ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
ΑΝΤΙΟ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ Μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
©
Copyright Μαριάννα Τζιαντζή – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016
Έτος 1ης έκδοσης: 2016 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com %
www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-6109-4
ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Q 1. ΑΡχΗ ΤΟΥ πΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
Ο αντίστροφος καταρράχτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 9 Τα πορτοκάλια κατρακυλούν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 17 2. πΛΑΚΑ, Η πΡΩΤΗ ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
Έρχεται η Φρίζα! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 25 3. ΜΙΑ ΝΥχΤΕΡΙΝΗ πΡΟΣΚΛΗΣΗ
Πάμε Ελευσίνα; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 43 Κηδείες επωνύμων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 60 Πού πας, βρε Άγγελε, χωρίς GPS; . . . . . . . . . . . . . . . . . 64 4. πΛΑΤΥΘΕΑ, ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
Νικολάρας ο εισιτηριοφυγάς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 70 Μ’ ένα γέλιο κερδίζεις μια μέρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . 83 Ο Νικολάρας κοιμάται στο χιόνι . . . . . . . . . . . . . . . . . . 95 5. ΑΤΛΑΣ, Η ΤΕΤΡΑΩΡΟΦΗ ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
Τα κορίτσια στο απέναντι παράθυρο . . . . . . . . . . . . . . . Ο Παύλος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Άγγελος μπαίνει στον Άτλαντα . . . . . . . . . . . . . . . . . Ανέστης ή Λεόνιντας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Καραγκιόζης στον Άτλαντα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Άτλας γυρίζει σελίδα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Όλοι διαβάζουν... και μερικοί υπογραμμίζουν . . . . . . . . . . Όλοι τώρα γράφουν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
107 110 115 132 136 141 146 149
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
6. ΥπΑΡχΕΙ ΕΛΕΥΣΙΝΑ; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 153
Γλυκές αναμνήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 156 7. Η ΛΕΝΑ ΜπΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΚΟΥΚΛΟΣπΙΤΟ
Άγγελος, ο δεινός ξιφομάχος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 164 Τα κορίτσια του σπιτιού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 180 8. ΓΛΕΝΤΙΑ, ΓΛΕΝΤΙΑ, ΓΛΕΝΤΙΑ
Στη γιορτή της Αντριάνας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το παραμύθι του πατσά ή Οι περιπέτειες του Τετραπέρατου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 9. ΤΕΛΙΚΑ ΕΛΕΥΣΙΝΑ ΥπΑΡχΕΙ . . . . . . . . . . . . . . . . . Το παιδί κάτω απ’ το ψυγείο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
192 195 202 210
10. Η ΥπΟΓΕΙΑ ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
Το άλλο ψυγείο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 213 Μια νύχτα στο Υπόγειο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 228 11. ΓΥΡΙΖΟΥΜΕ Απ’ ΤΗ ΝΥχΤΑ;
Μοιρολόγια περπατητά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 250 Μπίρες κάτω στο λιμάνι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 265 12. ΞΑΝΑ ΣΤΗΝ πΛΑΚΑ
Αντίο στην Κρεβατοχώρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 270 Τα παπούτσια του γιατρού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 288 13. «ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ πΑΛΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ »
Για την αγάπη της Φιλίτσας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Α dio, terra· a dio, cielo . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ποιος είναι ο πιο-πιο αριστερός; . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14. πΑΡΤΙ ΣΤΗΝ ΤΑΡΑΤΣΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
294 303 308 324
Το βιβλίο αυτό είναι έργο μυθοπλασίας, εμπνευσμένο και από πραγματικά πρόσωπα, χωρίς όμως να εικονογραφεί την προσωπική τους ζωή.
[ 1 ]
Q
ΑΡχΗ ΤΟΥ πΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
Ο αντίστροφος καταρράχτης
Ο ΛΑ άρχισαν με ένα νυχτερινό τηλεφώνημα, με μια πρόσκλη-
ση για έναν αποχαιρετισμό στην Ελευσίνα. Για την ακρίβεια, έναν αποχαιρετισμό που ο τόπος του θα ήταν η Ελευσίνα. Η Λένα είχε αφήσει πίσω της τον ήπιο χειμώνα της Μελβούρνης, έχοντας πάρει τρεις εβδομάδες άδεια από το εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας στο πανεπιστήμιο όπου εργαζόταν τα δώδεκα τελευταία χρόνια. Εδώ κι έξι μέρες βρισκόταν στην Ελλάδα, όπου ερχόταν κάθε δεύτερο καλοκαίρι, συνήθως στις αρχές του Σεπτέμβρη. Όπως είχε συμβεί και στις προηγούμενες επισκέψεις της, έτσι και τώρα δεν είχε συναντήσει ούτε μια φορά τον Άγγελο, την πρώτη και κατά κάποιον τρόπο μοναδική της αγάπη, κι ας είχε περάσει για κρυφό αισθηματικό προσκύνημα απ’ όλα τα μέρη όπου κάποτε είχαν βρεθεί μαζί, όπως το Σινέ Παρί στην Πλάκα, το Βοξ στα Εξάρχεια, την ταβέρνα του Σιγάλα στο Μοναστηράκι, που τώρα είχε γίνει Μπαϊρακτάρης και είχε επεκταθεί σαν αμοιβάδα στη Μητροπόλεως. Πέρασε από τον Μαγεμένο Αυλό στο Παγκράτι, από τον Ορφανίδη στην Πανεπιστημίου, που εδώ και χρόνια είχε μετατραπεί σε κοσμηματοπωλείο –σμαράγδια και μπριγιάν αντί για μπίρα, σαλάμι
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
και τυρί–, πέρασε και από το μπαρ του Λώρα στην πλατεία Μαβίλη, τη Σόνια στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Είχε περάσει έξω από στέκια που δεν υπήρχαν πια, όπως το ζαχαροπλαστείο Σαγιονάρα στο Νέο Ψυχικό, ένα υπεράνω πάσης υποψίας σημείο για συνωμοτικές συναντήσεις και για χάραξη της επαναστατικής στρατηγικής. Παντού νέες χρήσεις, νέες επιγραφές, νέοι προσανατολισμοί, η δυνατή Ελλάδα ξεφορτωνόταν τα βαρίδια του χθες. Μόνο έξω από το πατρικό σπίτι του Άγγελου στην πλατεία Αμερικής δεν είχε περάσει, από φόβο μήπως τον συναντούσε στ’ αλήθεια και τότε πώς θα δικαιολογούσε την παρουσία της; Και αν εκείνος της έλεγε «Σόρι, βιάζομαι, με περιμένουν σ’ ένα business lunch κι έχω αργήσει»; Μικρή βέβαια ήταν η πιθανότητα να τον συναντήσει, αφού ο Άγγελος έμενε τώρα στα νότια, κάπου κοντά στη θάλασσα, κανείς δεν κατοικούσε πια στο παλιό σπίτι, ίσως όμως εκείνος να περνούσε κάτι να δει, κάτι να πάρει, κάτι να θυμηθεί. Τελικά η Λένα δεν χρειάστηκε να σκηνοθετήσει την τυχαία συνάντηση, αφού η φωνή του Άγγελου έφτασε στα αυτιά της ολοκάθαρα στο τηλέφωνο του σπιτιού της οδού Τοσίτσα, λίγο μετά τη διασταύρωση με την Οικονόμου, εκεί όπου ο δρόμος γίνεται απότομα ανηφορικός, στο διαμέρισμα όπου είχαν εγκατασταθεί οι θετοί της γονείς, η θεία Αντριάνα και ο θείος Περικλής, όταν άφησαν το μισοερειπωμένο σπίτι της Πλάκας. Και ως συνήθως, εκείνος όχι μόνο δεν μπήκε κατευθείαν στο θέμα, αλλά άρχισε να της μιλά σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα από τότε που χώρισαν, αν και η ημερομηνία του χωρισμού τους παρέμενε ρευστή σαν τις κινητές εορτές. Ίσως ήταν τότε που της ανακοίνωσε ότι θα παντρευόταν τη Δάφνη, την Ξανθιά Οπτασία ή Ξ.Ο., όπως με αρκετή δόση ανακουφιστικής κακίας την απο
ΑΝΤΙΟ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
καλούσε, ή μάλλον κρυφά τη χαρακτήριζε, η Λένα. Ή μήπως όταν πήρε τα ρούχα και τα βιβλία του από το διαμέρισμα όπου ένα φεγγάρι έμεναν μαζί; Ή μπορεί να ήταν η μέρα που και οι δύο παραδέχτηκαν ότι η ιδέα να συγκατοικήσουν ήταν ατυχής. Ότι δεν μπορούσε να συμβολίζει τη σχέση τους εκείνο το συρτάρι στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας, με τις αντρικές κάλτσες τυλιγμένες σαν κουβαράκια στη μια άκρη και τα γυναικεία καλσόν, επίσης κουβαράκια, στην άλλη. Η οικειότητα δεν είναι συνώνυμο με την επικοινωνία ή την αγάπη, παραδέχτηκε η Λένα, αν και με βαριά καρδιά. Δυο άνθρωποι που βλέπονται μία φορά το χρόνο μπορεί να είναι πιο κοντά από πολλούς άλλους που κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι και οι οδοντόβουρτσές τους στεγνώνουν στο ίδιο ποτηράκι στο ράφι του νιπτήρα. Ίσως ήταν η μέρα, μετά το θάνατο του πατέρα του, που ο Άγγελος αποφάσισε να εγκαταλείψει το τσαλαβούτημα στις τέχνες, την πολιτική και τα γράμματα και να ασχοληθεί σοβαρά με την οικογενειακή επιχείρηση αλλάζοντάς της τα φώτα, με την καλή όμως έννοια. Έτσι, το παλιό ιδιόκτητο κτήριο, κοντά στην πλατεία Αγίας Ειρήνης, που κάποτε ήταν κατάστημα λιανικής και χονδρικής πώλησης ανδρικών υφασμάτων –«ΕΔΩ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, ΟΛΟΜΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΚΑΣΜΙΡΙΑ»–, που το ήξεραν όλοι οι καλοί ράφτες της Αθήνας, μετατράπηκε με επιτυχία σε καφέ-εστιατόριο-μπαρ-γκαλερί, σε «πολυμορφικό πολυχώρο», όπως το βάφτισαν. Μόνο που ο Άγγελος δεν αρκέστηκε σ’ αυτό το εγχείρημα αλλά κάθε εξάμηνο ίδρυε και από μια εταιρεία. Άλλοτε ό,τι άγγιζε γινόταν χρυσάφι και άλλοτε στάχτη, όμως κάθε φορά η Δάφνη και ο αδελφός του, ο Λάμπης, τον ξελάσπωναν, του έβρισκαν τόπο ν’ ανασάνει. Παροξυσμός επιχειρηματικής δραστηριότητας στη φιλόξενη άμμο μιας Ελλάδας που τραβούσε μπροστά.
