Νγκούγκι γουά Θιόνγκο «Πέταλα από αίμα»

Page 1

ΝΓΚΟΥΓΚΙ ΓΟΥΑ ΘΙΟΝΓΚΟ

Πεταλα απο αιμα c Μυθιστόρημα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτού του Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Ngugi wa Thiong’o, Petals of Blood © ©

Copyright 1977 by Ngugi wa Thiong’o. All rights reserved Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016

Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6123-0


Στη μητέρα μου και στη Νιαμπούρα. Στη μνήμη του Ντζίντζου γουά Θιόνγκο, που πέθανε στις 6.4.74.



Τρομεροί, αλλόκοτοι μαίανδροι! Κάθε μικρή μανγκρόβια όμοια μ’ ερπετό, με τις ρίζες της τις αποκρουστικές σαν χέρι εξαδάχτυλο, Κλείνει μες στην αρπάγη της το φρύνο τον κουκουλωμένο από τα βρύα, τους βωλίτες, την κραταιή αλπίνια, Πέταλα από αίμα, Τον κατάστικτο βολβό μιας ορχιδέας-τίγρης· παράξενοι φαλλοί που στοιχειώνουν τους ταξιδευτές του ενός και μοναδικού του δρόμου. ΝΤερεΚ ΟυΟλΚΟΤ

απόσπασμα από το «Βάλτο»


Οι σημειώσεις είναι της μεταφράστριας, η οποία επίσης ευχαριστεί θερμά τον Ίαν Ρόμπερτ Οούκο Μπαμπού για τη βοήθειά του στην απόδοση των σουαχίλι.


μεροσ πρωτο { Περπατώντας


2

Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος λευκός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ’ αὐτὸν ἔχων τόξον· καὶ ἐδόθη αὐτῷ στέφανος, καὶ ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ [...] 4 καὶ ἐξῆλθεν ἄλλος ἵππος πυρρός, καὶ τῷ καθημένῳ ἐπ’ αὐτὸν ἐδόθη αὐτῷ λαβεῖν τὴν εἰρήνην ἐκ τῆς γῆς καὶ ἵνα ἀλλήλους σφάξωσι, καὶ ἐδόθη αὐτῷ μάχαιρα μεγάλη. 5 Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν τρίτην, ἤκουσα τοῦ τρίτου ζῴου λέγοντος· Ἔρχου. καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος μέλας, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ’ αὐτὸν ἔχων ζυγὸν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ· [...] 8 καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος χλωρός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπάνω αὐτοῦ, ὄνομα αὐτῷ ὁ θάνατος, καὶ ὁ ᾅδης ἠκολούθει μετ’ αὐτοῦ· καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία ἐπὶ τὸ τέταρτον τῆς γῆς, ἀποκτεῖναι ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ καὶ ἐν θανάτῳ καὶ ὑπὸ τῶν θηρίων τῆς γῆς. ΙωαΝΝΟυ αποκάλυψις, 6

Των βασιλέων τη σκληρότητα την περιφρόνησε ο λαός... Μα του ελέους η γλυκύτητα έφερε την καταστροφή Και ξαναγύρισαν οι έντρομοι μονάρχες. Έρχεται κορδωμένος ο καθένας τους, με την ακολουθία του ξοπίσω· δήμιος, παπάς, φορατζής, στρατιώτης, δικηγόρος, άρχοντας, δεσμοφύλακας και συκοφάντης. ΟυΟλΤ ΟυΙΤΜαΝ


κεφαλαιο πρωτο

[ 1 ]

Ήρθαν να τον αναζητήσουν εκείνη την Κυριακή. Αυτός μό-

1 Πρόκειται για δυο πολύ γνωστά εδέσματα της Κένυας. Και τα δύο αποτελούν συνοδευτικά των κυρίως γευμάτων και βασικό συστατικό τους είναι το καλαμπόκι.

11

λις είχε επιστρέψει από μια αγρυπνία πάνω στο βουνό. Ξεκουραζόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με τη Βίβλο ανοιγμένη στην Αποκάλυψη, όταν οι δυο αστυνομικοί, ο ένας ψηλός, ο άλλος κοντός, χτύπησαν την πόρτα. «Είστε ο κύριος Μουνίρα;» ρώτησε ο κοντός. Πάνω από το αριστερό του φρύδι είχε μια ουλή σαν αστέρι. «Ναι». «Διδάσκετε στο δημοτικό σχολείο του Νέου Ίλμορογκ;» «Μα πού νομίζετε ότι βρίσκεστε τώρα;» «Α, ναι. Απλώς προσπαθούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι. Στο κάτω κάτω, ο φόνος δεν είναι ούτε irio ούτε ugali».1 «Τι εννοείτε;» «Σας θέλουν στο αστυνομικό τμήμα του Νέου Ίλμορογκ». «Για ποιο λόγο;» «Για ένα φόνο φυσικά, ένα φόνο στο Ίλμορογκ». Ο ψηλός, ο οποίος ως τώρα δεν είχε μιλήσει, βιάστηκε να προσθέσει: «Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, κύριε Μουνίρα. Απλώς μερικές ερωτήσεις ρουτίνας».


«Αφήστε τις εξηγήσεις. Σ’ αυτόν τον κόσμο όλοι μας κάνουμε απλώς το καθήκον μας. Επιτρέψτε μου όμως να φορέσω το παλτό μου». Αυτοί αλληλοκοιτάχτηκαν, απορώντας με την ηρεμία με την οποία εκείνος δέχτηκε τα νέα. Εκείνος γύρισε κρατώντας στο χέρι του την Αγία Γραφή. «Ποτέ δεν αφήνετε τη Βίβλο, κύριε Μουνίρα», είπε ο κοντός, εντυπωσιασμένος και κάπως φοβισμένος από τη δύναμη της Βίβλου. «Πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι να σπείρουμε το σπόρο σ’ αυτές τις έσχατες ημέρες πριν από τη Δευτέρα Παρουσία Του. Όλα τα σημεία –διχόνοια, σκοτωμοί, πόλεμοι, αίμα– εδώ προελέχθησαν». «Πόσο καιρό είστε στο Ίλμορογκ;» ρώτησε ο ψηλός, θέλοντας να αλλάξει θέμα και να αποφύγει αυτή τη συζήτηση για το τέλος του κόσμου και τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αυτός απλώς εκκλησιαζόταν τακτικά και δεν ήθελε να κάνει καμιά γκάφα. «Αρχίσατε κιόλας να μου κάνετε τις ερωτήσεις ρουτίνας, έτσι;» «Όχι, όχι δα, αυτές γίνονται μεταξύ μας, κύριε Μουνίρα. Είναι απλώς μια συζήτηση. Εμείς δεν έχουμε τίποτα εναντίον σας». «Δώδεκα χρόνια!» τους είπε. «Δώδεκα χρόνια!» ακούστηκαν κι οι δυο μαζί. «Ναι, δώδεκα χρόνια σ’ αυτή την ερημιά». «Μα αυτό ήταν... εσείς θα πρέπει να βρεθήκατε εδώ προτού χτιστεί το Νέο Ίλμορογκ».

12

[ 2 ]

Ο Αμπντούλα καθόταν σε μια καρέκλα έξω από το χαμόσπιτό του στην περιοχή του Ίλμορογκ που λεγόταν Νέα Ιερουσα-


λήμ. Κοιτούσε το μπανταρισμένο αριστερό του χέρι. Δεν τον κράτησαν για πολύ στο νοσοκομείο. Ένιωθε παράξενα ήρεμος μετά τη νυχτερινή δοκιμασία. Ακόμα όμως δεν μπορούσε να καταλάβει τι πραγματικά είχε συμβεί. Ίσως όταν περάσει καιρός, σκέφτηκε· μα θα μπορούσε ποτέ να εξηγήσει την εκπλήρωση αυτού που υπήρξε απλώς μια ευχή, μια πρόθεση; Σε ποιο βαθμό το επιθυμούσε; Σήκωσε το κεφάλι του και είδε έναν αστυνομικό να τον κοιτάζει. «Ο Αμπντούλα;» «Ναι». «Είμαι ο αστυνομικός υπηρεσίας. Σας ζητούν από το αστυνομικό τμήμα». «Τώρα;» «Ναι». «Θα πάρει πολλή ώρα;» «Δεν ξέρω. Θέλουν να δώσετε μια κατάθεση και να απαντήσετε σε μερικές ερωτήσεις». «Εντάξει. Αφήστε με να βάλω μέσα αυτή την καρέκλα». Στο τμήμα όμως τον κλείδωσαν σε ένα κελί. Ο Αμπντούλα διαμαρτυρήθηκε επειδή τον ξεγέλασαν. Ένας αστυνομικός τού άστραψε ένα χαστούκι. Μια μέρα, μια μέρα... πήγε να πει, καθώς μέσα του ξαναγεννιόταν ξαφνικά ο παλιός θυμός και μια καινούργια πίκρα για την πρόσφατη πρόκληση.

Ενας αξιωματικός της αστυνομίας πήγε στο νοσοκομείο όπου είχε εισαχθεί η Γουαντζά. «Φοβάμαι πως δεν μπορείτε να τη δείτε», είπε ο γιατρός. «Δεν είναι σε θέση να απαντήσει σε ερωτήσεις. Εξακολουθεί να παραληρεί και να φωνάζει “Φωτιά... φωτιά... Η αδελφή της μάνας μου... η αγαπημένη μου θεία... σβήστε τη φωτιά... σβήστε τη φωτιά...” κι άλλα παρόμοια».

13

[ 3 ]


«Εσείς σημειώστε τα λεγόμενά της. Ίσως μας δώσουν κάποιες πληροφορίες στην περίπτωση που...» «Όχι, δεν βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση... απλώς έχει πάθει σοκ και έχει παραισθήσεις... Μετά από καμιά δεκαριά μέρες, βλέπουμε...»

[ 4 ]

14

Ο Καρέγκα αποκοιμήθηκε γρήγορα. Είχε γυρίσει αργά το βράδυ από μια ολονύχτια μυστική συνεδρίαση του σωματείου των Ζυθοποιείων Theng’eta του Ίλμορογκ. Άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι με τις πιτζάμες. Για παν ενδεχόμενο, στην πόρτα του στεκόταν ένας βαριά οπλισμένος αστυνομικός. Ένας αξιωματικός με χακί στολή έκανε ένα βήμα μπροστά. «Τι συμβαίνει;» «Σας θέλουν στο αστυνομικό τμήμα». «Για ποιο λόγο;» «Μια ανάκριση ρουτίνας». «Δεν μπορεί να περιμένει ως αύριο;» «Φοβάμαι πως όχι». «Επιτρέψτε μου να αλλάξω ρούχα». Γύρισε πίσω και άλλαξε ρούχα. Αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να έρθει σε επαφή με τους άλλους. Είχε ακούσει τις ειδήσεις των έξι και ήξερε ότι η απεργία είχε κηρυχθεί παράνομη. Εκείνος όμως ήλπιζε ότι η απεργία θα συνεχιζόταν, έστω κι αν τον συνελάμβαναν. Τον έχωσαν σε ένα Landrover που περίμενε απ’ έξω και τον πήραν. Καθώς η Ακινί ετοιμαζόταν να πάει στην πρωινή λειτουργία στην εκκλησία του Ίλμορογκ, έτυχε να κοιτάξει προς το μέρος του σπιτιού του. Πάντα το έκανε αυτό μηχανικά, και είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να κόψει αυτή τη συνήθεια. Είδε το


15

Landrover να απομακρύνεται. Έτρεξε στο σπίτι του –ποτέ της δεν είχε πάει εκεί– και βρήκε την πόρτα σφραγισμένη με λουκέτο. Μέσα σε λίγες ώρες τα νέα διαδόθηκαν παντού. Οι εργάτες έκαναν πορεία προς το αστυνομικό τμήμα με εχθρικές διαθέσεις και ζητούσαν την απελευθέρωσή του. Ένας αξιωματικός βγήκε και τους μίλησε σε εκπληκτικά διαλλακτικό τόνο. «Παρακαλώ, διαλυθείτε ήσυχα. Ο Καρέγκα βρίσκεται εδώ για μια ανάκριση ρουτίνας. Κι αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τη χτεσινοβραδινή σας απόφαση για απεργία. Πρόκειται για μια δολοφονία – μια δολοφονία στο Ίλμορογκ». «Δολοφονία των εργατών!» του αποκρίθηκε κάποιος. «Δολοφονία του εργατικού κινήματος!» «Παρακαλώ, διαλυθείτε», έκανε απελπισμένα έκκληση ο αστυνομικός. «Εσείς να διαλυθείτε... να διαλυθεί η τυραννία των ξένων εταιρειών και των ντόπιων αγγελιαφόρων τους!» «Τέρμα στην κυριαρχία των ξένων που την αστυνομεύουν τα μαύρα τσιράκια τους! Τέρμα στην εκμετάλλευση του μόχθου μας!» Το πλήθος ήταν οργισμένο, γινόταν απειλητικό. Ο αξιωματικός έγνεψε στους υφισταμένους του. Αυτοί έβγαλαν έξω άλλους, που ήρθαν οπλισμένοι και καταδίωξαν τους διαμαρτυρόμενους εργάτες ως το κέντρο του Ίλμορογκ. Ένας δυο εργάτες τραυματίστηκαν σοβαρά και μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο. Οι εργάτες ένιωθαν τη δύναμή τους να ξυπνά. Ποτέ δεν είχε ξανασυμβεί στο Ίλμορογκ να αντιμετωπιστούν με τέτοια περιφρόνηση οι Αρχές.


[ 5 ]

16

Μια εφημερίδα, η Daily Mouthpiece, έβγαλε παράρτημα με πηχυαίους τίτλους: ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΜΖΙΓΚΟ, ΤΣΟΥI, ΚΙΜΕΡΙΑ. Ένας άντρας, θεωρούμενος αγκιτάτορας του εργατικού σωματείου, συνελήφθη όταν ένας κορυφαίος βιομήχανος και δύο εξειδικευμένα διοικητικά στελέχη, γνωστά ως οι Αφρικανοί διευθύνοντες σύμβουλοι των διεθνούς φήμης Ζυθοποιείων Theng’eta, κάηκαν χτες τη νύχτα ζωντανοί στο Ίλμορογκ, μόλις λίγες ώρες αφότου έλαβαν την κατηγορηματική απόφαση να μην αυξηθούν οι αμοιβές των εργαζομένων... Πιστεύεται ότι πληρωμένοι δολοφόνοι τούς παγίδευσαν σε ένα σπίτι και εκεί τους επιτέθηκαν. Η απώλεια των τριών θα είναι ανεπανόρθωτη για το Ίλμορογκ. Αυτοί μεταμόρφωσαν το Ίλμορογκ από ένα ασήμαντο χωριουδάκι του 19ου αιώνα, απομεινάρι της εποχής των Κραπφ και Ρέμπμαν,2 σε μια σύγχρονη βιομηχανική πόλη, την οποία, ακόμα και γενιές των ανθρώπων που γεννήθηκαν μετά τον Γκαγκάριν και τον Άρμστρονγκ,3 θα υπερηφανεύονται ότι την επισκέφθηκαν... κ.λπ. κ.λπ. ... Οι Κιμέρια και Τσούι ήταν διακεκριμένα στελέχη και εκ των ιδρυτών της KCO 4... κ.λπ. ... κ.λπ. ...

2 Αναφορά σε δύο Γερμανούς προτεστάντες ιεραποστόλους και εξερευνητές, τον Johanes Rebman (1820-1876) και τον Johan Ludwig Krapf (18101886). Οι δύο εξερευνητές υπήρξαν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που αντίκρισαν τα όρη Κένυα και Κιλιμάντζαρο. Οι περιγραφές τους αρχικά δεν έγιναν πιστευτές, στη συνέχεια όμως αναγνωρίστηκε η ορθότητα των ισχυρισμών τους. 3 Αναφορά στους δύο πρωτοπόρους αστροναύτες, τον Ρώσο Γιούρι Γκαγκάριν και τον Αμερικανό Νηλ Άρμστρονγκ. 4 KCO – Kenya Cultural Organisation: Πολιτιστική Οργάνωση της Κένυας.


κεφαλαιο Δευτερο

[ 1 ]

φρεϋ Μουνίρα, καβάλα σ’ ένα μεταλλικό άλογο, διέσχισε το Ίλμορογκ με ένα αραιό σύννεφο σκόνης να σέρνεται πίσω του κι έφτασε ως την πόρτα ενός χορταριασμένου σπιτιού με δυο δωμάτια, στο κέντρο αυτού που κάποτε υπήρξε ο αυλόγυρος ενός σχολείου. Ξεπέζεψε και στάθηκε ακίνητος, με το ένα χέρι του σφιγμένο γροθιά στο ισχίο και το αριστερό να κρατά ακόμα το άλογο, με τα κοκκινωπά, θαρρείς γεμάτα αίμα μάτια του να παρακολουθούν τον γκρίζο ξεραμένο λειχήνα πάνω στον τοίχο που κάποτε ήταν βαμμένος στο χρώμα της ώχρας. Έπειτα ακούμπησε με το πάσο του το μεταλλικό άλογο στον τοίχο και, σκύβοντας, ξεδίπλωσε τα μπατζάκια του παντελονιού του, τα χτύπησε λίγο με τα χέρια του –μια μικρή, συμβολική χειρονομία, αφού η σκόνη είχε κολλήσει πεισματικά πάνω τους όπως και πάνω στα παπούτσια του–, προτού κάνει μερικά βήματα προς τα πίσω για να ελέγξει πάλι την πόρτα, τους τοίχους που κατέρρεαν και την τσίγκινη σκεπή που την είχε κάψει ο ήλιος. Ξαφνικά, τράβηξε αποφασιστικά προς την πόρτα και δοκίμασε το χερούλι, ενώ με τον δεξή του ώμο έσπρωχνε την πόρτα. Η πόρτα υποχώρησε κι αυτός βρέθηκε σε ένα δωμάτιο γεμάτο με ψόφιες αράχνες και φτερά από μύγες που μπλέχτηκαν στους ιστούς τους, να φτάνουν, σε όλους τους τοίχους, ως τα γείσα της οροφής.

17

Ολα αυτά όμως συνέβησαν δώδεκα χρόνια αφότου ο Γκόντ-


18

Άλλος ένας ήρθε στο χωριό· αυτά ήταν τα μαντάτα που έφτασαν στο Ίλμορογκ. Τα παιδιά τον παρακολουθούσαν στις μανιασμένες προσπάθειές του να συμμαζέψει και να ξεχορταριάσει το μέρος και έδιναν αναφορά για τα πάντα στους γέρους και στις γριές. Θα φύγει κι αυτός μαζί με τον άνεμο, έλεγαν οι γέροι· σάμπως δεν ήρθαν εδώ κι άλλοι πριν απ’ αυτόν; Ποιος θα ’θελε να εγκατασταθεί σ’ αυτή την ερημιά, εκτός απ’ αυτούς που είναι μισεροί –που ο Διάολος να κάνει μια χαψιά τον Αμπντούλα– ή αυτές με τα γερασμένα λαγόνια – ο Θεός να ευλογεί τη Νιακίνιουα, τη γριά. Το ίδιο το σχολείο ήταν μια παράγκα με τέσσερα δωμάτια, με ραγισμένους χωματένιους τοίχους, τσίγκινη σκεπή με τρύπες που έχασκαν και ακόμα περισσότερους ιστούς αράχνης και φτερά και κεφάλια από ψόφιες μύγες. Είναι να απορείς που οι δάσκαλοι το έβαζαν στα πόδια με την πρώτη ματιά; Οι μαθητές ήταν οι περισσότεροι βοσκόπουλα, που συχνά δεν τελείωναν το εξάμηνο αλλά ακολουθούσαν τους πατεράδες τους αναζητώντας νέα βοσκοτόπια και νερό για τα ζωντανά τους. Ο Μουνίρα όμως έμεινε κι ύστερα από ένα μήνα όλοι μας ψιθυρίζαμε: Μπας κι είναι κομματάκι μουρλός; Και δεν είναι δα και τόσο γέρος! Μπας και θα μας έφερνε το κακό; Ιδίως όταν αυτός άρχισε να κάνει μάθημα κάτω από την ακακία, κοντά στο μέρος όπου έλεγαν πως ήταν ο τάφος του μυθικού Ντέμι, που το πνεύμα του φύλαγε έναν καιρό τη χώρα του Ίλμορογκ, προτού έρθει ο ιμπεριαλισμός και αλλάξει τη μορφή των πραγμάτων. Αυτός κοροϊδεύει τον Ντέμι, είπε ο Μουάθι γουά Μούγκο, που εξυπηρετούσε με τις συμβουλές του τόσο τους ανθρώπους που έμεναν στις βουνοκορφές όσο και αυτούς στις πεδιάδες και τους ορμήνεψε πώς να τον αποτρέψουν. Τη νύχτα, κάτω από τη σκέπη του σκοταδιού, η γριά έχεσε ένα σωρό από σκατά ανάμεσα στο κτήριο του σχολείου και την ακακία. Το πρωί τα παιδιά βρήκαν ένα μάλλον νερουλό λοφάκι από σκατά. Γύρισαν τρέχοντας στους γονείς τους και τους εί-


5 Η μηλιά κέι είναι τροπικό δέντρο μεσαίου μεγέθους που ενδημεί στη Νό-

τια Αφρική. Η επιστημονική του ονομασία είναι Dovyalis Caffra.

19

παν μια αστεία ιστορία για τον καινούργιο δάσκαλο. Για μια βδομάδα περίπου ο Μουνίρα κάλπαζε πάνω στο άλογό του κατά μήκος των λόφων και των πεδιάδων κυνηγώντας τους μαθητές που είχαν γίνει άφαντοι. Στο τέλος τσάκωσε κάποιον απ’ αυτούς. Ξεπέζεψε από το άλογό του αφήνοντάς το να πέσει καταγής κι έτρεξε πίσω από το μαθητή. «Πώς σε λένε;» τον ρώτησε αρπάζοντάς τον από τον ώμο. «Μουριούκι» «Γιος της ...;» «Γουαμπούι». «Αυτή είναι η μητέρα σου;» «Ναι». «Και με τον πατέρα σου τι γίνεται;» «Αυτός δουλεύει πολύ μακριά». «Για πες μου, γιατί δεν σ’ αρέσει το σχολείο;» Το παιδί έκανε σχέδια στο χώμα με το δεξί του πόδι, έγερνε στη μια μεριά και με το ζόρι συγκρατούσε τα γέλια του. «Δεν ξέρω, δεν ξέρω», είπε κάνοντας ένα μορφασμό σαν να ήθελε να κλάψει. Ο Μουνίρα το άφησε να φύγει αφού του απέσπασε την υπόσχεση ότι ο Μουριούκι θα ξαναγύριζε, φέρνοντας μάλιστα και τα άλλα παιδιά μαζί του. Έτσι γύρισαν πίσω με πολλή δυσπιστία· ακόμα τον θεωρούσαν λιγάκι παλαβό κι αυτή τη φορά θα διακινδύνευαν να βγουν από τον αυλόγυρο. Εκείνη περίμενε τον Μουνίρα μπροστά στο φράχτη του σχολείου τον φτιαγμένο από μηλιές κέι.5 Αυτός ξεπέζεψε από το μεταλλικό άλογο. Παραμέρισε νομίζοντας πως εκείνη ήθελε απλώς να περάσει. Εκείνη όμως στάθηκε καταμεσής στο στενό μονοπάτι, ακουμπώντας σε ένα ροζιασμένο μπαστούνι.


«Εκεί απ’ όπου έρχεσαι υπάρχουν ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι;» «Ναι». «Και φως που βγαίνει από σύρματα στερεωμένα σε ξερά δέντρα κάνοντας τη νύχτα μέρα;» «Ναι». «Και γυναίκες με ψηλά τακούνια;» «Ναι». «Με άλουστα μαλλιά που βρομάνε τσίκνα από καψαλισμένο κατσικήσιο πετσί;» «Ναι». Κοίταξε το ρυτιδωμένο πρόσωπό της, το φως στα μάτια της. Το βλέμμα του προσπερνώντας την περιπλανήθηκε στο άδειο σχολείο, καθώς ήταν περασμένες τέσσερις, κι αναλογίστηκε τι να γύρευε εκείνη. «Είναι ωραίες και σοφές όπως θέλει ο Λευκός; Έτσι δεν είναι;» «Έτσι ακριβώς. Μερικές φορές παραείναι σοφές». «Οι νέοι μας, άντρες και γυναίκες, μας παράτησαν. Τους κάλεσε κοντά του το γυαλιστερό μέταλλο. Φεύγουν και μοναχά νέες γυναίκες ξαναγυρνούν, για να αφήσουν τα νεογέννητα στις γιαγιάδες τους που γέρασαν πια γρατζουνίζοντας τούτη τη γη για μια μπουκιά ζωή. Εκεί στην πόλη, λένε, υπάρχει χώρος μονάχα για έναν... τα αφεντικά μας δεν θέλουν μωρά να τριγυρνάνε στα δωματιάκια μέσα στις μικρές αυλές. Άκουσες εσύ ποτέ κάτι τέτοιο; Ανεπιθύμητα παιδιά; Κι οι νέοι άντρες το ίδιο. Κάποιοι φεύγουν και δεν ξαναγυρνάνε ποτέ. Άλλοι έρχονται κάπου κάπου να δουν τις γυναίκες που άφησαν πίσω, τις γκαστρώνουν, και φεύγουν στα γρήγορα σαν να τους διώχνει από το Ίλμορογκ το uhere ή το mutung’u.6 Πώς να τους πούμε; Η

20

6

Το uhere είναι η ιλαρά και το mutung’u η ευλογιά στη γλώσσα σουαχίλι της Κεντρικής Αφρικής.


