Τζεφ Βάντερμιερ - «Αποδοχή»

Page 1

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:00 μ.μ. Page 5

ΤΖΕΦ ΒΑΝΤΕΡΜΙΕΡ

Η ΤΡ ΙΛ ΟΓ ΙΑ Τ ΗΣ Ν ΟΤ ΙΑ Σ Ζ ΩΝΗ Σ ~ 1Ι Ι

αποδοχη c

Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 6

H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Jeff VanderMeer, Acceptance © Copyright by VanderMeer Creative, Inc., 2014. All rights Reserved

First published 1992 by Rowohlt Verlag © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2015 Έτος 1ης έκδοσης: 2016 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης ΒέρνηςΠαρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN SET 978-960-03-5982-4 ISBN T3 978-960-03-6129-2


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 7

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

000Χ: Η διευθύντρια, δωδεκάτη αποστολή . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11 Φ Ω Σ Ε Υ Θ Υ Γ Ρ Α Μ Μ Ι Σ Η Σ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 17 0001: Ο φαροφύλακας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 19 0002: Άπιαστο Πουλί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 36 0003: Η διευθύντρια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 48 0004: Ο φαροφύλακας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 69 0005: Έλεγχος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 83 0006: Η διευθύντρια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 99 0007: Ο φαροφύλακας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 105 0008: Άπιαστο Πουλί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 121 0009: Η διευθύντρια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 130 0010: Έλεγχος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 153

Σ Τ Α Θ Ε Ρ Ο Φ Ω Σ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 169 01: Η φωτεινότητα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 171 02: Το πλάσμα που βογκούσε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 175 03: Το νησί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 179 04: Η κουκουβάγια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 183 05: Η Εξερευνητική & Παρατηρητική Συμμορία . . . . . . . . . . . . . 189 06: Το πέρασμα του χρόνου· και πόνος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 195

Δ Ι Α Λ Ε Ι Π Ο Ν Φ Ω Σ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 201 0012: Ο φαροφύλακας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 216

7

0011: Άπιαστο Πουλί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 203


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 8

0013: Έλεγχος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 225 0014: Η διευθύντρια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 234 0015: Ο φαροφύλακας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 249 0016: Άπιαστο Πουλί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 257 0017: Η διευθύντρια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 265 0018: Ο φαροφύλακας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 274 0019: Έλεγχος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 282 0020: Η διευθύντρια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 289 0021: Ο φαροφύλακας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 298 0022: Άπιαστο Πουλί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 302 0023: Η διευθύντρια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 309 0024: Ο φαροφύλακας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 324 0025: Έλεγχος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 331 0026: Η διευθύντρια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 334 0027: Ο φαροφύλακας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 342 0028: Άπιαστο Πουλί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 348 000Χ: Η διευθύντρια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 354

8

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 361


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 9

Για την Αν


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 10


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 11

‰000Χ:
Η
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ, 
ΔΩΔΕΚΑΤΗ
ΑΠΟΣΤΟΛΗ‰

Π

από κει που φτάνει το χέρι σου, λίγο παρακεί: ο αφρός του κύματος που σκάει με ορμή, η έντονη μυρωδιά της θάλασσας, οι σταυρωτές φιγούρες των γλάρων, τ’ άξαφνα, κακόηχα κρωξίματά τους. Μια συνηθισμένη μέρα στην Περιοχή Χ, μια ιδιαίτερη μέρα –η μέρα του θανάτου σου–, και να ’σαι εσύ, με την πλάτη στηριγμένη σε έναν μικρό αμμόλοφο, προφυλαγμένη η μισή από έναν ετοιμόρροπο τοίχο. Ο ουρανός έχει τέτοια ένταση, που πέρα από τη γαλάζια φυλακή του δε χωράει τίποτε άλλο. Κολλώδης άμμος λάμπει σε ένα κόψιμο στο μέτωπό σου· και μες στο στόμα σου υπάρχει κάτι γλωττιδικό με γεύση αψιά, που στάζει έξω. Νιώθεις μουδιασμένη και τσακισμένη, αλλά μια παράξενη ανακούφιση είναι ανάκατη με τη θλίψη σου: να έχεις κάνει τόσο δρόμο, να ’χεις σταματήσει εδώ δίχως να ξέρεις την κατάληξη, και παρ’ όλα αυτά... να αναπαύεσαι. Να ’ρχεται η ώρα που θα αναπαυτείς. Επιτέλους. Όλα σου τα σχέδια πίσω στη Νότια Ζώνη, ο διαρκής και βασανιστικός φόβος της αποτυχίας ή ενός ακόμα χειρότερου πράγματος, το τίμημα όλων αυτών... τα πάντα σταλάζουν στην άμμο πλάι σου σε κόκκινα μαργαριτάρια με κοκκώδη υφή. Το τοπίο ορμά καταπάνω σου, καμπυλώνει πίσω σου για να σε περιεργαστεί· λαμπαδιάζει εδώ κι εκεί, ή στροβιλίζεται ή σμικρύνεται ως μια κουκκίδα, προτού πάλι η εικόνα του να κα-

11

έρα


12

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 12

θαρίσει. Η ακοή σου δεν είναι όπως κάποτε – έχει εξασθενήσει, όπως και η ισορροπία σου. Να όμως που συμβαίνει κάτι αδύνατον: μέσα από το τοπίο μια φωνή υψώνεται σαν μαγικό τέχνασμα, μαζί με την αίσθηση ματιών στραμμένων πάνω σου. Ο ψίθυρος είναι γνώριμος. Τα του οίκου σου είναι σε τάξη; Αλλά συλλογιέσαι πως όποιος ρωτάει θα μπορούσε να ’ναι ξένος, κι έτσι τον αγνοείς, δε σου αρέσει το τι θα μπορούσε να σου χτυπάει την πόρτα. Ο πόνος στον ώμο σου από τη συμπλοκή στον πύργο έχει χειροτερέψει πολύ. Η πληγή σε πρόδωσε, σε έκανε να πηδήξεις σε εκείνη την εκτυφλωτική γαλάζια απεραντοσύνη κι ας μην το ήθελες. Ένα έναυσμα, μια επικοινωνία ανάμεσα στην πληγή και στη φλόγα που ήρθε χορεύοντας απ’ τις καλαμιές σού στέρησε την κυριαρχία. Τα του οίκου σου σπανίως ήταν σε τέτοια αταξία, και ωστόσο ξέρεις πως, ό,τι κι αν σε εγκαταλείψει, μέσα σε λίγα λεπτά κάτι άλλο θα παραμείνει πίσω. Το να χαθείς στον ουρανό, στη γη, στο νερό, δεν εγγυάται εδώ το θάνατο. Μια σκιά ενώνεται μ’ αυτήν του φάρου. Σύντομα ακούγεται το κριτσάνισμα της άμμου κάτω από μπότες· μπερδεμένη, κραυγάζεις «Αφανισμός! Αφανισμός!» και χτυπιέσαι, ώσπου συνειδητοποιείς ότι το φάντασμα που γονατίζει πλάι σου είναι το μόνο άτομο που μένει ανεπηρέαστο από την υπνωτική υποβολή. «Εγώ είμαι μόνο, η βιολόγος». Εσύ είναι μόνο. Μόνο η βιολόγος. Μόνο το απειθάρχητο όπλο σου, εκσφενδονισμένο καταπάνω στους τοίχους της Περιοχής Χ. Σε καθίζει, πιέζει το παγούρι της στο στόμα σου για να πιεις, καθαρίζοντας λίγο απ’ το αίμα καθώς βήχεις. «Πού είναι η χωρομέτρης;» ρωτάς. «Πίσω στον καταυλισμό», σου λέει. «Δεν ήθελε να ’ρθει μαζί σου;» Όπως εσύ, φοβήθηκε τη βιολόγο, φοβήθηκε τη φλόγα που φούντωνε. «Μια φλόγα που πλα-


νιόταν στα αλίπεδα, μέσα απ’ το ρημαγμένο χωριό. Μια φλόγα που σιγόκαιγε, ένας φωσφορισμός των βάλτων που αιωρούνταν στο τέναγος και τις θίνες, αιωρούνταν και αιωρούνταν, όχι σαν άνθρωπος, μα σαν κάτι ελεύθερο». Μια υπνωτική υποβολή που ως στόχο της είχε να την ηρεμήσει, κι ας μην έχει περισσότερο αποτέλεσμα από ένα γαληνευτικό παιδικό ποιηματάκι. Καθώς η συζήτηση ξετυλίγεται, εσύ ολοένα κομπιάζεις και χάνεις τον ειρμό. Λες πράγματα που δεν τα εννοείς, πολεμώντας να είσαι συνεπής με το χαρακτήρα σου – να ’σαι εκείνη που γνωρίζει η βιολόγος, το δημιούργημα που έπλασες γι’ αυτήν. Ίσως δε θα έπρεπε να σε νοιάζουν τώρα οι ρόλοι, όμως υπάρχει ακόμα ένας ρόλος για να παίξεις. Σε μέμφεται, αλλά δεν μπορείς να την κατηγορήσεις. «Αν ήταν καταστροφή, βοήθησες να προκληθεί. Απλώς πανικοβλήθηκες και τα παράτησες». Δεν είναι αλήθεια –ποτέ δεν τα παράτησες–, αλλά νεύεις έτσι κι αλλιώς, καθώς συλλογιέσαι τα τόσα λάθη. «Πράγματι, έκανα κι αυτό. Θα ’πρεπε να είχα αναγνωρίσει νωρίτερα πως είχες αλλάξει». Είναι αλήθεια. «Θα ’πρεπε να σ’ είχα στείλει πίσω στο σύνορο». Δεν είναι αλήθεια. «Δε θα ’πρεπε να είχα κατέβει κει κάτω με την ανθρωπολόγο». Στην πραγματικότητα, δεν είναι αλήθεια, όχι. Δεν είχες καμία επιλογή με το που ξεγλίστρησε από τον καταυλισμό, αποφασισμένη να αποδείξει την αξία της. Βήχεις και κάνεις αιμόπτυση ξανά, μα δεν έχει σημασία τώρα. «Τι όψη έχει το σύνορο;» Παιδιάστικη ερώτηση. Μια ερώτηση που η απάντησή της είναι δίχως νόημα. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από σύνορο. Δεν υπάρχει σύνορο. Θα σου πω όταν φτάσω εκεί. «Τι συμβαίνει στ’ αλήθεια όταν το διασχίζουμε;» Όχι ό,τι θα περίμενες ίσως. «Τι μας έκρυψες για την Περιοχή Χ;» Τίποτα που θα σ’ είχε βοηθήσει στην πραγματικότητα.