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
Τώρα ήταν Σεπτέμβρης του 2001, λίγες μέρες μετά την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων, ένας νέος πόλεμος άρχιζε και ας μην είχε καθαρά ξεπροβάλει το πρόσωπο του εχθρού. Δεν ήταν πρωτότυπη η διαπίστωσή της, όμως η Λένα μάντευε ότι άρχιζε μια νέα εποχή, ίσως αυτό ήθελε να της πει ο Άγγελος με τον δικό του τρόπο. Μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα, ίσως και μια νέα εποχή για τη σχέση τους, που μόνο μονομερώς είχε λήξει, αφού τα τελευταία χρόνια δεν είχε περάσει ούτε μια μέρα δίχως η Λένα να φέρει στο νου της τη φωνή του, τον τρόπο που έγερνε ελαφρά τους ώμους του όταν στεκόταν όρθιος και κουβέντιαζε με κάποιο φίλο, και η συζήτηση δεν κρατούσε δύο λεπτά όπως αρχικά τής είχε υποσχεθεί αλλά μισή ώρα ή και παραπάνω, ενώ η ίδια γινόταν αόρατη καθώς περίμενε λίγο πιο πέρα. Δίχως να αναλογιστεί το πόσο τη γοήτευε η γλώσσα του σώματός του, η νωχελικότητα και η ένταση της στάσης του, που δεν είχε τίποτα το άχαρο, το συμπλεγματικό, το αρπακτικό. Κατά καιρούς, όσο ήταν στην Αυστραλία και μιλούσε στο τηλέφωνο με κάποιον από τους παλιούς κοινούς τους φίλους, με τον Φάνη συνήθως, ρωτούσε και μάθαινε νέα του. Μάθαινε για τις φιλόδοξες επιχειρηματικές πτήσεις του και την όχι πάντα αίσια κατάληξή τους. Τώρα, μες στη ζεστή νύχτα που έμοιαζε αυγουστιάτικη, ο Άγγελος μιλούσε σαν να μην τους είχαν χωρίσει θάνατοι, στεριές και ωκεανοί. Της περιέγραφε και πάλι το ταξίδι που τόσες φορές τής είχε υποσχεθεί ότι κάποτε θα έκαναν μαζί στα ψηλά βουνά, στον Ταΰγετο ή τον Κιθαιρώνα. Της μιλούσε για τον κρυφό καταρράχτη που τα νερά του τρέχουν ανάποδα, κατακόρυφα μεν αλλά με κατεύθυνση από τη γη προς τον ουρανό, αγνοώντας νόμους και στερεότυπα. «Μα τότε δεν είναι καταρράχτης, πίδακας είναι, θερμοπίδακας», τον διόρθωσε η Λένα.
ΑΝΤΙΟ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
Όμως ο Άγγελος επέμενε και τη διαβεβαίωσε ότι ήταν αντίστροφος καταρράχτης, η αφρισμένη απόληξη ενός αχαρτογράφητου υπόγειου ποταμού, ενός ποταμού αντάρτη που πήρε την απόφαση να ξεχυθεί στον ουρανό και όχι στη θάλασσα, ένα σπάνιο φαινόμενο, μια μοναδική στα γεωλογικά χρονικά ανατροπή των νόμων της βαρύτητας, της υδροδυναμικής, του συντακτικού και της γραμματικής, της άλγεβρας και της γεωμετρίας. Τι να του πει, ότι τα ποτάμια δεν αποφασίζουν για τη διαδρομή που θ’ ακολουθήσουν, ότι η κοίτη τους εξαρτάται από την ιστορία, τη μορφολογία του εδάφους, ότι η παραμικρή κλίση, η πιο μικρή πτυχή, το πιο μικρό εμπόδιο ορίζουν τη ροή τους; Ότι κάτι παρόμοιο ισχύει και για των ανθρώπων τη διαδρομή; «Αυτά παθαίνει όποιος διάβαζε πολύ Ιούλιο Βερν στα νιάτα του», τον πείραξε η Λένα, «και έβλεπε πολλούς Ιντιάνα Τζόουνς όταν μεγάλωσε». Και όχι μόνο Ιούλιο Βερν, αλλά και Μικρό Ήρωα, Ζορρό και Τρεις Σωματοφύλακες και σερ Ουόλτερ Σκοτ και δεν συμμαζεύεται. Ταξιδεύει στο κέντρο της Γης, παλεύει με γιγάντια καλαμάρια, σώζει από τη νεκρική πυρά πανέμορφες Ινδές πριγκίπισσες που έγιναν χήρες υπέργηρων μαχαραγιάδων, απελευθερώνει σκλαβωμένες πόλεις και χωριά και ύστερα λέει «αντίο» σ’ όλα αυτά, φεύγει μακριά για νέες περιπέτειες. Κυρίως όμως σέρνει μαζί του έναν γραμματικό, έναν Πασπαρτού, έναν Σάντσο Πάντσα, έναν Ουάτσον που την κατάλληλη στιγμή θ’ ακούσει το «Στοιχειώδες, αγαπητέ μου», έχει στο πλευρό του μια αναλώσιμη Αριάδνη ή κάποιον απόγονο του μάγου Μέρλιν, έναν σοφό κύριο Q, όπως στις ταινίες του Τζέιμς Μποντ, που τον προμηθεύει με ιπτάμενα και αμφίβια αυτοκίνητα, με αναπτήρες που η φλόγα τους λιώνει της φυλακής τα σίδερα, έχει κι έναν Φρειδερίκο Ένγκελς για χρηματοδότη, αλλά και μια πιστή Μάνεϊ
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
πενι για γραμματειακή υποστήριξη, να του υπενθυμίζει τα ραντεβού του με την Ιστορία, η οποία προφανώς πολύ θ’ απογοητευόταν αν ο εκλεκτός της δεν εμφανιζόταν στην ώρα του. Στη Λένα είχε πέσει μια εποχή ο κλήρος να γίνει ο γραμματικός του Άγγελου, να κρατά νοερά σημειώσεις για την ομορφιά και την ανδρεία του. Μόνο που στην πορεία εκείνος άλλαξε γνώμη, προτίμησε την αγάπη μιας άλλης γυναίκας. Μεταβλητός ο φορέας της λατρείας, σταθερό το αντικείμενό της. Διάλεξε την Ακατανόμαστη, την Ξανθιά Οπτασία, οι δυο τους είχαν την ίδια μητρική γλώσσα, ήταν γειτονικά τα φέουδα των γονιών τους. Αυτή ήταν η ερμηνεία που προτίμησε να υιοθετήσει η Λένα, αν και κατά βάθος ήξερε πως δεν είχαν έτσι ακριβώς τα πράγματα. Εξάλλου, η Ξανθιά Οπτασία δεν ήταν καν ξανθιά, το χρώμα του σκούρου μελιού είχαν τα μαλλιά της. Δάφνη τη λένε την Ακατανόμαστη, είναι η Δάφνη η Ροδακινένια, γιατί το δέρμα της έχει τα χρώματα της ανθισμένης ροδακινιάς, prunus persica το όνομά της, ενώ το πρόσωπο της Λένας έχει τις αποχρώσεις του ώριμου γιαρμά που φέρνει προς την ντομάτα, τουλάχιστον έτσι βλέπει η ίδια τον εαυτό της όταν υποκύπτει στη γοητεία της αυτολύπησης. Στα μάτια της Λένας, η Δάφνη μοιάζει με την Κατρίν Ντενέβ στις Ομπρέλες του Χερβούργου, την πιο όμορφη κινηματογραφική νύφη όλων των εποχών, και ας ήταν στην ταινία αρκετών μηνών έγκυος. Η Λένα ήταν σίγουρη ότι κάπου στο σπίτι του Άγγελου και της Δάφνης θα υπήρχαν φωτογραφίες του γάμου σε ασημένιες κορνίζες – η νύφη σκέτη, η νύφη και ο γαμπρός μαζί, παρανυφάκια με άνθινα στεφανάκια στα μαλλιά. Γιατί η Δάφνη ήταν γεννημένη για νύφη. Ακόμα και με τα καθημερινά της ρούχα έλαμπε ατσαλάκωτη, η τέλεια επιδερμίδα, τα τέλεια μαλλιά, οι τέλειες πυκνές βλεφαρίδες, τα περιποιημένα νύχια που έμοιαζαν με όστρακα. Διό
ΑΝΤΙΟ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
λου παράξενο, επομένως, που αυτήν θέλησε να παντρευτεί ο Άγγελος και να αποκτήσει μαζί της ένα παιδί, ένα κοριτσάκι που θα της έμοιαζε. Να μια ωραία εξήγηση. Όμως αυτό το τηλεφώνημα κάτι σήμαινε, δεν σήμαινε; Ο Άγγελος τη θυμήθηκε, έστω και μετά από μια δεκαετία και βάλε, ίσως όλα άρχιζαν ξανά απ’ την αρχή. Έχοντας διαψευστεί από το απίθανο, ο Άγγελος έπαιζε τα ρέστα του στο αδύνατο, αλλά η Λένα έκρινε ότι η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη για να του τα ξαναπεί όλα αυτά. Χείμαρρος, αντίστροφος καταρράχτης ο Άγγελος, ήξερε να οδηγεί τη συζήτηση εκεί όπου ο ίδιος ήθελε, στους δικούς του κόσμους. Συνήθως οι άλλοι κολακεύονταν απ’ αυτή την πρόσκληση, γίνονταν περαστικοί επισκέπτες στο αγγελικό σύμπαν, όχι όμως μόνιμοι κάτοικοι. Και όχι οι τυχόντες άλλοι, αλλά εκείνοι που ο ίδιος διάλεγε, που μάντευε ότι θα τον πίστευαν χωρίς ούτε ένα «ναι μεν αλλά». Σε λίγους είχε χαρίσει τη μόνιμη θέση του περιούσιου ακροατή, στη Λένα για ένα φεγγάρι, στη μικρή Ίριδα και τη Δάφνη για πάντα. Τι κι αν εκείνος είχε τάξει και σε άλλες γυναίκες ένα παρόμοιο ταξίδι· σημασία είχε ότι καθεμία πίστευε ότι ήταν η μοναδική θνητή στην οποία απευθυνόταν αυτή η τιμητική πρόσκληση, δηλαδή ότι αργά ή γρήγορα οι δυο τους θα ανακάλυπταν τη χαμένη Ατλαντίδα, θα έχτιζαν έναν καινούργιο κόσμο πάνω από τα ερείπια. Αυτή η αβέβαιη αποκλειστικότητα έμοιαζε πιο πραγματική από ένα ταξίδι έτσι κι αλλιώς ανέφικτο. Γιατί από μικρός ο Άγγελος έπαιρνε τις πιο φαντασμαγορικές του πλάνες, τις έπλεκε με χνούδια και κομμένα νήματα αλήθειας και με αυτές έφτιαχνε την πιο πραγματική πραγματικότητα. Και όταν κάποιος θνητός –γυναίκα, άντρας, παιδί– έμοιαζε πρόθυμος να τον πιστέψει, τον μάθαινε να κάνει κι αυτός το ίδιο. Ο αιώνιος Άγγελος. Ίσως είχε πιει κάτι παραπάνω, παρόλο
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
