Γκαρθ Γκρίνγουελ «Αυτό που σου ανήκει»

Page 1

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 5

ΓκΑρθ ΓκρΙνΓουελ

Αυτό που σου ανήκει c

Μυθιστόρημα ΜεΤΑΦρΑΣΗ ΑΠο ΤΑ ΑΓΓλΙκΑ

ΤονΙΑ κοΒΑλενκο

εκΔοΣεΙΣ κΑΣΤΑνΙΩΤΗ


GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 6

Το Μέρος Ι του παρόντος βιβλίου δημοσιεύτηκε αρχικά ως νουβέλα, με τον τίτλο Μίτκο και πολύ διαφορετική μορφή, τον Ιούνιο του 2011 από τον μικρό εκδοτικό οίκο Miami University Press. ΤΙΤλοΣ ΠρΩΤοΤυΠου: Garth Greenwell, What Belongs to You © ©

Copyright Garth Greenwell, 2016 Copyright για την ελληνική γλώσσα εκδόσεις καστανιώτη Α.ε., Αθήνα 2016

Έτος 1ης έκδοσης: 2016 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

εκΔοΣεΙΣ κΑΣΤΑνΙΩΤΗ Α.ε. ΓρΑΦεΙΑ: θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒλΙοΠΩλεΙο: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6127-8


GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 7

Για τον Άλαν Πίρσον και τον Μαξ Φρίμαν και για τον λουίς Μουνιόθ


GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 8


GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 9

I

z.å

MITKO


GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 10


GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 11

ο οΤΙ Η ΠρΩΤΗ Μου ΣυνΑνΤΗΣΗ Με Τον ΜΙΤκο Μ. κΑΤελΗ-

11

Τ

ξε σε μια προδοσία, όσο μικρή κι αν ήταν, θα έπρεπε να μου είχε χτυπήσει ήδη από τότε το καμπανάκι του κινδύνου, πράγμα που με τη σειρά του θα όφειλε να έχει περιορίσει, αν όχι εξαλείψει τελείως, τον πόθο μου γι’ αυτόν. Όμως η αίσθηση του κινδύνου σε μέρη όπως οι τουαλέτες του εθνικού Μεγάρου Πολιτισμού, όπου τον πρωτογνώρισα, είναι στοιχείο συνώνυμο του αέρα που αναπνέουμε όσοι βρισκόμαστε εκεί, πανταχού παρόν και αναπόδραστο, με αποτέλεσμα να γίνεται αναπόσπαστο συστατικό της επιθυμίας που μας προσελκύει ως εκεί. Από τις σκάλες ακόμα έφτασε στ’ αυτιά μου η φωνή του, η οποία, όπως και όλος ο υπόλοιπος, ήταν πολύ επιβλητική για εκείνα τα υπόγεια, ξεχυνόταν από τα βάθη τους σαν να ήθελε να επιστρέψει στο φωτεινό απομεσήμερο, που δεν είχε τίποτα το φθινοπωρινό κι ας ήταν κιόλας μέσα οκτωβρίου· τα ώριμα σταφύλια που κρέμονταν στις κληματαριές σε όλες τις συνοικίες της πόλης εξακολουθούσαν να χύνουν ζεστό τον χυμό τους μες στο στόμα σου μόλις τα δάγκωνες. Παραξενεύτηκα ακούγοντας κάποιον να μιλάει μεγαλόφωνα σ’ ένα χώρο όπου, βάσει ενός άγραφου κώδικα, όλοι μιλούν ψιθυριστά. Στη βάση της σκάλας πλήρωσα τα πενήντα μου στουτίνκια στην ηλικιωμένη θυρωρό, που σήκωσε το κεφάλι να με κοιτάξει πίσω από τον πάγκο της και πήρε τα κέρματα με έκφραση ανεξιχνίαστη· με το άλλο χέρι έσφιγγε το σάλι της στο στήθος, επει-


12

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 12

δή επικρατεί μόνιμη ψύχρα εκεί κάτω, ανεξαρτήτως εποχής. Μόνο καθώς έφτανα στο τέρμα του διαδρόμου άκουσα και μια δεύτερη φωνή, που, σε αντίθεση με την άλλη, την υψωμένη, αποκρινόταν πολύ σιγανά. οι φωνές έρχονταν από τη μεσαία αίθουσα, αυτή με τους νιπτήρες, οπότε θα μπορούσαν να ανήκουν σε άντρες που έπλεναν τα χέρια τους αν τις συνόδευε ο ήχος τρεχούμενου νερού. κοντοστάθηκα στον προθάλαμο, κοιτώντας το είδωλό μου στους καθρέφτες που κάλυπταν τους τοίχους κι ακούγοντας τη συνομιλία, παρόλο που δεν καταλάβαινα λέξη. Μονάχα ένας λόγος υπήρχε για να στέκονται εκεί δυο άντρες, μιας και οι τουαλέτες του NDK (με αυτά τα αρχικά είναι γνωστό το Μέγαρο) προσφέρουν αρκετή απομόνωση κι έχουν πλέον τέτοια φήμη ώστε σπάνια χρησιμοποιούνται για οτιδήποτε άλλο· κι όμως, όταν μπήκα στον χώρο, δεν φάνηκε να ταιριάζει αυτή η εξήγηση στη χαλαρή, εγκάρδια συμπεριφορά του άντρα που μου είχε τραβήξει την προσοχή – μια συμπεριφορά απολύτως δημόσια σ’ εκείνο το μέρος των ιδιωτικών ηδονών. Ήταν ψηλόλιγνος αλλά με φαρδιές πλάτες και κοντοκουρεμένο με την ψιλή κεφάλι στο στρατιωτικό στυλ που προτιμούν αρκετοί νεαροί στη Σόφια, οι οποίοι αποπνέουν έτσι έντονη αρρενωπότητα και μια αύρα παρανομίας. Μόλις πρόσεξα τον φίλο του, που ήταν πιο κοντός, μετρημένος, με βαμμένο ξανθό μαλλί κι ένα τζιν μπουφάν από τις τσέπες του οποίου δεν έβγαλε ποτέ τα χέρια του. Ήταν ο άλλος, ο πιο ρωμαλέος, που στράφηκε προς το μέρος μου με μια έκφραση φιλικού ενδιαφέροντος, δίχως ίχνος φόβου ή απειλητικής διάθεσης, και παρότι αιφνιδιάστηκα, ανταποκρίθηκα άθελά μου μ’ ένα χαμόγελο. Αυτός με χαιρέτησε μ’ ένα χείμαρρο από λόγια στα οποία αντέδρασα κουνώντας ανίσχυρα το κεφάλι, πήρα όμως τη μεγάλη παλάμη που μου πρότεινε κι έσπευσα να προφέρω, εν είδει απολογίας και άμυνας μαζί, τις δυο-τρεις βουλγάρικες φράσεις στις οποίες είχα τόσες και τόσες φορές εξασκηθεί. Ό-


ταν κατάλαβε ότι ήμουν ξένος, το χαμόγελό του πλάτυνε, αποκαλύπτοντας ένα σπασμένο μπροστινό δόντι, την αιχμηρή άκρη του οποίου (όπως αργότερα θα ανακάλυπτα) είχε την τάση να τρίβει εμμονικά με τον δείκτη όποτε βυθιζόταν σε σκέψεις. Παρόλο που υπήρχε ανάμεσά μας μια μικρή απόσταση, έφτανε στα ρουθούνια μου η μυρωδιά οινοπνεύματος, όχι τόσο από την αναπνοή του, όσο από τα ρούχα και τα μαλλιά του· αυτό εξηγούσε την αμεριμνησία του σ’ ένα χώρο του οποίου η χρήση, όσο διαδεδομένη κι αν ήταν, δεν έπαυε να είναι απαγορευμένη, εξηγούσε επίσης και την ιδιάζουσα εκείνη αθωότητα στο βλέμμα του, που ήταν μεν επίμονο αλλά καθόλου ανησυχαστικό. Μίλησε ξανά, κλίνοντας προς τη μια μεριά το κεφάλι, και με μια ανάμιξη βουλγαρικών, αγγλικών και γερμανικών καταφέραμε να συνεννοηθούμε: του είπα ότι ήμουν Αμερικανός, ότι ήμουν ήδη δυο-τρεις βδομάδες στην πόλη του και ότι θα έμενα τουλάχιστον για ένα χρόνο, ότι δίδασκα στο Αμερικανικό κολέγιο – του είπα και το όνομά μου, που ήταν σχεδόν αδύνατο να το προφέρει στη δική του γλώσσα. Σε όλη τη διάρκεια αυτής της μετ’ εμποδίων συνομιλίας δεν έγινε η παραμικρή αναφορά στον περίεργο χώρο όπου βρισκόμασταν ή στις αποκλειστικές σχεδόν χρήσεις του, με αποτέλεσμα να με πλημμυρίζει, όση ώρα τού μιλούσα, μια αναστάτωση φτιαγμένη από ισόποσες δόσεις πόθου και ανησυχίας σχετικά με τις προθέσεις του. Ήταν εκεί κι ένας τρίτος άντρας, που μπήκε και βγήκε στο πιο ακριανό αποχωρητήριο αρκετές φορές, κοιτώντας μας ανενδοίαστα, δίχως όμως να πλησιάσει ή να πει κάτι. Όταν είχαμε πια ολοκληρώσει τις συστάσεις κι αφού ο τρίτος αυτός άντρας ξαναμπήκε στην τελευταία τουαλέτα, κλείνοντας την πόρτα πίσω του, ο Μίτκο (γνώριζα πια το όνομά του) έδειξε προς το μέρος του και μου έριξε ένα βλέμμα όλο νόημα, λέγοντας ίσκα, θέλει, ενώ ταυτόχρονα έκανε μια χυδαία χειρονομία με σαφέστατη σημασία. Αυτός και ο φίλος του, τον οποίο αποκαλούσε μπρατ μι και ο οποίος δεν είχε πει

13

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 13


14

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 14

κουβέντα τόση ώρα, έβαλαν τα γέλια, κοιτώντας με σαν να ήθελαν να με κάνουν συμμέτοχο στο αστείο, μολονότι αποτελούσα, βεβαίως, αντικείμενο της κοροϊδίας τους εξίσου όσο και ο άντρας που τους άκουγε μέσα από το κουβούκλιό του. λαχταρούσα τόσο να νιώσω ότι ανήκα στη συντροφιά τους που χωρίς άλλη σκέψη χαμογέλασα και κούνησα πέρα δώθε το κεφάλι όπως συνηθίζουν να κάνουν εδώ για να δείξουν ότι συμφωνούν ή καταφάσκουν ή ότι απορούν με τα παράξενα του κόσμου. κατάλαβα όμως, από τη ματιά που αντάλλαξαν οι δυο τους, ότι αυτή μου η απόπειρα να τους προσεταιριστώ πέτυχε μόνο να διευρύνει το χάσμα ανάμεσά μας. θέλοντας να ανακτήσω το χαμένο έδαφος, κι αφού έκανα μια παύση για να συνθέσω νοερά τις απαραίτητες λέξεις (τις οποίες σπάνια προφέρω εντελώς σωστά παρά τις αμέτρητες προσπάθειες, ακόμη και τώρα πια που μου λένε ότι μιλώ χούμπαβο και πράβιλνο, και τους βλέπω όλους να εκπλήσσονται με την ευχέρειά μου σε μια γλώσσα την οποία κανείς σχεδόν δεν μπαίνει στον κόπο να μάθει αν δεν την ξέρει από γεννησιμιού του), τον ρώτησα τι έκανε εκεί, σ’ αυτό το κρύο και υγρό υπόγειο. Από πάνω μας, έξω στον δρόμο, ήταν καλοκαίρι ακόμα, η πλατεία γεμάτη φως και κόσμο, άλλοι με τα σκέιτμπορντ ή τα πατίνια τους, άλλοι με τα τρίκυκλα ποδήλατά τους – νέα παιδιά, σαν αυτούς τους δυο. ο Μίτκο κοίταξε τον φίλο του, που τον έλεγε αδελφό του ενώ δεν ήταν αδέλφια, οπότε ο φίλος κινήθηκε προς την έξοδο και ο Μίτκο τράβηξε το πορτοφόλι του από την πίσω τσέπη του παντελονιού. Το άνοιξε κι έβγαλε από μέσα ένα τετράγωνο πακετάκι από γυαλιστερό χαρτί, μια σελίδα περιοδικού ήταν, διπλωμένη πολλές φορές. Την ξετύλιξε προσεκτικά, με χέρια που έτρεμαν ελαφρά, ισορροπώντας τη στα δάχτυλά του ώστε να μην πέσει το περιεχόμενό της στο νοτερό, βρόμικο δάπεδο όπου στεκόμασταν. Μάντεψα, φυσικά, τι θα μου εμφάνιζε· αν με ξάφνιασε κάτι, ήταν το πόσο μικρή ήταν η ποσότητα, δυοτρία τριμμένα φυλλαράκια μόνο. Δέκα λέβα, είπε, προσθέτο-


