Κωστή Παπαγιώργη - «Ο Εαυτός»

Page 1

ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ

Ο ΕΑΥΤΟΣ ‫ﱣﱢ‬ ΠΡΟΛΟΓΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΡΑΝΙΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


©

Copyright Ράνια Σταθοπούλου – Θανάσης Κόρρας – Ἐκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Ἀθήνα 2016

Ἔτος 1ης ἔκδοσης: 2016 Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση ἤ ἀναπαραγωγή τοῦ παρόντος ἔργου στό σύνολό του ἤ τμημάτων του μέ ὁποιονδήποτε τρόπο, καθώς καί ἡ μετάφραση ἤ διασκευή του ἤ ἐκμετάλλευσή του μέ ὁποιονδήποτε τρόπο ἀναπαραγωγῆς ἔργου λόγου ἤ τέχνης, σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τοῦ ν. 2121/1993 καί τῆς Διεθνοῦς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιοῦ, πού κυρώθηκε μέ τό ν. 100/1975. Ἐπίσης ἀπαγορεύεται ἡ ἀναπαραγωγή τῆς στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, ἐξωφύλλου καί γενικότερα τῆς ὅλης αἰσθητικῆς ἐμφάνισης τοῦ βιβλίου, μέ φωτοτυπικές, ἠλεκτρονικές ἤ ὁποιεσδήποτε ἄλλες μεθόδους, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 51 τοῦ ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Ἀθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Ἀθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-6117-9


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

(τῆς Ράνιας Σταθοπούλου) . . . . . . . . . . . . . . . . . .

9

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ὁ φιλέταιρος ἑαυτός, γιά τόν Κωστή Παπαγιώργη (τοῦ Θανάση Χατζόπουλου) . . . . . . . . . . . . . . . . . 11 Πορτραῖτο μιᾶς φιλίας ἀπό ἀπόσταση . . . . . . . . . . . 13 Ὁ παλαιόθεν ἑαυτός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 22 Ο ΕΑΥΤΟΣ

Εἶναι δικό μου; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τό ἐσωτερικό σῶμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ἡ εἰκόνα τοῦ σώματος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τό Ἐγώ-δέρμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

33 48 60 79

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

[Ἄραγε ποιό εἶναι πιό κοντινό καί πιό μύχιο στόν ἄνθρωπο;] . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . [Γενικά ὁ καθημερινός ἄνθρωπος δέν ζεῖ γνωρίζοντας τόν ὀργανισμό του] . . . . . . . . . . . . [ Ἐγώ ἐδῶ – ἐσύ ἐκεῖ] . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τό ἐγώ καί ἡ φύση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . [ Ὁπωσδήποτε δέν μπορῶ νά μιλήσω μέ τόν ἑαυτό μου] . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

101 118 124 138 149



ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ ἀπόφαση νά ἐκδοθεῖ τό σπάραγμα τοῦ Ἑαυτοῦ δέν ἦταν εὔκολη. Ὄχι μόνο γιατί ὁ Κωστής δέν πρόλαβε νά τό ὁλοκληρώσει, ἀλλά γιατί κανείς μας δέν γνώριζε τήν πορεία πού θά ἀκολουθοῦσε στή συγγραφή του. Τό γεγονός ὅτι ἄρχισε νά τό γράφει τόν Νοέμβριο τοῦ 2010, ἕναν χρόνο περίπου μετά τό σοβαρό ἀτύχημα τοῦ γιοῦ μου Θανάση (πού εὐτυχῶς εἶχε αἴσια ἔκβαση), καί μέχρι τήν ἐκδημία του δέν τό εἶχε ὁλοκληρώσει, γεννάει κάποια ἐρωτήματα σέ μένα. Εἶχα τήν τύχη νά ζήσω ἀπό κοντά τή συγγραφή τῶν περισσοτέρων βιβλίων του, τά ὁποῖα σχεδόν ἔγραφε ἀπνευστί (ἐξαιρουμένης τῆς ἱστορικῆς τριλογίας του γιά τό 1821, ὅπου ἡ συνολική μελέτη ὑπῆρξε δεκαετής). Ποῦ ὀφειλόταν λοιπόν ἡ ἀμφιθυμία του μέ τόν Ἑαυτό; Θά μποροῦσα νά παραθέσω πολλούς λόγους, ἀλλά θέλω νά ἀποφύγω τήν αὐθαιρεσία. Κατέφυγα λοιπόν σέ ἀγαπημένους φίλους μας (τούς Στέλιο Ράμφο, Δημήτρη Καράμπελα, Γιάννη Ἀστερή, Δροσούλα Τσαρμακλῆ, Ἄννα Ψάρρη καί Νίκο Παναγιωτόπουλο), στούς ὁποίους


10

ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ

καί προσκόμισα τόν Ἑαυτό. Καταληκτικά ἀποφασίσαμε νά ἐκδοθεῖ ὡς ἔχει, ἀλλά μέ μιάν εἰσαγωγή βοηθητική, ἀπό ἕναν ἄνθρωπο συνδεδεμένο μέ τόν Κωστή καί τό ἔργο του πού θά εἶχε ἄμεση πρόσβαση σέ φιλοσοφικές καί ψυχαναλυτικές πηγές, τίς ὁποῖες ὁ Κωστής εἶχε ξεκινήσει ἐμφατικά νά ἐξερευνᾶ στόν Ἑαυτό. Σχεδόν ἀκαριαῖα σκέφτηκα τόν Θανάση Χατζόπουλο, ποιητή, παιδοψυχίατρο, ψυχαναλυτή, φανατικό ἀναγνώστη καί φίλο του Κωστῆ. Ἡ ἀνταπόκριση ὑπῆρξε συγκινητική καί οὐσιαστική καί τό ἀποτέλεσμα βρίσκεται στά χέρια σας. Τόν εὐχαριστῶ ἀπό καρδιᾶς. Υ.Γ. Κρίναμε σκόπιμο στήν ἔκδοση νά συμπεριληφθοῦν ἐν εἴδει παραρτήματος δύο ἀνέκδοτα, πρωτόλεια κείμενα τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽70 μέ θέμα –ἄλλοτε ἄμεσα, ἄλλοτε ἔμμεσα– τόν ἑαυτό, δύο πρώιμα σχεδιάσματα τοῦ παρόντος μελετήματος και μιά γραμματολογικής ἔμπνευσης πραγμάτευση τοῦ δίπολου «ἐγώ-ἐσύ».