που ο ίδιος υποστήριζε ότι δεν μεθούσε ποτέ, και η αλήθεια ήταν πως κανείς δεν θυμόταν να τον έχει δει μεθυσμένο. Ίσως όλα αυτά τα έλεγε για κάποιο άλλο ακροατήριο, για να τα ακούσει όποιος ή όποιοι έτυχε να βρίσκονται εκείνη τη στιγμή κοντά του. Από στιγμή σε στιγμή η Λένα περίμενε ότι θα της έκανε κάποια προσωπική ερώτηση. Αν έφτιαξε τη ζωή της, όπως λένε, αν έχτισε μια καριέρα ή έστω μια καριερίτσα. Αν το ψωμί της ξενιτειάς είναι πικρό, γλυκό, ημίγλυκο. Αν παντρεύτηκε, αν πρόλαβε να κάνει παιδί. Κάνει τικ-τακ το βιολογικό της ρολόι ή βουβάθηκε εντελώς; Αν έχει μια σταθερή σχέση ή αν συνήθισε να ζει με μια σταθερή απουσία σχέσης. Αν τη ρωτούσε για το τελευταίο, θα του έλεγε ότι στη ζωή της υπάρχει ο Τζιμ, ο Ιρλανδός συνάδελφός της στο εργαστήριο, ξενιτεμένος κι αυτός. Ο Τζιμ την αγαπάει, μαθαίνει ελληνικά για το χατίρι της κι αυτή δεν τον φωνάζει Τζιμ, αλλά Τζίμη, Δημήτρη, Δημητράκη, κι εκείνος καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι. Ίσως κάποια μέρα να πάνε να εργαστούν και να ζήσουν μαζί στο Δουβλίνο. Ο Τζιμ, πρώτης γραμμής ερευνητής, θα έβαζε τα γέλια αν άκουγε γι’ αντίστροφους καταρράχτες. Τουλάχιστον ο Άγγελος δεν έχει χάσει, δεν έχει ξεχάσει τον αριθμό του τηλεφώνου του σπιτιού της Τοσίτσα, ίσως κάτι σήμαινε κι αυτό, κι έτσι η Λένα ευχόταν να συνέχιζε να της μιλάει, τα λόγια του αέρα είναι προτιμότερα από τη σιωπή, τη γυρισμένη πλάτη. Τώρα πια ήξερε ότι ο Άγγελος ήταν η προσωποποίηση της αναβλητικότητας και της αοριστίας, ένας άνθρωπος που είτε τον λάτρευες, είτε τον μισούσες, όμως ποτέ δεν μπορούσες να στηριχτείς πάνω του – τουλάχιστον με όλο σου το βάρος. Ωστόσο, ήταν αδύνατο να ακούσει τη φωνή του χωρίς να συγκινηθεί, χωρίς κάτι από τα παράφορα νιάτα τους να φτερουγίσει κάπου εκεί κοντά, χωρίς να έρθουν στο νου της τα πορτο
ΑΝΤΙΟ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
κάλια της πρώτης τους συνάντησης. Γιατί έτσι γνωρίστηκαν, αυτό η Λένα το θυμόταν καλά, αν και ο ίδιος μάλλον το είχε ξεχάσει. Ο Άγγελος δεν αντιδρούσε όταν του μιλούσε για εκείνη τη νύχτα στην οδό Αιόλου και τα κυλιόμενα πορτοκάλια, σαν να είχε βρει τη βολική και ελαφρώς μεταφυσική απάντηση ότι οι δυο τους γνωρίζονταν από πάντα. Υπήρξε ωστόσο μια πρώτη συνάντηση, ένα χειμωνιάτικο βράδυ, παραμονές της δικτατορίας, όταν μια χούφτα πορτοκάλια γλίστρησαν από το ξηλωμένο δίχτυ της θείας Αντριάνας και κατρακύλησαν στη βρεγμένη άσφαλτο της οδού Αιόλου. Τα πορτοκάλια αποφάσισαν για τους δυο τους. Αυτό πίστευε κάποτε η Λένα, χωρίς να το έχει πει στον Άγγελο. Και ποιος μπορεί να αντισταθεί στων πορτοκαλιών τις βουλές, στο μεθυστικό τους αίνιγμα; Τα πορτοκάλια κατρακυλούν
Η ΤΑΝ ο τελευταίος κοινοβουλευτικός και θεατρικός χειμώνας
πριν από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου. Όπως συνέβαινε εδώ και λίγα χρόνια, κάθε βράδυ, εκτός από τη Δευτέρα, που τα θέατρα έχουν αργία, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, δύο γυναίκες περπατούσαν στην οδό Αιόλου προς την κατεύθυνση της Ακρόπολης. Μια όμορφη μελαχρινή γύρω στα σαράντα που μιλά ακατάπαυστα κι ένα κοριτσάκι στις παραμονές της εφηβείας που δεν μιλάει καθόλου. Είναι η Αντριάνα και η Λένα. Η Λένα βαδίζει νυσταγμένη, κουτουλάει στο κενό, η θεία της την κρατά από το χέρι, σχεδόν τη σέρνει. Η Αντριάνα έχει δυο δουλειές, στην κατηγορία της άτυπης ή μαύρης οικονομίας και οι δύο. Κάνει εμπόριο χειροποίητων κε o
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
ντημάτων και επιπλέον κρατά την γκαρνταρόμπα του Θεάτρου Τέχνης στην οδό Σταδίου· η Λένα είναι η άτυπη βοηθός της. Στην πραγματικότητα, η δουλειά στην γκαρνταρόμπα είναι τόσο λίγη που δεν χρειάζεται βοηθός. Η Αντριάνα θα μπορούσε ν’ αφήνει τη μικρή στο σπίτι, που ποτέ δεν ήταν άδειο αφού όλο και κάποιον ή κάποιους φιλοξενούσαν. Όμως η θεία θέλει παρέα στην επιστροφή, δεν της αρέσει να κάνει μονάχη τη διαδρομή από τη Σταδίου μέχρι το σπίτι τους στην Πλάκα. Όχι πως φοβάται τη νύχτα, απλώς θέλει να υπάρχει μια ψυχή να την ακούει, να μη μιλά ερήμην. Η Αντριάνα και η Λένα φεύγουν από το θέατρο αμέσως όταν τελειώσει η βραδινή παράσταση, όταν πια οι κύριοι και οι κυρίες έχουν παραλάβει τα παλτά τους. Καμιά φορά αναχωρούν και νωρίτερα, όταν έχει πέσει επιδημία τσιγκουνιάς και ούτε ένας θεατής δεν έχει αφήσει το παλτό του για φύλαξη. Ο Περικλής, ο σύζυγος της Αντριάνας, μένει λίγο παραπάνω στο θέατρο για να τακτοποιήσει το μπαρ και να κλειδώσει, αν και αυτό μάλλον είναι το πρόσχημα για να ξενυχτήσει σε κάποια ταβέρνα στο Θησείο ή στο Παγκράτι, παρέα όχι με καλλιτέχνες αλλά με διάφορους πέριξ της καλλιτεχνίας εργαζόμενους, ταμίες, ηλεκτρολόγους, ταξιθέτες, καφετζήδες, κάτι που δεν ενοχλεί την Αντριάνα, η οποία ευχαρίστως θα τους ακολουθούσε αν δεν υπήρχε η μικρή μαθήτρια που πρέπει επιτέλους κάποια ώρα να κοιμηθεί. Και κάθε βράδυ η ίδια διαδρομή: Σταδίου, Αιόλου, Μοναστηράκι, περνούν την Αδριανού, στρίβουν στην οδό Επαμεινώνδα για να κάνουν το γύρο της Αρχαίας Αγοράς, ύστερα παίρνουν την Πολυγνώτου και τέλος φτάνουν στην οδό Πανός, με τη θεία να μιλάει ακατάπαυστα σε όλη τη διαδρομή και συνήθως να κατηγορεί τον Περικλή επειδή νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του, επειδή όλες τις ευθύνες στις δικές της πλάτες τις έχει φορτώσει.
ΑΝΤΙΟ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
«Κάνε γρήγορα, έχεις σχολείο αύριο», λέει η Αντριάνα όταν η ανιψιά της κοντοστέκεται μπροστά στις φωτισμένες βιτρίνες του Κατράντζου και του Λαμπρόπουλου και πιο κάτω στα παιχνιδάδικο του Τσοκά. Η Λένα δεν ξέρει ότι κάποιες νύχτες έχει διασταυρωθεί με δυο νέους, τον Άγγελο και τον Παύλο, που βγαίνουν για βόλτα εγκαταλείποντας το δωμάτιο του Παύλου, το αρχηγείο των σιδερόφραχτων ιπποτών στον Άτλαντα της οδού Σοφοκλέους, το ξενοδοχείο των πρώην και των μελλοντικών φυλακισμένων κι εξορίστων που έγινε η αυλή των θαυμάτων, η αυλή των πρώτων μύθων του Άγγελου. Μέχρι εκείνη τη νύχτα, ο Άγγελος, πρωτοετής φοιτητής και μαθητευόμενος μαρξιστής, δεν είχε τύχει να προσέξει το κορίτσι με το κόκκινο παλτό, που τώρα της έρχεται κοντό και έχει γίνει σχεδόν σαν ζακετάκι, και τα πεταλωμένα παπούτσια που βροντούν τάκα-τάκα στο πλακόστρωτο του πεζοδρομίου, όπως κι εκείνη δεν είχε ως τώρα τύχει να προσέξει τον ψηλό και αδύνατο νέο με τα γυαλιά μυωπίας, που μοιάζει λίγο με τον Τζορτζ Χάρισον και λίγο με τον Γούντι Άλεν, ενώ αργότερα, όταν η Λένα θα μεγαλώσει, θα βρει ότι εκείνος μοιάζει στον Κιμ Φίλμπι – ομοιότητες που περισσότερο έχουν να κάνουν με υποθετικές αναλογίες παρά με την πραγματικότητα. Όμως αυτή τη χειμωνιάτικη νύχτα, καθώς η θεία και η ανιψιά επιστρέφουν σπίτι, κι ενώ έχει αρχίσει να ψιλοβρέχει, ξαφνικά ξηλώνεται, διαλύεται το πλεγμένο από σπάγκο δίχτυ με τα πορτοκάλια που κουβαλά η Αντριάνα, κερασμένα πορτοκάλια από την Άρτα, από το χωριό του ηλεκτρολόγου του θεάτρου, οι χρυσαφένιες μπάλες κατρακυλούν στην άσφαλτο, «Τρέχα, μάζεψέ τα!» προστάζει η θεία, και η Λένα τρέχει να σηκώσει έναν ζωηρούτσικο καρπό που έχει τσουλήσει μέχρι τα πόδια του Άγγελου. Εκείνος φορά μια μακριά ανοιχτόχρωμη καπαρντίνα και
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
καστόρινα μποτάκια Clarks, απ’ αυτά με τις κρεπ σόλες που δεν βροντούν στο πεζοδρόμιο κι ούτε γλιστράνε στη λάσπη. Σκύβει και σηκώνει το σφιχτό φρούτο πριν εκείνη προλάβει να το ακουμπήσει. Χαμογελώντας, υψώνει το χέρι που κρατά το πορτοκάλι, να μην το φτάσει η μικρή που τον κοιτάζει απορημένη. Γιατί να παίζει αυτό το παιχνίδι μαζί της, οι μεγάλοι δεν παίζουν. Ο άλλος, ένας λίγο μεγαλύτερης ηλικίας μελαχρινός με άγρια γένια και σκοτεινό βλέμμα, φορά ένα φτηνό πλαστικό αδιάβροχο απ’ αυτά που τότε τα έλεγαν «ιταλικά» και χαμογελά παιχνιδιάρικα. «Αγάπη για τρία πορτοκάλια», μουρμουρίζει ο μουσικόφιλος υπασπιστής του πρίγκιπα, ενώ άλλα τρία, ακινητοποιημένα πια, πορτοκάλια σχηματίζουν ένα σχεδόν ισόπλευρο τρίγωνο στην άσφαλτο. Κάτι λέει σιγά ο Άγγελος, κάτι σαν ερώτηση, «Τι γυρεύει ένα κοριτσάκι τέτοια ώρα έξω;» ή «Δεν έχεις σχολείο αύριο;». Κοίτα τη δουλειά σου, θέλει να του πει η Λένα, όμως αντί να του βγάλει γλώσσα, χαμηλώνει το βλέμμα. «Δουλεύουμε στο θέατρο...» λέει σιγανά. «Τι είσαι, θεατρίνα, μπαλαρίνα; Σε ποιο θέατρο;» Πριν προλάβει ν’ απαντήσει με καμάρι «Στου κυρίου Κουν, καλέ», ζυγώνει η Αντριάνα με το άγρυπνο μάτι και το σχισμένο δίχτυ. Η θεία ευχαριστεί τους ιππότες της βρεγμένης ασφάλτου για τον κόπο τους και ταυτόχρονα προσπαθεί να βάλει τα περιμαζεμένα πορτοκάλια στη μεγάλη τσάντα της, στις τσέπες του παλτού της, που όμως δεν είναι αρκετά βαθιές ώστε να τα χωρέσουν όλα. Έτσι, η Λένα ξεκουμπώνει το ζακετοπαλτό της και ανασηκώνει την ιμιτασιόν σκοτσέζικη πλισέ φούστα της, τη γεμίζει φρούτα, χωρίς να ντρέπεται που φαίνονται τα αδύνατα γόνατά της. Γόνατα με σημάδια από παλιές γρατσουνιές, από τα ξέφρενα κυνηγητά με τον Βασίλη στις σκάλες και στα στενά
