GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:47 μ.μ. Page 5
ΑΛΕΞΑΝΤΑΡ ΓΚΑΤΑΛΙΤΣΑ
ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ c
Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΕΡΒΙΚΑ
ΙΣΜΗΝΗ ΡΑΝΤΟΥΛΟΒΙΤΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΕΛΕΝΗ ΜΑΡΤΖΟΥΚΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 6
Η μετάφραση της παρούσας έκδοσης πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του ΥΠΠΟ και Πληροφοριών της Δημοκρατίας της Σερβίας. ß ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Aleksandar Gatalica, Veliki RatI © ©
Copyright Aleksandar Gatalica, 2012. Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016
Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6131-5
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
5
ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
...........................
9
1914
ΤΟ ΕΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΘΟΛΟΓΟΥ
Πρόλογος: Τρεις πυροβολισμοί από περίστροφο . . . . . . . . . . . . . . 15 Ένα μακρύ, ζεστό καλοκαίρι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 33 Πόλεμος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 55 Επιστολές ζωής και θανάτου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 94 Τα πρώτα Χριστούγεννα του πολέμου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 107 Συμπτωματολογία του τύφου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 137
1915
ΤΟ ΕΤΟΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΟΥ
7
Η μυρωδιά του χιονιού και τα προμηνύματα της καταστροφής . . 145 Κάποιοι τα κάνουν όλα δύο φορές . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 169 Ο πόλεμος και τα δύο φύλα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 188 Ο πατέρας όλων των μακάβριων γιατρών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 213 Με τις καλύτερες ευχές από την κόλαση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 239 Η άμυνα και η τελική πτώση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 254
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 8
1916
ΤΟ ΕΤΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ
Η κοιλάδα των νεκρών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 277 Πέρα μακριά, στο τέλος του κόσμου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 305 Μαγικά σκευάσματα και άλλα ελιξίρια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 333 Ψευδαισθήσεις μεγάλες σαν τη Ρωσία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 355 Δεκανείς, πάστορες και τιμονιέρηδες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 382
1917
ΤΟ ΕΤΟΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ
Προδοσία, δειλία και ψέματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 415 Ο καιρός τους έχει παρέλθει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 444 Ο θάνατος δεν φοράει ρολόι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 476 Η επανάσταση ταξιδεύει με το τρένο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 504
1918
ΤΟ ΕΤΟΣ ΤΟΥ ΕΚΓΛΗΜΑΤΟΛΟΓΟΥ
Τέλος – Kaput . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 537 Η πανδημία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 549 Βουβή απελευθέρωση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 564 Τώρα είμαι νεκρός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 585 Ευχές για τον καινούργιο κόσμο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 597 . . . . . . . . . 607 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 613
ΕΠΙΛΟΓΟΣ: ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΕΙΝΑΙ ΦΤΙΑΓΜΕΝΑ ΑΠΟ ΟΝΕΙΡΑ
8
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 9
ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ
ΣΕΡΒΙΑ Τ Ζ Ο Κ Α Β Ε Λ Ι Κ Ο Β Ι Τ Σ , έμπορος του «Ιντεαλίν» Γ Κ Α Β Ρ Α Τ Σ Ε Ρ Ν Ο Γ Κ Ο Ρ Τ Σ Ε Β Ι Τ Σ , κατασκευαστής
του μαϊμού «Ιντεαλίν» Τ Ι Χ Ο Μ Ι Ρ Μ Ι Γ Ι Ο Υ Σ Κ Ο Β Ι Τ Σ , ταγματάρχης ΓΙΑΝΚΟ
και Τ Ζ Ο Υ Ρ Ο
Τ Α Ν Κ Ο Σ Ι Τ Σ , στρατιώτες
Κ Υ Ρ Ι Α Λ Ι Ρ , αστή, από παλιά οικογένεια του Βελιγραδίου Π Ε Ρ Α Σ Τ Α Ν Ι Σ Α Β Λ Ι Ε Β Ι Τ Σ Μ Π Ο Υ Ρ Α , δημοσιογράφος
της εφημερίδας Πολίτικα Ζ Ι Β Κ Α Ν Τ . Σ Π Α Σ Ι Τ Σ , μοδίστρα
Δόκτωρ Σ Β Ε Τ Ι Σ Λ Α Β Σ Ι Μ Ο Ν Ο Β Ι Τ Σ , γιατρός του βασιλιά Πέτρου Π Ε Τ Ρ Ο Σ Α ΄ , βασιλιάς της Σερβίας Ν Τ Ι Μ Ι Τ Ρ Ι Ε Λ Ε Κ Ι Τ Σ , υπολοχαγός, πρόσφυγας Β Λ Α Ν Τ Ι Σ Λ Α Β Π Ε Τ Κ Ο Β Ι Τ Σ Ν Τ Ι Σ , ποιητής Λ Ι Ο Υ Μ Π Ο Μ Ι Ρ Β Ο Υ Λ Ο Β Ι Τ Σ , ταγματάρχης, καταδικασμένος σε θάνατο Ρ Α Ν Τ Ο Γ Ι Τ Σ Α Τ Α Τ Ι Τ Σ , ταγματάρχης του πυροβολικού Δόκτωρ Α Ρ Τ Σ Ι Μ Π Α Λ Ν Τ Ρ Α Ϊ Σ Α Λ Ε Ξ Α Ν Δ Ρ Ο Σ , διάδοχος του θρόνου, μετέπειτα αντιβασιλέας
9
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΗΡΩΕΣ ΛΟΧΑΓΟΙ ΜΕ ΡΟΛΟΓΙΑ ΤΣΕΠΗΣ
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 10
ΑΥΣΤΡΟΟΥΓΓΑΡΙΑ Μ Ε Χ Μ Ε Τ Γ Κ Ρ Α Χ Ο , παθολόγος από το Σαράγεβο Τ Ι Μ Π Ο Ρ Β Ε Ρ Ε Σ , δημοσιογράφος
της εφημερίδας Pester Lloyd Τ Ι Μ Π Ο Ρ Ν Ε Μ Ε Τ , Ούγγρος στρατιώτης Σ Β Ε Τ Ο Ζ Α Ρ Μ Π Ο Ρ Ο Γ Ε Β Ι Τ Σ Φ Ο Ν Μ Π Ο Ϊ Ν Α , στρατάρχης Χ Α Ϊ Ν Ρ Ι Χ Α Ο Υ Φ Σ Ν Α Ϊ Ν Τ Ε Ρ , ψυχαναλυτής Μ Π Ε Λ Α Ν Τ Ο Υ Ρ Α Ν Τ Σ Ι , ηθοποιός από το Μόναχο Α Φ Ο Ν Β , κατάσκοπος Μ Α Ρ Κ Ο Τ Σ Μ Ε Ρ Κ , Κροάτης εθνοφύλακας Κ Α Ρ Ο Λ Ο Σ Α ΄ , ο τελευταίος Αυστριακός αυτοκράτορας Φ Ρ Α Ν Τ Σ Χ Α Ρ Τ Μ Α Ν , μυστικιστής από το Μόναχο Ο Υ Γ Κ Ο Φ Ο Λ Λ Ρ Α Τ , θεοσοφιστής από το Μόναχο Κ Α Ρ Λ Μ Π Ρ Α Ν Τ Λ Ε Ρ - Π Ρ Α Χ Τ , θεοσοφιστής από τη Λειψία Α Ν Τ Ο Ρ Π Ρ Α Γ Κ Ε Ρ , μικρός πιανίστας
ΓΑΛΛΙΑ ΖΑΝ ΚΟΚΤΩ Λ Υ Σ Ι Ε Ν Γ Κ Υ Ρ Α Ν Ν Τ Ε Σ Ε Β Ο Λ Α , ζωγράφος-σκηνογράφος Ζ Ε Ρ Μ Α Ι Ν Ν Τ ’ Ε Σ Π Α Ρ Μ Π Ε Σ , στρατιώτης Σ Τ Α Ν Ι Σ Λ Α Β Β Ι Τ Κ Ι Ε Β Ι Τ Σ , Πολωνός πρόσφυγας ΓΚΥΓΙΩΜ ΑΠΟΛΛΙΝΑΙΡ Μ Π Α Ρ Μ Π Α - Λ Ι Μ Π Ι Ο Ν , ιδιοκτήτης του καφέ «Λα Ροτόντ» Μ Π Α Ρ Μ Π Α - Κ Ο Μ Π , ιδιοκτήτης του καφέ «Λα Κλοζερί ντε Λιλά» Κ Ι Κ Ι Τ Ο Υ Μ Ο Ν Π Α Ρ Ν Α Σ , μοντέλο Π Ι Ε Ρ Α Λ Μ Π Ε Ρ Μ Π Ι Ρ Ο , κατασκευαστής καρτποστάλ Φ Ε Ρ Ρ Υ Π Ι Ζ Α Ν Ο , πολεμικός ανταποκριτής ΠΕΝΗΝΤΑ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ 10
Μ Α Τ Α Χ Α Ρ Ι , κατάσκοπος
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 11
ΓΕΡΜΑΝΙΑ Χ Α Ν Σ - Ν Τ Ι Τ Ε Ρ Χ Α Ο Υ Σ , τραγουδιστής όπερας Φ Ρ Ι Τ Σ Κ Ρ Ο Υ Π , χειριστής Ζέππελιν, αργότερα αεροπόρος Σ Τ Ε Φ Α Ν Χ Ο Λ Μ , στρατιώτης Λ Ι Λ Ι Α Ν Σ Μ Ι Τ , τραγουδίστρια σε μιούζικ χολ Φ Ρ Ι Τ Σ Γ Ι Α Ο Υ Μ Π Ε Ρ Τ Ν Τ Ο Υ Κ Ε Ν , κατάσκοπος Φ Ρ Ι Τ Σ Χ Α Μ Π Ε Ρ , χημικός Β Α Λ Τ Ε Ρ Σ Β Α Ϊ Γ Κ Ε Ρ , κυβερνήτης υποβρυχίου Χ Α Ν Σ Χ Ε Ν Τ Σ Ε , δεξιόχειρας πιανίστας, αριστερόχειρας ποιητής Π Α Ο Υ Λ Β Ι Τ Τ Γ Κ Ε Ν Σ Τ Α Ϊ Ν , αριστερόχειρας ανάπηρος πιανίστας Α Λ Ε Ξ Α Ν Τ Α Ρ Β Ι Τ Τ Ε Κ , φοιτητής αρχιτεκτονικής Μ Α Ν Φ Ρ Ε Ν Τ Φ Ο Ν Ρ Ι Χ Τ Χ Ο Φ Ε Ν , αεροπόρος ΠΕΝΗΝΤΑ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ Α Δ Ο Λ Φ Ο Σ Χ Ι Τ Λ Ε Ρ , δεκανέας του 16ου Βαυαρικού Συντάγματος
Εφέδρων Πεζικού «Λιστ»
ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ Ε Ν Τ Ο Υ Ι Ν Μ Α Κ Ν Τ Ε Ρ Μ Ο Ν Τ , βαθύφωνος από το Εδιμβούργο Π Α Τ Ε Ρ Α Σ Ν Τ Ο Ν Ο Β Α Ν , Σκοτσέζος πάστορας Ο Σ Β Α Λ Ν Τ Ρ Ε Ϋ Ν Ε Ρ , εκτελεστής Φ Λ Ο Ρ Ρ Ι Φ Ο Ρ Ν Τ , τραγουδίστρια σε μιούζικ χολ Σ Ι Ν Τ Ν Ε Ϋ Ρ Α Ϊ Λ Λ Υ , κατάσκοπος Α Ν Ν Α Μ Π Ε Λ Γ Ο Υ Ο Λ Ν Τ Ε Ν , νοσοκόμα
ΤΟΥΡΚΙΑ
από την Ιστανμπούλ Τ Ζ Α Μ Ζ Ο Υ Λ Α Ν Τ Μ Π Ε Η Σ , αστυνόμος από την Ιστανμπούλ
11
Μ Ε Χ Μ Ε Τ Γ Ι Λ Ν Τ Ι Ζ , έμπορος μπαχαρικών
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 12
ΡΩΣΙΑ Σ Ε Ρ Γ Κ Ε Ϊ Τ Σ Ε Σ Τ Ο Υ Χ Ι Ν , νευροχειρούργος Λ Ι Ζ Α Τ Σ Ε Σ Τ Ο Υ Χ Ι Ν Α , σύζυγος του Σεργκέι Ν Ι Κ Ο Λ Α Ϊ Ν Ι Κ Ο Λ Α Ε Β Ι Τ Σ , Μέγας Δούκας Σ Ε Ρ Γ Κ Ε Ϊ Β Ο Ρ Ο Ν Ι Ν , μενσεβίκος, λοχίας Μ Π Ο Ρ Ι Σ Ν Τ Μ Ι Τ Ρ Ο Β Ι Τ Σ Ρ Ι Ζ Α Ν Ο Φ , στρατιώτης Β Λ Α Ν Τ Ι Μ Ι Ρ Σ Ο Υ Χ Ο Μ Λ Ι Ν Ο Φ , στρατηγός-διοικητής του Κιέβου Γ Ε Κ Α Τ Ε Ρ Ι Ν Α Σ Ο Υ Χ Ο Μ Λ Ι Ν Ο Β Α , σύζυγός του Κ Ο Μ Η Σ Β Λ Α Ν Τ Ι Μ Ι Ρ Φ Ρ Ε Ν Τ Ε Ρ Ι Κ Σ , υπουργός της Αυλής ΙΛΙΑ ΕΡΕΝΜΠΟΥΡΓΚ Ν Ι Κ Ο Λ Α Ο Σ Β ΄ , ο τελευταίος Ρώσος αυτοκράτορας Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ε Ι Ρ Α Α Λ Ε Ξ Α Ν Δ Ρ Α , σύζυγός του Κ Α Ρ Λ Ρ Α Ν Τ Ε Κ , μπολσεβίκος Γ Ι Ο Υ Ρ Ι Γ Ι Ο Υ Ρ Ι Ε Φ , καταξιωμένος ηθοποιός Λ Ε Ω Ν Τ Ρ Ο Τ Σ Κ Ι , διαπραγματευτής στο Μπρεστ-Λιτόφσκ Μ Α Ν Τ Ι Σ Σ Α , ταξιδιώτισσα στα τρένα
της Οκτωβριανής Επανάστασης
ΙΤΑΛΙΑ
12
ΤΖΟΡΤΖΟ ΝΤΕ ΚΙΡΙΚΟ
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 13
1914 zå
ΤΟ ΕΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΘΟΛΟΓΟΥ
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 14
Σύλληψη υπόπτων μετά τη δολοφονία στο Σαράγεβο, 1914.