13

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 13


14

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 14

Ο ήλιος είναι μια αδύναμη άλως δίχως κέντρο που την κεντάει η φωνή της βιολόγου, και η άμμος είναι συνάμα κρύα και ζεστή μες στο σφιγμένο δεξί σου χέρι. Ο πόνος ολοένα επανέρχεται σε ξεσπάσματα ανά μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, τόσο παρών, ώστε πλέον είναι ανύπαρκτος. Τελικά καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς πια να μιλήσεις. Μα είσαι ακόμα εκεί, βουβή και απόμακρη, σαν παιδί ξαπλωμένο σε μια κουβέρτα σε τούτη δω την ίδια αμμουδιά, με ένα καπέλο πάνω απ’ τα μάτια σου. Νανουρισμένη από το ασταμάτητο φλοίσβισμα και τη θαλασσινή αύρα, που αντισταθμίζουν τα κύματα της ζέστης στα μέλη σου. Ο άνεμος στα μαλλιά σου είναι μια αίσθηση τόσο μακρινή όσο το κυμάτισμα αγριόχορτων φυτρωμένων σε ένα βράχο που έχει σχήμα κεφαλιού. «Συγγνώμη, μα πρέπει να το κάνω αυτό», σου λέει η βιολόγος σαν να ξέρει ότι μπορείς ακόμα να την ακούσεις. «Δεν έχω άλλη επιλογή». Νιώθεις το τράβηγμα στο δέρμα σου, τη σύντομη τομή, καθώς παίρνει ένα δείγμα από τον μολυσμένο σου ώμο. Χέρια κατεβαίνουν από μια μεγάλη, ανυπέρβατη απόσταση ενόσω η βιολόγος ψάχνει τις τσέπες του μπουφάν σου. Βρίσκει το ημερολόγιό σου. Βρίσκει το κρυμμένο σου όπλο. Βρίσκει το οικτρό σου γράμμα. Τι θα τα κάνει; Μπορεί απολύτως τίποτα. Ίσως να ρίξει απλώς στη θάλασσα το γράμμα και μαζί του το όπλο. Ίσως να σπαταλήσει την υπόλοιπή της ζωή μελετώντας το ημερολόγιό σου. Ακόμα μιλάει. «Δεν ξέρω τι να σου πω. Είμαι θυμωμένη. Είμαι φοβισμένη. Μας έφερες εδώ κι είχες μια ευκαιρία να μου πεις ό,τι ήξερες, όμως δεν το έκανες. Αρνήθηκες να το κάνεις. Θα σου ’λεγα να αναπαυτείς εν ειρήνη, αλλά δε νομίζω πως θα συμβεί κάτι τέτοιο». Έπειτα αυτή έχει φύγει και σου λείπει –το βάρος ενός ανθρώπου δίπλα σου, η διεστραμμένη ευλογία εκείνων των λό-


γων της–, αλλά δε σου λείπει για πολύ, επειδή σβήνεις κι άλλο, σβήνεις μες στο τοπίο σαν απρόθυμο στοιχειό, και στο βάθος ακούς μια αμυδρή, φίνα μουσική· κάτι που σου ’χει ψιθυρίσει πρωτύτερα σου ψιθυρίζει ξανά, κι έπειτα σκορπίζεις στον άνεμο. Μαζί σου έχει ζευγαρώσει κάτι ξένο που θα μπορούσες να το περάσεις για τα άτομα του αέρα, αν με έναν τρόπο δεν έμοιαζε συγκεντρωμένο, αποφασισμένο. Χαρούμενο; Υψώνεσαι πάνω απ’ τις ασάλευτες λίμνες κι απ’ το τέναγος, τρεμοφέγγεις σε πράσινες αντανακλάσεις μπρος στη θάλασσα και την ακτή στον ήλιο αργά το απομεσήμερο... μόνο και μόνο για να κάνεις έπειτα κύκλο και να στραφείς προς την ενδοχώρα, εκεί που είναι τα κυπαρίσσια και το μαύρο νερό. Κι έπειτα, απότομα, ψηλά στον ουρανό ξανά, στοχεύοντας προς τον ήλιο, με τινάγματα και στροβιλίσματα, πριν από την ελεύθερη πτώση, με τη ματιά στραμμένη προς τη γη που ορμά καταπάνω σου, τανυσμένη πάνω από τη φευγαλέα λάμψη και το αργό κυμάτισμα των καλαμιών. Μισοπεριμένεις να δεις τον Λόουρι εκεί, τον λαβωμένο επιζώντα της πρώτης αποστολής πριν από τόσο καιρό, να σέρνεται προς την ασφάλεια του συνόρου. Όμως υπάρχει μονάχα η βιολόγος, η οποία προχωράει με κόπο στο μονοπάτι που ολοένα σκοτεινιάζει... και παρακεί περιμένει ο αλλαγμένος ψυχολόγος από την αποστολή πριν από τη δωδέκατη, κλαψουρίζοντας τυραννισμένος. Το κρίμα είναι δικό σου τόσο όσο οποιουδήποτε άλλου· το κρίμα είναι δικό σου και ανέκκλητο. Ασυγχώρητο. Καθώς στρίβεις και γυρνάς, ο φάρος ζυγώνει γοργά. Ο αέρας τρέμει και χωρίζει σπρωγμένος από τις δύο μεριές του φάρου κι έπειτα ενώνεται ξανά, πάντοτε αναζητώντας και δοκιμάζοντας, ανεβαίνοντας ψηλά μόνο και μόνο για να κατέβει πάλι, και τέλος κάνοντας έναν κύκλο σαν ερωτηματικό, ώστε να ’σαι μάρτυρας της ίδιας σου της θυσίας: κουλουριασμένη εκεί κάτω, είσαι μια φιγούρα απ’ όπου φως διαφεύγει. Τι θλιβερή φιγούρα· να κοιμάται εκεί κάτω, να διαλύεται εκεί κάτω.

15

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 15


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 16

16

Μια πράσινη φλόγα, ένα σινιάλο αγωνίας, μια ευκαιρία. Ακόμα πλανιέσαι; Ψυχομαχείς ή είσαι νεκρή; Δεν μπορείς πλέον να ’σαι σίγουρη. Όμως ο ψίθυρος ακόμα να τελειώσει μαζί σου. Δεν είσαι εκεί κάτω. Είσαι εδώ πάνω. Και η ανάκριση δεν έχει πάψει. Αυτή που θα επαναλαμβάνεται ώσπου να έχεις δώσει όλες τις απαντήσεις.


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 17

‰ΦΩΣ‰ ‰ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΙΣΗΣ‰


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 18


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 19

‰0001:
Ο
ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ‰

Εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό ο αέρας που φυσούσε πάνω στο γιακά του παλτού του ήταν κρύος καθώς ο Σολ Ίβανς κατηφόριζε με βαριά βήματα το μονοπάτι προς το φάρο. Είχε ξεσπάσει θύελλα την προηγούμενη νύχτα και, χαμηλά στ’ αριστερά του, ο ωκεανός ήταν γκρίζος και τρικυμισμένος μπρος στο μουντό μπλε τ’ ουρανού, ιδωμένος μέσα από το λίκνισμα και το θρόισμα της «θαλάσσιας βρόμης». Ξύλα, μπουκάλια, ξεθωριασμένες άσπρες σημαδούρες και ένας ψόφιος σφυροκέφαλος καρχαρίας είχαν ξεβραστεί μετά τη θύελλα, μπλεγμένα όλα μέσα σε κουβάρια από φύκια, αλλά καμία αληθινή ζημιά δεν είχε γίνει εδώ ή στο χωριό. Στα πόδια του υπήρχαν βάτα και πυκνοί γκρίζοι κάρδοι που

19

Επιθεώρησα το μηχανισμό του φακού και καθάρισα το φακό. Έφτιαξα το σωλήνα του νερού στον κήπο. Μικρές επισκευές στην πύλη. Τακτοποίησα τα εργαλεία, τα φτυάρια, κ.λπ., στην αποθήκη. Επίσκεψη της Ε&ΠΣ. Πρέπει να ζητήσω χρώμα για το σημάδι πλοήγησης ημέρας – το μαύρο έχει φαγωθεί απ’ τη μεριά της θάλασσας. Επίσης χρειάζομαι καρφιά και να ελέγξω ξανά τη δυτική σειρήνα. Είδα: πελεκάνους, νερόκοτες, ένα είδος τσιροβάκου, αναρίθμητα κοτσύφια, λευκοσκαλίδρες, μια βασιλική στέρνα, έναν ψαραετό, ένα δρυοκολάπτη, κορμοράνους, σιαλίες, έναν πυγμαίο κροταλία (στο φράχτη – να το θυμάμαι), κάνα δυο κουνέλια, ένα λευκόουρο ελάφι και, κατά το χάραμα στο μονοπάτι, πολλούς αρμαδίλους.


20

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 20

την άνοιξη και το καλοκαίρι θα άνθιζαν ιώδεις. Δεξιά του οι λιμνούλες μαύριζαν από τις βουτηχτάρες και τις κουδουνόπαπιες, που όλο μουρμούραγαν. Κοτσύφια βουτούσαν από τα λεπτά κλαριά των δέντρων – στο πέρασμά του μεμιάς πετιούνταν ψηλά και κάθονταν ξανά σε φλύαρες μαζώξεις. Η αναζωογονητική, φρέσκια μυρωδιά της αρμύρας είχε μέσα της και κατιτίς φλόγινο: μια οσμή καμένου από κάποιο κοντινό σπίτι ή από μια φωτιά που ακόμα κουφόκαιγε. Ο Σολ είχε ζήσει στο φάρο τέσσερα χρόνια προτού να γνωρίσει τον Τσάρλι, και ζούσε ακόμα εκεί, αλλά χτες βράδυ είχε μείνει στο χωριό, μισό μίλι μακριά, στο σπιτάκι του Τσάρλι. Ήταν κάτι καινούριο αυτό, που δε συμφωνήθηκε με λόγια, αλλά με τον Τσάρλι να τον τραβάει πίσω στο κρεβάτι όταν ο Σολ ήταν έτοιμος να φορέσει τα ρούχα του και να φύγει. Ήταν κάτι καλόδεχτο, κάτι που ’κανε να ζωγραφιστεί ένα αμήχανο χαμόγελο, αχνό, στο πρόσωπό του. Ο Τσάρλι ίσα που ’χε ανασαλέψει όταν ο Σολ σηκώθηκε, ντύθηκε και έφτιαξε αβγά. Σερβίρισε στον Τσάρλι μια γενναιόδωρη μερίδα μαζί με μια φέτα πορτοκάλι, σκεπάζοντας το πρωινό με ένα μπολ για να μην κρυώσει, και άφησε ένα μικρό σημείωμα δίπλα στη φρυγανιέρα, με το ψωμί έτοιμο για φρυγάνισμα. Φεύγοντας, στράφηκε για να δει τον άντρα που ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, φαρδύς-πλατύς, ο μισός έξω απ’ τα σεντόνια. Κι ας σαραντάριζε, ο Τσάρλι είχε το λιανό, μυώδες κορμί, τους γερούς ώμους και τα ρωμαλέα πόδια ενός άντρα που είχε περάσει πολλή απ’ τη ζωή του σε βάρκες, τραβώντας δίχτυα, και την επίπεδη κοιλιά κάποιου που δεν περνούσε πολλά βράδια έξω μπεκροπίνοντας. Έκλεισε σιγανά την πόρτα κι έπειτα σφύριξε στον άνεμο σαν χαζός με το που είχε κάνει λίγα βήματα – ευχαριστώντας τον Θεό που τον έκανε στο τέλος τόσο τυχερό, έστω και με τρόπο τόσο καθυστερημένο και αναπάντεχο. Μερικά πράγματα σου συνέβαιναν αργά, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ.