Καλή ἀνάγνωση. Ράνια Σταθοπούλου


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

}

Ο ΦΙΛΕΤΑΙΡΟΣ ΕΑΥΤΟΣ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ «Ἄνθρωπος πού δέν ξεσκαρτάρει τόν ἑαυτό του πῶς νά δεῖ θεοῦ πρόσωπο;» ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ



Πορτραῖτο μιᾶς φιλίας ἀπό ἀπόσταση « Ὁ ἑαυτός μονίμως χάσκει καί μονίμως ὁλοκληρώνεται». ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ

Περισσότερο τό εἰκάζω παρά τό θυμᾶμαι, ἀλλά θά πρέπει νά συναντηθήκαμε μέ τόν Κωστή Παπαγιώργη περί τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ὀγδόντα, ἐποχή κατά τήν ὁποία καί οἱ δύο κυκλοφορούσαμε στά γραφεῖα τῶν ἐκδόσεων Ἑξάντας τῆς Μάγδας Κοτζιᾶ. Τότε ὁ Ἑξάντας στεγαζόταν στό ἀσοβάντιστο κτίριο στή γωνία Ζωοδόχου Πηγῆς καί Τζαβέλλα, λίγο πιό κάτω ἀπό τήν πίσω πλευρά τοῦ Χημείου, στόν πρῶτο ὄροφο. Ἀνέβαινες μιά μᾶλλον σκοτεινή σκάλα ἑνός συμβατικοῦ διώροφου κτιρίου πού δέν εἶχε τότε καμιά ἄλλη χρήση, καθώς τό ἰσόγειο ἦταν κλειστό καί δέν εἶχε τήν ὄψη πού ἀπέκτησε πολύ ἀργότερα ὅταν στεγάστηκε ἐκεῖ τό βιβλιοπωλεῖο τῶν ἐκδόσεων Ἑλληνικά Γράμματα. Ἔχω τήν αἴσθηση μιᾶς γκριζάδας πού ἁπλωνόταν ἀπό τόν χοντρό σοβά τῆς ὄψης μέχρι τά ἔγκατα πού ἔβραζαν στήν κυριολεξία ἀπό τούς καπνούς τῶν θαμώνων τοῦ «οἴκου». Γιατί ἐκεῖ, στόν πρῶτο ὄροφο, ἀμέσως μετά τό κεφαλόσκαλο ὑπῆρχε μιά εἴσοδος, ἕνα δωμάτιο τό ὁποῖο στό βάθος του χωριζόταν μέ μιά δίφυλλη συρόμενη, τζαμένια πόρτα ἀπό ἕνα ἄλλο ὅπου βρισκόταν τό γραφεῖο τῆς


14

ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ

Μάγδας. Ἐκεῖ, σ’ αὐτό τόν προθάλαμο τοῦ γραφείου της, συνωστιζόταν γιά τά δεδομένα τοῦ χώρου ἕνα μικρό πλῆθος σχεδιάζοντας βιβλία, συζητώντας, φωνασκώντας, συνωθούμενο κυρίως καπνίζοντας. Εἶναι περίεργο ἀλλά ἐκτός ἀπό τόν Θέμη Μπανούση, συνεταῖρο τότε τῆς Μάγδας, μιά ψηλή φιγούρα πού λειτουργοῦσε καταλυτικά γιά τήν ἠρεμία τοῦ χώρου, δέν θυμᾶμαι ἄλλα πρόσωπα ἐκτός ἀπό τόν Κωστή Παπαγιώργη. Προφανῶς δέν εἶχα νοῦ γιά κανέναν ἄλλον. Κι ἐκεῖνον, πρίν νά τόν συναντήσω, τόν γνώριζα ἀπό τίς ἀναγνώσεις τῶν λιγοστῶν μέχρι τότε βιβλίων του ὅπου τό πάθος του γιά τή γνώση μέσω τῆς φιλοσοφίας συναντοῦσε τίς δικές μου ἐρωτοτροπίες μέ αὐτήν. Θά πρέπει νά ἦταν ἡ ἴδια περίοδος πού, μέ τό γνωστό σκανδαλιάρικο ὕφος του και τήν ἐλευθερία τῆς κρίσης πέρα ἀπό τίς συμβάσεις τοῦ λογοτεχνικοῦ σιναφιοῦ πού τίς ἔκανε νά ξεχωρίζουν, εἶχε ἀρχίσει νά γράφει κριτικές λογοτεχνικῶν βιβλίων χωρίς φόβο ἀλλά καί μέ τή νηφαλιότητα τῆς ἀπόστασης στά περιοδικά τοῦ Γιάννη Πατίλη – πρῶτα στό Κριτική καί Κείμενα καί στή συνέχεια στό Πλανόδιον. Ἐκεῖ λοιπόν τόν πρωτοσυνάντησα καί θυμᾶμαι ἀκόμη τό ὕφος του. Πίσω ἀπό ἕνα μικρό συννεφάκι καπνοῦ, καί πίσω ἀπό τά βλέφαρα, σάν νά κοίταζε ἀπό χαμηλά, νά μοῦ ἀπευθύνει τό βλέμμα καί τό χέρι ὅταν μᾶς σύστησαν. Σέ αὐτό τό βλέμμα διακρινόταν ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλά καί κάθε φορά πού συναντιόμασταν στή συνέχεια, ἕνα χαμόγελο στό ὁποῖο μιά πονηράδα κεντοῦσε θά ’λεγες τίς σκέψεις του, κάτι σάν ζαβολιά παιδική, σάν νά ἦταν ἕτοιμος νά μπεῖ σέ ἕνα παιχνίδι, ἄν παρουσιαζόταν ἡ περίσταση. Δέν σπινθή-


Ο ΕΑΥΤΟΣ

15

ριζε διόλου μιά εὐφυΐα πού ἐπιδείκνυε τόν ἑαυτό της ἀλλά τό πνεῦμα μιᾶς σιωπηρῆς συνεννόησης ὥστε νά γίνει ἕνα λογοπαίγνιο, νά καταστρωθεῖ μιά ἀνατροπή. Ἀνταλλάξαμε μερικές κουβέντες, τῶν ὁποίων δέν θυμᾶμαι βέβαια τό περιεχόμενο, ἀλλά ὑποθέτω πώς θά συνδέονταν μέ τούς λόγους τῆς ἐκεῖ παρουσίας μας καί γιά τούς δύο. Ἦταν ἡ ἐποχή πού μέ τόν Ἑξάντα συνεργαζόμουν ἔχοντας ἀναλάβει νά μεταφράσω, πρῶτα τόν Τσαλαπετεινό τοῦ Μισέλ Τουρνιέ καί μετά τόν Ἐμίλ Σιοράν, τόν ὁποῖο μοιραστήκαμε μεταφραστικά, καθώς ἐκεῖνος ἀνέλαβε τό Ἐγκόλπιο ἀνασκολοπισμοῦ καί ἔμεινε σέ μένα Ὁ κακός Δημιουργός, ἐνῶ ἕνα τρίτο εἶχε ξεκινήσει ἤδη ἡ Κυβέλη Μαλαμάτη, πού κατοικοέδρευε στό Παρίσι. Ἐκεῖνος, πού εἶχε ἤδη κυκλοφορήσει τόν Σωκράτη καί τόν Χάιντεγκερ, θά ἐπανεξέδιδε τό πρῶτο στόν Ἑξάντα. Ἀλλά ὅ,τι θυμᾶμαι ἀπό αὐτές τίς τυχαῖες συναντήσεις εἶναι αὐτό: μιά εἰκόνα τοῦ Κωστῆ καί συζητήσεις στά ὄρθια σέ αὐτό τόν προθάλαμο. Στή συνέχεια χαθήκαμε. Ἄκουγα γιά κεῖνον ἀπό κοινούς φίλους καί γνωστούς, ἀλλά δέν συμμετεῖχα ποτέ στίς ἐξόδους μέ συγγραφεῖς τῆς γενιᾶς μου, πού ἦταν λίγο πολύ ὁ κύκλος «τῆς μέθης» ἀλλά ὄχι μόνον, γιά τούς ὁποίους κρατοῦσε, ἄν δέν πέφτω ἐντελῶς ἔξω, ἕναν ρόλο μέντορα. Δέν ἦταν ἄλλωστε αὐτός ὁ δικός μου τρόπος. Ἐκεῖνος ἔχοντας δηλώσει ὅτι « Ὁ Σωκράτης ἦταν τό πιό ἀγοραῖο πρόσωπο. Δηλαδή, μπορεῖ νά ζεῖς στήν ἀγορά, ἀλλά νά μήν εἶσαι ἀγοραῖος, νά μήν ταυτίζεσαι μαζί της. Ἐγώ νομίζω ὅτι τό ἔχω καταφέρει αὐτό», μᾶς μεταφέρει μέ ἀκριβῆ τρόπο τήν ἐπιλεγμένη θέση του, πού τή διατήρησε