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 15
Π ΡΟΛΟ ΓΟΣ
ΤΡΕΙΣ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΟ
Γμια στιγμή που δεν μπορούσε καν να το διανοηθεί, όταν, μέ-
τον γιατρό Μεχμέτ Γκράχο ο Μεγάλος Πόλεμος άρχισε
σα στον μεγάλο καύσωνα του Ιούνη, έμαθε ότι «δύο σημαντικά σώματα» θα μεταφερθούν στο νεκροτομείο. Παρόλο που για τον γιατρό Γκράχο, έναν καμπούρη γέρο που κρατούσε καλά ακόμα, με φαλακρό κεφάλι και πολύ πλατύ κρανίο, σημαντικά σώματα στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν. Όλα τα πτώματα που κατέληγαν κάτω από το νυστέρι του ήταν χλωμά σαν το κερί, με ανοιχτό το νεκρό στόμα, συχνά με μάτια που κανείς δεν πρόλαβε ή δεν τόλμησε να κλείσει, μάτια γουρλωμένα που κοιτούσαν κάπου στο πλάι, πασχίζοντας με τις άψυχες κόρες να αδράξουν μια τελευταία ακτίνα ήλιου. Ωστόσο αυτό δεν τον τάραζε. Εδώ και πολλά χρόνια, από το 1874, συνήθιζε να βάζει τα στρογγυλά γυαλιά του στη μύτη, να φοράει τη λευκή του ιατρική μπλούζα, να περνάει στα χέρια του τα μακριά γάντια και να ξεκινάει τη δουλειά του στο νεκροτομείο του Σαράγεβο, όπου αφαιρούσε καρδιές από τα στέρνα, άγγιζε τα σπασμένα πλευρά για να βρει σημάδια από τα βασανιστήρια της ασφάλειας και έψαχνε στα στομάχια των συγχωρεμένων κοκαλάκια από ψάρι και άλλα υπολείμματα από το τελευταίο τους γεύμα. Τα «σημαντικά σώματα» κατέφτασαν, και ο παθολόγος δεν είχε ακόμη ακούσει τι είχε συμβεί στους δρόμους. Όχι, δεν είχε μάθει ότι το αυτοκίνητο του αρχιδούκα έκανε όπισθεν στην ο-
15
ια
16
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 16
δό Φραγκίσκου Ιωσήφ, και ότι εκεί, μέσα από το πλήθος, από τη γωνία δίπλα στο κτίριο της ασφαλιστικής εταιρείας Κροάτσια, κάποιο παιδαρέλι που κρατούσε περίστροφο πυροβόλησε τρεις φορές τον διάδοχο και τη δούκισσα του Χόχενμπεργκ, ότι η ακολουθία τους αρχικά νόμισε πως το πριγκιπικό ζεύγος δεν είχε πάθει τίποτα, ότι ο αρχιδούκας απλά τους γύρισε την πλάτη και έστρεψε το βλέμμα του από την άλλη μεριά, προς το πλήθος που είχε μαζευτεί· η δούκισσα έμοιαζε με κούκλα από βιεννέζικη βιτρίνα, και μια στιγμή μετά αίμα ανάβλυσε από τα στήθη της αριστοκράτισσας· σύντομα και το στόμα του Φραγκίσκου Φερδινάνδου γέμισε αίμα που κύλησε στη δεξιά πλευρά του επιμελώς βαμμένου μαύρου μουστακιού του. Μόνο αργότερα διαπιστώθηκε πως τα σημαντικά πρόσωπα είχαν πυροβοληθεί, και μέσα σε δεκαπέντε λεπτά ο άντρας είχε γίνει «σημαντικό σώμα»· ένα μισάωρο μετά η σημαντική επισκέπτρια δεν είχε ακόμα συνέλθει από το κώμα, και συνεπώς κι εκείνη, στη σκιά του Διοικητηρίου, όπου την είχανε ξαπλώσει, κηρύχτηκε με τη σειρά της «σημαντικό σώμα». Τώρα τα δύο σημαντικά σώματα είχαν φτάσει, και κανείς δεν είχε ενημερώσει τον γιατρό Γκράχο σε ποιους ανήκαν. Ωστόσο, από τη στολή του αντρικού πτώματος με τα πολλά παράσημα και από το μακρύ μεταξωτό φόρεμα του γυναικείου σώματος, κατάλαβε αμέσως ποιοι βρίσκονταν κάτω από το νυστέρι του. Τους είχε γδύσει και είχε πλύνει τα τραύματά τους, όταν του είπαν ότι δεν επιτρεπόταν να βγάλει τις σφαίρες από τα σώματά τους και ότι το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να φτιάξει τα νεκρικά εκμαγεία των προσώπων τους με γύψο. Αυτός θα ήταν μάλλον και ο λόγος που δεν πρόσεξε ότι ο αρχιδούκας είχε έναν μικρό κακοήθη όγκο στη στοματική κοιλότητα, και ότι μαζί με τη γυναίκα θανατώθηκε και κάτι που θα μπορούσε να ήταν το έμβρυο στην κοιλιά της. Μόνο να απλώσει τον γύψο στα πρόσωπά τους και να φτιάξει τις μάσκες τους... Και αυτό έκανε, ενώ οι φωνές μπροστά
από το νεκροτομείο μπερδεύονταν με τον ζεστό καλοκαιρινό αέρα που έφτανε από τις όχθες του Μίλιατσκα και τους απόμακρους ήχους από οιμωγές. Λίγο πιο πέρα, στον δρόμο, ο όχλος έψαχνε τους δολοφόνους για να τους λιντσάρει. Κάτω από τη Γέφυρα των Λατίνων βρέθηκε το πεταμένο περίστροφο. Μέσα στον πανικό, οι σπιούνοι διέδιδαν διάφορες φήμες ανάμεικτες με παραπληροφόρηση και ψεύδη, ενώ ο γιατρός Γκράχο ανακάτευε τον γύψο με νερό σ’ ένα σκεύος από τσίγκο, προσπαθώντας να μην του σκληρύνει το μείγμα πριν το στρώσει στα πρόσωπα. Πρώτα το έστρωσε πάνω στο καμπυλωτό μέτωπο της δούκισσας με τη ρυτίδα καταμεσής, και μετά πάνω στη φαρδιά της μύτη με τα πλατιά ρουθούνια. Γέμισε καλά τα κοιλώματα της μύτης, έβαλε τον γύψο ανάμεσα στις βλεφαρίδες και προσεκτικά, σαν να ήταν καλλιτέχνης, σχεδίασε τα φρύδια σχεδόν με αγάπη, απλώνοντας το μείγμα πάνω σε κάθε τρίχα. Ήταν ένα είδος προετοιμασίας για την όψη του αρχιδούκα, του οποίου τα μαύρα μουστάκια έπρεπε να αποτυπωθούν πιστά για τις μελλοντικές γενιές και για τις πολυάριθμες μπρούντζινες προτομές που –σκεφτόταν– θα κοσμούσαν για δεκαετίες κάθε υπηρεσία της Δυαδικής Μοναρχίας. Φοβόταν; Είχε τρακ; Μήπως ένιωθε λιγάκι σαν τον Δημιουργό έτσι όπως σχεδίαζε τη νεκρική όψη του μέχρι πριν λίγες ώρες πιο ισχυρού μελλοντικού άντρα της Αυστροουγγαρίας; Τίποτε απ’ όλα αυτά. Ο γιατρός Γκράχο ήταν από τους ανθρώπους που οι σκέψεις τους δεν καλπάζουν. Δεν άφηνε τη φαντασία του ελεύθερη. Δεν είχε εφιάλτες. Στον πρώτο ύπνο δεν τον επισκέπτονταν τα πνεύματα των νεκρών της προηγούμενης εργάσιμης ημέρας. Διαφορετικά δεν θα παρέμενε στη θέση του πρώτου παθολόγου του Σαράγεβο από το 1874, ούτε θα κατέληγαν κάτω από το νυστέρι του συγχωρεμένοι Τούρκοι και πεθαμένοι και των τριών θρησκειών μέρα έμπαινε, μέρα έβγαινε. Ούτε και τώρα το χέρι του άρχισε να τρέμει. Άπλωσε τον γύψο κάτω από το χείλος του διαδόχου, σχεδίασε με προσοχή
17
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 17
18
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 18
το λακκάκι στο ξυρισμένο πιγούνι, άλειψε τα βλέφαρα και με μεγάλη προσοχή αφοσιώθηκε στο μουστάκι. Αφαίρεσε πρώτα το λίπος με το οποίο ήταν περασμένο, και μετά φρόντισε η κάθε μαύρη τρίχα να αποκτήσει τη δική της γύψινη στρώση. Όταν τελείωσε, δύο χαλαρά, εντελώς γυμνά σώματα με λευκές μάσκες στα πρόσωπά τους κείτονταν κάτω από τα χέρια του. Έπρεπε μονάχα να περιμένει, όταν συνέβη κάτι το απροσδόκητο. Πρώτα μια λέξη, κι έπειτα άλλη μια. Μήπως είχε μπει κάποιος στο νεκροτομείο; Βοηθός ή κάποιος μπάτσος; Στράφηκε, αλλά δίπλα του δεν ήταν κανείς, οι λέξεις όμως ήδη ενώνονταν σε έναν ψίθυρο. Σε τι γλώσσα ήταν; Αρχικά έμοιαζε ένας συνδυασμός πολλών γλωσσών, τουρκικής, σερβικής, γερμανικής και ουγγρικής, τις οποίες αναγνώριζε, αλλά και κάποιων άλλων – του φάνηκαν ασιατικές, αφρικανικές, ακόμα και εξαφανισμένες γλώσσες, όπως αραμαϊκά ή χαζαρικά. Όχι και πάλι όχι, όλα ήταν μόνο μια ψευδαίσθηση. Ο γιατρός, ο οποίος ποτέ του δεν έβλεπε όνειρα, απλώς κάθισε στην καρέκλα του· εξακολουθούσε να μη φοβάται καθόλου. Κοίταξε τα σώματα για να βεβαιωθεί ότι δεν κινούνταν· αλλά, ακόμα κι αν το είχαν κάνει, αυτό δεν θα τον παραξένευε. Όταν η άνιμα αποχωρίζεται τον άνθρωπο, το σώμα μπορεί να τρελαθεί και τινάζεται απεγνωσμένα. Το είχε δει παλιότερα, το 1899, όταν ένας δύσμοιρος, μία ολόκληρη ημέρα μετά τον θάνατό του, παραλίγο να πέσει από τη μεταλλική επιφάνεια επειδή τινάχτηκε σαν να τον είχε διαπεράσει ηλεκτρικό ρεύμα. Μιαν άλλη φορά τού φάνηκε πως μια γυναίκα ανέπνεε μια ολόκληρη νύχτα – αυτό πρέπει να έγινε το 1904, ή για την ακρίβεια την επόμενη χρονιά, το 1905. Τα όμορφα, νεανικά της στήθη, τα οποία δεν είχαν βυζάξει παιδί, ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά μπροστά στα μάτια του γιατρού Γκράχο, λες και το νεκρό στόμα έπαιρνε ανάσες· ήταν όμως μια ψευδαίσθηση, και ο γιατρός αργότερα κατέγραψε την περίπτωση σε μια αξιοπρόσεκτη εργασία του που δημοσίευσε ένα βιεννέζικο περιοδικό της ειδικότητάς του.
Ο αρχιδούκας και η δούκισσα μπορούσαν ακόμα και να αγκαλιαστούν και αυτό να μην τον ξαφνιάσει. Αλλά αυτοί μιλούσαν! Οι λέξεις, από ακατάληπτος ψίθυρος, δυνάμωσαν, και έφταναν στ’ αυτιά του σε σαφή και κατανοητά γερμανικά... Προσπάθησε να καταλάβει από πού ακούγονταν, και σύντομα διαπίστωσε ότι μιλούσαν τα στόματα κάτω από τις γύψινες μάσκες. Τώρα είχε πια θορυβηθεί. Αυτό δεν ήταν κάτι το φυσιολογικά αναμενόμενο, και σίγουρα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο μιας πειστικής διάλεξης στην Αυτοκρατορική Εταιρεία Παθολόγων. Ο Φερδινάνδος και η δούκισσά του συζητούσαν. Ο γιατρός Γκράχο έβαλε το αυτί του πάνω από το στόμα του Φερδινάνδου, και κάτω από τη γύψινη μάσκα άκουσε υπόκωφα, αλλά με αρκετή ευκρίνεια, τις λέξεις: «Αγάπη μου». «Αγαπημένε μου», ήρθε αμέσως η απάντηση από τη δούκισσα. «Βλέπεις αυτό το τοπίο, αυτό το δάσος όπου τα φύλλα μεγαλώνουν και πέφτουν με τέτοια ταχύτητα λες και τα χρόνια περνούν σαν να είναι λεπτά;» Ως ανταπόκριση ακολούθησε από τη δούκισσα μόνο ένα: «Πονάς;». «Λίγο», απάντησε το σημαντικό αντρικό σώμα. «Εσύ;» «Όχι, αγαπημένε μου, νιώθω απλώς κάτι σκληρό πάνω στα χείλη μου, και δεν είναι ο πηλός του τάφου...» Ο Μεχμέτ Γκράχο αναπήδησε. Ο γύψος δεν είχε ακόμα σκληρύνει στα πρόσωπα του πριγκιπικού ζεύγους, έτσι, έχοντας ακούσει τα λόγια της δούκισσας, άρχισε να αφαιρεί τις μάσκες με τρεμάμενα χέρια. Ήταν τυχερός που τα εκμαγεία δεν έσπασαν, γιατί σίγουρα θα έχανε τη θέση την οποία αθόρυβα είχε κρατήσει από την οθωμανική ακόμα εποχή. Με τις δύο, ευτυχώς άθικτες, νεκρικές μάσκες στα χέρια, κοίταξε τα πασαλειμμένα πρόσωπα των χλωμών σαν κερί μορφών πάνω στο τρα-
19
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 19
20
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 20
πέζι του. Θα μπορούσε να ορκιστεί ότι τα χείλη τους κινούνταν. «Είμαι γυμνός», είπε το αντρικό σώμα. «Ντρέπομαι. Το ξέρεις ότι δεν έμεινα ποτέ γυμνή μπροστά σου», αποκρίθηκε το γυναικείο. «Πάμε όμως τώρα». «Πού;» «Κάπου». «Τι αφήνουμε;» «Τη θλίψη, ένα κενό, τα όνειρά μας και όλα τα αξιολύπητα σχέδιά μας». «Τι θα γίνει;» «Θα γίνει πόλεμος, ο μεγάλος πόλεμος για τον οποίο ετοιμαζόμασταν». «Χωρίς εμάς;» «Εξαιτίας μας...» Εκείνη τη στιγμή στο νεκροτομείο μπήκε φουριόζος ένας άντρας. Απευθύνθηκε στον γιατρό Γκράχο στα τουρκικά: «Γιατρέ, έχετε τελειώσει; Πάνω στην ώρα. Έχουν έρθει οι καινούργιες στολές». Συνέχισε στα γερμανικά: «Θεέ μου, τι φοβερό να κείτονται γυμνοί, με τα πρόσωπά τους πασαλειμμένα με γύψο. Πλύνετέ τους γρήγορα. Οι αντιπρόσωποι της Αυλής θα φτάσουν από στιγμή σε στιγμή. Τα σώματα πρέπει να βαλσαμωθούν και να μεταφερθούν επειγόντως με το τρένο στο λιμάνι του Μέτκοβιτς, και μετά με πλοίο στην Τεργέστη. Ελάτε, γιατρέ, γιατί μαρμαρώσατε; Δεν είναι τα πρώτα πτώματα που βλέπετε! Όταν σταματήσουν να αναπνέουν, ο αρχιδούκας και η δούκισσα είναι απλώς σώματα, όπως όλοι». Αλλά οι φωνές, και ο πόλεμος, ο μεγάλος πόλεμος;... ήταν έτοιμος να ρωτήσει ο γιατρός Γκράχο· ωστόσο δεν είπε λέξη. Στο κάτω κάτω τα νεκρά στόματα δεν μιλάνε, σκέφτηκε καθώς παρέδιδε τα γύψινα εκμαγεία σ’ αυτό τον άνθρωπο, χωρίς να ξέρει αν ήταν αστυνόμος, χαφιές, στρατιώτης, προβοκάτο-
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 21
Τις επόμενες μέρες ο γιατρός Γκράχο δούλευε. Κανένα από τα σώματα πάνω στο τραπέζι του δεν κουνήθηκε και κανένα δεν ξεστόμισε λέξη, αλλά οκτακόσια πενήντα χιλιόμετρα βορειοδυτικά σύσσωμος ο Τύπος της Αυστροουγγαρίας εξαπέλυε ήδη φραστικά πυρά ενάντια στη σερβική κυβέρνηση και στον πρωθυπουργό Νικόλα Πάσιτς, τον οποίο οι Γερμανοί δημοσιογράφοι ανέκαθεν αντιπαθούσαν. Ο Τίμπορ Βέρες δούλευε ως δημοσιογράφος στην καθημερινή εφημερίδα της Βουδαπέστης Pester Lloyd, με γραφεία σύνταξης σ’ ένα σκουρόχρωμο, στ’ αλήθεια διαβολικό κτίριο στην πλευρά της Πέστης, δίπλα στην όχθη του Δούναβη. Για τον Βέρες ο Μεγάλος Πόλεμος άρχισε όταν στις σερβικές εφημερίδες, τις οποίες –ως Ούγγρος από την περιοχή της Μπάτσκα με γνώση της σερβικής γλώσσας– ήταν υποχρεωμένος να παρακολουθεί, διάβασε το εξής: «Στη Βιέννη, αυτή την πόλη-άντρο των ληστών, όπου Σέρβοι επιχειρηματίες επένδυαν για χρόνια τα χρήματά τους, οι συκοφαντίες των Αυστροεβραίων δημοσιογράφων μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με γάβγισμα σκύλων». Ο Βέρες εξαγριώθηκε. Ένιωσε θιγμένος, όπως παραδέχτηκε αργότερα σε κάποιους συναδέλφους του, όχι τόσο ως Ουγγροεβραίος (που έλεγε ψέματα πως ήταν), αλλά ως δημοσιογράφος (που ήταν υπερβολή, γιατί ή-
21
ρας ή ένας από τους δολοφόνους... Λίγο αργότερα όλα έμοιαζαν όπως συνήθως μοιάζουν στα νεκροτομεία. Τα σώματα ντύθηκαν, ένα νέο παλτό τοποθετήθηκε στους ώμους του αρχιδούκα, νέα ψεύτικα παράσημα καρφιτσώθηκαν στη θέση των παλιών, αιματοβαμμένων και στραπατσαρισμένων, νέα τουαλέτα, σχεδόν πανομοιότυπη με εκείνη τη μεταξωτή στο χρώμα του χλωμού βερίκοκου, περάστηκε πάνω από τα γυμνά στήθη της δούκισσας (κανείς τώρα δεν σκεφτόταν τα εσώρουχα), και ήρθε το βράδυ όπως κάθε άλλο βράδυ, μ’ εκείνο το αεράκι που δροσίζει την κοιλάδα του Σαράγεβο ακόμα και το καλοκαίρι.
