Αλέξης Σταμάτης «Ο έβδομος ελέφαντας»

Page 1

ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

Ο ΕΒΔΟΜΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ Μυθιστόρημα

‫ﱣﱢ‬

ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


©

Copyright Αλέξης Σταμάτης – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016

Έτος 1ης έκδοσης: 1998 Έτος νέας, συμπληρωμένης έκδοσης: 2016 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα

% 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-6104-9


ΚΕΦΑΛΑΙΑ òô

Aura . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Bacillus . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Chrysalis . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Diptych . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Elephant . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πρώτη φωτογραφία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Fantasies . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Genesis . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Haemorrhage . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δεύτερη φωτογραφία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ikon . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Jackals . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Kaleidoscope . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Lethargy . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Melancholy . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τρίτη φωτογραφία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Nemesis . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Organic . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Phobia . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 

15 22 27 32 38 44 47 53 60 66 69 75 82 89 96 102 104 110 116


ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

Quantum . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Rheo . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Scenes . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τέταρτη φωτογραφία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Therapy . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Utopia . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Valve . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Wysiwyg . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Xenolithos . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Yoni . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πέμπτη φωτογραφία & Zoe . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

123 130 136 142 146 154 161 167 175 183 189

Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Ο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 191


Στη γυναίκα μου Εύα και στον πατέρα μου Κώστα



The gods are just, and of our pleasant vices make instruments to scourge us. (Οι θεοί είναι δίκαιοι και από τα γλυκά μας κρίματα φτιάχνουν τα όργανα που μας πληγώνουν.) ΟΥΙΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ, Βασιλιάς Ληρ,

(μετ. Βασίλης Ρώτας)



ΟΤΑΝ τέλειωσε το γράμμα, το δίπλωσε και το έβαλε στο

ντοσιέ μαζί με τα υπόλοιπα πάνω στο γραφείο. Δίπλα στο μελανοδοχείο ήταν πεταμένα τρία σπίρτα. Πήρε τα δύο κι ένωσε τις κεφαλές τους, δημιουργώντας έτσι ένα σχήμα σαν καλύβα. Σηκώθηκε από την καρέκλα και το κοίταξε. Δεν του άρεσε. Το ένιωθε καταπιεστικό, σαν να τον εγκλώβιζε. Πήρε το τρίτο σπίρτο και το έβαλε παράλληλα προς το υποτιθέμενο έδαφος στο μέσο της καλύβας. Το αποτέλεσμα, ένα «Α» κεφαλαίο, τον ικανοποίησε. Ύστερα τα χάλασε και δημιούργησε μια άλλη διάταξη. Έβαλε το ένα σπίρτο πάνω από το άλλο παράλληλα σε μια κάποια απόσταση. Τα ξανακοίταξε. Αυτή η συστοιχία, η παραλληλία, δεν του άρεσε. Πήρε το τρίτο κι ένωσε την αριστερή άκρη του κάτω σπίρτου με τη δεξιά του πάνω. Το σχήμα έκλεισε. Ένα «Ζ», απόλυτα γεωμετρικό, σχηματίστηκε μπροστά του. Δύο σχήματα με τρία σπίρτα. Ίδια συστατικά, διαφορετικό αποτέλεσμα. Η προσοχή του στράφηκε στο τρίτο σπίρτο, το πλάγιο, και του φάνηκε πως ήταν διαφορετικό από τ’ άλλα. Το σήκωσε, το άναψε, το άφησε να καίγεται και τότε κατάλα


ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

βε. Ήταν αυτό το τρίτο σπίρτο που ένωνε τα ασύμπτωτα, που οδηγούσε τη διαδρομή ως το πυρπολημένο τέλος, αφήνοντας πίσω δύο γραμμές που δε θα ενώνονταν ποτέ.




Aura

[ 1 ]

ΣΤΟ κατάστρωμα μεσημέρι, με ήλιο κατακέφαλα και θά-

λασσα, συνέχεια θάλασσα, θάλασσα και γλάροι, όλα γαλάζια κι άσπρα. Στο κεφάλι του αισθάνεται αυτές τις μικρές ουρίτσες, που έλεγε κι ο Μίτια, ο ένας από τους τρεις Ρώσους αδερφούς, να τρέμουν, κι είναι ακριβώς αυτό –ότι δηλαδή υπάρχουν αυτές οι ουρίτσες που τρέμουν κι ύστερα θυμούνται– που τον ενοχλεί. Η ίδια τους η ιδιότητα, αυτή που τις κάνει να δονούνται, να τρεμίζουν και μετά να θυμούνται, τον ταράζει. Πώς θα ’θελε να μην υπήρχαν οι ουρίτσες αυτές, να μπορεί απλώς να βλέπει και να σκέφτεται ταυτόχρονα, να είναι η εικόνα και η επεξεργασία της μία και μοναδική διαδικασία. Τι σπατάλη χρόνου να μπαίνει η εικόνα στην ουρίτσα, να την ταράζει και μετά αυτή να ανακαλεί τη μνήμη, να ειδοποιεί και να συγκρίνει, να επεξεργάζεται και ν’ αποφασίζει! Το χειρότερο βέβαια σε όλη αυτή την υπόθεση είναι ότι τελικά θυμάται. Κι αυτό προσπαθούσε συνειδητά, αλλά και από ένστικτο αυτοσυντήρησης, να το υποβαθμίσει. Όσο μπορούσε. Απλώνει τα πόδια. Ένας ανεπαίσθητος πόνος στο γόνα


ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

το. Πάντα ευαισθησία στις αρθρώσεις, ένας πόνος ακαθόριστος, ασαφής. Ο ήλιος καίει. Νυστάζει. Είναι κουρασμένος, εξαντλημένος. Υπάρχει ένα είδος εξάντλησης που είναι το χειρότερο απ’ όλα: να προσπαθείς να μη σκέφτεσαι τίποτα. Όπως τώρα. Θέλει ν’ αδειάσει. Από σκέψεις, από εικόνες. Αδύνατον. Μια μέλισσα τον τριγυρίζει. Τη διώχνει. Ξαναγυρνάει. Ξαναφεύγει. Κάπου νότια εκείνη θα τον σκέφτεται με πετσέτα βρεμένη στο πρόσωπο. Οι γάμπες χωμένες στην άμμο. Ακόμα πιο βαθιά. Αναγνώρισε αμέσως το τηλεφώνημα. Έκλεισε στα πέντε δευτερόλεπτα, αλλά την πρόδωσε η ανάσα του υπεραστικού. Η σιωπηλή υπενθύμιση. Η χειρότερη φρίκη. Απλώνει κι άλλο τα πόδια. Ελαφρύς πόνος στον κόκκυγα. Άχρηστος είναι έτσι κι αλλιώς. Απομεινάρι ουράς. Το ζώο από πάνω μας εξαφανίζεται. Μένουν μόνο κάτι χαραματιές. Κάποια ορύγματα που το θυμίζουν. Κοιτάζει το ρολόι. 4:44 μ.μ., 4.9.95. Πάλι τα τεσσάρια. Σαν καρφιά μέσα στο πελαγίσιο μεσημέρι. Φυσά ένας άνεμος δροσερός κι ελαφρύς. Ταξιδεύω, σκέφτεται. [ 2 ]

A

« LLEZ-vous à Paros?» από τη διπλανή καρέκλα. Συμπαθής, εύσωμος νεαρός, με φαρδείς ώμους και γερακίσιο προφίλ, από το Παρίσι, σπουδάζει Ιατρική. Έχει εμφανή διάθεση για κουβέντα – ή μάλλον για μονόλογο. Με μια χαρακτηριστική έρρινη φωνή τον πληροφορεί πως έρχεται για δεύτερη φορά στο νησί. 


Ο ΕΒΔΟΜΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ

Ακούγοντας Παρίσι, βλέπει μπροστά του ξανά την οδό Νταγκέρ με την αγορά, με τα αλλαντικά και τα θαλασσινά, με τα χιλιάδες χρώματα και με την αίσθηση πανηγυριού να ξεχειλίζει από κάθε πάγκο. Ταυτόχρονα βλέπει και τις «Halles» και τα σπίτια όπου σύχναζε και το περιβάλλον των enfants gatés της γαλλικής πρωτεύουσας, με τους οποίους είχε μοιραστεί –τυχαία; από επιλογή;– μια κρίσιμη περίοδο της ζωής του. Φυσικά και το σαλόνι με τις αντίκες-έκθεση επίπλων, όπως σαρκαστικά θα παραδεχόταν αργότερα. Ύστερα του ήρθε στο νου μια ταινία: «La haine»*. Ειδικά η τελευταία σκηνή. Με τον πυροβολισμό ν’ αντανακλά πάνω στη φάτσα του Σαΐντ, του Άραβα, του Ξένου. Μετά, με τους συνειρμούς να ευνοούν ένα ακατάπαυστο πηγαινέλα, ταξίδεψε με το νου του στα Εμιράτα, στη ζεστή θάλασσα, ύστερα ανέτρεξε στη γνωριμία με τον Οτάιμπα, στο γεύμα με τις κελεμπίες, στο σουκ, στο ξενοδοχείο, στα μπουκάλια, τα παράνομα αγορασμένα στην πενταπλή τιμή... Ο Ζακ Ντελαμάρς μιλούσε για μια ώρα. Είπε για τις σπουδές του, για το χωρισμό του, για την Παρί Σεν Ζερμέν, για τη νόθα κόρη του Μιτεράν. Ύστερα βαρέθηκε. Έμοιαζε με παιδάκι που έπαιξε άγαρμπα για αρκετή ώρα μ’ ένα παιχνίδι ώσπου το εξάντλησε. Το παιχνίδι, που άλλωστε τύποις μόνο παρακολουθούσε –μια και ο νους του αλλού ταξίδευε–, πή* «La haine» («Το μίσος»): γαλλική ταινία παραγωγής 1995, σε σκηνοθεσία Ματιέ Κασοβίτς.  2o


ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

γε στην τουαλέτα αφήνοντας τον Ζακ μόνο να καπνίζει το τελευταίο του άφιλτρο. Εκεί έβγαλε το μπουκαλάκι και ήπιε τέσσερις μεγάλες γουλιές. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και χαμογέλασε στα πρησμένα του μάτια. [ 3 ]

Ο ΗΛΙΟΣ λαμπρό μυδραλιοβόλο που πυροβολεί ακτίνες αλύ-

πητα. Από κάτω, από το άμορφο, το αγριωπό πρόσωπο της θάλασσας, ανεβαίνει ένας συριγμός. Στο βάθος, αμυδρά γκρίζο, προβάλλει το νησί σαν οπτασία. Σ’ έναν ξύλινο πάγκο κοντά στις βάρκες μεσήλικο ζευγάρι συνομιλεί. Ακούει. «Θυμάσαι πέρσι πόσο ωραία ήταν;» «Ναι, αλλά όχι όπως το ’80. Οικοδομικός οργασμός, βρε παιδί μου». «Και οι άνθρωποι τόσο διαφορετικοί...» «Έτσι είναι οι άνθρωποι. Αλλάζουν». «Αλλάζουν οι άνθρωποι μαζί με τα σπίτια». «Έχει κάτι αυτό το νησί, ένα μαγνητισμό. Κάνει τρίγωνο με τη Σαντορίνη και τη Δήλο. Ισοσκελές». «Καλά λες. Έχει κάτι». «Ένα μαγνητισμό». Νιώθει ένα λήθαργο. Ένα λήθαργο από τον ήλιο, που του φέρνει στο νου όλους τους ήλιους. Ένα φως συμπυκνωμένο εξακοντίζει βέλη αιχμηρά, νωπά. Ανατριχιάζει. Βάζει τα ακουστικά: Τζόναθαν Ρίτσμαν, «That summer feeling». Ακόμα δυο γουλιές. Ο αέρας λάμπει όπως βέρα ολόχρυση 


Ο ΕΒΔΟΜΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ

το μεσημέρι. Ένα υδρογόνο από την αλκοόλη χάνεται στα σπλάχνα του. Το οινόπνευμα μετασχηματίζεται σε ακετόνη. Όλα μεταβάλλονται, όλα αλλάζουν. Κι εκείνος, από ώρα λυπημένος, δεν ξέρει. Δεν ξέρει πως αυτό που τώρα νιώθει, αυτό που τόσα χρόνια ανεξήγητα τον πονούσε, αυτό είναι τώρα εδώ. Είναι εδώ και ταξιδεύει. Μαζί του. [ 4 ]

ΣΕ ΛΙΓΟ θα πατάει το πόδι του στο νησί. Δεν ξέρει αν αυτό

το σκίρτημα που νιώθει οφείλεται στην ανάμνηση, στην επιστροφή και στην αναμενόμενη σύγκριση ή είναι ο φόβος, ο φόβος που επείγεται να επαληθευτεί, που του αρπάζει από τα πνευμόνια μικρές σπαστές ανάσες και τις ενώνει σε μια βαριά δύσπνοια· ή μήπως είναι η αναμονή εκείνη, η υπεύθυνη για τις μικρές οξείες σουβλιές, που τον σπρώχνει να ενωθεί βίαια, να γραπωθεί, να γαντζωθεί απελπισμένα πάνω στο μέλλον που πνέει μπροστά του όπως ένας ξένος άνεμος. Ένας άνεμος δροσερός, που απλώνεται τριγύρω με μια πλανεύτρα χάρη και τον οδηγεί, με σελήνη λειψή, σ’ ένα στοίχημα, σε μια ζαριά που τη σημασία της ακόμα δε γνωρίζει. Στριφογυρίζουν τα ζάρια και στροβιλίζονται πάνω στην ακμή του κύβου οι αριθμοί – οι αριθμοί, οι συμπτώσεις και οι αναλογίες που τον συνοδεύουν και πάλι σ’ αυτόν τον τόπο, που, όπως πολύ εύστοχα άκουσε πριν, έχει ένα μαγνητισμό, μια ακτινοβολία τέτοιας υφής, που προσδίδει στο 


ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

σκοτάδι, έτσι όπως σταδιακά απλώνεται γύρω από το λιμάνι, μια αχλή υπερκόσμια, όμοια μ’ ένα σύννεφο από ηλεκτρικά πεδία που αντιμάχονται κι ανοίγουν σαν βεντάλια αυτή την παράπλευρη, την ενδιάμεση ζωή του. Μια ζωή που μοιάζει με μια ανάσα η οποία δύσκολα ρυθμίζει την κανονικότητά της, με τα σπλάχνα να αναδεύονται, με τις αισθήσεις να αδρανούν, με τη γλώσσα που θέλει να πει μα δεν μπορεί. Έχει έρθει στο νησί μετά από δύο χρόνια ενός εκούσιου εγκλεισμού στο σπίτι. Δύο χρόνια με ελάχιστη δουλειά –ας όψονται οι επιταγές που κατέφθαναν από το συμβόλαιο του 1990–, τα καλά και τα κακά του ελεύθερου επαγγελματία. Δύο χρόνια στο μεταίχμιο της μνήμης, μήνες ολόκληροι σβησμένοι, άλλοι αχνοί, με θραύσματα γεγονότων κι ελάχιστες μόνο στιγμές ξεκάθαρες, όπως όλα αυτά που έγιναν τον τελευταίο μήνα, με τους συνεχείς τσακωμούς, την τελική αφορμή και το οριστικό τέλος. Τώρα είναι πραγματικά μόνος, ούτε σπίτι για να κρύβεται ούτε γυναίκα ούτε άλλοθι. Μόνο αυτός και ο έξω κόσμος, κι αυτό τον φοβίζει. Νιώθει πως ανάμεσα σ’ εκείνον και στο περιβάλλον υφίσταται ένα τεράστιο φυσικό πρόβλημα, ένα πρόβλημα οργανικών διαστάσεων, και το μόνο που μπορεί να κάνει –κι αυτό με τεράστιο κόπο– είναι να το απαλύνει, να το ξεχνά. Πλάνο δεν έχει. Όχι. Δεν υπάρχει καμία προγραμματισμένη αλληλουχία δράσης, δεν έχει καταστρώσει κανένα σχεδιάγραμμα. Όλα θα είναι τυχαία, δε θα βιαστεί. Του εί2


Ο ΕΒΔΟΜΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ

ναι πια σαφές πως εκείνος δεν ορίζει. Αυτό που ορίζει είναι το μάτι ενός ζώου παχύδερμου, το οποίο έχει καταπιεί. Ένα μάτι που, εγκαταστημένο στα σπλάχνα του, θα τον παρατηρεί, θα τον επιθεωρεί, θα τον κατασκοπεύει για πάντα. Προς το παρόν νιώθει ακόμα να κρύβεται σε μια ιδιότυπη χλωρίδα, σ’ έναν πράσινο βάλτο με κεράτινα τοιχώματα δεξιά κι αριστερά. Κατά καιρούς βλέπει μια γιγάντια σκιά να πλησιάζει. Τότε απλώνει τα χέρια και τεντώνεται όσο μπορεί. Όσο μπορεί πιο μακριά, να ακουμπήσει τη σκιά, να δαγκώσει το σκοτάδι, να εισβάλει στον ελευθερωτή ίσκιο. Η μπουκαπόρτα κατεβαίνει. Μικρά φωτάκια λάμπουν. Νιώθει πως πετάει. Προς τα φώτα. Που σβήνουν. Πατάει το πόδι του στο νησί τυλιγμένος στον απαλό ήχο της θάλασσας που κυματίζει. Προσέχει τις κανονικότητες των χτισμένων όγκων, τα χιλιάδες φώτα που φωσφορίζουν, και κάτω από τα θολά αστέρια της καλοκαιρινής νύχτας αισθάνεται τη ζωή του να μετεωρίζεται ανάμεσα στο νωπό αέρα και στο λυπημένο χώμα που πατά.