ΑΝΤΙΟ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
της γειτονιάς τους, κυνηγητά που συχνά κατέληγαν σε μια θεαματική σκασιά. «Πάμε, κάνε γρήγορα». Η Λένα θέλει να γυρίσει πίσω και να κοιτάξει, όμως φοβάται ότι με αυτή την κίνηση τα πορτοκάλια θα γλιστρήσουν και θα πέσουν ξανά, η θεία θα έβαζε τις φωνές. Η αλήθεια είναι ότι η θεία τρελαίνεται να φωνάζει, γιατί η Αντριάνα γεννήθηκε αγανακτισμένη, γεννήθηκε για να σηκώνει τις αμαρτίες γνωστών και αγνώστων, ζωντανών και πεθαμένων. Έτσι, η Λένα δεν θα μάθει ότι ο Άγγελος στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα κοιτάζοντας τις δύο γυναίκες, τη μικρή και τη μεγάλη, να απομακρύνονται, να κατηφορίζουν την Αιόλου, και ας τον προειδοποιούσε ο Παύλος «Πάμε να φύγουμε, η βροχή θα δυναμώσει, πάντα δυναμώνει». Ο Άγγελος τις κοιτάζει και αναρωτιέται γιατί τριγυρνούν έξω νυχτιάτικα κουβαλώντας πορτοκάλια, από ποιο χωριό, από ποια κατσάβραχα έχουν κατέβει, από πού επιστρέφουν ή πού πηγαίνουν. Όμως δεν έμοιαζαν με χωριατοπούλες ενώ η προφορά του κοριτσιού δεν πρόδιδε βαθιά επαρχία. Μόνο η μεγάλη μιλούσε τραγουδιστά, ίσως να ’ταν νησιώτισσα. Και αν το κορίτσι ήταν θύμα απαγωγής; Αν το έβαζαν να δουλέψει υπηρετριούλα σε κάποιο αθηναϊκό σπίτι; Ο Άγγελος θυμάται τα κορίτσια του δικού του σπιτιού, τις υπηρετριούλες που ο ίδιος δεν μπόρεσε να τα ελευθερώσει όπως ονειρευόταν. Ο Δον Κιχώτης ξυπνά μέσα του, συντροφιά με τους Αθλίους των Αθηνών, αλλά ο προσγειωμένος ιπποκόμος τον εμποδίζει να προχωρήσει σε μια αδέξια όσο και γελοία επιχείρηση διάσωσης. Εξάλλου, ο Άγγελος πρέπει να προλάβει το τελευταίο τρόλεϊ, να επιστρέψει στο σπίτι του στην πλατεία Αμερικής. Έχει πάει μεσάνυχτα, που δεν είναι η ώρα των λύκων αλλά η ώρα των γάτων. Δεκάδες γατιά τριγυρίζουν στο δρόμο και στα
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
κεραμίδια, αναποδογυρίζουν τους τενεκέδες των σκουπιδιών, χώνονται σε άδεια καφάσια, νιαουρίζουν ελεύθερα και λιγωμένα. Έτσι φορτωμένες, η Αντριάνα και η Λένα φτάνουν στης Πλάκας τις ανηφοριές, στο πατρικό σπίτι του Περικλή, που όταν τον ρωτούν από πού είναι, «Αθηναίος Γκάγκαρος», απαντά. Όσο για τη Λένα, αυτή ποτέ δεν λέει ότι την πήραν από την Πλατυθέα, «Από εδώ είμαι», απαντά – ένα «εδώ» με διευρυμένη έννοια. Είμαι εδώ, αφού τώρα δεν είμαι αλλού, λέει από μέσα της. Από τότε κάθε βράδυ μετά το θέατρο, καθώς κατηφορίζουν την Αιόλου, σαν φτάνουν στον κουρεμένο Κήπο του Λαού που έγινε πλατεία Κοτζιά, μια πλατεία που η μοίρα της ήταν να αλλάζει διαρκώς όνομα, η Λένα κοιτάζει με προσοχή ολόγυρα μήπως και δει τον πεζοπόρο πρίγκιπα με τη μακριά καπαρντίνα και τον ακόλουθό του με το πλαστικό ιταλικό αδιάβροχο. Τον ίδιο χρόνο, στις αρχές του πρώτου Σεπτέμβρη της δικτατορίας, η Λένα θα δει ξανά τον Άγγελο στην ταράτσα του Σινέ Παρί στην Πλάκα, όπου ο θείος Περικλής ξέρει τον ταμία και την έχει πάει –ξανά στο τζάμπα όπως πάντα– να δουν την ταινία Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων. Αυτή τη φορά δεν είναι μαζί με τον μελαχρινό φίλο του, όπως εκείνη τη νύχτα που έβρεχε. Κάθεται λίγες σειρές πιο μπροστά και πλάι του βρίσκεται μια κοπέλα που φαίνεται συνομήλική του, με ίσια ξανθά μαλλιά. Έχει απλώσει προστατευτικά το χέρι του στους ώμους της – στους γυμνούς ώμους της, γιατί εκείνη φορά ένα πράσινο φόρεμα με ράντες-τιράντες. Η Λένα ζηλεύει, θα προτιμούσε να βρισκόταν η ίδια στη θέση της ξανθιάς κοπέλας και να είχε παρέα τον άγνωστο ιππότη και όχι τον θείο Περικλή, που δεν προλαβαίνει πάντα να διαβάσει τα γράμματα και μερικές φορές τής ζητά να του διαβάσει εκείνη φωναχτά τους υπότιτλους, με αποτέλεσμα όλο και κάποιος να τους επιπλήττει από τα γύρω καθίσματα.
ΑΝΤΙΟ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
Να τον πλησιάσει, να πει «καλησπέρα» και να ρωτήσει: «Με θυμάστε;», ή «Θυμάστε τα πορτοκάλια που μας έπεσαν; Ύστερα έπιασε βροχή, φτάσαμε μούσκεμα στο σπίτι, εσείς προλάβατε να γυρίσετε στο δικό σας;» Άσε καλύτερα, εκείνος ούτε που θα τη θυμόταν. Ακόμα και αρκετά χρόνια αργότερα, όταν η Λένα και ο Άγγελος θα γνωρίζονταν όπως γνωρίζονται συνήθως οι άνθρωποι, χωρίς τη μεσολάβηση πορτοκαλιών αλλά μέσω κοινών φίλων, και κάποια μέρα θα γίνονταν σχεδόν κανονικό ζευγάρι, αυτός θα διατηρούσε μια συγκεχυμένη ανάμνηση από τη χειμωνιάτικη εκείνη νύχτα, έχοντας ταυτίσει την υπαρκτή Λένα με το φανταστικό κοριτσάκι με τα σπίρτα, αν και ποτέ δεν παραδέχτηκε ανοιχτά ότι είχε ξεχάσει εντελώς εκείνη τη συνάντηση. «Θυμάμαι που οι κοτσίδες σου ήταν πιασμένες με κοκαλάκια, με δυο πασχαλίτσες», θα της πει. «Μήπως ήταν νυχτερίδες και όχι πασχαλίτσες; Μήπως ήταν βαμπιράκια; Με κάποια άλλη με μπερδεύεις, αλλά δεν πειράζει». Μόνο στην Πλατυθέα είχε κοτσίδες η Λένα, όμως εδώ στην Αθήνα η Αντριάνα την κούρευε κάθε τρεις μήνες και, κατά γενική ομολογία, σαν γίδι την έκανε, τα παιδιά στο σχολείο την κορόιδευαν, δεν ξέρανε τι σημαίνει μαλλί α λα γκαρσόν. «Μη με κουρέψεις πάλι, θεία», παρακαλούσε η Λένα. «Για το καλό σου το κάνουμε, για να μην πιάσεις ψείρες και μας κολλήσεις όλους». Ποιοι το «κάνουμε», εσύ το κάνεις. Όχι πως ο Άγγελος είχε ολότελα ξεχάσει εκείνη τη συνάντηση, κάτι θυμόταν αμυδρά, όμως κατέχει την τέχνη όχι μόνο να κατασκευάζει τις αναμνήσεις του αλλά να τις πιστεύει κιόλας. Να τις πιστεύει, να τις ξαναχτίζει, να τις ανατρέπει και να τις αντικαθιστά με άλλες, πιο γοητευτικές και πειστικές.
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
Για να εξηγήσουμε πώς ένα ξηλωμένο δίχτυ οδήγησε στη συνάντηση του Άγγελου και της Λένας, θα πρέπει να πάμε πίσω και να πούμε πώς βρέθηκε η Λένα να ζει με τους θείους της, πώς κατέληξε η Φρίζα στο σπίτι της Πλάκας, ποια ήταν η Πλατυθέα και ποιος ο Φάνης, ποιοι ήταν ο Νικολάρας, ή και τι ήταν το ξενοδοχείο Ο Άτλας. Γιατί εκτός από το χείμαρρο ή τον μεγάλο αντίστροφο καταρράχτη της μεγάλης Ιστορίας, υπάρχουν τα μικρά, ασήμαντα κι εκτός χάρτη ρυάκια που κυλάνε άτακτα, και άλλοτε το νερό τους χύνεται στο μεγάλο ποτάμι, άλλοτε ξεστρατίζει, το καταπίνει το χώμα και αυτά ξεχνιούνται. Βρέθηκε λοιπόν η Λένα στην οδό Πανός στην Πλάκα, στο σπίτι που δεν ήταν σπίτι αλλά η Κρεβατοχώρα, όπως βρέθηκε, μετά από μακρύ ταξίδι, και η Φρίζα. Λένα και Φρίζα βρέθηκαν στην πλακιώτικη αυλή των θαυμάτων, η Λένα μετά την αυλή της Πλατυθέας, η Φρίζα μετά την άγνωστή μας αυλή του βιομηχανικού θαύματος, την αυλή του Όραντζ στη μακρινή Αυστραλία, εκεί όπου βρισκόταν το ξακουστό εργοστάσιο ηλεκτρικών ειδών της Electrolux, που για μισό αιώνα έδινε γλυκό ψωμί να φάει κόσμος και κοσμάκης μέχρι που το κατάπιε η παγκοσμιοποίηση, καταπώς λένε.
[ 2 ]
Q
πΛΑΚΑ, Η πΡΩΤΗ ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
Έρχεται η Φρίζα!
Ε ΝΑ ξύλινο κιβώτιο στα σπλάχνα της πλωτής πατρίδας, στα
αμπάρια του θρυλικού υπερωκεάνιου «ΠΑΤΡΙΣ», που, αφού διέσχισε πελάγη και ωκεανούς, κατέπλευσε στον Πειραιά. Μες στο μεγάλο κουτί, με συνθετικό άχυρο ολόγυρα για προστασία από τα τραντάγματα, ταξιδεύει μια όρθια μούμια από το νότιο ημισφαίριο: είναι η Φρίζα, το δώρο που στέλνει ο θείος ο Αυστραλέζος στην οικογένεια του αδελφού του στην Αθήνα. Πριν από δύο μήνες ο Περικλής και η Αντριάνα είχαν λάβει το γράμμα του ξενιτεμένου, που τους έστελνε δώρο την «πρώτη» τους Φρίζα κι έδινε οδηγίες για τον εκτελωνισμό της. Τότε, αρχές του ’60, κανείς στο σπίτι της Πλάκας δεν ήξερε τι είναι η Φρίζα, ούτε οι γείτονες ήξεραν. Ίσως να ’ταν ένα μπαούλο με ρουχισμό, με αποφόρια για την ακρίβεια, νωπή η ανάμνηση από τη βοήθεια της ΟΥΝΡΑ. Η μικρή Λένα κρυφά ελπίζει ότι η Φρίζα είναι ένα κουκλόσπιτο, τριώροφο κατά προτίμηση, σαν κι αυτό που συχνά θαυμάζει στη βιτρίνα του καταστήματος Πανελλήνιος Αγορά στην οδό Σταδίου κοντά στο Σύνταγμα. Κάτω τα σαλόνια, πάνω τα υπνοδωμάτια και το μπάνιο, ακόμα πιο πάνω, στις σοφίτες, το υπηρετικό προσωπικό.