22
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 22
ταν απλώς ένας γραφιάς). Και, συνοδεία ενός ποτηριού μαύρης μπίρας στο τοπικό καπηλειό, γρύλισε: «Θα τους εκδικηθώ!», ατάκα την οποία αμέσως υιοθέτησε το μεθυσμένο πλήθος ως ρεφρέν, αναφωνώντας θορυβωδώς: «Θα τους εκδικηθεί!». Γιατί τι άλλο θα μπορούσε να κάνει ένα απλό γραφιαδάκι της πρωτεύουσας, το οποίο μέχρι χτες έγραφε για τις πυρκαγιές στα κτίρια της Βούδας και για τα δοχεία νυκτός που ακόμα κάποιοι άδειαζαν από τα παράθυρα στα κεφάλια των περαστικών, παρά να πιστεύει ότι η πολεμοχαρής προτροπή του πλήθους στο καπηλειό αποτελούσε για εκείνον υποχρέωση; Αλλά ως προς τι; Μερικές μέρες αργότερα ο αρχισυντάκτης του του ανέθεσε ένα νέο καθήκον το οποίο έμοιαζε με παρέμβαση της δημοσιογραφικής θείας πρόνοιας: Όλοι οι νεότεροι συνεργάτες της Pester Lloyd που δεν είχαν μόνιμες στήλες –μεταξύ αυτών και ο νεαρός Βέρες– ανέλαβαν να συντάσσουν απειλητικά γράμματα και να τα στέλνουν στη σερβική Αυλή. Ανώφελος κόπος, κατά τα φαινόμενα· όχι όμως και για κάποιον που μέχρι χτες έκανε ρεπορτάζ για τις επιδημίες ανεμοβλογιάς στο γκέτο των Αθίγγανων στο νησί Μαργκίτ. Το καθήκον αυτό απαιτούσε αφοσίωση και πατριωτισμό, πρωτίστως όμως ένα ύφος γραφής κατάλληλο για λιβελογραφία. Και ο Βέρες έπιασε δουλειά. Ήταν αφοσιωμένος και υπερβολικά αποφασισμένος. Για τον πατριωτισμό του –ο Βέρες είχε φτάσει να πιστεύει ότι ήταν Ούγγρος εβραϊκού δόγματος– δεν αμφέβαλλε. Ούτε και για το ύφος γραφής του. Το πρώτο γράμμα που έστειλε στη διεύθυνση της Αυτού Εξοχότητος του Αλέξανδρου, διαδόχου του σερβικού θρόνου, ήταν πραγματικά πετυχημένο. Ο Τίμπορ ένιωθε όχι ότι έγραφε μια επιστολή, αλλά ότι έβαζε τις φωνές στον αυθάδη πρίγκιπα ο οποίος άναψε φωτιά στη γηραιά και πολιτισμένη Ευρώπη. Ειδικά δύο προτάσεις τού έμειναν στη μνήμη: «Είσαι ένα γουρούνι που ούτε στο λασπωμένο του χοιροστάσιο δεν ξέρει να κυλιστεί» και «Βρο-
μερή νυφίτσα, ακόμα και την τρύπα σου έχεις μολύνει με την μπόχα σου». Όταν ο σερβικός Τύπος, τον οποίο συνέχισε να παρακολουθεί, μετέφερε την είδηση ότι στην Αυλή έφταναν καθημερινά εκατοντάδες ανόητα, απειλητικά γράμματα από την Πέστη και τη Βιέννη στα ουγγρικά και τα γερμανικά, γεμάτα με τις πιο χυδαίες προσβολές εναντίον του διαδόχου και του γηραιού βασιλιά Πέτρου, ο Βέρες το πήρε ως ενθάρρυνση να συνεχίσει δριμύτερος (μάλιστα ο ίδιος ο αρχισυντάκτης του διάβασε έναν λίβελό του και του είπε κάτι σαν «Εσείς θα γίνετε ένας σωστός δημοσιογράφος της πρωτεύουσας»). Αλλά τότε συνέβη κάτι παράξενο στον δημοσιογράφο, όπως είχε συμβεί και στον παθολόγο Γκράχο, αν και σε καμία περίπτωση δεν είχε τον χαρακτήρα μακάβριου οιωνού, όπως στο νεκροτομείο του Σαράγεβο. Ο Τίμπορ άρχισε απλούστατα να χάνει τον έλεγχο των λέξεων. Και δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς έγινε αυτό. Άρχιζε κάθε νέα επιστολή με μια υπερβολικά προσβλητική προσφώνηση. Σκαρφιζόταν έναν άσχημο χαρακτηρισμό για τον Σέρβο βασιλιά και τη Σερβία, ανέπτυσσε την ιδέα σαν ένας πολύ καλός δημοσιογράφος, έβρισκε ντροπιαστικά παραδείγματα από την ιστορία, και στο τέλος σε όλα αυτά πρόσθετε σαφέστατες απειλές. Όταν θέλησε να δείξει μια τέτοια επιστολή στον αρχισυντάκτη του, αποφάσισε, ευτυχώς, πρώτα να τη διαβάσει ακόμα μία φορά, και βρέθηκε προ εκπλήξεως: Οι λέξεις που είχε γράψει ήταν σαν να του είχαν παίξει ένα άσχημο παιχνίδι – πάνω στο ίδιο το χαρτί. Ήταν λες και είχαν φιλονικήσει αναμεταξύ τους – ένα γραμματικό βασίλειο δίχως βασιλιά. Τα ουσιαστικά είχαν αρπάξει τα νοήματα το ένα από το άλλο, αλλά και τα ρήματα δεν είχαν μείνει πίσω. Τα επίθετα και τα επιρρήματα έμοιαζαν με μικρούς λαθρεμπόρους, με πειρατές που διακινούσαν λάφυρα και σκλάβους. Μόνο τα αριθμητικά και οι προθέσεις είχαν μείνει μέχρις ενός σημείου αμέτοχα σ’ αυτό το άγριο παιχνίδι – και το αποτέλεσμα ήταν όλα όσα είχε
23
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 23
24
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 24
γράψει ο Τίμπορ στο τέλος να μοιάζουν περισσότερο με εγκώμιο του Σέρβου διαδόχου παρά με χλευασμό. Στην αρχή προσπάθησε να ξαναγράψει την επιστολή, μα κατάλαβε ότι θα ήταν ανοησία να προσπαθήσει να αναδιατυπώσει έναν πανηγυρικό της Σερβίας τη στιγμή που στην πραγματικότητα είχε θελήσει να γράψει το εντελώς αντίθετο. Γι’ αυτό άλλαξε γλώσσα και πέρασε από τα ουγγρικά στα γερμανικά. Ανέσυρε από τη μνήμη του βαριές γερμανικές λέξεις, ένα λεξιλόγιο γεμάτο οιδήματα και εξογκώματα και σαρκώματα – λέξεις τυφλές και κουφές σε κάθε ηθική και κάθε ίχνος αυτογνωσίας. Με αυτό τον συντακτικό σωρό από εκφράσεις του πεζοδρομίου και βρισιές των καπηλειών, ο μικρός χρονικογράφος μας από τη Βουδαπέστη συνέταξε εκ νέου μια επιστολή, και για άλλη μια φορά τού φάνηκε πολύ καλή, αν μπορεί ποτέ να χαρακτηριστεί έτσι ένας λίβελος· αλλά, μόλις την τελείωσε, το νόημα άρχισε να αλλάζει μπροστά στα ίδια του τα μάτια και κακόβουλα να μετατρέπεται σε καθωσπρέπει. Το «gering» («ασήμαντος») άλλαξε απλώς σε «gerecht» («δίκαιος»)· κι όταν θέλησε να γράψει «Das war ein dummes Ding» («Αυτό ήταν μια ανοησία»), προέκυψε ότι με το ίδιο του το χέρι είχε γράψει «Jedes Ding hat zwei Seiten» («Κάθε πράγμα έχει δύο όψεις»), λες και ήθελε ν’ ανοίξει δημόσια συζήτηση με τον αυθάδη πρίγκιπα και όχι να τον λοιδορήσει. Κι αυτό συνεχίστηκε. Λέξεις οι οποίες βρομοκοπούσαν από ατιμία και ανθρώπινες εκκρίσεις τώρα είχαν μπανιαριστεί και μοσχομύριζαν. Κάθε βρισιά γινόταν μικρή επίπληξη, η επίπληξη πολύ εύκολα εγκώμιο... Σκέφτηκε ότι αυτό ίσως συνέβαινε επειδή το χαρτί στο οποίο έγραφε ήταν εκείνο το δημοσιογραφικό λεπτό χαρτί, έτσι ζήτησε από τον αρχισυντάκτη πιο χοντρό. Άλλαξε και την πένα του και αντικατέστησε το μπλε με μαύρο μελάνι, και επιτέλους απαλλάχτηκε από το βάσανο. Οι υβριστικές επιστολές του έμεναν τώρα όπως τις είχε φανταστεί – σαν χωράφι το οποίο είχε βομβαρδίσει χαλάζι σε διαστάσεις αυγού. Άρεσαν στον
αρχισυντάκτη, και ο Τίμπορ σκέφτηκε ότι το μυστικό ήταν στο χαρτί, την πένα και το μαύρο μελάνι. Του ήρθε σχεδόν να φιλήσει την άτακτη γραφίδα του, με την οποία το καλοκαίρι του 1914 είχε γράψει πλήθος κακόβουλων επιστολών στη σερβική Αυλή. Αλλά δεν ήξερε τι συνέβαινε στο ταχυδρομείο... Οι κακόβουλες επιστολές είχαν συνειδητοποιήσει ότι δεν έπρεπε να αλλάζουν μπροστά στα μάτια του πρησμένου και άυπνου δημιουργού τους· αποφάσισαν, αντίθετα, να αλλάζουν το νόημά τους στο ταχυδρομικό κουτί ή στο βαγόνι αποσκευών της ταχείας των αυστροουγγρικών ταχυδρομείων, που μετέφερε τις επιστολές σε όλη την Ευρώπη, της Σερβίας συμπεριλαμβανομένης. Έτσι ένας δημοσιογράφος έσωσε τη δουλειά του λίγο πριν την επιστράτευση, και στη σερβική Αυλή παραξενεύονταν που ανάμεσα στους εκατοντάδες λιβέλους από την Πέστη έβρισκαν πού και πού μια εγκωμιαστική επιστολή, συμπεραίνοντας λανθασμένα πως επρόκειτο για ένδειξη ότι στην Αυστροουγγαρία υπήρχαν ακόμη άνθρωποι με κοινή λογική. Εντούτοις ο σερβικός Τύπος συνέχισε να ξεφωνίζει και να χρησιμοποιεί και ο ίδιος βαριές εκφράσεις, μόνο που σε καμία εφημερίδα της Σερβίας δεν άλλαζαν οι λέξεις από μόνες τους, ούτε τυπώθηκαν προτάσεις με διαφορετικό νόημα από εκείνο που έμπαινε στο τυπογραφείο. Ο Τίμπορ συνέχισε να γράφει με το μαύρο του μελάνι σε πιο χοντρό χαρτί και να παρακολουθεί τον σερβικό Τύπο. Ξεφύλλιζε ωστόσο μόνο τις πρώτες σελίδες, ενώ τις αγγελίες και τις διαφημίσεις τις θεωρούσε ασήμαντες, παρόλο που ακριβώς αυτές ήταν που συνέβαλαν ώστε στο Βελιγράδι να διαδραματιστεί ένα «αξιοπερίεργο συμβάν», όπως το αποκάλεσε η Πολίτικα. Όλα ξεκίνησαν με μια μικρή διαφήμιση την οποία δεν διάβασε ο Τίμπορ. Για τον Τζόκα Βέλικοβιτς, έναν μικρέμπορο βερνικιών υποδημάτων, ο Μεγάλος Πόλεμος άρχισε όταν έβαλε μια διαφήμιση σε πλαίσιο στην Πολίτικα: «Αγοράστε γερμανικό βερνίκι υποδημάτων “Ιντεαλίν”!
