Σάμαρ Γιάζμπεκ - «Οι πύλες του τίποτα»

Page 1

ΣΑΜΑΡ ΓΙΑΖΜΠΕΚ

οι πυλεσ του τιποτα c

Αφήγημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΑΒΙΚΑ

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΙΓΟΥΡΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: ©

©

, 7I

Copyright by Samar Yazbek, 2015. Published by arrangement with RAYA The Agency for Arabic Literature Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016

Έτος 1ης έκδοσης: 2016 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6133-9


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

5

ΠΥΛΗ ΠΡΩΤΗ

(Αύγουστος 2012) [ 13 ] ΠΥΛΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

(Φεβρουάριος 2013) [ 49 ] ΠΥΛΗ ΤΡΙΤΗ

(Ιούλιος-Αύγουστος 2013) [ 119 ]



Γράφω με σαράντα δάχτυλα. Γράφω με μάτια τυφλά. Ζω την πραγματικότητα, την καταγράφω και αφανίζομαι. Είμαι εκείνη που οι νεκροί διαβαίνουν ένας ένας το λαρύγγι της. Λάμνουν στη θεϊκή τους ανάβαση, μετά βουλιάζουν μες στο αίμα μου. Είμαι εκείνη που αφηγείται, που αναλογίζεται τις σύντομες ζωές σας μέσ’ από το βλέμμα της, όπως κάναμε τότε, τις ατέλειωτες εκείνες νύχτες που γελούσαμε και μαντεύαμε ποιον από μας θα έβρισκε η επόμενη οβίδα. Το κάνω αυτό για σας. Να σας ανακαλώ, τις ιστορίες σας να κάνω στύλους που ενώνουν γη και ουρανό. Γράφω σ’ εσάς, για σας, μέσ’ από σας, μάρτυρες της προδομένης επανάστασης της Συρίας.



Πύλη πρώτη Αύγουστος 2012



13

α αγκαθωτά

σύρματα γδέρνουν την πλάτη μου. Μες στο κεφάλι μου ένα ρίγος ακατάσχετο. Κάτω απ’ τα σύρματα που εκτείνονταν κατά μήκος της συνοριακής γραμμής ήταν μια τρύπα που χωρούσε μόνο έναν. Κατάφερα να περάσω από μέσα κι έπειτα έτρεξα γρήγορα, για μισή ώρα, την απόσταση που χρειαζόταν για να διασχίσω τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών. Εκείνη τη στιγμή δεν ήταν μαζί μου πολλοί ξένοι. Δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσα αργότερα ν’ ανακαλέσω τέτοιες λεπτομέρειες. Όταν αποφάσισα να επιστρέψω στην πατρίδα, νόμιζα, για λόγους απροσδιόριστους, πως θα γινόμουν κι εγώ ένας θάνατος μέσα στους τόσους θανάτους. Εκείνη τη στιγμή που τα πόδια μου βούλιαζαν μέσα στην τρύπα και την πλάτη μου τρυπούσε το αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Εκεί, στην απόσταση που χωρίζει τις δύο χώρες, σηκώνω το κεφάλι μου και κοιτάζω για πρώτη φορά τον μακρινό ουρανό που πάει να σκοτεινιάσει. Χρειάστηκε να περιμένουμε ώρες πολλές τον ερχομό της νύχτας, ώστε να μπορέσουμε να περάσουμε χωρίς να μας πάρουν είδηση οι Τούρκοι στρατιώτες. Εκείνη τη στιγμή πήρα μια βαθιά ανάσα, ανασήκωσα την πλάτη μου και έτρεξα, όπως με είχαν συμβουλεύσει. Έτρεξα για να βγω από την επικίνδυνη ζώνη. Το έδαφος βραχώδες και δύσβατο, όμως εγώ έτρεχα ανά-