2


Bacillus

[ 5 ]

Μ

« ΟΝΟΣ φέτος; Πού είναι η...» «Μόνος, κυρα-Βάσω. Μόνος». «Γιατί, βρε παιδάκι μου; Μα τι κάνετε εκεί πάνω; Πώς ζείτε έτσι! Θα σας φάει όλους το άγχος». «Δεν είναι το άγχος». «Καλά, καλά. Έλα, καλωσόρισες. Σου κράτησα το ίδιο δωμάτιο με πρόπερσι. Με το μπαλκόνι στο λιμάνι». «Με το φως τι θα γίνει; Με ξυπνάει από τα χαράματα». Μετά από λίγο, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, κοιτάζει τα παράθυρα τα καλυμμένα με γκρι κόλλες και μονωτική ταινία. Αισθάνεται σαν πρωτόζωο σε δοκιμαστικό σωλήνα. Νιώθει υπερβολικά μικρός, περιορισμένος, σαν μύκητας, σαν ένας θανατηφόρος ιός που πρέπει να απομονωθεί σ’ ένα δοχείο, σ’ ένα κουτί. Ένα απομονωμένο κουτί. Το δωμάτιό του. Μερικών το δωμάτιο είναι παντού έτσι. Κι η ζωή επίσης. Όμως στο σπίτι της κυρα-Βάσως το έδαφος είναι πρόσφορο για διαρροές. Η κοπέλα από τη Σουηδία –ήδη είχαν πέσει 22


Ο ΕΒΔΟΜΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ

τα πρώτα χαμόγελα–, το ζευγάρι από την Ιταλία, το αγόρι από τη Θεσσαλονίκη, ο Ολλανδός σέρφερ. Πέντε νέοι άνθρωποι. Το μπάνιο καθαρό, κοινόχρηστο. Ευκαιρία για κουβέντα. Κοιμήθηκε και ονειρεύτηκε μια ιστορία για μια γυναίκα που ερωτεύτηκε κάποιον, αλλά δεν μπορούσε να γευτεί τον έρωτά της γιατί δεν ήξερε, δεν είχε μάθει πώς ν’ αγαπά και ν’ αγαπιέται, μια ήταν δοτική και τον αποζητούσε, μια μάζευε μέσα της και τον αποκαθήλωνε, ώσπου κάποια στιγμή δεν ήξερε ποια ήταν, διχάστηκε ο εαυτός της και τρελάθηκε και τη μαζεύανε στο τέλος, όπως στο Λεωφορείον ο Πόθος. Ξύπνησε ιδρωμένος κατά τις εννιά. Αυτός ποτέ δε βασίστηκε στην καλοσύνη των άλλων. Πόσω μάλλον των ξένων. Δεν την ήξερε αυτή τη γυναίκα, σκέφτηκε και ντύθηκε με άτσαλες κινήσεις παρασέρνοντας το πλαστικό ποτήρι με το ποτό. Η Σέρκοβα χύθηκε στο πάτωμα. Βρίζοντας, πήγε προς το ψυγείο. Πολεμάει. Δύσκολο να αντιμάχεσαι την ψυχή σου. Είναι πόλεμος άνισος. Όπως όλες οι εμφύλιες συρράξεις. [ 6 ]

Η ΛΙΝΑ. Τώρα ξανθιά με ανταύγειες. Έχει πάρει μερικά κι-

λά, της λέει, όχι χωρίς κάποια διάθεση να την πικάρει. Το ξεπερνά με το χαρακτηριστικό κακαριστό της γέλιο. Ανέμελη για όλα. Έτσι ήταν πάντοτε, σε όλες τις καταστάσεις της ζωής της. Έτσι στο γάμο, έτσι στο διαζύγιο. Σε όλες τις ψυχικές υποθέσεις οι μηχανισμοί αυτοσυντήρησης στο φουλ. 2


ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

Παλιά ήταν ηθοποιός, είχε παίξει σε πρωτοποριακές παραστάσεις αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Αργότερα έμπλεξε με τον Χατζιδάκι, με την ελεύθερη ραδιοφωνία, ύστερα άρχισε να σχεδιάζει κοσμήματα. Τώρα κάθονται μαζί στο μπαράκι, στο κέντρο του μικρού παράλιου χωριού που, για έναν περίεργο λόγο, φέρει το όνομα μιας πόλης του Βορρά, ένα δρομάκι πάνω από τις καφετέριες, σ’ ένα στενό σοκάκι, τόσο στενό που τα αντικρινά μπαλκόνια απέχουν μόλις μισό μέτρο μεταξύ τους. Το μπαράκι είναι μικρό, νοικοκυρεμένο, με δύο μπλε σιδερένια τραπέζια έξω στον πλακόστρωτο δρόμο. Στο ένα κάθεται εκείνος και η Λίνα, η ιδιοκτήτρια. Στο άλλο ένας ογδοντάρης ομορφάντρας με πελαγίσια μάτια, παλιός πρόεδρος της κοινότητας, και μια κοπέλα. Εκείνος: λευκό πουκάμισο με ασημένια κουμπιά, μαύρο τζιν, αθλητικά άσπρα παπούτσια, φρεσκοξυρισμένος· μπροστά του η Σέρκοβα. Με πορτοκάλι τώρα. Εκείνη: μαύρο μακό, εφαρμοστό παντελόνι, καστανή, μάτια γκριζοπράσινα και μεγάλα βλέφαρα, που μοιάζουν να έχουν χρησιμεύσει για καταφύγιο σ’ ένα σωρό μαύρες εικόνες. Ήταν δώδεκα και μισή περίπου, όταν τα βλέμματά τους διέσχισαν τον τεχνητό φωτισμό με μια αναπάντεχη ελαφράδα για ν’ ανταμωθούν, εξερευνητικά και αμήχανα, σε μια νοητή ευθεία. Και οι δύο ένιωσαν μια απροσδόκητη βία. Ήταν σαν μια ακαριαία σύλληψη του Άλλου, μια στιγμιαία βιοψία της εικόνας του. Μέσω της Λίνας, που τους ήξερε, τους κάλεσε στο τραπέζι του. Οι συστάσεις έγιναν ευγενικά και με μια αταίριαστη για τις περιστάσεις επισημότητα. Την έλεγαν Ζ. Την κέρασε ένα ποτό, της άναψε το τσιγάρο. Ήξερε να φέρεται. 2