25
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 25
26
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 26
Το αυθεντικό “Ιντεαλίν” έχει ένα υπόδημα στο καπάκι, όπως στην εικόνα, είναι φτιαγμένο από καθαρό λαρδί και φροντίζει το δέρμα των υποδημάτων σας». Μετά στο κάτω μέρος της διαφήμισης, για να γεμίσει όλο τον χώρο που είχε πληρώσει, πρόσθεσε μια φράση η οποία αργότερα έμελλε να αποβεί μοιραία για εκείνον: «Να προσέχετε τις απομιμήσεις αν θέλετε να φυλάτε τα παπούτσια σας». Η διαφήμιση τυπώθηκε στην τέταρτη σελίδα της Πολίτικα την ημέρα που τα πρωτοσέλιδα ανακοίνωναν ότι «Στην Αυστρία το μυαλό δεν χρησιμοποιείται πια σχεδόν καθόλου», ότι «Οι Times διαφοροποιούνται από τον Τύπο της Αυστρίας και της Πέστης» και ότι «Οι δολοφόνοι Γκαβρίλο Πρίντσιπ και Νεντέλικο Τσαμπρίνοβιτς ήταν πολίτες της Αυστροουγγαρίας», αλλά ο μικρέμπορος του εισαγόμενου βερνικιού υποδημάτων δεν διάβασε τους τίτλους στα πρωτοσέλιδα. Τα πρωτοσέλιδα δεν διάβασε ούτε ο τσαγκάρης Γκάβρα Τσερνογκόρτσεβιτς, πρόσεξε όμως τη διαφήμιση, και ειδικά εκείνο το «Να προσέχετε τις απομιμήσεις αν θέλετε να φυλάτε τα παπούτσια σας». Ο Γκάβρα, καθώς φαίνεται, είχε ανοιχτούς λογαριασμούς με τον Τζόκα. Ένα διάστημα ήταν και οι δύο βοηθοί τσαγκάρη, και λέγεται ότι μέχρι που μοιράζονταν κι ένα δωμάτιο που ανήκε στον Μίγια Τσικάνοβιτς, ο οποίος τον προηγούμενο αιώνα έκανε χοντρικό και λιανικό εμπόριο. Είναι άγνωστο αν ο Τσερνογκόρτσεβιτς αποφάσισε να σαμποτάρει τον έμπορο βερνικιού υποδημάτων Βέλικοβιτς για λόγους αντιζηλίας ή εξαιτίας παλιών ανοιχτών λογαριασμών. Λέγεται ότι ο Τσερνογκόρτσεβιτς παινευόταν στους πιωμένους φίλους του στο καπηλειό «Μορούνα» πως μισούσε οτιδήποτε γερμανικό, ιδιαίτερα αν είχε να κάνει με το επάγγελμά του, και πως δεν έβλεπε γιατί να εισάγουν στη Σερβία βερνίκι υποδημάτων με την ονομασία «Ιμαλίν» ή «Ιντεαλίν», αφού οι Σέρβοι και μόνοι τους θα μπορούσαν, με την ανάμειξη λαρδιού και μαύρου χρώματος, να φτιάξουν καλύτερο βερνίκι από εκείνο
των Γερμαναράδων. Μάλλον αυτή η επίδειξη καταμεσής του καπηλειού –με ρεφρέν σχεδόν παρόμοιο με αυτό που ενέπνευσε έναν μικρό δημοσιογράφο στην Πέστη και το οποίο η μάζα επαναλάμβανε σαν πολυβόλο: «Οτιδήποτε δικό μας είναι καλύτερο από των Γερμαναράδων!»– ώθησε τον τσαγκάρη να αρχίσει μόνος του να παράγει μια απομίμηση του βερνικιού «Ιντεαλίν». Ντόπιο λαρδί, ντόπια χρωστική, ένας τεχνίτης από το Βέρτσιν που έφτιαχνε τα τσίγκινα κουτιά, ένας ύποπτος νεαρός που έκανε το καλούπι για μια πρέσα η οποία εκτύπωνε μια πανομοιότυπη εικόνα του χεριού που κρατάει ένα παπούτσι και το γερμανικό σλόγκαν «ist die beste “Idealin”» – και το βερνίκι μαϊμού έκανε την εμφάνισή του στην αγορά. Και το ένα και το άλλο βερνίκι πωλούνταν στα μπακάλικα, κι έτσι οι δρόμοι του Βέλικοβιτς και του Τσερνογκόρτσεβιτς αρχικά δεν διασταυρώθηκαν. Το Βελιγράδι όμως ήταν πολύ μικρή πόλη γι’ αυτή τη «συνύπαρξη των “Ιντεαλίν”» για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Βέλικοβιτς εντόπισε το προϊόν μαϊμού, και του πήρε μόλις μερικές μέρες, ρωτώντας στους κύκλους των τσαγκάρηδων, των κουτσομπόληδων στα καπηλειά και των αμούστακων παραγιών, για να ανακαλύψει ποιος το είχε φτιάξει. Όταν έμαθε ότι ήταν ο Τσερνογκόρτσεβιτς, με τον οποίο μοιραζόταν ένα δωμάτιο όταν ήταν νεαρός και πλήρωνε την εμπειρία με πείνα, γιατί όλα τα λεφτά που έβγαζε πήγαιναν στο νοίκι, εξοργίστηκε. Έβαλε λοιπόν μια αγγελία στην Πολίτικα με την οποία προειδοποιούσε τον «κύριο Τσερνογκόρτσεβιτς και τους κυρίους που τον βοηθούν» να αποσύρει την απομίμηση από την αγορά, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα υποστεί «όλες τις δυνατές κυρώσεις: νομικές, εμπορικές και προσωπικές», αλλά ο κατασκευαστής του βερνικιού μαϊμού δεν έπαιρνε από φόβο. Επιπλέον, σαν παλιός απατεώνας, έδειξε αμέσως με το δάχτυλο τον Βέλικοβιτς, λέγοντας ότι αυτός πουλάει το μαϊμού «Ιντεαλίν» και ότι πρέπει να καταφύγουν σε δικαστικό πραγματο-
27
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 27
28
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 28
γνώμονα για να εξετάσει ποιανού το βερνίκι «Ιντεαλίν» ήταν το αυθεντικό. Επειδή όμως βρίσκονταν καταμεσής του ζεστού καλοκαιριού που ακολούθησε τους Βαλκανικούς Πολέμους στον νότο, κι επίσης ήταν η εβδομάδα που όλοι περίμεναν τη διπλωματική νότα της αυστριακής κυβέρνησης την οποία θα επέδιδε ο κόμης Γκιζλ, ο απεσταλμένος της Αυστρίας στο Βελιγράδι, αρχικά κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να εμπλακεί σ’ αυτή τη μικρή διαμάχη. Οι ορκισμένοι αντίπαλοι αναλογίζονταν τα επόμενα βήματά τους, και το πρώτο που σκέφτηκαν κι οι δύο ήταν να βρουν μερικούς μπράβους που θα έδερναν τον άλλο και θα κατέστρεφαν την «αισχρή βιοτεχνία» του, αλλά φάνηκε ότι υπήρχε έλλειψη από μπράβους στην πρωτεύουσα, ή ότι και οι δύο δεν είχαν αρκετά χρήματα για να τους πληρώσουν. Αποφάσισαν λοιπόν να μονομαχήσουν! Ο Βέλικοβιτς και ο Τσερνογκόρτσεβιτς συμφώνησαν για τη μονομαχία την ίδια μέρα που πάνω από το Βελιγράδι εμφανίστηκε ένα περίεργο αεροπλάνο· έκανε κύκλους για δέκα λεπτά και μετά χάθηκε πάνω από τον Δούναβη στην Αυστροουγγαρία, προς την κατεύθυνση της Βίσνιτσα. Εν τω μεταξύ στο Βελιγράδι δεν υπήρχε η παράδοση της μονομαχίας, και οι δύο τσαγκάρηδες μετά βίας ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν για να είναι η μονομαχία έγκυρη· έτσι βασίστηκαν κυρίως σε γαλλικά ρομάντζα, τα οποία και οι δυο τους διάβαζαν, και στην ομιχλώδη ανάμνηση των μονομαχιών που περιέγραφαν με μεγάλη συγκίνηση τα κείμενα αυτά. Έψαξαν στην πρωτεύουσα πιστόλια και τα βρήκαν – ο καθένας τους από ένα μπράουνινγκ (ο Τσερνογκόρτσεβιτς με μακριά κάννη, ο Βέλικοβιτς με κοντή). Ύστερα άρχισαν να ψάχνουν για μάρτυρες, για λευκά πουκάμισα με δαντέλα στο στήθος και στενά παντελόνια αλά κόμης Μοντεχρίστος, λες και ετοιμάζονταν για γάμο και όχι για θάνατο. Περίπου στο σημείο αυτό ενδιαφέρθηκε για την περίπτωσή τους ο πάντα αδηφάγος για σκάνδαλα Τύπος, κι έτσι τα αξύριστα λαγωνικά του
Βελιγραδίου έστρεψαν πάνω τους την προσοχή τους, θέλοντας με τον τρόπο αυτό, έστω εν μέρει, να περισπάσουν τους αναγνώστες τους από την ανησυχία που οι ίδιοι σε μεγάλο βαθμό προκαλούσαν με τα πρωτοσέλιδά τους. Οι τσαγκάρηδες ονομάστηκαν τζέντλεμαν, μεγάλοι δάσκαλοι της τέχνης τους και αντίζηλοι στον αγώνα για το χέρι μιας μυστηριώδους κόρης, και σχεδόν κανείς δεν ανέφερε ότι η πραγματική αιτία της μονομαχίας ήταν ένα βερνίκι παπουτσιών. Η ενασχόληση του Τύπου ήταν αρκετή για να ενδιαφερθούν για το γεγονός κι οι μπάτσοι της πρωτεύουσας. Διαπιστώθηκε ότι ούτε ο Βέλικοβιτς ούτε ο Τσερνογκόρτσεβιτς είχαν κάνει τη στρατιωτική τους θητεία, καθώς στον σερβοβουλγαρικό πόλεμο του 1885 είχαν σταλεί και οι δύο στα μετόπισθεν, έτσι κατά πάσα πιθανότητα δεν είχαν ρίξει ούτε μία σφαίρα στη ζωή τους. Αλλά τα μπράουνινγκ αξίωναν να χρησιμοποιηθούν, κι έπρεπε να βρεθεί η τοποθεσία, «ακριβώς όπως η μοιραία αναμέτρηση των Οθωμανών και των Σέρβων βρήκε την τοποθεσία της στο Κόσοβο», σύμφωνα με έναν δημοσιογράφο. Αρχικά οι τσαγκάρηδες ήθελαν το «πεδίο της τιμής» τους να είναι το Τόπτσιντερ, αλλά οι δημοτικές αρχές του Βελιγραδίου έβγαλαν διάταγμα ότι δεν επιτρεπόταν σε κανέναν να πυροβολεί και να σκοτώνει σ’ αυτό τον υγρό δρυμό, γιατί έτσι θα διαταρασσόταν η ησυχία, και επιπλέον η θερινή βασιλική κατοικία θα γέμιζε θλίψη αν το Πέτρος μάθαινε για το περιστατικό. Γι’ αυτό οι μάρτυρες των ορκισμένων αντιπάλων πρότειναν τον κοντινό ιππόδρομο. Αποφασίστηκε η μονομαχία να πραγματοποιηθεί σε ημέρα αγώνων, στη γιορτή των αγίων Πέτρου και Παύλου, την Κυριακή 29 Ιουνίου με το παλιό ημερολόγιο, αμέσως μετά την ολοκλήρωση των πέντε πρώτων αγώνων. Κι έτσι μαζεύτηκε ένα αρκετά μεγάλο πλήθος, αυτή τη φορά λιγότερο λόγω των αλόγων και περισσότερο λόγω των ανθρώπων με μυαλό αλόγου, αν αυτό δεν είναι προσβλητικό για τα ευγενή αυτά πλάσματα.
29
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 29
30
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 30
Πρώτα ακούστηκαν τα πιστόλια που σήμαναν την έναρξη των αγώνων. Στην πρώτη κούρσα νίκησε ο επιβήτορας Γευγελή, στη δεύτερη θριάμβευσε το Λευκό Τριαντάφυλλο, στο ντέρμπι πρώτος ήταν ο Ζντράλιν, στην κούρσα των αναβατών νίκησε η φοράδα Κοντέσα, ενώ στην κούρσα των αξιωματικών, προς έκπληξη των πρακτόρων στοιχημάτων, η νεαρή φοράδα Κιρέτα από τον ίδιο στάβλο. Και τότε, στις επτά το βράδυ, καταμεσής του γηπέδου με χορτάρι γύρω από το οποίο έτρεχαν τα άλογα, βγήκαν οι Τζόκα Βέλικοβιτς και ο Γκάβρα Τσερνογκόρτσεβιτς. Στην αρχή όλα έμοιαζαν σαν να είχαν βγει από σπαραχτικό ρομάντζο του προηγούμενου αιώνα. Ο όχλος ήταν χαρούμενος και ανέμελος. Ο θάνατος θα θύμιζε και αυτός βοντβίλ, έτσι έμοιαζε. Παρ’ όλα αυτά οι γιατροί είχαν έτοιμα στα τραπεζάκια τους οινόπνευμα και μπάλες βαμβακιού. Οι μάρτυρες έντυσαν τους δύο αντιπάλους με λευκά πουκάμισα. Και οι δύο είχαν επιμείνει τα πουκάμισα να έχουν δαντέλα. Τα πιστόλια γεμίστηκαν με μία σφαίρα και μετά οπλίστηκαν. Οι αντίπαλοι απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλο εκατό μέτρα. Σήκωσαν τα χέρια... Τη στιγμή εκείνη όλα σταμάτησαν να μοιάζουν με ρομάντζο. Ίσως επειδή ο αιμοδιψής όχλος ούρλιαζε όλο και πιο δυνατά, κι έτσι έτρεμε το χέρι τόσο του ενός όσο και του άλλου τσαγκάρη. Ο Βέλικοβιτς δεν μπορούσε καν να κρατήσει το αριστερό του χέρι σηκωμένο, ενώ το όπλο στο δεξί χέρι του Τσερνογκόρτσεβιτς έπαθε εμπλοκή και η σφαίρα δεν ήθελε να βγει από την κάννη. Τώρα ήταν σειρά του Βέλικοβιτς να ρίξει με το κοντόκαννο μπράουνίνγκ του και να στείλει τον αντίπαλό του στον άλλο κόσμο αν η σφαίρα τον πετύχαινε. Όμως δίστασε, ενώ οι κραυγές εκείνων που γνώριζαν ότι, μέσα στον όχλο, κανείς μετά δεν θα μπορούσε να τους καταλογίσει τίποτα γίνονταν όλο και πιο τρομακτικές. Όταν το κατάχλωμο δάχτυλό του τράβηξε επιτέλους τη σκανδάλη, η σφαίρα εξερράγη στο χέρι του, διαλύοντας την κάννη και γεμίζοντας άσχημα εγκαύ-
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 31
Έτσι νικητής αναδείχθηκε το μαϊμού «Ιντεαλίν» –και ο ιδιοκτήτης του–, και για έναν ολόκληρο μήνα πριν την έναρξη του πολέμου πουλιόταν στο Βελιγράδι ως αυθεντικό· αλλά τα παπούτσια στο Βελιγράδι, όπως κι εκείνα στη Βοσνία, συνέχισαν να ξεραίνονται και να σκεβρώνουν εξαιτίας της κουφόβρασης. Γι’ αυτό τον λόγο ο γιατρός Μεχμέτ Γκράχο αποφάσισε να αγοράσει ένα καινούργιο ζευγάρι. Πέρασε από έναν παλιό τσαγκάρη στο Μπαστσάρσια. Κάποτε αγόραζε παπούτσια από σερβικά μαγαζιά, αλλά τώρα αυτά είχαν κλείσει. Τραχιά σανίδια ήταν καρφωμένα πάνω από τα σπασμένα τζάμια στις βιτρίνες, και ο γιατρός Γκράχο δυσανασχετούσε που το Σαράγεβο μετατρεπόταν όλο και πιο πολύ σε πεδίο μαχών και σκουπιδότοπο – καθώς κανείς δεν μάζευε τα σκουπίδια που έμεναν μετά τις διαδηλώσεις. Μ’ αυτή τη σκέψη μπήκε στο μαγαζί, έδειξε με το δάχτυλο ένα ζευγάρι καλοφτιαγμένα καφέ παπούτσια και τα δοκίμασε. Δεν είχε ιδέα ότι κάτι σημαντικό επρόκειτο να του συμβεί, και είχε αφιερώσει όλη την προσοχή του στην αγορά παπουτσιών. Είχε πλατυποδία και οι αρθρώσεις του ήταν πάντα πρησμένες, και δύσκολα έβρισκε παπούτσια που να του κάνουν. Δυστυχώς και αυτή τη φορά έπρεπε να εγκαταλείψει την ιδέα ότι θα αγόραζε τα όμορφα καφέ παπούτσια με το τρυπητό σχέδιο. Επέστρεψε σπίτι του και άρχισε να ξυρίζεται. Πρώτα έβαλε αφρό κάτω από τη μύτη, έπειτα στο πλάι και στο τέλος κάτω από το πιγούνι. Κοιτούσε το πρόσωπό του στον καθρέπτη, κι ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό του αυτό που
31
ματα το δεξί μισό του προσώπου του. Ο Βέλικοβιτς σωριάστηκε, οι γιατροί πλησίασαν, ενώ οι μάρτυρες δεν ήξεραν τι να κάνουν, οπότε ανακήρυξαν τον Τσερνογκόρτσεβιτς νικητή της τελευταίας μονομαχίας στο Βελιγράδι πριν το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου.
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 32
32
είχε συμβεί στο νεκροτομείο εκείνη τη μέρα. Τράβηξε την πρώτη γραμμή με το ξυράφι – σιγά σιγά, με προσοχή για να μην κοπεί. Το βράδυ είχε εφημερία και δεν έπρεπε να φαίνεται ατημέλητος. Ήταν στο νεκροτομείο λίγο μετά τις επτά. Εκείνο το βράδυ έφτασαν μερικά πτώματα, αλλά του ήταν αδιάφορα. Τα εξέτασε, εκτέλεσε δύο απλές νεκροψίες και μετά κάθισε στη μεταλλική καρέκλα αρκετή ώρα, περιμένοντας την επόμενη δουλειά. Ως το πρωί δεν συνέβη τίποτα, κι έτσι πήρε έναν υπνάκο.