16

ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ

ὥς τό τέλος, νά ζεῖ πράγματι στήν ἀγορά χωρίς νά γίνεται ἀγοραῖος. Ἡ δική μου θέση ἦταν στούς ἀντίποδες. Βρισκόμουν ἔξω καί μακριά ἀπό τήν ἀγορά, ἔχοντας ἐπίγνωση καί βλέποντας τί συνέβαινε ἐκεῖ. Ἀπό αὐτές τίς δύο ἀντιθετικές θέσεις φαίνεται πώς συναντηθήκαμε μέ ἕναν τρόπο πού δέν πῆρε ποτέ τή μορφή συστηματικῶν, ἔστω καί ἀραιῶν, συμβατικῶν συναντήσεων. Διάβαζα ὡστόσο τά βιβλία πού τόν καθιέρωσαν σάν ἕναν, ἴσως τόν μοναδικό, δοκιμιογράφο μας πού καταπιάστηκε βιωματικά μέ τά πάθη καί τά ἤθη τῶν ἀνθρώπων, ἐκκινώντας ἀπό τόν ἑαυτό του. Ξεκίνησε δηλαδή νά «ἀνασκολοπίζει» αὐτόν τόν ἑαυτό ὡς πρός τά πάθη του καί προχώρησε ἔτσι βάζοντας τόν ἑαυτό του στή θέση τοῦ ἀνά-λογιζόμενου ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, αὐτοῦ πού μέ βάση τή λατινική λέξη ἀντανακλᾶ καί βλέπει τά πεπραγμένα του. Αὐτά μέχρι τό ἐνενήντα ὅπου συναντιόμασταν καί πάλι στόν προθάλαμο ἑνός ἄλλου ἐκδότη, τοῦ Καστανιώτη. Στά ἑπόμενα χρόνια βρισκόμασταν ἐπίσης κάτω ἀπό τή στέγη τῆς Μικρῆς Ἄρκτου, μιᾶς σειρᾶς ἀνθολογιῶν πού ὀργάνωσε καί διηύθυνε ἡ Κλαίρη Μιτσοτάκη καί ἡ ὁποία φεῦ δέν μακροημέρευσε, στήν ὁποία ὁ ἴδιος δήλωσε ἀπερίφραστα γιά ἄλλη μιά φορά τήν ἀγάπη του γιά τόν μυθιστορηματικό δέκατο ἔνατο αἰώνα ἀντλώντας ἀπό τό ἀναπεπταμένο πεδίο τῆς Ἀνθρώπινης Κωμωδίας τοῦ Μπαλζάκ. Ἀπό τίς συναντήσεις τῆς δεύτερης αὐτῆς περιόδου, κρατῶ τίς κουβέντες γιά τή λογοτεχνία, γιά τήν ὁποία εἶχε μιά πολύ συγκεκριμένη κάθε φορά γνώμη, τήν ὁποία δέν συμμεριζόμουν πάντα, ἀλλά ὡς πρός τήν ὁποία ἀναγνώριζα τή δια-


Ο ΕΑΥΤΟΣ

17

κριτική του ἱκανότητα, ἕνα ταλέντο νά συλλαμβάνει σέ μιά φράση, σέ μιά στιγμή, μιά ὁλόκληρη συνθήκη, ἕνα γραπτό. Ἐδῶ μπορῶ νά πῶ ὅτι ἀναγνώριζα τή δυσκολία του νά ἀσκήσει αὐτό τό ταλέντο στόν χῶρο τῆς ποίησης, πιεζόμενος περισσότερο ἀπό τίς γνωριμίες καί τήν τριβή του μέ τήν «ἀγορά» τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία στήν περίπτωση αὐτή δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά ἔχει τήν ἀπόσταση αὐτή ἀπό τήν ὁποία μιλοῦσε γιά τήν πεζογραφία. Κι ὅπως ἐμφατικά ἔχει πεῖ σέ συνέντευξή του: « Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ποτέ δέν πιστεύω τά λόγια τοῦ ἄλλου. Εἶναι χούι μου, ἀλλά ἔτσι κάνω. Προσέχω μόνον αὐτό πού παφλάζει ἀνάμεσα στά μάτια καί στό στόμα, περίπου σάν τόν γιατρό πού μόνο στήν ἄκρη τοῦ νοῦ του σημειώνει συντομογραφικά ὅ,τι τοῦ λέμε, ἐνῶ συνεχίζει νά κάνει τήν ἐξέτασή του. Ἀπό κεῖ καί πέρα, μπορεῖ νά μήν ἀκούω. Ἤ μᾶλλον προτιμῶ νά παίρνω θέση σ’ ἐκείνη τήν ἀνεξήγητη ἀπόσταση πού χωρίζει –πρέπει νά εἶναι κανείς παρατηρητικός γιά νά τό προσέξει– ἕναν ἄνθρωπο ἀπό τά λεγόμενά του». Αὐτή τήν ἀνεξήγητη ἀπόσταση, τήν ὁποία συνήθως τηροῦσε γιά νά ἀποφανθεῖ, τοῦ ἦταν ἐξαιρετικά δύσκολο νά κρατήσει σέ ὅ,τι ἀφοροῦσε τήν ποίηση. Κι ἔτσι προτιμοῦσε νά μήν τοποθετεῖται δημόσια γιά τήν ποίηση. Φυλαγόταν ἴσως ἀπό τή μῆνιν τῶν ποιητῶν, μέ τούς ὁποίους ὅμως δέν ἀπέφευγε νά συγχρωτίζεται. Ἄλλωστε στόν κύκλο τῶν τακτικῶν του συναντήσεων ὑπῆρχαν ἀρκετοί, πολύ διαφορετικοῦ βεληνεκοῦς, πού ἄν μή τί ἄλλο δημοσίευαν βιβλία μέ ποιήματα. Στά πρῶτα χρόνια τοῦ νέου αἰώνα χανόμαστε πιά γιά τά καλά, καθώς καί ἡ δική μου σκιά