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
Η λέξη-κλειδί στο γράμμα είναι η «πρώτη», που σημαίνει ότι ακολούθησε και δεύτερη. Σκυλάκι ράτσας φρίζα αποκλείεται να είναι, πώς να ταξιδέψει το ζωντανό τόσες εβδομάδες Μελβούρνη– Πειραιάς; Ο μικρός Βασίλης, ο γιος του σοφού μπεκρή της γειτονιάς, ο σύντροφος των παιχνιδιών αλλά και ο τύραννος της Λένας, λέει ότι το δώρο από την Αυστραλία μπορεί να είναι ένα ηλεκτρικό τρενάκι, με τούνελ, σταθμάρχη, επιβάτες κι εμπορεύματα, αλλά κανένα από τα δυο παιδιά δεν είναι και τόσο σίγουρο. Και μόνο όταν η Φρίζα εκτελωνίζεται και, μετά από μύριες όσες γραφειοκρατικές δοκιμασίες και σφραγίδες, φτάνει με τρίκυκλη μοτοσικλέτα στο σπίτι τους στα κατσάβραχα της Πλάκας και, αφού έχουν ξεκαρφωθεί οι τραχιές σανίδες του κιβωτίου, όλοι διαπιστώνουν ότι ο Αυστραλέζος τούς έχει στείλει το παλιό ηλεκτρικό ψυγείο του, μαζί με τον ογκώδη μετασχηματιστή του ώστε να λειτουργήσει με το ελληνικό ρεύμα, γιατί εκεί πέρα δεν έχουνε ούτε Πάουερ ούτε ΔΕΗ ούτε στάση Ούλεν. Έτσι, θα αποχαιρετήσουν το δικό τους ψυγείο του πάγου, που κι αυτό είχε κάποτε μαγέψει τη Λένα, αφού, πριν έρθει στην Αθήνα, όταν ζούσε στο σπίτι της Πλατυθέας μαζί με τον πατέρα της και τη δεύτερη γυναίκα του, δεν είχαν ψυγείο, μόνο το φανάρι, ένα μισοσκουριασμένο τενεκεδένιο κουτί με σίτα στα τοιχώματα, που σκοπός του δεν ήταν να συντηρεί τα τρόφιμα αλλά μην τα φτάνουν οι μύγες και τα ποντίκια. «Βρε, καλώς τη Φρίζα». Φρίζα, αλλιώς fridge, που φέρνει τα μπιλοζίρια μες στο σπίτι σου, όπως έλεγαν κάποιοι ξενιτεμένοι, δηλαδή τις χαμηλές, τις below zero θερμοκρασίες. «Σ’ έκανα βασίλισσα», λέει χαρούμενος ο Περικλής στη γυναίκα του την Αντριάνα, «μέχρι και αυστραλέζικο ηλεκτρικό ψυγείο έχεις τώρα. Θα σε ζηλεύει όλη η γειτονιά». Η Αντριάνα στραβώνει το πρόσωπό της, γιατί ποτέ δεν είναι
ΑΝΤΙΟ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
ευχαριστημένη, ή μάλλον ποτέ δεν θέλει να δείχνει ευχαριστημένη. Γι’ αυτό και το πρόσωπό της δεν είναι όμορφο όλο το εικοσιτετράωρο· άλλοτε θυμίζει το ώριμο ρόδο και άλλοτε το αγκαθωτό κοτσάνι του. «Θα δούμε», μουρμουρίζει. Στην αρχή η Λένα νομίζει ότι «Φρίζα» είναι το βαφτιστικό του ψυγείου, ποιος ξέρει, ίσως στην Αυστραλία έχουν τη συνήθεια να δίνουν ονομάτα και στα άψυχα, όχι μόνο στα παιδάκια και τα σκυλάκια τους. Μήπως να βαφτίσει Φρίζα τη μοναδική κούκλα της, που ως τώρα την έλεγε Ελίζαμπεθ; Προσφορά άλλων συγγενών, από το σόι της Αντριάνας και της μάνας της, ξενιτεμένων από τις αρχές του 20ού αιώνα στην Καλιφόρνια, είναι η κούκλα η Αμερικάνα, που ανοιγοκλείνει μόνο το ένα της μάτι γιατί το άλλο το βλέφαρο είναι κολλημένο – μακρύ το ταξίδι από το Σαν Ντιέγκο μέχρι την Αθήνα, τσίμπλιασε, έβγαλε κριθαράκι η καημένη. Ο θείος Περικλής, που περνιέται για μάρκα αλλά στην πραγματικότητα είναι ο πιο αστοιχείωτος άνθρωπος στον κόσμο –μόνο από σινεμά, από καουμπόικες και αστυνομικές ιστορίες, δηλαδή Μάσκα και Μυστήριον, και από καφέδες ξέρει, σύμφωνα με την Αντριάνα–, λέει πως Φρίζα είναι το αυστραλέζικο εργοστάσιο που φτιάχνει ψυγεία, είναι μάρκα ψυγείου, πώς λέμε Σαλαμάνδρα; «Και τι σημαίνει Σαλαμάνδρα, θείε;» «Ό,τι και Φρίζα, ό,τι και Κολυνός, δηλαδή τίποτα», απαντά με σιγουριά η Αντριάνα. «Φύγετε τώρα απ’ τη μέση, αφήστε με να καθαρίσω το ψυγείο, ποιος ξέρει τι μικρόβια θα κουβαλάει απ’ το καράβι». «Σαλαμάνδρα», αρχίζει να εξηγεί ο Περικλής, «ήταν η μάρκα μιας σόμπας που έκαιγε ανθρακίτη. Προπολεμικά, πολλά σπίτια ζεσταίνονταν με τέτοιες σόμπες. Πήρε τ’ όνομά της από μια
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
σαύρα, τη σαλαμάνδρα, που δεν καίγεται ακόμα και αν τη ρίξεις στη φωτιά. Και τα πανάκριβα ρούχα που φτιάχνονται από το δέρμα της σαλαμάνδρας είναι άφλεκτα, πιο γερά και από τη στολή του πυροσβέστη. Ρούχα που ράβονται μόνο στο χέρι, όχι στη μηχανή. Τέτοια φορούσαν δυο αδέλφια στη Ρωσία, ο Ζούκοφ και ο Κουτούζοφ, τρανοί στρατάρχες και οι δύο, που κατατρόπωσαν τις στρατιές του Χίτλερ και του Ναπολέοντα. Μακριές κάπες σαλαμανδριανές που σέρνονταν στο χιόνι φορούσαν», εξηγεί ακράτητος ο Περικλής, που κρατά το μπαρ στο Υπόγειο Θέατρο της οδού Σταδίου και που οι ιστορικές και στρατιωτικές του γνώσεις συναγωνίζονται σε ασυναρτησία τις θεατρικές, αφού είναι απόλυτα σίγουρος ότι ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Μεγάλος Κωνσταντίνος κήρυξαν το Ευαγγέλιο στους άπιστους Ινδούς με βοηθό τον Μάρκο Πόλο, που καταγόταν από τα Μεσόγεια, από το Μαρκόπουλο. Η Λένα ακόμα τον ακούει με σεβασμό και κάποιο φόβο, δεν έχει περάσει στη φάση της αμφισβήτησης των ενηλίκων. Δεν πρέπει να κακοκαρδίσουμε τον Περικλή, σκέφτεται η Λένα. Αν αγριέψει, μπορεί και να μετανιώσει που την πήραν από την Πλατυθέα – ο πατέρας της ο Νικολάρας ακόμα δεν έχει υπογράψει τα χαρτιά της υιοθεσίας. Στο μιλητό κλείστηκε η συμφωνία. Απλώς έδωσαν λόγο. Γιατί η Λένα, που την έχουν βαφτίσει Ελένη όπως τη μάνα της, είναι κάτι σαν ψυχοκόρη, ούτε υπηρέτρια ούτε κανονικό παιδί. Είναι ο άτυχος καρπός ενός άτυχου γάμου, κόρη της Ελένης, της άτυχης αδελφής της Αντριάνας. Άτυχης όχι μόνο γιατί παντρεύτηκε έναν τυχάρπαστο καραγκιοζοπαίχτη, αλλά και γιατί πέθανε τρεις μήνες μετά τη γέννηση της κόρης της. Και η ατυχία επεκτάθηκε και στο παιδί της. «Άτυχο» και «άμοιρο»: με αυτά τα δύο επίθετα χαρακτηρίζει η Αντριάνα την ανιψιά της όταν μιλά γι’ αυτήν σε τρίτους.
ΑΝΤΙΟ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
Μερικές φορές η Λένα κρυφακούει τις κουβέντες των μεγάλων και σκέφτεται ότι η ατυχία είναι καλό πράγμα, αφού στην Αθήνα βαριέσαι λιγότερο απ’ ό,τι στην Πλατυθέα, κρυώνεις λιγότερο, πεινάς λιγότερο, φοβάσαι λιγότερο. Το παιδί μόνο από μάνα ορφανεύει, σύμφωνα με τη γνωστή λαϊκή παροιμία, όμως η μικρή Λένα δεν είχε καταλάβει ότι ήταν ορφανή. Είχε μάνα, τη Νίνα, τη γυναίκα που παντρεύτηκε ο Νικολάρας ένα χρόνο μετά το θάνατο της Ελένης. Πώς να τα βγάλει πέρα χήρος μ’ ένα παιδί και καλλιτέχνης περιπλανώμενος; Ίσως αν υπήρχαν τα ταξίδια στο χρόνο, η Φρίζα και η Σαλαμάνδρα να γίνονταν φίλες, προς το παρόν κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, αφού τώρα το σπίτι, στην πιο κακοτράχαλη, στην προ αναβάθμισης περιοχή της Πλάκας, ζεσταίνεται με ένα μαγκάλι και μια ξυλόσομπα ανώνυμη, αβάφτιστη. Η Λένα δεν πολυπαίζει με αγόρια, για την ακρίβεια τα αγόρια της γειτονιάς δεν παίζουν με τη Λένα, αφού προτιμούν τα τυπικά αγορίστικα παιχνίδια της εποχής, που είναι περιττό να επαναλάβουμε τις ονομασίες τους. Η ίδια βαριέται τα παιχνίδια που παίζουν τα μικρότερα κορίτσια, βαριέται και το κέντημα με το οποίο ασχολούνται τα μεγαλύτερα. Μόνο με τον Βασίλη, που μένει στη διπλανή αυλή, παίζουν καμιά φορά φιδάκι, το πιο χαζό επιτραπέζιο όλων των εποχών, ή κυνηγητό, ή εξερευνούν τα ερειπωμένα άδεια σπίτια της γειτονιάς ψάχνοντας για φαντάσματα ή για κάλυκες από όλμους ή για χειροβομβίδες που δεν έσκασαν ή για οστά πατριωτών που τους εκτέλεσαν οι Γερμανοί στα χρόνια της Κατοχής. «Αν δεις στο καύκαλο, μέσα απ’ τις τρύπες των ματιών, να βγαίνει μια πεταλούδα, μην την κυνηγήσεις», της έλεγε ο Βασίλης. «Είναι η ψυχή του πεθαμένου, πρόσεξε να μη σε βάλει στο μάτι».