ντας ότι αυτός, εγώ κι ο φίλος του θα το καπνίζαμε παρέα, οι τρεις μας. Δεν φάνηκε ν’ απογοητεύεται όταν αρνήθηκα την προσφορά του· δίπλωσε μόνο πάλι το χαρτί του το ίδιο προσεκτικά και το ξανάβαλε στην τσέπη του. ούτε κι έφυγε όμως, όπως φοβόμουν. Ήθελα να μείνει, αν και η μέχρι τώρα συζήτησή μας, που παρά τις δυσκολίες της συνεννόησης και τις διακοπές δεν θα πρέπει να κράτησε πάνω από πέντε-δέκα λεπτά, δεν μου είχε αφήσει πολλά περιθώρια να ελπίζω ότι θα έβρισκε διέξοδο η όλο και πιο έντονη επιθυμία μου γι’ αυτόν. Παρότι φιλικός ενώ μιλούσαμε, τον είχα νιώσει για κάποιον μυστηριώδη λόγο να απομακρύνεται· όσο αποφεύγαμε οποιαδήποτε ερωτική νύξη, τόσο πιο απρόσιτος φάνταζε στα μάτια μου – όχι επειδή ήταν ωραίος, παρόλο που τον έβρισκα πράγματι ωραίο, αλλά λόγω μιας ιδιότητας ακόμη πιο απαγορευτικής, μιας αβίαστης σωματικής σιγουριάς που απέπνεε και η οποία υποδήλωνε πως ήταν εντελώς απαλλαγμένος από αμφιβολίες, αυτοαμφισβητήσεις, από κάθε είδους υπαρξιακές αναστολές. Μου έδινε την αίσθηση ότι αποδεχόταν απλούστατα το γεγονός ότι είχε μερίδιο στην ευεργεσία του κόσμου, έστω κι αν ο κόσμος του το είχε ολοφάνερα στερήσει. κοίταξε τον φίλο του, ο οποίος δεν είχε κινηθεί να έρθει κοντά μας όταν ο Μίτκο ξανάβαλε στην τσέπη το μικρό του απόθεμα, κι αφού αντάλλαξαν μια ακόμα ματιά, ο άλλος μάς γύρισε την πλάτη, νομίζω όχι τόσο για να φυλάει την είσοδο πια, μα για να μας αφήσει λίγο μόνους. ο Μίτκο στράφηκε σ’ εμένα, φιλικά πάντα αλλά με μια νέα ένταση στο βλέμμα, κι ύστερα έκλινε ελαφρά το κεφάλι κι έφερε το ένα χέρι στον καβάλο του. Ήταν αδύνατο να μην κοιτάξω προς τα κάτω, κι άλλο τόσο αδύνατο να συγκρατήσω την έξαψη που είμαι βέβαιος ότι διέκρινε στα μάτια μου μόλις ξανακοιταχτήκαμε. εκείνος έτριψε τότε τον αντίχειρα με δείκτη και παράμεσο, χειρονομία που απ’ άκρη σ’ άκρη της γης σημαίνει το χρήμα. Τίποτα στη συμπεριφορά του δεν μαρτυρούσε διάθεση αποπλάνησης ή λαγνεία· μου πρότεινε απλώς μια συναλ-

15

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 15


16

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 16

λαγή, ενώ και πάλι δεν έδειξε ν’ απογοητεύεται όταν εγώ, αυθόρμητα και δίχως δισταγμό, του είπα όχι. Ήταν η απάντηση που έδινα πάντοτε σε τέτοιου είδους προτάσεις (οι οποίες είναι αναπόφευκτες στα μέρη όπου συχνάζω), όχι από κάποιο ηθικό κώλυμα, αλλά από περηφάνια, μια περηφάνια που είχε αρχίσει πρόσφατα να εξασθενίζει, καθώς έβλεπα ότι με το πέρασμα του χρόνου δεν ανήκα πια στην ίδια κατηγορία ερωτικού αντικειμένου στα μάτια των άλλων. Μόλις όμως άρθρωσα την άρνησή μου το μετάνιωσα, γιατί ο Μίτκο σήκωσε αδιάφορα τους ώμους και απομάκρυνε το χέρι από το παντελόνι του, χαμογελώντας σαν να ήταν όλο αυτό μια πλάκα. και μετά, επειδή ετοιμαζόταν κιόλας να φύγει με τον φίλο του και με αποχαιρετούσε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού, φώναξα Τσάκαϊ τσάκαϊ τσάκαϊ, περίμενε περίμενε περίμενε, επαναλαμβάνοντας τη λέξη βιαστικά και στον ίδιο επιτακτικό τόνο φωνής όπως εκείνη η ηλικιωμένη γυναίκα που είχα δει μια μέρα να φωνάζει στα διερχόμενα αυτοκίνητα όση ώρα ένα αδέσποτο σκυλί προσπαθούσε να διασχίσει μια διασταύρωση. ο Μίτκο επέστρεψε αμέσως πειθήνια, λες και είχαμε ήδη κάνει τον διακανονισμό· μπορεί στο μυαλό του να το είχε σίγουρο, όπως το είχα κι εγώ στο δικό μου, έστω κι αν παράστησα τον σκεφτικό σχετικά με το προσφερόμενο προϊόν, επιχειρώντας να συγκαλύψω τον ενθουσιασμό που με κατέκλυζε με λίγο αέρα υπεροχής. κοίταξα μια τον καβάλο του μια εκείνον, ρωτώντας το στερεότυπο κόλκο τι ε, πόσο μεγάλο τον έχεις, που είναι πάντα η πρώτη ερώτηση στα διαδικτυακά τσατ ρουμ που χρησιμοποιούσα. ο Μίτκο, αντί ν’ απαντήσει, χαμογέλασε, μπήκε σε μια από τις τουαλέτες και ξεκούμπωσε το παντελόνι του, οπότε η προσποίηση του ενδοιασμού μου κατέρρευσε, καθώς διαπίστωνα ότι θα πλήρωνα ό,τι κι αν μου ζητούσε. Έκανα ένα βήμα προς το μέρος του, απλώνοντας μάλιστα το χέρι σαν να ήθελα να διεκδικήσω ευθύς αμέσως το εμπόρευμα –ήμουν ανέκαθεν κακός στο παζάρι, η επιθυμία μου δεν κρύβεται– αλλά ο Μίτκο κου-


μπώθηκε πάλι, σταματώντας με με μια κίνηση του χεριού. Φαντάστηκα ότι ήθελε πρώτα να τον πληρώσω, αυτός όμως με προσπέρασε λέγοντάς μου να περιμένω και πήγε ξανά προς τους εν σειρά πορσελάνινους νιπτήρες, που ήταν όλοι ραγισμένοι και γαριασμένοι. Με μια φυσικότητα που απέδωσα τότε στο μεθύσι του, αλλά που, όπως έμελλε να μάθω, ήταν εγγενές του χαρακτηριστικό, απελευθέρωσε το μακρύ του πέος από το μπλουτζίν κι έσκυψε πάνω από ένα νιπτήρα για να το πλύνει, τραβώντας πίσω το πετσάκι και μορφάζοντας στην επαφή με το νερό που βγαίνει μόνο κρύο απ’ αυτές τις βρύσες. Του πήρε αρκετή ώρα μέχρι να μείνει ικανοποιημένος απ’ το αποτέλεσμα, πρώτη ένδειξη μιας εμμονής με την καθαριότητα που ποτέ δεν θα έπαυε να με εκπλήσσει, με δεδομένη τη φτώχεια και τις δυσχερείς συνθήκες διαβίωσής του. Όταν γύρισε πάλι κοντά μου, ζήτησα να μάθω το αντίτιμο γι’ αυτό που ήθελα να κάνουμε, μου είπε ότι ήταν δέκα λέβα, αλλά όταν άνοιξα το πορτοφόλι μου και βρήκα μέσα μόνο χαρτονομίσματα των είκοσι, εκείνος έσπευσε ν’ αρπάξει ένα. Ωστόσο τι σημασία είχε, ποια η διαφορά ανάμεσα στα δέκα και τα είκοσι λέβα; θα έδινα δυο φορές τόσα, κι άλλα τόσα ακόμα, όχι επειδή μου έτρεχαν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια, αλλά επειδή το κορμί του φάνταζε σχεδόν ανεκτίμητο στα μάτια μου. Μου ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι ένα ή και όλα αυτά τα ρυπαρά χαρτονομίσματα είχαν τη δύναμη να μου επιτρέψουν την πρόσβαση στο κορμί εκείνο, ότι ύστερα από μια τόσο απλή συναλλαγή θα μπορούσα να το αγγίξω, να το αγκαλιάσω. Πέρασα τα χέρια μέσα από το στενό του πουκάμισο, αλλά αυτός με έσπρωξε απαλά ώστε να το βγάλει πρώτα, ξεκουμπώνοντας ένα-ένα τα κουμπιά και ύστερα κρεμώντας το προσεκτικά από το γαντζάκι της πόρτας πίσω του. Ήταν πιο αδύνατος απ’ ό,τι περίμενα, λιγότερο μυώδης, είχε ξυρισμένες τις τρίχες του στέρνου του, και για πρώτη φορά, τώρα που στεκόταν έτσι μπροστά μου μες στην αγορίστικη γύμνια του, συνειδητο-

2 – Αυτό που σου ανήκει

17

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 17


18

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 18

ποίησα πόσο νέος ήταν (είκοσι τριών, όπως θα μάθαινα). Μου έκανε πάλι νόημα να πλησιάσω, με την υπερβάλλουσα ευγένεια που επιδεικνύουν κάποιοι άντρες όταν είναι μεθυσμένοι και η οποία μπορεί πολύ εύκολα να δώσει τη θέση της –ακόμα και μες στην κάψα μου, δεν έλεγε να φύγει η σκέψη– σε εξίσου υπερβολικά ξεσπάσματα οργής. ο Μίτκο με αιφνιδίασε τότε, με το να γείρει προς το μέρος μου, να φέρει το στόμα του στο δικό μου και ν’ αρχίσει να με φιλάει γενναιόδωρα, παράφορα, κι εγώ, παρόλο που δεν είχα ο ίδιος προκαλέσει μια τέτοιου είδους επαφή, μετά χαράς την υποδέχτηκα, ρουφώντας πρόθυμα τη γλώσσα του, την απολυμασμένη απ’ το αλκοόλ. Ήξερα ότι προσποιόταν έναν πόθο που δεν ένιωθε, κι εδώ που τα λέμε, ήταν πολύ πιωμένος για να νιώσει πόθο. Όμως σε όλων μας τις ερωτικές περιπτύξεις υπάρχει, νομίζω, κάτι το θεατρικό, καθώς ανταποκρινόμαστε πάντα ανάλογα με αυτό που αντιλαμβανόμαστε ή προβάλλουμε· πάντοτε ή ποθούμε τον άλλον υπερβολικά ή όχι αρκετά, οπότε προσαρμόζουμε ανάλογα αυτό που βγάζουμε προς τα έξω. εξάλλου κι εγώ έπαιζα θέατρο, παρίστανα ότι πίστευα πως αυτή του η διαχυτικότητα ήταν μια γνήσια απόκριση στη δική μου επιθυμία, η οποία δεν είχε απολύτως τίποτα το προσποιητό. Σαν να διάβασε ο Μίτκο τις σκέψεις μου, μ’ έσφιξε περισσότερο πάνω του, και οσφράνθηκα για πρώτη φορά, πίσω από τη δριμεία, αποπνικτική σχεδόν οσμή του οινοπνεύματος, τη δική του μυρουδιά, που θα γινόταν στο μέλλον η μεγαλύτερη πηγή της ηδονής που μου χάριζε και που θα την αναζητούσα (στον λαιμό του, ανάμεσα στα πόδια του, στις μασχάλες του) σε κάθε μας ερωτική επαφή. Έπαψα αμέσως να σκέφτομαι, ανέβασα το ένα του χέρι πάνω από το κεφάλι του και διέκοψα το φιλί μας για να βυθίσω το πρόσωπό μου στη μασχάλη του (κι εκεί ξυριζόταν, ήταν τραχύ το δέρμα πάνω στη γλώσσα μου), ρουφώντας τη μυρουδιά του σαν να ήταν νερό που θα με ξεδιψούσε. και μετά γονάτισα και τον πήρα στο στόμα μου.


GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 19

19

Μερικά λεπτά αργότερα, πολύ πριν μου δώσει αυτό που μου όφειλε, προτού ολοκληρώσει την υποχρέωση που είχε αναλάβει όταν άρπαξε από το χέρι μου το τσαλακωμένο χαρτονόμισμα των είκοσι λέβα, ο Μίτκο έβγαλε έναν περίεργο δυνατό στεναγμό και τεντώθηκε ολόκληρος, στερεώνοντας και τις δυο του παλάμες στα πλαϊνά τοιχώματα της τουαλέτας. Δεν πίστεψα ότι ήταν οργασμός αυτό, κυρίως γιατί στα λιγοστά λεπτά που του έπαιρνα πίπα δεν είχε φανεί καθόλου να ερεθίζεται. Τσάκαϊ, διαμαρτυρήθηκα καθώς τραβιόταν, ίσκαμ όστε, θέλω κι άλλο, αλλά αυτός δεν κάμφθηκε, μου χαμογέλασε και με απόδιωξε, ευγενικά πάντα, ενώ φορούσε το πουκάμισο που με τόση προσοχή είχε κρεμάσει στην πόρτα. Τον κοιτούσα απελπισμένος, γονατιστός ακόμα, καθώς φώναζε στον φίλο του, αποκαλώντας τον ξανά μπρατ μι, κι άκουσα τον άλλο απ’ έξω να του απαντά. Μπορεί να κατάλαβε ότι είχα θυμώσει και να ήθελε να μου υπενθυμίσει ότι δεν ήταν μόνος. Σιάζοντας τα ρούχα του, γλιστρώντας τα χέρια μέσα από το παντελόνι για να ισιώσει καλά το πουκάμισο, χαμογέλασε πάλι αθώα, σαν πράγματι να θεωρούσε ότι μου είχε δώσει ό,τι μου χρωστούσε. Μετά ξεκλείδωσε την πόρτα, βγήκε και την ξανάκλεισε πίσω του. Όπως ήμουν γονατισμένος εκεί, με τη μεταλλική γεύση του νερού απ’ το πλυμένο του δέρμα στο στόμα, ένιωσα τον θυμό μου να εξανεμίζεται, καθώς συνειδητοποιούσα ότι δεν είχε μετριαστεί η ηδονή μου από την αναχώρησή του, ότι η προφανής αυτή προδοσία (είχαμε συνάψει μια συμφωνία κι ας μην την είχαμε υπογράψει, ή έστω διατυπώσει με λέξεις) είχε, αντίθετα, ενδυναμώσει τη συνεύρεσή μας, κάνοντάς τον να μοιάζει ακόμα πιο έντονα παρών, κι ας με είχε παρατήσει στα κρύα του λουτρού, πεσμένο στα γόνατα, επιτρέποντας έτσι στη φαντασία μου να τον χρησιμοποιήσει ελεύθερα με όποιον τρόπο ήθελε εκείνη.


GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 20

ΙΣ εΠοΜενεΣ ΒΔοΜΑΔεΣ ΑνΑΖΗΤΗΣΑ εΠΑνεΙλΗΜΜενΑ Τον

20

Τ

Μίτκο, και μετά από την τρίτη ή τέταρτη συνάντησή μας αποφάσισα να τον καλέσω στο διαμέρισμά μου. Ήθελα να μείνω μόνος μαζί του, χωρίς το ακροατήριο που είχαμε συνήθως στο NDK, όπου διάφοροι κοντοστέκονταν έξω από το αποχωρητήριο ή κολλούσαν το αυτί τους πάνω στην πόρτα, όπως είχα κάνει κι εγώ κάποιες φορές όταν δεν με είχε διαλέξει κανείς. Ήθελα περισσότερο προσωπικό χρόνο με τον Μίτκο, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν ανησυχούσα, ότι δεν ήξερα πως ήταν απερισκεψία να φέρω μέσα στο σπίτι μου αυτόν τον άγνωστο. θυμόμουν την προειδοποίηση ενός τύπου ο οποίος, αφού γνωριστήκαμε στις τουαλέτες, με είχε προσκαλέσει να πιούμε καφέ στη μεγάλη καφετέρια του κεντρικού κτηρίου του Μεγάρου. Αυτούς τους πιτσιρικάδες, μου είπε, δεν μπορείς να τους εμπιστεύεσαι, θα μάθουν τα πάντα για σένα, θα το πουν στη δουλειά σου, στους φίλους σου, θα σε κλέψουν – και, ομολογουμένως, είχα πέσει θύμα κλοπής ήδη μία φορά, ενώ σε μια άλλη περίσταση είχα προλάβει το χέρι ενός νεαρού πάνω που ετοιμαζόταν να μου σουφρώσει το πορτοφόλι απ’ την τσέπη, οπότε ο καημένος με είχε κοιτάξει έντρομος και το ’χε βάλει στα πόδια. Στις άλλες προειδοποιήσεις του ανθρώπου αυτού κώφευσα, αφού δεν είχα και πολλά να χάσω από μια τέτοια αποκάλυψη: κανείς δεν θα αισθανόταν προδομένος ούτε κινδύνευε η υπόληψή μου από τη διάδοση ενός μυστικού που δεν έ-


μπαινα καν στον κόπο να κρατήσω κρυφό· ποτέ δεν ήμουν καλός στην απόκρυψη, έχω από τη φύση μου την τάση να εξομολογούμαι τα πάντα. ο Μίτκο κι εγώ είχαμε μόλις κάνει σεξ· ήταν αμέσως μετά από αυτό, ενώ καθόμουν σ’ ένα παγκάκι έξω στον ήλιο, που ήταν ζεστός ακόμα κι ας είχε μπει ο νοέμβριος, κι ας είχαν πια ζαρώσει οι ρώγες των σταφυλιών πάνω στα κλήματα, όταν ξαφνικά αποφάσισα να επιστρέψω στις υπόγειες τουαλέτες και να του το προτείνω. ορίσαμε ένα ραντεβού για το επόμενο βράδυ, και τα μάτια του άστραψαν βλέποντας το κινητό μου, που δεν είχα ξαναεμφανίσει μπροστά του, όταν το έβγαλα για να καταχωρίσω τον αριθμό του. Μου το άρπαξε από τα χέρια, λέγοντας Μόζε λι, μπορώ, αφού το είχε ήδη πάρει, και καθώς τον παρακολουθούσα να σέρνει το δάχτυλο στην οθόνη, τσεκάροντας τις διάφορες εφαρμογές, θυμήθηκα μεμιάς εκείνη την προειδοποίηση. Αυτή η στιγμιαία ανησυχία όμως δεν ήταν ικανή να με μεταπείσει, και το επόμενο απόγευμα, αμέσως μετά το μάθημα, κατέβηκα βιαστικά στο κέντρο. Συναντηθήκαμε πάλι στο NDK, όπου τον βρήκα σ’ ένα πηγαδάκι τριών-τεσσάρων αντρών που στέκονταν στον ακριανό τοίχο της αίθουσας με τα αποχωρητήρια. Σκορπίστηκαν μόλις με είδαν, παρόλο που δεν τους πλησίασα παρά στάθηκα αμήχανα στην είσοδο. ο Μίτκο, που στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη, στράφηκε και χαμογέλασε, παράτησε τους φίλους του (αν ήταν φίλοι του) και πιάνοντάς μου το χέρι με πήρε να φύγουμε από κει. Την ώρα που ανεβαίναμε τη μεγάλη σκάλα για να βγούμε στην πλατεία, αφήνοντας πίσω μας εκείνα τα υπόγεια που πάντα σκεφτόμουν ότι δεν τον χωρούσαν, ότι το σώμα, η φωνή, η φιλική του προσωπικότητα ασφυκτιούσαν μες στους υγρούς τους τοίχους, ένιωθα, εκτός από τον αναμενόμενο ενθουσιασμό, και μια τελείως απροσδόκητη ευτυχία. κακ σι, τι κάνεις, τον ρώτησα καθώς διασχίζαμε το πάρκο του Μεγάρου, οπότε αυτός μου έδειξε τις κλειδώσεις του δεξιού χεριού του, που ήταν γδαρμένες και κα-

21

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 21


22

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 22

τακόκκινες, με φρέσκιες ακόμα τις εκδορές. είπε ότι είχε πιαστεί στα χέρια με κάποιον κάτω στις τουαλέτες, αν και δεν μπόρεσα να καταλάβω για ποιο λόγο. Πήρα για μια στιγμή το χέρι του στο δικό μου, κοιτώντας τις πληγές που του έδιναν όψη άγρια και βασανισμένη μαζί, και φαντάστηκα τον εαυτό μου να τις περιποιείται, απλώνοντας επάνω αλοιφή κι έπειτα φέρνοντάς τες στα χείλη μου. Ως τότε όμως δεν είχε υπεισέλθει στις επαφές μας το στοιχείο της τρυφερότητας, κι έμοιαζε ιδιαίτερα παράταιρο τη στιγμή εκείνη, που αυτός μου έκανε αναπαράσταση της πάλης χτυπώντας κοφτά τον αέρα με τις γροθιές του. Αρχίσαμε να κατηφορίζουμε τη λεωφόρο Βασίλ λέφσκι. Τα μακριά πόδια του Μίτκο κατάπιναν λες το πεζοδρόμιο, τόσο που με κόπο τον πρόφταινα, και μιλούσε σε όλη τη διαδρομή δίχως να πιάνω ούτε τα μισά απ’ όσα έλεγε. Για πρώτη φορά τον ρώτησα πού έμενε κι αυτός απάντησε Σ πριάτελι, με φίλους, όρο πολύ συχνό στο λεξιλόγιό του που ποτέ δεν ήξερα πώς ακριβώς να μεταφράσω, μιας και, εκτός από την καθιερωμένη του ερμηνεία, ο Μίτκο τον χρησιμοποιούσε και όταν αναφερόταν στους πελάτες του. Πασχίζοντας να παρακολουθήσω τον χείμαρρο του λόγου του (τον οποίο διέκοπτε κάθε τόσο για να ρωτήσει ραζμπίρας λι, καταλαβαίνεις), κατάλαβα πάνω κάτω ότι δεν είχε μόνιμη διεύθυνση κατοικίας, ότι μερικές φορές κοιμόταν μ’ αυτούς τους φίλους κι άλλες φορές περιφερόταν στους δρόμους ώσπου να ξημερώσει. Όταν είχε άσχημο καιρό, μπορούσε να καταφεύγει σε μια μικρή σοφίτα (εντνά μανσάρντα, είπε, κάνοντας με τα χέρια το σχήμα μιας στέγης), το κλειδί της οποίας του είχε παραχωρήσει ένας φίλος, μα εκεί μέσα είχε μόνο ένα στρώμα, ούτε θέρμανση ούτε τρεχούμενο νερό. Δεν φαινόταν να του αρέσει να μιλάει γι’ αυτά τα πράγματα, οπότε άλλαξε θέμα λέγοντας ότι, παρόλο που τον είχα βρει στο NDK, όπου είχε μείνει σχεδόν όλη μέρα, είχε κάνει κράτει για τη βραδιά που θα περνούσαμε μαζί. Μου έριξε μια λοξή