18

ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ

χάνεται ἀπό τούς προθαλάμους πού σταύλιζαν τίς τυχαῖες συναντήσεις μας. Καί ἀπό ἐκεῖ κι ἔπειτα ἀρχίζει μιά περίοδος λαθραίων τρόπον τινά συναντήσεων, μέ δική μου πρωτοβουλία, στό σπίτι τῆς ὁδοῦ Μπουμπουλίνας. Συναντήσεων κατά μόνας, πού καμιά φορά κατέληγαν ἔξω ἀπό τό σπίτι γιά ἕναν καφέ ἤ γιά... ἕνα ἀναψυκτικό, ἀνάλογα μέ τήν ὥρα. Σ’ αὐτή τήν περίοδο αἰσθάνθηκα νά μέ δένει μέ τόν Κωστή μιά φιλία πού παρά τήν ἀπόσταση δέν ἔβρισκε κανένα ἐμπόδιο νά ξετυλιχτεῖ ἀκόμη κι ὅταν οἱ διά ζώσης συναντήσεις μας ἀραίωναν πολύ μέσα στόν χρόνο. Σάν νά εἶχε δεθεῖ ἕνα εἶδος συνέργιας καί συνενοχῆς, πού ἐπέτρεπε νά σκεδάζεται ἡ χρονική ἀπόσταση ἀπό τή μία συνάντηση στήν ἄλλη μέ ἕνα ἅλμα καί νά φτάνουμε στήν ἑπόμενη χωρίς ἡ χρονική μεσολάβηση νά δημιουργεῖ χάσματα. Δέν ἦταν τόσο τά βιβλία πού ἀνταλλάζαμε –ἀκόμη μοῦ φαίνεται κάπως εἰρωνική ἡ ἀφιέρωσή του σέ ἕνα ἀπό αὐτά πού γράφει «στόν ἐκλεκτό συνάδελφο»– ὅσο ὅτι εἴχαμε ρίξει ἄγκυρα σέ ὅ,τι διαμειβόταν μεταξύ μας σέ ὕδατα πού δέν ταράζονταν ἀπό τήν καθημερινότητα, παρ᾽ ὅλο πού συχνά αὐτή ἦταν τό θέμα μας, καί πού ἔδινε, σέ μένα τουλάχιστον, τό αἴσθημα μιᾶς βαθιᾶς συνομιλίας μέ ἕναν ἄλλον ὁ ὁποῖος καί ἄκουγε καί συγχρόνως μποροῦσε νά μιλάει. Ὁ Κωστής τότε ξεδιπλωνόταν ὄχι τόσο σέ πλατιές ἀφηγήσεις, ὅσο σέ στιγμιότυπα πού ξεκινοῦσαν ἀπό τά χρόνια του Παρισιοῦ καί ἔφταναν στά πατρικά του καθήκοντα πού τά εἶχε οἰκειοποιηθεῖ μέ μεγάλη ἱκανοποίηση καί ζέση. Χωρίς νά λησμονεῖ τόν σχολιασμό τῆς «ἀγορᾶς» ὁ ὁποῖος εἶχε πάρει ἐπιπλέον δημόσιο χαρακτήρα μέ τίς συνεργασίες του στά διάφορα ἔντυπα.


Ο ΕΑΥΤΟΣ

19

Τότε συνειδητοποίησα πώς γιά μένα ἔπαιζε καθοριστικό ρόλο ἡ διαμονή γιά ἕνα μεγάλο μέρος τῶν παιδικῶν του χρόνων στήν Παραλία τῆς Κύμης. Σάν νά ἔβρισκα σέ αὐτό τό δικό του βίωμα κάποιον πού εἶχε δεῖ τόν ἥλιο νά ἀνατέλλει καί νά δύει ἀπό αὐτή τήν ἀκτή, ἡ ὁποία ἦταν μέρος τῆς ἱστορίας μου ἄν καί μέ πολύ διαφορετικό τρόπο. Κι αὐτό μοῦ ἔδινε ἕνα αἴσθημα οἰκειότητας καί κατανόησης, κάπως αὐτόματης, ἁπλῶς καί μόνον ἐπειδή μᾶς εἶχε ὑποδεχθεῖ ὑπό διαφορετικούς ὅρους καί σέ διαφορετικούς χρόνους ὁ ἴδιος γεωγραφικός χῶρος, ὁ ὁποῖος δέν φημιζόταν ἐπίσης γιά τά πνευματικά του τέκνα. Τότε ὅμως ἀντιλήφθηκα καί τή σημασία πού ἔπαιρνε γιά ἐκεῖνον ἡ ἐπαγγελματική μου ἰδιότητα, τή σιωπηρή ἐκτίμηση, ἴσως καί θαυμασμό, πρός αὐτό τό εἶδος τῆς δουλειᾶς, γιά τήν ὁποία δημόσια μπορεῖ νά ἐπιφυλασσόταν, ἄν καί τή σύστηνε σέ οἰκείους καί μή. Ἔτσι ὅπως γράφει μέ ἀφορμή τό Σύνδρομο ἀγοραφοβίας « Ὅλη μου ἡ πείρα ἦταν ἀναγνωστική, ἀπό διαβάσματα γύρω στή φροϋδική ψυχανάλυση». Καί πράγματι, ὅπως μᾶς βεβαιώνουν καί οἱ πολλαπλές ἀναφορές του, πού ἀπό ὅσο καταλαβαίνω θά προτιμοῦσε ἴσως νά τίς εἶχε ἀποφύγει, ἡ ἀναγνωστική του πείρα ἀπό τήν ψυχανάλυση, τά διαβάσματά του κάθε ἄλλο παρά ἀμελητέα ἦταν. Θέλω νά πῶ πώς ἔδινε μεγάλη βαρύτητα σέ αὐτά, παρ᾽ ὅλο πού δέν ἤθελε καί πολύ νά μπαίνει στά χωράφια της, κατανοώντας ὅτι δέν ἀρκοῦσαν οἱ ἀναγνώσεις. Ἦταν ἀπαραίτητη ἡ ἴδια ἡ ἐμπειρία τῆς ἀνάλυσης καί τήν ἐμπειρία τῆς ἀνάλυσης οὔτε τήν εἶχε ἀλλά καί τήν ἀπέφυγε. Αὐτός ὁ κατ’ ἐξοχήν ἐμπειριστής καταλάβαινε πώς οὔτε σέ αὐτό γινόταν νά