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 33
ΕΝΑ ΜΑΚΡΥ, ΖΕΣΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Ο μεγαλύτερος βαρύτονος των γερμανικών σκηνών είχε να ερμηνεύσει αυτό τον ρόλο περισσότερο από μιάμιση δεκαετία, γιατί τον προηγούμενο αιώνα, λένε, ήταν και ο ίδιος ένα είδος Δον Ζουάν και μια νεαρή δασκάλα από το Βορμς είχε πάρει δηλητήριο εξαιτίας του. Έτσι αποφάσισε να μην ξαναερμηνεύσει τον ρόλο του Ντον Τζοβάννι στη διάρκεια του 19ου αιώνα που εξέπνεε, και κράτησε αυτή του την υπόσχεση ακόμα περισσότερο – μέχρι το 1914. Τώρα η ανάμνηση της γλυκιάς δασκάλας είχε ξεθωριάσει, αλλά ήταν όντως έτσι; Για τον μαέστρο Χάους ο Μεγάλος Πόλεμος άρχισε όταν κατάλαβε ότι μέσα του δεν ένιωθε τίποτα – ούτε λύπη, ούτε χαρά, ούτε αληθινή πίστη στην τέχνη του. Καθόταν μπροστά στον καθρέφτη και μακιγιαριζόταν χωρίς τη
2 – Ο Μεγάλος Πόλεμος
33
Σήμερα τραγουδάει ο Χανς-Ντίτερ Χάους! Ο μαέστρος Χάους θα παρουσιαστεί στην Ντόυτσε Όπερ συνοδευόμενος από τις καλύτερες φωνές της Γερμανίας και από την ορχήστρα την οποία θα διευθύνει ο μεγάλος Φριτς Κνάπερτσμπους. Ερμηνεύει τον ρόλο του Ντον Τζοβάννι στην όπερα του Μότσαρτ. Ολόκληρο το Βερολίνο περιμένει με φανερή ανυπομονησία, και κάθε φιλύρα στην οδό Ούντερ ντεν Λίντεν μοιάζει να επαναλαμβάνει αυτό το ρεφρέν. Τα εισιτήρια βεβαίως έχουν προ πολλού εξαντληθεί. Όλη η πόλη μιλάει γι’ αυτό!
34
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 34
βοήθεια κανενός όταν το συνειδητοποίησε αυτό. Έβαλε την πουδραρισμένη περούκα του Ντον Τζοβάννι και κοίταξε το ήδη γερασμένο πρόσωπο, φθαρμένο από τα σημάδια τόσων ρόλων. Τους έπαιζε στη σκηνή, τους έπαιζε στη ζωή, και τώρα έπρεπε να εμφανιστεί μπροστά στους Βερολινέζους – το πιο απαιτητικό κοινό στον κόσμο. Όλοι στην αίθουσα έλεγαν πως θα ήταν κάτι το εξαιρετικό, το ήξερε· ένιωθε ότι ο όχλος είχε έρθει για να δει αν θα έτρεμε η φωνή του, αν θα σταματούσε στη μέση του λιμπρέτο, ανήμπορος να συνεχίσει. «Σαν τον θηριοδαμαστή που για άλλη μια φορά πρέπει να βάλει το κεφάλι του μέσα στα σαγόνια του λιονταριού», μουρμούρισε στον εαυτό του και, διασχίζοντας τους διαδρόμους, πήγε προς τη σκηνή. Η ουβερτούρα είχε τελειώσει και η όπερα είχε αρχίσει. Η ντόνα Άννα, η ντόνα Ελβίρα και η χωριατοπούλα Τσερλίνα σύντομα έπεσαν θύματα της ακολασίας του Ντον Τζοβάννι, και ο Χανς-Ντίτερ Χάους άνοιγε το στόμα του σαν να ηχογραφούσε στο στούντιο και να τραγουδούσε μπροστά στο μεγάλο χωνί. Δεν ένιωθε τίποτα μέσα του – ούτε χαρά, ούτε λύπη, ούτε ενθουσιασμό. Όταν μπόρεσε να κοιτάξει τα πρόσωπα στις πρώτες σειρές, πρόσεξε ότι σχεδόν όλοι κρατούσαν κιάλια της όπερας στα μάτια τους. Οι λάτρεις της όπερας του θύμιζαν φαντάσματα, και ήξερε ότι παρακολουθούσαν για να εντοπίσουν τον παραμικρό σπασμό στο πρόσωπό του, αλλά εκείνος πια δεν θυμόταν την Έλσα από το Βορμς και δεν ήξερε τι να σκεφτεί για την αυτοκτονία της, γιατί δεν είχε πλέον αισθήματα ή γνώμη για τους δυο τους. Τραγουδούσε μηχανικά, υπέροχα αναμφίβολα, μα κάπως ψυχρά, και συνέχισε σ’ αυτό τον τόνο μέχρι το τέλος της όπερας. Το πνεύμα του Διοικητή εμφανίστηκε στη σκηνή με μια βουή που ταρακούνησε τη γη (ένα υπερθέαμα που ετοιμαζόταν πολύ καιρό). Ο Ντον Τζοβάννι δεν άκουσε τις προειδοποιήσεις του Λεπορέλλο και παρέμεινε ακλόνητος όταν το πνεύμα του Διοικητή άρχισε να τραγουδάει «Don Giovanni, a cenar teco / m’invitarsi, e son venuto» («Ντον Τζοβάν-
νι, σε γεύμα μαζί σου / με κάλεσες, κι εγώ ήρθα») και τον έσυρε στην κόλαση. Οι τελευταίες νότες, μια ικανοποιημένη κίνηση της μπαγκέτας του μαέστρου και το τέλος της όπερας του Μότσαρτ. Κάποιος κλακέρ από τον τρίτο εξώστη φώναξε «Μπράβο!». Το κοινό σηκώθηκε όρθιο. Δεκατρείς φορές έπρεπε να επιστρέψουν στη σκηνή. Δεκατρείς! Αυτό δεν είχε ξαναγίνει στην Ντόυτσε Όπερ, όμως ο μαέστρος Χάους ήξερε ότι το κοινό χειροκροτούσε ηχηρά χωρίς να είναι ενθουσιασμένο. Η μικροκαμωμένη νεαρή Έλσα από το Βορμς δεν βγήκε με τον μεγαλύτερο βαρύτονο της Γερμανίας στη σκηνή, αλλά ήταν σαν όλοι να την περίμεναν. Οι θεατές θα χειροκροτούσαν λίγο ακόμα και μετά θα έφευγαν για τα σπίτια τους, αν στη σκηνή δεν ανέβαινε ένας αξιωματικός. Ήταν μικρόσωμος και η στολή του δεν ταίριαζε με τα κοστούμια της όπερας, αλλά με τα κοστούμια της εποχής. Ο αξιωματικός έβγαλε μια διακήρυξη του κάιζερ και τη διάβασε με πάθος. Η φωνή του πάντως έτρεμε λιγάκι: «Είναι σκοτεινοί καιροί για τη χώρα μας. Είμαστε περικυκλωμένοι, και πρέπει να αδράξουμε το σπαθί. Ο Θεός θα μας δώσει τη δύναμη να το χρησιμοποιήσουμε όπως πρέπει και να το κρατάμε με αξιοπρέπεια. Εμπρός στον πόλεμο!». Ενώ διαβαζόταν η διακήρυξη στη σκηνή, ο Ντον Τζοβάννι και οι απατημένες αγαπημένες του, με πασαλειμμένο το μακιγιάζ τους, στέκονταν παράμερα. Κάποιος πίσω από τη σκηνή έβαλε τα κλάματα. Στο κοινό, ο ένας μετά τον άλλο σηκώνονταν από τις θέσεις τους, και στον δεύτερο εξώστη φάνηκε σαν να προσπαθούσαν όλοι μαζί να τραγουδήσουν τον εθνικό ύμνο, αλλά ο μεγάλος βαρύτονος δεν πίστευε στον πόλεμο και η σκέψη του ήταν μόνο στις κριτικές που θα δημοσιεύονταν την επόμενη μέρα. Φυσικά η επόμενη μέρα ξημέρωσε με εγκωμιαστικές κριτικές, αλλά αυτή ήταν μια καινούργια ημέρα για το Βερολίνο, μια καινούργια ημέρα για το Σαράγεβο, μια καινούργια ημέρα για το Βελιγράδι, μια καινούργια ημέρα και για το Παρίσι. Στο
35
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 35
36
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 36
Βερολίνο την επομένη διακόπηκε και μια παράσταση του διάσημου Μπερλίνερ Βαριετέ. Ένας άλλος αξιωματικός, ένας ψηλός αυτή τη φορά, βγήκε στη σκηνή και διάβασε τη διακήρυξη του κάιζερ. Και ύστερα ένας τρίτος και ένας τέταρτος – σε όλες τις σκηνές της Γερμανίας. Στο Παρίσι κυκλοφορούσαν ήδη φήμες για επιστράτευση. Οι άνθρωποι δεν μιλούσαν με φόβο για τον πόλεμο, αλλά με ένα εκρηκτικό μείγμα ρομαντικών και πατριωτικών αισθημάτων. Οι μελλοντικοί στρατιώτες φαντάζονταν τον εαυτό τους σαν γρεναδιέρους της δημοκρατίας στους οποίους δίνονταν νέες στολές και κράνη, και αντί για μπαγιονέτες τοποθετούσαν ίριδες στα ντουφέκια και έκαναν εφορμήσεις μπροστά στα μάτια κοριτσιών που ήταν παραταγμένα κατά μήκος των χαρακωμάτων σαν μεσαιωνικές αρχόντισσες που παρακολουθούσαν ιπποτικούς αγώνες... Ήταν λες και όλοι ήθελαν να είναι έτοιμοι γι’ αυτή την «αποφασιστική μάχη». Στο καφέ «Λα Ροτόντ», ένα στέκι στο οποίο σύχναζε ο καλλιτεχνικός κόσμος, ιδιοκτησίας του μπαρμπα-Λιμπιόν, πολλοί θαμώνες είχαν ήδη αρχίσει να εξασκούνται και είχαν σταματήσει να πίνουν. Έλεγαν ότι εξασκούνται, για να είμαστε ακριβείς, αλλά κάτω από το τραπέζι έβαζαν ποτό να πιουν. Δεν είχαν πια ζήτηση τα παλιά κοκτέιλ τα οποία κερνούσαν οι ζωγράφοι τα μοντέλα τους. Το παστίς και το αψέντι δεν τραβούσαν πια, και ακόμα και το ξινό κρασί του μπαρμπα-Λιμπιόν, που την επόμενη μέρα άφηνε έναν δυνατό πονοκέφαλο, δεν είχε πλέον τόση ζήτηση. Παντού αντηχούσαν αντιγερμανικά συνθήματα. Κάποιος φώναζε ότι η «eau de Cologne» έπρεπε να αποκαλείται «eau de Louvain». Κάποιος άλλος κοντά στο μπαρ μισούσε οτιδήποτε γερμανικό και, απορρίπτοντας τη νέα γύρα από ποτά «γιατί ήταν καιρός να ετοιμαστούν για τον πόλεμο», φώναζε, έτσι ώστε να μπορεί να τον ακούσει και ο Πάμπλο Ρουίς Πικάσσο, ότι όλους τους κυβιστές θα έπρεπε να τους καρφώσουν στις μπαγιονέτες γιατί ήταν ένα «βρομογερμαναράδικο καλλιτεχνικό κίνημα».
Ωστόσο ένας ανθρωπάκος με αραιό μουστάκι καθόταν σε μια γωνιά του καφέ και δεν φώναζε τίποτα. Ήθελε κι αυτός να πάει στον πόλεμο. Τον φανταζόταν σαν ένα από τα ποιήματά του στο οποίο, πάνω στο πεδίο του χαρτιού, η ρίμα πολεμούσε ενάντια στην ελευθερία του στίχου και η μια στροφή εφορμούσε εναντίον της άλλης με σηκωμένο το ακόντιο, αλλά όχι με τόση βία ώστε από τη σύγκρουση αυτή στο τέλος να μην προκύψει ένα υπέροχο ποίημα. Το επίθετο αυτού του ανθρωπάκου είναι Κοκτώ. Για τον Ζαν Κοκτώ ο Μεγάλος Πόλεμος άρχισε με τη σοβαρή ανησυχία ότι στο στρατολογικό γραφείο θα τον απέρριπταν γιατί ήταν πολύ αδύνατος. Γι’ αυτό δεν έπινε, μόνο παράγγελνε λιπαρά γεύματα. Πατέ, σταφίδες, τηγανητά καβούρια... Στο σπίτι βεβαίως έπαθε αναγούλα από το τόσο φαγητό. Έτρεξε στην τουαλέτα και από τη βιασύνη του έκανε λίγο εμετό στα ασπρόμαυρα πλακάκια πριν φτάσει στη λεκάνη, όπου έβγαλε τα σωθικά του με απέραντη ανακούφιση. Παρατήρησε τα απομεινάρια των βαθυκόκκινων καβουριών και τις μαύρες βούλες της σταφίδας, που βρόμαγαν ξινίλα από τα οξέα του ταλαιπωρημένου στομαχιού του. Μα τι μπορούσε να κάνει; Σαν Ρωμαίος πατρίκιος που είχε επιστρέψει από ένα σπουδαίο όργιο, διαπίστωσε ότι το στομάχι του ήταν και πάλι άδειο, και ότι απ’ όλα όσα είχε φάει στου μπαρμπα-Λιμπιόν δεν θα πάχαινε ούτε γραμμάριο. Βγήκε και πάλι στους δρόμους, όπου η κόκκινη σαν σκουριά σκόνη του Παρισιού στροβιλιζόταν στα λουστραρισμένα παπούτσια του και μακριές σκιές έπαιζαν στους τοίχους. Πήγε στο γειτονικό καφέ «Ντομ», κι εκεί φώναξε τον σερβιτόρο. Συνέχισε το ίδιο παιχνίδι όπως και στου μπαρμπα-Λιμπιόν. «Τι θα ήθελε ο κύριος;» ρωτάει ο σερβιτόρος. «Σας παρακαλώ, φέρτε μου ένα κομμάτι γκριγέρ» απαντάει ο πελάτης. «Θέλετε επιδόρπιο δηλαδή;» «Ναι, για ορεκτικό. Μετά θα μου φέρετε μισό κοτόπουλο».
37
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 37
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 38
38
«Και ύστερα;» «Και ύστερα μια μερίδα μακαρόνια». «Θέλετε και φιλέτο;» «Ναι, αλ’ ανγκλέζ». «Όλα μαζί;» «Με τη σειρά που σας τα παρήγγειλα». Στο καφέ «Ντομ» ήταν πολύ πιο ήσυχα απ’ ό,τι στο «Λα Ροτόντ». Πάλαι ποτέ στέκι των Γερμανών καλλιτεχνών, τώρα ήταν άδειο. Στην πράσινη τσόχα κανείς δεν έπαιζε μπιλιάρδο. Ο μικροκαμωμένος συγγραφέας δεν ήταν σίγουρος για την ημερομηνία, ίσως ήταν η τελευταία μέρα του Ιούλη του 1914, αλλά ένιωθε την οσμή του πολέμου στον αέρα. Κάλεσε και πάλι τον σερβιτόρο και του είπε ότι αστειευόταν. Αποφάσισε να φάει ένα ελαφρύ γεύμα, σκεφτόμενος ότι ήταν καλύτερα να παίρνει πέντε γεύματα την ημέρα σαν να ήταν άρρωστος. Έτσι μετά από κάθε γεύμα θα πήγαινε βιαστικά σπίτι του και θα ξάπλωνε στο κρεβάτι ανάσκελα για να χωνέψει το φαγητό, και όχι για να κάνει εμετό.