Σύντομα ο φάρος υψώθηκε συμπαγής και ψηλός από πάνω του. Ήταν σημάδι πλοήγησης την ημέρα, ώστε τα καράβια να μπορούν να διαπλεύσουν τα ρηχά, αλλά επίσης άναβε τη νύχτα, τη μισή εβδομάδα, ανάλογα με τα δρομολόγια της εμπορικής ναυσιπλοΐας παραμέσα στη θάλασσα. Ήξερε κάθε βαθμίδα της σκάλας του, κάθε δωμάτιο μες στους τοίχους του από πέτρα και τούβλο, κάθε ραγισματιά και σημαδάκι. Στην κορυφή ο εντυπωσιακός τετράτονος φακός, η φωτιστική εστία αλλιώς, είχε τη δική του μοναδική υπογραφή, και ο Σολ είχε εκατοντάδες τρόπους να ρυθμίζει το φως του. Ήταν πρώτης τάξεως φακός, πάνω από αιώνα παλιός. Ως ιεροκήρυκας είχε πιστέψει πως βρήκε μια κάποια γαλήνη, μια κλίση, αλλά μονάχα αφού αυτοεξορίστηκε, εγκαταλείποντάς τα όλα, ανακάλυψε ο Σολ αυτό που γύρευε αληθινά. Του ’χε πάρει πάνω από ένα χρόνο να καταλάβει το γιατί: Το κήρυγμα ήταν προβολή προς τα έξω, επιβολή του εαυτού του στον κόσμο, με τον κόσμο να προβάλλεται έπειτα σ’ αυτόν. Αλλά, το να φυλάει το φάρο – αυτό ήταν ένας τρόπος να κοιτάξει μέσα του και του φαινόταν λιγότερο αλαζονικό. Εδώ, ήξερε μονάχα ό,τι ’χε πρακτική αξία και το είχε μάθει απ’ τον προκάτοχό του: πώς να συντηρεί το φακό, ποια ήταν η ακριβής λειτουργία του εξαεριστήρα και του πίνακα πρόσβασης στο φακό, πώς να φροντίζει το χώρο και να φτιάχνει ό,τι χάλαγε – δεκάδες καθημερινά καθήκοντα. Καλοδεχόταν κάθε μέρος της ρουτίνας του, χαιρόταν το ότι δεν του άφηνε χρόνο για να συλλογιέται το παρελθόν, και δεν τον πείραζε να δουλεύει ατελείωτες ώρες μερικές φορές – ιδιαίτερα τώρα, όταν ακόμα το αγκάλιασμά του με τον Τσάρλι τον έκανε να αναγαλλιάζει. Αλλά τούτο το αναγάλλιασμα έσβησε, όταν είδε τι τον περίμενε στον χαλικόστρωτο χώρο στάθμευσης, μέσα από τον ολόασπρο φράχτη που περιέβαλλε το φάρο. Ένα γνώριμο καταχτυπημένο στέισον βάγκον ήταν εκεί, και δίπλα του έστεκαν οι συνήθεις δύο νεοσύλλεκτοι της Ταξιαρχίας της Επιστήμης και των

21

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 21


22

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 22

Πνευματιστικών Συγκεντρώσεων. Τον είχαν αιφνιδιάσει ξανά, είχαν έρθει στα μουλωχτά για να του χαλάσουν την καλή διάθεση και μάλιστα είχαν ήδη στοιβάξει τον εξοπλισμό τους δίπλα στ’ αμάξι – αναμφίβολα ανυπομονώντας να αρχίσουν. Τους κούνησε από μακριά το χέρι με μισή καρδιά. Ήταν συνεχώς εδώ τώρα, παίρνοντας μετρήσεις και φωτογραφίες, εκφωνώντας αναφορές στα ογκώδη μαγνητόφωνά τους και τραβώντας τις ερασιτεχνικές τους ταινίες. Αποφασισμένοι να βρουν... τι πράγμα; Γνώριζε την ιστορία της ακτής εδώ, πώς η απόσταση και η σιωπή μεγέθυναν το τετριμμένο. Πώς σε τούτες τις εκτάσεις και την ομίχλη και την έρημη ακτογραμμή, οι σκέψεις στρέφονταν προς το απόκοσμο κι αρχινούσαν να πλάθουν ιστορίες απ’ το τίποτα. Ο Σολ ζύγωσε με το πάσο του γιατί τους έβρισκε κουραστικούς κι όλο και πιο προβλέψιμους. Ταξίδευαν ανά ζεύγη, ώστε να έχουν και την επιστήμη και την πνευματιστική συγκέντρωση, αμφότερες· και μερικές φορές αναρωτιόταν σχετικά με τις συζητήσεις τους – πόσο γεμάτες αντιφάσεις θα πρέπει να ήταν, σαν τις διαφωνίες που ξεσπούσαν μες στο κεφάλι του προς το τέλος της ιερατικής του σταδιοδρομίας. Τελευταία, είχαν περάσει οι ίδιοι: ένας άντρας και μια γυναίκα, ανάμεσα στα είκοσι και τα τριάντα κι οι δυο, αν και μερικές φορές έμοιαζαν πιο πολύ με έφηβους· ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που το ’σκασαν από το σπίτι τους κουβαλώντας μαζί τους ένα σετ χημείας αγορασμένο σε μαγαζί και μια πνευματιστική δέλτο. Ο Χένρι και η Σούζαν. Αν κι ο Σολ είχε υποθέσει ότι η γυναίκα ήταν η προληπτική, αποδείχτηκε πως ήταν η επιστήμονας –τίνος πράγματος;– κι ο άντρας ήταν ο ερευνητής των υπερφυσικών φαινομένων. Ο Χένρι μίλαγε με αμυδρή προφορά, που ο Σολ δεν μπορούσε να την προσδιορίσει και που έβαζε μια εμφατική σφραγίδα αυθεντίας σε ό,τι κι αν έλεγε. Ήταν παχουλός, τόσο καλοξυρισμένος όσο ο Σολ ήταν μουσάτος, με σκιές κάτω από τα ωχρά γαλάζια του μάτια και με μαύρα μαλλιά κου-


ρεμένα «καπελάκι», με αφέλειες που έκρυβαν ένα χλωμό, ασυνήθιστα μακρύ μέτωπο. Δεν έμοιαζε να νοιάζεται για τα εγκόσμια, όπως επί παραδείγματι για τον χειμωνιάτικο καιρό, επειδή φορούσε πάντοτε μια παραλλαγή του ίδιου λεπτού μπλε μεταξωτού πουκάμισου με κουμπιά, και ένα καλό «βραδινό» παντελόνι. Οι γυαλιστερές μαύρες μπότες του, που είχαν φερμουάρ στο πλάι, δεν ήταν για μονοπάτια αλλά για δρόμους πόλης. Η Σούζαν έμοιαζε πιο πολύ με ό,τι σήμερα αποκαλούν «χίπισσα», αλλά θα την αποκαλούσαν κομμουνίστρια ή μποέμ την εποχή που ενηλικιωνόταν ο Σολ. Είχε ξανθά μαλλιά και φορούσε άσπρο κεντητό πουκάμισο χωρικής και καφετιά σουέτ φούστα ως κάτω από το γόνατο, όπου συναντούσε τις ψηλές μέχρι το μηρό, ταμπά μπότες που συμπλήρωναν τη στολή της. Μερικές σαν ελόγου της είχαν πλανηθεί πού και πού ως το ποίμνιό του – χαμένες, που ζούσαν μες στο κεφάλι τους, περιμένοντας κάτι να τις κάνει να πάρουν φωτιά. Η λεπτεπίλεπτη φιγούρα της την έκανε με έναν τρόπο να δείχνει πιο πολύ, παρά λιγότερο, σαν δίδυμη αδελφή του Χένρι. Το ζευγάρι δεν του είχε φανερώσει ποτέ τα επίθετά τους, αν και ο ένας ή ο άλλος είχε πει κάποτε κάτι που ήχησε σαν «Παρασήμανση», μία λέξη δίχως νόημα. Ο Σολ δεν ήθελε στην πραγματικότητα να τους γνωρίσει καλύτερα, αν ήθελε να ’ναι ειλικρινής, και το ’χε πάρει συνήθεια να τους αποκαλεί «η Ελαφρά Ταξιαρχία» πίσω από την πλάτη τους, όπως λέμε «ελαφρών βαρών». Όταν τελικά στάθηκε μπροστά τους, τους χαιρέτησε με ένα νεύμα και ένα απότομο «γεια», και εκείνοι φέρθηκαν όπως φέρονταν συχνά, σάμπως να ήταν υπάλληλος στο μπακάλικο του χωριού και ο φάρος να ’ταν μια επιχείρηση που πρόσφερε μια υπηρεσία στο κοινό. Αν οι δίδυμοι δεν είχαν άδεια από την υπηρεσία πάρκων, θα τους είχε κλείσει την πόρτα στα μούτρα. «Σολ, δε δείχνεις πολύ ευτυχισμένος, κι ας είναι τόσο ωραία μέρα», είπε ο Χένρι.

23

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 23


24

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 24

«Σολ, είναι ωραία ημέρα», πρόσθεσε η Σούζαν. Κατάφερε να νεύσει και να χαμογελάσει κακόκεφα, κάνοντάς τους να σκάσουν στα γέλια. Αδιαφόρησε. Όμως εξακολούθησαν να μιλάνε καθώς ο Σολ ξεκλείδωνε την πόρτα. Ήθελαν πάντοτε να μιλούν, ακόμα κι όταν αυτός θα προτιμούσε να έκαναν απλώς τη δουλειά τους. Τούτη τη φορά ήταν για κάτι που το αποκάλεσαν «νεκρομαντικό διπλασιασμό», κι είχε να κάνει με την κατασκευή ενός δωματίου με καθρέφτες και σκοτάδι, απ’ όσο μπόρεσε τουλάχιστον να καταλάβει. Ήταν παράξενος όρος, και αγνόησε τις εξηγήσεις τους, δεν είδε με τι τρόπο μπορούσαν να έχουν οποιαδήποτε σχέση με τη φωτιστική εστία ή με τη ζωή του στο φάρο. Οι άνθρωποι εδώ δεν ήταν αμαθείς, όμως ήταν προληπτικοί και, δεδομένου ότι η θάλασσα μπορούσε να πάρει ζωές, ποιος θα τους κατηγορούσε γι’ αυτό; Τι πείραζε ένα φυλακτό φορεμένο στο λαιμό, ή μια προσευχή για να γυρίσει ένας αγαπημένος άνθρωπος σώος κι αβλαβής; Οι παρείσακτοι που προσπαθούσαν να βγάλουν νόημα απ’ τα πράγματα, να «αναλύσουν και να αξιολογήσουν» όπως είχε πει η Σούζαν, δυσαρεστούσαν τους ανθρώπους επειδή ευτέλιζαν τις μελλοντικές τραγωδίες. Αλλά, όπως εκείνα τα ενοχλητικά τρωκτικά του ουρανού, τους γλάρους, ύστερα από λίγο συνήθιζες την Ελαφρά Ταξιαρχία. Τις πληκτικές ημέρες, είχε μάθει σχεδόν να μη δυσφορεί για τη συντροφιά τους. Τὶ δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; «Ο Χένρι πιστεύει ότι η φωτιστική εστία θα μπορούσε να λειτουργεί σαν ένα τέτοιο δωμάτιο», είπε η Σούζαν σάμπως αυτό να ήταν μια μείζων και εκπληκτική ανακάλυψη. Ο ενθουσιασμός της του φάνηκε σοβαρός και γνήσιος, και εντούτοις επιπόλαιος κι ερασιτεχνικός. Μερικές φορές τού θύμιζαν τους περιοδεύοντες ιεροκήρυκες που έστηναν το αντίσκηνό τους στις παρυφές μικρών πόλεων και είχαν τη ζέση που απέρρεε από