20

ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ

στηριχτεῖ μόνο στήν ἀναγνωστική του ἐπάρκεια καί εὐρύτητα. Ὡστόσο, ὅπως φαίνεται ἀπό τό Περί μνήμης, ὅσο καί ἀπό τόν ἡμιτελῆ Ἑαυτό, δέν στάθηκε δυνατόν νά ἀποφύγει τίς ψυχαναλυτικές ἀναφορές πού πυκνώνουν σέ αὐτά τά δύο βιβλία. Θά ἔλεγα πώς ὁ ἀναγνώστης Παπαγιώργης, ὁ θεωρητικός Παπαγιώργης –ἄν ὑπῆρχε ἕνας τέτοιος καί μπορούσαμε νά τόν ξεχωρίσουμε– ἤξερε ὅτι ὡς πρός ὁρισμένα θέματα πού τόν ἀπασχολοῦσαν δέν γινόταν παρά νά ἀναφερθεῖ στήν ψυχανάλυση. Ὁ Παπαγιώργης ὁ ἴδιος, ὅπως δηλώνει ἐμφατικά καί ὅλη ἡ ἀφήγηση τοῦ Συνδρόμου ἀγοραφοβίας, τηροῦσε μιά στάση ἀποφυγῆς καί «ἀσφάλειας». Ἔτσι μέ κάποιον τρόπο ἐνσάρκωνα γιά κεῖνον, ὑποθέτω πώς ἐνσάρκωνα, δύο δραστηριότητες μέ τίς ὁποῖες τόν συνέδεε ἄν μή τί ἄλλο κάποια ἀμφιθυμία, πού ὅμως δέν τήν αἰσθάνθηκα καθόλου στήν προσωπική σχέση καί στή συνομιλία. Εἶναι ἁπλῶς κάτι πού τό συμπεραίνω ἀπό τήν ὑπόλοιπη δημόσια στάση του. Καί σάν στή σχέση του μαζί μου νά ἐκφράστηκε τό θετικό, τό καταφατικό μέρος τῆς ἀμφιθυμίας. Μιά ἀμφιθυμία πού θεωρῶ ὅτι ἦταν ἐπίσης ἐσωτερική του ὑπόθεση, κάτι πού ἀπασχολοῦσε κατά καιρούς τόν ἴδιο, τόν ἑαυτό του. Μιά πλευρά αὐτοῦ τοῦ ἑαυτοῦ πιθανῶς, αὐτοῦ τοῦ ἑαυτοῦ πού ἐμφανιζόταν ἀλλιῶς δημόσια, αἰσθάνομαι πώς ἀκούμπησε στή σχέση αὐτῶν τῶν χρόνων μαζί μου. Κι ἄλλο τόσο, αὐτό γιά τό ὁποῖο μιλάω εἶναι μιά πλευρά τοῦ δικοῦ μου ἑαυτοῦ, πού καλοῦμαι μέσα ἀπό αὐτό τό μικρό κείμενο νά παραδώσω καί νά ἐγκαταλείψω στήν κοινή θέα, στό ὄνομά του. Ἐπιτελώντας ἔτσι κι ἕνα μέρος τοῦ πένθους, τῆς


Ο ΕΑΥΤΟΣ

21

ἐγγραφῆς τῆς ἀπώλειας αὐτῆς πού καθώς περνάει ὁ καιρός ὅλοι ὑποχρεωνόμαστε νά δεχτοῦμε, ἄν θέλουμε νά ἀφήσουμε τή ζωή νά προχωρήσει. Θυμᾶμαι τήν ἀντίδρασή του ὅταν τοῦ ἔδωσα νά διαβάσει τήν πρώτη ἀπό τίς δύο νουβέλες τῶν Λησμονημένων, ἡ δεύτερη δέν εἶχε ἀκόμα γραφτεῖ, καί μοῦ εἶπε «Προχώρα, τί περιμένεις;», κάπως ἀπορημένος καί μέ τήν ἴδια τή νουβέλα ἀλλά καί μέ τούς δισταγμούς μου στό νά προχωρήσω στή γραφή τῆς δεύτερης. Δέν πρόλαβε βέβαια νά διαβάσει τή δεύτερη, πολύ περισσότερο νά τίς δεῖ δημοσιευμένες. Ἦταν μιά ἀπό τίς τελευταῖες συναντήσεις μας. Δέν θυμᾶμαι πότε ἦταν ἡ τελευταία, γιατί ἔτσι ὅπως συναντιόμασταν στή χάση καί στή φέξη, διάβασα τήν εἴδηση τοῦ θανάτου του στήν ἐφημερίδα καθώς δέν ἤμουν ἐνήμερος γιά τήν περιπέτεια τῆς ὑγείας του. Καί βρίσκομαι νά τόν συναντῶ τώρα, ἀσφαλῶς ὄχι γιά τελευταία φορά, σέ αὐτό τόν «ἑαυτό» πού ὁ ἴδιος ἐγκατέλειψε ἡμιτελῆ, καθώς μᾶλλον πολλοί δέν προλαβαίνουμε νά ξετυλίξουμε ὅπως θά θέλαμε ἤ θά μπορούσαμε τόν ἑαυτό μας, τόσο ἐνώπιόν μας ὅσο καί ἐνώπιον τῶν ἄλλων. Εὐτυχῶς γιά τόν Κωστή αὐτός ὁ ἑαυτός, πού παρέμεινε ἡμιτελής στόν Ἑαυτό, ἔχει ἤδη ξετυλιχτεῖ καί μᾶς ἐπιτρέπει τή συνομιλία μαζί του στά εἴκοσι τόσα βιβλία πού ἀποφάσισε ὁ ἴδιος νά μᾶς ἀφήσει. Ἰσχυρό ἴχνος πού βρίσκεται πέρα –ἀλλά καί δῶθε, ἐνδοφατικά ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἴδιος– ἀπό τό τραύλισμα πού τόν ταλαιπώρησε κυριολεκτικά καί μεταφορικά, καί καταφάσκει τόν ἑαυτό του ἀπέναντί μας δέν θά ’λεγα στό διηνεκές, ἀλλά στό διά βίου ἡμῶν τῶν φίλων καί κυρίως ἀναγνωστῶν του.


Ὁ παλαιόθεν ἑαυτός

«Μόνο ὁ παλιός μας ἑαυτός ἐπανέρχεται. Αὐτό ἀποτελεῖ ἀξίωμα». ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ

Ὅταν βρίσκεται κανείς ἀπέναντι σ’ ἕνα ἔργο πού ὁ θάνατος τοῦ δημιουργοῦ του τό ἄφησε κολοβωμένο, δέν ἔχει καί μεγάλα περιθώρια κινήσεων. Κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ ποιά κατεύθυνση θά ἔπαιρνε τό ἔργο ὅταν θά τέλειωνε καί τί μορφή θά τοῦ ἔδινε ἐκεῖνος πού τό σχεδίαζε ἐξαρχῆς. Καμιά εἰκασία δέν μπορεῖ νά ταράξει τό κενό του. Κανένα δεδομένο δέν μπορεῖ νά ὁδηγήσει τόν ἀναγνώστη. Ἡ περίπτωση τοῦ Ἑαυτοῦ δέν ἀποτελεῖ ἐξαίρεση. Ἐκτός ἀπό τά τέσσερα κεφάλαια πού ἔχει καταθέσει ὁ δημιουργός τους, ὑπάρχει ἕνα κείμενο πού δίνει τήν ἐντύπωση μιᾶς σύνοψης τοῦ σχεδίου του, μαζί μέ δύο ἄλλα σύντομα κείμενα πού συνιστοῦν ἀναμφίβολα ἀπόπειρες. Ὡστόσο ἐκτός ἀπό τά τρία αὐτά κείμενα, πού προηγοῦνται χρονικά τῆς συγγραφῆς αὐτοῦ πού ἀποτελεῖ γιά μᾶς πιά ὁριστικά τό σῶμα τοῦ βιβλίου, ὑπάρχουν δύο ἄλλα κείμενα πού χρονολογοῦνται πολύ πρίν καί τά ὁποῖα δηλώνουν ὅτι τό θέμα τοῦ βιβλίου, ὁ ἑαυτός, ἀπασχολοῦσε τόν Κωστή Παπαγιώργη παλαιόθεν. Ὅσο κι ἄν διακρίνει κανείς πώς ὁ τρόπος τῆς γραφῆς του ἀπό τά παλαιότερα κείμενα στά τελευταῖα ἔχει κινηθεῖ ἀπό


Ο ΕΑΥΤΟΣ

23

ἕναν περισσότερο ἐννοιολογικό λόγο σέ ἕναν πιό μεταφορικό, δέν παύουν τά παλιά κείμενα νά δίνουν ἕνα στίγμα. Ἔτσι στή θέση τοῦ κενοῦ πού ἀφήνει τό ἡμιτελές τοῦ βιβλίου, μπαίνουν τά κείμενα τῆς ἀρχῆς τῆς ἀπόπειράς του νά μιλήσει γι’ αὐτό τό θέμα, πηγαίνοντας ἀπό τό πιό πρόσφατο στό παλαιότερο. Αὐτή ἡ κίνηση πρός τά πίσω, κάτι σάν τήν ἐπιστροφή ἑνός ἀπωθημένου, ἔρχεται ἐδῶ νά ἀντικαταστήσει τήν κίνηση πρός τά ἐμπρός πού ἀνακόπηκε ἀπό τόν θάνατό του. Αὐτή ἡ ἐναντιοδρομία ἴσως νά λέει κάτι γιά τήν τύχη τῆς δημιουργίας. Στό τέλος βρίσκουμε κάτι ἀπό τήν ἀρχή, αὐτό ἐπανέρχεται, κι ὁ ἴδιος τό φέρνει ὡς ἀξίωμα. Ὡστόσο δέν πρόκειται μόνο γι’ αὐτό. Γιατί ἀπό τά κείμενα πού ἀποτελοῦν τελικά τό σῶμα τοῦ βιβλίου, συνδέοντας τό τέλος μέ κάποιες ἀπό τίς ἀφετηρίες τῆς σκέψης τοῦ Κωστῆ Παπαγιώργη, ὑπάρχουν πολυάριθμες ἀναφορές στό θέμα του διεσπαρμένες καί ἄτακτες σέ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ ἤδη δημοσιευμένου ἔργου του. Θά ἦταν ἀντικείμενο μιᾶς μελέτης, καί ὄχι αὐτῆς ἐδῶ τῆς εἰσαγωγής, νά καταγραφοῦν αὐτές οἱ ἀναφορές γιά νά φανεῖ ἀφενός τό πόσο τόν ἀπασχόλησε τό ζήτημα προτοῦ καταπιαστεῖ ὁριστικά καί κατά μέτωπο μέ αὐτό, ἀλλά καί ποιά ἦταν ἡ πορεία τῆς σκέψης του ὡς πρός αὐτό. Ὡστόσο ἀπό ἕνα ξεφύλλισμα μερικῶν ἀπό τά βιβλία του –ὅπου ὑπέθετα βάσιμα πώς ἐμφιλοχωροῦσε τό θέμα του ἀπό τό ἐγώ ὥς τόν ἑαυτό–, ἀπό τά μεταθανάτια καί «δημοσιογραφικά» Ὑπεραστικά μέχρι τήν Κόκκινη ἀλεπού, τά Μυστικά τῆς συμπάθειας, τά Γελαστά ζῶα, τό αὐτοβιογραφικό Σύνδρομο ἀγοραφοβίας καί τό ἐνδελεχές Περί μνήμης, ἕνας


24

ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ

μεγάλος ἀριθμός ἀναφορῶν δηλώνει ὅτι δέν ὑπῆρξε κανένα χάσμα σέ ὅλα τα χρόνια τῆς δημιουργίας του ὡς πρός τήν ἐνασχόλησή του μέ τόν ἑαυτό. Μιά σταθερά τῶν ἀναζητήσεών του ἐκβάλλει λοιπόν σέ αὐτό τό ἔσχατο πόνημα, μιά σταθερά πού βρίσκει τά περάσματά της καί γεφυρώνει ἕνα πλῆθος βιβλίων του. Ἔτσι στό Περί μνήμης αὐτό πού ἀνάγλυφα προκύπτει, καί δέν θά μποροῦσε νά ἦταν διαφορετικά, εἶναι ἡ σχέση τοῦ ἑαυτοῦ μέ τόν χρόνο, ἡ σχέση τοῦ ἐγώ μέ τήν ἴδια τή χρονική του ὑπόσταση, ἡ δυνατότητά του νά ἐποπτεύει ἐν μέρει τούς χρονικούς του ὁρίζοντες. « Ὁ “ἑαυτός” δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἐκτός χρόνου καί μνήμης», γράφει τοποθετώντας ἐξαρχῆς αὐτό τόν ἑαυτό σέ ἕνα πλαίσιο, ὅπως πολύ ἀργότερα καί καταληκτικά θά ξεχωρίσει τό Ἐγώ ὡς ὑποκείμενο καί τόν Ἑαυτό ὡς τό ἀντικείμενό του. Ἐξίσου γιά κεῖνον «ὁ ἄνθρωπος διαβιεῖ αὐτοπαθῶς» καί αὐτή τήν αὐτοπάθεια φαίνεται πώς ἔψαχνε νά ξεκαθαρίσει τόσο στό Περί μνήμης, ὅπου πραγματικά οἱ ἀναφορές στό ἐγώ καί στόν ἑαυτό πυκνώνουν, ὅσο καί στόν Ἑαυτό. Καί συνεχίζει: « Ἐφόσον κάθε παρελθόν εἶναι διαρρεύσαν παρόν, αὐτό πού ἐπανέρχεται μόνο δικό μας παρόν δέν εἶναι. Μέ ἄλλα λόγια, ἐπανέρχομαι ἐγώ ὁ ἴδιος στόν ἑαυτό μου, τό ἀλλοτινό μου ἐγώ ἀντικρίζει τό τωρινό μου ἐγώ δυνάμει μιᾶς ἐσωτερικότητας πού εἶναι ἰδιωτική, ἀθόρυβη, ἀόρατη γιά τήν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα. Ἄρα μποροῦμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι βλέπουμε τή μνημονική παράσταση μέ τέσσερα μάτια; Δύο τοῦ ἀλλοτινοῦ ἐγώ μας καί δύο τοῦ τωρινοῦ; Ἄν ἴσχυε διπλοπροσωπία καί πολυπροσωπία κατά τήν ἀνάμνηση, δέν