ματιά όταν το έλεγε αυτό (ραζμπίρας λι;) κι ένιωσα τα μάγουλά μου να φουντώνουν. Έδειχνε και ο ίδιος ενθουσιασμένος, σαν να τον πλημμύριζε μια ενέργεια που έδινε φτερά στα βήματά του, και καθώς κατεβαίναμε τη Βασίλ λέφσκι προς την Γκραφ Ιγκνάτιεφ, διασχίζοντας αναρίθμητους δρόμους και παράδρομους, χρειάστηκε αρκετές φορές να τον αρπάξω από το μπράτσο, λέγοντας πάλι Τσάκαϊ τσάκαϊ τσάκαϊ και να τον τραβήξω πίσω επειδή περνούσε αυτοκίνητο. Όταν στρίψαμε στην Γκραφ Ιγκνάτιεφ, άρχισε να κοντοστέκεται στα καταστήματα ηλεκτρονικών ειδών και τα ενεχυροδανειστήρια, επιθεωρώντας τα προϊόντα που εκτίθενταν στις βιτρίνες τους. Ήταν εντυπωσιακές οι γνώσεις του για όλα αυτά τα κινητά τηλέφωνα και τα τάμπλετ, κάθε τόσο ξεπετάγονταν στους μονολόγους του αγγλικές λέξεις για τα διάφορα σπεκ και πίξελ των συσκευών, τις κάρτες μνήμης και τη διάρκεια ζωής των μπαταριών, πληροφορίες που θα πρέπει να είχε αποστηθίσει από τις διαφημίσεις και τα φυλλάδια που πρόθυμα έπαιρνε όπου τα μοίραζαν. εγώ τον παρότρυνα να προχωρήσουμε, όχι μόνο γιατί αδημονούσα να φτάσουμε σπίτι, αλλά κι επειδή μ’ έφερναν σε αμηχανία οι διάφορες νύξεις του, ιδίως όταν μου είπε ότι το κινητό που είχε τώρα, και που ολοφάνερα θα ήθελε να αναβαθμίσει, του το είχε κάνει δώρο ένας από τους φίλους του. Τη λέξη αυτή, ποντάρεκ, δώρο, την άκουσα πολύ συχνά από το στόμα του το βράδυ εκείνο, αφού ό,τι σχεδόν κι αν είχε δικό του ήταν δώρο από κάποιον. Μόλις φτάσαμε επιτέλους στο τέρμα της Γκραφ Ιγκνάτιεφ και στο μικρό ποτάμι που περιζώνει το κέντρο της Σόφιας –τι ποτάμι δηλαδή, ένα ρέμα είναι– ο Μίτκο είπε Τσάκαϊ μάλκο, περίμενε λίγο, και κατεβαίνοντας απ’ το πεζοδρόμιο κατευθύνθηκε προς την όχθη με την αραιή βλάστηση. εγώ συνέχισα μερικά μέτρα κι ύστερα γύρισα να κοιτάξω, αν και μόλις που τον διέκρινα (ήταν πια σκοτεινά, είχε πέσει η φθινοπωριάτικη νύχτα όση ώρα περπατούσαμε), καθώς στεκόταν στην όχθη

23

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 23


24

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 24

και κατουρούσε στο νερό. Δεν έμοιαζαν να τον απασχολούν ούτε οι διαβάτες ούτε τα οχήματα σ’ έναν από τους πιο πολυσύχναστους δρόμους της πόλης· κι όταν με είδε που τον κοίταζα, μου έβγαλε τη γλώσσα και κούνησε πέρα δώθε το πουλί του, σχηματίζοντας πάνω απ’ το νερό με το κάτουρό του τόξα που στραφτάλισαν στους προβολείς των διερχόμενων αυτοκινήτων. Ήταν μια κίνηση τόσο αθώα, τόσο γεμάτη από παιδιάστικη ασέβεια, που έπιασα τον εαυτό μου να του αποκρίνεται μ’ ένα χαζό χαμόγελο και να φουσκώνει από μια εύθυμη διάθεση, που έσπρωξε ανάλαφρα τα βήματά μου μέχρι τον σταθμό του μετρό όπου θα παίρναμε το τρένο. υπήρχε μόνο μία γραμμή μετρό στη Σόφια (παρόλο που προγραμματίζονταν κι άλλες και είχαν διανοιχτεί σήραγγες σε διάφορες συνοικίες της πόλης), και τις ώρες της μεγάλης αιχμής είχες την εντύπωση ότι όλοι οι κάτοικοι της πρωτεύουσας συνωστίζονταν εκεί κάτω, μια να τους καταβροχθίζουν και μια να τους ξερνούν οι πόρτες που άνοιγαν κι έκλειναν. Δεν είχε να καθίσουμε στη διαδρομή ως το Μλάντοστ, και στην αρχή χωριστήκαμε με τον Μίτκο, για να σταθούμε τελικά σε κάποια απόσταση ο ένας από τον άλλο, στριμωγμένοι στην πρέσα των ορθίων. εκείνος μελετούσε τους χάρτες πάνω από τις πόρτες, παρακολουθούσε τα φωτάκια των σταθμών που άναβαν όταν τους περνούσαμε, αλλά κάθε τόσο κοίταζε εμένα, σαν για να βεβαιωθεί ότι βρισκόμουν ακόμα εκεί ή ότι η προσοχή μου εξακολουθούσε να είναι αποκλειστικά προσηλωμένη πάνω του, και το βλέμμα του τώρα δεν ήταν αθώο, κάθε άλλο: ήταν ένα βλέμμα που με ξεδιάλεγε μέσ’ από το πλήθος, ένα βλέμμα όλο υποσχέσεις, και η φλόγα του μ’ έκανε να νιώσω πάλι ευχαρίστηση και αμηχανία μαζί, αλλά κι ένα ξάναμμα τόσο σφοδρό που αναγκάστηκα να αποτραβήξω το δικό μου. Όταν βγήκαμε στην τελευταία στάση του υπογείου σιδηροδρόμου, τη Μλάντοστ 1, και ξεχυθήκαμε μαζί με τους υπόλοιπους επιβάτες στη λεωφόρο Αντρέι Ζαχάροφ, διαπίστωσα έκ-


πληκτος ότι ο Μίτκο γνώριζε καλά τα κατατόπια. Αμέσως μόλις προσανατολίστηκε, έδειξε προς ένα μπλόκοβο, ένα από τα καταθλιπτικά σοβιετικά συμπλέγματα πολυκατοικιών που στοιχίζουν και τις δυο πλευρές της λεωφόρου, λέγοντας ότι εκεί ήταν το σπίτι ενός από τους πριάτελί του. Όπως μου συνέβαινε πάντα μαζί του, απελπίστηκα που καταλάβαινα αποσπασματικά μόνο τα όσα εξιστορούσε, όχι μόνο γιατί ήταν μέτρια τα βουλγάρικά μου, αλλά κι επειδή εκείνος χρησιμοποιούσε έναν δικό του κώδικα, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να κατανοήσω απόλυτα τι είδους σχέσεις ήταν αυτές που περιέγραφε ή γιατί είχαν τελειώσει όπως τελείωσαν. Δεν είχα γνωρίσει άλλον άνθρωπο που να συνδυάζει τέτοια αμεσότητα (φαινομενικά τουλάχιστον) με τόσο μυστήριο, που να δείχνει απόλυτα ανοιχτός και ταυτόχρονα οχυρωμένος πίσω από αδιαπέραστες άμυνες. Πήραμε αμίλητοι την κατεύθυνση του δικού μου σπιτιού, έχοντας μάλλον και οι δυο στο μυαλό μας τι μας περίμενε εκεί. Φτάνοντας στον δρόμο μου, που η σχετική του ευμάρεια τον έκανε να ξεχωρίζει από τους γειτονικούς του, ο Μίτκο αποφάσισε να αγοράσει αλκοόλ και τσιγάρα σ’ ένα μαγαζί όπου πήγαινα συχνά· ο ιδιοκτήτης με ήξερε, και αναρωτήθηκα με κάποια νευρικότητα τι θα σκεφτόταν βλέποντάς μας μαζί. ο Μίτκο μπήκε πρώτος και προσγείωσε και τις δυο του παλάμες πάνω στον γυάλινο πάγκο, κάνοντας τον καταστηματάρχη να ανοιγοκλείσει τρομαγμένα τα μάτια, κι ύστερα έσκυψε μπροστά για να εξετάσει τα πιο ακριβά ποτά πίσω από τις προθήκες. Δοκιμάζοντας την υπομονή του μαγαζάτορα, άρχισε να του ζητάει να κατεβάσει διάφορα μπουκάλια ώστε να επιθεωρεί τις ετικέτες τους. Τελικά διάλεξε το πιο ακριβό τζιν, και ένα λίτρο πορτοκαλάδα με ανθρακικό για να το συνοδεύει, και μετά μου πήρε τη σακούλα από το χέρι για να την κρατάει εκείνος καθώς ανεβαίναμε τους τρεις ορόφους μέχρι το διαμέρισμά μου. Έμενα σ’ ένα ωραίο διαμέρισμα δύο υπνοδωματίων που μου παραχωρούσε το κολέγιο, πράγμα που επιχείρη-

25

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 25


26

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 26

σα να εξηγήσω στον Μίτκο όταν είδα ότι θεωρούσε πως ήταν δικό μου. Πού να τα βρω εγώ τόσα χρήματα, του είπα, για να του δώσω να καταλάβει ότι μόνο πλούσιος δεν ήμουν, αλλά αυτός αντιμετώπισε τη δήλωσή μου με σκεπτικισμό, με δυσπιστία σχεδόν. Μα είσαι Αμερικάνος, μου είπε, όλοι οι Αμερικάνοι έχουν λεφτά. Διαμαρτυρήθηκα λέγοντάς του ότι ήμουν ένας απλός δάσκαλος, ότι ζούσα από τον μισθό μου· ήταν όμως φυσικό να του δημιουργηθεί αυτή η εντύπωση, βλέποντας τον φορητό υπολογιστή μου, το κινητό μου, το iPod μου, ενδείξεις απλώς μιας κάποιας οικονομικής άνεσης και όχι πλούτου στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά μάλλον είδη πολυτελείας εδώ. ο Μίτκο ακούμπησε τη σακούλα με τα μπουκάλια στον πάγκο της κουζίνας και άνοιξε τα από πάνω ντουλάπια ψάχνοντας για ποτήρι. Πήγα να σταθώ πίσω του, γλίστρησα τα χέρια κάτω από την μπλούζα του και κόλλησα τα χείλη στον λαιμό του, αλλά αυτός με απόδιωξε μ’ ένα τίναγμα των ώμων, λέγοντας ότι είχαμε όλο τον χρόνο μπροστά μας, ότι ήθελε πρώτα να πιεί ένα ποτό. Μόλις ετοίμασε το τζιν-πορτοκάλι σ’ ένα μεγάλο ποτήρι, το πήρε κι άνοιξε την πόρτα του μικρού μπαλκονιού που έχουν όλα τα σπίτια εδώ. Στάθηκε έξω για λίγο πίνοντας και εποπτεύοντας τον δρόμο από κάτω, που παραμένει κι αυτός ανώνυμος. κανένας από τους μικρότερους δρόμους στη συνοικία του Μλάντοστ δεν έχει όνομα, ενώ, αντίθετα, στις λεωφόρους και τις πλατείες του κέντρου παρελαύνει ολόκληρη η ιστορία του βουλγαρικού έθνους, με τους θριάμβους και τις ήττες, τις διάφορες ταπεινώσεις και τις μικρές υπερηφάνειες που διακρίνουν μια μικρή χώρα. εδώ, στο Μλάντοστ, τον χώρο οριοθετούν τα μπλόκοβι, αυτά τα γιγάντια συγκροτήματα πολυκατοικιών, που το καθένα έχει τον δικό του ατομικό αριθμό στους χάρτες της πόλης. καθώς ο Μίτκο κοιτούσε κάτω, τον ρώτησα με τι ασχολείτο, εννοώντας με τι είχε ασχοληθεί στο παρελθόν, πριν ακόμα στραφεί, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, στους πριάτελί του. κάπνιζε ένα τσιγάρο, γι’ αυτό