Τ


14

λαφρα. Η καρδιά μου με σήκωνε ψηλά, μ’ έσπρωχνε, με πετούσε στον αέρα. Γύρισα! Είμαι πάλι εδώ! ψιθύριζα με κομμένη ανάσα. Γύρισα! Δεν είναι σκηνή από ταινία. Είναι αλήθεια. Έτρεχα ψιθυρίζοντας: Γύρισα... Στ’ αλήθεια γύρισα. Ακούσαμε τους κρότους των σποραδικών πυροβολισμών, τα στρατιωτικά οχήματα στην απέναντι όχθη να γρυλίζουν, όμως τα είχαμε καταφέρει. Είχαμε περάσει, τρέχαμε. Τα πάντα μοιάζουν προκαθορισμένα από καιρό. Κάλυψα το κεφάλι μου, φόρεσα ένα μακρύ σακάκι κι ένα φαρδύ παντελόνι. Έπρεπε να σκαρφαλώσουμε έναν ψηλό λόφο και να τον κατεβούμε τρέχοντας για να συναντήσουμε το αυτοκίνητο που μας περίμενε. Έπεσε η νύχτα κι όλα έμοιαζαν συνηθισμένα, ή έτσι μου φάνηκε. Όταν αργότερα θα περνούσα τα σύνορα ξανά και ξανά, το σκηνικό θα άλλαζε. Το αεροδρόμιο της Αντιόχειας και μόνο ήταν αρκετό για να καταλάβω τι είχε συμβεί στη Συρία όλον αυτόν τον ενάμιση χρόνο. Το πέρασμα των συνόρων επίσης το επιβεβαίωνε, όπως και όλες οι ενδείξεις που διαδοχικά καταγράφονταν στο μυαλό μου, μαρτυρώντας τις ταχύτατες και βαθύτατες αλλαγές που είχε υποστεί η χώρα. Μα εκείνη τη στιγμή, όταν κατέβαινα τρέχοντας τον λόφο με τα πόδια τσακισμένα, δεν τα σκεφτόμουν όλα αυτά. Φτάνοντας στις παρυφές, έπεσα στα γόνατα κι έμεινα εκεί πάνω από δέκα λεπτά, ανασαίνοντας πνιχτά, πασχίζοντας να ησυχάσω τους χτύπους της καρδιάς μου. Οι υπόλοιποι νόμιζαν πως ήταν η ταραχή μου που αντίκριζα πάλι την πατρίδα. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε περιθώριο για τέτοιες πολυτέλειες. Τρέξαμε για πολλή ώρα. Το στήθος μου κόντευε να ξεριζωθεί, δεν άντεχα άλλο όρθια. Μπήκαμε εντέλει στο αυτοκίνητο, κατάφερα λίγο ν’ ανασάνω. Οδηγούσε ένας νεαρός, δίπλα του ήταν άλλος ένας και στο πίσω κάθισμα ήμασταν τρεις. Ο Μαϊσάρα και ο Μοχάμαντ θα γίνονταν στο εξής ένα κομμάτι της ζωής μου. Ήταν δυο μαχητές διαφορετικοί, από την ίδια οικογένεια, την οικογένεια που