νέα γενιά του uhere και του mutung’u; Γιατί αυτές δεν ήταν οι δερματικές αρρώστιες και οι πληγές που κάποτε εξάντλησαν το λαό μας τον καιρό της εισβολής των Mzungu;7 Για πες μου λοιπόν, εσένα τι σε φέρνει σ’ ένα ερειπωμένο κομμάτι γης; Κοίτα τον Αμπντούλα. Ήρθε κι αυτός από κει πέρα και τι μας έφερε; Ένα γάιδαρο! Για φαντάσου, ένα γάιδαρο! Εσύ τι ήρθες να πάρεις στ’ αλήθεια από το χωριό μας; Μήπως τα παιδιά που απέμειναν;» Αυτός ζύγισε για μερικά δευτερόλεπτα την απάντησή του. Έκοψε ένα παραγινωμένο κίτρινο μήλο κέι και το έλειωσε ανάμεσα στα δάχτυλά του. Δεν υπάρχει μια ασφαλής γωνιά όπου να μπορεί κανείς να κρυφτεί και να κάνει κάποιο έργο, να φυτέψει ένα σπόρο και να μπορέσει να δει τους καρπούς του; Η μυρωδιά από το σαπισμένο, μουχλιασμένο μήλο κέι τον χτύπησε στα ρουθούνια. Ξάφνου ένιωσε μια αναγούλα, Κύριε λευτέρωσέ μας από το παρελθόν μας, και έψαξε σαν τρελός τις τσέπες του για να βρει ένα χαρτομάντιλο να κρύψει το φτέρνισμά του. Ήταν πολύ αργά. Ένα κομμάτι μύξα πετάχτηκε στο ρυτιδωμένο πρόσωπο της γυναίκας. Εκείνη ξεφώνισε «Άουουουου, nduri ici mutiuke muone!»8 και έφυγε έντρομη. Αυτός γύρισε στο πλάι πασχίζοντας να συγκρατήσει ένα ακόμα φτέρνισμα. Όταν μετά από ένα δευτερόλεπτο κοίταξε το μονοπάτι, δεν φαινόταν το παραμικρό ίχνος της πίσω από τη μηλιά κέι ή οπουδήποτε αλλού. Εκείνη είχε εξαφανιστεί. «Παράξενο, μυστήριο», μονολόγησε. Καβάλησε το μεταλλικό άλογό του και τράβηξε αργά για το μαγαζί του Αμπντούλα. Ο Αμπντούλα ήταν κι αυτός νεοφερμένος στο Ίλμορογκ. Αυτός και ο κοντούλης ξερακιανός Τζόζεφ ήρθαν στα μέρη μας με μια άμαξα που την έσερνε ένας γάιδαρος, γεμάτη με sufurias9 και

8 Βλαστήμια που εκφράζει έκπληξη. 9 Κατσαρόλες.

21

7 Οι Λευκοί, οι Ευρωπαίοι.


22

πιάτα και φτηνές κουβέρτες στριμωγμένες μέσα σε σχισμένους σάκους από κανναβάτσο και βρόμικα σεντόνια δεμένα σε πρόσκαιρους μπόγους. «Αυτή θα είναι μια περιπετειώδης χρονιά», κάγχασε ο Ντζόγκου καθώς αντίκρισε το παράξενο τρίο και άκουσε το ακόμα πιο παράξενο αίτημά τους: πώς γινόταν, σε τούτη την ερημιά, ακόμα και να σκεφτεί κανείς να διασώσει το ρημαγμένο μαγαζί με τους χωματένιους τοίχους που ανήκε κάποτε στον Νταραμασάχ των μύθων του Ίλμορογκ; «Μπορείτε να πάρετε το φάντασμα... τις αναμνήσεις, τις κατάρες κι όλα τ’ άλλα...» είπε ο γερο-Ντζόγκου, δείχνοντας το κτήριο που η στέγη και οι τοίχοι του έγερναν μονόμπαντα και δεν ξεχώριζε από τα ξεραμένα αγριόχορτα και το κόκκινο χώμα. Το είχαμε συνήθειο να μαζευόμαστε στο μαγαζάκι του και να κοιτάμε το κουτσό του πόδι και την κακομοιριασμένη φάτσα του και να ακούμε το χείμαρρο από κατάρες με τις οποίες περιέλουζε τον Τζόζεφ. Πολύ γρήγορα αρχίσαμε να χαιρόμαστε που είχαμε μετά από τόσο καιρό ένα μέρος όπου μπορούσαμε να βρούμε αλάτι και πιπέρι. Αλλά περισσότερο μας ανησυχούσε ο γάιδαρός του γιατί έτρωγε πάρα πολύ χορτάρι κι έπινε πάρα πολύ νερό. Μέσα σ’ ένα μήνα ο Αμπντούλα στις προμήθειές του από καλαμποκάλευρο Jogoo Unga, αλάτι και πιπέρι πρόσθεσε και το μπαρ. Τις Παρασκευές ή τα Σάββατα οι βοσκοί από τις πεδιάδες του Ίλμορογκ κατέβαιναν στο μαγαζί, έπιναν, κουβέντιαζαν και καυχιόντουσαν για τις αγελάδες και τα κατσίκια τους. Είχαν πολλά λεφτά από τις περιστασιακές πωλήσεις κατσικιών στην αγορά του Ρουούα-ίνι και δεν είχαν πού αλλού να τα ξοδέψουν, κι έτσι τα κουβάλαγαν κρυμμένα μέσα στα κόκκινα ρούχα τους, σε τενεκεδάκια κρεμασμένα με σπάγκους από το λαιμό τους. Έπειτα εξαφανίζονταν για μέρες ή και βδομάδες ακόμα, προτού ξανακατέβουν στο μαγαζί του Αμπντούλα. O Μουνίρα μπήκε στο μαγαζί από την πίσω πόρτα και κάθισε στην άκρη ενός πάγκου που έτριζε. «Είναι παράξενο», μο-


νολόγησε πάλι, αναπολώντας τη συνάντησή του με τη γριά, καθώς περίμενε τον Τζόζεφ να του φέρει μια μπίρα Tusker. Πάνω που άρχισε να πίνει, τρεις γεροδεμένοι αλλά ηλικιωμένοι τύποι κάθισαν μαζί του στο τραπέζι. Ο Μουτούρι, ο Ντζουγκούνα και ο Ρουόρο ήταν πλούσιοι χωρικοί και ως τέτοιοι ήταν οι σοφοί, οι athamaki της αγροτικής κοινότητας. Αυτοί έλυναν τις διαφορές όχι μόνο ανάμεσα στις διάφορες οικογένειες αλλά και μεταξύ της ίδιας της κοινότητας και των βοσκών των πεδιάδων. Για τις σοβαρότερες διαφορές και τα προβλήματα πήγαιναν στο μάντη, τον Μουάθι γουά Μούγκο. Χαιρέτησαν τον Μουνίρα και έπιασαν κουβέντα για τον καιρό. «Από πού έρχεσαι; Έχει ξηρασία σ’ εκείνο το μέρος;» «Κάνει... εντάξει... κάνει πάντα ζέστη τον Ιανουάριο». «Και βέβαια είναι η ίδια εποχή – η εποχή githemitu». «Αυτό είναι τ’ όνομά της;» «Αυτά τα παιδιά... έχετε τόσο πολλές maneno maneno10 των ξένων στο μυαλό σας. Εσείς είχατε καλή σοδειά τον gathano11 στον τόπο σας; Εδώ ήταν λιγοστή και δεν ξέρουμε αν οι σπόροι του καλαμποκιού και των φασολιών θα μας βγάλουν μέχρι να τελειώσουν οι βροχές του njahi.12 Δηλαδή, αν πιάσουν βροχές...» «Στην πραγματικότητα εγώ δεν είμαι αγρότης», έσπευσε να τους εξηγήσει ο Μουνίρα, που όλη αυτή συζήτηση για τον njahi, τoν themithu,13 τον gathano και τον mwere14 τον έκανε να σαστίσει. «Ξέρουμε, ξέρουμε... τα χέρια ενός Msomi15 είναι από μόνα τους ένα βιβλίο. Σάμπως δεν βλέπω αυτούς τους ανθρώπους 10 Λέξεις. 11 Ιούλιος. 12 Η εποχή των παρατεταμένων βροχών, μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου. 14 Η εποχή των λιγοστών βροχών, μεταξύ Οκτωβρίου και Ιανουαρίου. 15 Ο μορφωμένος.

23

13 Φεβρουάριος.


της πόλης όταν έρχονται να μας επισκεφθούν; Χέρια που δεν τα άγγιξε το χώμα, λες και φορούν ngome».16 Μια ζωή ο Ντζουγκούνα φιλοδοξούσε να φορέσει δαχτυλίδια ως ένδειξη ότι είπε πια kwaheri17 στα λερωμένα από το χώμα χέρια του. Τότε θα έμοιαζε με έναν από εκείνους τους άρχοντες των mbar18 των νεανικών του χρόνων. Μερικές από τις φημισμένες οικογένειες είχαν τόσο πολλές αγελάδες και κατσίκες, που έπαιρναν στη δούλεψή τους ahoi19 και παρατρεχάμενους. Οι ahoi και οι ndungata20 βέβαια ήλπιζαν ότι θα έπαιρναν για πληρωμή μια κατσίκα και θα αποκτούσαν τη δική τους γη από τις κοινόχρηστες γαίες και τα λιβάδια που έμεναν αζήτητα. Άλλοι αρχηγοί μεγάλων οικογενειών και άρχοντες είχαν αρκετές γυναίκες και γιους που έμπαιναν στη δουλειά ή αρκετές κόρες για να τους φέρουν ακόμα περισσότερα πλούτη. Τέτοια ευημερία όμως δεν τη γνώρισε ποτέ ο Ντζουγκούνα. Η γη δεν φαινόταν να έχει μεγάλη απόδοση και δεν υπήρχαν πια παρθένα εδάφη για να δραπετεύσει κανείς όπως εκείνο τον καιρό πριν από την αποικιοκρατία. Ο γιος του είχε φύγει για τα μεγάλα αγροκτήματα των Ευρωπαίων ή για τις μεγάλες πολιτείες. Κόρες δεν είχε· άλλωστε σε τι χρησίμευαν αυτές σήμερα; Στο κάτω κάτω, κι ο γερο-Ντζόνγκου είχε αρκετές κόρες, κι αυτές μόνο λύπες τού έφεραν αντί για κατσίκες. Έτσι ο Ντζουγκούνα, όπως κι οι άλλοι αγρότες σε όλες τις καλύβες που ήταν σκορπισμένες στην περιοχή του Ίλμορογκ, έπρεπε να αρκεστεί σε λιγοστά στρέμματα, ελάχιστα εργαλεία και στη σκληρή δουλειά της μικρής του οικογένειας. Εξακολουθούσε όμως να ελπίζει. «Δεν είχαμε αρκετές βροχές τον τελευταίο mwere», εξηγού16 Δαχτυλίδια. 17 Αντίο.

24

18 Μεγάλες οικογένειες. 19 Ακτήμονες. 20 Υπηρέτες.


21 Uhuru στα σουαχίλι σημαίνει ελευθερία. Το ομώνυμο κίνημα είναι ένα ριζοσπαστικό σοσιαλιστικό κίνημα, με επίκεντρο τη θεωρία του αφρικανικού διεθνισμού.

25

σε ο Μουτούρι. «Τώρα κοιτάμε τον ήλιο και τον αέρα και τα πουλιά thungururi στον ουρανό και φοβόμαστε πως μπορεί και να μη βρέξει. Βέβαια μέχρι τις βροχές του njahi έχουμε ακόμα δυο μήνες... αυτά τα πουλιά όμως... φοβόμαστε». Ο Μουρίνα αδιαφορούσε για τη γεωργία. Κι αυτή τη συζήτηση για πιθανή ανομβρία και για βροχές την άκουγε από τα παιδικά του χρόνια. Πάντα οι αγρότες έλεγαν ότι τους απειλούσε η ξηρασία, λες κι αν εξωτερίκευαν τους φόβους τους θα γλύτωναν από παρόμοιες συμφορές. «Εγώ είμαι σίγουρος πως θα βρέξει», είπε απλώς και μόνο για να τους διαβεβαιώσει ότι ενδιαφερόταν. Προσπάθησε να στρέψει τη συζήτηση σε άλλα θέματα κι ο Αμπντούλα έσπευσε να τον σώσει. «Λες να τα καταφέρεις μόνος σου με το σχολείο;» ρώτησε ο Αμπντούλα. «Ελπίζω ότι μόλις αρχίσουν να λειτουργούν η πρώτη και η δευτέρα τάξη, θα μπορέσω να βρω περισσότερους δασκάλους». «Η πρώτη και η δευτέρα, πώς;» «Ε, η δευτέρα μόνο τα πρωινά και η πρώτη τα απογεύματα», είπε. «Θα πρέπει να είσαι πολύ αφοσιωμένος στο έργο σου», είπε ο Αμπντούλα και ο Μουνίρα δεν κατάλαβε αν αυτό το έλεγε σαρκαστικά ή σαν φιλοφρόνηση. Προσπάθησε όμως να δώσει μια ειλικρινή απάντηση. «Όσοι από εμάς είχαμε κάποια μόρφωση... προσπαθήσαμε να αφήσουμε τον αγώνα για την Uhuru21 στους απλούς ανθρώπους. Μείναμε... έξω από το χορό, θα έλεγα. Τώρα όμως, με την ανεξαρτησία, έχουμε μια ευκαιρία να το ανταποδώσουμε... να δείξουμε ότι δεν διαλέγουμε πάντα να μένουμε έξω α-


26

πό το χορό... Γι’ αυτό... λοιπόν... διάλεξα τη μετάθεση σ’ αυτό... στο Ίλμορογκ». «Εγώ δεν είμαι σίγουρος ότι κάποιοι δεν άρχισαν κιόλας να σκέφτονται μονάχα τα στομάχια τους», είπε ο Αμπντούλα, και για μια ακόμα φορά ο τόνος του δημιούργησε μια ελαφριά δυσφορία στον Μουνίρα. Λες κι ο Αμπντούλα υποπτευόταν ήδη ή ανταγωνιζόταν την... τελοσπάντων... μάλλον ιεραποστολική στάση και τη ζέση του. «Δεν μπορώ να μιλήσω για όλους, φαίνεται όμως ότι υπάρχει ακόμα ενθουσιασμός και μια πίστη πως όλοι μπορούμε να κάνουμε κάτι για να πραγματοποιηθεί η ανεξαρτησία μας...» είπε. «Έτσι πρέπει να μιλά κανείς», είπε ο Μουτούρι με σεβασμό. «Αυτές είναι σωστές κουβέντες». Τώρα ο Μουνίρα άδραξε την ευκαιρία να τους αναπτύξει τις μελλοντικές προοπτικές του σχολείου και τους ζήτησε τη συνεργασία τους. «Kamuingi koyaga ndiri»,22 είπε, δίχως να πιστεύει το σύνθημα, αντιλαμβανόμενος όμως ότι τα λόγια αυτά τους εντυπωσίασαν. Αργότερα, όταν είχε σκοτεινιάσει, οι τρεις αγρότες γύρισαν παραπατώντας στα σπίτια τους, αλλά όχι πριν αναφέρουν τα ευρήματά τους στη Νιακίνιουα. Έγερναν κάπως βαριά πάνω στα μπαστούνια τους, τα μάτια τους ήταν λιγάκι κοκκινισμένα, οι φωνές τους δεν ακούγονταν και πολύ καθαρά· είναι εντάξει, είπαν στους άλλους που είχαν μαζευτεί στο σπίτι της Νιακίνιουα. Είναι εντάξει, είπαν, και αλληλοκοιτάχτηκαν με νόημα. Εκείνος έγινε ένας από μας. Τα παιδιά τραγουδούσαν a, e, i, o, u, î, û, με δυνατές φωνές. Τραγουδούσαν επίσης Kamau wa Njoroge ena ndutu kuguru,23 και έκαναν διάφορα κόλπα, τρώγοντας τη βρομιά ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών τους ξύ22 Η ενότητα είναι ισχύς, ή η ισχύς εν τη ενώσει. 23 Ο Καμάου γουά Ντζορόγκε είναι κουτσός.


27

νοντάς τα με ζήλο στο πάτωμα. Μερικά το ’σκαγαν από το σχολείο για να πηγαίνουν να παίζουν αυθεντικούς ποιμενικούς σκοπούς στα ζώα τους ή απλώς για να σκαρφαλώνουν στα δέντρα mwariki στα χωράφια. Άλλα συνέχισαν να κλαψουρίζουν για καμιά βδομάδα, κι έπειτα πήραν κι αυτά το δρόμο για τα κοπάδια. Μα βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1960, όχι σ’ αυτήν του 1860, σκεφτόταν κάπως απογοητευμένος ο Μουνίρα. Ακόμα μια φορά διέτρεξε τη βουνοκορφή, βρήκε μερικά παιδιά και τους είπε να ειδοποιήσουν τα υπόλοιπα ότι συγκαλούσε Σχολική Συνέλευση. Μόνο πέντε μαθητές παρουσιάστηκαν. Τους μίλησε από την υπερυψωμένη χωματένια εξέδρα: «Ακούστε, δείξατε επιμέλεια που ξεπερνά τον μέσο όρο, αν όχι εξυπνάδα, παρακολουθώντας αυτή τη συγκέντρωση. Έτσι προάγεστε στην τάξη αρχαρίων των αγγλικών. Θα χρειαστείτε όμως ένα δάσκαλο που να μπορεί να αντέξει όλη αυτή την εχθρότητα και την αδιαφορία ενός λαού που αντιτίθεται στο διαφωτισμό και στην πρόοδο». Έκλεισε την πρώτη του Σχολική Συνέλευση ορκιζόμενος σιωπηλά να μην ξαναγυρίσει ποτέ σε τούτο τον ξεχασμένο από τον Θεό τόπο. Η πρώτη του συνειδητή απόπειρα να συντονιστεί με το περιβάλλον έδειχνε να καταλήγει σε ακόμα μια αποτυχία, μια ακόμα ήττα. Σπιρούνια, αναβολείς, ένας ιππέας από μέταλλο, καβαλάρης σε ένα σύννεφο σκόνης. O Μουνίρα έπαιρνε είδηση το πλήθος των ματιών που πίσω από τους φράχτες κορόιδευαν την αποτυχία του. Η γριά Νιακίνιουα έπαιρνε το σκονισμένο μονοπάτι και του φώναζε καθώς εκείνος υποχωρούσε. Παρακάτω στα χωράφια, γυναίκες τραγουδούσαν σε χορωδία στο ρυθμό του gitiro για έναν άλλο καβαλάρη, πριν από πολύ καιρό, όταν το Ίλμορογκ ήταν πράγματι Ίλμορογκ: Βλέπουμε του Μουνόρου τα παιδιά, πού πήγε τώρα του Ντέμι η γενιά; Εκείνον δεν τον ένοιαζε. Για ένα μήνα τον είχαν πάρει στο ψιλό. Ούτε καν ο Αμπντούλα, που το μαγαζί και το μπαρ του είχαν γίνει το καθημερινό του καταφύγιο, δεν τον βοηθούσε.


28

«Είναι κάπως καχύποπτοι με τους ξένους και με τα παράξενα πράγματα. Στην αρχή δεν τους άρεσε ο γάιδαρός μου. Κι ακόμα δεν τους αρέσει. Γιατί; Για το χορτάρι που τρώει. Φαντάσου». Πριν συνεχίσει, περιέλουζε με κατάρες τον Τζόζεφ, κι έπειτα έσκυβε προς το μέρος του Μουνίρα και η φωνή του έπαιρνε έναν συνωμοτικό τόνο: «Mwalimu,24 είναι αλήθεια ότι η γριά έχεσε ένα σωρό σκατά στον αυλόγυρό σου; Μια πράξη ακατονόμαστη. Χα, χα! Τζόζεφ, gatutu gaka,25 φέρε άλλη μια μπίρα στον Mwalimu. Μα είναι αλήθεια;» Και ο σακάτης γελούσε, προκαλώντας τη δυσφορία του Μουνίρα. Τα χάχανα, οι διάφορες αναμνήσεις, και τώρα ο δρόμος προς το Ρουούα-ίνι, την πρωτεύουσα της επαρχίας Τσίρι, δεν έφτιαχναν τη διάθεση του Μουνίρα. Ο δρόμος ήταν το ίδιο ύπουλος με εκείνες τις στρίγκλες, τα παλιόπαιδα και τους σακάτηδες, σκεφτόταν καθώς προχωρούσε μέσα από τα αυλάκια, τα σαμαράκια και τις λακκούβες του δρόμου. Ο δρόμος ήταν κάποτε μια σιδηροδρομική γραμμή που ένωνε το Ίλμορογκ με το Ρουούα-ίνι. Μ’ αυτή τη γραμμή μεταφέρονταν ξυλεία, κάρβουνο και φλοιοί ακακίας από τα δάση του Ίλμορογκ για να τροφοδοτηθούν μηχανές και άνθρωποι στο Ρουούα-ίνι. Αυτή κατέφαγε τα δάση, και όταν εκπλήρωσαν το σκοπό τους, οι δυο ράγιες της ξηλώθηκαν και το έδαφος έγινε δρόμος –ή κάτι σαν δρόμος– που τώρα δεν πρόδινε κανένα ίχνος από την παλιά του εκμεταλλευτική δόξα. Για μια φορά χαμογέλασε όταν έφτασε στην τελευταία λωρίδα ασφάλτου που έκανε ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα στις φυτείες του καφέ που στο παρελθόν ανήκαν στους Λευκούς. Ακόμα κι εδώ δεν υπήρχε καμιά ανάπαυλα. Εξακολούθησε να κάνει βουτιές μέσα στους θάμνους για να αποφύγει τα φορτηγά που έρχονταν προς το μέρος του και οι οδηγοί τους απλώς γελούσαν 24 Δάσκαλε. 25 Ηλίθιε.


29

και έκαναν αισχρές χειρονομίες: άσε το ποδήλατο να βυζαίνει το μαστάρι του φορτηγού. Φάνηκαν τα κτήρια του Ρουούα-ίνι και ξάφνου του ήρθε η ιδέα ότι δεν είχε ακόμα σκεφτεί μια εναλλακτική λύση. Θυμήθηκε γιατί παλιότερα είχε διαλέξει με τόση προθυμία το Ίλμορογκ και όλος ο αχός της οργής μέσα του αντικαταστάθηκε από το φόβο να πάει να δουλέψει στο Λιμούρου, στη σκιά της επιτυχίας του πατέρα του που θα τη συνέκριναν με τη δική του αποτυχία, κι έτσι να παραδεχτεί κι ο ίδιος ότι απέτυχε. Ξάφνου αυτή η σκέψη τον έκανε να σταματήσει. Κατέβηκε από το ποδήλατο. Ακούμπησε σ’ αυτό και, πάνω από το φράχτη, κοίταξε τη σκηνή. Για ένα μίλι ή κάπου τόσο έξω από το Ρουούα-ίνι εκτεινόταν ένα γήπεδο του γκολφ με προσεκτικά κουρεμένο γρασίδι. Τρεις Αφρικανοί γελούσαν με έναν τέταρτο κοιλαρά Αφρικανό, που συνέχιζε να κουνά πέρα δώθε το μπαστούνι του χωρίς να χτυπά την μπάλα. Τα αγόρια που κουβαλούσαν τα σύνεργα του γκολφ, φορώντας σκισμένα ρούχα, στέκονταν σε σεβαστή απόσταση φορτωμένα τους σάκους με τα ρόπαλα και τις λευκές μπάλες. Αχ, αυτός ο κόσμος, συνήλθε από τις σκέψεις του ο Μουνίρα και καβάλησε πάλι στα γρήγορα το ποδήλατό του τραβώντας για το Ρουούα-ίνι. Το γραφείο του Μζίνγκο ήταν ένα αψεγάδιαστα καθαρό πράγμα με ένα δίσκο για τις εισερχόμενες επιστολές, ένα δίσκο για τις εξερχόμενες, και έναν ακόμα για τις διάφορες επιστολές συν μπόλικες πένες και μολύβια πλάι στο καθένα από τα τρία πελώρια μελανοδοχεία. Στον τοίχο κρεμόταν ένας χάρτης της επαρχίας Τσίρι με τις θέσεις των διάφορων σχολείων σημειωμένες με πινέζες. «Πώς πάει το σχολείο σας;» ρώτησε ο Μζίνγκο, και ενώ κουνιόταν ανεπαίσθητα στην περιστρεφόμενη πολυθρόνα του, έριξε μια ματιά στον γεμάτο πινέζες χάρτη. «Με στείλατε σε ένα έρημο σχολείο. Δεν υπάρχουν δάσκαλοι».