την πίστη τους, αλλά τίποτε άλλο. Κάποιες φορές μέχρι που τους θεωρούσε τσαρλατάνους. Την πρώτη φορά που τους συνάντησε, του φάνηκε ότι ο Χένρι είχε πει ότι μελετούσαν τη διάθλαση του φωτός σε μια φυλακή. «Γνωρίζεις αυτές τις θεωρίες;» ρώτησε η Σούζαν καθώς αρχινούσαν να ανεβαίνουν. Ήταν ελαφρά στολισμένη με μια φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη από το λαιμό της και με μια βαλίτσα στο ένα χέρι. Ο Χένρι πάσχιζε να μη δείχνει λαχανιασμένος και δεν είπε τίποτα. Πάλευε με τον βαρύ εξοπλισμό, που μερικός ήταν μέσα σε ένα κουτί: ακουστικά, μετρητές υπεριώδους φωτός, φιλμ 8 χιλιοστών και δύο μηχανήματα με καντράν, κουμπιά και άλλους δείκτες. «Όχι», είπε ο Σολ, βασικά για να της πάει κόντρα, επειδή η Σούζαν συχνά τον αντιμετώπιζε σαν να ’ταν κάποιος χωρίς κουλτούρα, περνώντας την τραχύτητά του για αμάθεια και το απλό ντύσιμό του για δείγμα απλοϊκότητας. Συν τοις άλλοις, όσο λιγότερα έλεγε, τόσο πιο χαλαροί ήταν οι άλλοι γύρω του. Το ίδιο ίσχυε με τους πιθανούς δωρητές όταν ήταν ιεροκήρυκας. Και η αλήθεια ήταν ότι πράγματι δεν ήξερε για τι πράγμα μιλούσε αυτή, όπως δεν ήξερε τι εννοούσε ο Χένρι όταν είχε πει ότι μελετούσαν τον «τρόμο» της περιοχής, που δεν το συλλάβιζε όμως t-e-r-r-o-r, αλλά t-e-r-r-o-i-r. «Προβιωτικά σωματίδια», κατάφερε να πει ο Χένρι, με τόνο κεφάτο αλλά ασθμαίνοντα. «Φασματική ενέργεια». Καθώς η Σούζαν το στήριζε αυτό με μια σχοινοτενή διάλεξη περί καθρεφτών και πραγμάτων που κρυφοκοίταζαν μέσα απ’ τους καθρέφτες, και του πώς μπορεί να κοίταζες λοξά κάτι και να μάθαινες πιο πολλά για την αληθινή του φύση, απ’ ό,τι αν το κοιτούσες κατά μέτωπο, αυτός αναρωτήθηκε αν ο Χένρι και η Σούζαν ήταν εραστές· ο ξαφνικός της ενθουσιασμός για εκείνο το κομμάτι της ταξιαρχίας το σχετικό με τις πνευματιστικές συγκεντρώσεις, μπορεί να πήγαζε από κάτι πεζό. Αυτό θα εξηγούσε επίσης το υστερικό τους γέλιο κάτω. Ήταν μικρό-

25

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 25


26

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 26

ψυχη σκέψη, αλλά ο Σολ δεν ήθελε να χαθεί έτσι το αναγάλλιασμά του ύστερα από τη νύχτα του με τον Τσάρλι. «Θα σας συναντήσω πάνω», είπε τελικά, έχοντας μπουχτίσει, και ανέβηκε με σάλτα τα σκαλιά, δύο δύο, ενώ ο Χένρι και η Σούζαν αγκομαχούσαν χαμηλά – και σύντομα δεν τους έβλεπε πια. Ήθελε να ’χει όσο πιο πολύ γινόταν δικό του χρόνο στην κορυφή, χωρίς αυτούς. Η κυβέρνηση θα τον συνταξιοδοτούσε στα πενήντα, ήταν υποχρεωτικό, αλλά σκόπευε να είναι τότε στην ίδια καλή φόρμα με τώρα. Παρά τις σουβλιές στις αρθρώσεις του. Πάνω, χωρίς να κοντανασαίνει σχεδόν καθόλου, χάρηκε βρίσκοντας το δωμάτιο του φανού όπως ακριβώς το είχε αφήσει, με το κάλυμμα του φακού βαλμένο πάνω από τη φωτιστική εστία, ώστε να αποφευχθούν οι γρατσουνιές κι ο αποχρωματισμός από τον ήλιο. Το μόνο που ’χε να κάνει ήταν να ανοίξει τις κουρτίνες του φακού γύρω από το παραπέτο, ώστε να μπει το φως. Ήταν η παραχώρησή του απέναντι στον Χένρι, για λίγες μονάχα ώρες κάθε μέρα. Κάποτε, από τούτη την πλεονεκτική θέση, είχε δει κάτι πελώριο να κυματίζει στο νερό πέρα από τις γλώσσες άμμου, κάτι σαν σκιά, τόσο σκοτεινό και βαθύ γκρι, ώστε ξεχώριζε πυκνό και λείο μες στο μπλε. Ως και με τα κιάλια του δεν μπόρεσε να καταλάβει τι πλάσμα ήταν, ή τι μπορεί να γινόταν αν το παρατηρούσε γι’ αρκετή ώρα. Δεν ήξερε αν τελικά σκόρπισε σε χίλια σχήματα, φανερώνοντας ότι ήταν μια αγέλη από ψάρια, ή αν το χρώμα του νερού, η ένταση που ’χε το φως, το άλλαξαν κι έκαναν να χαθεί, αποκαλύπτοντας πως επρόκειτο για οφθαλμαπάτη. Μες στο τεταμένο αυτό μεσοδιάστημα ανάμεσα σε ό,τι μπορούσε και ό,τι δεν μπορούσε να γνωρίζει ακόμα και για τον συνηθισμένο μας κόσμο, ένιωθε σαν στο σπίτι του όπως δε θα αισθανόταν πριν από μόλις πέντε χρόνια. Δε χρειαζόταν τώρα μεγαλύτερα μυστήρια από εκείνες τις στιγμές που ο κόσμος έμοιαζε τόσο θαυμαστός όσο στα παλιά κηρύγματά του.


Και ήταν μια καλή ιστορία για να την αφηγηθεί στο μπαρ του χωριού, το είδος ιστορίας που περίμεναν από τον φαροφύλακα, αν δηλαδή κάποιος περίμενε οτιδήποτε απ’ αυτόν. «Γι’ αυτό λοιπόν μας ενδιαφέρει, με τον τρόπο μάλιστα που ο φακός κατέληξε εδώ και το πώς αυτό σχετίζεται μ’ όλη την ιστορία των δύο φάρων», είπε πίσω του η Σούζαν. Προφανώς, έκανε συζήτηση με τον Σολ εν αγνοία του, κι έμοιαζε να πιστεύει πως αυτός αποκρινόταν. Πίσω της, ο Χένρι ήταν έτοιμος να καταρρεύσει, κι ας ήταν αυτό μια δουλειά που την έκανε τακτικά. Όταν είχε αφήσει τον εξοπλισμό και είχε ξαναβρεί την ανάσα του, είπε: «Έχεις υπέροχη θέα από δω πάνω». Το έλεγε πάντα, και ο Σολ είχε πάψει να του δίνει μια ευγενική απάντηση – ή οποιαδήποτε απάντηση. «Πόσο καιρό θα μείνετε αυτή τη φορά;» ρώτησε. Το τωρινό διάστημα είχε διαρκέσει ήδη δύο εβδομάδες, και μέχρι τώρα ανέβαλλε την ερώτηση – φοβόταν την απάντηση. Τα μάτια του Χένρι, σκιασμένα γύρω, στένεψαν. «Αυτή τη φορά η άδειά μας μας επιτρέπει την πρόσβαση μέχρι το τέλος του χρόνου». Κάποιο παλιό τραύμα ή εκ γενετής ελάττωμα έκανε το κεφάλι του να λυγίζει δεξιά, ιδιαίτερα όταν μιλούσε, με το δεξί αφτί σχεδόν να ακουμπάει τον ανωφερή του ώμο. Αυτό του ’δινε μια μηχανική όψη. «Μια υπενθύμιση απλώς: Μπορείτε ν’ αγγίξετε τη φωτιστική εστία, αλλά όχι να ανακατευτείτε, μ’ οποιονδήποτε τρόπο, με τη λειτουργία της». Ο Σολ επαναλάμβανε καθημερινά την προειδοποίησή του αφότου είχαν έρθει. Μερικές φορές στο παρελθόν είχαν κάτι περίεργες ιδέες για το τι μπορούσαν να κάνουν και τι όχι. «Ηρέμησε, Σολ», είπε η Σούζαν, και αυτός έτριξε τα δόντια ακούγοντάς την να τον αποκαλεί με το βαφτιστικό του. Στην αρχή τον φώναζαν «κύριο Ίβανς» – το προτιμούσε. Ένιωσε περισσότερη παιδιάστικη χαρά απ’ ό,τι συνήθως, όταν τους έβαλε πάνω στο χαλί που από κάτω του υπήρχε μια

27

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 27


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 28

καταπακτή και ένα δωμάτιο παρακολούθησης, που το ’χε μετατρέψει από αποθήκη, που ήταν παλιότερα, για τις προμήθειες τις χρειαζούμενες ώστε να μη σβήσει το φως, πριν από την έλευση της αυτοματοποίησης. Το να κρατάει κρυφό απ’ αυτούς το δωμάτιο ήταν σαν να κρατάει ένα διαμέρισμα του νου του κρυφό απ’ τα πειράματά τους. Επιπλέον, αν αυτοί οι δύο ήταν τόσο παρατηρητικοί όσο νόμιζαν ότι είναι, θα είχαν συνειδητοποιήσει τι σήμαινε το ξαφνικό στρίμωγμα των σκαλιών κοντά στην κορυφή. Όταν ικανοποιήθηκε που είχαν τακτοποιηθεί και ήταν απίθανο να πειράξουν οτιδήποτε, τους χαιρέτησε με ένα νεύμα και έφυγε. Στα μισά της καθόδου τού φάνηκε ότι άκουσε κάτι να σπάζει πάνω. Δεν ξανακούστηκε. Δίστασε κι έπειτα το αγνόησε και συνέχισε να κατεβαίνει τη στριφογυριστή σκάλα.

28

` Κάτω ασχολήθηκε με τον γύρω χώρο και τακτοποίησε την αποθήκη με τα εργαλεία, που ήταν άνω-κάτω. Δεν ήταν ούτε ένας ούτε δύο οι πεζοπόροι που, περνώντας, έδειχναν να ξαφνιάζονται αντικρίζοντας τον φαροφύλακα να τριγυρνά γύρω από το φάρο σαν ερημίτης κάβουρας χωρίς το καβούκι του, αλλά στην πραγματικότητα χρειαζόταν πολλή συντήρηση, γιατί οι καταιγίδες κι ο θαλασσινός αέρας θα ’τρωγαν τα πάντα, άμα δεν αγρυπνούσε. Το καλοκαίρι ήταν πιο δύσκολο εξαιτίας της ζέστης και των μυγών, που τσίμπαγαν. Το κορίτσι, η Γκλόρια, ζύγωσε αθόρυβα καθώς αυτός επιθεωρούσε τη βάρκα που είχε πίσω από την αποθήκη. Η παράγκα της αποθήκης συνόρευε με ένα ύψωμα από χώμα και θρυμματισμένα όστρακα, παράλληλο με την αμμουδιά και με μια γραμμή από βράχια που απλώνονταν μες στη θάλασσα. Στη φουσκονεριά, το νερό ανέβαινε και αναζωογονούσε παλιρροϊκές λιμνούλες γεμάτες θαλάσσιες ανεμώνες, αστερίες, μπλε καβούρια και ολοθούρια.