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
Εκείνη η περιοχή της Πλάκας, πλάι στους Αέρηδες, είναι μια γειτονιά με μισοερειπωμένα σπίτια, άλλα παραθυρόφυλλα ανοιχτά και άλλα καρφωμένα με σανίδες, πολλές ασβεστωμένες μάντρες αλλά και φράχτες από κοτετσόσυρμα, πολλές γλάστρες, πολλές γάτες, πολλά ποντίκια, πολλές φάκες με δολώματα για τα ποντίκια, πολλούς πεζοπόρους τουρίστες με παρδαλά πουκάμισα και φωτογραφικές μηχανές που κρέμονται με ένα λουρί από το λαιμό τους, πολλές τουρίστριες με σορτς, πολλές σκάλες και σκαλάκια, πολλή ανηφόρα, πολλές ταβέρνες, πολλά καπηλειά τραγουδισμένα και ατραγούδιστα, πολλούς μπεκρήδες, πολλή φτώχεια, κρυφή και φανερή, αν και διαφορετική από τη φτώχεια της Πλατυθέας. Δεν είναι νεοκλασικά αρχοντικά τα σπίτια της γειτονιάς, ενώ συχνά σε μια αυλή, που περικλείεται από μια ψηλή μάντρα και μέσα είναι χτισμένα δωμάτια σε παράθεση, μένουν δύο και τρεις μέχρι και πέντ᾽ έξι οικογένειες, μια κάμαρα για την καθεμιά, με αποτέλεσμα το σχοινί της μπουγάδας να μη φτάνει για όλους. Κάποια πουκάμισα, κάποια σεντόνια δεν βρίσκουν σχοινί να απλωθούν και τόπο να στεγνώσουν, μένουν μες στο κοφίνι μουσκεμένα και υπεράριθμα, γεγονός που στέκεται αφορμή για υπέροχα θεατρικούς καβγάδες, που μάλλον θα τους ζήλευαν εκεί κάτω στο θέατρο όπου δουλεύει ο Περικλής. Και στη διάρκεια των καβγάδων εφτασφράγιστα μυστικά βγαίνουν στο φως, φαρμακερές κόμπρες ξεπετάγονται από το καλάθι του φακίρη, αλίμονό σου αν σε σημαδέψει η διχαλωτή τους γλώσσα. «Πώς θα στεγνώσει το πουκάμισο να πάει αύριο ο γιος μου στη δουλειά; Βρεγμένο θέλεις να το βάλει;» Και: «Ποια δουλειά το τεμπελόσκυλο, στα καφενεία και στους τεκέδες κοπροσκυλάει όλη μέρα το καμάρι σου!» Ή, ακόμα χειρότερα: «Εμένα μου το ’κανες αυτό, που σε βοήθησα να ρίξεις το παιδί με τις βελόνες του πλεξίματος; Και
ΑΝΤΙΟ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
δεν το ’πα σε κανέναν, ούτε στον άντρα σου. Θα σ’ έσφαζε, κακομοίρα μου, αν το μάθαινε». Και τούτο γιατί ο σύζυγος περίμενε το γιο, είχε ήδη αποκτήσει τρία κορίτσια αλλά δεν το ’βαζε κάτω και είχε υποσχεθεί στη γυναίκα του: «Αν ξαναγκαστρωθείς και κάνεις αγόρι, θα σου πάρω ηλεκτρικό ψυγείο». Περνά λίγος καιρός και όλα μέλι γάλα ξανά, ο αχαΐρευτος, ο χασικλής γίνεται το «καλύτερο παιδί», το «καμάρι της γειτονιάς μας», ενώ το αγέννητο κορίτσι το καταπίνει η λήθη του αμοιβαίου συμφέροντος, η ανάγκη της ειρηνικής γειτονικής συνύπαρξης, αλλά τα αγκάθια μένουν. Λαϊκή σοφία, λαϊκή αλληλεγγύη, αλλά και τοξική λαϊκή μικροψυχία. Δεν τολμά μια έφηβη να κάνει μπάνιο στο πλυσταριό Δευτέρα ή Τετάρτη κι ευθύς βγαίνει η φήμη ότι τριγυρνά με γκόμενους, γιατί αλλιώς ποιος ο λόγος να πλυθεί κανείς πριν φτάσει το Σάββατο; Μπορεί ο καθαρός ουρανός αστραπές να μη φοβάται, όμως για το καθαρό κορμί δεν ισχύει το ίδιο. Και όλοι στην αυλή ξέρουν ποια μέρα, ποια ώρα μπανιαρίζεται ο καθένας και πόσες φορές το μήνα αλλάζουν σώβρακο και κομπινεζόν οι κύριοι και οι κυρίες αντίστοιχα. Ακόμα και οι ημέρες που οι γυναίκες «έχουν τα ρούχα τους» γίνονται γνωστές, αφού ακόμα δεν έχουν φτάσει ως εδώ οι σερβιέτες μιας χρήσεως. Στο χέρι πλένονται οι μακρόστενες λευκές πετσέτες, που προορίζονται μόνο «γι’ αυτή τη δουλειά», όχι για τρόφιμα ή σκεύη. Ο Βασίλης είναι λίγο μεγαλύτερος από τη Λένα, έχει την ίδια ηλικία με τον Φάνη, το γειτονόπουλό της στην παλιά της γειτονιά, την Πλατυθέα, όμως οι ομοιότητες ανάμεσα στα δύο αγόρια σταματούν εδώ. Μερικές φορές, όταν δεν βρίσκει άλλη παρέα, ο Βασίλης τής ζητά να παίξουν μαζί ποδόσφαιρο με μια ταλαιπωρημένη μπάλα, αλλά διαρκώς της κάνει παρατηρήσεις, «νιάνιαρο»
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
τη λέει και της τραβά τα κοντοκουρεμένα μαλλιά, ίσως και να τη ζηλεύει λιγάκι, γιατί η μικρή έχει τη φήμη της έξυπνης. Πριν πάει σχολείο, είχε μάθει μόνη της να διαβάζει εφημερίδα, τουλάχιστον τα μεγάλα γράμματα, πράγμα που δεν παραλείπει να υπογραμμίζει με καμάρι η Αντριάνα, που ακόμα δεν έχει καταλάβει ότι η υποτιθέμενη εξυπνάδα της ανιψιάς της είναι επίκτητη, προϊόν συστηματικής προσπάθειας και όχι φυσικό χάρισμα. Η Αντριάνα, που λόγω πολέμου δεν κατάφερε να τελειώσει το δημοτικό, είναι διαόλου κάλτσα, ένας κινούμενος χάρτης και τηλεφωνικός κατάλογος μαζί, θυμάται ονόματα οδών και στάσεων λεωφορείων, νούμερα σπιτιών, βερεσέδια, πρόσωπα και ημερομηνίες, όλα τα λογιστικά βιβλία του εμπορίου κεντημάτων, με το οποίο συμπληρώνεται το πενιχρό εισόδημα του Περικλή, είναι αποτυπωμένα μες στο κεφάλι της. Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η έξυπνη της οικογένειας, του σογιού ολάκερου, μόνο που η εξυπνάδα της είναι ολοκληρωτικά στραμμένη στην τέχνη της επιβίωσης. Αδιάφορη την αφήνει η υψηλή καλλιτεχνία του θεάτρου, αλλά και η λαϊκή καλλιτεχνία της εποχής. Πώς θα κάνουμε το κουμάντο μας, τι θα μαγειρέψουμε, πού θα πάμε, πώς θα περάσουμε όμορφα κι ωραία, αυτά τη νοιάζουν. Και το εμπόριο πάει μια χαρά, ο κύκλος των πελατισσών διαρκώς διευρύνεται, οι κυρίες του θεάτρου τη συστήνουν σε ευκατάστατες φίλες τους κι η Αντριάνα, ζαλωμένη με την τσάντα με τα κεντήματα, μπαίνει στα καλύτερα τα σπίτια, κάθε πρωί οργώνει την Αττική, από το Κεφαλάρι μέχρι το Παλαιό Φάληρο φτάνει η χάρη της. Ακόμα και αργότερα, στη δικτατορία, όταν τα δημόσια κτήρια φρουρούνται και γίνεται έρευνα για βόμβες στις τσάντες των εισερχομένων, η Αντριάνα καταφέρνει και χώνεται στο κτήριο της Ασφάλειας, στην ΚΥΠ, σε υπουργεία, εφορίες και αστυνο
ΑΝΤΙΟ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
μικά τμήματα, παντού έχει πελάτισσες, γραμματείς, δακτυλογράφους, υπαλλήλους κατώτερου βαθμού αν όχι στελέχη. Την ξέρουν οι θυρωροί, οι μπάτσοι, οι κλητήρες, καλημερίζονται, «Δικός μας άνθρωπος η κυρία με τα κεντήματα». Η ευφυΐα της Λένας είναι προϊόν υπολογισμού και κρυφής σκληρής προσπάθειας. Μόνο αν γινόταν αυτό που λέμε «αρίστη μαθήτρια», μόνο αν μάθαινε την προπαίδεια φαρσί, ίσως γινόταν αποδεκτή από τον καινούργιο αθηναϊκό κόσμο, από την καινούργια της οικογένεια. Ίσως έτσι οι άλλοι έπαυαν να τη βλέπουν σαν την κόρη του αλητάμπουρα καραγκιοζοπαίχτη και της πεθαμένης αδελφής της Αντριάνας, σαν το άτυχο παιδί. Γι’ αυτό η Λένα παρακολουθεί με προσοχή τις συζητήσεις των μεγάλων, προσπαθεί να μην ξεχνά ό,τι ακούει, ό,τι καινούργιο μαθαίνει. Διαβάζει, για την ακρίβεια αποστηθίζει, ακόμα και τα σχολικά βιβλία του Βασίλη αφού έχει τελειώσει το διάβασμα των δικών της, ενώ δεν έχει αφήσει αδιάβαστη καμία ιστορία στις Μάσκες και στα Μυστήρια του Περικλή. Μέχρι που, ύστερα από κάποια χρόνια, θα φτάσει η ώρα και η στιγμή που η Λένα θα κουραστεί να είναι έξυπνη, θα βαρεθεί τους λαμπερούς, τους έξυπνους, τους άνετους, τους επιτυχημένους. Η κύρια εκδήλωση της ευφυΐας της θα είναι πλέον η επιλογή της να κρύβει την εξυπνάδα της, να μη δίνει στον άλλον την αίσθηση ότι απειλείται, ότι αυτό το ανθρωπάκι βλέπει και καταλαβαίνει πράγματα που ο άλλος θα προτιμούσε να μην τα δει. Έτσι, στρέφει τις σκέψεις της στο πλέξιμο ιστοριών που η ίδια λέει στον εαυτό της αλλά δεν τολμά να αφηγηθεί στα άλλα παιδιά, ούτε καν στον Βασίλη, καθώς ξέρει ότι θα την κοροϊδέψουν. Ιστορίες καμωμένες με τα άγνωστά της ονόματα τόπων και ανθρώπων που ακούει στις ραδιοφωνικές «Αναζητήσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού». Ιστορίες με την «ατσάλινη» Κλωστή Πεταλούδα, με τη Φρίζα και τη Σαλα o
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