15

θα μου πρόσφερε καταφύγιο. Ο Μοχάμαντ ήταν είκοσι ετών. Θα δουλεύαμε μαζί, θα γινόταν παντοτινός μου φίλος. Στην επαρχία του Ίντλιμπ,1 μερικώς απελευθερωμένη από τις δυνάμεις του Άσαντ, τα οδοφράγματα του Ελεύθερου Συριακού Στρατού2 είναι πολυάριθμα. Διασχίζουμε με μεγάλη ταχύτητα τους ελαιώνες και περνάμε την πρώτη πύλη του Τίποτα. Μαχητές κρατούν τα όπλα τους και σηκώνουν τα λάβαρα της νίκης. Η διαδρομή ατέλειωτη. Προσπαθώ να αιχμαλωτίσω στιγμιότυπα από την πραγματικότητα. Βγάζω το κεφάλι μου έξω απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου, αποσυνδέομαι απ’ όλα γύρω μου. Το αυτοκίνητο προχωρά, οι οβίδες ακούγονται από μακριά, ο δρόμος δεν τελειώνει. Μια έκπληξη μαζί και μια χαρά διαπερνούν το σώμα μου καθώς κοιτάζω την απελευθερωμένη γη. Εκείνη η γη είναι ελεύθερη, μα ο ουρανός δεν μας αφήνει να γελάσουμε. Ο ουρανός φλέγεται, μια σκηνή που σπάει σε τέσσερα στιγμιότυπα, πάνω σε τέσσερις κινηματογραφικές οθόνες. Δεν βλέπω μονάχα με τα μάτια μου, αλλά, σαν μυθικό τέρας, βλέπω με μάτια πάνω στον λαιμό μου, μάτια πάνω στις άκρες των αυτιών μου, μάτια στα ακροδάχτυλά μου. Παγώνω τη σκηνή μπροστά μου, βλέπω συγχρόνως τις τέσσερις εικόνες: οι μηχανές καταστροφής, ο ουρανός που φλέγεται, το αυτοκίνητο, και μέσα του τρεις άντρες και μία γυναίκα να κατευθύνονται προς το Σαράκεμπ.3 Όλα όσα συμβαίνουν και εξιστορούνται σε τούτη την καταγραφή είναι πραγματικά. Μόνο ένα πρόσωπο είναι φανταστικό σε τούτη την αφήγηση. Αυτή, που σαν ένα πρόσωπο μυθιστορηματικό, είναι η μόνη που καταφέρνει να περάσει μέσα απ’ την καταστροφή. Αυτή, που είμαι εγώ. Και καταφεύγω στη φαντασία για ν’ αντιμετωπίσω την πραγματικότητα. Παρακολουθώντας τα όσα συνέβαιναν γύρω μου, έπαψα να είμαι αυτή που ήμουν. Και για να καταφέρω να συνεχίσω, θεώρησα τον εαυτό μου ένα πρόσωπο φανταστικό και σκέφτηκα τις επιλογές αυτού του κατασκευασμένου προσώπου μέσα στην αφή-


16

γηση. Άφησα τον καθρέφτη της πραγματικότητας στην άκρη κι έγινα εκείνη η κατασκευασμένη άλλη, που έπρεπε να αντιδρά όπως άρμοζε μέσα σ’ αυτό που είχε αποφασίσει να ζήσει. Τι ήταν αυτό που αναζητούσε, ένα υπαρξιακό ερώτημα; Η ταυτότητα; Η εξορία; Η δικαιοσύνη; Η παραφροσύνη του αίματος; Και το αυτοκίνητο, μες στο πηχτό σκοτάδι, ακολουθούσε όλους εκείνους τους δρόμους που θα με οδηγούσαν στο σπίτι μιας οικογένειας. Της οικογένειας που θα γινόταν ένα μέρος της ζωής μου. Είναι παράξενο, αλλά θυμάμαι τώρα διάφορα περαστικά γεγονότα που δεν σκόπευα να καταγράψω μέχρι το δεύτερο ταξίδι μου. Ο στόχος της επιστροφής μου στη Συρία τον Αύγουστο του 2012, μετά την αναχώρησή μου από εκεί τον Ιούλιο του 2011, ήταν ο σχεδιασμός ενός μικρού προγράμματος υποστήριξης των γυναικών, η σύσταση ενός προγράμματος στη βόρεια Συρία για την οικονομική και εκπαιδευτική ενίσχυση των γυναικών και την επιμόρφωση των παιδιών τους. Αναζητούσα μια ιδέα εφαρμόσιμη, μέσω της οποίας θα ήταν εφικτό να ιδρυθούν δημόσιοι, δημοκρατικοί θεσμοί σε περιοχές που βρίσκονταν εκτός της κυριαρχίας του Άσαντ. Δεν σκέφτηκα ποτέ να γράψω αυτό το ημερολόγιο. Ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω το καινούργιο μου μυθιστόρημα. Τα πράγματα άλλαξαν κι εγώ έφυγα. Μια σύντομη συνάντηση άλλαξε την πορεία μου και μ’ έκανε ν’ αποφασίσω την καταγραφή τούτης της μαρτυρίας. Τότε, στον δρόμο της επιστροφής και πριν από τα σύνορα, καθώς κατευθυνόμασταν προς τη Σαρμαντά4 για να περάσουμε από τη Συρία στην Τουρκία, η συνάντησή μου μ’ έναν νεαρό μαχητή ήταν αυτή που μ’ έκανε ν’ αρπάξω το μολύβι και να καταγράψω στο μικρό μου σημειωματάριο τα λόγια του. Εκείνη τη στιγμή ήταν που αποφάσισα να γράψω, όταν είπε: «Εμείς θέλουμε ένα αστικό κράτος». Αυτό συνέβη την τελευταία μέρα, ώρες πριν την αναχώρησή μας, στο οδόφραγμα του τάγματος Αλ Φαρούκ,5 κι ο νεα-