εξάλλου είχε βγει στο μπαλκόνι, παρόλο που αργότερα κατά τη διάρκεια της βραδιάς μας θα έπαυε αυτή η ευγενική μέριμνα εκ μέρους του, και το επόμενο πρωί θα σκούπιζα από το πάτωμα μικρούς σωρούς στάχτης. Μέσω χειρονομιών κυρίως, μου είπε ότι δούλευε σε οικοδομές, μιμούμενος με τα πληγιασμένα του χέρια τις κινήσεις του επαγγέλματος, φτάνοντας στο σημείο ακόμα και να παραστήσει ότι βαδίζει πάνω σε δοκάρι, σε μεγάλο ύψος, και ισορροπεί κόντρα στον άνεμο. Μου πήρε ένα λεπτό μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι αυτές οι παράδοξα οικείες στα μάτια μου κινήσεις ήταν οι ίδιες ακριβώς με τις οποίες μας διασκέδαζε ο πατέρας μου όταν ήμασταν παιδιά, στις αφηγήσεις του για εκείνο το ένα και μοναδικό καλοκαίρι που είχε εργαστεί σε οικοδομή στο Σικάγο, άρτι αφιχθείς στη μεγαλούπολη από το οικογενειακό του αγρόκτημα στο κεντάκι, ούτως ώστε να εξοικονομήσει τα δίδακτρα της νομικής και, κατ’ επέκταση, τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να χτίσει το μέλλον του και ν’ αποκτήσει οικογένεια. ο Μίτκο μού είπε ότι ήταν από τη Βάρνα, μια όμορφη παραλιακή πόλη στις ακτές της Μαύρης θάλασσας και ένα από τα κέντρα της απροσδόκητης οικονομικής άνθησης που απόλαυσε για ένα βραχύ χρονικό διάστημα η Βουλγαρία, προτού καταρρεύσει απότομα και απροειδοποίητα το οικοδόμημα, όπως σε τόσα και τόσα μέρη του κόσμου. Ζήσαμε ωραία για μερικά χρόνια, έβγαζα καλά λεφτά, είπε ο Μίτκο και ξάφνου με τράβηξε επιτακτικά από το μπαλκόνι προς το τραπέζι όπου είχα ακουμπήσει το λάπτοπ μου. Όταν το άνοιξε, πλατάγισε με δυσαρέσκεια τη γλώσσα, βλέποντας πόση σκόνη κάλυπτε την οθόνη· Μρέσεν, είπε, βρόμικη, με τον ίδιο τόνο φωνής που θα χρησιμοποιούσε αργότερα για να αποκριθεί σε όσα του ζητούσα, έναν τόνο κοροϊδίας, αποδοκιμασίας αλλά και συγκατάβασης μαζί, σαν να εντόπιζε ένα σφάλμα που ήταν στο δικό του χέρι να εκμεταλλευτεί ή να διορθώσει. Σηκώθηκε, πήγε στα ντουλάπια της κουζίνας, άνοιξε ένα, μετά ένα άλλο, και,

27

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 27


28

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 28

πριν προλάβω να καταλάβω τι έψαχνε, έβγαλε ένα καθαριστικό σπρέι κάτω από τον νεροχύτη. Άφησε στο τραπέζι το ποτήρι με το ποτό του (το οποίο κόντευε ν’ αδειάσει) κι ύστερα ακούμπησε τον υπολογιστή στα γόνατά του, σαν να ήταν μωρό, και ψεκάζοντας ένα χαρτομάντιλο άρχισε να σκουπίζει την οθόνη, όχι με την αφηρημένη βιάση που θα το έκανα εγώ όταν τελικά θα έμπαινα στον κόπο, αλλά με το πάσο του και με μια επιμέλεια που ποτέ δεν θα φανταζόμουν ότι απαιτεί αυτή η συγκεκριμένη δουλειά. Προχώρησε στο πληκτρολόγιο, που ήταν σχεδόν εξίσου βρόμικο με την οθόνη, και μετά έκλεισε τη συσκευή και χρησιμοποιώντας το πέμπτο ή έκτο χαρτομάντιλο καθάρισε την αλουμινένια εξωτερική επιφάνεια. Σεγκά, είπε με ικανοποίηση, ορίστε, και ξανατοποθέτησε το κομπιούτερ στη βάση του, ικανοποιημένος που μου είχε προσφέρει αυτή την εξυπηρέτηση. Μετά το άνοιξε πάλι και πλοηγήθηκε σε μια βουλγάρικη ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης που ήξερα ότι ήταν πολύ δημοφιλής στους ομοφυλόφιλους άντρες. Ήθελε να μου δείξει φωτογραφίες από το προφίλ του, τις οποίες μεγέθυνε μέχρι που έπιαναν όλη την οθόνη. Αυτή είναι πριν δυο χρόνια, είπε, ενώ εγώ κοιτούσα τον νεαρό της εικόνας, που στεκόταν στη λεωφόρο Βίτοσα κρατώντας στο χέρι μια τσάντα ενός από τα ακριβά καταστήματα της περιοχής, χαμογελώντας σε αυτόν που τον φωτογράφιζε και αποκαλύπτοντας τα άθικτα δόντια του. Με αιφνιδίασαν οι διαφορές ανάμεσα στο άτομο της φωτογραφίας και αυτό που καθόταν τώρα δίπλα μου· εκτός από το άσπαστο ακόμα δόντι, το κεφάλι του δεν ήταν ξυρισμένο και τα πλούσια καστανόξανθα μαλλιά του ήταν συντηρητικά κομμένα. Δεν υπήρχε τίποτα το τραχύ ή απειλητικό σ’ αυτή τη μορφή· φαινόταν σαν ένα καλό παιδί, ένα παιδί που θα μπορούσα να έχω στην τάξη μου, στο ακριβό σχολείο όπου διδάσκω. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι αυτός ο ευκατάστατος νεαρός και ο άντρας πλάι μου ήταν το ίδιο πρόσωπο, ή ότι είχε αλλάξει τόσο ριζικά μέσα σε τόσο


σύντομο χρονικό διάστημα, κι έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάζει μια την οθόνη και μια τον Μίτκο και ν’ αναρωτιέται ποιο από τα δύο πρόσωπα ήταν το πιο αληθινό, και με ποιον τρόπο είχε χαθεί –ή αναδυθεί στην επιφάνεια– το αληθινό. κοίτα, είπε ο Μίτκο κι άρχισε να μου αραδιάζει μία-μία τις μάρκες των ρούχων που φορούσε στη φωτογραφία και τις οποίες εγώ ούτε θα τις πρόσεχα: τι μάρκα ήταν το μπλουτζίν, το σακάκι, το πουκάμισο, η ζώνη, τα γυαλιά ηλίου. θυμόταν ακόμη και τι παπούτσια φορούσε εκείνη τη μέρα, έστω κι αν αυτά δεν φαίνονταν· ίσως ήταν παπούτσια με ξεχωριστή σημασία, ή ίσως ήταν ξεχωριστή εκείνη η μέρα. Χούμπαβι, είπε, λέξη που σημαίνει όμορφο ή τέλειο, κι ύστερα, πιάνοντας τον γιακά της μπλούζας του, μρέσεν, κι αφού έβγαλε την άσχημη μπλούζα, στράφηκε πάλι με γυμνό το στέρνο στην οθόνη. εγώ έσκυψα (καθόμουν ήδη δίπλα του) και του φίλησα τον ώμο – ήταν ένα σεμνό φιλί, έκφραση της λύπης που ένιωθα γι’ αυτόν, κι ας μην ένιωθα μονάχα λύπη έτσι όπως ήταν ξεγυμνωμένος τώρα ο κορμός του πλάι μου. Με κοίταξε χαμογελώντας πλατιά, με το ίδιο χαμόγελο όπως της φωτογραφίας ή περίπου το ίδιο, γιατί στην πραγματικότητα δεν έμοιαζαν: το τωρινό το είχε σε απερίγραπτο βαθμό μεταμορφώσει το σπασμένο δόντι, ορατή απόδειξη πως στο μεταξύ κάτι είχε συμβεί. Έσκυψε το κεφάλι του προς το δικό μου, όχι όμως για να μου δώσει το φιλί που περίμενα· πιάνοντάς με εξαπίνης, έγλειψε παιχνιδιάρικα και δίχως ίχνος σεξουαλικού υπαινιγμού την άκρη της μύτης μου και μετά ξαναγύρισε σε αυτό που έκανε. υπήρχαν πολλές ακόμα φωτογραφίες του νέου σε διάφορα ενσταντανέ: εδώ σε μια παραλία, εδώ σε μια εκδρομή στο βουνό, πάντοτε με ρούχα για τα οποία τόσο καμάρωνε, την πανομοιότυπη αμφίεση εύπορων νεαρών Αμερικανών, ρούχα που πωλούνται σε ατέλειωτα ράφια στα αμέτρητα εμπορικά κέντρα των προαστίων. Ύστερα ακολούθησαν φωτογραφίες του όπου ο Μίτκο δεν φορούσε τίποτα και υιοθετούσε ερωτικές τολμηρές πόζες τις

29

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 29


30

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 30

οποίες δυσκολευόμουν να συνδέσω με τη χαριτωμένη, αθώα κίνηση που μου είχε μόλις κάνει. Σε μία από αυτές ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι, γυρισμένος προς τη μεριά της κάμερας, εκθέτοντας από την κορφή ως τα νύχια το μακρύ κορμί του. Ήταν σε στύση, και μάλιστα κρατούσε με το ένα χέρι τον πούτσο του στρέφοντάς τον προς τον φακό και μετατρέποντάς τον έτσι σε κεντρικό θέμα της φωτογραφίας. Δεν χαμογελούσε εδώ, είχε έκφραση σοβαρή, όπως συνηθίζεται στις φωτογραφίες αυτών των σάιτ· έχω περάσει αμέτρητα βράδια διατρέχοντάς τες, πλημμυρισμένος από μια περίεργη ανάμιξη αδημονίας και βαρεμάρας, το κάθε κλικ μια υπόσχεση για κάτι καινούργιο και διαφορετικό που ποτέ δεν εκπληρώνεται. Έστω κι αν ήταν αγέλαστος, ο Μίτκο είχε στα μάτια μια ένταση που με έπεισε ότι πίσω απ’ τον φακό βρισκόταν και πάλι κάποιος που ήταν γι’ αυτόν σημαντικός, κάποιος που ενέπνεε το συγκεκριμένο βλέμμα· και η ίδια η φωτογραφία ήταν επιτυχημένη (αν την είχε συναντήσει το ποντίκι μου σκρολάροντας, θα είχε κοντοσταθεί, θα με είχε αμέσως προσελκύσει το μοντέλο), ακριβώς εξαιτίας αυτού του βλέμματος, το οποίο, ακόμα κι αν δεν προοριζόταν για κανέναν από εμάς που τύχαινε να περιδιαβάζουμε αυτές τις ιστοσελίδες, μπορούσαμε ωστόσο να το διεκδικήσουμε για τον εαυτό μας. επιχείρησα να το διεκδικήσω τώρα, γυρνώντας προς τον Μίτκο και φέρνοντας το χέρι μου στο εσωτερικό του μηρού του, ενώ έσκυβα πάλι να τον φιλήσω στον λαιμό· οι φωτογραφίες με είχαν διεγείρει, ήθελα να τον αποσπάσω από το κομπιούτερ. Τσάκαϊ, μου είπε, ίμαμε βρέμε, έχουμε καιρό, θέλω να σου δείξω κάτι ακόμα. κλίκαρε πάνω σε μια άλλη φωτογραφία και είδα ότι είχα δίκιο, ότι υπήρχε ένας σύντροφος σ’ αυτές τις φωτογραφίσεις: ένας νεαρός λίγο-πολύ στο ύψος και τον σωματότυπό του, με το ίδιο κούρεμα και παρεμφερή ρούχα. Ήταν κι οι δυο τους ντυμένοι, πράγμα που έκανε την περίπτυξή τους ακόμα πιο αισθησιακή, και ολότελα αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο· αυτή