Ο ΕΑΥΤΟΣ

25

θά μιλούσαμε γιά ἕνα ἐγώ πού θυμᾶται, ἀλλά γιά πληθώρα ἀπό ἐγώ πού διαβιοῦν αὐτόνομα μέσα μας καί θυμοῦνται τό καθένα γιά λογαριασμό του. [...] Παρά τή διασπορά καί τήν ἀνοικονόμητη διάχυση τοῦ παρελθόντος, τό ἐγώ ἀντέχει στόν χρόνο καί στίς μεταμορφώσεις ἐπειδή ἀκριβῶς διαθέτει συνθετική ἱκανότητα. [...] Ἀνακαλώντας ἕνα παλαιό συμβάν συναιρεῖται αὐτόματα μέ τό ἐγώ τῆς ἐπιμέρους παλαιότητας». Αὐτή ἡ αὐτοπάθεια ἀνάμεσά σέ ἐγώ καί ἑαυτό τόν ἀφορά ὡς ἐκεῖνο πού διατρέχει τήν ἐσωτερική ἐμπειρία, τή συνείδηση καί τή γλώσσα. Γιά νά καταλήξει ὅτι: « Ἐφόσον ἐγώ εἶμαι αὐτός πού θυμᾶται μήπως ὑπάρχει κάτι πού νά βρίσκεται πιό κοντά μου ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μου;» Ἔτσι ὁ στοχασμός περί μνήμης γίνεται ἕνα πυκνό σχόλιο γιά τόν ἑαυτό, ἕνας πυρήνας μιᾶς πραγματείας πού βρίσκεται κρυμμένη κάτω ἀπό ἀλλότρια στέγη. Τό ἴδιο συμβαίνει μέ τά Μυστικά της συμπάθειας. Ἐδῶ σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τόν ἑαυτό, ἀνασκάπτει τή σχέση μέ τόν ἄλλον, τόν ἄλλον τῆς συμπάθειας θά λέγαμε, τόν ὅμοιο ἀλλά καί διαφορετικό ἄλλον, πού βρίσκεται στή ρίζα τῆς δημιουργίας τόσο τοῦ ἐγώ ὅσο καί τοῦ ἑαυτοῦ, στή ρίζα τῆς ἀλλοτρίωσης τοῦ καθενός, ὅμως μιᾶς ἀλλοτρίωσης τόσο ἀναπόφευκτης ὅσο καί ἀπαραίτητης πού συγκροτεῖ τόν κορμό τοῦ ὑποκειμένου. Ὅπως ἐξίσου στήν Κόκκινη ἀλεπού ἔχει ἀσχοληθεῖ μέ τόν μισητό ἄλλον, τόν ἄλλον ὡς ἐχθρό. Καί στίς δύο περιπτώσεις πάντως βρίσκει τίς κλωστές πού συνδέουν τόν ἑαυτό μέ τόν ἄλλον, ἐκεῖ ὅπου ὁ πρῶτος δομεῖται στή βάση τοῦ δεύτερου, ὅποια καί νά εἶναι ἡ θυμική του ἐξάρτηση ἀπό αὐτόν. 2 – Ὁ Ἑαυτός


26

ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ

«Τό ἐγώ καί τό ἐσύ συγκροτοῦνται ταυτόχρονα, ἀλληλοδιαμορφώνονται. Ποτέ δέν πλάθονται “ἐν ἀπομονώσει”». Καί: « Ὁ ἄνθρωπος εἰσπνέει καί ἐκπνέει τόν ἄλλο, συγκροτεῖται ἀπό τήν παρουσία του, δηλητηριάζεται ἀπό αὐτήν, φτάνει ὥς τήν τρέλα ἤ τόν φόνο, τήν ἀγάπη ἤ τήν ἀπογοήτευση, ἀλλά δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ζωή μιᾶς ψυχῆς πού δέν ζεῖ μέσα στό θέατρο τῆς κοινωνικότητας καί τῆς συστηματικῆς ψυχικῆς συνενοχῆς. Τό ἐγώ συγκροτεῖται σάν ἄθυρμα τοῦ ἐσύ, σάν θύμα τῶν ἄλλων». Γιά νά συνεχίσει συμπερασματικά: «Μόνο ἄν δεχθοῦμε ὅτι ἡ παρουσία τοῦ ἄλλου συγκροτεῖ τό ἐγώ, τό ὑφαίνει λέξη τήν λέξη, νεῦμα τό νεῦμα, βλέμμα τό βλέμμα, μποροῦμε νά ἔχουμε μιά πειστική πρόληψη γιά τά τεκταινόμενα στήν ψυχή». Καί νά καταλήξει: «Μόλις γεννιέται τό πουλάρι, τελεῖται μιά ἀνταλλαγή πνοῆς καί ἁφῆς μέ τήν μητέρα του – ὀσφρητική σφραγίδα πού τό ἀκολουθεῖ διά βίου. Ὁ ἄνθρωπος δέν ζεῖ τίποτα διαφορετικό: ἡ σφραγίδα τῆς διυποκειμενικότητας τόν ἔχει χαράξει ἅπαξ διά παντός. Ἀπό μόνος του δέν εἶναι τίποτα. Μόνο οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ ζωή του καί ἡ χαρά του. Καί ἡ ἰσόβια λύπη του». Στά Γελαστά ζῶα, ὅπου πραγματεύεται τό σκάνδαλο καί τή μοναδικότητα τοῦ ἀνθρώπινου γέλιου, περνάει ἐπίσης ἀπό τή γειτονιά τοῦ ἐγώ, καθώς ἡ στιγμή τοῦ γέλιου θέτει τό ἐγώ σέ μιά ἰδιαίτερη ἀπόσταση ἀφενός ἀπό τό ἀντικείμενο τοῦ γέλωτος ὅσο καί ἀπό τόν ἑαυτό του. Κι αὐτό δέν γινόταν νά περάσει ἀπαρατήρητο ἀπό αὐτόν τόν παθολόγο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς: « Ὡς ἐκ τούτου ἕνας ἄνθρωπος πού γελάει εἶναι σάν νά λείπει ἀπό τόν βαθύτερο ἑαυτό του, ἀρέσκεται