«Μου φάνηκε πως εσείς θέλατε ένα ειρηνικό μέρος. Ένα απαιτητικό μέρος». «Εδώ δεν υπάρχουν καν μαθητές». «Ειλικρινά, δεν ξέρω τι πάει στραβά μ’ αυτό το σχολείο. Κανένας δάσκαλος δεν θέλει να μείνει εκεί. Ένα δυο χρόνια και μετά φεύγουν. Αν εσείς βρίσκατε ένα δάσκαλο, ακόμα και ανεκπαίδευτους δασκάλους, εμείς σίγουρα θα τους προσλάβουμε». «Μα...» «Σύντομα θα έρθω εκεί, σύντομα θα κάνω μια περιοδεία. Έχετε καλούς δρόμους; Ξέρετε, αυτά τα καταραμένα τα αυτοκίνητα είναι σκέτος μπελάς, πραγματικό φορτίο για τον Μαύρο άνθρωπο, πιστέψτε με, κύριε εεε, εεε... Μουνίρα· ένα ποδήλατο είναι πολύ μικρότερος μπελάς». Τώρα κοιτούσε τον Μουνίρα, και τα χείλη του έσκαγαν σε ένα ειρωνικό μειδίαμα σαν να ήθελε να πει: Εσείς θα έπρεπε να το ξέρετε, αφού προσπαθούσατε να το σκάσετε... μα πώς λοιπόν, σκέφτηκε ο Μουνίρα, μπορούσε να ξέρει ο Μζίνγκο; Και ξαφνικά, καθώς θυμήθηκε τα φορτηγά και τους οδηγούς των matat26 που τον ανάγκαζαν να κάνει βουτιές στους θάμνους όπως ερχόταν εδώ, θεώρησε πολύ πνευματώδη τη συγκαταβατική φιλοφρόνηση του Μζίνγκο για τα ποδήλατα. Ο θυμός που είχε μέσα του έδωσε τη θέση του στο γέλιο. Γέλασε ώσπου πόνεσαν τα πλευρά του και ένιωσε καλύτερα, ξαλάφρωσε μέσα του. «Δεν με πιστεύετε, έτσι;» ρώτησε ο Μζίγκο. Ο Μουνίρα σκεφτόταν τώρα τον Αμπντούλα το σακάτη, τη γριά Νιακίνιουα, τα παιδιά που προτιμούσαν να βόσκουν τα ζώα και να σκαρφαλώνουν στα mwariki αντί να πηγαίνουν στο σχολείο. Αντιπαρέβαλε τη δική τους άμεση προσέγγιση με τούτο το στόμφο, τη δική τους ατμόσφαιρα της περιέργειας με το φόβο

30

26

Μικρά ιδιωτικά πούλμαν που χωρούν από δεκατρείς έως δεκαεννέα επιβάτες και χρησιμοποιούνται παντού στην Κένυα.


Διανυκτέρευσε στον ξενώνα Furaha στο Ρουούα-ίνι. Την επομένη ξεκίνησε για την επαρχία Κιάμπου. Ήθελε να περάσει μια δυο μέρες στο σπίτι στο Λιμούρου προτού ξαναγυρίσει με το ποδήλατό του στο Ίλμορογκ. Ουσιαστικά ως τότε είχε περάσει όλη του τη ζωή στο Λιμούρου. Φεύγοντας το 1946 από το Γυμνάσιο Σιριάνα, δίδαξε σε πολλά σχολεία γύρω από το Λιμούρου: στο Ριρόνι, στην Καμαντούρα, στο Τιεκούνου, στο Γκαθαραΐνι και για τα τελευταία έξι περίπου χρόνια στο Μανγκούο. Έτσι ένιωθε την καρδιά του να χτυπά γρηγορότερα καθώς επέστρεφε σε ένα μέρος από το παρελθόν του. Τον πονούσε όμως το γεγονός ότι ακόμα εξαρτιόταν από τον πατέρα του για το μέρος όπου θα έστηνε το

31

που έκρυβαν τα πρόσωπα τα καθισμένα στις πίσω γωνιές μιας γυαλιστερής Mercedes Benz, πίσω από τα τείχη των μεγάρων που κάποτε προορίζονταν μόνο για τους Λευκούς, και στις ιδιωτικές λέσχες, τη δική τους ειλικρίνεια με τις κοιλιές τις γκαστρωμένες από κακεντρέχεια και πανουργία, που περπατούσαν κατά μήκος των γηπέδων του γκολφ διαπραγματευόμενες εμπορικές συμφωνίες, και αναπολώντας τα λόγια του Αμπντούλα ένιωσε μια τρυφερότητα για το Ίλμορογκ. Ίσως να μην είχε καταλάβει τη Νιακίνιουα, τον Αμπντούλα, τον Ντζόγκου, τον Ντζουγκούνα, τον Ρουόρου και όλους τους άλλους, σκεφτόταν τώρα. Δεν είπε ούτε λέξη για παραίτηση ή για μετάθεση. Μάζεψε την κιμωλία, το βιβλίο με τις ασκήσεις και κάμποσα χαρτιά. «Κύριε Μζίγκο, μιλάτε σοβαρά; Εννοείτε αυτό που είπατε μόλις τώρα; Ότι θα μπορούσα να επιστρατεύσω ακόμα και ανεκπαίδευτους δασκάλους;» «Ναι, κύριε Μουνίρα, υπό τον όρο να μου τους φέρετε για μια επίσημη συνέντευξη. Θέλω να δω αυτό το σχολείο να αναπτύσσεται. Θα ήθελα να δω να λειτουργούν όλες οι τάξεις».


32

σπιτικό του. Πάντα σκεφτόταν να φτιάξει κάτι δικό του, αλλά έμεινε να γυροφέρνει το κτήμα του πατέρα του χωρίς ταυτόχρονα να είναι πλήρες μέρος του. Δεν συνέβαινε το ίδιο με τα πιο επιτυχημένα αδέλφια του. Ο αμέσως μικρότερός του πήγε μέχρι και στην Αγγλία και επέστρεψε για να κάνει μια επιτυχημένη καριέρα στις τράπεζες. Ο άλλος μόλις είχε τελειώσει το Πανεπιστήμιο του Μακερερέ27 και ήταν υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων σε μια πετρελαϊκή εταιρεία. Άλλος ένας σπούδαζε στο Μακερερέ ιατρική. Οι δυο μεγαλύτερες αδελφές του είχαν ολοκληρώσει με επιτυχία τις γυμνασιακές τους σπουδές· η μία εκπαιδευόταν ως νοσοκόμα στην Αγγλία, η άλλη σπούδαζε στο Κολέγιο Γκόνταρ στο Βερμόντ των Ηνωμένων Πολιτειών και θα έπαιρνε μπάτσελορ στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Μία αδελφή του, η Μουκάμι, είχε πεθάνει πρόσφατα και η ανάμνησή της του προκαλούσε βαθιά λύπη, επειδή, έστω κι αν εκείνη ήταν πολύ μικρότερή του, είχε την αίσθηση ότι κατά κάποιον τρόπο τού συμπαραστεκόταν και δεν τον θεωρούσε αποτυχημένο. Ήταν ένα ζωηρό, επαναστατικό πνεύμα. Η Μουκάμι έφαγε μια δυο φορές ξύλο επειδή πήγαινε με τα παιδιά των εγκατεστημένων στη φάρμα εργατών και έκλεβε δαμάσκηνα και αχλάδια από τη φάρμα του πατέρα της. Συχνά, αφού είχε πια εισαχθεί στο Γυμνάσιο της Κένυας,28 όποτε γυρνούσε για διακοπές, πήγαινε με το τσούρμο των εργατών και τους βοηθούσε στο μάζεμα των λουλουδιών του πύρεθρου. Η μητέρα της την επέπληττε λέγοντάς της: «Αυτοί πληρώνονται για να 27 Το Πανεπιστήμιο του Μακερερέ βρίσκεται στην Καμπάλα, πρωτεύουσα της Ουγκάντας. Το 1970 το Μακερερέ διασπάστηκε σε τρία ανεξάρτητα πανεπιστήμια: το Πανεπιστήμιο του Ναϊρόμπι (Κένυα), το Πανεπιστήμιο του Νταρ Ες Σαλαάμ (Τανζανία) και το Μακερερέ ( Ουγκάντα). 28 Πρόκειται για δημόσιο γυμνάσιο θηλέων που λειτουργεί στο Ναϊρόμπι της Κένυας. Ιδρύθηκε το 1908 με την ονομασία European Girls’ School για να μετονομασθεί σε Kenya High School το 1963, μετά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας.


29 Σανδάλια.

2 – Πέταλα από αίμα

33

δουλεύουν!» Η αυτοκτονία της –ρίχτηκε στον γκρεμό ενός λατομείου πάνω από τους βάλτους του Μανγκούο– θα πρέπει να ήταν ο δικός της τρόπος να πει το οριστικό «Όχι» σε έναν σκληρό κόσμο. Ο πατέρας του, ο Εζεκιέλι, ψηλός, άτεγκτος μέσα στην αυστηρή του επιφυλακτικότητα, ήταν ένας πλούσιος κτηματίας και σεβάσμιος πρεσβύτερος στην ιεραρχία της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας. Ήταν μεγαλόσωμος και ταπεινός μέσα στη στρυφνή του αγιοσύνη. Πίστευε ότι τα παιδιά έπρεπε να μεγαλώνουν με βραστά σπόρια καλαμποκιού γαρνιρισμένα με λίγα φασόλια, και τσάι χωρίς ζάχαρη με ελάχιστες σταγόνες γάλα μέσα του, με επιστέγασμα όλων αυτών το λόγο του Θεού και τις προσευχές. Παρά το γλίσχρο σιτηρέσιο, σημείωνε μεγάλη επιτυχία στην προσέλκυση πιστών εργατών στη φάρμα του. Δύο από τους εργάτες βρίσκονταν στη δούλεψη του πατέρα του από τότε που ο Μουνίρα μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό του, φορώντας πάντα τα ίδια μπαλωμένα παντελόνια και nginyira29 αντί για παπούτσια. Κάπου κάπου, καθώς περνούσαν τα χρόνια, προσλάμβανε πολλούς εργάτες –κάποιους μάλιστα από τόσο μακρινά μέρη όπως το Γκάκι, το Μετούμι, η Γκούσιλαντ– για να τον βοηθούν στην καλλιέργεια των χωραφιών του, στο μάζεμα των λουλουδιών του πύρεθρου όλο το χρόνο και στην αποξήρανσή τους, στο μάζεμα των κόκκινων ώριμων δαμάσκηνων τον Δεκέμβριο, στη συσκευασία τους σε κουτιά και στη μεταφορά τους σε ινδικά μαγαζιά για να πουληθούν. Όλοι σχεδόν είχαν κάτι κοινό μεταξύ τους: την υποταγή στον Κύριο. Τον αποκαλούσαν «Αδελφέ Εζεκιέλι, εν Χριστώ αδελφέ μας», και μετά τη δουλειά μαζεύονταν στην αυλή του σπιτιού για να κάνουν προσευχές και να ευχαριστήσουν τον Θεό. Υπήρχαν βέβαια και κάποιοι που είχαν τον διάολο μέσα τους κι εκείνος τους έβαζε να ζητάνε υψηλότερους μισθούς και να προκαλούν


34

φασαρίες στη φάρμα· αυτοί απολύονταν. Ένας απ’ αυτούς προσπάθησε να οργανώσει τους εργάτες σε ένα παράρτημα της Ένωσης των Εργατών στις Φυτείες που λειτουργούσε στις ευρωπαϊκές φυτείες. Ισχυριζόταν ότι δεν υπήρχε καμιά διαφορά μεταξύ των Αφρικανών και των Ευρωπαίων εργοδοτών. Κι αυτός απολύθηκε στη στιγμή. Ακόμα και σε κάποιο κήρυγμα της εκκλησίας καταγγέλθηκε. Χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα «για τις πρόσφατες δοκιμασίες και τους πειρασμούς στους οποίους υποβλήθηκε ο αδελφός Εζεκιέλι». Όμως ακόμα κι όταν ήταν παιδί, ο Μουνίρα είχε την ετοιμότητα να αντιληφθεί πως όταν οι εργάτες βρίσκονταν μακριά από το σπίτι του πατέρα του, στα δωμάτιά τους στο κάτω μέρος της φάρμας, ακόμα και όταν υμνούσαν τον Κύριο, ήταν λιγότερο επιτηδευμένοι, πιο ελεύθεροι και έδειχναν να υμνούν τον Θεό με μεγαλύτερη πίστη και περισσότερη ιερότητα. Ένιωσε κάποιο δέος απέναντι σ’ αυτή την ακράδαντη πεποίθησή τους και την πίστη τους σε έναν υποτιθέμενο παράδεισο που έμελλε να έρθει. Σε μια απ’ αυτές τις συναντήσεις τους ο Μουνίρα, περνώντας κάποτε τις διακοπές του από το Γυμνάσιο Σιριάνα, ένιωσε την καρδιά του να σκιρτά ελαφρά και συνειδητοποίησε το τεράστιο μέγεθος του αμαρτήματος που αργότερα διέπραξε –ήταν μάλιστα το πρώτο του– με την Αμίνα, μια παλιογυναίκα στο Καμιρίθο. Ένιωσε την ανάγκη να εξομολογηθεί, να εξαγνισθεί από τον Κύριο, αλλά ποιος ξέρει γιατί, ενώ ήταν έτοιμος να μιλήσει, διαισθάνθηκε ότι δεν θα πίστευαν την εξομολόγησή του· άλλωστε πώς να βρει τα λόγια για να μιλήσει; Αντ’ αυτού γύρισε σπίτι, πεπεισμένος ότι ενδόμυχα είχε αφεθεί στα χέρια του Κυρίου, και αποφάσισε να κάνει κάτι για τις αμαρτίες του. Έκλεψε ένα σπιρτόκουτο, μάζεψε λίγο χορτάρι και ξερή αγελαδήσια κοπριά, έφτιαξε ένα αντίγραφο του σπιτιού της Αμίνα στο Καμιρίθο, εκεί όπου είχε αμαρτήσει έναντι του Κυρίου, και του έβαλε φωτιά. Κοιτούσε τις φλόγες και ένιωθε πράγματι να εξαγνίζεται από τη φωτιά. Πήγε στο κρεβάτι νιώθοντας ήρεμος και γαλή-


νιος, ξέροντας ότι ήταν αποδεκτός από τον Κύριο. Σαλόμ.30 Η αγελαδήσια κοπριά όμως συντήρησε τη φωτιά και τη νύχτα ο άνεμος τη φούντωσε με φλόγες που θα έγλειφαν ολόκληρο τον σιτοβολώνα αν αυτό δεν γινόταν εγκαίρως αντιληπτό. Το πρωί άκουσε τους εργάτες να το κουβεντιάζουν και να λένε ότι ίσως το έκαναν κάποιοι ζηλόφθονοι γείτονες, και αποφάσισε να μη μιλήσει. Είχε όμως την αίσθηση ότι ο πατέρας του το ήξερε, κι αυτό τον έκανε να νιώθει μεγαλύτερη ενοχή. Μια γυναίκα θυμόταν πάντα ο Μουνίρα· έστω κι αν αυτή δεν ερχόταν ποτέ στην εκκλησία, ξεχώριζε ως η αγιότερη και ειλικρινέστερη όλων των άλλων, μέσα στην εξαίσια απομάκρυνση και την απομόνωσή της στην καλύβα της που την τριγύριζαν πέντε κυπαρίσσια. Η καλύβα της βρισκόταν ακριβώς ανάμεσα στο δικό τους μεγάλο σπίτι και τα δωμάτια των άλλων εργατών. Η γριά Μαριάμου είχε ένα γιο που ήταν ο σύντροφος του Μουνίρα στα παιχνίδια προτού εκείνος πάει στο Γυμνάσιο Σιριάνα. Ακόμα κι όταν ο Μουνίρα γύρισε από το Σιριάνα, εξακολούθησαν να κάνουν παρέα, όχι πολύ στενή, αρκετή όμως για να σοκάρει πραγματικά τον Μουνίρα γύρω στα 1953, όταν έμαθε ότι ο γιος της Μαριάμου πιάστηκε να μεταφέρει όπλα για λογαριασμό των Μάου Μάου31 και στη συνέχεια τον κρέμασαν. Εκείνος όμως τη θυμόταν κυρίως επειδή αυτή διαμαρτυρόταν για τους χαμηλούς μισθούς ή επειδή ο κόσμος δεν πληρωνόταν εγκαίρως, όταν οι άλλοι εμπιστεύο-

31 Η εξέγερση των Μάου Μάου εκδηλώθηκε στην Κένυα το 1952, ως αντίδραση πολλών Κικούγιου (η πολυπληθέστερη από τις εθνότητες που κατοικούν στην Κένυα) κατά της καταπίεσης που υφίσταντο από τους Βρετανούς και τους Λευκούς εποίκους και της αρπαγής των εδαφών τους από αυτούς. Η αντίδραση των βρετανικών Αρχών ήταν ιδιαιτέρως βάναυση και η σύγκρουση αυτή, η οποία διήρκεσε έως το 1960, υπήρξε μια από τις αιματηρότερες συγκρούσεις στην περίοδο της βρετανικής αποικιοκρατίας. Το 1963 η Κένυα απέκτησε την ανεξαρτησία της, με πρώτο πρόεδρο τον Jomo Kenyatta.

35

30 Shalom: εβραϊκή λέξη που σημαίνει ειρήνη.


νταν το λόγο του πατέρα του και την καλή του θέληση. Εκείνη σεβόταν τον Εζεκιέλι, αλλά ποτέ δεν τον φοβόταν. Κι αυτός όμως ποτέ δεν την επέπληξε και δεν την απέλυσε. Κάποτε ο Μουνίρα άκουσε το όνομά της να αναφέρεται σε σχέση με το κομμένο δεξί αφτί του πατέρα του –του το είχαν κόψει οι αντάρτες Μάου Μάου– και πιο πρόσφατα σε σχέση με την αυτοκτονία της Μουκάμι. Ο ίδιος όμως ποτέ δεν λησμόνησε τις στιγμές που το έσκαγε στα παιδικά του χρόνια για να πάει να πιει τσάι και να φάει πατάτες ψημένες στα κάρβουνα στην καλύβα της Μαριάμου. Τώρα ο Μουνίρα στάθηκε για λίγο κοντά στα κυπαρίσσια, εκεί όπου άλλοτε βρισκόταν η καλύβα της, προτού τη μεταφέρουν μαζί με τους άλλους στο νέο χωριό συγκέντρωσης32 στο Καμιρίθο. Τι της είχε συμβεί; Τώρα απορούσε κι ο ίδιος, που μέσα στην απομόνωσή του, κλωθογυρνώντας στο μυαλό του την αποτυχία του στο Σιριάνα, είχε χάσει την επαφή του με την καθημερινή ζωή στο Λιμούρου και το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν... Ήταν μέρος της... και ταυτόχρονα δεν ήταν... τα πάντα γύρω από το παρελθόν του μέχρι την εποχή του Σιριάνα ήταν τόσο συγκεχυμένα, τόσο εξωπραγματικά, μια ομίχλη... Λες και υπήρχε ένα μεγάλο χάσμα στην αλληλουχία της ζωής του και των αναμνήσεών του. Έτσι που το να πάρει την οριστική απόφαση να πάει στο Ίλμορογκ ήταν κάτι σαν την πρώτη του συνειδητή ενέργεια για να πάψει να αισθάνεται ανύπαρκτος. Έπαιζε με τα δυο παιδιά του, ενώ για ένα διάστημα αναρωτιόταν τι εικόνα παρουσίαζε στο νεανικό μυαλό τους. Να είχε άραγε την ίδια αυστηρότητα και ιερατική επιφυλακτικότητα με τον πατέρα του; Τους μίλησε για το Ίλμορογκ. Επέμε-

36

32

Το χωριό συγκέντρωσης –σε κατά λέξη μετάφραση του concentration village του αγγλικού πρωτοτύπου– δεν ήταν παρά ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου κυριολεκτικά «μαντρώνονταν» σε άθλιες συνθήκες οι απείθαρχοι –και κυρίως ύποπτοι για συνεργασία με τους αντάρτες Μάου Μάου– χωρικοί.


Κι έτσι ο Γκόντφρεϋ Μουνίρα καβάλησε ακόμα μια φορά το μεταλλικό του άλογο τραβώντας για το Ίλμορογκ, κι αυτή τη φορά ο κόσμος βγήκε στ’ αλήθεια να τον υποδεχτεί. Η γριά ήρθε στον αυλόγυρο του σχολείου και του είπε: «Γύρισες στ’ α-

37

νε να μιλά για τις μύγες που μαζεύονταν γύρω από τα μάτια και τις μύτες των βοσκόπουλων, ώσπου η γυναίκα του έβαλε τις φωνές: «Πώς μπορείς;» Τους είπε πώς κάποτε το Ίλμορογκ το στοίχειωνε η μονόφθαλμη Μαρίμου, τους μίλησε για γριές που έχεζαν σωρούς από σκατά, για γρουσούζηδες σακάτηδες που τα βλάσφημα στόματά τους ξερνούσαν ένα χείμαρρο από κατάρες, ώσπου πάλι η γυναίκα του έβαλε τις φωνές: «Πώς μπορείς;» – χωρίς να ολοκληρώσει τη φράση της. Δεν ήταν και πολύ διασκεδαστικός και ένιωσε γελοίος απέναντι στα αγέλαστα βλέμματά τους. «Εντάξει, θα σας διαβάσω κάτι από τη Βίβλο», τους είπε, και το πρόσωπο της γυναίκας του άστραψε από χαρά. Και τους είπε ο Ιησούς: Πηγαίνετε στα χωριά και στα σκοτεινά μέρη της γης και ανάψτε το λυχνάρι μου που είναι αλειμμένο με το άγιο πνεύμα. Γένοιτο. Αμήν. Όταν τα παιδιά πήγαν στο κρεβάτι, εκείνη στράφηκε αμέσως προς το μέρος του με ένα βλέμμα μεταξύ σοβαρότητας και επίκρισης. Θα μπορούσε να είναι όμορφη, αλλά η υπερβολικά ενάρετη ζωή, η ανάγνωση της Βίβλου και οι καθημερινές δεήσεις είχαν στραγγίξει από μέσα της κάθε αισθησιασμό κι ό,τι απέμενε τώρα ήταν η ψυχρή πυράκτωση του πνεύματος. «Θα έπρεπε να ντρέπεσαι που βλαστημούσες εμπρός στα παιδιά. Θα έπρεπε να ξέρεις ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι σπίτι μας κι εμείς θα πρέπει να προετοιμάσουμε τόσο αυτά όσο και τους εαυτούς μας για τον άλλο κόσμο». «Μην ανησυχείς, εγώ προσωπικά ποτέ δεν ανήκα σ’ αυτόν τον κόσμο... ούτε καν στο Λιμούρου... Ίσως να ανήκω στο Ίλμορογκ... έτσι για αλλαγή».