Τέτοιου είδους προβλήματα ήταν άγνωστα στους περισσότερους. Παρόλο που ήταν καλλιτέχνες και η πείνα αποτελούσε για δεκαετίες ολόκληρες τον σταθερό τους σύντροφο, ήταν δυνατοί από γεννησιμιού τους, με φαρδιούς ώμους και γερούς γλουτούς, έτσι ανυπομονούσαν να παρουσιαστούν στο γραφείο εφοδιασμού του στρατού στο Ταμπλ με τα στρατολογικά τους έγγραφα, για να αγοράσουν τον στρατιωτικό τους εξοπλισμό και νέα κράνη από ατσάλι. Για τον Λυσιέν Γκυράν ντε Σεβολά, ζωγράφο και σκηνογράφο τον οποίο πρόσφατα είχε επαινέσει και ο ίδιος ο Απολλιναίρ, ο Μεγάλος Πόλεμος άρχισε μπροστά στα γκισέ του Ταμπλ, όταν, έχοντας αγοράσει το σύνολο της στολής του, αποφάσισε να κάνει δώρο στον εαυτό του και μια αντιασφυξιογόνο μάσκα. Του είπαν ότι αυτό ήταν συμπλή-
ρωμα στη στολή, ένα είδος «πολεμικού αξεσουάρ», και ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα το χρειαζόταν αυτό το παράξενο λαστιχένιο μαραφέτι με τα γυάλινα ποτηράκια που προεξείχαν απειλητικά στη θέση των ματιών, αλλά ποτέ δεν ξέρει κανείς... Ο Σεβολά αποφάσισε να δοκιμάσει και τη στολή και τη μάσκα. Ακόμα και στα γραφεία του Ταμπλ λίγη κοκεταρία δεν έκανε κακό... Πήγε σε μία από τις ειδικές καμπίνες (σε στρατολογικό γραφείο, για φαντάσου!), φόρεσε το χιτώνιο και έσφιξε τη ζώνη στο παντελόνι του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Έβαλε το κράνος στο κεφάλι και το έγειρε λίγο προς το πλάι. Αποφάσισε επίσης να δοκιμάσει τη μάσκα με το μεταλλικό, σαν πάπιας ράμφος, που θα τον προστάτευε από υποτιθέμενα δηλητηριώδη αέρια που ούτε το όνομά τους δεν γνώριζε. Έβγαλε το κράνος, πέρασε τις ελαστικές λωρίδες στο κεφάλι του και ξανάβαλε το κράνος, όπως του είχαν πει ότι έπρεπε να κάνει σε περίπτωση επίθεσης με δηλητηριώδη αέρια. Γύρισε προς τον καθρέφτη και σοκαρίστηκε με την εικόνα του εαυτού του. Το πρώτο που πρόσεξε ήταν ότι δυσκολευόταν να αναπνεύσει, και μετά ξαφνικά είδε φωτεινά σημεία και οράματα – τόσο ρεαλιστικά, που δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι βρισκόταν μπροστά στον καθρέφτη ενός δοκιμαστηρίου στο στρατολογικό γραφείο. Στα βάθη του καθρέφτη είδε την κωμόπολη Υπρ, αν και δεν ήξερε ότι ήταν η Υπρ. Είδε ότι ήταν πρωί, είδε χελιδόνια να πετάνε χαμηλά πάνω από το έδαφος και ένα κιτρινοπράσινο αέριο που πλησίαζε το χαράκωμα. Έμοιαζε με τον αβλαβή καπνό που έφερνε ο άνεμος από κάποια φωτιά στρατοπέδου όπου έκαιγαν παλιά λάστιχα, αλλά τώρα είχε τυλίξει τους στρατιώτες σαν ένα δηλητηριώδες νέφος. Πρόσεξε τους νεαρούς που δεν είχαν μάσκες, παρά ένα λευκό μαντίλι. Μπροστά στα μάτια του οι πρώτοι άρχισαν να πέφτουν στη λάσπη του χαρακώματος και να τινάζονται από τους σπασμούς. Οι υπόλοιποι έτρεχαν ουρλιάζοντας έξω από τα χαρακώματα, όπου τους
39
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 39
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 40
40
θέριζαν τα πυρά του εχθρού. Τα στήθη των στρατιωτών αγκομαχούσαν μάταια και οι γλώσσες τους ήταν καλυμμένες με ένα άσπρο υγρό· σέρνονταν σαν να τους είχαν κόψει τον λαιμό, ενώ το βλέμμα από τις κόρες των ματιών τους, που επέπλεαν στους ματωμένους βολβούς, εξαφανιζόταν σαν να το είχε σκορπίσει η άγρια ανάσα του Αιόλου. Κι εκείνος, ο ζωγράφος Λυσιέν Γκυράν ντε Σεβολά, ήθελε να τους βοηθήσει, αλλά δεν ήξερε πώς... Την επόμενη στιγμή έβγαλε γρήγορα τη μάσκα με τα απειλητικά ανοίγματα αντί για μάτια. Βρέθηκε ξανά στο κίτρινο φως της λάμπας του δοκιμαστηρίου στο Ταμπλ. Ένας ανυπόμονος στρατιώτης χτυπούσε την πόρτα, απαιτώντας να ελευθερωθεί η καμπίνα για να κοιταχτεί και ο ίδιος με τη στολή φορεμένη. Ο στρατιώτης έβρισε τον Σεβολά που έβγαινε, αλλά εκείνος δεν του απάντησε. Για να κρύψει το προδοτικό τρέμουλο των χεριών του, έβαλε πάλι το κράνος στο κεφάλι, το έγειρε στο πλάι σαν δανδής και, νιώθοντας πλέον καλά, και πλήρως εξοπλισμένος για τον πόλεμο, πλησίασε στον πάγκο όπου πωλούνταν οι στολές. Είπε στον αξιωματικό ότι τελικά δεν θα πάρει τη μάσκα. Εξάλλου, πρόσθεσε, ο πατέρας του είχε βάλει τα μέσα και στον πόλεμο θα ήταν τηλεφωνητής. Η οχλαγωγία και ο χλευασμός των νέων στρατιωτών που είχαν μαζευτεί –τα πρόσωπα των οποίων είχε δει όταν φόρεσε τη μάσκα– τον ξεπροβόδισαν στον δρόμο, κι εκείνος, ντροπιασμένος, έτρεξε προς το «Λα Ροτόντ», ελπίζοντας ότι η παρέα των κουρελήδων φίλων του ζωγράφων με την τρυφερή ψυχή θα του έφτιαχνε τη διάθεση.
Την ίδια μέρα στο Βελιγράδι ένας άλλος άντρας μπήκε βιαστικά σ’ ένα καπηλειό. Είχε πυκνό μουστάκι και μαύρα μάτια κάτω από τα χαμηλωμένα βλέφαρα, κι έριχνε κοφτές ματιές τριγύρω. Ένιωθε σαν όλη η πόλη να τον αναγνώριζε, και δεν έκανε λάθος. Ήταν ο νικητής της μονομαχίας στον ιππόδρομο του
Βελιγραδίου, εκείνος που η σφαίρα του σφήνωσε στην αναξιόπιστη κάννη του μπράουνινγκ· τώρα ήταν ο ήρωας του Ντόρτσολ και των γειτονιών της κάτω πόλης μέχρι τη Σαβαμάλα και την Μπάρα Βενέτσια. Γι’ αυτόν μιλούσαν οι παραγιοί των μανάβηδων καθώς κουβαλούσαν τα εμπορεύματα μέσα στη νύχτα και οι αχθοφόροι στον σιδηροδρομικό σταθμό που περίμεναν τους αργοπορημένους επιβάτες, οι οποίοι όλοι τους ανεξαιρέτως ήταν λάτρεις των ιπποδρομιών. Για τον Γκάβρα Τσερνογκόρτσεβιτς ο Μεγάλος Πόλεμος άρχισε τη στιγμή που νόμιζε ότι η προσωπική του μάχη είχε τελειώσει και ότι τα μαϊμού «Ιντεαλίν» του είχαν νικήσει όλους τους Γερμαναράδες. Στο καπηλειό «Μορούνα» τον υποδέχτηκε χαρούμενη οχλαγωγία. «Στη Βιέννη!» φώναξε κάποιος στη γωνία, και ο όχλος πανηγύριζε: «Στη Βιέννη, να ρίξουμε τον Φραγκίσκο Ιωσήφ!». Μετά κάποιος από το βάθος πέταξε ένα «Πάει ο κόμης Γκιζλ, και θα τον ακολουθήσει κάθε Γερμαναράς που θα βρω στο Τεράζιε, χωρίς κεφάλι!», στο οποίο ανταποκρίθηκε μια ομάδα νεαρών, χρησιμοποιώντας τη μελωδία ενός δημοφιλούς τραγουδιού και παραλλάσσοντας τα λόγια: «Κάθε Γερμαναράς που στο Τεράζιε θα μπει δίχως κεφάλι θα βρεθεί». Οι κραυγές έκαναν τον Γκάβρα να νιώθει άβολα, όχι επειδή τραγουδούσαν εναντίον της Αυστρίας –στην οποία, σκεφτόταν, είχε καταφέρει ένα θανάσιμο πλήγμα με το «Ιντεαλίν» του–, αλλά γιατί δεν καταλάβαινε τι γινόταν γύρω του και ποιος ήταν αυτός ο κόμης Γκιζλ. Αν τις τελευταίες μέρες ξενυχτούσε λιγότερο και πουλούσε περισσότερα μαϊμού «Ιντεαλίν», πολύ πιθανόν να είχε σκεφτεί, όπως κάθε μικρός βιοτέχνης, να βάλει διαφήμιση στις εφημερίδες, όπου θα είχε μάθει ότι η Αυστροουγγαρία, μέσω του απεσταλμένου της κόμη Βλάντιμιρ Γκιζλ, είχε επιδώσει τελεσίγραφο στη Σερβία με το οποίο απαιτούσε από τη σερβική κυβέρνηση να προβεί σε μια φιλοαυστριακή δήλωση, να διαλύσει αμέσως την οργάνωση Εθνική Άμυνα, να αποσύρει από τα σχολεία, τα στρατόπεδα και τις εκκλησίες κάθε βιβλίο και εγχειρί-
41
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 41
42
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 42
διο το οποίο διεξήγε αντιαυστριακή προπαγάνδα, να επιτρέψει σε όργανα της Αυστρίας να διεξαγάγουν έρευνα στη Σερβία, να τιμωρήσει αυστηρά τον Βόγια Τάνκοσιτς και κάποιον Μίλαν Τσιγκάνοβιτς, συνένοχους στη δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου, καθώς και τους συνοριοφύλακες στο Σάμπατς και τη Λόζνιτσα, οι οποίοι βοήθησαν στην επιχείρηση αυτή. Στις 25 Ιουλίου με το νέο ημερολόγιο, όταν η σερβική κυβέρνηση απέρριψε το τελεσίγραφο, ο Γκάβρα βγήκε στουπί από το «Μορούνα» γύρω στις έξι το απόγευμα. Μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα από την πόρτα του καπηλειού ο αντιβασιλέας Αλέξανδρος και ο υπουργός Πολέμου Γιάνκοβιτς κατευθύνονταν προς το παλάτι. Στην είσοδο ο αντιβασιλέας και ο υπουργός συνάντησαν μερικούς άλλους υπουργούς, βαρείς και σιωπηλούς, ανήσυχους για το τι θα συνέβαινε. Σκεφτικός και ο ίδιος, ο Αλέξανδρος Καραγεώργεβιτς έσπασε τη σιωπή με μια σύντομη πρόταση που το ύφος της θα ταίριαζε στον Μέγα Αλέξανδρο όταν έκοψε τον γόρδιο δεσμό: «Τότε ας πολεμήσουμε». Αλλά ο Γκάβρα Τσερνογκόρτσεβιτς δεν το άκουσε αυτό. Δεν διάβαζε εφημερίδες, έτσι δεν έμαθε ότι στη Σερβία είχε αρχίσει η επιστράτευση. Επιστρατεύονταν και οι έφεδροι, και το στρατολογικό γραφείο είχε καλέσει και τη δική του κλάση, του 1881, ο θυρωρός τού το είπε, αλλά εκείνος, ευέξαπτος καθώς ήταν, προσποιήθηκε ότι δεν άκουσε και απλώς ρούφηξε δυνατά τον πηχτό, μαύρο καφέ του. Για μερικές μέρες ακόμα ο ήρωας της μονομαχίας στον ιππόδρομο του Βελιγραδίου φανταζόταν ότι θα πλουτίσει με το μαϊμού «Ιντεαλίν». Έκανε φασαρία σε κάποιους εμπόρους που διακινούσαν το αυθεντικό, και ύστερα, ξαφνικά, χάθηκε προς άγνωστη κατεύθυνση. Σε κανέναν δεν έλειψε, και ο κόσμος γρήγορα λησμόνησε τα κατορθώματά του, γιατί όλα τα διαθέσιμα πλοία άρχισαν να φτάνουν στο Βελιγράδι τις πρώτες μέρες της επιστράτευσης και οι στρατιώτες άρχισαν να συρρέουν στον ίδιο εκείνο ιππόδρομο όπου έγινε
η μονομαχία για να πάρουν τα φύλλα πορείας τους και να ξεκινήσουν ο καθένας για τη μονάδα του. Αργά το βράδυ της τελευταίας μέρας του Ιούλη με το νέο ημερολόγιο, της μέρας που εξαφανίστηκε ο Γκάβρα Τσερνογκόρτσεβιτς, επέστρεψε με το νυχτερινό τρένο από τα λουτρά του Μπαντ Γκλάιχενμπεργκ, όπου βρισκόταν για θεραπεία, ο αρχιστράτηγος Ράντομιρ Πούτνικ, επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων της Σερβίας. Το πρώτο που είπε ο αρχιστράτηγος Πούτνικ όταν έφτασε ήταν «Στην υπηρεσία της πατρίδας, υγιής ή άρρωστος», ενώ το τελευταίο που είπε ο Γκάβρα Τσερνογκόρτσεβιτς καθώς διέσχιζε τα σύνορα με την Αυστρία και έριχνε μια τελευταία ματιά προς το Βελιγράδι από τη συνοριακή πόλη του Σεμλίνου ήταν: «Αυτό δεν μοιάζει καλό». Τα ίδια λόγια, «Αυτό δεν μοιάζει καλό», αλλά στις 29 Ιουλίου με το νέο ημερολόγιο, ξεστόμισε και ο έμπορος μπαχαρικών από την Ιστανμπούλ Μεχμέτ Γιλντίζ. Όταν τα γέρικα χείλη του ψιθύρισαν αυτές τι λέξεις, καθόταν στο σκαμνί του με επένδυση από κόκκινη τσόχα, όπως συνήθιζε δεκαετίες τώρα, μπροστά στο μαγαζί του. Γύρω του ηχούσαν νωχελικά οι θόρυβοι του δρόμου – οι έμποροι που διαλαλούσαν τις προσφορές τους, ο τριγμός τροχών και το γάβγισμα αδέσποτων σκυλιών. Ο Γιλντίζ εμπορευόταν ανατολίτικα και ευρωπαϊκά μπαχαρικά, και το μαγαζί του ήταν σε καλό σημείο, στην όχθη του Κεράτιου, κοντά στα τείχη του παλιού σαραγιού της Αυτού Μεγαλειότητός του του πατισάχ. Καθισμένος μπροστά στα καλάθια και τους ντορβάδες, περικυκλωμένος από μπαχαρικά με μεθυστικές μυρωδιές, σε όλες τις αποχρώσεις της ώχρας, του καφέ, του πράσινου και του κόκκινου, ο έμπορος διάβασε στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας Τανίν ότι την προηγούμενη μέρα, 28 Ιουλίου 1914, η Αυστρία κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία, ότι η Ρωσία και η Γαλλία ήταν έτοιμες να κηρύξουν πόλεμο στη Γερμανία και την Αυστρία, και ότι τον πόλεμο αναμενόταν να κηρύξει και η Μεγάλη Βρετανία. Έσπρωξε το φέσι του προς
43
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 43
44
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 44