τη φορά δεν βρισκόταν κανείς πίσω από τη φωτογραφική μηχανή, την κρατούσε ο Μίτκο, που το ένα του χέρι τεντωνόταν σε παράδοξη γωνία προς το μέρος μας, προς εμένα και τούτον τον άλλο Μίτκο, που τον κοιτούσαμε τώρα παρέα. Το άλλο του χέρι ήταν τυλιγμένο γύρω από τη μέση του αγοριού, του οποίου και τα δυο μπράτσα τον αγκάλιαζαν σφιχτά· νόμιζες ότι ακροβατούσαν οι δυο τους πάνω στο σχοινί του πόθου, μιας επιτακτικής λαχτάρας που ένιωθαν ο ένας για τον άλλο. Μπήκα στον πειρασμό να πιστέψω ότι αυτό το φιλί δεν είχε τίποτα το θεατρικό, ότι ήταν απόλυτα ειλικρινές· κι όμως, ο ίδιος φακός που επέτρεπε σ’ εμένα τη θέαση του εναγκαλισμού τους τον μετέτρεπε παράλληλα σε πόζα, και, κατά συνέπεια, ακόμα κι αν δεν είχαν θεατές, ή αν το κοινό τους δεν ήταν παρά μια μεταγενέστερη, κατά μία ώρα ή ένα χρόνο, εκδοχή εκείνων των ίδιων, το παθιάρικο αγκάλιασμα έδειχνε εντέλει στημένο. Στο σημείο αυτό ο Μίτκο, ο Μίτκο που καθόταν δίπλα μου κι έπινε γενναίες γουλιές από το δεύτερο ποτό του, έφερε στην οθόνη το δάχτυλο, ένα δάχτυλο κιτρινισμένο από τα τσιγάρα (μρέσεν) και ταλαιπωρημένο από χειρωνακτικές εργασίες, χοντρό και άκομψο, με τις εκδορές νωπές ακόμα στην άρθρωση. ο Τζούλιεν, είπε –το όνομα του άλλου– και μου εξήγησε ότι ήταν ο πρώτος του πριάτελ, χρησιμοποιώντας τώρα τη λέξη με τρόπο ξεκάθαρο, ο πρώτος του γκόμενος δηλαδή, για να συμπληρώσει ο ίδιος, η πρώτη του αγάπη. υπήρχαν κι άλλες φωτογραφίες, με τους δυο τους πάντα, μόνους, να κρατάει πότε ο ένας πότε ο άλλος την κάμερα. Ήταν τόσο νεαρά αυτά τα αγόρια των φωτογραφιών, παιδιά σχεδόν, κι όμως, παρά τον έρωτά τους, το έβλεπες πως κατέγραφαν κάτι που κατά βάθος γνώριζαν ότι δεν επρόκειτο ν’ αντέξει στον χρόνο. Στη μικρή πόλη όπου ζούσαν δεν υπήρχαν, φυσικά, μάρτυρες της σχέσης τους, ούτε οι οικογένειες, ούτε οι φίλοι τους, αλλά ούτε και τυχαίοι διαβάτες, εφόσον καμιά από τις φωτογραφίες δεν είχε τραβηχτεί σε εξωτερικό χώρο. εκτός από αυτά τα ψηφιακά

31

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 31


32

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 32

στιγμιότυπα που διέτρεχε τώρα εκείνος με το ποντίκι, τίποτα δεν θα πρέπει να είχε επιζήσει από τις περιπτύξεις τους, που, όσο φλογερές κι αν ήταν, είχαν φτάσει σ’ ένα τέλος. Πού βρίσκεται τώρα, ρώτησα τον Μίτκο, ξεχειλίζοντας από τρυφεράδα κι από την επιθυμία να ενδυναμώσω τη μεταξύ μας οικειότητα. Δεν με κοίταξε καθώς απαντούσε, και το χέρι του συνέχισε σαν από μόνο του να κινείται, κλικάροντας τη μια εικόνα μετά την άλλη. είναι δάσκαλος, μου είπε, είχε φύγει να σπουδάσει έξω και ζούσε πια στη Γαλλία, έχοντας ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του, όπως (σκέφτηκα) οποιοσδήποτε σχεδόν διέθετε το ταλέντο ή την οικονομική δυνατότητα να το κάνει. Απ’ αυτούς τους δυο νεαρούς λοιπόν, που αγκαλιάζονταν στην οθόνη μου, ο ένας έφυγε, χάρη στο ταλέντο, τα λεφτά του ή και τα δύο, κι ο άλλος έμεινε πίσω και μεταμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα από εκείνο τον καλοζωισμένο έφηβο στον λίγο-πολύ άστεγο άντρα που είχα προσκαλέσει στο σπίτι μου. Σαν να διαισθάνθηκε τη θλίψη μου, να τη μοιραζόταν και να ήθελε να της δώσει φωνή, ο Μίτκο άνοιξε μια καινούργια σελίδα, ένα βουλγαρικό μουσικό σάιτ, όπου μπορεί κανείς να βρει σχεδόν τα πάντα, οι νόμοι των πνευματικών δικαιωμάτων δεν έχουν καμιά ισχύ εδώ. θέλω να σου βάλω κάτι ν’ ακούσεις, είπε και πληκτρολόγησε το όνομα μιας Γαλλίδας τραγουδίστριας που δεν ήξερα και που το όνομά της μέχρι και σήμερα μου διαφεύγει, σε μια μηχανή αναζήτησης η οποία ανέσυρε ουκ ολίγα σχετικά αρχεία. ο Μίτκο διέτρεξε αρκετές σελίδες, ψάχνοντας το βιντεοκλίπ ενός τραγουδιού που αγαπούσαν αυτός και ο Τζούλιεν, που ήταν το τραγούδι τους. Όλα τα εικονίδια έδειχναν μια λεπτοκαμωμένη γυναίκα, μέσα σε αχνό φωτισμό, που έσφιγγε το μικρόφωνο και με τα δυο της χέρια σαν να προσευχόταν. είτε ήταν από την ίδια συναυλία όλα αυτά τα βιντεοκλίπ, είτε η λιτή, λευκή, μακριά τουαλέτα που φορούσε σε όλα αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της. ο Μίτκο βρήκε το βίντεο που ήθελε και, καθώς το έβαζε να παίξει, εγώ


σκέφτηκα συγκινημένος ότι μου επέτρεπε την πρόσβαση στα προσωπικά του και, κατά προέκταση, στην οικειότητα που λαχταρούσα, κι ότι η μουσική αυτή, τόσο απόλυτα συνδεδεμένη με το παρελθόν του, ίσως να γινόταν ο δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο γλώσσες μας. Ωστόσο, ενώ παρακολουθούσα αυτή τη γυναίκα, η οποία ήταν όμορφη με μια ρηχή ομορφιά, με απωθούσε ολοένα και περισσότερο η κραυγαλέα επιτήδευση της ερμηνείας της. Τραγουδούσε μ’ έναν πνιχτό ψίθυρο, φορώντας μια έκφραση ακραίας αλλά ωραιοπαθούς απόγνωσης, και στη δραματική κορύφωση του τραγουδιού της ξέσπασε σε λυγμούς, που στα δικά μου μάτια φάνηκαν προβαρισμένοι εκ των προτέρων, και χαμήλωσε ηττημένα δήθεν το μικρόφωνο. Όση ώρα τραγουδούσε, η κάμερα (ήταν επαγγελματική η βιντεοσκόπηση της συναυλίας της) ερχόταν στο ύψος του ώμου της, εξαναγκάζοντας το συναίσθημά μας μ’ αυτό το γκρο πλαν της ερμηνεύτριας, ενώ βλέπαμε παράλληλα στο βάθος ό,τι κι εκείνη: τους χιλιάδες φαν της, με τα χέρια τους τεντωμένα προς τη σκηνή. Βλέποντάς τη να κλαίει εκστασιάστηκαν και έβγαλαν μια μαζική κραυγή λύπης ανάμικτης με ενθουσιασμό. Αααχ, έλεγε εκείνη η κραυγή, επιτέλους, να ποια είναι η ζωή που έχει νόημα, η αληθινή ζωή που μας απελευθερώνει από τον εαυτό μας. οι σκέψεις αυτές με απομάκρυναν από τη στιγμή που μοιραζόμουν με τον Μίτκο και μ’ έκαναν να νιώσω ότι κι εγώ είχα παραπλανηθεί, ότι είχα παρασυρθεί σ’ ένα συναισθηματικό μονοπάτι τελείως άσχετο από αυτό που στην πραγματικότητα μας συνέδεε και που δεν ήταν παρά μια συναλλαγή. καθώς ο Μίτκο συνέχιζε να κοιτάζει τρυφερά την οθόνη μ’ εκείνο το βλέμμα που υποψιαζόμουν τώρα πως ήταν ψεύτικο, υπολογισμένο, εσκεμμένο, σηκώθηκα, ακούμπησα τα χέρια μου στους ώμους του κι έφερα ξανά το πρόσωπο στον λαιμό του. Χάιντε, του είπα, πάμε, σέρνοντας τα χείλη στο δέρμα του και τραβώντας τον απαλά. εκείνος προσπάθησε πάλι στην αρχή να με

3 – Αυτό που σου ανήκει

33

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 33


34

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 34

σταματήσει, είπε ότι δεν βιαζόμασταν, ότι είχαμε όλη τη νύχτα δική μας· σκόπευε να κοιμηθεί στο σπίτι μου, και αναμφίβολα του είχαν τύχει αρκετοί άντρες που του αρνήθηκαν τη φιλοξενία επειδή ο πόθος τους, αμέσως μετά την ικανοποίησή του, μεταβλήθηκε σε απέχθεια. εγώ όμως επέμεινα, θέλοντας να ξεκαθαρίσω το ζήτημα, να θέσω τους όρους της βραδιάς, να διεκδικήσω επιτέλους το προϊόν για το οποίο πλήρωνα, για να το πω ωμά· κάτι ωμό εξάλλου ήταν αυτό που ήθελα. Βλέποντας ότι δεν υποχωρούσα, υποχώρησε ο Μίτκο, παθητικά σχεδόν· σηκώθηκε από την καρέκλα, με αγκάλιασε απ’ τον λαιμό, κι ύστερα, μ’ έναν πήδο, αγκιστρώθηκε με τα πόδια του απ’ τους γοφούς μου. Δεν είχα ξανανιώσει το βάρος του, μέχρι τότε κάναμε σεξ στο όρθιο, και ήταν απρόσμενα ελαφρύς καθώς τον μετέφερα από την κουζίνα ως το κρεβάτι. Μόλις τον απόθεσα στο στρώμα, εκείνος τεντώθηκε, ανοίγοντας ορθάνοιχτα τα χέρια σαν να με καλωσόριζε, και μεμιάς εγκατέλειψα το αυστηρό ύφος που είχα πάρει· τώρα έγινα εγώ ο πειθήνιος, αφού αυτή την υποταγή είχα εντέλει αγοράσει. Ήταν σκοτεινά στο δωμάτιο, αλλά το φως του χολ και το φέγγος απ’ τα φανάρια και τις επιγραφές νέον του δρόμου έπεφταν πάνω στο πρόσωπό του, και τον κοίταξα δίχως να κινούμαι, λες και, τώρα που μου είχε δώσει την άδεια, δίσταζα να τον αγγίξω. Αυτός μου χαμογέλασε, χαμογέλασε τουλάχιστον σε ό,τι μπορούσε να διακρίνει από το δικό μου πρόσωπο, κι ύστερα με τράβηξε πάνω στο στόμα του, που είχε τη γλυκιά γεύση της πορτοκαλάδας. Το χέρι του δεν έφυγε απ’ τον λαιμό μου, κι αφού φιληθήκαμε, μου απομάκρυνε το κεφάλι και το έσπρωξε προς τα κάτω· του είχε σηκωθεί, είχε ερεθιστεί από το φιλί μας όσο κι εγώ. Όμως δεν ήμουν τελικά τόσο υποχωρητικός, αποτίναξα το κεφάλι μου από το κράτημά του και μετά πήρα τα χέρια του, τα πληγιασμένα χέρια του, μες στα δικά μου, όπως ακριβώς είχα φανταστεί ότι θα έκανα, και τα έφερα στα χείλη μου. Μου χαμογέλασε πάλι, με μια μικρή απορημένη κλίση του κεφαλιού γι’ αυ-