38

λήθεια, ο Θεός να σ’ έχει καλά». Και έφτυσε λίγο σάλιο στις παλάμες της για το καλό. Αυτός μαζεύτηκε κάπως, χάρηκε όμως που τώρα η Νιακίνιουα δεν ήταν τόσο εχθρική. Ξανάρχισε το μάθημά του, ενώ τώρα τον θέρμαινε η εμφανής αποδοχή που είχε εκ μέρους τους. Η σιωπηλή προσήλωση των παιδιών –αυτών που παρακολουθούσαν τα μαθήματα– τον κέντριζε. Όλο το Ίλμορογκ έμοιαζε ξαφνικά να προσέχει τη φωνή του. Έγινε η καθημερινή μασκότ του Ίλμορογκ, ο ιππότης-θεματοφύλακας της γνώσης για τους μαθητές που πήγαιναν τη μισή μέρα στο σχολείο. Η δευτέρα τάξη, ή αυτή που ο ίδιος αποκαλούσε «η τάξη αρχαρίων των αγγλικών» ήταν πρωινή, η πρώτη τάξη απογευματινή. Οι μαθητές μπαινόβγαιναν κατά τα κέφια τους και αυτός αντιμετώπιζε αυτή την έλλειψη αναμενόμενης τάξης, αυτή την παράξενη συμπεριφορά, ακόμα και τη συζήτηση για την ανομβρία, με επιφυλακτική κατανόηση και ευμενή αδιαφορία. Του αρκούσε το ότι για τις γριές και τους γέρους και για τους άλλους στο Ίλμορογκ αυτός ήταν ο δάσκαλος των παιδιών τους, αυτός που κουβαλούσε στο κεφάλι του τη σοφία της νέας εποχής. Αυτοί εκτιμούσαν το γεγονός ότι, απ’ όλο τον άλλο κόσμο, εκείνος αποδέχτηκε να μείνει ανάμεσά τους. Την προθυμία να μείνει μαζί τους μπορούσαν να τη διακρίνουν στο βλέμμα του, που δεν πρόδινε καμιά ταραχή. Οι άλλοι είχαν πάντα ένα βλέμμα που φώναζε «θέλω να φύγω μακριά», και μόλις είχαν το παραμικρό παράπονο, έπαιρναν δρόμο βιαστικά και δεν ξαναγυρνούσαν ποτέ. Ο Μουνίρα έμεινε. Στο τέλος κάθε μηνός τον κοιτούσαν γεμάτοι αγωνία καθώς ετοιμαζόταν να πάει στο Ρουούα-ίνι για να πάρει το μισθό του, έβλεπαν όμως ότι πάντα επέστρεφε κι έλεγαν μεταξύ τους: «Αυτός θα μείνει». Τώρα του έφερναν αβγά, κανένα κοτόπουλο όποτε μπορούσαν, κι αυτός δεχόταν με ευγνωμοσύνη τούτη την τιμή. Τριγύριζε στην κορυφογραμμή ακολουθώντας τα μονοπάτια που ήταν διάσπαρτα παντού. Οι άνθρωποι παραμέ-


33 Αγορά, παζάρι.

39

ριζαν σε ένδειξη σεβασμού, τον άφηναν να περνά κι εκείνος το δεχόταν με ένα ελαφρό νεύμα του κεφαλιού ή ένα χαμόγελο. Τον διασκέδαζε η nduny33 τους, που ήταν μάλλον μια κοινωνική συνάθροιση φίλων παρά ένα μέρος όπου ανταλλάσσονταν εμπορεύματα ή γίνονταν παζάρια για τις τιμές. Αντάμωναν στην κορυφογραμμή όποτε το καλούσε η ανάγκη ή κάποιο απόγευμα πριν από το ηλιοβασίλεμα. Όσοι έρχονταν από τις πεδιάδες έφερναν γάλα ή κοσμήματα φτιαγμένα με χάντρες, μερικές φορές δέρματα και αγόραζαν ή αντάλλασσαν την πραμάτεια τους με ταμπάκο, φασόλια ή καλαμπόκι. Μπορούσε κανείς να κάνει χωρίς μετρητά, εκτός αν πήγαινε στο μαγαζί του Αμπντούλα ή στο Ρουούα-ίνι. Χρήματα ή τρόφιμα για ένα ρούχο, οτιδήποτε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βάση ανταλλαγής. Ωστόσο τα χρήματα τα φύλαγαν μόνο και μόνο για να αγοράζουν άλλα αντικείμενα προς χρήση. Μια φορά είδε ένα δυο ακόντια και μαχαίρια να πουλιούνται και εξεπλάγη μαθαίνοντας ότι ήταν έργο του Μουτούρι. «Μπορεί όμως να τα φτιάξει μόνο στο σπίτι του Μουάθι», του εκμυστηρεύθηκε η Νιακίνιουα, «γιατί την ώρα που χτυπάει και λυγίζει το σίδερο με το φυσερό και το σφυρί, πρέπει να είναι προστατευμένος από τη δύναμη του κακού και τις φθονερές ματιές». Κι έτσι έφτασε να μάθει ότι ο Μουάθι γουά Μούγκο αποτελούσε την πνευματική δύναμη μεταξύ της κορυφογραμμής του Ίλμορογκ και των πεδιάδων του Ίλμορογκ, μένοντας οπωσδήποτε αόρατος, ρυθμίζοντας τις ζωές τους. Αυτός τους συμβούλευε ποια ήταν η καλύτερη μέρα για να φυτέψουν σπόρους ή ποια ήταν η κατάλληλη μέρα για να μετακινηθούν οι βοσκοί. Ο Μουνίρα δεν τον είχε δει ποτέ· κανείς κάτω από μια ορισμένη ηλικία δεν μπορούσε να τον δει, του έδειξαν όμως το μέρος όπου έμενε, κι αυτός ήταν ευγνώμων που το έμαθε, επειδή στο μέλλον θα απέφευγε να περνά κοντά από εκείνο το σημείο. Κατά


40

τ’ άλλα ένιωθε ασφαλής· να είναι τόσο αρεστός, να τον τιμούν και να τον σέβονται, χωρίς τα μπλεξίματα που προέρχονται από την απερίσκεπτη ανάμειξη στις ζωές των άλλων, αυτό του φαινόταν σαν ένα καθυστερημένο δώρο που του έκανε ο Θεός. Προσπαθούσε να ξεχάσει τους φόβους του, τις ενοχές του, τα παγωμένα χρόνια του· έπνιγε κάθε δυσάρεστη θύμηση από τον πατέρα του ή τη γυναίκα του, από τα παιδικά του χρόνια και τα νιάτα του, με ένα ποτό. Αυτό του άρεσε να το κάνει, ιδίως όταν έρχονταν οι βοσκοί από τις πεδιάδες στο μαγαζί του Αμπντούλα. Έμπηγαν τα ακόντιά τους έξω από το μαγαζί και έπιναν, κουβέντιαζαν για τις αγελάδες και έκαναν αστεία γι’ αυτούς που ζούσαν σαν τους τυφλοπόντικες, σκάβοντας τη γη. Οι αγρότες του Ίλμορογκ που είχαν φάρμες, έστω κι αν στενοχωριόνταν και ανησυχούσαν γιατί οι βροχές αργούσαν να έρθουν, ήταν ωστόσο έτοιμοι να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους και τη δουλειά τους. Και τότε ακολουθούσε μια ζωηρή συζήτηση ανάμεσα στους γεωργούς και τους βοσκούς για το τι ήταν σημαντικότερο: τα ζώα ή οι σοδειές. Τα ζώα ήταν πλούτος· ο μοναδικός πλούτος. Σάμπως αυτή δεν ήταν η φιλοδοξία κάθε πραγματικού άντρα, ιδίως προτού έρθει ο Λευκός να πάρει τις αγελάδες και τις κατσίκες; Ένας άντρας δίχως μια κατσίκα συχνά θα φύτευε ατέλειωτα χωράφια με γλυκοπατάτες, αμπέλια, σόργο ή διοσκορία, με ζαχαροκάλαμα ή μπανάνες. Τελικά θα προσπαθούσε να τα πουλήσει όλα για μια κατσίκα, ακόμα κι ένα παιδί θα προσπαθούσε να πουλήσει. Και δεν ήταν κάτι οικείο στους ανθρώπους να γίνονται οι ίδιοι ndungata, ελπίζοντας πως κάποια μέρα θα αποκτούσαν μια κατσίκα; Οι άνθρωποι πουλούσαν τις κόρες τους για τις κατσίκες, όχι για τις σοδειές· σιδεράδες, κατασκευαστές πήλινων αντικειμένων και καλαθιών ή όμορφων μικροαντικειμένων συχνά αντάλλασσαν τα εμπορεύματά τους με αντικείμενα του αίματος. Και γιατί τα έθνη έκαναν πολέμους, αν όχι για να εξασφαλίσουν αυτά τα αντικείμενα του αίματος; Οι άλλοι όμως αντέτειναν ό-


41

τι οι κατσίκες δεν ήταν πλούτος. Αφού ο πλούτος εκφραζόταν με κατσίκες και αγελάδες, θα μπορούσε εξίσου και να μην είναι πλούτος. Ο πλούτος βρισκόταν στη γη και στις σοδειές τις δουλεμένες από τα χέρια του ανθρώπου. Δεν ξέρανε την παροιμία που έλεγε «πλούτος είναι ο ιδρώτας στα χέρια του ανθρώπου»; Για κοιτάξτε τους Λευκούς. Πρώτα πήραν τη γη μας, έπειτα τους νέους μας, και μόνο αργότερα πήραν τις αγελάδες και τα πρόβατα. Ω, όχι, αντέλεγε η άλλη πλευρά: οι Λευκοί πρώτα πήραν τη γη, έπειτα τις κατσίκες και τις αγελάδες, λέγοντας ότι αυτές ήταν φόροι κατοικίας ή πρόστιμα μετά από κάθε ένοπλη σύγκρουση, και μόνο αργότερα πήραν αιχμάλωτους τους νέους για να δουλέψουν στη γη. Η διαχωριστική γραμμή δεν ήταν ποτέ σαφής όταν κάποιος κατείχε και χωράφια και ζώα. Αυτοί έλεγαν ότι και τα δυο είχαν σημασία: Κάποιος πλήρωνε σε κατσίκες για να παντρευτεί μια κοπέλα, αυτό ήταν αλήθεια· γύρευε όμως μια γυναίκα που να μη φοβάται τη δουλειά. Και γιατί οι πλούσιοι είχαν ndungata και ahoi; Όχι μόνο για να φροντίζουν τις αγελάδες και τις κατσίκες, αλλά για να φροντίζουν και τις σοδειές. Και γιατί ο άποικος και ο αστυνόμος του έπιαναν τους νέους; Μα για να καλλιεργούν τα χωράφια του αποίκου και για να φροντίζουν τις αγελάδες. Ήταν πανούργος ο ξένος που ήρθε από την Ευρώπη· πήρε τη γη τους, τον ιδρώτα και τον πλούτο τους, και τους είπε πως τα νομίσματα που έφερνε μαζί του, που δεν μπορούσαν να φαγωθούν, ήταν ο πραγματικός πλούτος. Κι έτσι η συζήτηση τραβούσε σε μάκρος. Ο Μουνίρα δεν έπαιρνε μέρος σε τέτοιες κουβέντες: ένιωθε παρείσακτος στη δική τους σχέση τόσο με τη γη όσο και μ’ αυτό που αποκαλούσαν αντικείμενα αίματος. Κάθε κουβέντα σχετικά με την αποικιοκρατία τού προξενούσε δυσφορία. Συνειδητοποιούσε ξαφνικά ότι ποτέ δεν έκανε ή δεν θέλησε να συμβεί κάτι, ότι φαινόταν καταδικασμένος να τριγυρνά σ’ αυτόν τον κόσμο, ένας ξένος. Κι όμως, κι όμως... προς τι αυτή η πρόθυμη αποδοχή ενός φόρου τιμής που δεν του άξιζε, προς τι αυτή η μυστική


42

ευχαρίστηση που του προκαλούσε η ψευδαίσθηση ότι ήταν ένας απ’ αυτούς; Προσπαθούσε να αλλάξει το θέμα της συζήτησης. Ποιος ήταν ο βουλευτής που τους εκπροσωπούσε; Ακολουθούσε ζωηρή συζήτηση. Κανείς δεν θυμόταν το όνομά του. Άκουσαν γι’ αυτόν στις τελευταίες εκλογές. Επισκέφθηκε την περιοχή ζητώντας να του δώσουν τις ψήφους τους. Μοίρασε κάμποσες υποσχέσεις. Μέχρι που πήρε και δυο σελίνια από κάθε νοικοκυριό στην εκλογική του περιφέρεια σε έναν έρανο για την ύδρευση και μια μελέτη για την κτηνοτροφική εκμετάλλευση των λιβαδιών. Από τότε όμως ούτε που τον είδαν. Ντέρι γουά Ριέρα-αα, αυτό ήταν το όνομά του, θυμήθηκε κάποιος. Τι ήταν ένας βουλευτής; Ένας νέου τύπου πράκτορας της κυβέρνησης; Γιατί όμως χρειαζόταν τις ψήφους; Ακόμα και μια τέτοια συζήτηση προκαλούσε την ανησυχία του Μουνίρα. Έκανε κι άλλες ερωτήσεις, ελπίζοντας σε μια συζήτηση που δεν θα απαιτούσε απ’ αυτόν να επιλέξει τη μια ή την άλλη πολιτική τοποθέτηση. Ποτέ δεν είχαν επισκέπτες από τον έξω κόσμο; Ναι, ναι, είχαν δασκάλους. Αλλά αυτοί έφευγαν (ξαναγυρνούσαν στις πόλεις) στο διάστημα πριν την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Οι ελάχιστοι που ήρθαν αργότερα δεν έμεναν ποτέ. Αλλά και όταν τελείωνε ο θερισμός, κάποιοι έμποροι έρχονταν με φορτηγά. Αγόραζαν μερικά από τα προϊόντα τους. Μερικές φορές επίσης, στην αρχή κάθε χρονιάς, ο Αρχηγός, ο φοροεισπράκτορας και ο αστυνόμος έρχονταν και τους τρομοκρατούσαν για να πληρώσουν τα χρέη τους. Έτσι όσα λεφτά έπαιρναν από τους εποχικούς εμπόρους κατέληγαν στα χέρια του φοροεισπράκτορα. Αυτό όμως δεν ήταν κάτι καινούργιο. Έτσι γινόταν πάντα, στα τόσα χρόνια που πέρασαν, και το μόνο πράγμα που τους πονούσε ήταν αυτοί οι νέοι που έφευγαν μακριά από τη γη. Η φυγή ξεκίνησε μετά τον δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο... Όχι... πριν απ’ αυτόν... Όχι, τα πράγματα ήταν χειρότερα μετά τον πόλεμο των Μάου Μάου... Όχι, ο σιδηρόδρομος έφταιγε... εντάξει, εντάξει...


43

Ακόμα κι αυτό έτσι γινόταν πάντα, ώσπου ήρθαν μέσα στην ομίχλη τους οι Ευρωπαίοι άποικοι, αυτά τα φαντάσματα από έναν άλλο κόσμο. Αυτοί όμως από το Ίλμορογκ... τώρα θα έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να αποφύγουν εκείνους τους φόρους... Πολιτική! Μα δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει απ’ αυτά τα πράγματα; σκέφτηκε γεμάτος ανυπομονησία ο Μουνίρα. Έφτιαξε ένα πρόγραμμα εργασίας: μαθήματα στις δυο τάξεις όλη μέρα, ένας περίπατος στην κορυφογραμμή, κι έπειτα μια βόλτα μέχρι το μαγαζί του Αμπντούλα. Με τον καιρό, ακόμα και ο Αμπντούλα έφτασε να τον αποδέχεται και έβριζε τον Τζόζεφ φωνάζοντάς του να φέρει μια καρέκλα για τον Mwalimu μόλις έβλεπε τον Μουνίρα να έρχεται από μακριά. Μόνο που ο τόνος της φωνής του –κάτι μεταξύ φιλικής εχθρότητας και παιχνιδιάρικης αμφισβήτησης– του καθόταν στο στομάχι, καθώς ρουφούσε με μικρές γουλιές την μπίρα του σε τούτο τον τόπο των κατευναστικών ονείρων. Τύχαινε όμως κάπου κάπου ο Αμπντούλα να έχει τις κακές του και τότε του θύμιζε πώς τον υποδέχτηκαν για πρώτη φορά στο Ίλμορογκ. Ο Αμπντούλα έγερνε προς το μέρος του και η φωνή του έπαιρνε έναν φιλικό τόνο ψεύτικης συνωμοτικότητας: «Ξέρεις, αυτοί οι άνθρωποι είναι πολύ καχύποπτοι. Έχεις δει τις ανήσυχες φάτσες τους στραμμένες στον ουρανό; Πάω στοίχημα ότι αν ο ουρανός αρνιόταν να βρέξει, θα το φόρτωναν κι αυτό στο γάιδαρό μου. Θα πήγαιναν μάλιστα στο σπίτι του Μουάθι να τον ρωτάνε τι να κάνουν με το γάιδαρο. Έχεις δει ποτέ αυτόν τον ιερέα τους; Είναι στ’ αλήθεια φημισμένος. Έχει καλή φήμη. Εγώ όμως δεν τον είδα ποτέ. Μυστήριο, ε; Κοίτα τον Μουτούρι, τον Ντζουγκούνα, τον Ρουόρο, ακόμα και τον γερο-Ντζόγκου. Δεν τους αρέσει ο γάιδαρός μου. Και ξέρεις γιατί; Λένε πως τρώει όσο χορτάρι θα έτρωγαν κάμποσες αγελάδες. Δεν μπορείς να τον σφάξεις. Εγώ όμως ξέρω ότι στην πραγματικότητα ζηλεύουν την όρεξη του γαϊδάρου μου. Βλέπεις, αυτός μπορεί να φάει ακόμα και ρίζες. Μπορεί να βρει


44

νερό εκεί που δεν θα το βρει καμιά αγελάδα και καμιά κατσίκα. Να γιατί κοιτάζουν έτσι τα μάτια αυτών των ανθρώπων. Έχεις δει τα μάτια της γριάς; Η λάμψη... το κακό, δεν νομίζεις; Εσύ θα έπρεπε να ξέρεις. Πες μου όμως, Mwalimu, είναι αλήθεια ότι κάποτε έχεσε στον αυλόγυρό σου ένα σωρό σκατά; Και τα παιδιά νόμισαν ότι το έκανες εσύ; Χα, χα, χα! Μάζεψες όλα τα σκατά από εκεί έξω; Χα, χα, χα! Ει, Τζόζεφ, κοπρόσκυλο! Συνάντησες εσύ ποτέ σου έναν τόσο τεμπέλη νέγρο; Άλλη μια μπίρα για τον Μwalimu! Μα πες μου, ήταν αλήθεια αυτό;» «Άκου, Αμπντούλα», έλεγε ο Μουνίρα προσπαθώντας να στρέψει τη συζήτηση μακριά από τούτο το επίμαχο θέμα, «μια που τώρα ανέφερες το ζήτημα της εκπαίδευσης, γιατί δεν αφήνεις τον Τζόζεφ να γραφτεί στο σχολείο;» «Και να φέρω το γάιδαρό μου να κάνει τα θελήματα μέσα στο μαγαζί όπως τα κάνει κι έξω;» Εκτός από αυτά τα μικρά εκνευριστικά συμβάντα, το Ίλμορογκ είχε καταλήξει να αρέσει στον Μουνίρα· τώρα μάλιστα άρχισε να βλέπει καχύποπτα και εχθρικά τον άλλο κόσμο, εκείνον της γυναίκας του, του Μζίγκο και του πατέρα του. Σπανίως έμενε στο σπίτι του πάνω από μια νύχτα, νιώθοντας ξαφνικά ότι η νέα του αίσθηση πως «ήταν άσχετος με όλα αυτά» απειλούνταν από τις ερωτήσεις τους. Οι ερωτήσεις ρουτίνας του Μζίγκο έφτασαν να παίρνουν απειλητικό νόημα στο μυαλό του Μουνίρα· μήπως ο Μζίγκο δεν τηρούσε τις υποσχέσεις του και επισκεπτόταν το Ίλμορογκ; Ο Μουνίρα δούλεψε στο μυαλό του μια τυπική απάντηση: «Εκείνο το μέρος... είναι σκέτη κόλαση...» και ήλπιζε ότι αυτό θα απέτρεπε τον Μζίγκο να το επισκεφθεί. Δεν ήθελε να επέμβει κανείς στο ρυθμό της διδασκαλίας του και στον κόσμο του. Μερικές φορές μάλιστα έβαζε τα παιδιά να τραγουδούν τραγούδια που δεν έβγαζαν νόημα, όπως: Mburi ni indo; ngombe ni indo, mbeca ni indo; ngai mucheani. Μερικές φορές έβαζε τα παιδιά να λύνουν προβλή-


45

ματα με προσθέσεις και αφαιρέσεις κι αυτός έβγαινε έξω στον ήλιο. Κοιτούσε τους αγρότες στα χωράφια που οι κινήσεις τους έδιναν την εντύπωση ότι δούλευαν, αλλά στην πραγματικότητα περίμεναν τις βροχές, και ένιωθε αόριστα ότι τους συμπαραστεκόταν στην αγωνία τους για τον καιρό. Ο ήλιος όμως ήταν υπέροχος και ζεστός πάνω στο δέρμα του κι αυτός ένιωθε ξαφνικά την καρδιά του να πλαταίνει και να αγκαλιάζει όλο το Ίλμορογκ, τους άντρες, τις γυναίκες, τα παιδιά, τη γη, τα πάντα. Το σπίτι του με τα προβλήματά του βρισκόταν μακριά, πολύ μακριά! Οι βροχές ξεκίνησαν στις αρχές του Απρίλη. Τα μάτια των γεροντότερων άστραφταν γεμάτα προσδοκίες για μια νέα ζωή που θα απλωνόταν στο Ίλμορογκ. Τα ρυτιδωμένα πρόσωπά τους έμοιαζαν να τεντώνονται και να σφίγγονται με μυς γεμάτους ενεργητικότητα. Όλοι ήταν απασχολημένοι με τα χωράφια. Ο Μουτούρι, ο Ντζουγκούνα, ο Ρουόρου, ο Ντζόγκου, ακόμα κι αυτοί για ένα διάστημα δεν έρχονταν στο μαγαζί του Αμπντούλα, καθώς ήταν κουρασμένοι, αφού όλη μέρα φύτευαν ή έβγαζαν τις αγελάδες και τις κατσίκες στα λασπωμένα χωράφια. Χρόνος υπήρχε όταν οι άντρες δεν φύτευαν, εκτός αν επρόκειτο για τη διοσκορία, τα ζαχαροκάλαμα ή τις μπανάνες, αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει και οι γέροι δεν μπορούσαν να εμποδίσουν τους νέους να φύγουν. Έτσι, όσο διαρκούσε η περίοδος του φυτέματος, ο Μουνίρα έπινε μόνος του, έχοντας για παρέα τον Αμπντούλα και τον Τζόζεφ. Τώρα του έλειπε το αργόσχολο κουτσομπολιό τους, τα ανέκδοτά τους, ακόμα και τα σχόλιά τους και οι συζητήσεις για ανησυχητικά θέματα. Έκανε περιπάτους ή γυρνούσε γύρω από το σπίτι του, ένας παρείσακτος στις δραστηριότητές τους που σχετίζονταν με τη γη, κι ένιωθε θλιμμένος και κάπως εγκαταλειμμένος. Οι γυναίκες τού πετούσαν έναν βιαστικό χαιρετισμό καθώς έτρεχαν στα χωράφια κάτω από την καταρρακτώδη βροχή.


Εκείνος όμως προσπαθούσε να καταλάβει, όλα αυτά μάλιστα τα έκανε και μάθημα: «Στη δουλειά υπάρχει αξιοπρέπεια» έλεγε στα παιδιά. Και τα έβαζε να τραγουδάνε με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο:

46

Είναι πλούτος οι αγελάδες. Είναι υγεία η δουλειά. Είναι πλούτος οι κατσίκες. Είναι υγεία η δουλειά. Είναι πλούτος οι σοδειές. Είναι υγεία η δουλειά. Είναι πλούτος τα λεφτά. Είναι υγεία η δουλειά. Παντοδύναμε Θεέ, εσύ που τα πάντα παρέχεις, Θεέ, εσύ που τις βροχές μάς φέρνεις!