Ο ΕΒΔΟΜΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ

[ 7 ]

ΜΟΥΣΙΚΗ στη διαπασών με ήχους στακάτο αντηχούν οι

τοίχοι οι ως επί το πλείστον γυμνοί και μόνο μικρές γωνιές με κοσμήματα από κόκαλα ψαριών αταίριαστα με το ρυθμό αυτά κειμήλια συμπαγή αιώνια κι ο ήχος μια περιδίνηση ένα μείγμα Ανατολής και Δύσης να διαχέεται πάνω στο κορμί της και αυτή να λικνίζεται με πάθος και να ξεχνά μέσα στο κόκκινο μυαλό της πού βρίσκεται να ξεχνά και τον Τ. τα επτά χρόνια της σχέσης τους και το νησί και να ταξιδεύει με φώτα πορείας που αλλάζουν από το μπλε στο κίτρινο σε λεωφόρους να κατασκηνώνει στην άκρη του δρόμου μόνη της στην πίστα ένα τριαντάχρονο κορίτσι και όλοι να την κοιτάνε και να την ποθούν κι η Κεντρική Ευρώπη να ξεβγάζεται δίχως ντροπή από μέσα της τέσσερις η ώρα τα ξημερώματα σ’ ένα ελληνικό νησί. Εκείνος κρατά ένα ματσάκι γιασεμί· το βάζει στο πουκάμισό του να απομαραθεί. Μέσα του, αντίθετα από τον επαναλαμβανόμενο δυνατό ήχο, τραγουδάει μελωδικά. Είναι ένα τραγούδι λυπητερό, γλυκό σαν κι εκείνη. Την κοιτάζει. Όπως όλοι οι άλλοι.

[ 8 ]

ΦΥΓΑΝΕ από το κλαμπ κατά τις έξι. Καθώς περπατούσαν

χέρι χέρι στο μικρό λιμανάκι, έσκυψε και τη φίλησε. Εκείνη ανταποκρίθηκε αμέσως. Προσπάθησε να απομονώσει το 2


ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

αίσθημα που τον ακολουθούσε όλο το βράδυ –κάτι σαν παρενέργεια από ένα βαρύ εμβόλιο– και να συγκεντρωθεί στο μισάνοιχτο στόμα, στα υγρά γκριζοπράσινα μάτια. Πήγε να μιλήσει και σκέφτηκε πως δε θα ήταν αυτός που θα έλεγε ό,τι θα έλεγε. Σχεδόν τρέμοντας, άρχισε να σκέφτεται τις ατσαλοσύνες, τις ατασθαλίες, την αποτυχία. Ξάφνου εκείνη σούφρωσε το στόμα μ’ έναν τέτοιο τρόπο που του φάνηκε σαν να έλεγε: «Ναι, καταλαβαίνω, δεν πειράζει, σε όλους συμβαίνει». Και τότε έκανε μια σοφή επιλογή. Επέτρεψε στο οινόπνευμα να συμφιλιωθεί με το πνεύμα, διέταξε ανακωχή στα συμπλεκόμενα κύτταρα, ανακήρυξε την κατάστασή του ένα ιδιότυπο υπηρεσιακό καθεστώς και θεώρησε πως το υπόλοιπο της νύχτας –ποιας νύχτας;– θα βιωθεί μέσα απ’ αυτό το τεχνητό moratorium, μέσα απ’ αυτή την ιδιότυπη συμμαχία. «Μου αρέσουν τα ταξίδια, είναι ο καλύτερος τρόπος να ζήσει κανείς σ’ αυτή τη γη», του είπε. Εκείνος απάντησε συγκατανευτικά «Ναι» με μια κίνηση του κεφαλιού και τράβηξαν προς το μικρό του δωμάτιο.