Ήταν μια στερεή και ψηλή παρουσία για την ηλικία της, μεγαλόσωμη για κορίτσι εννιά χρονών –«Εννιάμισι!»– και, αν και η Γκλόρια μερικές φορές παραπατούσε σε εκείνα τα βράχια, ήταν πολύ σπάνια τα παρατήματα στο παιδικό της μυαλό, που ο Σολ το θαύμαζε. Ο δικός του μεσήλικος εγκέφαλος μερικές φορές ρετάριζε λιγάκι. Να τη λοιπόν ξανά, μια στιβαρή φιγούρα πάνω στους βράχους, με το χειμωνιάτικο ντύσιμό της –τζιν παντελόνι, μπουφάν με κουκούλα, πουλόβερ από κάτω, χοντρές μπότες για μεγάλα πόδια–, καθώς αυτός τελείωνε με τη βάρκα κι έφερνε κοπρόχωμα πίσω με το καρότσι. Του μίλαγε. Δεν είχε πάψει να του μιλάει αφότου άρχισε να ’ρχεται πριν από κάνα χρόνο. «Οι πρόγονοί μου ζούσαν εδώ, ξέρεις», του είπε. «Η μαμά λέει ότι έμεναν εδώ που ’ναι ο φάρος». Για τόσο μικρό κορίτσι, είχε βαθιά και σταθερή φωνή, που μερικές φορές τον ξάφνιαζε. «Το ίδιο και οι δικοί μου, παιδί μου», της είπε ο Σολ, αδειάζοντας το καρότσι μες στο σωρό από κοπρόχωμα. Αν και η αλήθεια ήταν πως η άλλη πλευρά της οικογένειάς του ήταν ένας παράξενος συνδυασμός από διακινητές λαθραίου αλκοόλ και φανατικούς που, όπως έλεγε στο μπαρ, «ήρθαν σ’ αυτό τον τόπο για να ξεφύγουν απ’ τη θρησκευτική ελευθερία». Αφού συλλογίστηκε για μια στιγμή τον ισχυρισμό του Σολ, η Γκλόρια είπε: «Όχι πριν από τους δικούς μου». «Έχει σημασία;» Πρόσεξε ότι ένα σημείο στη βάρκα είχε μείνει ακαλαφάτιστο. Η μικρή συνοφρυώθηκε και, ήταν τόσο ισχυρό το συνοφρύωμά της, που το ένιωσε στην πλάτη του. «Δεν ξέρω». Κοίταξε προς το μέρος της και είδε ότι είχε πάψει να πηδάει από βράχο σε βράχο, ότι είχε αποφασίσει πως ήταν πιο λογικό να παραπαίει πάνω σε έναν επικίνδυνα κοφτερό. Ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται, όμως ήξερε πως ποτέ δε γλιστρούσε κι ας έδειχνε πολλές φορές έτοιμη να γκρεμιστεί, και, όποτε της είχε μιλήσει γι’ αυτό, εκείνη τον είχε αγνοήσει.

29

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 29


30

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 30

«Έτσι νομίζω», του είπε συνεχίζοντας την κουβέντα. «Νομίζω πως έχει σημασία». «Είμαι κατά το ένα όγδοο Ινδιάνος», της είπε. «Και ήμουν εδώ επίσης. Ένα κομμάτι μου». Ό,τι κι αν άξιζε αυτό. Ήταν αλήθεια πως ένας μακρινός συγγενής του είχε πει για τη δουλειά του φαροφύλακα, αλλά κανένας άλλος δεν την ήθελε έτσι κι αλλιώς. «Και λοιπόν;» του είπε πηδώντας σε έναν άλλο κοφτερό βράχο και ισορροπώντας πάνω, με τα χέρια της να στριφογυρνούν για μια στιγμή και με τον Σολ, από το φόβο του, να κάνει δύο βήματα κοντύτερά της. Τον περισσότερο καιρό τον ενοχλούσε, όμως ακόμα δεν είχε κατορθώσει να την ξεφορτωθεί. Ο πατέρας της ζούσε κάπου στο μέσον της χώρας και η μητέρα της έμενε σε ένα μπανγκαλόου ψηλότερα στην ακτή και έκανε δύο δουλειές. Ήταν αναγκασμένη να πηγαίνει με το αμάξι στο μακρινό Μπλίκερσβιλ, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, και πιθανώς θεωρούσε ότι η μικρή της μπορούσε να τα βγάζει μόνης της πέρα πού και πού. Ιδιαίτερα άμα την πρόσεχε ο φαροφύλακας. Κι ο φάρος ασκούσε μια γοητεία στην Γκλόρια, που αυτός δεν είχε μπορέσει να τη διαλύσει με τις ανιαρές του επισκευές και τα πηγαινέλα με το καρότσι στο σωρό από κοπρόχωμα. Το χειμώνα επίσης περνούσε πολύ χρόνο μόνη της – πέρα στα λασποτόπια δυτικά, σκαλίζοντας με ένα κλαρί τις τρύπες από καβούρια «βιολιστές», ή κυνηγώντας μια μισοεξημερωμένη ελαφίνα, ή παρατηρώντας περιττώματα από κογιότ ή αρκούδα σάμπως να έκρυβαν κάποιο μυστικό. Ό,τι βρισκόταν κάθε φορά. «Ποιοι είναι αυτοί οι παράξενοι άνθρωποι που ’ρχονται εδώ;» τον ρώτησε. Αυτό τον έκανε σχεδόν να βάλει τα γέλια. Υπήρχαν πολλοί παράξενοι άνθρωποι κρυμμένοι στην ξεχασμένη ακτή, του ιδίου συμπεριλαμβανομένου. Κάποιοι κρύβονταν από την κυβέρνη-


ση, άλλοι από τον εαυτό τους κι άλλοι από συζύγους. Μερικοί πίστευαν πως ίδρυαν το δικό τους κυρίαρχο κράτος. Ένα ζευγάρι μάλλον δε βρισκόταν νόμιμα στη χώρα. Οι άνθρωποι εδώ έκαναν ερωτήσεις, όμως δεν περίμεναν μια τίμια απάντηση. Απλώς μια επινοητική. «Τι ακριβώς εννοείς;» «Αυτοί με τα κόρνα;» Ο Σολ, ώσπου να καταλάβει, χρειάστηκε μια στιγμή, που στη διάρκειά της φαντάστηκε τον Χένρι και τη Σούζαν να προχωρούν με πηδηχτά βήματα στην αμμουδιά, ο καθένας φυσώντας σαν μανιακός σε ένα κόρνο. «Κόρνα. Ω, δεν ήταν κόρνα. Ήταν κάτι άλλο». Πιο πολύ έμοιαζαν με πελώρια διαφώτιστα φιδάκια για τα κουνούπια. Είχε επιτρέψει στην Ελαφρά Ταξιαρχία να αφήσει τις σπείρες στο πίσω δωμάτιο στο ισόγειο για μερικούς μήνες το προηγούμενο καλοκαίρι. Όμως πώς στην ευχή το ’χε δει εκείνη αυτό; «Ποιοι είναι;» επέμεινε, ισορροπώντας σε δύο βράχους τώρα, πράγμα που σήμαινε ότι, αν μη τι άλλο, ο Σολ μπορούσε να ανασάνει ξανά. «Είναι από το νησί ψηλότερα στην ακτή». Κάτι που αλήθευε – η βάση τους ακόμα ήταν στο Νησί της Αποτυχίας, όπου βρίσκονταν δεκάδες από δαύτους, σωστός κουνελότοπος. «Έκαναν δοκιμές», όπως έλεγαν οι φήμες στο μπαρ του χωριού, που στους θαμώνες του άρεσε πράγματι μια καλή ιστορία. Ιδιωτικοί ερευνητές με έγκριση από την κυβέρνηση για να κάνουν μετρήσεις. Όμως οι φήμες υπαινίσσονταν επίσης ότι η Ε&ΠΣ είχε έναν πιο δυσοίωνο στόχο. Ήταν η τάξη και η ακρίβεια μερικών απ’ αυτούς, ή η αταξία των άλλων, που οδήγησε σε τούτη τη φήμη; Ή απλώς δυο βαριεστημένοι, μεθυσμένοι συνταξιούχοι έσκασαν μύτη μέσα απ’ τα τροχόσπιτά τους κι άρχισαν να βγάζουν από το μυαλό τους ιστορίες; Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερε τι έκαναν στο νησί, ή τι είχαν σχεδιάσει να κάνουν με τον εξοπλισμό στο ισόγειο, ή ακόμα

31

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 31


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 32

και τι έκαναν αυτή τη στιγμή ο Χένρι και η Σούζαν στην κορυφή του φάρου. «Δε με συμπαθούν», του είπε. «Ούτε εγώ τους συμπαθώ». Αυτό τον έκανε να γελάσει – ιδιαίτερα ο θρασύς τρόπος που το είπε, με τα χέρια σταυρωμένα, λες κι είχε αποφασίσει ότι ήταν αιώνιοι εχθροί της. «Γελάς με μένα;» «Όχι», της είπε. «Όχι, δε γελάω με σένα. Είσαι περίεργη. Κάνεις ερωτήσεις. Γι’ αυτό δε σε συμπαθούν. Αυτό είν’ όλο». Στους ανθρώπους που έκαναν ερωτήσεις δεν άρεσε απαραίτητα να τους ρωτούν. «Τι κακό υπάρχει στο να κάνω ερωτήσεις;» «Τίποτα». Πολλά. Με το που οι ερωτήσεις τρύπωναν, ό,τι ήταν πρωτύτερα βέβαιο γινόταν αβέβαιο. Οι ερωτήσεις άνοιγαν το δρόμο στην αμφιβολία. Ο πατέρας του του το ’χε πει αυτό. «Μην τους αφήνεις να κάνουν ερωτήσεις. Τους δίνεις ήδη τις απαντήσεις, ακόμα κι αν δεν το ξέρουν». «Όμως κι εσύ είσαι περίεργος», του είπε. «Γιατί το λες αυτό;» «Φυλάς το φως. Και το φως βλέπει τα πάντα».

32

` Το φως μπορεί να έβλεπε τα πάντα, όμως αυτός είχε λησμονήσει μερικές τελευταίες δουλειές που θα τον κρατούσαν έξω από το φάρο πιο πολύ απ’ όσο ήθελε. Κύλησε το καρότσι πάνω στο χαλίκι, δίπλα στο στέισον βάγκον. Είχε μια αόριστη αίσθηση επείγοντος, σαν να έπρεπε να ελέγξει τον Χένρι και τη Σούζαν. Κι αν είχαν βρει την καταπακτή κι είχαν κάνει καμιά ανοησία, όπως να πέσουν μέσα και να σπάσουν τα παράξενα λαιμουδάκια τους; Στρέφοντας πάνω τα μάτια του εκείνη τη στιγμή, είδε τον Χένρι να κοιτάζει χαμηλά, από τα κάγκελα ψηλά από πάνω, και αυτό τον έκανε να νιώσει ανόητος, παρανοϊκός. Ο Χένρι του κούνησε το χέρι, ή μήπως ήταν κάποια


άλλη χειρονομία; Ζαλισμένος ο Σολ, κοίταξε αλλού κι έκανε απότομη στροφή. Η εκτυφλωτική λάμψη του ήλιου τον είχε αποπροσανατολίσει. Είδε κάτι να λαμπυρίζει στο γρασίδι, μισοκρυμμένο από ένα φυτό που ορθωνόταν μέσα από μια τούφα αγριόχορτα κοντά εκεί που ’χε βρει έναν ψόφιο σκίουρο πριν από δύο μέρες. Γυαλί; Ένα κλειδί; Τα σκούρα πράσινα φύλλα σχημάτιζαν χοντρικά έναν κύκλο που έκρυβε ό,τι υπήρχε στη βάση του. Γονάτισε και σκίασε τα μάτια του, όμως το αστραφτερό αντικείμενο ήταν ακόμα κρυμμένο από τα φύλλα του φυτού, ή μήπως ήταν κι αυτό μέρος ενός φύλλου; Όπως κι αν είχε το πράγμα, ήταν απείρως λεπτεπίλεπτο, και, παρ’ όλα αυτά, με έναν διεστραμμένο τρόπο τού θύμιζε τον τετράτονο φακό ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι του. Ο ήλιος ήταν ένα ψιθυριστό στέμμα στην πλάτη του. Η ζέστη είχε αυξηθεί, όμως ένα αεράκι ανάδευε τα φύλλα απ’ τις σερενόες. Το κορίτσι ήταν κάπου πίσω του και τραγουδούσε κάτι στιχάκια χωρίς νόημα, έχοντας γυρίσει από τους βράχους νωρίτερα απ’ ό,τι περίμενε ο Σολ. Τίποτα δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή εκτός από το φυτό και τη λάμψη, μια λάμψη την οποία δεν μπορούσε ο Σολ να προσδιορίσει. Φορούσε ακόμα γάντια, έτσι γονάτισε δίπλα στο φυτό κι άπλωσε το χέρι προς το αστραφτερό αντικείμενο, αγγίζοντας τα φύλλα. Ήταν μια μετακινούμενη τοσηδά σπείρα φωτός; Του θύμισε ό,τι θα ’βλεπες ίσως κοιτώντας σε ένα καλειδοσκόπιο, μονάχα που ήταν ολόλευκη. Ό,τι κι αν ήταν, όμως, στροβιλίστηκε, ξέφυγε λάμποντας απ’ το τραχύ του άδραγμα, και του Σολ του ’ρθε λιγοθυμία. Ταραγμένος, έκανε να τραβηχτεί. Όμως ήταν πολύ αργά. Ένιωσε να μπήγεται μια σχίζα στον αντίχειρά του. Δεν αισθάνθηκε καθόλου πόνο, μονάχα μια πίεση κι έπειτα μούδιασμα, αλλά αναπήδησε ξαφνιασμένος παρ’