Έτσι σε έξι μήνες μέσα έφτασε να νιώθει το Ίλμορογκ σαν προσωπικό του κτήμα: ήταν ο φεουδάρχης αρχηγός ενός μεγάλου οίκου ή ο άρχοντας μιας μεγάλης φυλής που επέβλεπε το κτήμα του, χωρίς όμως τους μπελάδες των αρχόντων που πρέπει να υπολογίζουν κέρδη και ζημιές, τις κατσίκες που έχασαν και τα κατσικάκια που γεννήθηκαν. Όταν ήρθαν οι βροχές και βλάστησαν οι σπόροι, κι έπειτα, σαν βγήκαν τα λουλούδια τον Ιούνιο, εκείνος ένιωσε λες κι όλο το Ίλμορογκ φόρεσε ένα απέραντο λουλουδιασμένο φόρεμα για να χαιρετήσει τον άρχοντα και κύριό του. Πήγε τα παιδιά στα χωράφια για να μελετήσουν τη φύση, όπως έλεγε. Μάζεψε λουλούδια και τους έμαθε τα ονόματα των διάφορων τμημάτων τους: το στίγμα, ο ύπερος, η γύρις, τα πέταλα. Τους είπε και μερικά πράγματα για τη γονιμοποίηση. Ένα παιδί φώναξε:


47

«Για κοιτάξτε, ένα λουλούδι με πέταλα από αίμα». Ήταν ένα μοναχικό κόκκινο λουλούδι φασολιάς σε ένα χωράφι όπου κυριαρχούσαν λευκά, γαλάζια και βιολετιά λουλούδια. Ασχέτως του πώς το κοίταζε κανείς, αυτό έδινε την εντύπωση μιας πλημμύρας αίματος. Ο Μουνίρα έσκυψε πάνω του και το έκοψε. Θα πρέπει να έφταιγε το φως που έπαιζε πάνω του, γιατί τώρα ήταν μονάχα ένα κόκκινο λουλούδι. «Δεν υπάρχει χρώμα που να λέγεται αίμα. Εσύ εννοείς ότι είναι κόκκινο. Βλέπεις; Πρέπει να μάθεις τα ονόματα των εφτά χρωμάτων του ουράνιου τόξου. Τα λουλούδια είναι διαφόρων ειδών, έχουν διαφορετικά χρώματα. Τώρα θέλω να μαζέψει ο καθένας σας από ένα λουλούδι... Μετρήστε τα πέταλά τους και τους ύπερους και δείξτε μου τη γύρη τους...» Στεκόταν και κοίταζε το λουλούδι που είχε κόψει και μετά πέταξε πέρα τα νεκρά πέταλα. Άλλο ένα αγόρι φώναξε: «Βρήκα άλλο ένα. Πέταλα από αίμα... κόκκινα ήθελα να πω... Δεν έχει στίγμα ή ύπερους... δεν έχει τίποτα μέσα του». Εκείνος πλησίασε το παιδί και τα άλλα τον περιτριγύρισαν. «Όχι, λάθος κάνεις», είπε παίρνοντας το λουλούδι. «Αυτό το χρώμα δεν είναι καν κόκκινο... δεν έχει το πλούσιο χρώμα που έχει το άλλο. Αυτή είναι μια κιτρινοκόκκινη απόχρωση. Λες τώρα ότι δεν έχει τίποτα μέσα του. Για κοίτα το μίσχο απ’ όπου το έκοψες. Βλέπεις τίποτα;» «Ναι», φώναξαν τα παιδιά. «Υπάρχει ένα σκουλήκι, ένα πράσινο σκουλήκι με κάμποσα χέρια και πόδια». «Σωστά. Είναι ένα σκουληκοφαγωμένο λουλούδι... δεν μπορεί να δώσει καρπό. Να γιατί πρέπει πάντα να σκοτώνετε τα σκουλήκια... Ένα λουλούδι μπορεί επίσης να πάρει τέτοιο χρώμα αν δεν το βλέπει το φως». Ήταν ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Τότε όμως τα παιδιά άρχισαν να του θέτουν ενοχλητικά ερωτήματα. Γιατί τα πράγματα έτρωγαν το ένα το άλλο; Γιατί το φαγωμένο πράγμα δεν μπορεί να ανταποδώσει το φάγωμα; Γιατί ο Θεός επι-


τρέπει να συμβαίνουν και το ένα και το άλλο; Εκείνος δεν είχε ποτέ ασχοληθεί με τέτοιου είδους ερωτήματα, και για να τα κάνει να σωπάσουν, τους είπε ότι αυτός ήταν απλώς ένας νόμος της φύσης. Τι θα πει ένας νόμος; Τι θα πει φύση; Ήταν άντρας; Ήταν θεός; Ένας νόμος ήταν απλώς ένας νόμος και η φύση ήταν η φύση. Τι γίνεται με τους ανθρώπους και τον Θεό; Παιδιά, τους είπε, είναι ώρα για διάλειμμα... Οι άνθρωποι... ο νόμος... ο Θεός... η φύση: ποτέ δεν είχε εμβαθύνει σ’ αυτά τα πράγματα και ορκίστηκε πως ποτέ δεν θα ξαναπήγαινε τα παιδιά στους αγρούς. Κλεισμένος μέσα στους τέσσερις τοίχους, ήταν αυτός ο δάσκαλος, που, απόμακρος, μοίραζε τη γνώση σε μια συνάθροιση προσώπων με το βλέμμα τους στραμμένο πάνω του. Εκεί ίσως κατάφερνε να μην πνιγεί... Έξω στα χωράφια όμως, έξω από τους τοίχους, ένιωθε ανασφάλεια. Τράβηξε για την ακακία και άρχισε να σπάει τις μύτες των αγκαθιών της. Θυμήθηκε ότι τα πρώτα του μπλεξίματα σ’ αυτό το μέρος άρχισαν επειδή πήρε τα παιδιά στο ύπαιθρο. Πόσο τον είχε τρομάξει η Νιακίνιουα! Και μόνο με τη σκέψη αυτή, γύρισε ενστικτωδώς προς το σημείο όπου κάποτε στεκόταν εκείνη και τον ρωτούσε για την πόλη και τις γυναίκες με τα ψηλά τακούνια. Για λίγα δευτερόλεπτα η καρδιά του Μουνίρα πάγωσε· δεν πίστευε στα μάτια του. Εκείνη άφησε το μονοπάτι του χωριού και προχώρησε προς το μέρος του. Ένα ζωηρόχρωμο kitenge,34 χαλαρά στερεωμένο γύρω από το κεφάλι, απλωνόταν στους ώμους της, έτσι που το πρόσωπό της ήταν μισοσκεπασμένο για να φυλάγεται από τον ήλιο.

48

34 Εδώ πρόκειται για ένα κομμάτι πανί με ζωηρόχρωμα σχέδια που χρησι-

μεύει σαν μαντίλα. Kitenge όμως λέγεται και ένα είδος φορέματος που φοριέται στην Ανατολική Αφρική. Δένεται στο στήθος ή στη μέση, και οι άκρες του μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν μαντίλα ή ακόμα και σαν ιμάντες, για τη στερέωση και τη μεταφορά ενός μωρού στην πλάτη της μητέρας του.


35 Το χρυσάφι, ο θησαυρός.

49

«Είσαι καλά, Mwalimu;» του φώναξε με τόλμη. Η φωνή της είχε μια μελετημένη παλλόμενη καθαρότητα· ο τόνος της ήταν βαθύς και ευχάριστος στο αφτί του. Ένας υπολογισμένος σεβασμός γεμάτος υποταγή υπήρχε στη συμπεριφορά της, καθώς άπλωνε ένα μικρό χέρι και τον κοιτούσε κατάματα, χαμηλώνοντας ξαφνικά το βλέμμα της με μια παιδιάστικη δειλία. Αυτός κάτι κατάπιε προτού απαντήσει: «Καλά είμαι. Κάνει όμως λίγη ζέστη». «Γι’ αυτό ήρθα κι εγώ εδώ». «Στο Ίλμορογκ;» «Όχι. Εδώ στο σπίτι σου. Μήπως έχεις λίγο νερό φυλαγμένο; Ξέρω ότι το νερό σ’ αυτά τα μέρη είναι σαν το thahabu.35 «Έβρεξε πρόσφατα. Ο ποταμός Ίλμορογκ είναι γεμάτος». «Τότε σταμάτησα στο σωστό μέρος», γουργούρισε εκείνη. Τα λόγια της και η φωνή της απέμειναν στον αέρα, χαϊδεύοντας τη γεμάτη ζέστη σιωπή ανάμεσά τους. «Έλα μέσα στο σπίτι», της είπε εκείνος. Το νερό βρισκόταν σε μια πήλινη στάμνα σε μια γωνιά του καθιστικού, κάτω από ένα ράφι με βιβλία. Εκείνη ήπιε από ένα κύπελλο κι αυτός κοιτούσε την ελαφριά κίνηση που έκανε το καρύδι του λαιμού της κατά μήκος του τεντωμένου τόξου που στρεφόταν προς το μέρος του. Ο λαιμός της ήταν μακρύς και χαριτωμένος· ήταν μια γαζέλα των πεδιάδων του Ίλμορογκ. «Λίγο ακόμα, αν υπάρχει», είπε λίγο λαχανιασμένη εκείνη. «Ίσως να ήθελες λίγο τσάι», της είπε αυτός. «Λένε ότι το τσάι ζεσταίνει το αίμα με την παγωνιά και το δροσίζει με την κάψα». «Από αλλού κατεβαίνει το τσάι κι από αλλού το νερό. Εγώ θα ήθελα άλλο ένα ποτήρι νερό. Όσο για το τσάι, μη στενοχωριέσαι. Θα το φτιάξω εγώ». Της έδωσε άλλο ένα ποτήρι νερό. Της έδειξε πού βρίσκονταν τα διάφορα πράγματα. Ένιωθε μέσα του ένα είδος γεν-


50

ναιοδωρίας, ακόμα και κάποια θαλπωρή. Ξαφνικά όμως τον απέσπασε από τις σκέψεις του το δυνατό της γέλιο. Ενστικτωδώς κοίταξε το φερμουάρ του παντελονιού του και το βρήκε στη θέση του. «Άντρες, άντρες», έλεγε εκείνη. «Είναι λοιπόν αλήθεια αυτά που λένε για σένα στο χωριό. Είσαι πράγματι εργένης. Μια κατσαρόλα, ένα πιάτο, ένα μαχαίρι, δυο κουτάλια, δυο κύπελλα. Μα δεν έχεις ποτέ επισκέπτες εσύ; Δεν έχει μια αγαπημένη ο δάσκαλος;» ρώτησε με πονηρή λάμψη στα μάτια της. «Να τα μας! Πόσο καιρό είσαι εδώ;» «Ήρθα χτες το βράδυ». Χτες! Κι ήξερε κιόλας τα πάντα γι’ αυτόν! Ένιωσε μια νευρικότητα... αισθάνθηκε ότι απειλούνταν οι έξι μήνες που είχε περάσει νιώθοντας ασφάλεια· τι έλεγαν στ’ αλήθεια γι’ αυτόν στο χωριό; Δεν υπήρχε λοιπόν κάτι που να τον απαλλάξει από τις αμφιβολίες, από το άγνωστο; Ζήτησε συγγνώμη και προχώρησε προς την αίθουσα διδασκαλίας. Ας τον κατασκοπεύουν, ας παρακολουθούν τι κάνει· αυτή η αγέρωχη σκέψη τού πρόσφερε μια στιγμιαία ανακούφιση· τι σημασία είχε; Αυτός δεν ήταν παρά ένας παρείσακτος, προορισμένος να παρατηρεί, το έρμαιο των περιστάσεων, ποτέ όμως ο δημιουργός των πραγμάτων. Άκουσε πόδια να θορυβούν και βιβλία να θροΐζουν. Τα παλιόπαιδα παρακολουθούσαν τη σκηνή από τα παράθυρα και τις χαραμάδες στον τοίχο. Η υπερβολική συγκέντρωσή τους στα βιβλία επιβεβαίωνε την υποψία του. Τώρα έκανε στον εαυτό του την ερώτηση: τι σκέφτηκαν στ’ αλήθεια γι’ αυτόν τα παιδιά; Έπειτα απόδιωξε αυτό το ερώτημα με ένα άλλο: Έτσι κι αλλιώς τι σημασία είχε; Τώρα πια δίδασκε τόσα χρόνια –αυτό το ετοιματζήδικο στυλ διδασκαλίας θα πρέπει να είχε ποτίσει πια το αίμα του– και όλα πήγαιναν καλά, όσο πρόσεχε κανείς να μην παρασυρθεί σε... στην περιοχή του σκότους... Ναι... σκότος άγνωστο, μη αναγνωρίσιμο... σαν τα πέταλα από αίμα και τις ερωτήσεις για τον Θεό, για το νόμο... τέτοια πράγματα. Δεν


μπορούσε να κάνει μάθημα τώρα· έδιωξε τα παιδιά λίγα λεπτά νωρίτερα και ξαναγύρισε στο σπίτι. Ήθελε να κάνει κι άλλες ερωτήσεις στην ξένη κοπέλα. Πώς λεγόταν; Από πού ερχόταν; Κι έτσι, προσεκτικά, να προχωρήσει με το μαλακό προς το αναπόφευκτο: μήπως την έστειλε ο Μζίγκο για να τον κατασκοπεύσει; Αυτός όμως γιατί φοβόταν μήπως τον δουν; Βρήκε το πάτωμα σκουπισμένο, τα πιάτα πλυμένα και βαλμένα σε δυο βέργες ακουμπισμένες σαν ράφι στο πάτωμα για να στεγνώσουν. Εκείνη όμως έλειπε.

[ 2 ]

τάρακτο ημίφως. Δεν ήταν μόνο η μεγάλη εκτίμηση που του είχε το χωριό· εκείνος λάτρευε και συχνά ένιωθε να τον συναρπάζει η θέα των γυναικών που έξυναν το χώμα, επειδή έδειχναν να γίνονται ένα με την πράσινη γη. Θυμόταν πάντα την εποχή που έπιαναν οι βροχές και όλοι βρίσκονταν στα λασπωμένα χωράφια, φορώντας τσουβάλια στο κεφάλι τους –στην ουσία όχι για να προστατευτούν από τη βροχή, αλλά για να απαλύνουν έτσι τα χτυπήματα της βροχής πάνω στα σώματά τους – κι όλοι ήταν απασχολημένοι να φυτεύουν σπόρους στη γη, κι αυτός τους παρακολουθούσε από την ασφάλεια της τάξης του ή από το μαγαζί του Αμπντούλα! Εδώ υπήρχε μια σκληρή πλευρά· αυτό όφειλε να το παραδεχτεί. Μερικοί δρόμοι και ένα αξιόπιστο σύστημα υδροδότησης θα βελτίωνε τις ζωές τους. Χρήσιμο θα ήταν να προστεθεί κι ένα ιατρείο. Τα παιδιά ιδίως συχνά παρουσίαζαν ένα αηδιαστικό θέαμα: σμάρια από μύγες να μαζεύονται γύρω στα ερεθισμένα μάτια τους και τις γεμάτες μύξα μύτες τους. Τα περισσότερα φορούσαν κουρελιασμένα ρούχα από κάμποτο. Ξεπερνώντας όμως αυτόν τον παραλογισμό, υπήρχε η φρο-

51

Ως τώρα η ζωή του Μουνίρα στο Ίλμορογκ υπήρξε ένα αδια-


ντίδα που τα παιδιά έδειχναν το ένα για το άλλο. Συχνά τα συναντούσε, ένα όμορφο τρίο: το ένα παιδί νανούριζε ένα μωρό που έκλαιγε δεμένο στην πλάτη του, ενώ το τρίτο χτυπούσε απαλά το μωρό που έκλαιγε, στο ρυθμό ενός λικνιστικού νανουρίσματος:

52

Πάψε να κλαις, μικρούλι μας εσύ. Όποιος το μικρούλι μας τολμήσει να χτυπήσει καταραμένος να ’ναι κι αγκάθια το πετσί του να γεμίσει. Αν πάψεις πια να κλαις, της μάνας μας παιδί, εκείνη απ’ τα χωράφια στο σπίτι θα γυρίσει και μια νεροκολοκύθα με γάλα θα σου κουβαλήσει.

Οι φωνές τους –δυο, τρεις ή και περισσότερες– υψώνονταν ενωμένες, τονίζοντας τη μοναξιά που εκείνος συνέδεε με το αγροτικό του ερημητήριο. Του θύμιζαν παρόμοιες σκηνές νανουρίσματος, με παιδιά που έλεγαν τέτοια τραγούδια στα χωράφια του πύρεθρου που ανήκαν στον πατέρα του, πριν ακόμα ξεσπάσουν οι βιαιότητες των Μάου Μάου. Κατά τ’ άλλα, το χωριό ποτέ δεν ανακατεύτηκε στη ζωή του· γιατί λοιπόν θα έπρεπε αυτός, ένας ξένος – ένας φρουρός στην πύλη, να ανακατευτεί στη δική του; Σήμερα, καθώς πήγαινε στο μαγαζί του Αμπντούλα, ένιωσε κάπως δυσάρεστα με τη φευγαλέα σκιά που συνάντησε νωρίτερα στο δρόμο του. Ωστόσο η κορυφογραμμή του Ίλμορογκ ήταν ήσυχη, γαλήνια. «Γένοιτο, γένοιτο, κόσμος ατελεύτητος», μουρμούρισε. Εκεί που πήγαινε να χτυπήσει την πίσω πόρτα του μαγαζιού του Αμπντούλα, ένιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι. Για ένα δευτερόλεπτο ένιωσε σαν να ήταν ναρκωμένος ο εγκέφαλός του... ίσως... δεν ήταν τόσο γέρος... ω, η κόλαση... ναι... η κόλαση είναι γυναίκα... ο ουρανός είναι γυναίκα. Οπλίστηκε με θάρρος και μπήκε στο μαγαζί.


36 Μετά τη δουλειά, γλέντα το με μια Tusker.

53

«Αυτή είναι η άλλη σου κρυψώνα, Mwalimu», είπε αυτή. «Βλέπεις, ανακαλύπτω τα πάντα για τα μυστικά σου». «Αυτό... δεν είναι μυστικό», είπε εκείνος και κάθισε. «Ήρθα μόνο και μόνο για να βρέξω το λαρύγγι μου». «Το τσάι σου έσβησε τη δίψα μου. Ήταν πράγματι καλό...» «Η μπίρα όμως είναι ακόμα καλύτερη από το τσάι. Ρώτα τον Αμπντούλα. Μου λέει: Baada ya kazi, jiburudishe na Tusker.36 Δεν θες άλλη μία;» «Δεν θα το αρνηθώ», είπε αυτή γελώντας και έγειρε πίσω το κεφάλι, ενώ πρόβαλε το στήθος της σε μια θανάσιμη πρόκληση. Στράφηκε στον Αμπντούλα. «Λένε πως αν δεν πιεις το μερίδιό σου στη γη, θα σου μείνουν μεγάλα αποθέματα στον ουρανό». Ο Αμπντούλα φώναξε τον Τζόζεφ να φέρει κι άλλη μπίρα. Ο ίδιος πήγε κουτσαίνοντας και έφερε μια λάμπα πετρελαίου, καθάρισε το γυαλί, την άναψε, και κάθισε να πιει μαζί τους. «Πώς σε λένε;» ρώτησε ο Μουνίρα τη γυναίκα. «Γουαντζά». «Γουαντζά Καχίι;» μπήκε στην κουβέντα ο Αμπντούλα. «Πώς το ήξερες; Έτσι με έλεγαν στο σχολείο. Συχνά πάλευα με τα αγόρια. Έκανα επίσης μερικά πράγματα που μόνο τα αγόρια έκαναν. Ποδήλατο. Περπάτημα με τα χέρια. Καροτσάκι. Δίπλωνα τη φούστα μου και την έσφιγγα ανάμεσα στα πόδια μου. Σκαρφάλωνα στα δέντρα». «Γουαντζά... Γουαντζά...» επανέλαβε ο Μουνίρα. «Και δεν έχεις άλλο όνομα;» «Ποτέ δεν το ρώτησα. Ίσως και να είχα. Γιατί όχι; Η γιαγιά μου εδώ θα το ήξερε». «Ποια είναι η γιαγιά σου;» ρώτησε ο Αμπντούλα. «Η Νιακίνιουα... δεν την ξέρεις; Αυτή μου είπε για σας τους δυο, ότι είστε ξένοι στο Ίλμορογκ».


54

«Είναι πολύ γνωστή», είπε διστακτικά ο Μουνίρα. «Την ξέρουμε», απάντησε ο Αμπντούλα. «Να υποθέσω ότι ήρθες να την επισκεφθείς;» πρόσθεσε ο Μουνίρα. «Ναι», είπε εκείνη, τόσο σιγανά, που σχεδόν δεν ακούστηκε. Τα λόγια της τα διαδέχτηκε σιωπή. Ο Αμπντούλα ξερόβηξε, καθάρισε το λαιμό του και στράφηκε στον Μουνίρα... όπως άρχισε να σκύβει προς το μέρος του, το πρόσωπό του πήρε εκείνο το ύφος της συνωμοτικής οικειότητας. Το στομάχι του Μουνίρα σφίχτηκε καθώς διέκρινε τη λάμψη της μοχθηρίας στο βλέμμα του Αμπντούλα. Ήταν ανάγκη να αφηγηθεί την ιστορία; Ήταν; Ξάφνου ένιωσε μίσος φονικό να φουντώνει μέσα του. Ταυτόχρονα αναζητούσε απελπισμένα τα κατάλληλα λόγια για να αποκρούσει το χτύπημα. «Νομίζεις, Mwalimu, πως είμαι πολύ μεγάλος για να πάω στο σχολείο;» τον ρώτησε αναπάντεχα ο Αμπντούλα, σχεδόν σαν να το σκέφτηκε εκ των υστέρων. Και ο Μουνίρα του ήταν ευγνώμων, ανακουφίστηκε σε τέτοιο βαθμό, που δεν κατάφερε να συγκρατήσει έναν σιγανό αναστεναγμό. «Τότε μπορεί να πείσω και τη Γουαντζά να έρθει κι αυτή στο σχολείο. Δεν θα με πείραζε να τη ρίχνω καταγής καθώς θα παλεύουμε, ή θα παίζουμε το καροτσάκι». Η Γουαντζά γέλασε και στράφηκε με ύφος σοβαρό στον Μουνίρα. «Αυτός εκεί... με το σακάτικο πόδι... είναι κατεργάρης. Εγώ όμως θα τον τσάκιζα εκατό φορές». Ο Τζόζεφ τους έφερε κι άλλα ποτά. Αυτό που γοήτευε τον Μουνίρα ήταν οι αδιόρατες, γρήγορες αλλαγές στην όψη της: από μια υποψία γέλιου σε μια ασυνείδητη σοβαρότητα και τανάπαλιν, με το πρόσωπό της να μένει στην ουσία ατάραχο. «Τι μπορώ εγώ να διδάξω σε έναν μεγάλο άντρα και μια μεγάλη γυναίκα;»


55

«Να διαβάζουν... να γράφουν... να μιλούν αγγλικά με τη μύτη», του απάντησε ο Αμπντούλα. «Και τη γεωγραφία και την ιστορία χωρών πολύ μακριά από δω», πέταξε η Γουαντζά. «Τι καλό θα σας πρόσφερε το σχολείο; Εσείς θα κάνατε τα παιδιά αντάρτες. Ένας δάσκαλός μου μας έλεγε: Η πειθαρχία φτιάχνει το σχολείο». «Κάνε μας επιμελητές», είπε ο Αμπντούλα. «Επόπτες της τάξης. Να γράφουμε τα ονόματα όσων κάνουν φασαρία». «Ή αυτών που κακολογούν τους δασκάλους τους». «Ή αυτών που καπνίζουν». «Ή αυτών που γράφουν ραβασάκια στα κορίτσια... εγώ όμως ξέρω γιατί ο Mwalimu φοβάται να μας γράψει στο σχολείο. Μπορεί να οργανώσουμε μια αποχή. Μπορεί να σχίζουμε βιβλία και να ξυλοφορτώνουμε τους δασκάλους. Κάτω οι δάσκαλοί μας... Θα γίνει μια εξέγερση, το σχολείο θα κλείσει και...» Ο Αμπντούλα απορροφήθηκε από το μύθο της σχολικής αποχής του. Ανέπτυσσε τη μια ιδέα μετά την άλλη, τη μια εικόνα μετά την άλλη. «Μα την αλήθεια», είπε, «ξέρω ένα σχολείο όπου τα παιδιά έκαναν αποχή επειδή ένας δάσκαλος κατέσχεσε ένα ραβασάκι». Και ξαφνικά τον κυρίευσε η ακαταμάχητη επιθυμία να διηγηθεί την ιστορία ενός σχολείου που σχεδόν έκλεισε επειδή υποπτεύτηκαν το διευθυντή του ότι έχεσε ένα βουναλάκι από σκατά. Πάνω που ήταν έτοιμος να αρχίσει την αφήγησή του, θυμήθηκε ότι η Νιακίνιουα ήταν η γιαγιά της Γουαντζά. Παρατήρησε επίσης ότι η Γουαντζά και ο Μουνίρα ήταν ήσυχοι, πολύ ήσυχοι. Έμοιαζαν να έχουν ανεξήγητα βγει από την αφηρημάδα του μεθυσιού στην οποία ήταν βυθισμένοι πριν από


λίγα λεπτά. Κοιτούσε μια τον έναν και μια την άλλη· τι δεν πήγαινε καλά; Το φως της λάμπας τρεμόπαιζε. Ήσκιοι περνούσαν στους τοίχους, ήσκιοι περνούσαν πάνω από τα πρόσωπά τους. Ίσως και πάνω από τις ζωές τους, αναλογίστηκε ο Αμπντούλα· στο κάτω κάτω, του ήταν κι οι δυο ξένοι κι αυτό που τους έφερε κοντά ήταν μονάχα το Ίλμορογκ. Όταν αργότερα η φωνή του Μουνίρα έσπασε τον ήσκιο της σιωπής, ήταν στοχαστική, νηφάλια, αλλά στο βάθος της γεμάτη πίκρα.

