γκους. «Όχι ακριβώς στις ανακρίσεις, αλλά στη διείσδυση», είπε ο Ράμζι. «Και δεν μασάς, κύριε Κλάιν», είπε ο Γκους. «Όχι, δεν μασάει». «Αλλά –» είπε ο Κλάιν. «Θα ενημερωθείς», είπε ο Ράμζι. «Θα σου πουν τι να κάνεις». «Αλλά η αστυνομία –» «Όχι αστυνομία», είπε ο Ράμζι. «Είδαμε και πάθαμε να συμφωνήσουμε για σένα». «Και αν δεν ήταν το χέρι...» είπε ο Γκους. «Αν δεν ήταν το χέρι», είπε ο Ράμζι, «δεν θα ήσουν εδώ. Αλλά είσαι ένας από μας είτε το θέλεις είτε όχι».

31


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.