τή την καθυστέρηση, μα δεν καθυστέρησα για πολύ ακόμα, κι αυτός μισάνοιξε τα πόδια καθώς έπαιρνα τον πούτσο του στο στόμα μου, αδράχνοντας τους γοφούς του και με τις δυο παλάμες, όπως θα έπιανα ένα κύπελλο για να πιω. Έκανε λάθος που φοβόταν (εφόσον πράγματι φοβόταν) ότι θα απαιτούσα να φύγει μόλις είχαμε τακτοποιήσει τους λογαριασμούς μας, ότι θα τον άφηνα να ξαναγυρίσει στην πόλη και να περιπλανηθεί στους δρόμους της. Ήθελα να μείνει, ήθελα να πλαγιάσω στο πλευρό του, να τον αγγίξω δίχως λαγνεία τώρα, με τρυφερότητα, και γι’ αυτό ένιωσα απογοήτευση, ένιωσα πόνο, όταν τον είδα να πετάγεται αμέσως απ’ το κρεβάτι σαν να ανυπομονούσε να δραπετεύσει. Όλα καλά, με ρώτησε, βσίτσκο λι ε να ρεντ, και μετά προχώρησε γυμνός στο χολ κι επέστρεψε στον υπολογιστή, ενώ εγώ ντυνόμουν βιαστικά. Τον άκουσα να βάζει κι άλλο τζιν στο ποτήρι του, ύστερα να πληκτρολογεί, και ακολούθησε το χαρακτηριστικό μελωδικό ξεφύσημα του Skype που άνοιγε. Πήγα κι εγώ μέσα κι έμεινα, βουβός παρατηρητής, καθώς ο Μίτκο ξεκινούσε μια μακροσκελή σειρά από συνομιλίες στο διαδίκτυο με διάφορους άλλους νεαρούς άντρες. καθόμουν σε μια καρέκλα λίγο πιο πίσω του, απ’ όπου μπορούσα να κοιτάζω την οθόνη δίχως να βρίσκομαι κι εγώ μέσα στο κάδρο της. Όλοι αυτοί οι νεαροί μιλούσαν μέσ’ από σκοτεινούς χώρους, πολύ χαμηλόφωνα, για να μην ενοχλήσουν, απ’ ό,τι κατάλαβα, τους δικούς τους που κοιμόντουσαν (ήταν πολύ αργά, περασμένα μεσάνυχτα) σε κάποιο διπλανό δωμάτιο. οι περισσότεροι έμοιαζαν ασώματοι, αφού μόνο τα πρόσωπά τους φαίνονταν στον μικρό κύκλο φωτός μίας και μοναδικής λάμπας. Χαιρετούσαν τον Μίτκο φιλικά, αγαπησιάρικα, αν και, όπως θα μάθαινα, τους πιο πολλούς δεν τους είχε ποτέ γνωρίσει εκ του σύνεγγυς, η φιλία τους περιοριζόταν σ’ αυτές τις άυλες συναντήσεις. Ακούγοντας αυτούς τους νεαρούς, που όλοι ζούσαν μακριά από τη Σόφια, σε άλλες πόλεις ή μικρά χωριά, με εντυπωσίασε η παράξενη κοι-

35

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 35


36

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 36

νότητα που είχαν δημιουργήσει, περίκλειστη και ταυτόχρονα γεμάτη ζωή. ο Μίτκο πήγαινε από συζήτηση σε συζήτηση, μιλώντας και πληκτρολογώντας ταυτόχρονα, ενώ η οθόνη αναβόσβηνε κάθε τόσο με καινούργιες προσκλήσεις. Δεν μπορούσα να παρακολουθήσω, μόλις που καταλάβαινα τι έλεγαν· ήμουν πολύ κουρασμένος και σιγά σιγά άρχισα να βαριέμαι. Πότε πότε ξανάβρισκα την εγρήγορσή μου, αφυπνισμένος από κάποια λέξη ή έναν τόνο φωνής που υποδήλωνε ότι ο Μίτκο αναφερόταν σ’ εμένα· κι ένιωθα δυσάρεστα που γινόμουν το επίκεντρο συζητήσεων που δεν μπορούσα να καταλάβω ή στις οποίες να πάρω μέρος. Μια-δυο φορές ο Μίτκο δοκίμασε να με συστήσει, στρίβοντας την οθόνη για να μπω κι εγώ στην εικόνα, οπότε ο άγνωστος κι εγώ ανταλλάσσαμε αμήχανα χαμόγελα και χαιρετιόμασταν, μην έχοντας όμως τίποτα να πούμε ο ένας στον άλλο. Όσο περνούσε η ώρα ντρεπόμουν όλο και πιο πολύ, αφού όλο και περισσότερο υποψιαζόμουν ότι μιλούσαν κοροϊδευτικά ή περιφρονητικά για μένα· κι εξάλλου με ενοχλούσε ο αποκλεισμός μου από τη χαρά του Μίτκο και ζήλευα την προσοχή που έδινε σ’ αυτούς τους άλλους. είτε για να τροφοδοτήσω αυτή την ενόχληση ή για να την κατανικήσω, δεν ξέρω τι από τα δύο, μπορεί πάλι από ανία και μόνο, πήρα από το ράφι ένα βιβλίο ποίησης και το άνοιξα. Ήταν ένα λεπτό βιβλιαράκι με ποιήματα του καβάφη, το οποίο διάλεξα με την ελπίδα ότι θα έβρισκα στα περιεχόμενά του κάτι που θα προσέδιδε αίγλη στη βραδιά μου, που θα εξωράιζε κάπως την ποταπότητά της. Ήμουν όμως πολύ εξαντλημένος για να διαβάσω κι έτσι ξεφύλλιζα μόνο νωθρά το βιβλίο, με τον φόβο ότι έτσι και πήγαινα για ύπνο θα έβρισκα ξυπνώντας το διαμέρισμά μου λεηλατημένο, ότι ο Μίτκο θα μου είχε κλέψει το λάπτοπ και το κινητό, αντικείμενα που εκείνος επιθυμούσε ενώ εγώ αδιαφορούσα γι’ αυτά και δεν μου αξίζανε (είμαι βέβαιος ότι έτσι πίστευε). καθώς γυρνούσα τις σελίδες, ανήμπορος να βρω σ’ αυτές κάποια παρηγοριά, πρόσεξα ότι η χροιά της φωνής


του Μίτκο είχε αλλάξει, ότι ο τρυφερός του τόνος είχε γίνει υπαινικτικός, και ότι οι πριάτελι ήταν τώρα μεγαλύτεροι σε ηλικία άντρες, σαραντάρηδες. Από σκόρπιες λέξεις που έπιασε το αυτί μου, κατάλαβα ότι κουβέντιαζαν διάφορα σενάρια και τιμές, ότι ο Μίτκο κανόνιζε την εργάσιμη βδομάδα του. Με έναν από αυτούς, μεσήλικα, η συζήτηση τραβούσε σε μάκρος. Ήταν ευτραφής, με αρχές καράφλας και αξύριστα μάγουλα που έδειχναν παχουλά και ρουφηγμένα ταυτόχρονα στο ημίφως του δωματίου όπου καθόταν καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ζούσε στη Φιλιππούπολη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Βουλγαρίας, η οποία είχε γλιτώσει από τους βομβαρδισμούς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με αποτέλεσμα να διατηρείται ανέπαφο το ωραίο της κέντρο. ενώ τους άκουγα να μιλούν, ακούγοντας όχι τόσο αυτά που έλεγαν όσο τις διακυμάνσεις της ομιλίας τους, θυμήθηκα την πρώτη φορά που είχα πάει σ’ αυτή την πόλη: ήταν το πρώτο μου ταξίδι εκτός Σόφιας, και άρα η πρώτη φορά που έβλεπα τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική της εθνικής Αναγέννησης, με τα περίτεχνα ξύλινα οικήματά της και τα ζωηρά της χρώματα, τόσο διαφορετικά από το γκριζωπό Μλάντοστ, που εξέφραζαν λες μια ασυγκράτητη ευφροσύνη. Η Φιλιππούπολη χτίστηκε σαν τη ρώμη, είναι μια πόλη με επτά λόφους κι έτσι την περιγράφουν ακόμα πολλοί Βούλγαροι, παρόλο που ο ένας της λόφος καταστράφηκε και εξορύχθηκε, επί κομμουνιστικού καθεστώτος, για να γίνουν οι πέτρες με τις οποίες έστρωσαν τα καλντερίμια στο πεζοδρομημένο κέντρο. Σε έναν από τους εναπομείναντες λόφους ορθώνεται το γιγάντιο άγαλμα ενός Σοβιετικού στρατιώτη, του Αλιόσα, όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι, κι ολόγυρά του κατηφορίζει ένα μεγάλο πάρκο, που στο κάθε του επίπεδο έχει παρατηρητήρια τα οποία προσφέρουν μαγευτικά πανοράματα της πόλης. Η μια πλευρά αυτού του πάρκου είναι πολύ φροντισμένη, με φαρδιές σκάλες και περιποιημένα μονοπάτια, και παρελαύνει εκεί όλη η τοπική κοινωνία: ζευγάρια, οι-

37

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 37


38

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 38

κογένειες, αθλούμενοι του Σαββατοκύριακου. Ωστόσο στην πρώτη μου επίσκεψη, άσχετος καθώς ήμουν, ανέβηκα μ’ έναν φίλο από την άλλη μεριά του λόφου, η οποία έδειχνε μάλλον εγκαταλειμμένη. είχε κι αυτή τα σκαλοπάτια και τα πλατώματά της, παρόλο που οι πέτρες μετατοπίζονταν και θρύβονταν κάτω από τα πόδια μας· κάθε τόσο αναγκαζόμασταν να πιαστούμε από κλαριά ή θάμνους για να μη χάσουμε την ισορροπία μας, μάλιστα μια-δυο φορές σκοντάψαμε και πέσαμε. καθώς όμως ανηφορίζαμε, διαπιστώσαμε ότι αυτά τα μονοπάτια δεν ήταν εντελώς έρημα. κάνοντας μια στάση για να αγναντέψουμε την πόλη και κοιτώντας ύστερα πίσω, προς τα εκεί απ’ όπου είχαμε έρθει, είδαμε έναν άντρα σε ένα από τα πιο χαμηλά παρατηρητήρια, τον οποίο δεν είχαμε προσέξει καθώς ερχόμασταν, είτε επειδή κρυβόταν είτε επειδή εμάς μας είχε αποσπάσει η δύσκολη ανάβαση. κρατούσε στο ένα χέρι μια πλαστική σακούλα, την οποία έφερνε κατά διαστήματα στο πρόσωπό του, βύθιζε το στόμα και τη μύτη του μέσα κι έπαιρνε βαθιές, διψασμένες εισπνοές· ακόμα κι από την απόσταση αυτή διακρίναμε το ανασήκωμα των ώμων του που τινάζονταν σαν να έκλαιγε με αναφιλητά. Όταν κατέβαζε τη σακούλα από το πρόσωπο, τότε ηρεμούσε, ολόκληρο το σώμα του μαζευόταν και χαλάρωνε, κι έκανε ένα-δυο παραπαίοντα βήματα· μέχρι που κάποια στιγμή ίσιωσε τους ώμους και προχωρώντας μέχρι το σκουριασμένο κιγκλίδωμα άπλωσε ορθάνοιχτα τα χέρια προς την πόλη – μια κίνηση γεμάτη λαχτάρα ή έκσταση ή βαθιά θλίψη που έχει γραφτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Μετά, σφίγγοντας και με τα δύο χέρια το παραπέτο, έσκυψε μπροστά και, πολύ ψύχραιμα, ξέρασε στους θάμνους από κάτω. Συνεχίζοντας εμείς την πορεία μας, συναντήσαμε κάτι ερειπωμένα κτήρια, σαν κύβους από τσιμέντο, που αργά αργά διαλύονταν από την εισβολή κλαδιών και ριζών, με αποτέλεσμα από κάποια να έχει απομείνει μόνο το περίγραμμα ενός δωματίου ή κι ένας μόνο τοίχος. Όμως, σ’ ένα πλάτωμα όπου