[ 3 ]

56

«Για να γίνεις επιμελητής», άρχισε με αργόσυρτη φωνή ο Μουνίρα, κοιτώντας το πάτωμα, απορροφημένος από σκέψεις που ούτε κι ο ίδιος ήξερε ότι έκανε, μιλώντας από ένα παρελθόν που το είχε λησμονήσει, διασχίζοντας τις κοιλάδες και τους λόφους και τις κορυφογραμμές και τους κάμπους του χρόνου από την αρχή του θανάτου του, «έπρεπε να μπορείς να γλείφεις τις μπότες των ανωτέρων σου, έπρεπε να μπορείς να τρίψεις ένα πιάτο μέχρι αυτό να γυαλίσει πιο πολύ κι από καινούργιο, ή, όπως λέγαμε στο Σιριάνα, να ξεπεράσεις και τον Ιησού σε ευλαβικές προσευχές. Σιριάνα... θα έπρεπε να βρίσκεστε εκεί στον καιρό τον δικό μας, πριν και κατά τη διάρκεια του μεγάλου, δαπανηρού χορού του θανάτου των Ευρωπαίων και αργότερα. Θα λέγατε ότι οι δικές μας ασήμαντες ζωές και οι δικοί τους φόβοι και οι κρίσεις εκτυλίσσονταν κόντρα σε ένα υπόβαθρο τρομερών αλλαγών και προβλημάτων, όπως διαπιστώνεται από τα ονόματα που δόθηκαν στις ομάδες των συνομηλίκων μεταξύ των ετών Nyabani και Hitira:37 Μουομπόκο, Καράντζιι, Μπό37 Τα έτη Nyabani (Ιαπωνία) και Hitira (Χίτλερ) είναι τα έτη 1937 και 1939. Σύμφωνα με την παράδοση των Κικούγιου, τα ονόματα των ετών αντανακλούσαν τις συνθήκες της ζωής τους. Εκείνη την εποχή, την περίοδο του Με-


σοπολέμου, οι αντίστοιχες χρονιές πήραν την ονομασία τους από την Ιαπωνία και... τον Αδόλφο Χίτλερ, καθώς αυτοί ήταν ορκισμένοι αντίπαλοι της αποικιοκρατικής Βρετανίας. 38 Για τον Θεό και την Αυτοκρατορία.

57

τι, Νγκούνγκα, Μουθούου, Νγκαράγκου Για Μιάνγκα, Μπαμίτι, Γκισίνα Μπανγκί, Κουγκίνι-Μμπουράκι. Καταλαβαίνετε βέβαια ότι εμείς στο Σιριάνα, που τότε ήταν οικοτροφείο με δημοτικό και γυμνάσιο μαζί, ήμασταν προφυλαγμένοι απ’ όλα αυτά. Ξεφεύγω όμως από το θέμα μου. Εγώ ποτέ δεν κατάφερα να γλείψω κανενός τις μπότες. Ποτέ δεν κατάφερα να τρίψω ένα πιάτο και να το γυαλίσω πιο πολύ κι από καινούργιο, ή να ξεπεράσω τον Ιησού... εεε... τον κύριο Χριστό. Σας διαβεβαιώ, ποτέ δεν ξεχώρισα σε οτιδήποτε. Στην τάξη ήμουν μέτριος μαθητής. Στα αθλητικά ήμουν άχρηστος, ούτε και θέληση είχα. Η φιλοδοξία μου και το όραμά μου, διαφορετικά από αυτά του Τσούι, ποτέ δεν θα με πήγαιναν πέρα απ’ όσα μου παρέσχε ο Κύριος. Η φιλοδοξία, έλεγε ο ίδιος ο Τσούι, αναφερόμενος σε έναν Άγγλο συγγραφέα ονόματι Ουίλιαμ Σαίξπηρ, η φιλοδοξία θα έπρεπε να φτιάχνεται από πιο σκληρό υλικό. Ο ίδιος ήταν φτιαγμένος από υλικό διαφορετικό απ’ αυτό που ήμασταν φτιαγμένοι οι περισσότεροι από εμάς. Ήταν ένας ψηλός νεαρός με πεταχτά ζυγωματικά, πρόσωπο κάπως σκληρό και θαμπά μαύρα μαλλιά, πάντα όμως προσεκτικά χωρισμένα στη μέση. Ήταν καλοβαλμένος, με εκείνο το ολότελα δικό του στυλ που είχε όταν έκανε οτιδήποτε, από το να αναφέρει αποσπάσματα του Σαίξπηρ μέχρι να φοράει ρούχα. Ακόμα και η μελαγχολική στολή του σχολείου, με το γκρι παντελόνι, το λευκό κολλαρισμένο πουκάμισο, το μπλε σακάκι και τη γραβάτα με το έμβλημα του σχολείου, For God and Empire,38 έδειχνε να είναι κομμένη και ραμμένη αποκλειστικά γι’ αυτόν. »Πρώτος ο Τσούι ήταν αυτός που καθιέρωσε στο σχολείο την καρφίτσα στη γραβάτα· η καρφίτσα έγινε μόδα.


58

»Πρώτος αυτός φόρεσε αθλητικό παντελονάκι με τα μπατζάκια γυρισμένα προς τα πάνω· κι αυτό έγινε μόδα. »Ήταν ο πρωταγωνιστής στα αθλήματα, στα πάντα. Ο Τσούι αυτό, ο Τσούι εκείνο, ο Τσούι, ο Τσούι, παντού ο Τσούι. Το απαλό βουνήσιο αεράκι, που θύμιζε στους Άγγλους εποίκους το κλίμα της πατρίδας τους, έπλασε τα γερά του μούσκουλα. Ήταν πραγματική απόλαυση να τον βλέπεις να παίζει ποδόσφαιρο, να βλέπεις εκείνο το αθλητικό λίκνισμα του κορμιού του καθώς έκανε ντρίμπλες με την μπάλα με ξαφνικά λοξοδρομίσματα προς τα αριστερά ή τα δεξιά για να ξεγελάσει τον αντίπαλο. Κράτα, κράτα, κράτα την μπάλα! κραύγαζε βραχνιασμένο το πλήθος παρακολουθώντας τον. Ήταν ένας καλλιτέχνης που έδινε την παράστασή του εμπρός σε ένα κοινό που παραληρούσε. Κράτα... κράτα... κάρφωσε την μπάλα, πρόσθεσε κάποιος. Και του έμεινε το παρατσούκλι Σαίξπηρ39, ώσπου, πάλι μέσω του Τσούι, μάθαμε για τον Τζόε Λούις40 και τα κατορθώματά του στο ρινγκ. Τότε έγινε ο Τζόε, ιδίως όταν το σχολείο μας έπαιζε εναντίον κάποιων ευρωπαϊκών ομάδων. Τζόε, Τζόε, φέρ’ τους την, φέρ’ τους την, κι αν σου ξεφύγει η μπάλα, κλότσα τα πόδια τους. Αυτή ήταν η καλύτερη στιγμή του. Τότε το έργο του θα ήταν τέλειο. Εκείνες τις στιγμές πιστεύω ότι αυτός γινόταν όλοι εμείς και έπαιζε εναντίον των Λευκών αποίκων. »Τώρα που το σκέφτομαι, ήταν παράξενο που, παρά το μίσος που τρέφαμε κατά των Λευκών, μετά βίας θεωρούσαμε τον αιδεσιμότατο Χάλογουις Άιρονμόνγκερ Λευκό. Ίσως πάλι να 39 Η κραυγή του ενθουσιασμένου θεατή στα αγγλικά ακούγεται Shaake, Shaaake... spear the ball, θυμίζοντας ηχητικά το όνομα του William Shakespeare, εξ ου και το παρατσούκλι του νεαρού. 40 Joseph (Joe) Louis Barrow (1914-1981): διάσημος Αμερικανός πυγμάχος. Πρώτος αυτός, το 1952, έσπασε το φράγμα των φυλετικών διακρίσεων και έπαιξε σε εθνικής εμβέλειας αγώνες, κάτι που ως τότε δεν ίσχυε για τους έγχρωμους αθλητές.


τον θεωρούσαμε ένα διαφορετικό είδος Λευκού. Παρά το επίθετό του,41 ήταν ένας ευγενικός άνθρωπος που έμοιαζε περισσότερο με αγρότη παρά με ιεραπόστολο διευθυντή σχολείου. Ήταν μάλλον αφηρημένος και συχνά ξεχνούσε την τήβεννό του με τα χρυσά σιρίτια στην τάξη ή στο παρεκκλήσι. Όταν περπατούσε στις πελούζες πιασμένος χέρι χέρι με τη στραβοκάνα γυναίκα του –γι’ αυτήν λέγαμε ότι αν γινόταν τερματοφύλακας, όλες οι μπαλιές θα πέρναγαν μέσα από τα κανιά της–, έμοιαζαν με προσκυνητές που αναπαύονταν για ένα διάστημα στη γη, προτού να ξαναρχίσουν το ταξίδι τους προς τον ουρανό, όπου θα όργωναν αιώνια άσπρα σαν το βαμβάκι χωράφια, θα έπιναν τσάι με γάλα και θα έτρωγαν σοκολάτες με γεύση βανίλια. Ο αιδεσιμότατος Άιρονμόνγκερ συμπαθούσε τον Τσούι και συνήθιζε να τον αποκαλεί στοργικά Σαίξπηρ (ποτέ όμως Τζόε Λούις), προς μεγάλη διασκέδαση όλων μας. Το ζευγάρι τον έπαιρνε μαζί του για μεγάλες βόλτες στην εξοχή με την αποπνικτική τους Bedford. Τον έπαιρναν επίσης σε συναυλίες και παραστάσεις κουκλοθέατρου στην πόλη. Ίσως γι’ αυτούς να ήταν ο γιος που δεν είχαν. Δεν απορήσαμε όταν ο Τσούι στα δεκαπέντε του έγινε αρχηγός του σχολείου, κάτι που παλιότερα αποτελούσε προνόμιο των μαθητών των τελευταίων τάξεων. »Ακριβώς πριν οι Άιρονμόνγκερ αποσυρθούν στο σπίτι τους κάπου στην Αγγλία για να περιμένουν το θάνατο, όπως μάλλον άγαρμπα παρατήρησαν κάποιοι μαθητές, έκανε την εμφάνισή του επί σκηνής κάποιος Κέιμπριτζ Φρόντσαμ. Πριν καν προλάβουμε να τον γνωρίσουμε, αυτός άλλαξε τις ζωές μας. Ερχόταν κατευθείαν από τον πόλεμο, με ήδη παγιωμένες αντιλήψεις για το πώς έπρεπε να είναι ένα σχολείο της Αφρικής. Λοιπόν, παιδιά μου, δεν γίνεται συζήτηση για παντελόνια στους Τροπικούς. Μας σκιτσάρισε το προφίλ ενός φανταστικού ΑΣτην κατά λέξη μετάφρασή του, το επίθετο Ironmonger σημαίνει σιδηροπώλης.

59

41


60

φρικανού με παχιά χείλη, που φορούσε ένα μάλλινο γκρι κοστούμι, μια κάσκα για τον ήλιο, ένα λευκό κολλαρισμένο πουκάμισο και γέλασε περιφρονητικά: Μην αντιγράψετε αυτόν τον άνθρωπο. Στα γεύματά μας δεν υπήρχε ρύζι· το σχολείο δεν σκόπευε να βγάλει ανθρώπους που να θέλουν να ζουν πέρα από τις οικονομικές τους δυνατότητες. Τέρμα τα παπούτσια, παιδιά μου, εκτός από την ημέρα του εκκλησιασμού· το σχολείο δεν ήθελε να δημιουργήσει Μαύρους Ευρωπαίους αλλά γνήσιους Αφρικανούς που δεν θα καταφρονούσαν την αθωότητα και τα απλά φερσίματα των προγόνων τους. Ταυτόχρονα εμείς θα έπρεπε να προοδεύουμε προς δόξαν του Θεού και της Αυτοκρατορίας. Αυτοί οι δυο απήλλαξαν τον κόσμο από την απειλή του Χίτλερ. »Σκληραγωγία· τα αθλήματα, οι αγώνες ανώμαλου δρόμου, τα κρύα ντους στις πέντε το πρωί έγιναν υποχρεωτικά. Χαιρετούσαμε τη σημαία της Βρετανίας κάθε πρωί και κάθε απόγευμα υπό τους πολεμικούς ήχους των σαλπίγγων και των τυμπάνων της σχολικής μας μπάντας. Έπειτα όλοι σε στρατιωτικό σχηματισμό πηγαίναμε στο παρεκκλήσι για να υμνήσουμε εν χορώ τον Δημιουργό. Απόπλυνέ με, Σωτήρα, κι εγώ θα γίνω λευκότερος από το χιόνι. Ύστερα προσευχόμασταν για τη διατήρηση μιας Αυτοκρατορίας η οποία νίκησε το σατανικό κακό που εμφανίστηκε στην Ευρώπη για να υποβάλει σε δοκιμασία τα τέκνα του Θεού. »Ο Τσούι –ποιος άλλος;– ήταν αυτός που μας οδήγησε στην αποχή. Θέλαμε να αποκατασταθούν όλα τα παλιά μας δικαιώματα· δεν θέλαμε επ’ ουδενί τα χακί σορτς και κυρίως τα φασόλια τα φαγωμένα από τα mbuca και τα wandudu,42 αδιαφορώντας για το ποσοστό των βιταμινών που περιεχόταν στα έντομα. Και γιατί στις ομάδες των ευρωπαϊκών σχολείων προσφερόταν γλυκόζη και χυμός πορτοκαλιού μετά από ένα παι42 Έντομα της Ανατολικής Αφρικής.


61

χνίδι, ενώ στις δικές μας δινόταν σκέτο νερό; Φέρτε πίσω τον αιδεσιμότατο Άιρονμόνγκερ, φωνάζαμε. »Σήμερα αναρωτιέμαι τι μ’ έπιασε. Ίσως ήταν η συγκίνηση της στιγμής. Εκείνες τις μέρες όμως, όταν αρνιόμασταν προκλητικά να χαιρετήσουμε τη σημαία της Βρετανίας, ένιωσα ότι ξεπερνούσα τη συνήθη μετριότητά μου και θα πρέπει να έβγαλα χωρίς λόγο τον πραγματικό εαυτό μου στην επιφάνεια. Τον Τσούι, εμένα και άλλους πέντε μάς απέβαλαν από το Σιριάνα. Οι υπόλοιποι επέστρεψαν στις τάξεις, αφού μετά την άγρια εξέγερση η αστυνομία εφοδιασμένη με ρόπαλα, δακρυγόνα και ασπίδες εφόρμησε κατά του σχολείου. Ο Φρόντσαμ έπαιξε σκληρό παιχνίδι και κέρδισε...» Ο Μουνίρα σταμάτησε. Η φωνή του ακουγόταν όλο και πιο σβησμένη καθώς προχωρούσε η αφήγηση. Διατηρούσε όμως το βάρος και τη δύναμη μιας πικρής ενδοσκόπησης. Δεν είχε καν αντιληφθεί ότι ένα περιστατικό στο σχολείο στις αρχές της δεκαετίας του ’40 μπορούσε να διατηρείται τόσο ζωντανό, μπορούσε να έχει ακόμα τη δύναμη ενός νωπού τραύματος. Ίσως τον είχαν μαλακώσει το ποτό και η παρουσία της Γουαντζά. Ίσως να ήταν αυτό ή κάτι άλλο. Σήκωσε το πρόσωπό του από το παρελθόν των σχολικών ημερών του και ατένισε τους αλλόκοτους ήσκιους πάνω στον τοίχο. Η Γουαντζά καθάρισε το λαιμό της σαν να ήθελε να πει κάτι, αλλά δεν μίλησε. Ο Αμπντούλα φώναξε τον Τζόζεφ να συμμαζέψει τον πάγκο. Ο Μουνίρα συνέχισε: «Αργότερα μάθαμε ότι ο Τσούι βρέθηκε στη Νότιο Αφρική και στην Αμερική. Για μένα αυτό όλο το επεισόδιο στάθηκε ένα μάθημα. Η φιλοδοξία έπρεπε να φτιάχνεται από σκληρότερο υλικό. Η δική μου ήταν από μαλακό υλικό. Το κλείσιμο στον εαυτό μου... η αποστασιοποίησή μου απέναντι σε ένα πλήθος που ζητούσε την παθιασμένη δέσμευση σε μια υπόθεση, έγινε στο εξής ο δικός μου τρόπος ζωής. Αφήστε με να μείνω θαμμένος μέσα στη γη. Γιατί να τολμήσω κάτι; Δώστε μου μια τά-


62

ξη, σας λέω, δώστε μου μερικούς προσεκτικούς μαθητές κι αφήστε με ήσυχο!» Ο Αμπντούλα άρχισε να βλαστημάει τον Τζόζεφ και να τον ρωτάει γιατί δεν έφερε ακόμα κι άλλη μπίρα. Ο Τζόζεφ έφερε στα γρήγορα την μπίρα. Ο Αμπντούλα του φώναξε να σκουπίσει και να καθαρίσει το τραπέζι. Ο Τζόζεφ ήταν περίπου εφτά χρονών, με αστραφτερά μάτια αλλά με ένα πρόσωπο ανέκφραστο που είχε κάπως σκληρύνει. Τους διασκέδαζε κατά κάποιον τρόπο η παρουσία του, κι έτσι όλοι βάλθηκαν να τον κοιτούν. Η Γουαντζά πρόσεξε το πουκάμισό του που κρεμόταν έξω από το παντελόνι του. Με μια γρήγορη ματιά παρατήρησε ότι καθώς καθάριζε το τραπέζι, απέφευγε να γυρίσει την πλάτη του προς το μέρος της. Το τραπέζι ήταν μεγάλο, με μια τεράστια ραγισματιά στη μέση. Ο μικρός προσπάθησε να σκύψει προς τη μεριά της, αλλά δεν κατάφερε να φτάσει ως τη δική της πλευρά. «Φέρε μου το πανί», του είπε. «Θα σε βοηθήσω». «Άσ’ τον να το κάνει μόνος του. Αυτός είναι ένα τεμπέλικο μάτσο από ξίγκι και αργόσχολα κόκκαλα». Ωστόσο εκείνη πήρε το πανί και καθάρισε όλο το τραπέζι. Καθώς διέσχιζε το δωμάτιο, είδε ότι το παντελόνι του ήταν σχισμένο στον πισινό και κατάλαβε. «Έρχεται στο σχολείο σου;» ρώτησε γυρνώντας προς το μέρος του Μουνίρα. «Όχι, όχι», είπε βιαστικά εκείνος, σαν να ήθελε να απαλλάξει τον εαυτό του από τις ευθύνες. «Και γιατί όχι;» «Ρώτα τον Αμπντούλα», είπε ο Μουνίρα ρουφώντας μια γουλιά από το ποτό του. «Για κοίτα τούτο το πόδι. Δεν μπορώ να φέρνω βόλτα το μαγαζί μ’ ένα πόδι. Δεν είμαι μάγος». Δυσάρεστες αναμνήσεις έμοιαζαν να υπεισέρχονται σε μια βραδιά που είχε αρχίσει τόσο ωραία.


«Άκου, Αμπντούλα», είπε η Γουαντζά μετά από μια ολιγόλεπτη σιωπή. «Θα μείνω εδώ για ένα διάστημα. Άφησέ τον να πάει στο σχολείο. Θα βοηθήσω εγώ στο μαγαζί. Έχω ξανακάνει αυτή τη δουλειά. Τώρα θα πρέπει να φύγω. Κύριε Μουνίρα, φοβάμαι μη συναντήσω καμιά ύαινα μες στα σκοτάδια. Πήγαινέ με στο σπίτι της γιαγιάς μου». Ο Αμπντούλα έμεινε στο τραπέζι και ούτε που σήκωσε το βλέμμα του καθώς οι άλλοι δυο του είπαν kwaheri κι έφυγαν. Φώναξε τον Τζόζεφ. «Τράβα να κλείσεις την πόρτα. Φέρε μου άλλη μια μπίρα κι άντε να κοιμηθείς», είπε κι η φωνή του μαλάκωσε, και τούτη τη φορά δεν τον βλαστήμησε.

Μέσα σε μια βδομάδα έγινε κι αυτή μια από μας, το νέο αντικείμενο του κουτσομπολιού μας. Ήταν η εγγονή της Νιακίνιουα, αυτό ξέραμε –συχνά βοηθούσε τη γριά στις καθημερινές δουλειές στο σπίτι και στα χωράφια–, παρέμενε όμως ένα μυστήριο. Πώς μπορούσε μια γυναίκα της πόλης να λερώνει έτσι τα χέρια της; Πώς μπορούσε να στερεώνει έναν τενεκέ με νερό πάνω σ’ ένα κεφάλι πανέμορφα στεφανωμένο από μια μάζα γυαλιστερά μαύρα μαλλιά; Και τι ήταν αυτό που την έφερε στ’ αλήθεια στις πύλες του Ίλμορογκ, όταν της μόδας για τη νεολαία ήταν να φεύγει από το χωριό; Παρακολουθούσαμε με αυξανόμενη περιέργεια τα πηγαινέλα της, επειδή δεν είχαμε και πολλά πράγματα να κάνουμε στα χωράφια, πέρα από το να σπάμε μερικούς σβώλους χώμα, καθώς περιμέναμε τα φασόλια και τα καλαμπόκια να ωριμάσουν ώστε να μπορέσουμε να ξεκινήσουμε το μάζεμά τους. Θα φύγει, λέγαμε όλοι. Κάποια μέρα έγινε άφαντη. Εμείς ήμασταν σίγουροι πως δεν θα ξαναγύριζε, παρά το αινιγματικό χαμόγελο στην όψη

63

[ 4 ]


64

της γριάς όποτε τη ρωτούσαμε γι’ αυτό το πράγμα. Είναι παράξενο, επειδή όλοι μιλούσαμε γι’ αυτήν σαν να θέλαμε να μείνει μακριά μας, στην πραγματικότητα όμως αγωνιούσαμε πότε θα γυρίσει πίσω. Αυτό ήταν ολοφάνερο στα πρόσωπα των ανθρώπων, όταν ύστερα από μια βδομάδα εκείνη ξαναγύρισε με ένα matatu Peugeot φορτωμένο με τα υπάρχοντά της. Περικυκλώσαμε το αυτοκίνητο. Ήταν η πρώτη φορά που βλέπαμε ένα αληθινό αυτοκίνητο να σταματά στην πόρτα ενός σπιτιού του Ίλμορογκ και νιώθαμε ότι κάτι συγκλονιστικό γινόταν στην κορυφογραμμή μας. Τη βοηθήσαμε να ξεφορτώσει. Ο οδηγός βλαστήμαγε συνέχεια το δρόμο, κι έλεγε πως αν το ήξερε δεν θα δεχόταν να κάνει τη συμφωνία. Τουλάχιστον όχι για τόσα λεφτά. Μα δεν μπορούσαν να φτιάξουν έστω κι ένα δρόμο κατάλληλο για μεταφορά ζώων; Παραμερίσαμε για να αφήσουμε το αυτοκίνητο να περάσει. Κουνούσαμε τα χέρια μας μέχρι που αυτό θάφτηκε μέσα στη σκόνη, πέρα μακριά. Και τότε το ενδιαφέρον μας απέσπασαν τα υπάρχοντα της Γουαντζά, με το κάθε αντικείμενο να γίνεται επίκεντρο κουτσομπολιού και εικασιών: το κρεβάτι με σομιέ, το στρώμα αφρού, τα σκεύη, ιδίως η γκαζιέρα που μπορούσε να ζεστάνει το νερό χωρίς κάρβουνα ή καυσόξυλα. Αυτό όμως που αργότερα εκείνο το απόγευμα αιχμαλώτισε και τις καρδιές και τη φαντασία μας ήταν η λάμπα του γκαζιού. Το άστρο του Ίλμορογκ, την είπαμε, κι αυτοί που είχαν ταξιδέψει πέρα από τα σύνορα έλεγαν ότι έμοιαζε πολύ με τα άστρα της πόλης στο Ρουούα-ίνι ή τα άστρα που κρέμονταν από ξερά δέντρα. Μετακόμισε σε ένα σπίτι όχι μακριά από εκείνο της Νιακίνιουα, και ακόμα και μια βδομάδα μετά ο κόσμος εξακολουθούσε να τριγυρνάει στην αυλή της απλώς και μόνο για να τη δει να ανάβει τη λάμπα. Ωστόσο το ερώτημα παρέμενε: Γιατί διάλεξε το Ίλμορογκ; Μήπως τώρα θα μας ξανάρθουν όλα τα παιδιά μας, επειδή τι είναι ένα χωριό χωρίς νέο αίμα; Όμως εκείνη τη νύχτα του γυρισμού της εμείς ξαγρυπνήσαμε έξω από το σπίτι της. Η Νιακίνιουα έπια-