2


Chrysalis

[ 9 ]

ΠΟΣΟ αστείο θα ήταν να έψαχνες να βρεις την καταγωγή

του ονόματός σου διασχίζοντας ανάποδα τον ποταμό ως την πηγή του και να ελπίζεις να ανακαλύψεις εκεί ψηλά, γαντζωμένο στο χαμόκλαδο, νωπό, ένα χαρτάκι με τ’ όνομά σου, αυτό που σε κάνει να είσαι αυτός που είσαι και να βρίσκεσαι εδώ μαζί της εννιά το πρωί, άγρυπνος, σ’ ένα διπλό κρεβάτι που πιάνει όλο το δωμάτιο, με τις κόλλες στα τζάμια να εμποδίζουν τις ηλιαχτίδες, και τα δυο σώματα, άγνωστα πριν από λίγες ώρες, να έρχονται από μακριά, να προσεγγίζουν το ένα το άλλο με μια φυσική βραδύτητα κι απλώνοντας το χέρι ο καθένας τους να νιώθει το ανακύλισμα του απέναντι κορμιού· και μια ελαφράδα να ανασηκώνει τους μακριούς μηρούς, το σμιλεμένο στόμα να ανοίγει τις κυρτές λαγόνες και ο λαχανιασμένος άνεμος να τα τυλίγει όλα μαζί με τον ιδρώτα γύρω του. Να γνωρίζονται πρώτη φορά, να δένονται με κοινό σκοινί, να τραβάει ο ένας τον άλλο σ’ ένα μαίανδρο βαθιά στο μέσα του μυαλού και μετά ένα ρεύμα 2


ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

δροσερού υγρού να διακλαδώνεται, να ενώνεται και να ανακουφίζει. Ύστερα να κοιτάζει ο ένας το τοπίο του άλλου όπου φιλοξενήθηκε και να αναγνωρίζει το ποτάμι που μόλις κατέβηκε, με την καφετιά όχθη, τις απόκρυφες δίνες και τα νεογνά των εντόμων να βομβίζουν, και να βλέπει το όνομά του μεγάλο, βαθύ, πελώριο στον πυθμένα, σε πέτρες σκαλισμένο. Το ίδιο του το όνομα, που ένα άλλο χέρι, σ’ ένα άλλο γεωγραφικό πλάτος, ξεκολλά το αρχικό του, ένα «Α» τεράστιο, υποκίτρινο, για να το πετάξει, άχρηστη ταινία μονωτική, στα άπατα βάθη του ίδιου νότιου πελάγους... Άνοιξε τα μάτια. Ζεσταινόταν. Ήταν δώδεκα. Άπλωσε το χέρι να την αγκαλιάσει. Είχε φύγει. [ 10 ]

ΣΤΗ βάρκα προς τη μικρή παραλία με καμιά δεκαριά ξαν-

θομάλλικα παιδιά της Κεντρικής Ευρώπης. Κι εκείνη από την Κεντρική Ευρώπη είναι. Όμως πόσο διαφορετική! Αταξινόμητη. Παίρνει το μαραμένο γιασεμί από την τσέπη. Του μαδάει ένα φύλλο. Να τον φυλάει από το κακό. Η παραλία προβάλλει στο βάθος. Μικρή, σχεδόν άδεια, καταγάλανα νερά, ίχνος σκιάς. Θα κάτσει εκεί για τέσσερις ώρες, κάτω από τον ήλιο, διαβάζοντας και κάνοντας μπάνιο. Ο ήλιος θα του χαρίσει αυτή την ευεργετική ζαλάδα που θα συμπληρώνει η Σέρκοβα, επιμελώς πακεταρισμένη στην τσάντα μαζί με τα βιβλία. Θα διαβάζει και οι λέξεις θα μετατρέπονται ακαριαία σε εικόνες, σε εικόνες ζεστές, να καίνε 2


Ο ΕΒΔΟΜΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ

μαζί με το πρόσωπο και το σώμα, να τσουρουφλίζουν, να μην μπορείς να τις κρατήσεις άλλο στα χέρια. Και θα βουτάει ύστερα στη θάλασσα, στη θάλασσα εκείνη που τόσο λατρεύει, και θα σκάβει την άμμο για να μπουν οι εικόνες μέσα, να φουσκώσει το έδαφος από λόγια. Το βαρκάκι προσαράζει. Σηκώνεται ευθυτενής, μαυροντυμένος, με τα μαύρα γυαλιά. Η Ολλανδέζα τον κοιτάει πλάγια δίνοντας το στίγμα. Ούτε που το καταλαβαίνει. Χαμογελάει. Χαμογελάει κρυφά γιατί ξέρει. Είναι μια γυναίκα ξένη που τον προσέχει. [ 11 ]