σταθήκαμε πάλι να πάρουμε ανάσα, υπήρχε μια ολόκληρη σειρά από τέτοια κούφια τσιμεντένια κτίσματα, που, αν και τους έλειπαν οι πόρτες και τα παράθυρα, ήταν λίγο-πολύ ακέραια. Στο εσωτερικό τους επικρατούσε βαθύ σκοτάδι, αλλά μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι εκτείνονταν σε μεγάλο βάθος, ότι ένα δίκτυο από μικρά κελιά, όπως μιας κυψέλης ή ενός ορυχείου, ήταν σκαμμένα μέσα στον βράχο. ενώ στεκόμασταν εκεί, είδα ξάφνου τρεις άντρες μερικά μέτρα πιο πέρα, οι οποίοι θα πρέπει να είχαν κρυφτεί όταν πλησιάζαμε και τώρα βγήκαν πάλι από τις σκιές. Στέκονταν σε απόσταση ο ένας από τον άλλο, μοναχικές φιγούρες, λεπτόσωμοι μεσήλικες, που και οι τρεις τους κάπνιζαν, κρατώντας το τσιγάρο προς τα μέσα της χούφτας τους. Παρόλο που τίποτα πάνω τους δεν φανέρωσε ότι είχαν αντιληφθεί την παρουσία μας, αφού δεν κοίταξαν καν προς το μέρος μας, η ατμόσφαιρα βούιζε λες από ηλεκτρισμό, και ήξερα πως μία μου κίνηση θα αρκούσε για να ακολουθήσω τον έναν από τους τρεις σ’ εκείνα τα μικρά δωμάτια, και θα το είχα κάνει (είχα νιώσει τον ηλεκτρισμό να με διαπερνά) αν δεν είχα παρέα. Ίσως ήταν κάποιος απόηχος εκείνης της ηλεκτρισμένης νύχτας που προσέλκυσε την προσοχή μου στον πελάτη ή φίλο του Μίτκο, μια νότα ανάγκης στη φωνή που δεν είχα εντοπίσει σε κανέναν από τους υπόλοιπους συνομιλητές του. Φαινόταν υπερβολικά πρόθυμος να τον ευχαριστήσει, αλλά ήταν μια προθυμία χρωματισμένη από ανησυχία· μου φάνηκε επίσης ότι ο Μίτκο απολάμβανε τη δύναμη που ασκούσε πάνω του, την επίγνωση ότι ήταν στο χέρι του να δεχτεί ή να απορρίψει την ευχαρίστηση που του προσφερόταν. Έχω κάτι για σένα, άκουσα τον άλλο να λέει, κι έπιασα μάλιστα τη λέξη ποντάρεκ, την αγαπημένη του Μίτκο, στα λόγια του άντρα ενώ ύψωνε προς την κάμερα ένα κινητό τηλέφωνο, μέσα στη συσκευασία του ακόμα, ένα από τα μοντέλα με τα οποία φλέρταρε ο Μίτκο στην Γκραφ Ιγκνάτιεφ. κι έτσι ο Μίτκο επέτρεψε στον εαυτό

39

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 39


40

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 40

του να συγκατατεθεί, χαμογέλασε στον άντρα και τον ευχαρίστησε, αποκαλώντας το δώρο του στραχότεν, λέξη που σημαίνει φοβερό και προέρχεται κι αυτή από την ίδια ρίζα με τη λέξη φόβος. Πρέπει να έρθεις εδώ για να το πάρεις, είπε ο άλλος, και ο Μίτκο συμφώνησε, θα έπαιρνε αύριο το λεωφορείο για Φιλιππούπολη. Παρά τη μεγάλη μου κούραση, συνειδητοποίησα ότι τα δικά μου χρήματα θα αγόραζαν το εισιτήριο για να φτάσει ο Μίτκο σ’ αυτόν τον άνθρωπο και το πολυπόθητο δώρο του, κι αναρωτήθηκα πώς είχα καταλήξει να είμαι κι εγώ ένας από αυτούς τους άντρες μες στο σκοτάδι, που ήταν έτοιμοι να δώσουν ό,τι τους είχε ζητηθεί ώστε να πάρουν κάτι που δεν μπορούσαν ν’ αποκτήσουν δωρεάν. ο Μίτκο με είχε ήδη συστήσει στον άντρα, είχε στρέψει την οθόνη προς το μέρος μου για να χαιρετηθούμε, πράγμα που κάναμε, αν και διέκρινα ένα ίχνος εχθρότητας στον άλλο, ίσως επειδή ήμουν νεότερός του και (για λίγο καιρό ακόμα τουλάχιστον) πιο ευπαρουσίαστος· και ίσως επειδή, απλούστατα, βρισκόταν ακόμα εδώ, μαζί μου, ο Μίτκο, ο οποίος του είπε να δείξει ξανά το ποντάρεκ για να το θαυμάσω εγώ ή, το πιθανότερο, για να μαθαίνω. ο Μίτκο εξακολουθούσε να είναι δικός μου το βράδυ εκείνο, τον δέσμευε για μερικές ακόμα ώρες το φασματικό συμβόλαιο που είχαμε υπογράψει· μπορούσα ακόμα να απολαύσω τις ηδονές που ο άλλος άντρας υπολόγιζε να εξασφαλίσει με αντάλλαγμα το ακριβό του δώρο. Ένιωσα λίγη από τη ζήλια της κτητικότητας, έστω κι αν η ιδιοκτησία μου ήταν προσωρινή, δεν ήταν καν ιδιοκτησία μου, και με πίκραινε ήδη η σκέψη ότι το επόμενο πρωί θα έστελνα τον Μίτκο στη Φιλιππούπολη και σ’ αυτόν τον άλλον άντρα, που με τόση ευκολία τον είχε δελεάσει μακριά μου. Η κόπωσή μου μετατράπηκε σε εκνευρισμό, άρχισα να ανοιγοκλείνω μηχανικά το βιβλίο που είχα στα γόνατά μου. Αδυνατούσα να βρω στις σελίδες του ό,τι είχα βρει στο παρελθόν, μια έκφανση του ωραίου και υψηλού μέσ’ από τη χυδαιό-


τητα της καύλας, την αίσθηση ότι οι τυχαίες ερωτικές επαφές σε σκοτεινές γωνιές ή μια ασαφής εμπορική συναλλαγή όπως αυτή της δικής μου βραδιάς μπορούσαν να λουστούν από ένα γνήσιο φως, ν’ αγγίξουν το βασίλειο του ιδανικού, να γίνουν από τη μια στιγμή στην άλλη κάτι μαγικό. Άφησα το βιβλίο στην άκρη, βλέποντας ότι και ο Μίτκο ήταν πολύ κουρασμένος, αλλά και φανερά μεθυσμένος· είχε αδειάσει τα δύο τρίτα του μπουκαλιού τζιν που είχε αγοράσει. Σηκώθηκε τρεκλίζοντας, ανακοινώνοντας την πρόθεσή του να κοιμηθεί, και ενώ είχε πρώτα αποχαιρετήσει τον άντρα από τη Φιλιππούπολη. είχαμε στη διάθεσή μας τρεις ώρες ύπνου πριν την υποχρεωτική έγερση: εκείνος για να κάνει το σύντομο ταξίδι του στη Φιλιππούπολη, μια δίωρη διαδρομή με άνετο λεωφορείο· εγώ για μια ακόμα μέρα πίσω από την έδρα, όπου θα απευθυνόμουν στους μαθητές μου φορώντας ένα πρόσωπο καλά καθαρισμένο από κάθε ίχνος της αδημονίας, της δουλικότητας, της ανάγκης που ζωγραφίζονταν πάνω του καθώς ακολουθούσα τον Μίτκο στην τουαλέτα για να σταθώ πίσω του (ήταν ακόμα γυμνός) ενώ αυτός κατουρούσε. Χάιδεψα το στήθος και το στομάχι του, επιφάνειες λείες, νευρώδεις, αγγίζοντας με τα ακροδάχτυλα τις μικρές τριχούλες που πήγαιναν να ξεφυτρώσουν· κι όταν τον άκουσα να μου δίνει το ελεύθερο, προφέροντας λέξεις ενθάρρυνσης, κάτι σαν συνέχισε, δεν με πειράζει, τα χέρια μου γλίστρησαν πιο χαμηλά, και το ένα έπιασε ανυπόμονα τη βάση του πέους του, τυλίχτηκε γύρω από το στέλεχος, κι άρχισα να νιώθω μέσ’ από τα δάχτυλά μου τη ροή των ούρων του, βαριά και επιτακτική, νιώθοντας ταυτόχρονα την επιτακτικότητα της δικής μου στύσης όπως είχα κολλήσει πάνω του. εκείνος έγειρε το κεφάλι πίσω, ακουμπώντας το μάγουλό του στο μάγουλό μου, τρίβοντάς το (κι αυτό ήταν αξύριστο, τραχύ) πάνω στο πιο απαλό δικό μου, και τον αισθάνθηκα να σκληραίνει μόλις τέλειωσε το κατούρημα κι εγώ του τράβηξα προσεκτικά την πόσθη και τίναξα τις τελευταίες σταγόνες, ενώ

41

GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 41


GREENWELL_BELONGS sel_Final_Layout 1 02/11/2016 2:48 ΜΜ Page 42

42

πνιγόμουν σχεδόν από πόθο, μιας και ποτέ δεν είχα αγγίξει άλλον άνθρωπο έτσι, ποτέ δεν είχα προσφέρει σε κανέναν αυτή τη συγκεκριμένη εξυπηρέτηση. ο Μίτκο γύρισε προς το μέρος μου και με φίλησε, βαθιά, διερευνητικά, κτητικά, ενώ ταυτόχρονα με έσπρωχνε προς τα πίσω, με έσπρωχνε, χρησιμοποιώντας με ίσως παράλληλα και σαν στήριγμα, προς τον διάδρομο με κατεύθυνση το υπνοδωμάτιο, μέχρι να φτάσουμε στο μεγάλο κρεβάτι όπου είχαμε ξαπλώσει μαζί νωρίτερα και να ξαπλώσουμε πάλι. Τύλιξε τα χέρια του γύρω μου και με τράβηξε κοντά του, κι όχι μόνο τα χέρια, μα και τα πόδια του τυλίχτηκαν γύρω μου, τραβώντας με πάνω του και με τα τέσσερα άκρα, αγκαλιάζοντάς με τόσο σφιχτά που με την κάθε ανάσα εισέπνεα τον δικό του αέρα, μυρίζοντας το τζιν, φυσικά, αλλά και τη δική του μυρωδιά, η οποία ξυπνούσε μέσα μου μια ζωώδη θέρμη και με άναβε ολόκληρο (φαντάστηκα τον εγκέφαλό μου να φωταγωγείται, σαν σπίτι με όλα τα φώτα αναμμένα). Έμεινε έτσι γαντζωμένος πάνω μου σαν πλάσμα της θάλασσας, κάθε φορά που μετατοπιζόμουν ή μισοξυπνούσα, πάλι αυτός μ’ έσφιγγε, και κοιμήθηκα όπως σπάνια στη ζωή μου έχω κοιμηθεί, πολύ βαθιά και δίχως καμιά σχεδόν όχληση, μ’ εκείνον να μ’ έχει κλεισμένο μες στην αγκαλιά του σαν την αγαπημένη ή το παιδί του· ή να μ’ έχει αιχμαλωτισμένο –υπήρχε, ομολογουμένως, κι αυτή η εκδοχή– σαν τη λεία, το θύμα του.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.