3 – Πέταλα από αίμα

65

σε να τραγουδά το gitiro, για το οποίο κάποτε φημιζόταν στο Ίλμορογκ αλλά και πέρα απ’ αυτό· τραγουδούσε χαμηλόφωνα, εγκωμιάζοντας τον Ντέμι και τις γυναίκες του, παλιά, πολύ παλιά. Οι άλλες γυναίκες κατά διαστήματα επενέβαιναν με αλαλαγμούς. Πολύ σύντομα όλοι μας τραγουδούσαμε και χορεύαμε, τα παιδιά κυνηγιόντουσαν μέσα στους ήσκιους, οι γέροι και οι γριές αναπαριστούσαν κατά διαστήματα σκηνές από το ένδοξο παρελθόν του Ίλμορογκ. Ήταν στ’ αλήθεια μια γιορτή πριν από τη συγκομιδή που θα ερχόταν σε λίγους μήνες και το μόνο που μας στενοχωρούσε ήταν ότι δεν είχαμε φτιάξει λίγη μπίρα από μέλι, ευλογημένη με το σάλιο του Μουάθι γουά Μούγκο, για να καλωσορίσουμε αυτές τις υποσχέσεις για το νέο ξεκίνημα. Οι υπόλοιπες γυναίκες κουνούσαν τα κεφάλια τους επιδοκιμάζοντας με κατανόηση. «Η Νιακίνιουα βρήκε μια βοηθό στο φύτεμα της σοδειάς και στο μάζεμά της αργότερα», έλεγαν. «Εμείς θα την ακολουθούσαμε ακόμα και στα χωράφια για να δούμε αν μπορεί στ’ αλήθεια να καλλιεργεί τη γη». Το λουλουδένιο χαλί που απλωνόταν στο ύπαιθρο έξω από το Ίλμορογκ αντικαταστάθηκε αργότερα από τους πράσινους λοβούς των φασολιών και τα κοτσάνια των καλαμποκιών. Οι αγρότες από τις φάρμες του Ίλμορογκ πήγαιναν τώρα στα χωράφια για να μαζέψουν με το πάσο τους απομεινάρια από τις παλιές σοδειές, που δεν χρειαζόταν πια να πιάνουν τζάμπα τον τόπο, ή απλώς για να ξεριζώνουν τα αγριόχορτα. Τα γαϊδουράγκαθα, τα νεκράνθεμα και τα μη με λησμόνει κολλούσαν στα ρούχα τους, κι αυτοί τώρα γελούσαν και έλεγαν ιστορίες και αστεία καθώς περίμεναν να ωριμάσουν οι σοδειές. Ωστόσο τα γέλια τους έκρυβαν τις καινούργιες ανησυχίες τους, μήπως και δεν πάνε καλά οι σοδειές και η συγκομιδή τους. Καταλάβαιναν πότε περίμεναν καλή σοδειά από τη ρυθμική εναλλαγή βροχής και λιακάδας. Πριν από μια κακή σοδειά έρχονταν σποραδικές βροχές ή μια δυνατή νεροποντή, κι αυτήν,


για όλη την υπόλοιπη περίοδο, τη διαδεχόταν η λιακάδα. Φέτος είχε συμβεί το τελευταίο. Και πράγματι τώρα έβλεπαν τους λοβούς των φασολιών να έχουν κοντύνει, τα καλαμπόκια να είναι αδύναμα και τα κοτσάνια τους σαν κατσιασμένα. Ωστόσο περίμεναν τα φυτά να ωριμάσουν και να μαζέψουν τις σοδειές, πιστεύοντας ότι ο Θεός ήταν αυτός που δίνει και συνάμα αυτός που παίρνει.

Ανάμεσα στη Γουαντζά και στον Μουνίρα αναπτύχθηκε σιγά σιγά μια κατανόηση χωρίς απαιτήσεις· τίποτα βαθύ, τίποτα σπαραξικάρδιο. Απλώς, όπως είπε εκείνος μέσα του την πρώτη φορά, η παρουσία της τον ευχαριστούσε. Για ένα διάστημα ένιωθε καθησυχασμένος, ακόμα και προφυλαγμένος. Εκείνη έδειχνε να δέχεται την αδιάλειπτη προσοχή του με μια παιχνιδιάρικη ευγνωμοσύνη. Λες και θα απορούσε αν αυτός είχε φερθεί διαφορετικά. Συχνά η Γουαντζά μιλούσε για την ακτή, για τις λευκές kanzus43 που φορούν οι άντρες, για τη γαλακτερή μπίρα από mnazi,44 τα μαλλιαρά τσόφλια από τις καρύδες που έβλεπες σκορπισμένα στις παραλίες τις Κυριακές, τους χαμηλούς γκρεμούς στο κανάλι του λιμανιού του Κιλιντίνι,45 και την αχανή, γαλάζια υδάτινη έκταση με τα ατμόπλοια που έρχονταν από χώρες μακρινές. Μιλούσε για τα στενά αραβικά δρομάκια στην παλιά πόλη της Μομπάσα, που πάνω της δέσποζε το Φορτ Τζίζας,46 –«Είναι αστείο, για σκεφτείτε, να το 43 Είδος κελεμπίας που φορούν οι Αφρικανοί. 44 Φοινικόκρασο.

66

45 Το Κιλιντίνι είναι το λιμάνι της Μομπάσα. Στα σουαχίλι σημαίνει βαθύς. 46 Γνωστό τόσο με την αγγλική του ονομασία –Fort Jesus– όσο και με την πορτογαλική –Forte Jesus de Mombaça– το Φρούριο Ιησούς χτίστηκε στο διάστημα 1593-1596 από τους Πορτογάλους αποικιοκράτες για να ελέγχουν το λιμάνι της Μομπάσα.


47 Σουαχίλι. Εδώ η λέξη αφορά την εθνότητα Σουαχίλι που κατοικεί στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών της Αφρικής. 48 Μήπως παριστάνεις τον Σουαχίλι μουσουλμάνο από τα παράλια;

67

λένε έτσι από τον Ιησού»–, και όταν ο Αμπντούλα τη ρώτησε αν αλήθευε πως μερικοί Άραβες μπορούσαν να μεταμορφώνονται σε γυναίκες ή γάτες, εκείνη έβαλε τα γέλια και τον ρώτησε: Μα τι λογής mswahili47 είσαι εσύ που πιστεύεις τέτοια πράγματα; Mswahili Mwislamu wa Bara, ε;48 Μιλούσε με ενθουσιασμό για όλα αυτά τα πράγματα, σαν να είχε βυθιστεί για τα καλά στη ζωή του τόπου· κατά τ’ άλλα σπανίως μιλούσε για την προσωπική της ζωή ή για τον εαυτό της. Αυτό βέβαια δεν ενοχλούσε τον Μουνίρα, επειδή δεν ήταν ο άνθρωπος που θα έσκιζε τα πέπλα που κάλυπταν το παρελθόν ενός ανθρώπου. Δεν έμεινε όμως αλώβητος από τις μοιραίες ματιές της και την τόλμη που εναλλασσόταν με τη μελετημένη δειλία, που επεφύλασσε τόσο σ’ αυτόν όσο και στον Αμπντούλα. Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, ήταν κάπως ενοχλημένος από την αναμονή που διακρινόταν στην όψη της, από την οδυνηρή περιέργεια και τη γνώση που υπήρχαν στα μάτια της. Εκείνη φυσικά δεν δεσμευόταν απέναντί του, το ήξερε αυτό ο Μουνίρα, κι αυτό ταίριαζε απόλυτα με το πνεύμα του· φοβόταν κάτι παραπάνω από έναν τυχαίο σύνδεσμο με κάποιον άλλο άνθρωπο. Ωστόσο ένιωθε ότι αφηγούμενος την ιστορία του, την τόσο επιπόλαιη και παιδιάστικη, παραχωρούσε ένα κομμάτι του εαυτού του στους άλλους και καταλάβαινε ότι αυτό τους επέτρεπε να τον ελέγξουν. Πήγε στο μάθημά του σκεπτόμενος ότι στο τέλος της μέρας θα τη συναντούσε στο μαγαζί του Αμπντούλα. Μια μπίρα μαζί... ένα γέλιο μαζί... και στη διάρκεια της βραδινής συζήτησης έστρεψε την κουβέντα στη νύχτα που τους αφηγήθηκε την ιστορία του Σιριάνα, γυροφέρνοντάς την, αλλά δίχως στην πραγματικότητα να αναφέρεται σ’ αυτήν. Ωστόσο τα αδιάφορα πρόσωπά τους δεν του αποκάλυψαν τι


68

πράγματι σκέφτονταν για την αποτυχία του. Εκείνη ήταν πάντα κοντά και μακριά συνάμα, και του φαινόταν όλο και πιο οδυνηρό το γεγονός ότι μιλούσε με την ίδια οικειότητα στον Αμπντούλα· μήπως κρίνοντάς τον σε σχέση με τον Αμπντούλα τον έβρισκε ελλιπή; Ο Μουνίρα άρχισε να σκέφτεται τον Αμπντούλα· πώς έχασε το πόδι του; Για ποιο λόγο ήρθε στο Ίλμορογκ; Απορούσε με τα ελάχιστα πράγματα που γνώριζε για τον Αμπντούλα, για οποιονδήποτε. Ένα αεροπλάνο πετούσε χαμηλά πάνω από το Ίλμορογκ. Τα παιδιά ξεχύθηκαν από τις τάξεις τους, και όλα γούρλωσαν τα μάτια τους και οι κραυγές τους έφτασαν ως τον ουρανό, ενώ πάσχιζαν να παρακολουθήσουν την κίνηση του αεροπλάνου, καθώς και τη σκιά του που περνούσε με τέτοια ταχύτητα πάνω από τόσα χωράφια, από τις κορυφογραμμές του Ίλμορογκ και τις πεδιάδες. Ο γάιδαρος του Αμπντούλα γκάριζε τρομοκρατημένος και η φωνή του ανακατευόταν με τον ήχο του μικρού αεροπλάνου. Χωρικοί ξεπρόβαλλαν από τα χωράφια με τα καλαμπόκια και μαζεύονταν δυο δυο, τρεις τρεις στα μονοπάτια για να δουν το αεροπλάνο και να το κουτσομπολέψουν. Τι γύρευε από το Ίλμορογκ κι όλο γυρνούσε και ξαναγυρνούσε εδώ; Η Γουαντζά πήγε στο σχολείο και έκανε την ίδια ερώτηση στον Μουνίρα. Τι γύρευε το αεροπλάνο; Ο Μουνίρα δεν ήξερε, αλλά του άρεσε που εκείνη ήρθε να ζητήσει τη γνώμη του. Ίσως έκανε μια βόλτα στα αξιοθέατα, είπε, καθώς το αεροπλάνο πετούσε τώρα ακριβώς απέναντι και χανόταν μέσα στη γαλανόλευκη, συννεφιασμένη απεραντοσύνη. Ήταν η πρώτη φορά μετά την πρώτη τους συνάντηση που τον επισκεπτόταν στο σχολείο, και τώρα, καθώς απομακρυνόταν, εκείνος την κοίταζε, υπνωτισμένος από τα οπίσθιά της που λικνίζονταν ελαφρά. Ένιωθε μια ακαταμάχητη έλξη γι’ αυτήν. Και τότε αυτή άρχισε να εμφανίζεται στα όνειρά του: στήθη χτυπούσαν πάνω σε στήθη, περιγράμματα κορμιών τεντώνονταν με ανείπωτο πόθο, αλληλοκοιτάζονταν βαθιά στα μά-


69

τια καθώς στέκονταν και οι δυο στο λόφο του Ίλμορογκ, κρυμμένοι μακριά από το σχολείο, μακριά από τον Κέιμπριτζ Φρόντσαμ, που λυσσομανούσε, κατσούφιαζε και έτριζε θυμωμένος τα δόντια του, εξαιτίας του μυρωμένου κήπου που ήταν το κορμί της. Άρχιζαν να παλεύουν, αντί όμως να πέσουν καταγής, αυτοί χώνονταν μέσα σ’ ένα χνουδωτό σύννεφο και χόρευαν βαλς σε αργή κίνηση πάνω από τις κοιλάδες και τα υψώματα του Ίλμορογκ, με τους γοφούς τους κολλημένους, με τη δύναμη του ζεστού αίματος να φουσκώνει ζητώντας να ελευθερωθεί, και ξαφνικά εκείνος δεν κατάφερε να συγκρατηθεί. Το πρωί είδε ξεραμένες λιμνούλες στο κρεβάτι του και ένιωσε απέραντη θλίψη. Τώρα πια κινδύνευε. Τι μου συμβαίνει, σ’ εμένα, ένα θεατή; βόγγηξε. Για μια δυο μέρες μπροστά της ήταν μουδιασμένος και απόμακρος. Περιφερόταν στο λόφο του Ίλμορογκ το σούρουπο, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει το νόημα αυτής της καινούργιας συγκίνησης· πού ήταν το ανδρικό του κουράγιο; Έπρεπε λοιπόν να περάσει τη ζωή του τρέμοντας στα χείλη του γκρεμού, επειδή φοβόταν το χάος της αβύσσου; Δεν πέρασαν πολλές μέρες από την επίσκεψη του αεροπλάνου, και άλλοι άντρες, ντυμένοι στα χακί, ήρθαν με ένα Land Rover στο Ίλμορογκ. Περπατούσαν μέσα στα χωράφια, σέρνοντας στο χώμα μια μεταλλική μετροταινία και φυτεύοντας κόκκινους πασσάλους. Ολόκληρη η κοινότητα τους πολιόρκησε, θέλοντας να μάθει ποιοι ήταν και τι έκαναν καταπατώντας τη γη άλλων ανθρώπων. Τους γοήτευσαν όμως και τα όργανα με μετροταινίες και θεοδόλιχο εκείνων των ανθρώπων, και το τηλεσκόπιο που κρεμόταν από το λαιμό κάποιου από δαύτους και εκείνος συνέχεια κοίταζε μέσα απ’ αυτό. Ο κόσμος έλεγε ότι το τηλεσκόπιο μπορούσε να δει από το μέρος όπου βρίσκονταν ίσαμε το τέλος του κόσμου. Ο Μουνίρα έμεινε σε κάποια απόσταση από το πλήθος. Η Γουαντζά τον πλησίασε και στάθηκε πλάι του, αλλά τα μάτια της ήταν καρφωμένα στον αξιω-


70

ματικό επικεφαλής της ομάδας. Ο αξιωματικός πλησίασε τον Μουνίρα και του ζήτησε νερό. Ο Μουνίρα έστειλε κάποιο παιδί στο σχολείο να φέρει νερό και ποτήρια... Ο Μουνίρα τον ρώτησε τι σήμαιναν όλα αυτά. «Είμαι μηχανικός», είπε αυτός. «Κάνουμε μια προκαταρκτική τοπογραφική έρευνα για ένα δρόμο που θα διασχίζει την Αφρική». «Πηγαίνοντας προς;» «Προς το Ζαΐρ, τη Νιγηρία, την Γκάνα, το Μαρόκο, προς όλη την Αφρική», του εξήγησε αυτός και γύρισε στους συνεργάτες του. Όταν ο Μουνίρα στράφηκε προς τη Γουαντζά, την είδε να φεύγει βιαστικά, σχεδόν να τρέχει μακριά σαν να την είχε τσιμπήσει μέλισσα. Αργότερα, στο μαγαζί του Αμπντούλα, όλη σχεδόν η περιοχή ήρθε να ρωτήσει τον Μουνίρα τι του έλεγε ο άντρας και αν είχαν έρθει να κάνουν μετρήσεις για εκείνο το αρδευτικό κανάλι που από καιρό τώρα τους είχαν υποσχεθεί. Η Γουαντζά όμως δεν ήταν ανάμεσά τους. Παράξενο, συλλογίστηκε, καθώς προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στην κουβέντα και στις εικασίες. «Ελπίζω να μη μας πάρουν τα χωράφια μας», εξέφρασε τους φόβους όλων ο Ντζουγκούνα, μόλις ο Μουνίρα μίλησε για το δρόμο. «Ένα κομματάκι θα πάρουν μονάχα», υπαινίχθηκε ο Αμπντούλα, «και θα δώσουν αποζημίωση». «Πολλά λεφτά και άλλα χωράφια», πρόσθεσε κάποιος άλλος. «Και θα είναι ωραίο να έχουμε έναν καλοφτιαγμένο δρόμο. Θα διευκολύνει το ταξίδι μας κι εμείς θα μπορούμε να στέλνουμε τα εμπορεύματά μας σε μακρινές αγορές, αντί να τα δίνουμε σ’ αυτούς τους σκορπιούς που μας έρχονται από την πόλη», ενθουσιάστηκε τώρα ο Ντζουγκούνα μ’ αυτή την προοπτική.


49 Γεια!

71

Στο βάθος της καρδιάς τους όμως δεν πίστευαν ότι μπορούσαν να συμβούν τέτοια πράγματα· άλλωστε ο Ντέρι γουά Ριέρα τους έταξε νερό, κι αυτό δεν ήρθε ποτέ. Ο Μουνίρα είχε σαστίσει με την απουσία της Γουαντζά. Μήπως τον απέφευγε; Τώρα πονούσε γι’ αυτήν και αποφάσισε να επισπεύσει τη λύση του ζητήματος. Το άλλο βράδυ, μετά την αναχώρηση της ομάδας των τοπογράφων που σχεδίαζαν το δρόμο, πήγε στο σπίτι της, αποφασισμένος αυτή τη φορά να κάνει το μεγάλο τόλμημα. Ικετευτικά μάτια, δάχτυλα ζεστά από την έντονη αιμάτωση, ααα, σύντομα αυτό το ζήτημα θα έληγε. Φώναξε «Hodi!»49 και στάθηκε στην πόρτα γέρνοντας στον παραστάτη, τρίβοντας ελαφρά το στομάχι του για να καθαρίσει την πικρή λιμνούλα της απογοήτευσης και της απόγνωσης. Το φως άστραφτε πάνω στον Αμπντούλα, που καθόταν άνετα σε μια καρέκλα, με το κορμί του στηριγμένο στο κεφαλάρι του κρεβατιού. «Mwalimu... έλα μέσα, είμαι τόσο ευτυχισμένη», φώναξε εκείνη. Η καρδιά του βυθίστηκε ακόμα πιο κάτω καθώς κάθισε. Το φως έδειχνε να τονίζει την ευτυχισμένη όψη του Αμπντούλα, που του χαμογελούσε για να τον καλωσορίσει στην προσεκτικά κρυμμένη φωλιά του. «Έπρεπε να μας φέρεις μπίρα για να γιορτάσουμε τη σημερινή μέρα», συνέχισε η Γουαντζά και κάθισε πλάι στον Αμπντούλα, κοιτάζοντάς τον. «Πώς είσαι, Mwalimu;» ρώτησε ο Αμπντούλα. «Μακάρι να ’ξερα πως θα ερχόσουν εδώ. Θα σε περίμενα. Όπως ήρθαν τα πράγματα, μάζεψα μονάχος μου όλη την απογευματινή δροσιά κι ήρθα μόλις τώρα...» «Είμαι μια χαρά...» είπε ο Μουνίρα και ξαφνικά ένιωσε καλύτερα. «Τι γιορτάζουμε;»


72

«Μάντεψε». «Δεν μπορώ». «Σήμερα ο Αμπντούλα μου πρότεινε μια δουλειά. Λες να τη δεχτώ;» «Σαν τι δουλειά;» «Μπαργούμαν. Για φαντάσου. Μια μπαργούμαν στο Ίλμορογκ. Νομίζεις πως θα έπρεπε να τη δεχτώ;» «Εξαρτάται από τη δουλειά. Στο Ίλμορογκ όμως υπάρχουν πολύ λίγοι πελάτες». «Α, μα αυτή είναι η δουλειά της μπαργούμαν. Μα την αλήθεια, Mwalimu! Μια μπαργούμαν προσλαμβάνεται για να τραβήξει περισσότερους πελάτες. Ή για να κάνει τους ελάχιστους τακτικούς θαμώνες να πίνουν περισσότερο». «Εντάξει, αν σ’ αρέσει αυτό... Δούλεψες ποτέ στο παρελθόν σαν μπαργούμαν;» «Μα πώς νομίζεις ότι έφτασα να γνωρίσω όλα τα μέρη για τα οποία μιλούσα;» Και ξαφνικά πετάχτηκε από το κάθισμά της. «Ω, θα φτιάξω τσάι. Ας το γιορτάσουμε με τσάι χωρίς γάλα...» Οι κινήσεις της ήταν γεμάτες χάρη. Άρχισε να πλένει μια sufuria και το βλέμμα του Μουνίρα κινήθηκε στο ρυθμό ολόκληρου του κορμιού της και του στήθους της. Ήταν ακόμα σαστισμένος: γιατί χαιρόταν τόσο για μια τέτοια δουλειά στο Ίλμορογκ τη στιγμή που μπορούσε εύκολα να δουλέψει σε κάποια από τις πόλεις που ανέφερε; Ακόμα και το Ρουούα-ίνι ήταν πολύ μεγαλύτερο και καλύτερο για μια τέτοια δουλειά. Και γιατί φέρθηκε τόσο παράξενα εχθές; Δεν μπορούσε όμως να μην επηρεαστεί από την ανάλαφρη, εύθυμη διάθεση που εξέπεμπε εκείνη. Καθώς έπιναν το τσάι τους, η Γουαντζά άλλαξε πάλι, κι από την παιδιάστικη ευτυχία φανέρωσε έναν νηφάλιο, πιο ήρεμο και συγκρατημένο εαυτό. «Μου ’ρχεται να κλάψω. Νιώθω τόσο ευτυχισμένη επειδή ο Αμπντούλα αγόρασε στον Τζόζεφ ρούχα, μια πλάκα και βιβλία, κι αυτός μπορεί να αρχίσει να πηγαίνει στο σχολείο».


73

«Καλό αυτό, Αμπντούλα. Επιτέλους. Ο Τζόζεφ φαίνεται σπουδαίο παιδί και είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρει μια χαρά». «Τη Γουαντζά να ευχαριστεί. Δικό της ήταν το κατόρθωμα». «Ήταν η ιστορία του Μουνίρα. Ήταν τόσο συγκινητική... μα την αλήθεια, τόσο συγκινητική», είπε αυτή. Η ιστορία του Σιριάνα άγγιζε μια χορδή του παρελθόντος της. Ξαφνικά ο Μουνίρα ένιωσε ευτυχισμένος με τον εαυτό του. Στράφηκε προς το μέρος της: «Κι εσύ η ίδια... όταν γελάς... μοιάζεις τόσο νέα, θα έπρεπε να πηγαίνεις στο σχολείο αντί να δουλεύεις σαν μπαργούμαν για τον Αμπντούλα». Εκείνη σκέφτηκε λιγάκι. Ήπιε λίγο ακόμα τσάι. Πασπάτεψε το φλιτζάνι της. «Είναι παράξενο πώς το ένα πράγμα οδηγεί στο άλλο. Εσύ ο ίδιος ίσως να βρίσκεσαι εδώ εξαιτίας εκείνης της αποχής στο σχολείο σου. Όσο για τον Αμπντούλα... τελοσπάντων, δεν ξέρω γιατί βρίσκεστε εδώ στο Ίλμορογκ. Ίσως να είναι ατύχημα που βρισκόμαστε όλοι εδώ. Ή ένα έργο του Θεού. Δεν ξέρω... δεν ξέρω... Θυμάστε τους ανθρώπους που ήρθαν για το σχεδιασμό του δρόμου;» ρώτησε. «Θυμάστε τον Μηχανικό;» Είχε αρχίσει να κομπιάζει, αλλά τώρα ένιωσε ξαφνικά την ανάγκη να μιλήσει γι’ αυτή την καμπή στη ζωή της. Κι αυτοί επίσης περίμεναν, νιώθοντας αυτό το πράγμα στην ατμόσφαιρα. Εκείνη σηκώθηκε και τρομπάρισε τη λάμπα για να δυναμώσει το φως. «Τον... γνωρίζεις;» κόμπιασε ο Μουνίρα. «Όχι», είπε εκείνη κι έπειτα πρόσθεσε αργά, «μου θύμισε όμως το παρελθόν μου...» Σταμάτησε πάλι και κάθισε χτυπώντας με το πόδι της το άδειο φλιτζάνι. Το μάζεψε και το έβαλε στην άκρη. «Ναι, πάρτε εμένα για παράδειγμα», άρχισε πάλι με έναν τόνο ενδοσκόπησης, που ήταν πολύ συναρπαστικός.