2 – Αποδοχή

33

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 33


34

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 34

όλα αυτά, κραυγάζοντας και κουνώντας πέρα-δώθε το χέρι του. Έβγαλε αλαφιασμένος το γάντι και περιεργάστηκε τον αντίχειρά του, νιώθοντας την Γκλόρια να τον παρακολουθεί και να μην ξέρει τι να κάνει. Τίποτα δε λαμπύριζε τώρα στο έδαφος μπροστά του. Δεν υπήρχε κανένα φως στη βάση του φυτού, ούτε κανείς πόνος στον αντίχειρά του. Σιγά σιγά, ο Σολ ηρέμησε. Δεν ένιωθε καμία σουβλιά στο δάχτυλό του. Δεν υπήρχε κανένα τσίμπημα, καμία τρυπίτσα. Έπιασε το γάντι, το περιεργάστηκε και δε βρέθηκε πουθενά κανένα σχίσιμο. «Τι τρέχει;» ρώτησε η Γκλόρια. «Τσιμπήθηκες;» «Δεν ξέρω», της είπε. Ένιωσε άλλα μάτια πάνω του τότε, στράφηκε και αντίκρισε τον Χένρι. Πώς είχε κατέβει τόσο γρήγορα τα σκαλιά; Είχε περάσει πιο πολύς χρόνος απ’ όσο του φάνηκε; «Ναι – συμβαίνει κάτι, Σολ;» ρώτησε ο Χένρι, όμως ο Σολ δεν μπορούσε να βρει κανέναν τρόπο για να ταιριάξει την έγνοια στην ερώτησή του με κάποια έγνοια στον τόνο της φωνής του. Επειδή δεν υπήρχε καμία τέτοια. Μονάχα μια περίεργη λαχτάρα. «Τίποτα δε συμβαίνει», είπε ανήσυχος, χωρίς να ξέρει ποιος ήταν ο λόγος να νιώθει έτσι. «Απλώς τσιμπήθηκα στον αντίχειρα». «Μέσα απ’ το γάντι; Πρέπει να ’ταν πολύ τρομερό αγκάθι». Ο Χένρι έψαχνε με το βλέμμα χάμω σαν να ’χε χάσει το καλό του ρολόι ή ένα πορτοφόλι γεμάτο λεφτά. «Είμαι καλά, Χένρι. Μην ανησυχείς για μένα». Πιο πολύ θυμωμένος, που φάνηκε ανόητος χωρίς λόγο, αλλά θέλοντας επίσης να τον πιστέψει ο Χένρι. «Μπορεί να με χτύπησε λίγο ρεύμα». «Μπορεί...» Η λάμψη στα μάτια του άντρα ήταν το φως μιας ψυχρής φωτιστικής εστίας που έφτανε στον Σολ από μα-


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 35

35

κριά, θαρρείς και ο Χένρι εξέπεμπε ένα ολωσδιόλου διαφορετικό μήνυμα. «Τίποτα δε συμβαίνει», ξανάπε. Τίποτα δε συνέβαινε. Σωστά;


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 36

‰0002:
ΑΠΙΑΣΤΟ
ΠΟΥΛΙ

Τ

36

ην τρίτη

μέρα στην Περιοχή Χ, έχοντας ως βαρύθυμο συνοδοιπόρο της τον Έλεγχο, το Άπιαστο Πουλί βρήκε ένα σκελετό μες στις καλαμιές. Ήταν χειμώνας τώρα στην Περιοχή, κάτι που έγινε ακόμα πιο φανερό καθώς το μονοπάτι φιδοσερνόταν μακριά από τη θάλασσα, απ’ όπου είχαν μπει. Ο άνεμος ήταν κρύος, κόντρα στο πρόσωπό τους και στα μπουφάν τους, και ο ουρανός επαγρυπνούσε τεφροκύανος, κρατώντας αφανέρωτο κάποιο σημαντικό μυστικό. Οι αλιγάτορες, οι ενυδρίδες και οι μοσχοπόντικες είχαν αποτραβηχτεί μες στη λάσπη, ήταν φαντάσματα κάπου κάτω από το υπόκωφο πλατάγισμα και κελάρυσμα του νερού. Ψηλά, εκεί που ο ουρανός γινόταν βαθύτερος μπλε, αυτή είδε φευγαλέα μια αντανακλαστική επιφάνεια και την αναγνώρισε ως περιστρεφόμενο κωνικό σχηματισμό από πελαργούς, με τον ήλιο να λάμπει ασημής στο λευκόγκριζο φτέρωμά τους καθώς στριφογυρνούσαν στον ουρανό σε μεγάλη απόσταση και αποπνέοντας αυστηρό κύρος, με κατεύθυνση... προς τα πού; Δεν μπορούσε να πει αν έλεγχαν τα όρια της φυλακής τους, ικανοί να αναγνωρίσουν εκείνο το αόρατο σύνορο προτού το διασχίσουν, ή αν, σαν κάθε άλλο παγιδευμένο πλάσμα εδώ, υπάκουαν απλώς σε ένα μισολησμονημένο ένστικτο. Σταμάτησε να βαδίζει, και ο Έλεγχος στάθηκε μαζί της. Ήταν ένας άντρας με πεταχτά ζυγωματικά, μεγάλα μάτια, δια-


κριτική μύτη και σταρένιο δέρμα. Φορούσε τζιν, κόκκινο φανελένιο πουκάμισο, μαύρο μπουφάν και μπότες που η μάρκα τους δε θα ήταν η δική της πρώτη επιλογή για πεζοπορία στις ερημιές. Ο διευθυντής της Νότιας Ζώνης. Ο ανακριτής της. Με αθλητική σωματική διάπλαση ίσως, αν και όσο βρίσκονταν στη Νότια Ζώνη ήταν συνεχώς σκυφτός και, μουρμουρώντας, εξέταζε κάτι κηλιδωμένες απ’ το νερό, ζαρωμένες σελίδες που θα τις είχε περισώσει από κάποια άχρηστη αναφορά της υπηρεσίας. Συντρίμμια από τον παλιό κόσμο. Καλά καλά δεν είχε προσέξει ότι σταμάτησαν. «Τι είναι;» ρώτησε. «Πουλιά». «Πουλιά;» Σάμπως η λέξη να του ήταν άγνωστη ή να μην είχε νόημα. Ή σημασία. Αλλά ποιος ήξερε τι είχε σημασία εδώ... «Ναι. Πουλιά». Κάτι πιο συγκεκριμένο μπορεί σ’ αυτόν να πήγαινε στράφι. Σήκωσε τα κιάλια της και παρακολούθησε πώς οι πελαργοί έστριβαν από δω κι από κει δίχως να χάνουν ποτέ το σχηματισμό τους, σαν ζωντανός στρόβιλος που γλιστρούσε στον ουρανό. Της θύμιζαν την κυκλικά κινούμενη αγέλη ψαριών που μέσα της είχαν αναδυθεί κατάπληκτοι· την αναπάντεχη είσοδό τους στην Περιοχή Χ από τον πυθμένα του ωκεανού. Κοιτώντας χαμηλά προς το μέρος της, οι πελαργοί αναγνώριζαν άραγε τι έβλεπαν; Έδιναν αναφορά σε κάποιον ή σε κάτι; Πριν από δύο νύχτες είχε νιώσει ζώα να μαζεύονται στις παρυφές της φωτιάς, αμβλείς και απόμακροι αισθητήρες για λογαριασμό της Περιοχής Χ. Ο Έλεγχος ήθελε να βιαστούν, λες και ένας προορισμός σήμαινε κάτι, ενώ αυτή ήθελε περισσότερα δεδομένα. Είχαν ήδη συμβεί μερικές παρεξηγήσεις στη σχέση τους αφότου έφτασαν στην ακτή –ιδιαίτερα για το ποιος ήταν επικεφαλής–, και κατόπιν εκείνος απέσυρε το όνομά του και της ζήτησε να τον φωνάζει Έλεγχο ξανά αντί για Τζον, πράγμα που

37

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 37


38

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 38

αυτή το σεβάστηκε. Τα καβούκια για κάποια ζώα είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή τους. Μερικά ζώα δεν μπορούν να ζήσουν πολύ χωρίς αυτά. Στη σύγχυσή του δεν τον βοηθούσε ένας πυρετός και μια αίσθηση –από τις δικές της περιγραφές μιας «φωτεινότητας»– ότι και ο ίδιος αφομοιωνόταν και μπορεί σύντομα να μην ήταν ο εαυτός του. Έτσι ίσως αυτή να καταλάβαινε γιατί εκείνος βυθιζόταν μες στις «σελίδες μου του terroir», όπως τις αποκαλούσε, και γιατί είχε πει ψέματα πως ήθελε να βρει λύσεις, όταν της ήταν ολοφάνερο πως χρειαζόταν απλώς κάτι οικείο για να γραπωθεί απ’ αυτό. Κάποια στιγμή την πρώτη μέρα τον είχε ρωτήσει: «Τι θα ήμουν για σένα πίσω στον κόσμο – αν ήμασταν εσύ σε μια απ’ τις παλιές δουλειές σου κι εγώ στη δικιά μου παλιά δουλειά;» Δεν είχε μια απάντηση να της δώσει, αλλά της φαινόταν πως την ήξερε: Θα ήταν ύποπτη, εχθρός του ορθού και του αληθινού. Τι ήταν, λοιπόν, ο ένας για τον άλλο εδώ; Σύντομα θα ’πρεπε να εκβιάσει μια αληθινή συζήτηση, να προκαλέσει μια σύγκρουση. Αλλά για την ώρα την ενδιέφερε περισσότερο κάτι πέρα στις καλαμιές στ’ αριστερά τους. Μια πορτοκαλιά αναλαμπή; Σαν από μια σημαία; Πρέπει να ’χε σφιχτεί, ή κάτι στο φέρσιμό της να την πρόδωσε, επειδή ο Έλεγχος ρώτησε: «Τι συμβαίνει; Συμβαίνει κάτι;» «Μάλλον τίποτα», του είπε. Μια στιγμή αργότερα βρήκε ξανά την πορτοκαλιά αναλαμπή – ένα κουρέλι που κυμάτιζε στον άνεμο. Περίπου εκατό μέτρα παραπέρα μες στον ωκεανό των καλαμιών, σε εκείνο το επικίνδυνο έλος με τη λάσπη που σε ρούφαγε. Παραπίσω έμοιαζε να υπάρχει μια σκιά ή ένα κοίλωμα, με τις καλαμιές να δίνουν τη θέση τους σε κάτι αθέατο από κει που στέκονταν. Του δάνεισε τα κιάλια. «Το βλέπεις;»