τα πίσω και τράβηξε μια βαθιά τζούρα καπνό. Τον καθησύχαζε μόνο το γεγονός ότι η Τουρκία του προς το παρόν ήταν ουδέτερη, κι όμως, διαισθανόμενος τα χειρότερα, ψιθύρισε: «Αυτό δεν μοιάζει καλό». Ωστόσο σκέφτηκε ότι ένας έμπορος δεν θα έπρεπε να ανησυχεί τόσο για τη μοίρα της χώρας του. Μεγαλωμένος με τις αρχές του ρομαντικού έπους Χοσρόης και Σιρίν του Νιζαμί, υποστηρικτής της αυθεντικής τουρκικής μικρογραφίας, η οποία απέρριπτε τους επαίσχυντους δυτικούς κανόνες της προοπτικής, ο Γιλντίζ εφέντης ήταν ένας αληθινός Τούρκος που δεν έβλεπε τον κόσμο όπως ήταν, αλλά όπως επιθυμούσε να τον βλέπει. Δεν είχε προσέξει ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνεπαρμένη ακόμη από τις αφηγήσεις για την ιστορία και τη δύναμή της, είχε μπατάρει και πνιγόταν στα φουσκωμένα νερά του 20ού αιώνα. Δεν ήθελε να παραδεχτεί τα σημάδια της παρακμής και της αξιοθρήνητης παράλυσης της κυβέρνησης. Ο Ταλαάτ μπέης, ο μεγάλος βεζίρης Χακί πασάς, οι στρατιωτικοί διοικητές Μεχμέτ Σεφκέτ και Μεχμέτ Μουχτάρ πασάς, οι υπουργοί Χαλατζιάν εφέντης και Νοραντουνγκιάν εφέντης, ο γερουσιαστής Ναΐλ μπέης – όλα τα πρόσωπα της δημόσιας ζωής της Τουρκίας θύμιζαν μυθολογικές μορφές: μισά άνθρωποι του Μεσαίωνα και μισά σύγχρονοι άνθρωποι. Αλλά, καθώς έμοιαζαν με τον Γιλντίζ εφέντη, εκείνος φυσικά δεν μπορούσε να διακρίνει πάνω τους τίποτα το παράξενο. Η ίδια η Ιστανμπούλ στεκόταν ετοιμόρροπη, θρυμματιζόταν, και κάτω από τα θρύμματα εμφανιζόταν όλο και πιο συχνά η βυζαντινή Κωνσταντινούπολη, αλλά ο έμπορος καθόταν κάθε πρωί στο σκαμνί του, έκανε νόημα στον μικρό ν’ αρχίσει να διαλαλεί τις τιμές και τις προσφορές, άνοιγε το πολύτιμο Κοράνι για να διαβάσει μερικές σούρες για κείνη την ημέρα και σκεφτόταν πόσο μεγάλη ήταν η τύχη που στον θρόνο καθόταν ο σουλτάνος Μεχμέτ, ο δυνατός, σοφός και αμείλικτος ηγεμόνας ο οποίος, μόλις μερικούς δρόμους πιο πέρα από το μαγαζί του, πίσω από τα τείχη του ανακτόρου του Τοπκαπί, άκουγε το τραγούδι
των αηδονιών που έβγαζε από τα χρυσά κλουβιά τους για να πετάξουν στον ανθισμένο του κήπο. Δεν θα ’πρεπε να κατηγορούμε τον γέρο Τούρκο, έναν άνθρωπο του 19ου αιώνα, για τις ψευδαισθήσεις του. Ήξερε καλά ότι ο σουλτάνος του είχε γίνει ηγεμόνας αφού είχε απελευθερωθεί από την αιχμαλωσία όπου τον κρατούσαν ως ψυχασθενή, και ότι το Κομιτάτο των Νεότουρκων αποφάσιζε για τα πάντα. Ήξερε ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν διέμενε καν στο Τοπκαπί· καιρό τώρα οι σουλτάνοι είχαν μετακομίσει στο ανάκτορο Ντολμαμπαχτσέ λόγω του φόβου της φυματίωσης – αλλά στο άκουσμα της λέξης «πατισάχ» φανταζόταν τον παραδεισένιο κήπο του ανακτόρου που βρισκόταν κοντά στο μαγαζί του, έβλεπε τα αηδόνια και τα χρυσά κλουβιά, ένιωθε το γινάτι και τη δικαιολογημένη οργή των πιστών, και εύκολα συμπλήρωνε τα κενά της εικόνας –δισδιάστατης βεβαίως– που εμφανιζόταν μπροστά στα μάτια του ως η μοναδική και αναμφισβήτητη αλήθεια. Εξάλλου πάνω από την Ιστανμπούλ έλαμπε ένας υπέροχος ήλιος και όλα έμοιαζαν διαφορετικά απ’ ό,τι στη Βουδαπέστη, όπου η επιστράτευση διεξαγόταν μέσα σε μια φοβερή κακοκαιρία που ξέσπασε τις πρώτες μέρες του Αυγούστου. Ο αέρας ξερίζωνε τα δέντρα στις λεωφόρους, στο Εθνικό Θέατρο έσπασαν τα τζάμια, μα τους ένδοξους Ούγγρους μελλοντικούς στρατιώτες δεν τους τρόμαζε το χαλαζόβροχο. Ο δημοσιογράφος και λιβελογράφος Τίμπορ Βέρες ήθελε να πάει στον πόλεμο – ή, για να είμαστε ειλικρινής, όχι και τόσο. Με τα λόγια ήθελε, αλλά βαθιά μέσα του ένιωθε φόβο. Ήξερε ότι, αν έπαιρναν είδηση έστω και ελάχιστα αυτό τον φόβο, θα τον χαρακτήριζαν αμέσως κακό Ούγγρο, γι’ αυτό κοκορευόταν στον αρχισυντάκτη του, με τον οποίο είχαν έρθει κοντά μετά απ’ όλες εκείνες τις επιστολές προς τη σερβική Αυλή, ότι ήθελε να πάει στο πυροβολικό και ότι τις νύχτες ονειρευόταν πως έριχνε μόνος του βολές με το πυροβόλο και κατάφερνε να ρίξει «εκατό βλήματα το λεπτό».
45
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 45
46
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 46
Στο στρατολογικό γραφείο ήταν ο πιο φωνακλάς και παραλίγο να πιαστεί στα χέρια με μερικά αμούστακα παιδιά από το Μπάτασεκ – ήθελε να δείξει σε όλους ότι έσφυζε από ρώμη. Πάντως ένιωσε πολύ καλύτερα όταν, ως παλιότερο, τον έβαλαν στα μετόπισθεν, όπου δουλειά του θα ήταν να διαβάζει τα γράμματα των αιχμαλώτων πολέμου. Για άλλη μια φορά η γνώση της σερβικής γλώσσας υπήρξε καθοριστική, και ο Βέρες, με το φύλλο πορείας του στα χέρια και ένα ψεύτικο δάκρυ στην άκρη του ματιού, έφυγε από το στρατολογικό γραφείο και ξεκίνησε για τις όχθες του Δούναβη, προς τη μεθοριακή πόλη του Σεμλίνου. Ένας πολύ διαφορετικός νεοσύλλεκτος, συνονόματός του με το επίθετο Νέμετ, Ούγγρος και από μητέρα και από πατέρα, ήταν ευτυχής εκείνη την ημέρα που τοποθετήθηκε σε μονάδα αναγνώρισης. Για τον Τίμπορ Νέμετ ο Μεγάλος Πόλεμος άρχισε όταν βγήκε από το στρατολογικό γραφείο με το φύλλο πορείας στα χέρια και με δάκρυα χαράς στα μάτια, ευτυχισμένος που θα συνέχιζε την οικογενειακή –από την πλευρά τόσο του πατέρα του όσο και της μητέρας του– παράδοση των ηρωικών Ούγγρων πολεμιστών. Πολλά τρένα κατευθύνονταν εκείνες τις μέρες προς το μέτωπο, μεταφέροντας χαρούμενους νεοσύλλεκτους που κούναγαν σημαιούλες έξω από τα ανοιχτά παράθυρα των βαγονιών. Με το πρωινό στρατιωτικό τρένο για το Σεμλίνο ξεκίνησε και ο Τίμπορ Βέρες. Ο μικροδημοσιογράφος πήρε μαζί του μια αλλαξιά πολιτικά ρούχα για να μην τον χλευάζουν οι συνάδελφοι στη μονάδα λογοκρισίας και ένα βαλιτσάκι. Μέσα είχε απόθεμα μαύρης μελάνης για τρεις μήνες, όσο νόμιζε ότι θα κρατήσει ο πόλεμος, λίγο χαρτί και δύο πένες – μια ανυπάκουη με μπλε μελάνι και την καινούργια, την υπάκουη, η οποία έβριζε πολύ καλά στα γερμανικά, γεμισμένη με μαύρο μελάνι. Του πήγαινε ωραία, έτσι πίστευε, το φρεσκοσιδερωμένο μπλε-γκρι στρατιωτικό αμπέχονο, το οποίο έσφιξε με μια ζώνη με την εγχάραξη «Königlich ungarische». Έβαλε λίγο στραβά το δίκοχο με το
σήμα του Φραγκίσκου Ιωσήφ στην κορφή κι έκλεισε το μάτι στον ίδιο του τον εαυτό. Δεν πήρε μαζί του το κράνος. Για το Σεμλίνο ξεκίνησε και ο Τίμπορ Νέμετ, αλλά με το βραδινό στρατιωτικό τρένο. Του πήγαινε ωραία, έτσι πίστευε, το φρεσκοσιδερωμένο μπλε-γκρι στρατιωτικό αμπέχονο, το οποίο έσφιξε με μια ζώνη με την εγχάραξη «Königlich ungarische». Έβαλε λίγο στραβά το δίκοχο με το σήμα του Φραγκίσκου Ιωσήφ στην κορφή κι έκλεισε το μάτι στον ίδιο του τον εαυτό. Πήρε μαζί του και το κράνος. Ο πατέρας του είχε καταφέρει να βρει τα χρήματα για την αγορά μιας αντιασφυξιογόνου μάσκας, αλλά ο Νέμετ θεώρησε ότι καλό θα ήταν να κάνει οικονομία, έτσι, όπως και ο Σεβολά στο Παρίσι, δεν αγόρασε μάσκα. Δεν πήρε μαζί του ούτε πολιτικά ρούχα. Τα δύο τρένα έφτασαν στον προορισμό τους. Δεκάδες άλλα θα ξεκινούσαν την επόμενη ημέρα. Εκατοντάδες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αν ο καθένας τραβούσε από τον τόπο του ένα κόκκινο νήμα, οι κοκκινωπές σαν αίμα γραμμές θα είχαν σχηματίσει ένα δίχτυ που θα κάλυπτε όλη τη Γηραιά Ήπειρο. Μονάχα από την Αγία Πετρούπολη και τη Μόσχα ξεκίνησαν εκείνες τις μέρες ενενήντα αμαξοστοιχίες. Σε μία από αυτές βρισκόταν και η νοσοκόμα Γελιζαβιέτα «Λίζα» Τσεστούχινα και ο σύζυγός της, ο χειρουργός Σεργκέι Βασίλιεβιτς. Για τη Λίζα και τον Σεργκέι Τσεστούχιν ο Μεγάλος Πόλεμος άρχισε όταν πήγαν την κορούλα τους Μαρούσια από τη Μόσχα στην Αγία Πετρούπολη, στη θεία Μαργκαρίτα Νικολάεβνα, γιατί και οι δυο τους θα στέλνονταν στο μέτωπο. Η μαμά και ο μπαμπάς τοποθετήθηκαν στο τρένο-νοσοκομείο «Β.Μ. Πουρίσκεβιτς», και για τη μικρή Μαρούσια όλα έμοιαζαν με όνειρο. Τι ήταν το «μέτωπο»; Πώς έμοιαζε ένα νοσοκομείο σε ράγες, και πώς θεράπευε τους βαριά τραυματίες; Πώς μπορούσε κανείς να τραυματιστεί αν στην ίδια δεν επέτρεπαν να πέσει και να χτυπήσει τα γόνατά της; Πού ήταν η υπηρέτριά τους η Νάστια; Είχε πάει κι εκείνη στο μέτωπο;
47
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 47
48
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 48
Ήταν τόσο πολλά τα ερωτήματα στο παιδικό κεφαλάκι, και τόσο λίγος ο χρόνος για τους αποχαιρετισμούς στο σπίτι της λεωφόρου Ρουνόβσκι. Η Μαρούσια θυμόταν ότι ο πατέρας στεκόταν στο βάθος του δωματίου και κάπνιζε. Έριχνε ανήσυχες ματιές προς το μέρος της και προς τη μητέρα της, και επαναλάμβανε κάτι σαν: «Λίζοτσκα, καλή μου, μην την κάνεις να βάλει τα κλάματα τώρα». Αλλά η Λίζα είχε πέσει πάνω της, τα πλούσια, χαλκόχρωμα μαλλιά της είχαν χυθεί παντού, ενώ της ψιθύριζε ότι θα της φέρει από το μέτωπο τον ομορφότερο παλιάτσο, λες και έφευγε για ψώνια σε παριζιάνικα μαγαζιά και όχι για τον πόλεμο. Στο τέλος τη φίλησε και ο πατέρας. Ένιωσε τα τραχιά του μουστάκια και τη μυρωδιά του εκλεκτού καπνού. Μετά έφυγαν. Κάπως νωρίτερα απ’ ό,τι χρειαζόταν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έδειχναν ανήσυχοι. Ανήσυχοι ήταν εκείνοι που έμειναν στα μετόπισθεν, στην Πετρούπολη, στην Αμβέρσα, στο Βελιγράδι. Ο Τζόκα Βέλικοβιτς, ο χαμένος στη μονομαχία του Βελιγραδίου, ήταν ξαπλωμένος στον θάλαμο με τους βαριά ασθενείς στο παλιό νοσοκομείο Βράτσαρ του Βελιγραδίου. Οι γιατροί τού είχαν βγάλει τους επιδέσμους και του έδωσαν έναν καθρέφτη. Είδε ότι το δεξί του μάτι ήταν παράξενα πρησμένο, δίχως το πάνω βλέφαρο, τις βλεφαρίδες και το φρύδι. Όλο το δέρμα γύρω από το μάτι ήταν στο χρώμα του ροδιού. Στην πραγματικότητα ολόκληρη η δεξιά πλευρά του προσώπου του ήταν κόκκινη· και οι γιατροί ανησυχούσαν τι θα συνέβαινε όταν ανακοίνωναν στον ασθενή ότι θα έμενε έτσι για πάντα. Εν τέλει του είπαν την αλήθεια, μα δεν συνέβη τίποτα. Λες και ο Βέλικοβιτς είχε συμφιλιωθεί με την εικόνα του ήδη τη στιγμή που η κάννη του μπράουνίνγκ του εξερράγη στον ιππόδρομο. Και μέχρι το τέλος εκείνης της ημέρας ούτε που πέρασε από το μυαλό του να ορμήσει από το κρεβάτι και να ριχτεί με το κεφάλι από το ανοιχτό παράθυρο του νοσοκομείου. Πριν πέσει για ύπνο σκέφτηκε ότι καλό θα ήταν να ξυριστεί, και σχεδόν χαμογέλασε
με τα μισοτσουρουφλισμένα χείλη του. Στο δεξί μάγουλο δεν θα ξανάβγαιναν γένια, ενώ το αριστερό θα το ξύριζε εύκολα με τη μισή ποσότητα σαπουνιού. Σκέφτηκε να καλέσει κάποιον πριν τον πάρει ο ύπνος, μα δεν το έκανε. Κοιμήθηκε και δεν ονειρεύτηκε τίποτα. Την ίδια νύχτα δεν ονειρεύτηκε τίποτα ούτε κι ο Ζαν Κοκτώ. Είχε έρθει η ώρα να πάει στο στρατολογικό γραφείο, και ο Κοκτώ κοίταξε στον καθρέφτη και είδε τα πλευρά του που εξείχαν και τη βουλιαγμένη του κοιλιά. Τα λιπαρά γεύματα, το πατέ από χήνα, το ψωμί αλειμμένο με λίπος και σκόρδο, ολόκληρα κοπάδια πέρδικες και πάπιες που είχε φάει φαίνεται ότι δεν είχαν κάνει τίποτα στη σωματική του εμφάνιση. Γι’ αυτό εκείνο το απόγευμα αποφάσισε να κάνει ένα απονενοημένο βήμα: Έβαλε μπροστά του ένα πλούσιο γεύμα στο οποίο είχε προσθέσει κάτι που του είπαν ότι δεν θα πειράξει το έντερό του – κοινά κυνηγετικά σκάγια. Τα ανακάτεψε με τον κιμά και έφαγε σαν άνθρωπος που είχε καιρό να φάει. Με γεμάτη την κοιλιά, ξεκίνησε για τη στρατολογία. Ήταν λίγο χλωμός, εμφανώς ανήσυχος, μα σίγουρα τουλάχιστον δύο κιλά πιο βαρύς. Μόνο να μην κάνει εμετό ένα λεπτό πριν ανέβει στη στρατιωτική ζυγαριά... Έφυγε από το σπίτι του κι έκοψε δρόμο μέσα από τους Κήπους του Κεραμεικού. Έπρεπε να προσέχει να ακολουθήσει μια διαδρομή στην οποία θα αντιμετώπιζε όσο το δυνατόν λιγότερα προκλητικά φαγητά, που θα ’καναν το στομάχι του να αναγουλιάσει. Το πάρκο ήταν μια σίγουρη επιλογή: Τα φυτά και τα δέντρα δεν είχαν μυρωδιές που θα μπορούσαν να του θυμίσουν κάποιο φαγητό. Μετά έστριψε. Μεταξύ της πλατείας του Αστεροσκοπείου και της οδού Βωζιράρ είδε μερικούς αδύνατους άντρες να περπατάνε, οι οποίοι, ακριβώς όπως κι εκείνος, απέφευγαν τους κινδύνους από τις μυρωδιές, καθώς στην περιοχή δεν υπήρχαν εστιατόρια. Μετά πήρε την οδό Φερού μέχρι τον Άγιο Σουλπίκιο και κατέβηκε στον Σηκουάνα. Το Παρίσι γύρω του ήταν ήσυχο.