Η ΕΠΟΜΕΝΗ μέρα. Ξυπνάει μ’ ένα βαρύ κεφάλι γεμάτο ό-

νειρα. Είναι σ’ ένα τεράστιο κρεβάτι με πλήθος σεντόνια τυλιγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Προσπαθεί ν’ απαλλαγεί, μα είναι αδύνατον. Υφάσματα και σώμα έχουν γίνει ένα κουβάρι. Μένει έτσι φασκιωμένος, ανήμπορος, να κοιτάει από το παράθυρο τη σκιά ενός δέντρου που πελώρια απλώνεται στον απέναντι τοίχο. Στο διπλανό οικόπεδο είναι μαζεμένες έντεκα εργάτριες με λουλούδια πλεγμένα στεφάνι στα μαλλιά και ισάριθμοι εργάτες καρβουνιασμένοι και πίνουν κούπες γεμάτες κόκκινο υγρό – μπορεί κρασί, μπορεί αίμα. Στο πλάι του μια νέα γυναίκα πάνω σε μια πολυθρόνα με ρόδες, με μάτια ξέθωρα και πρόσωπο λευκό. Το όνομά της αρχίζει από «Λ». Ήταν κάποτε να γίνει γυναίκα του. 2


ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ

Ετοιμάζεται για την ίδια παραλία. Κατεβαίνοντας, στα μισά της σκάλας πέφτει πάνω της. Αν ερχόταν δυο λεπτά αργότερα, δε θα είχαν συναντηθεί. Σε λίγο, καβάλα σ’ ένα νοικιασμένο παπάκι, την αγκαλιάζει από πίσω. Το τοπίο περνάει από μπροστά του πανέμορφο κι αυτός βλέπει το πίσω μέρος του αυτιού της, τα ξέπλεκα μαλλιά, την άκρη του στήθους. Αφήνεται στη δική της φιλαρέσκεια να τον οδηγεί. Στην παραλία, με ακκισμό μαζί κι αιδημοσύνη, γυμνή, του λέει: «I hope you are not offended». He is certainly not. [ 12 ]

ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ τον κάλεσε να φάνε παρέα μ’ ένα φιλικό της

ζευγάρι. Ο Φράνσις και η Γκουέν, μεσήλικες Αμερικανοί, έμεναν στο νησί εδώ και μια δωδεκαετία. Τον Οκτώβριο θα έφευγαν για τρία χρόνια στην Αμερική, «για να μαζέψουν αύρα Ατλαντικού», όπως έλεγαν. Αυτός πανεπιστημιακός κι εκείνη συγγραφέας, συνιστούσαν ένα sui generis, γραφικό ζευγάρι. Αναρωτήθηκε τι κοινό είχε εκείνη με αυτούς τους ανθρώπους, καθώς την έβλεπε απορροφημένη και εκστατική να ακούει για καρμικές αύρες, για ζώδια, για βουδισμό, ζεν και αποκρυφισμό, όλα αυτά αναμιγμένα με μια πραγματιστική φιλοσοφία, με πλάνα για εξοικονόμηση χρήματος, συστάσεις εταιρειών, άυλους τίτλους και ομόλογα, και αισθάνθηκε –τι ειρωνεία, αυτός από όλους τους ανθρώπους!– πως θα έπρεπε να την προστατεύσει, να της ανοίξει τα μάτια, να της εξηγήσει ότι αυτός δεν είναι ο δρόμος, ότι, ναι, 


Ο ΕΒΔΟΜΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ

καλό το υπαρξιακό ψάξιμο, αλλά μην εξαπατώμεθα τόσο εύκολα, υπάρχουν πολλοί επιτήδειοι που εκμεταλλεύονται τη φυσική μας περιέργεια κτλ. Το απόγευμα βόλτα στο μικρό λιμανάκι. «Κάθε όργανο του σώματος αντιπροσωπεύει ένα αίσθημα», του λέει. «Προβλήματα στα νεφρά σημαίνουν κριτική, απογοήτευση· προβλήματα στο στομάχι φόβο για το καινούργιο». «Και στο συκώτι;» τη ρωτάει. «Το συκώτι είναι η θέση της οργής και των πρωτογενών συναισθημάτων. Προβλήματα στο συκώτι σημαίνουν άνθρωπο δύσθυμο, άνθρωπο που προσπαθεί να εξαπατήσει τον εαυτό του». Το βράδυ στην ταβέρνα. «Κοιτά αυτόν το βράχο», της λέει. «Δε μοιάζει με μικρό ελέφαντα;» «Δεν έχω δει ποτέ μου ελέφαντα από κοντά», του απαντά εκείνη ανεξήγητα ενοχλημένη.




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.