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 39

«Ναι. Είναι ένα... ένα τοπογραφικό σημάδι», είπε, χωρίς να δείχνει εντυπωσιασμένος. «Επειδή αυτό είναι το πιο πιθανό», του είπε και μετά το μετάνιωσε. «Εντάξει. Τότε είναι “σαν” τοπογραφικό σημάδι». Της έδωσε πίσω τα κιάλια. «Θα ’πρεπε να μείνουμε στο μονοπάτι και να φτάσουμε στο νησί». Για πρώτη φορά έλεγε τη λέξη νησί με ειλικρίνεια ανάλογη με την απροθυμία του απέναντι στην άρρητη ακόμα ιδέα να δουν τι ήταν εκείνο το κουρέλι. «Μπορείς να μείνεις εδώ», του είπε, ξέροντας πως δε θα το έκανε. Ξέροντας ότι η ίδια θα προτιμούσε εκείνος να έμενε πίσω, ώστε να ήταν μονάχη για λίγο στην Περιοχή Χ. Μονάχα που ήταν ποτέ κανείς αληθινά μόνος εδώ πέρα;

Για πολύ καιρό αφότου είχε ξυπνήσει στην αλάνα και οδηγηθεί έπειτα στη Νότια Ζώνη για να υποβληθεί σε εξέταση, το Άπιαστο Πουλί πίστευε πως ήταν νεκρή, πως βρισκόταν στο καθαρτήριο, κι ας μην πίστευε σε μια μεταθανάτια ζωή. Αυτή η αίσθηση δε μετριάστηκε ούτε όταν κατάλαβε πως, με έναν άγνωστο τρόπο, είχε επιστρέψει από το σύνορο στον αληθινό κόσμο... πως δεν ήταν καν η αρχική βιολόγος από τη δωδέκατη αποστολή μα ένα αντίγραφο. Το είχε ομολογήσει αυτό στον Έλεγχο στη διάρκεια των ανακρίσεων: «Είχε ησυχία κι ήταν τόσο άδεια... Περίμενα εκεί, φοβούμενη να φύγω, φοβούμενη ότι υπήρχε ίσως κάποιος λόγος που βρισκόμουν εκεί πέρα». Αλλά αυτό δεν περιέκλειε όλες της τις σκέψεις, όλη την ανάλυσή της. Δεν υπήρχε μονάχα το ζήτημα του αν ήταν στ’ αλήθεια ζωντανή ή όχι, αλλά και του ποια ήταν, κάτι που με την απομόνωσή της στη Νότια Ζώνη είχε γίνει λανθάνον. Και είχε επίσης την αίσθηση ότι οι αναμνήσεις της δεν ήταν δικές της, ότι της είχαν έρθει από δεύτερο χέρι και ότι δεν μπορούσε να

39

`


40

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 40

είναι βέβαιη αν αυτό συνέβαινε εξαιτίας κάποιου πειράματος στη Νότια Ζώνη ή κάποιας επίδρασης που είχε προκληθεί από την Περιοχή Χ. Ακόμα και μέσα σε όλες τις περιπλοκές της απόδρασής της καθ’ οδόν για τα Κεντρικά, υπήρχε μια αίσθηση προβολής, πως αυτό συνέβαινε σε κάποια άλλη, πως η ίδια ήταν μονάχα μια προσωρινή λύση, και ίσως τούτη η αποστασιοποίηση να την είχε βοηθήσει να αποφύγει τη σύλληψη, να είχε προσθέσει μια στρώση απόλυτης ηρεμίας στις ενέργειές της. Όταν είχε φτάσει στο απόμακρο Ροκ Μπέι, το τόσο οικείο στη βιολόγο που είχε βρεθεί εκεί πριν απ’ αυτήν, για λίγο βρήκε τη γαλήνη, άφησε το τοπίο να την απορροφήσει με έναν αλλιώτικο τρόπο – το άφησε να την αποσυνθέσει, ώστε να μπορέσει να φτιαχτεί ξανά. Αλλά μονάχα όταν αναδύθηκαν στην Περιοχή Χ κατανίκησε αληθινά την ανησυχία της, αυτήν της την αίσθηση ματαιότητας. Είχε πανικοβληθεί για ένα δευτερόλεπτο καθώς το νερό την πίεζε, την τύλιγε, την έκανε να νιώθει ξανά πως θα πνιγόταν. Αλλά έπειτα κάτι είχε τεθεί σε ενέργεια, ή είχε επανέλθει, και αυτή, πολεμώντας με μανία το θάνατό της, αναγάλλιασε με την αίσθηση της θάλασσας και με χαρά πολέμησε για να βγει στην επιφάνεια, ανεβαίνοντας ορμητικά μέσα από έναν μεθυστικό στρόβιλο βιομάζας, ως απόδειξη πως δεν ήταν η βιολόγος αλλά κάτι που, θέλοντας να επιβιώσει, μπορούσε να αποτινάξει το φόβο του πνιγμού σαν να ’ταν κάτι που ανήκε σε άλλη. Έπειτα ακόμα και το ότι συνέφερε τον Έλεγχο στην ακρογιαλιά τής φάνηκε ότι ήταν αδιάσειστη απόδειξη της δικής της κυριαρχίας. Όπως τέτοια ήταν και η επιμονή της να κατευθυνθούν προς το νησί και όχι προς το φάρο. «Όπου θα ’χε πάει η βιολόγος θα πάω κι εγώ». Η αλήθεια σε αυτό, η ορθότητά του, την είχε κάνει να ελπίζει, παρά την αίσθηση πως οτιδήποτε θυμόταν το είχε δει μέσα από ένα παράθυρο στη ζωή κάποιας άλλης. Ή δεν το ’χε βιώσει ακόμα. «Θέλεις μια ήδη βιωμένη


ζωή επειδή δεν έχεις δικιά σου», της είχε πει ο Έλεγχος, αλλά αυτό ήταν ένας χοντροκομμένος τρόπος για να το εκφράσει. Έκτοτε οι νέες εμπειρίες ήταν λιγοστές. Τίποτα τερατώδες ή ασυνήθιστο δεν είχε ξεπροβάλει από τον ορίζοντα μέσα σε σχεδόν τρεις μέρες πορεία. Τίποτε αφύσικο, εκτός απ’ αυτή την υπερρεαλιστική όψη που είχε το τοπίο, αυτές τις διεργασίες που συνέβαιναν κάτω από την επιφάνεια. Το σούρουπο μερικές φορές τής ερχόταν επίσης στο μυαλό μια εικόνα του αστερία της βιολόγου, να λάμπει θαμπά, σαν πυξίδα μες στο κεφάλι της η οποία την καθοδηγούσε, και συνειδητοποιούσε ξανά ότι ο Έλεγχος δεν μπορούσε να νιώσει εδώ ό,τι ένιωθε αυτή. Δεν μπορούσε να κινηθεί μέσα από τους κινδύνους αποφεύγοντάς τους, να αναγνωρίσει τις ευκαιρίες. Η φωτεινότητα την είχε εγκαταλείψει, όμως κάτι άλλο είχε πάρει τη θέση της. «Παραλλαγή», του είχε πει όταν της εξομολογήθηκε το σάστισμά του που η Περιοχή Χ έδειχνε τόσο φυσιολογική. «Μπορείς να ξέρεις κάτι και ταυτόχρονα να μην το ξέρεις. Τα σημάδια μια βουτηχτάρας από πάνω είναι φανερά. Αποκλείεται να μην αντιληφθείς μια βουτηχτάρα από ψηλά. Ιδωμένη όμως από κάτω, καθώς επιπλέει στο νερό, ουσιαστικά είναι αόρατη». «Βουτηχτάρα;» «Ένα πουλί». Κι άλλο πουλί. «Όλα αυτά είναι μεταμφίεση;» Το είπε με δυσπιστία, σαν να ήταν ήδη η πραγματικότητα αρκετά παράξενη και χωρίς αυτό. Το Άπιαστο Πουλί μαλάκωσε επειδή εντέλει δεν έφταιγε εκείνος. «Δεν έχεις βρεθεί ποτέ σ’ ένα οικοσύστημα που να μην ήταν απειλούμενο ή δυσλειτουργικό, σωστά; Μπορεί να πιστεύεις ότι βρέθηκες, όμως δεν έχεις βρεθεί. Έτσι θα μπορούσες ούτως ή άλλως να μπερδέψεις το σωστό με το λάθος». Αυτό μπορεί να μην αλήθευε, όμως ήθελε να διατηρήσει την εξουσία της – δεν ήθελε άλλη διαφωνία για το πού θα πήγαιναν. Με το να επιμένει να κατευθυνθούν προς το νησί

41

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 41


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 42

προστάτευε όχι μόνο τη ζωή της, αλλά και τη δική του – έτσι πίστευε. Δεν της έλεγαν τίποτα οι τελευταίες ευκαιρίες, οι τελευταίες απεγνωσμένες έφοδοι καταπάνω στα πυροβόλα του εχθρού, και κάτι στη διάθεση του Ελέγχου την έκανε να πιστεύει ότι ίσως να έτεινε προς μια τέτοια λύση. Ενώ η ίδια δεν ήταν ταγμένη σε τίποτε άλλο εκτός από το να μάθει – τον εαυτό της και την Περιοχή Χ.

42

` Δεν μπορούσες να ξεφύγεις από το φως σε εκείνο το μέρος, ήταν τόσο λαμπερό αλλά και μακρινό επίσης. Χάριζε μια σπάνια καθαρότητα στις καλαμιές, στη λάσπη και στο νερό που τους καθρέφτιζε και τους ακολουθούσε στα κανάλια. Το φως ήταν που την έκανε να αισθάνεται σαν να γλιστρούσε αντί να βαδίζει, επειδή την ξεγέλαγε, κάνοντάς την να μη νιώθει τα βήματά της. Το φως ήταν που ολοένα αποκαθιστούσε την ηρεμία μέσα της. Το φως εξερευνούσε και αμφισβητούσε τα πάντα με έναν τρόπο που δεν ήταν σίγουρη ότι ο Έλεγχος θα τον κατανοούσε, κι έπειτα τραβιόταν για να επιτρέψει σε ό,τι άγγιζε να υπάρξει χώρια απ’ αυτό. Μπορεί το φως να έμπαινε εμπόδιο επίσης, γιατί η πορεία τους ήταν με πισωγυρίσματα και δισταγμούς, καθώς με ένα ραβδί έψαχναν μπροστά τους για παγίδες, ενώ οι πυκνές καλαμιές σχημάτιζαν συστάδες που μερικές φορές ήταν αδιάβατες. Κάποια στιγμή ένα νεροπούλι, κοκκώδες καφετί και σχεδόν αόρατο μες στις καλαμιές, πέταξε τόσο κοντά τους και τόσο αθόρυβα, ώστε την ξάφνιασε περισσότερο κι από τον Έλεγχο ακόμα. Αλλά τελικά έφτασαν στο κουρέλι που ήταν δεμένο στα καλάμια και είδαν τον κιτρινισμένο καθεδρικό ναό παραπίσω, κολλημένο στη λάσπη και μισοβυθισμένο. «Τι στην ευχή είναι αυτό;» ρώτησε ο Έλεγχος. «Είναι πεθαμένο», του είπε. «Δεν μπορεί να μας βλάψει».