μάνδρα, με τα υδρόβια τερατάκια που ζουν μες στα γυάλινα μπουκάλια με το γάλα που αφήνει τώρα ο γαλατάς έξω από την πόρτα τους, με τα άδεια πακέτα από τσιγάρα Έθνος Εξαιρετικά που καπνίζει ο θείος Περικλής και, κυρίως, με την τέλεια αθηναϊκή οικογένεια που ζει στο ξύλινο κουκλόσπιτο της βιτρίνας της Πανελληνίου Αγοράς: ο μπαμπάς, η μαμά, τα δυο παιδάκια τους, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, και ένα γατάκι με καλούς τρόπους, όχι σαν τα θρασύτατα γατιά της οδού Πανός. Εκεί ο πατέρας δεν δέρνει ποτέ τη μαμά, ενώ η μαμά ποτέ δεν το σκάει από το σπίτι, ποτέ δεν τρέχουν να τη μαζέψουν όπως συνέβαινε με τη Νίνα, που οι άλλοι τη φώναζαν Κυρανίνα. Τα μαλλιά και η γαλάζια βελούδινη ρόμπα της μητέρας της οδού Σταδίου μυρίζουν κολόνια γιασεμί, τα χέρια της πάντα απαλά, απαλή και η φωνή της. Κάθε μέρα στο κουκλόσπιτο παίρνουν πρωινό όλοι μαζί, άφθονες φέτες φρεσκοψημένο ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα, κανείς δεν μετράει τις μπουκιές τους. Και όταν ο Περικλής θα την πάει σινεμά στη Μαίρη Πόπινς, έκπληκτη η Λένα θα θυμηθεί και θα δει την αόρατη οικογένεια της βιτρίνας να ζωντανεύει στο πανί. Μόνο στον Φάνη, τον αρχιντελάλη του πατέρα της, λέει τις ιστορίες της το καλοκαίρι, όταν το σχολείο κλείνει και τη στέλνουν για δυο μήνες στο παλιό της σπίτι στην Πλατυθέα. Ο Νικολάρας χρειάζεται μια χείρα βοηθείας στις παραστάσεις του, η Κυρανίνα έχει καταντήσει άχρηστη, χαλάστρα του κάνει όποτε αναγκάζεται να την ορίσει βοηθό του. Ο Φάνης ποτέ δεν θα γελάσει σε βάρος της Λένας, κυρίως λόγω σεβασμού προς τον πατέρα της. Το πρώτο καλοκαίρι μετά την Πλάκα που θα βρεθεί ξανά στην Πλατυθέα, θα του μιλήσει για τη θαυμαστή οικογένεια της βιτρίνας σαν να ’ταν ζωντανοί άνθρωποι. «Είναι γείτονές μας», θα του πει, «το σπίτι τους είναι δίπλα
ΑΝΤΙΟ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
στο δικό μας και κάθε Σάββατο απόγευμα με καλούν για τσάι και βουτήματα». Τονίζει την τελευταία λέξη, γιατί τι αξίζει ένα τσάι χωρίς βουτήματα, βουτήγματα; Με κάθε λεπτομέρεια θα του περιγράψει τα έπιπλα που έβλεπε το χειμώνα στη βιτρίνα, τον κρυστάλλινο πολυέλαιο, το παχύ χαλί και τις δαντελένιες κουρτίνες, και ίσως θα του μιλήσει για ένα ακόμα, πιο μικρό, κουκλόσπιτο στο παιδικό δωμάτιο, μικρογραφία και πιστό αντίγραφο του κανονικού σπιτιού. Δεν λέει ψέματα, μόνο η κλίμακα αλλάζει. Ο Φάνης, που δεν την πιστεύει εντελώς αλλά δεν του λείπει η φαντασία, τη ρωτά αν μέσα στο κουκλόσπιτο των γειτονόπουλων υπάρχει ένα ακόμα πιο μικρό αντίγραφο του κανονικού σπιτιού και μέσα σ’ αυτό ένα κουκλοσπιτάκι ακόμα πιο μικρό, όπως στο μεταλλικό κυλινδρικό κουτί του μπέικινγκ πάουντερ, κι εδώ η Λένα τα χάνει, βάζει τα κλάματα και αρχίζει να του μιλά για τον απαίσιο Βασίλη, που την κοροϊδεύει επειδή ακόμα λέει τον κουβά «σούγλο», την πόρτα της αυλής «πορτόνι», τον μαϊντανό «μακεδονίσι», τις χυλοπίτες «τουτουμάκια» και το φιδέ «χοντρομπίγουλη» ή «χοντρομενούδελο». Εκείνο το πρώτο ηλεκτρικό ψυγείο που μπήκε στο σπίτι της Πλάκας είχε όνομα λοιπόν, έστω και βασισμένο σε μια παρεξήγηση, όχι όμως και ο άλλος θείος, που μέχρι τότε η Λένα δεν τον είχε δει, εκείνος ήταν απλώς ο Αυστραλέζος. Αυτή είναι η μοίρα των ξενιτεμένων: μπορεί στον καινούργιο τους τόπο να είναι μετανάστες, Έλληνες, Τούρκοι, Ιταλοί, όμως στη γενέτειρά τους τους θυμούνται και τους αποκαλούν «ο Αμερικάνος», «η Καναδέζα», «ο Κονγκολέζος». Πάντως, στα μάτια του Περικλή, ο αδελφός του θα παρέμενε «ο Γιώργης», ο μπαμπέσης ο Γιωργάκης, ο επιτήδειος, ο γυναι
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
κάς, ο βασιλιάς της λούφας σε δύο ηπείρους. Όσα χρόνια κι αν περνούσαν, δεν θα γινόταν ποτέ «ο Αυστραλέζος» για τον αδελφό που έμεινε πίσω, που δεν πήγε κι αυτός στα ξένα να προκόψει· ενώ ο Γιώργης ήταν παράτολμος και πονηρός, στις αρχές του ’50 πήρε τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά του και ζήτησε μια καλύτερη ζωή στα ξένα. Και τη βρήκε. Αφότου έφυγε, δεν ξαναφόρεσε τρύπιο παπούτσι, δεν πείνασε, δεν πόνεσε, δεν έβγαλε χιονίστρες από το κρύο, άσε που ποτέ δεν κάνει κρύο στην Αυστραλία. Η Λένα είχε ακούσει την Αντριάνα να κακολογεί τον Γιώργη στον Περικλή, να του υπενθυμίζει ότι στην Κατοχή ο αδελφός του πήγε και δούλεψε εθελοντής στη Γερμανία, σε εργοστάσιο που έφτιαχνε πυρομαχικά, και ότι μετά την απελευθέρωση έγινε οδηγός ενός υπουργού της Δεξιάς. Η Λένα ήξερε καλά τι ήταν η Κατοχή, υποψιαζόταν πάνω κάτω τι είναι η Δεξιά, «εθελοντής» δεν ήξερε τι σήμαινε. Πρώτα γνώρισε η Λένα το αυστραλέζικο ψυγείο και ύστερα τον ίδιο τον Αυστραλέζο, που ερχόταν αρκετά τακτικά στην Ελλάδα, άλλοτε μετά της συζύγου του και άλλοτε μόνος. Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι η Λένα να καταλάβει ότι ο αδελφός του Περικλή δεν λαχταρούσε την πατρίδα· την αναγνώριση λαχταρούσε. Την αναγνώριση από τον μικρόκοσμο της Πλάκας. Οι επισκέψεις του του πρόσφεραν την ευκαιρία να δείξει σε όλους το πόσο πέτυχε, το πόσο πιο προχωρημένος, πιο πολιτισμένος και πλούσιος είναι ο κόσμος του σε σχέση με την Ελλάδα που άφησε πίσω του. Στην Αυστραλία άνοιξαν τα μάτια του και το μυαλό του. Δεν έχανε την ευκαιρία ο Γιώργης να επικρίνει τις Ελληνίδες που, όταν επιστρέφουν από το φούρνο, δεν αντέχουν να μην κόψουν μια αγκωνή από το καρβέλι που μόλις αγόρασαν και να τη μασουλάνε με απόλαυση στο δρόμο, λες κι έτσι θα χόρταιναν
ΑΝΤΙΟ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
την πείνα αιώνων, ενώ ποτέ δεν θα δεις Αυστραλέζα να τσιμπολογάει ψωμί στο δρόμο. «Κρατήσου, κυρά μου, σε λίγο θα γυρίσεις σπίτι σου και θα κόψεις το ψωμί σου με το μαχαίρι», έλεγε ο Γιώργης και η Λένα νόμιζε ότι αυτήν εννοούσε. Ωστόσο, η Αντριάνα ποτέ δεν τη μάλωνε για τέτοια μικροπράγματα. Και όταν έφευγε ο Αυστραλέζος, άφηνε στον αδελφό του τα πολύχρωμα πουκάμισά του από συνθετικό ύφασμα που δεν θέλει σιδέρωμα, μόνο που ο Περικλής δεν καταδεχόταν να τα φόρεσει, δεν τα έβρισκε αρκούντως αξιοπρεπή για έναν βέρο Αθηναίο. «Όχι και να γίνουμε ρεζίλι των σκυλιών», έλεγε. Έτσι, η Αντριάνα έδινε τα αυστραλέζικα πουκάμισα στη δεσποινίδα Ρόζα του ισογείου, η οποία κάτι ήξερε από μοδιστρική, να της τα κάνει κουρτινάκια. Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο ψυγείο, ψυγείο από δεύτερο χέρι αλλά ηλεκτρικό, απ’ αυτά που όταν σκαρφαλώσεις πάνω τους νομίζεις ότι μπορείς ν’ αγγίξεις τον ουρανό με τ’ άστρα, όπως έλεγε ο Άρθουρ Μίλερ για τη ζωή στην Αμερική μετά τον πόλεμο, στα χρόνια του θρυλικού του έργου Ο θάνατος του εμποράκου, που την πρώτη παράστασή του στην Ελλάδα είχε την τύχη να δει η Λένα, έστω και χωρίς να καταλάβει πολλά και χωρίς πια να θυμάται πολλά, χωρίς να υποψιάζεται πόσους Ουίλι Λόμαν θα αντάμωνε στη ζωή της. Αυτό το ψυγείο πάντως, το αυστραλέζικο –για την ακρίβεια η τετράγωνη οροφή του–, σίγουρα σηκώνει το βάρος μιας μικροκαμωμένης μαθήτριας του δημοτικού σχολείου, σηκώνει και το βάρος της τσίγκινης ψωμιέρας και του ραδιοφώνου με τις λυχνίες, όλα πάνω σ’ ένα κεντητό πετσετάκι, να φανεί η νοικοκυροσύνη μας. Αφήστε που τα κουφά τα ποντίκια δεν μπορούν να φτάσουν στο εσωτερικό του. Ένα χαρούμενο «αντίο» λέει σύσσωμη η οικογένεια στο πα
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