Ο ΕΑΥΤΟΣ

27

νά παραμένει στήν ἐπιφάνεια τοῦ Ἐγώ του, ξεφορτώνεται τό πολύ μυαλό ἀφήνοντας ἀναπεπταμένας τάς θύρας». Ἐδῶ ἡ συνθήκη τῆς ἀπομόνωσης τοῦ ἐγώ τοῦ ἐπιτρέπει νά χάσκει «ἐκτός ἑαυτοῦ», χαχανίζοντας ἀκριβῶς στήν ἀπόσταση πού φαντάζεται ὅτι κρατάει ἀπό τούς ἄλλους: «Κρατώντας διαρκῶς ἀποστάσεις, θέλοντας τό ψάρι χωρίς νά βρέξει τόν κῶλο του, ὁ εἴρωνας καταδικάζεται τελικά νά ζεῖ ἀπό τήν ἴδια ἀπόσταση. Εἰδικευμένος σέ περίτεχνες ἀσυμφωνίες (θέλει τή λέξη ἀλλά ὄχι τό ἀντικείμενο, τήν πρόθεση ἀλλά ὄχι τήν πράξη, τή συνείδηση ἀλλά ὄχι τήν αὐτοσυνείδηση), πολλαπλασιάζει τά λαβυρινθώδη ψεύδη καί ἐπιτυγχάνει νά ζεῖ κρυμμένος μέσα στό Ἐγώ του». Ὁ ἐγωκεντρισμός, πού ἐμφανίζεται τότε, εἶναι τό βασίλειο ὅπου τό ἐγώ κρύβεται μέσα στό ἐγώ: «Εἰδικά ἀπέναντι στά πάθη τῶν ἄλλων ἡ περιφρόνηση περισσεύει. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι δέν νοεῖται εἰρωνεία χωρίς ἕναν πολύπειρο ἐγωκεντρισμό, ὁ ὁποῖος –θύμα τῶν ἀδυναμιῶν του– δέν συγχωρεῖ σέ κανέναν ὅ,τι ὁ ἴδιος συγχώρεσε στόν ἑαυτό του. Θέλουμε τούς ἄλλους, ἀλλά δέν τούς θέλουμε πολύ· ἐπιτρέπουμε τήν ἐγγύτητα, ἀλλά ὄχι καί τό δικαίωμα νά κοιτάξουν μέσα στήν καρδιά μας». Ἀπό τήν ἄλλη δέν τοῦ διαφεύγει αὐτό πού μπορεῖ νά συμβαίνει σέ καταστάσεις γενικευμένης καί κολλητικῆς ἱλαρότητας, ὅπου ἡ σχέση μέ τόν ἑαυτό καί τό ἐγώ μπορεῖ ἀντιστρόφως νά χαλαρώνει στήν ταύτιση μέ τό σύνολο καί τούς ἄλλους. Ὅλα αὐτά θά μποροῦσε νά ἦταν κεφάλαια πού ἀπαρτίζουν τόν Ἑαυτό καθώς ἔχει ἤδη στήσει ὅλα αὐτά τά χρόνια τίς γέφυρές του γιά νά φτάσει στόν «ἀπέναντι ἑαυτό», αὐτόν πού κάποτε


28

ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ

τόν ἀντιλαμβανόμαστε τή στιγμή τῆς ἀπώλειας. Δέν τοῦ μένει παρά νά ὁδηγηθεῖ σέ αὐτό πού τόν ἀπασχολεῖ στά τέσσερα γραμμένα κεφάλαια τοῦ Ἑαυτοῦ, ὅπου πραγματεύεται τή σχέση μέ τό σῶμα, πώς καί ἀπό ποιές ἄκρες ὁ ἑαυτός κατοικεῖ καί ἑδρεύει σέ αὐτό τό σῶμα, ποιά εἶναι ἡ σχέση μας μέ αὐτό, μέ τή σκοτεινή του ἐξωτερικότητα, αὐτήν πού ὁ καθένας βιώνει ἐξίσου ὡς ἐσωτερικότητα. Κι ἐδῶ θά θέσει ἐρωτήματα ὡς πρός τό πῶς γίνεται ἔμψυχο αὐτό τό σῶμα, πώς μιλάει πέρα ἀπό τή γλώσσα, πώς μπορεῖ νά νοηματοδοτηθεῖ καί μέχρι ποιό σημεῖο, πώς βρίσκουμε τά ὅριά του μέσα ἀπό τό Ἐγώ-δέρμα τοῦ Ἀνζιέ, ὅπου ἀναγνωρίζεται ἡ ἀναστοχαστικότητα τῆς ἁφῆς καί μέσω αὐτῆς ἡ αὐτοπάθεια καί ὁ ἀνάλογισμός τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ. Ἡ ἀκανθώδης ψυχοσωματική ἑνότητα γίνεται ἡ ἄκρη τοῦ σχολιασμοῦ του, τῆς σκέψης πού τόν ἀπασχολεῖ. Πρόκειται γιά τήν ἀνατροπή τοῦ δυϊσμοῦ πού ἐπέβαλε ἡ σκέψη γιά νά μπορέσει νά βρεῖ ἀντικείμενο ἔξω ἀπό κείνην, τή στιγμή πού θά ἤθελε νά ἀγνοεῖ πώς καί ἡ δική της ἕδρα εἶναι τό σῶμα. Αὐτό τό σῶμα ἀπό τό ὁποῖο ὅλα ἐκκινοῦν, σέ αὐτό καταλήγουν, καί τό χρησιμοποιοῦν ἀνά πᾶσα στιγμή ὡς λαθραῖο, δηλαδή ἀγνοημένο, ὄχημα τῆς μεταφορᾶς καί τῆς κίνησής τους, τῆς ψυχοσωματικῆς. Σέ αὐτό καταλήγουν γιατί ὁ θάνατός του σημαίνει καί θάνατο κάθε ἄλλου τό ὁποῖο σιωπηρά στηρίχτηκε σέ αὐτό. Ἀπέναντι στή θνητότητα ὁ ἑαυτός ἐγγράφεται ὡς ἀπώλεια. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς σέ αὐτή τή δυνητική ἀπώλεια τοῦ ἑαυτοῦ θεμελιώνεται ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός, στήν ἀπουσία του, στήν ἔλλειψη καί στήν κατάργησή του. Τό θεμέλιο αὐτό, αὐτή


Ο ΕΑΥΤΟΣ

29

ἡ ἀπουσία στή θέση τῆς ὁποίας θά σταθεῖ ὁ παρελθών ἀλλά καί ὁ μελλοντικός ἑαυτός, εἶναι σάν τό κενό πού ἄφησε ὁ ἴδιος ὁ Κωστής Παπαγιώργης, τόσο στό κείμενό του πού ἔρχονται νά τό ἀναπληρώσουν τά παλιά κείμενά του περί ἑαυτοῦ, ὅσο καί στή ζωή του ἴχνος τῆς ὁποίας πλέον ἀποτελοῦν τά κείμενά του συλλήβδην γιά ὅσους δέν γνώρισαν τόν ἄνθρωπο καί μποροῦν μέσῳ τῶν βιβλίων του νά ἀναπλάσουν κάτι ἀπό αὐτόν. Αὐτοί εἶναι ὅμως πλέον οἱ παλαιοί ἑαυτοί, οἱ παλαιοί ἑαυτοί του, ἔτσι ὅπως ἐμφανίζονται διαδοχικά καί φασματικά μέσω τῶν κειμένων του. Θανάσης Χατζόπουλος


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.