74

«Μερικές φορές αναρωτιέμαι γιατί ένα ανόητο συμβάν... η επίσκεψη ενός αγοριού, μια ερωτοδουλειά στο σχολείο ανάμεσα σ’ ένα αγόρι κι ένα κορίτσι... γιατί ένα τέτοιο πράγμα να επηρεάσει τη ζωή ενός ανθρώπου; Ξέρετε, τέτοια πράγματα –τις προάλλες ο Αμπντούλα μιλούσε γι’ αυτά–, ένα μολύβι για δώρο, ένα κλεμμένο γλυκό, ραβασάκια ξεσηκωμένα από βιβλία, όλα έχουν την ίδια κατάληξη... maingi ni Thumu: manyinyi ni cukari...50 δάκρυα πάνω στο χαρτί περικυκλωμένα από φιλιά». Σήκωσε το κεφάλι της και γέλασε. «Ίσως να έχουν δίκιο όσοι το λένε: πως τα πολλά λόγια είναι φαρμάκι και τα λίγα λόγια είναι ζάχαρη. Αργότερα είδα ιστορίες με ζαχαρωμένα λόγια να γίνονται φαρμάκι. Και τώρα, γι’ αυτό το αγόρι. Τον έλεγαν Ρίτο. Αυτός κι εγώ πηγαίναμε στην ίδια τάξη στο δημοτικό σχολείο του Κινόο. Τα κορίτσια μπορούν να είναι σκληρά. Διάβαζα τα γράμματά του στ’ άλλα κορίτσια. Γελούσαμε και τον κοροϊδεύαμε σε όλο το δρόμο από το Κινόο στο Ρουντζίρι. Για τα δώρα του όμως, που ήταν μολύβια και γλυκά, γι’ αυτά δεν μιλούσα σε κανέναν. Όλα αυτά ήταν παιδιάστικα καμώματα κι ένα παιχνίδι που μας διασκέδαζε. Κι έπειτα μια Παρασκευή αργήσαμε να πάμε στο σχολείο. Παρακολουθούσαμε ένα ματς μεταξύ του σχολείου μας και του Ρουντζίρι. Αυτούς τους λέγαμε KADU και τους εαυτούς μας τους λέγαμε KANU, κι αυτοί μας το φύλαγαν. Οι KANU έχασαν από τους KADU. Ο Ρίτο με συνόδευσε στο σπίτι μου και κουβεντιάζαμε για το παιχνίδι. Έπειτα μιλήσαμε για την Uhuru. Είπε ότι υπήρχαν αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας, ιδίως για τους φτωχούς. Γι’ αυτό και δούλευε πολύ σκληρά, για να πάει στο γυμνάσιο... στο πανεπιστήμιο... για να σπουδάσει μηχανικός. Ναι, θα γινόταν μηχανικός... φιλοδοξούσε να σχεδιάσει και να χτίσει μια γέφυρα πάνω από ένα δρόμο ή ένα ποτάμι. Μπορείτε να το φανταστείτε... σ’ αυτή την ηλικία, εκείνο τον 50 Τα πολλά λόγια είναι φαρμάκι· και τα λίγα ζάχαρη.


75

καιρό; Ακουγόταν ωραίο. Αλλά τ’ αγόρια είχαν πάντα περισσότερη αυτοπεποίθηση για το μέλλον από εμάς τα κορίτσια. Έδειχναν να ξέρουν τι ήθελαν να γίνουν αργότερα στη ζωή τους, ενώ για μας τα κορίτσια το μέλλον φάνταζε συγκεχυμένο... Ήταν σαν να ξέραμε πως όσες προσπάθειες κι αν κάναμε με τις σπουδές μας, ο δρόμος μας θα μας έβγαζε στην κουζίνα και στην κρεβατοκάμαρα. Εκείνο το βραδάκι ήταν τόσο όμορφο να βρίσκομαι με κάποιον που πίστευε τόσο πολύ στους μύχιους πόθους του, ώστε θαρρούσα πως μοιραζόμουν τις φιλοδοξίες του. Σκέφτηκα ότι ίσως μπορούσα κι εγώ να δω κάποιο φως και ορκίστηκα να δουλέψω πιο σκληρά. Δεν τον έβρισκα πια τόσο γελοίο και αδέξιο και μέσα στο σκοτάδι πιαστήκαμε χέρι χέρι. Ένας άντρας έβηχε καθώς μας προσπέρασε· μου φάνηκε ότι είχε το σουλούπι του πατέρα μου, αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Έτρεξα στο σπίτι και κρέμασα την τσάντα μου από ελαφήσιο δέρμα στη θέση της στον τοίχο και κάθισα κατάχαμα. Γιατί δεν άλλαξα και δεν φόρεσα τα συνηθισμένα μου ρούχα; με ρώτησε η μητέρα μου. Της είπα ότι ήταν Παρασκευή και την επομένη θα έπλενα οπωσδήποτε τη στολή του σχολείου. Και γι’ αυτό ήρθες τόσο αργά; Σώπασα. Θυμόμουν τα γράμματα του Ρίτο... η αγάπη μου είναι ατέλειωτη σαν την άμμο της θάλασσας, σαν τα δέντρα στο δάσος ή τ’ αστέρια στον ουρανό, ή σαν τα κύτταρα του κορμιού μου... και τις φιλοδοξίες του, και τώρα ήθελα να γελάσω και να μιλήσω στη μητέρα μου για τον Ρίτο και τα όνειρά του να γίνει μηχανικός. Άργησα γιατί παρακολουθούσα έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στο σχολείο, είπα. Έπρεπε να μείνουμε και να εμψυχώσουμε την ομάδα μας. Και με ποιον βρισκόσουν μόλις τώρα; Με το αγόρι μου, είπα έτσι απλά και τώρα γέλασα. Μητέρα, αυτός... άρχισα να λέω. Όμως το βλέμμα των ματιών της σκότωσε τις λέξεις. Τώρα είναι γυναίκα, και μάλιστα μιλάει στη μάνα της σαν ίση προς ίση, είπε ο πατέρας μου. Με κλείδωσαν στο δωμάτιό μου και με ξυλοκόπησαν και οι δυο, ο πατέρας μου με τη ζώνη του κι η μά-


76

να μου με ένα λουρί από αγελαδήσιο πετσί που το είχαμε για να δένουμε και να κουβαλάμε πράγματα. Να, για να μάθεις να γυρνάς σπίτι πιασμένη χέρι χέρι με τ’ αγόρια! Να, για να μιλάς στη μάνα σου σαν ίση προς ίση. Ήταν τόσο άδικο, κι εγώ ήμουν αποφασισμένη να μην κλάψω. Αυτό φάνηκε να φουντώνει το θυμό τους. Τώρα με χτυπούσαν για να με κάνουν να κλάψω. Στο τέλος άρχισα να καλώ σε βοήθεια. Είστε άνθρωποι του Θεού, δεν έχετε οίκτο μέσα σας; φώναζα. Τότε σταμάτησαν. Εγώ συνέχισα να κλαίω πικρά. Καταριόμουν βουβά αυτόν τον κόσμο. Δεν καταλάβαινα τι κακό είχα κάνει. Δεν ένιωθα ένοχη. Όταν με προειδοποίησαν να μη με ξαναδούν παρέα με ειδωλολάτρες νεαρούς, δεν ξέρω πώς, αλλά τότε κατάλαβα ότι με έδειραν όχι επειδή ήμουν μαζί με ένα αγόρι, αλλά επειδή αυτό προερχόταν από μια οικογένεια ακόμα πιο φτωχή από τη δική μας. Ένιωθα επίσης ότι ο τρόπος με τον οποίο με έδειραν ήταν σαν να έλυναν μια διαφορά μεταξύ τους. Ήξερα ότι ο πατέρας και η μητέρα μου είχαν αποξενωθεί εξαιτίας ενός γεγονότος που είχε συμβεί σχεδόν μόλις επιβλήθηκε η Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης.51 Ήξερα επίσης ότι ο πατέρας μου αντιμετώπιζε δυσκολίες. Αγανακτούσα όμως στη σκέψη ότι με χρησιμοποιούσαν σαν μέσο για να ξανασμίξουν. Εκείνη τη φορά ψιθύριζαν με τις ώρες στη διάρκεια της νύχτας. »Μέρες και βδομάδες ολόκληρες σχεδίαζα την εκδίκησή μου. Οι γονείς μου με έδερναν συχνά, αυτή όμως ήταν η πρώτη φορά που έκανα τόσο επαναστατικές σκέψεις. Πώς θα έπαιρνα το αίμα μου πίσω; Ήταν αμαρτία να είσαι φτωχός; Εμείς οι ίδιοι δεν ήμασταν πλούσιοι. Ήμασταν αμαρτωλοί; Ακόμα και το να μην είναι κάποιος χριστιανός ήταν αμαρτία; Ταυτόχρονα μίσησα τον νεαρό που στάθηκε η αιτία των δεινών μου. Κλωθογυρνούσα τον πόνο μου μέσα στην ψυχή μου. Είμαι σκληρή 51 Η λεγόμενη Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης –Emergency– επιβλήθηκε

στην Κένυα αμέσως μετά την έναρξη της εξέγερσης των Μάου Μάου.


77

γυναίκα και ξέρω ότι μπορώ να κουβαλώ για πολύ καιρό διάφορα πράγματα στην καρδιά μου. Ήθελα να βρω κάτι που θα τους πλήγωνε στ’ αλήθεια και θα τους ταπείνωνε, όπως έκαναν εκείνοι σ’ εμένα. Ήμουν όμως νέα, ο πόνος ξεθώριασε και οι σκέψεις για εκδίκηση θάφτηκαν από την καθημερινότητα. Ταυτόχρονα ήξερα ωστόσο πως από εκείνη τη νύχτα ούτε εγώ, ούτε το σπίτι μου, ούτε το σχολείο, ούτε ο κόσμος, τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Ένιωθα μέσα μου μια αυξανόμενη ανυπομονησία για το σχολείο και τη μάθηση· λες κι αυτά τα δυο με κρατούσαν μακριά από έναν κόσμο, έναν πιο ενδιαφέροντα κόσμο, πέρα από το σχολείο και το χωριό. Εκεί έξω βρισκόταν η ζωή. Συνέβαινε και αυτό στα χρόνια που προηγήθηκαν της ανεξαρτησίας, τότε που γινόταν πολλή συζήτηση για το πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μας. Α, βλέπετε ότι μιλώ σαν όλα αυτά να έγιναν αιώνες πριν. Κι όμως, δεν είναι παρά λίγα χρόνια... Ναι, λίγα χρόνια. »Εκείνο περίπου τον καιρό ήρθε κάποιος άντρας που αγόρασε ένα οικόπεδο πολύ κοντά στο σπίτι μας, και έφτιαξε ένα πέτρινο κτίσμα με μια τεράστια σιδερένια δεξαμενή για να μαζεύει το βρόχινο νερό. Ήταν παντρεμένος, είχε δυο κόρες. Σύντομα κι άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά του, αυτός όμως έγινε γνωστός ως ο πρωτοπόρος. Αυτό το είδαμε και σαν σημάδι για όσα θα έρχονταν στο μέλλον. Ίσως αργότερα, μετά την ανεξαρτησία, ο καθένας να είχε τουλάχιστον ένα σπίτι με σκεπή από κυματιστή λαμαρίνα και μια δεξαμενή για να μαζεύει το βρόχινο νερό. Ήταν επίσης και ο περήφανος ιδιοκτήτης ενός μικρού φορτηγού και ενός αυτοκινήτου. Δεν ξέραμε από πού ερχόταν, πιθανότατα όμως ήταν ο πρώτος τόσο σημαντικός άνθρωπος στο χωριό μας τα τελευταία χρόνια της Κατάστασης Έκτακτης Ανάγκης, ξέρετε, τότε που οι Αφρικανοί άρχιζαν να αποκτούν επιχειρήσεις. Ήταν τόσο διαφορετικός από τον πατέρα μου· ήταν ψηλός και δυνατός και εύπορος, κι όλοι τον ζήλευαν και τον σεβόντουσαν. Με είλκυσε από την πρώτη


78

φορά που τον είδα να κάνει τον εισπράκτορα στο αυτοκίνητό του. Τη δεύτερη φορά δεν μου πήρε εισιτήριο, λέγοντάς μου “Είσαι η κόρη του τάδε”, και βέβαια εγώ ένιωσα ωραία που με γνώριζε. Ήρθε μια δυο φορές στο σπίτι μας και ο πατέρας μου, που η περιουσία του όλα αυτά τα χρόνια όλο και μειωνόταν, περηφανευόταν τόσο που ντράπηκα. Έγιναν φίλοι με τον πατέρα μου και σύντομα αυτός άρχισε να επισκέπτεται συχνά το σπίτι μας. Τα Χριστούγεννα έφερε σε όλους μας δώρα. Εμένα μου χάρισε ένα λουλουδάτο φόρεμα και με έλεγε κόρη του, κι εγώ έμοιαζα, ή τουλάχιστον σκεφτόμουν πως έμοιαζα, με μια ξαδέρφη μου που είχε φύγει εδώ και πολύ καιρό για την πόλη. Αργότερα με πήρε με το φορτηγό του, και ένα απόγευμα με πήγε να δούμε μια ταινία στον κινηματογράφο Royal Cinema στην πόλη. Από τότε το σχολείο δεν ήταν πια ποτέ το ίδιο. Όποτε ερχόταν να μας επισκεφθεί, εγώ πήγαινα επίτηδες νωρίς για ύπνο, σαν να απέφευγα τη συντροφιά του. Πάντα όμως η επίσκεψή του ήταν ένα σήμα μεταξύ μας ότι το απόγευμα της επομένης ήθελε να με συναντήσει. Έβαζα το λουλουδάτο φόρεμα στην τσάντα μου και το κουκούλωνα με τα βιβλία. Στην πόλη πήγαινα σε μια τουαλέτα, φορούσα το λουλουδάτο φόρεμα και έκρυβα στην τσάντα τη στολή του σχολείου. Στις τέσσερις ή πέντε γυρνούσα στο σπίτι, φορώντας φυσικά τη στολή του σχολείου. »Αυτός που με ανακάλυψε ήταν ο καθηγητής των μαθηματικών. Ήμουν η καλύτερη μαθήτριά του και με είχε βάλει στο μάτι. Τα στήθη μου ήταν πιο ανεπτυγμένα απ’ ό,τι των άλλων κοριτσιών και είχα κορμί με καμπύλες. Αυτός κατέφευγε σε κάθε είδους δικαιολογία για να με κρατά στο σχολείο λίγο παραπάνω: πήγαινε να ανάψεις τη φωτιά στο σπίτι μου, πήγαινε αυτό το βιβλίο με τις ασκήσεις στο σπίτι μου, δεν καθάρισες τα νύχια σου, έλα να με δεις μετά τις τέσσερις... όλο τέτοια πράγματα. Κάποτε το είπα στη μητέρα μου κι εκείνη θύμωσε και απείλησε να απευθυνθεί στους ανωτέρους. Εκείνος λοιπόν α-


52 Εικονικές είναι οι εξετάσεις στις οποίες υποβάλλονται οι μαθητές, προ-

πονούμενοι κατά κάποιον τρόπο για τις κανονικές εξετάσεις.

79

ντιλήφθηκε τις συχνές απουσίες μου· με κατασκόπευσε και ανακάλυψε τι συνέβαινε. Με κάλεσε στο σπίτι του, άρχισε να μου λέει ερωτόλογα, μου είπε ότι με ήθελε. Εγώ τον ήθελα; Αρνήθηκα κι αυτός μου αράδιασε όσα ήξερε για μένα. Ή θα του έλεγα ναι, ή θα αντιμετώπιζα τους θυμωμένους γονείς μου. Αρνήθηκα. Αυτός μίλησε στους γονείς μου. Η μητέρα μου, που πάντα έδειχνε μια ολοφάνερη αντιπάθεια γι’ αυτόν τον άνθρωπο, έπαθε τέτοιο σοκ, που δεν μπορούσε ούτε να με δείρει. Για πρώτη φορά ένιωσα ότι αυτό τους πλήγωσε. Εκείνη όμως έβαλε τα κλάματα και μ’ έσφιγγε πάνω της σαν να ήθελε να με προστατεύσει από έναν εχθρικό κόσμο, κι εγώ ένιωθα ένοχη και με πήραν τα κλάματα. Αυτό προκάλεσε την οριστική ρήξη ανάμεσα στους γονείς μου. Εκείνη είπε στον πατέρα μου με πολύ δηκτικό τόνο “Να ποιος ήταν τελικά ο πλούσιος φίλος σου”, και ο πατέρας μου ήταν τόσο ταπεινωμένος κι έδειχνε τόσο ασήμαντος, που ένιωσα και γι’ αυτόν λύπηση. Η μητέρα μου απείλησε ότι αν αυτός ο άνθρωπος ξαναπατούσε το βρομερό του πόδι στο σπίτι μας και ξαναβλέπαμε την υποκριτική του φάτσα, αυτή θα τον περιέλουζε με βραστό νερό. Εμένα όμως δεν μου είπαν ούτε λέξη, γι’ αυτό κι εγώ ορκίστηκα να μην ξαναδώ ποτέ αυτόν τον άνθρωπο. Έγινα πιο επιμελής, ανέχτηκα μέχρι και το λάγνο, θριαμβευτικό γέλιο και τα προσβλητικά σχόλια του μαθηματικού. Απόρησα, και θα πρέπει να απόρησε και ο καθηγητής, όταν στις εικονικές εξετάσεις52 βγήκα δεύτερη με τα καλύτερα αποτελέσματα στα μαθηματικά σε όλη την περιφέρεια. Το αδέξιο αγόρι μου βγήκε πέμπτο. Όλοι τώρα σκέφτονταν ότι οι κανονικές εξετάσεις θα ήταν ένας περίπατος για μένα και οι δάσκαλοι άρχισαν να κουβεντιάζουν σε ποιο από τα γυμνάσια θα ήθελαν να δοκιμάσω να μπω... Οι συνέπειες όμως της εκδίκησής μου μ’ ακολουθούσαν κι αυτές. Άρχισα τους


80

εμετούς και ένιωθα κάπως κουρασμένη. Ήμουν λοιπόν έγκυος; Ξαναγύρισα στον εραστή μου. Εντάξει, θα σε παντρευτώ, αν δεν σε πειράζει να είσαι η δεύτερη σύζυγος, επειδή η πρώτη μου είναι τόσο σκληρή, που θα σε κάνει σκλάβα της. Μου φάνηκε ότι αντιμετώπιζε μάλλον εύθυμα ένα ζήτημα που για μένα ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Ήξερα επίσης ότι η μητέρα μου σύντομα θα ανακάλυπτε τι συνέβαινε. Όχι, αυτό δεν το άντεχα. Εγώ δεν θα ήμουν πια εκεί όταν θα το ανακάλυπτε. Έπρεπε να βρω μια λύση. »Εκείνη την ημέρα θα τη θυμάμαι πάντα με ντροπή και ενοχές. Η μητέρα μου ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι κι εγώ πήγαινα στο σχολείο, και μου είπε... είχαμε βλέπετε δυο κατσίκες σ’ ένα μαντρί... μου είπε “Πήγαινε να ρίξεις την κοπριά στο shaba”.53 Να τη η ευκαιρία μου. Έβαλα όλα μου τα ωραία ρούχα στον πάτο ενός καλαθιού και σκέπασα την κορυφή του με ξερή κοπριά. Και το έσκασα από το σπίτι... για να πάω σ’ αυτόν. Εκείνος με κοίταξε μια φορά και ξαφνικά τον έπιασαν τα γέλια. Μου είπε να μη γίνομαι αστεία, ήταν αρκετά μεγάλος για να είναι πατέρας μου, και, επιτέλους, ήταν χριστιανός. Ένιωσα ένα σφίξιμο στο λαιμό· δεν μπορούσα να κλάψω. Έβγαλα μονάχα έναν αναστεναγμό και πήγα στην ξαδέρφη μου στο Ίστλι». Καθώς έλεγε τα τελευταία λόγια χαμήλωσε λίγο τη φωνή της και ο Μουνίρα μπορούσε να φανταστεί το ταξίδι μιας βασανισμένης ψυχής στις κοιλάδες της ενοχής και της ταπείνωσης και τις ατέλειωτες νύχτες της αγρύπνιας, όταν αυτή ξαναγυρνούσε στις απαρχές του ταξιδιού. Εκείνη εισέβαλε στις σκέψεις του με ένα κυνικό γελάκι. «Ναι. Πολλές φορές σκεφτόμουν πως ακούω τη φωνή ενός Αμνού να με καλεί από μια βαθιά βαθιά κοιλάδα: Ελάτε κοντά μου, όλοι εσείς οι μοναχικοί κι εγώ θα σας ξεκουράσω για 53 Χωράφι.


54 Παράφραση του χωρίου 11:28 από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, «Δεῦτε

πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς».

81

πάντα.54 Ήταν πράγματι δελεαστικό και η ξαδέρφη μου μάντευε τις σκέψεις μου καθώς προσπαθούσε να με φέρει αντιμέτωπη με την πραγματικότητα που εγώ είχα διαλέξει. Την είχα διαλέξει όμως; Πάλεψα σκληρά τόσο εναντίον της φωνής του Αμνού όσο και εναντίον της πρότασης της ξαδέρφης μου. Θα ζούσα για να πάρω την εκδίκησή μου. Ήμουν νέα. Δεν θα ακολουθούσα το δρόμο της. Δοκίμασα να κάνω διάφορες δουλειές, αλλά η δουλειά σε μπαρ φαίνεται πως είναι η μοναδική προσιτή για μας, τα κορίτσια που παράτησαν το σχολείο, απέτυχαν στις εξετάσεις, ακόμα και για μερικά που παράτησαν το γυμνάσιο». Μια νότα θλίψης, πίκρας, κυριάρχησε για μερικά δευτερόλεπτα στη σιωπή τους. Ήταν σαφές πως όσο κι αν εκείνη πάλεψε, δεν λησμόνησε το αρχικό τραύμα. Κατά κάποιον τρόπο είχε παρασύρει στον κόσμο της τον Μουνίρα και τον Αμπντούλα, και έδειχναν κι εκείνοι να νιώθουν αυτό το τραύμα, ή ίσως αυτό να τους θύμιζε τα δικά τους τραύματα. Τώρα εκείνη ξαναγυρνούσε ξαφνικά στη ζωή: «Να γιατί με πονάει να βλέπω παιδιά που δεν μπορούν να τελειώσουν το σχολείο... να γιατί αύριο στο μαγαζί θα πρέπει να γιορτάσουμε την επιστροφή του Τζόζεφ στο σχολείο. Αμπντούλα, είμαι τόσο ευτυχισμένη. Μουνίρα, αύριο θα έρθεις, σε παρακαλώ. Θα είναι η πρώτη μου νύχτα σαν μπαργούμαν στο Ίλμορογκ». Τους συνεπήρε πάλι με την απεριόριστη ενεργητικότητα και τον ενθουσιασμό της. Είχε έναν δικό της τρόπο να κάνει την καρδιά ενός άντρα να πάλλεται με διαφορετικές συγκινήσεις και προσδοκίες ταυτόχρονα. «Αύριο θα πάω να δω τον Μζίγκο στο Ρουούα-ίνι...» «Όχι, πρέπει να έρθεις», τον διέκοψε αυταρχικά εκείνη. «Και


82

θα μου φέρεις και μια ουγγιά μακρύκοκκο ρύζι. Απόψε με συνόδεψε στο σπίτι μου ο Αμπντούλα. Αύριο είναι η σειρά σου. Ή μήπως φοβάσαι το σκοτάδι; Για κοίτα, θα βγει το φεγγάρι. Θ’ αναγγείλει την πρώτη μέρα του θερισμού. Αύριο... έχουμε τόσες ελπίδες να γιορτάσουμε!» Αν φοβόταν; Όχι, ούτε την αυριανή νύχτα ούτε οποιαδήποτε νύχτα μαζί σου, τραγουδούσε χαρούμενα η καρδιά του. «Ευχαριστώ, Αμπντούλα... ευχαριστώ, Μουνίρα...» γουργούρισε εκείνη καθώς αυτοί σηκώθηκαν να φύγουν και ο καθένας τους ένιωσε λες κι αυτά τα λόγια ειπώθηκαν με ένα ιδιαίτερο νόημα μόνο γι’ αυτόν. Ο Μουνίρα είπε ένα «να ’σαι καλά» στον Αμπντούλα και συνέχισε το δρόμο του μέσα στο σκοτάδι. Αύριο όμως θα βρίσκομαι εδώ, είπε μέσα του, και τώρα χαμογελούσε στον εαυτό του. Όμορφα πέταλα, όμορφα λουλούδια. Αύριο θα ήταν πράγματι η αρχή ενός θερισμού.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.