Επειδή ο Έλεγχος εξακολουθούσε να έχει υπερβολικές αντιδράσεις σε ό,τι αυτή θεωρούσε ανεπαρκή ερεθίσματα. Νευρικός· ή κατεστραμμένος από μια ολωσδιόλου διαφορετική εμπειρία. Αλλά η ίδια ήξερε πολύ καλά τι ήταν. Βυθισμένα στη μέση ήταν τα απομεινάρια ενός αποτρόπαιου κρανίου και ενός προσώπου σαν ξασπρισμένη και σκληρυμένη μάσκα, που αόμματο τους κοίταζε, πλαισιωμένο από μούχλα και λειχήνες. «Το πλάσμα που βογκούσε», είπε. «Το πλάσμα που ακούγαμε πάντοτε το σούρουπο να βογκάει». Εκείνο που είχε κυνηγήσει τη βιολόγο μες στις καλαμιές. Η σάρκα είχε πέσει, είχε κυλήσει απ’ τα πλαϊνά των οστών και χαθεί μες στο χώμα. Ό,τι απέμενε ήταν ένας σκελετός που έμοιαζε απόκοσμα με συνδυασμό γιγάντιου γουρουνιού και ανθρώπου, με ένα σύνολο μικρότερων πλευρικών οστών να κρέμονται από τα μεγαλύτερα σαν μακάβριος εσωτερικός πολυέλαιος και με κνήμες που κατέληγαν σε κομμάτια χόνδρου όμοια με γρόμπους, φαγωμένα από πουλιά, κογιότ και αρουραίους. «Έχει κάποιο καιρό που ’ναι εδώ», είπε ο Έλεγχος. «Πράγματι». Πάρα πολύ καιρό. Σουβλιές ανησυχίας την έκαναν να ψάξει στον ορίζοντα για κάποιον παρείσακτο, θαρρείς και ο σκελετός ήταν παγίδα. Ζωντανό πριν από δεκαοχτώ μήνες και εντούτοις τώρα σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης, αναγνωριζόταν μόνο από εκείνο το πετρωμένο πρόσωπο. Ακόμα κι αν αυτό το πλάσμα, τούτη δω η μεταμόρφωση του ψυχολόγου από εκείνη που ο Έλεγχος αποκαλούσε «ενδέκατη αποστολή», είχε πεθάνει αμέσως μετά που η βιολόγος το συνάντησε ζωντανό, η ταχύτητα της αποσύνθεσης ήταν αφύσικη. Όμως ο Έλεγχος δεν το είχε αντιληφθεί, κι έτσι αυτή αποφάσισε να μην του το πει και τον άφησε να τριγυρνάει γύρω από το σκελετό και να τον περιεργάζεται. «Ώστε αυτό κάποτε ήταν άνθρωπος», είπε – κι έπειτα, όταν δεν του απάντησε, το ξανάπε.

43

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 43


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 44

«Πιθανώς. Μπορεί επίσης να ’ταν ένα αποτυχημένο αντίγραφο». Δεν πίστευε πως η ίδια ήταν ένα αποτυχημένο αντίγραφο σαν αυτό το πλάσμα. Είχε αποφασιστικότητα και ελεύθερη βούληση. Ίσως ένα αντίγραφο να μπορούσε επίσης να είναι ανώτερο απ’ το πρωτότυπο, να δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα αποφεύγοντας παλιά λάθη.

44

` «Έχω το παρελθόν σου μες στο κεφάλι μου», της είχε πει με το που έφυγαν απ’ την ακρογιαλιά, αποφασισμένος να ανταλλάξει πληροφορίες μαζί της. «Μπορώ να σ’ το δώσω πίσω». Ήταν παμπάλαια επωδός πλέον, ανάξια του ίδιου ή εκείνης. Η σιωπή της τον είχε αναγκάσει να αρχίσει πρώτος· και, αν και αυτή πίστευε ότι μπορεί να της έκρυβε ακόμα πράγματα, τα λόγια του, που διαπνέονταν από επιτακτικότητα και πάθος, είχαν μια ειλικρίνεια. Μερικές φορές, επίσης, παρεισέφρεε σ’ αυτά μια αίσθηση μοναξιάς που εκείνη την καταλάβαινε πολύ καλά και προτιμούσε να την αγνοήσει. Την είχε αναγνωρίσει εύκολα από τη φορά που εκείνος την είχε επισκεφτεί στην κάμαρά της στη Νότια Ζώνη. Το νέο πως η ψυχολόγος από τη δωδέκατη αποστολή ήταν η πρώην διευθύντρια της Νότιας Ζώνης και πως είχε θεωρήσει ότι η βιολόγος ήταν το ξεχωριστό σχέδιό της, η ξεχωριστή ελπίδα της, έκανε το Άπιαστο Πουλί να βάλει τα γέλια. Αισθάνθηκε ξαφνική στοργή για εκείνη, θυμούμενη τις αψιμαχίες τους κατά τις εισαγωγικές συνεντεύξεις της. Η πανούργα ψυχολόγος/διευθύντρια είχε προσπαθήσει να πολεμήσει κάτι τόσο πλατύ και βαθύ όσο η Περιοχή Χ με κάτι στενό και αμβλύ σαν τη βιολόγο. Σαν αυτήν. Ένας τρυποφράχτης, που πετάχτηκε ξαφνικά μέσα απ’ τα βάτα και χάθηκε, φάνηκε να ενστερνίζεται τη γνώμη της. Όταν ήταν η δική της σειρά, παραδέχτηκε ότι τώρα θυμό-


ταν τα πάντα ως το σημείο όπου την είχε «σκανάρει» ή διασπάσει σε άτομα ή αντιγράψει ο Έρπων που ζούσε στη σήραγγα/πύργο – τη στιγμή της δημιουργίας της, που μπορεί να ’ταν η στιγμή του θανάτου της βιολόγου. Ο Έρπων, με το πρόσωπο του φαροφύλακα να διαπερνά διάπυρο τους επάλληλους μύθους της κατασκευής του, έκανε να «λάμψει» μέσα από τον Έλεγχο η δυσπιστία σαν φως μέσα από διαφώτιστο βαθύβιο ψάρι. Ανάμεσα σε όλα τα αδιανόητα πράγματα που είχε δει, όμως, τι ήταν λίγα ακόμα; Δεν της έκανε καθόλου ερωτήσεις που δεν είχαν γίνει με κάποια μορφή από τη βιολόγο, τη χωρομέτρη, την ανθρωπολόγο ή την ψυχολόγο στη διάρκεια της δωδέκατης αποστολής. Με κάποιον τρόπο αυτό την έκανε επίσης να νιώσει δυσάρεστα διχασμένη, να τα βάλει με τον εαυτό της. Επειδή μερικές φορές δε συμφωνούσε με τις ίδιες της τις αποφάσεις – με τις αποφάσεις της βιολόγου. Γιατί είχε φανεί ο άλλος της εαυτός τόσο απρόσεχτος με τις λέξεις στον τοίχο; Για παράδειγμα. Γιατί δεν είχε αντιμετωπίσει την ψυχολόγο/διευθύντρια με το που έμαθε για την υπνωτική υποβολή; Τι είχε κερδίσει κατεβαίνοντας για να βρει τον Έρποντα; Κάποια πράγματα το Άπιαστο Πουλί μπορούσε να τα συγχωρέσει, όμως άλλα την πείραζαν, ωθώντας την σε έναν εξοργιστικό φαύλο κύκλο από λογής λογής «θα μπορούσε να». Τον σύζυγο της βιολόγου τον απέρριπτε ολότελα, χωρίς καμία αμφιθυμία, γιατί με εκείνον ήρθε η δυστυχία της ζωής στην πόλη. Η βιολόγος είχε υπάρξει παντρεμένη, αλλά όχι και το Άπιαστο Πουλί, που ’χε ελευθερωθεί από την ευθύνη όλου αυτού του πράγματος. Δεν καταλάβαινε γιατί η σωσίας της το είχε ανεχτεί. Μεταξύ των παρανοήσεων ανάμεσα στην ίδια και στον Έλεγχο: το να πρέπει να του ξεκαθαρίσει πως η ανάγκη της για βιωμένη εμπειρία, σ’ αντικατάσταση αναμνήσεων που δεν ήταν δικές της, δεν έφτανε ως την αναμεταξύ τους σχέση – ό,τι εικόνα της κι αν κουβαλούσε εκείνος μες στο κεφάλι του.

45

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 45


46

WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 46

Δεν μπορούσε απλώς να ριχτεί σε κάτι σωματικό μαζί του και να επικαλύψει έτσι το πλασματικό με κάτι τετριμμένο, μηχανικό· όχι όταν οι αναμνήσεις της ήταν από έναν σύζυγο που ’χε επιστρέψει απογυμνωμένος από κάθε ανάμνηση. Οποιοσδήποτε συμβιβασμός δεν είχε νόημα – απλώς θα έβλαπτε και τους δύο. Καθώς ο Έλεγχος έστεκε εκεί, μπροστά στο σκελετό του πλάσματος που βογκούσε, είπε: «Μπορεί λοιπόν να καταλήξω έτσι; Κάποια εκδοχή μου;» «Όλοι καταλήγουμε έτσι, Έλεγχε. Στο τέλος». Όμως όχι ακριβώς έτσι, επειδή από τούτες τις οφθαλμικές κόγχες, από τα σηπόμενα οστά, ακόμα έβγαινε μια αίσθηση φωτεινότητας, κάτι σαν ζωή – ένα ψαχούλεμα που η ίδια το απέρριπτε και ο Έλεγχος δεν μπορούσε να το νιώσει. Η Περιοχή Χ την κοίταζε μέσα από νεκρά μάτια. Την ανέλυε απ’ όλες τις μεριές. Την έκανε να νιώθει σαν περίγραμμα που το ’χε δημιουργήσει το βλέμμα που ’πεφτε πάνω της, την κινούσε εκείνο καθώς κινούνταν μαζί της, και συγκρατούσε τα συστατικά της άτομα σε ένα σαφές σχήμα. Και εντούτοις ένιωθε οικεία τα μάτια που έπεφταν πάνω της. «Η διευθύντρια μπορεί να έκανε λάθος για τη βιολόγο, αλλά ίσως η απάντηση να είσαι εσύ». Ειπωμένο μισοειρωνικά μονάχα, σάμπως εκείνος σχεδόν να ήξερε τίνος πράγματος δέκτης ήταν αυτή. «Δεν είμαι απάντηση», του είπε. «Είμαι ερώτηση». Θα μπορούσε επίσης να ’ναι ένα ενσαρκωμένο μήνυμα, ένα σινιάλο με σάρκα και οστά, κι ας μην είχε κατανοήσει ακόμα η ίδια ποια ιστορία υποτίθεται πως έλεγε. Επίσης συλλογιόταν ό,τι είχε δει στο ταξίδι στην Περιοχή Χ, πώς της είχε φανεί ότι κι απ’ τις δυο μεριές δεν υπήρχε γύρω τους τίποτα εκτός από τρομερά μαυρισμένα χαλάσματα απέραντων πόλεων και πελώρια πλοία που είχαν εξοκείλει, φωτισμένα από το μαινόμενο πορτοκαλί και κόκκινο φως από φω-


WANDERMEER_VANDERMEER 3 DD Final_Layout 1 17/11/16 5:01 μ.μ. Page 47

47

τιές που δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να ρίχνουν σκιές και να κρύβουν τη μακρινή εικόνα πλασμάτων που κλαψούριζαν, σούρνονταν και πηδούσαν μέσα απ’ την τέφρα. Πόσο είχε προσπαθήσει να απωθήσει τις ασυνάρτητες εξομολογήσεις του Ελέγχου, τα αποτροπιαστικά πράγματα που έλεγε εν αγνοία του, ώστε να μην της περνάει απ’ το νου ότι εκείνος είχε ένα μυστικό που αυτή δεν το ήξερε. Πιάσε το όπλο... Πες μου ένα αστείο... Τη σκότωσα, εγώ έφταιγα... Είχε ψιθυρίσει υπνωτικές εντολές σαν ξόρκια στ’ αφτί του, για να διώξει όχι μόνο τα λόγια του, μα και τις τρομακτικές εικόνες γύρω τους. Ο σκελετός μπροστά τους ήταν ολότελα ξεψαχνισμένος. Τα αποχρωματισμένα κόκαλα σάπιζαν, οι άκρες των πλευρών είχαν ήδη μαλακώσει από την υγρασία και οι πιο πολλές είχαν σπάσει και χαθεί μες στη λάσπη Από πάνω οι πελαργοί ακόμα έκαναν στροφές και κύκλους από δω κι από κει, σε έναν πολύπλοκο, συγχρονισμένο εναέριο χορό, ομορφότερο από οτιδήποτε είχε πλάσει ποτέ νους ανθρώπου.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.