49
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 49
50
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 50
Και το Βελιγράδι ήταν υπερβολικά ήσυχο όταν ο Τζόκα Βέλικοβιτς βυθίστηκε στον ύπνο. Εκείνο το βράδυ η Λίζα και ο Σεργκέι Τσεστούχιν έφτασαν στο απόκοσμα ήσυχο Ανατολικό Μέτωπο. Εκεί επιβιβάστηκαν στο θωρακισμένο τρένο-νοσοκομείο «Β.Μ. Πουρίσκεβιτς». Ο Σεργκέι ανέλαβε το χειρουργείο στο τρίτο βαγόνι, ενώ η Λίζα φόρεσε τη στολή της αδελφής νοσοκόμας του ρωσικού Ερυθρού Σταυρού και έδεσε στη μέση της μια κολλαρισμένη ποδιά τόσο λευκή, που σκέφτηκε ότι θα ήταν πραγματικά κρίμα να την πιτσιλίσει με αίμα... Το τρένο έμεινε για λίγο στον σταθμό της πόλης Μπολόγκογε, πριν ξεκινήσει με ένα τίναγμα. Κατευθυνόταν προς το Λιχοσλάβλ, και μετά προς τη συνοριακή γραμμή με την καταραμένη Ανατολική Πρωσία. Με το τίναγμα, όλοι οι γιατροί και οι νοσοκόμες στην αμαξοστοιχία κατάλαβαν ότι ο πόλεμος για κείνους είχε αρχίσει πριν καν πέσουν τα πρώτα πυρά. Και το Σαράγεβο ήταν ήσυχο εκείνο το βράδυ, παραμονές του πολέμου. Ο Μεχμέτ Γκράχο έκανε ένα σωρό σκέψεις: για τη βασιλοκτονία, για την ορθόδοξη καταγωγή του, για την οποία δεν μιλούσε ποτέ, και για τη γενιά του προ-προπάππου του που, πολύ καιρό πριν, είχε μεταστραφεί στον ισλαμισμό. Είχε τη δική του εξήγηση για τον πόλεμο: Οι νεκροί είχαν σηκωθεί να πολεμήσουν τους νεκρούς. Το τέλος του προηγούμενου αιώνα είχε αποκαλύψει κάτι αρρωστημένο και σάπιο, είχε καταφθείρει τους ανθρώπους, και τώρα αυτή η φουρνιά του ανθρώπινου είδους έπρεπε να εκκαθαριστεί και να αντικατασταθεί από μια νέα. Οι πόλεμοι αυτό τον σκοπό εξυπηρετούσαν ανέκαθεν. Πήγε σπίτι του εκείνο το βράδυ μετά τη δουλειά, γδύθηκε και ξάπλωσε. Δεν ονειρεύτηκε τίποτα, πολλοί άλλοι όμως είδαν όνειρα. Όνειρα είδαν κάτω από τον υπερέναστρο καλοκαιρινό ουρανό της Ευρώπης εκείνες τις νύχτες και οι σταβλίτες και οι πυροβολητές, και οι υπασπιστές και οι αξιωματικοί τους, και οι στρατηγοί και οι επικεφαλής των επιτελείων τους. Εκείνη τη
νύχτα, όταν το θωρακισμένο νοσοκομείο-τρένο «Β.Μ. Πουρίσκεβιτς» ξεκίνησε από την κεντρική αποβάθρα του Μπολόγκογε προς την εμπόλεμη ζώνη, όνειρα έβλεπε και ο επικεφαλής των ρωσικών δυνάμεων στο Ανατολικό Μέτωπο. Για τον Μέγα Δούκα Νικολάι Νικολάεβιτς, αρχιστράτηγο του ρωσικού στρατού, ο Μεγάλος Πόλεμος άρχισε όταν είδε το πιο περίεργο όνειρο: Μπήκε σε μια τεράστια αίθουσα, που έμοιαζε με υπόγεια αίθουσα χορού, όπου τα ζευγάρια στροβιλίζονταν σε τρελούς ρυθμούς. Παραξενεύτηκε που δεν είδε παράθυρα ή το φως της μέρας· ο χορός στο όνειρό του διεξαγόταν σε κάποιο είδος μπούνκερ, αλλά αυτό δεν έμοιαζε να ενοχλεί κανέναν άλλο εκτός από τον ίδιο. Και τότε τελείως ξαφνικά, όπως συμβαίνει στα όνειρα, ένιωσε και ο ίδιος την επιθυμία να χορέψει. Αναζήτησε με το βλέμμα του τη γυναίκα του Αναστασία Πέτροβιτς, μα δεν την είδε. Έτσι αποφάσισε να μπει στον χορό μόνος του. Κοίταξε γύρω του και ανακάλυψε ότι τα ζευγάρια αποτελούνταν όλα μόνο από άντρες ντυμένους με στολές του τσαρικού στρατού. Ούτε μία γυναίκα δεν χόρευε με τους αξιωματικούς – χόρευαν υπασπιστές με τους υπολοχαγούς τους, λοχαγοί του πυροβολικού με πυροβολητές, συνταγματάρχες με τις ορντινάτσες τους, οι επικεφαλής ανεφοδιασμού με τους ιπποκόμους τους... Ένας πραγματικός χορός αξιωματικών, σκέφτηκε ο Μέγας Δούκας Νικολάι και φώναξε δυνατά τον επικεφαλής του επιτελείου του, τον στρατηγό Γιανούσκεβιτς. Με ποιον θα μπορούσε να χορέψει ο αρχιστράτηγος αν όχι με τον πιστό του επικεφαλής του επιτελείου; Τον φώναξε μόνο μία φορά, κι εκείνος εμφανίστηκε αμέσως πίσω από την πλάτη του. Δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν ποιος θα οδηγούσε τα βήματα, αλλά ο «αντρικός ρόλος» στον χορό αυτό των αντρών ανήκε φυσιολογικά στον αρχιστράτηγο, που άρχισε να πετάει με τον παρτενέρ του πάνω στο γυαλισμένο παρκέ της αίθουσας σαν μαγεμένος. Στην αρχή τα βήματα του επικεφαλής του επιτελείου
51
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 51
52
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 52
του ήταν ανάλαφρα και σβέλτα σαν ευλύγιστης χορεύτριας του καμπαρέ, μα ύστερα από λίγο η ανταπόκρισή του στα απαιτητικά βήματα και τις στροφές ήταν όλο και πιο αργή. Ο Νικολάι πρόσεξε ότι ο Γιανούσκεβιτς διαλυόταν, ότι το χαμόγελο εξαφανιζόταν από το πρόσωπό του και ότι σύντομα δεν θα μπορούσε ούτε να χορέψει ούτε να πάρει τα πόδια του. Η μουσική σταμάτησε και ο αρχιστράτηγος διαπίστωσε με έκπληξη ότι τώρα βρισκόταν σε μιαν αίθουσα με εκατοντάδες πήλινα αγάλματα και ότι χόρευε με ένα από αυτά. Κάθε άγαλμα είχε πρόσωπο, και όλα φορούσαν στολές από κολλαρισμένο ύφασμα. Τότε άρχισε η τελευταία φάση του ονείρου του: Έτρεχε ανάμεσα στις σειρές –υπήρχαν χιλιάδες στην αίθουσα– και πρόσεξε ότι από τα πήλινα στήθη των αγαλμάτων έτρεχε ποτάμι το αίμα. Κάποια αγάλματα έμοιαζαν σαν να τα είχε τρυπήσει βελόνα ραψίματος, τόσο λίγο ήταν το αίμα ανάμεσα στα κουμπιά του παλτού, ενώ σε κάποια άλλα ένας κατακόκκινος κρίνος είχε ήδη ανθίσει στα στήθη τους... και κανένα δεν έπεφτε. Έμεναν στα χαρακώματα του χορού και έμοιαζαν σαν όλα να περίμεναν να ξεκινήσει ξανά η μουσική και ν’ αρχίσει ο dance macabre, αλλά εκείνη τη στιγμή ο αρχιστράτηγος ξύπνησε. Με στεγνά χείλη ψιθύρισε: «Έχει να πέσει μεγάλο θανατικό». Κάλεσε την ορντινάτσα του και ζήτησε ένα ποτήρι κρύο νερό και μια κομπρέσα για το κεφάλι. Του πήρε μισή ώρα να συνέλθει, και μόνο τότε ο σπαρτιάτικος νους του αρχιστράτηγου άρχισε γι’ άλλη μια φορά να σκέφτεται γραμμές μάχης, στρατηγικά υψώματα, φυσικά εμπόδια και καιρικές συνθήκες, λες και κάτω από τον ουρανό και πάνω από τη γη ποτέ δεν υπήρξαν άνθρωποι. Ζήτησε να του φέρουν κι εκείνη την ημέρα ένα απλό στρατιωτικό γεύμα από την καντίνα, και το απογευματινό του τσάι να έχει σακχαρίνη. Δεν επέτρεψε στον εαυτό του να αποσυρθεί για τη νύχτα στο μεταλλικό του ράντζο παρά πολύ αργά. Λίγο πριν τα χαράματα ο Μέγας Δούκας Νικολάι Νικολάεβιτς, ο «Σιδηρούς Δουξ», όπως τον αποκαλούσαν, συνει-
δητοποίησε ότι τούτο τον πόλεμο θα τον κέρδιζαν τα άλογα που έσερναν τα μηχανήματα του πολέμου και τα βαρέα όπλα. Πόσο παντοδύναμη θα ήταν η πλευρά που θα μπορούσε να μεταφέρει το οπλοστάσιό της με τρένα ή ακόμα και με αεροπλάνα, σκέφτηκε· και συνειδητοποίησε ότι αυτό ήταν ανέφικτο για τη ρωσική πλευρά. Αλλά ένας μελλοντικός στρατιώτης πήγε στο μέτωπο με αεροπλάνο. Αυτός ο στρατιώτης ωστόσο ποτέ δεν θα έπιανε τουφέκι στα χέρια, γιατί, πριν ακόμα φύγει από το Βερολίνο, του είπανε ότι η Γερμανία είχε αρκετούς στρατιώτες για να προσφέρει στη Σφίγγα του πολέμου και ότι έπρεπε να βρεθούν τρόποι να προφυλαχθούν οι πιο αξιόλογοι άνθρωποί της για τον καιρό μετά τον πόλεμο, ώστε να μη χαθεί ο πολιτισμός όταν ο παγκόσμιος πόλεμος και τα βάσανά του θα τελείωναν οριστικά με τη νίκη της Γερμανίας. Το όνομα του ταξιδιώτη στο αεροπλάνο που κατευθυνόταν προς τα γερμανοβελγικά σύνορα ήταν Χανς-Ντίτερ Χάους. Ο μαέστρος Χάους τοποθετήθηκε στο επιτελείο του στρατηγού Κλουκ, για να οργανώνει κονσέρτα για τους ανώτερους αξιωματικούς. Πριν ανέβει στο αεροπλάνο, του έδωσαν μια ολόσωμη δερμάτινη φόρμα με κουκούλα, γυαλιά πτήσης και κόκκινο κασκόλ, που ήταν το σήμα κατατεθέν των Γερμανών πιλότων. Το αεροσκάφος οδηγούσε ο άσος των αιθέρων Ντίτριχ Έλλεριχ, ο οποίος είχε προκαλέσει τον θαυμασμό όλου του παλιού πολιτισμένου κόσμου πετώντας το αεροπλάνο του στα οκτώ χιλιάδες μέτρα. Εκείνη τη μέρα στο σμήνος πέταγαν άλλα επτά διπλάνα γερμανικής κατασκευής. Οι αεροπόροι και τα πληρώματα των Ζέππελιν στο έδαφος τους ξεπροβόδισαν με το προκλητικό «Στο Παρίσι!», και ο Χανς-Ντίτερ, χωρίς να αμφιβάλλει στιγμή για τη γερμανική νίκη, σκεφτόταν πώς άραγε θα τον χαιρετούσε το προπολεμικό παριζιάνικο κοινό του όταν θα έβγαινε στη σκηνή σαν κατακτητής και θα τραγουδούσε στα γερμανικά τον ρόλο του Μεφιστοφελή από τον Φάουστ του Γκουνό. Αλλά τώρα, στην αρχή του
53
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 53
GATALITSA DDD Final_Layout 1 16/3/17 12:48 μ.μ. Page 54
54
πολέμου, ο Χάους δεν τολμούσε να σκεφτεί την εποχή μετά τον πόλεμο. Προσγειώθηκαν με δυνατό άνεμο στην πίστα με γρασίδι του μικρού αεροδρομίου στο Έβερ, βόρεια των Βρυξελλών. Η προσγείωση ήταν απότομη. Ήταν ευτυχής που πάτησε στη γη, μα δεν ήθελε να δείξει φόβο. Τον πρόδωσε η χλωμάδα του προσώπου του. Ενώ χαιρετιόταν με κάποιους στρατηγούς από το επιτελείο του Κλουκ, σκέφτηκε ότι η μουσική θα συμφιλίωνε τα έθνη, αλλά δεν μπορούσε καν να φανταστεί ότι η ιδέα του αυτή θα έμπαινε σε δοκιμασία την ίδια εκείνη χρονιά, σε μιαν αναπάντεχη στιγμή. Εκείνη την ημέρα, τετρακόσια χιλιόμετρα νοτιότερα, ο στρατιώτης Κοκτώ κατευθύνθηκε στην αεροπορική του μονάδα στο αεροδρόμιο δίπλα στο Μπουσσινύ. Από το στρατολογικό γραφείο χαρακτηρίστηκε «υποσιτισμένος», αλλά τον δέχτηκαν στον στρατό. Πέρασε δύσκολα, πολύ δύσκολα, εκείνο και το επόμενο βράδυ, καθώς ξέρναγε τα αχώνευτα σκάγια από μέσα του, αλλά ήταν ευτυχής που ήταν ακόμα ζωντανός και που είχε γίνει Γάλλος στρατιώτης. Και τώρα πήγαινε στον πόλεμο. Μα ποιος νοιαζόταν για τον πόλεμο; Η στολή και η πολεμική δόξα ήταν πολύ πιο σημαντικές. Άρχισε να φαντασιώνεται. Θα επέστρεφε στο Παρίσι φορώντας τη στολή του νικητή, θα έμπαινε στο καφέ «Λα Ροτόντ», θα χαιρετούσε τον μπαρμπα-Λιμπιόν και θα καθόταν σ’ ένα τραπέζι με τον Πικάσσο.