λιό ψυγείο του πάγου, που το παραλαμβάνει ο παλιατζής. Αντίο στην τυραννία της μεταφοράς και της τοποθέτησης της παγοκολόνας στο πάνω μέρος, στο άδειασμα του συρταριού με τον λιωμένο πάγο, που έπρεπε να τον πιάσεις με τη βοήθεια μιας λινάτσας για να μην κοκαλώσουν τα δάχτυλά σου. Ο παγοπώλης χρησιμοποιεί μια σιδερένια δαγκάνα που τα αιχμηρά άκρα της μπήγονται στα πλαϊνά τοιχώματα της παγοκολόνας. Αργότερα, πολύ αργότερα, η Λένα θα μάθει πως παγοπώλης (για την ακρίβεια, κουβαλητής πάγου) ήταν και ο Θανάσης Βέγγος, που είχε ασκήσει αυτό το άδοξο επάγγελμα πριν γνωρίσει την κινηματογραφική δόξα. Ίσως να είχε φέρει πάγο και στο δικό τους σπίτι. Όσο για εκείνες τις δαγκάνες, ποιος ξέρει, κάποιες που δεν πουλήθηκαν για παλιοσίδερα ίσως σήμερα να έχουν γίνει διακοσμητικά αντικείμενα, να στολίζουν σπίτια ανθρώπων που ξέρουν να εκτιμούν το χρηστικό και το χειροποίητο. «Τέτοιες δαγκάνες έχουνε στην Κόλαση», λέει ο Βασίλης που του αρέσει να τη φοβίζει. «Αφού έχουν τις πιρούνες, τι τις θέλουνε τις δαγκάνες;» «Βρε χαζό, τις πιρούνες τις έχουνε για ν’ ανακατεύουνε το ζουμί στα καζάνια. Όμως οι διάβολοι κρατάνε τέτοιες δαγκάνες στερεωμένες σ’ ένα κοντάρι. Άμα κάποιος αμαρτωλός πάει να δραπετεύσει, τον γραπώνουν και τον ξαναρίχνουν στο καζάνι». Ένα τέταρτο πάγος την ημέρα. Άλλα σπίτια, πιο ευκατάστατα, με μεγαλύτερο ψυγείο του ίδιου τύπου, αγοράζουν μισή κολόνα, που ποτέ δεν είναι ορθή, όπως φανερώνει το όνομά της, αλλά πλαγιαστή, οριζόντια. «Τόρα θα φκιάχναιτε αησκρίμη», λέει ο θείος από την Αυστραλία στο γράμμα του, πάντα ανορθόγραφο, αφού ο Γιωργάκης/Τζορτζ με το ζόρι και με χίλια παρακάλια έβγαλε το δημοτικό. Βαρέθηκαν οι δάσκαλοι να τον βλέπουν στην ίδια τάξη,
ΑΝΤΙΟ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
του έδωσαν το απολυτήριο, «Τράβα, Γιωργάκη, στο καλό». Ο Βασίλης, που τον έχουν γράψει σε φροντιστήριο αγγλικών στην πλατεία Κλαυθμώνος, τους κάνει τη μετάφραση. Μέχρι τώρα, όποιος ήθελε να φτιάξει παγωτό δανειζόταν την παγωτομηχανή μιας γειτόνισσας, τη χειροκίνητη παγωνιέρα, που ίσως να πήρε το όνομά της από την Παγώνα, που δίψασε κάτω στον κάμπο, κάτω στην Ελασσόνα. Μεγάλο πανηγύρι το χειροποίητο παγωτό με γάλα ΕΒΓΑ, που για την παρασκευή του χρειάζεται αλάτι χοντρό, που ρίχνει τη θερμοκρασία. Μικρό, γέρικο και ταλαιπωρημένο το αυστραλέζικο ψυγείο, αλλά κάνει τη δουλειά του. Εδώ διατηρούν το γάλα, το βούτυρο, τη φέτα, εδώ κρυώνει το καρπούζι, κρυώνει και η ρετσίνα, το αγαπημένο κρασί του Περικλή, που, όπως λέει ο ίδιος, πρέπει να πίνεται δροσερό, όχι όμως παγωμένο. Τώρα το νερό κρυώνει σε ένα γυάλινο μπουκάλι, δεν τρέχει από τη βρυσούλα όπως στο παλιό ψυγείο του πάγου, ενώ στην Πλατυθέα το νερό που έπιναν, αμέσως μόλις το τραβούσαν με τη χειροκίνητη τρόμπα, το έβαζαν στον μπότη για να μη ζεσταθεί. Λάθος, στη στάμνα, όχι στον μπότη. «Παξιμάδι, κεφαλοτύρι και μουστάρδα. Ο καλύτερος μεζές για τη ρετσίνα», λέει με ύφος αυθεντίας ο Θωμάς, ο μπεκρής της γειτονιάς και πατέρας του Βασίλη – γιατί κάθε γειτονιά δεν έχει μόνο τον δικό της προστατευόμενο τρελό, τον δικό της χαφιέ, τον δικό της ψεύτη αρραβωνιαστικό, αλλά έχει και τον δικό της οινογνώστη, που ξέρει πότε σε μια ταβέρνα θα ανοίξουν καινούργιο βαρέλι και φροντίζει να είναι από τους πρώτους που θα δοκιμάσουν το γιοματάρι. Και όταν τον ρωτούν σε τι θα έβλαπταν λίγες ελιές, δυο τρεις παστές σαρδέλες, λίγη μουρταδέλα, ο Θωμάς κάνει ένα μορφασμό αποδοκιμασίας για εκείνους που δεν ξέρουν να πίνουν:
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
«Το παξιμάδι απορροφά τα υγρά απ’ το στομάχι κι έτσι δεν έχεις καούρες. Το κεφαλοτύρι σε κάνει να διψάς και η μουστάρδα... ε, για γεύση. Κι αν δεν έχεις παξιμάδι, καλή είναι κι η φρυγανιά». Ο μακαρίτης ο πατέρας του Θωμά ήταν αμαξάς και, προπολεμικά έκανε πιάτσα στο κάτω μέρος της Ομόνοιας. Λόγω των πολλών καθημερινών διαδρομών του στην Αθήνα, άκουγε κι έβλεπε πολλά, ήταν ένας ιπποκίνητος Χρυσός Οδηγός της εποχής, γεμάτος ιδέες για μια καλύτερη ζωή. Ο γιος του έχει κληρονομήσει κάτι απ’ τις γνώσεις του, ξέρει τις ταβέρνες της Αθήνας και των περιχώρων σαν την παλάμη του. Ένα μεσημέρι ο Θωμάς σταμάτησε τη Λένα στο δρόμο, όταν γύριζε από το σχολείο, για να τη ρωτήσει κάτι: «Για πες μου, κοριτσάκι, ποιο είναι το καλύτερο δώρο που έκανε ο Θεός στον κόσμο;» Η Λένα δίνει δυο τρεις απαντήσεις που όλες θα απορριφθούν – ο ήλιος, το χώμα, το νερό, το γάλα. «Η μαμά», προσθέτει δειλά στο τέλος, έχοντας κατά νου όχι την πραγματική της μάνα, ούτε την Αντριάνα, αλλά εκείνη την αόρατη μητέρα που κατοικούσε στο κουκλόσπιτο της οδού Σταδίου. «Να το πάρει το ποτάμι;» Ήρθε η ώρα για την παράσταση. Ο Θωμάς, που δεν είχε ακόμα μεθύσει, φόρεσε στραβά την τραγιάσκα του, έκανε τρεκλίζοντας μερικά βήματα και, με τεχνητά ένρινη φωνή, της είπε: «Το καλύτερο δώρο που έκανε ο Θεός στον κόσμο είναι το πεύκο, κοριτσάκι μου». «Γιατί το πεύκο;» Για να πηγαίνουμε εκδρομή με το σχολείο στα πεύκα; Εδώ στην Πλάκα δεν υπάρχουν πολλά πεύκα, μόνο κυπαρίσσια, λεμονιές, μοναχικές αγριελιές και σκονισμένες πικροδάφνες.
ΑΝΤΙΟ ΣΤΙΣ ΑΥΛΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
«Γιατί το πεύκο μάς δίνει το ρετσίνι, και χωρίς το ρετσίνι το κρασί θα ’ταν κουτό», κατέληξε θριαμβευτικά ο Θωμάς, που τουλάχιστον εκείνη την ώρα ήταν ανέπιοτος, νηφάλιος. Κάτι της έμεινε της Λένας από τις κουβέντες με τον Θωμά, που δεν πρόλαβε να μάθει ότι το ουίσκι με κόκα-κόλα είναι δυο φορές κουτό. Δεν ήταν δική του αυτή η ανακάλυψη για το ρετσίνι. Ήταν αντιγραφή από ένα νούμερο του Πέτρου Κυριακού σε μια προπολεμική επιθεώρηση. Τα λόγια αυτά είχαν κάνει βαθιά εντύπωση στον Θωμά κι έκτοτε φρόντιζε με κάθε ευκαιρία να τα επαναλαμβάνει και να υμνεί τον Πετράν, όπως ήταν το χαϊδευτικό του καλλιτέχνη. «Έλα ν’ ακούσεις τον Πετράν στο ραδιόφωνο», του λέει η γυναίκα του, όταν το γερασμένο πια αστέρι της αθηναϊκής επιθεώρησης δίνει το στιχουργικό παρών στις εκπομπές του Γιώργου Οικονομίδη, όμως τώρα ο Πετράν είναι σκιά του παλιού εαυτού του, δεν μπορεί πια να τραγουδήσει και μόνο απαγγέλλει δικά του ποιήματα, άνοστα, γέρικα κι αυτά. Χάρη στο πολυταξιδεμένο ηλεκτρικό ψυγείο, πάντα δροσερή από εδώ κι εμπρός η ρετσίνα στο μεσημεριανό τραπέζι, το κρύο νερό συνοδεύει τον απογευματινό καφέ, ενώ η Φρίζα κάνει αισθητή την παρουσία της και με το ακανονιστο μουγκρητό της, λες και νοσταλγεί τη μακρινή πατρίδα της, το Όραντζ, που πάει να πει πορτοκάλι, θα πει ο Βασίλης, ο μόνος αγγλομαθής στο συγκρότημα. «Το φαΐ διατηργιέται τέλεια», σύμφωνα με την Αντριάνα. Όχι διατηργιέται, διατηρείται, θα μπορούσε να τη διορθώσει η Λένα, η καλή μαθήτρια, αλλά δεν τολμά να μιλήσει, καθώς η θεία δεν δέχεται αντιρρήσεις. «Το σατράπη μη μου παριστάνεις», της αρέσει να λέει, όχι όμως τραγουδιστά.
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
«Τώρα δεν θα πετάμε τίποτα», υποστηρίζει η Αντριάνα, ξεχνώντας ότι και μέχρι χθες τίποτα δεν πετιόταν, αφού τίποτα δεν περίσσευε, όχι λόγω φτώχειας αλλά γιατί ήταν τα στόματα πολλά και συνήθως πεινασμένα. Στόματα έκτακτα και τακτικά. Στο σπίτι τώρα μπαίνουν τα γλυκά ψυγείου, μια νέα κατηγορία της ζαχαροπλαστικής, άγνωστη για τις προηγούμενες γενιές νοικοκυρών, που περιορίζονταν στα γλυκά του ταψιού και του κουταλιού, στο ραβανί και το κυδωνόπαστο, αλλά ακόμα δεν έχουν μάθει το σοκολατένιο μωσαϊκό ή τις χειροποίητες τούρτες με κρέμα από Άνθος Αραβοσίτου Γιώτης και στολισμένες με κερασάκια γλασέ. Μέχρι και τούρτα-σκαντζόχοιρο θα φτιάξει η Αντριάνα στα γενέθλια της Λένας, με καβουρντισμένα αμύγδαλα στη θέση των αγκαθιών, μέχρι και χριστουγεννιάτικο σμαραγδένιο βουνό από σου και πράσινο γλάσο σαν χιόνι με χλωροφύλλη, ένα ζαχαρωμένο έλατο που μόνο η μιλιά τού λείπει. Τόλμησε η Λένα, στη δεκαετία του ’90, σε μια προηγούμενη επίσκεψή της στην Αθήνα, να γυρέψει καταΐφι σε ένα προσφιλές σε ορισμένους δημοσιογραφικούς και πολιτικούς κύκλους καφέ στον Φάρο, στο Νέο Ψυχικό, όπου είχαν πάει με τον Φάνη. «Δεν έχουμε καταΐφι», ήταν η απάντηση. «Μήπως έχετε γαλακτομπούρεκο;» «Δυστυχώς όχι», απάντησε σχεδόν θιγμένη η κομψή σερβιτόρα, σαν να της είχαν ζητήσει γίδα βραστή. «Τι έχετε από γλυκά;» παρενέβη με διαλλακτικό ύφος ο Φάνης, έχοντας μαντέψει ότι η παλιά του φίλη ήθελε ένα κλασικό γλυκό ταψιού, όχι ένα οποιοδήποτε γλυκό. «Τιραμισού, κρεμ μπριλέ, πανακότα, τσιζκέικ με ρικότα, καπκέικ...» Κατάλαβε η Λένα, κατάλαβε και ο Φάνης.