2 – Οι πύλες του Τίποτα

17

ρός, που έλαμπαν μες στα μάτια του τ’ αστέρια, μου διηγούνταν καταπίνοντας το σάλιο του πώς αποσχίστηκε από τις Ειδικές Δυνάμεις του στρατού6 επειδή αρνήθηκε να σκοτώσει ανθρώπους. Είπε: «Πώς δηλαδή να ορμήσω στην αγκαλιά του θανάτου; Ποιος τον θέλει τον θάνατο; Κανείς! Μα ήμασταν νεκροί, και θέλαμε να ζήσουμε». Ο ουρανός γαλάζιος. Τίποτα δεν μας συννεφιάζει. Ούτε οι σφαίρες που σφυρίζουν, ούτε τα οδοφράγματα, ούτε τα γκρεμισμένα κτήρια στο πλάι του δρόμου. Μόλις βγήκαμε από τη Σαρμαντά. Την αφήσαμε πίσω μας, οι τοίχοι της χρωματισμένοι με τη σημαία της επανάστασης. «Θέλουμε ένα αστικό κράτος...» επαναλαμβάνει ο μεγαλύτερος σε ηλικία νεαρός. Ένας άλλος νεαρός μού λέει: «Στο διάβολο οι αξιωματικοί, όλοι τους είναι αλαουίτες!»7 Ο άλλος τον κοιτάζει και ψελλίζει: «Όχι όλοι». Τον ακούω προσεχτικά. Καθώς μου διηγείται την ιστορία της απόσχισής του για δεύτερη φορά, ο φίλος του τον πλησιάζει και του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Ο μικρότερος, με τα λαμπερά μάτια και τη μελιά φράντζα, με κοιτάζει εμβρόντητος. Το όπλο του πέφτει στη γη, έπειτα χαμηλώνει το βλέμμα. Τον κοιτάζω, τα μάτια του τρεμοπαίζουν, το όπλο του εξακολουθεί να είναι πεσμένο κάτω, αποστρέφει το πρόσωπό του. Ο ουρανός ίδιος, ακόμα γαλάζιος, και ο βραχώδης λόφος που προσπεράσαμε κοιτάζει σιωπηλά, μα εγώ ακούω έναν ανεπαίσθητο ήχο, και τότε ο νεαρός στρέφεται προς το μέρος μου. Δαγκώνει τα χείλη του. Λέει με τρεμάμενη φωνή, αυτός ο ίδιος που πριν λίγο στεκόταν στο οδόφραγμα κρατώντας το όπλο του και διακηρύσσοντας την οργή του ενώπιον του ουρανού: «Συγχώρεσέ με, κυρία, μα τον Θεό, δεν ήξερα». Στο παιδικό του πρόσωπο ξαναγυρίζει η ευγένεια και η μεγαλοψυχία, ενώ οι ένοπλοι νέοι κάτω από τη γέφυρα μας κοιτάζουν με περιέργεια. Δίπλα τους κυματίζει μια λευκή σημαία που γράφει: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΛΛΟΣ ΘΕΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΛΑΧ


18

ΚΑΙ Ο ΜΩΑΜΕΘ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΤΟΥ. Δύο απ’ αυτούς έ-

χουν μακριές γενειάδες. Ο ουρανός ακόμα γαλάζιος. Ο στρατιώτης, που έχει γίνει πάλι παιδί, με πλησιάζει και μου λέει κομπιάζοντας: «Εγώ δεν μισώ κανέναν, αλλά αυτοί είναι κτήνη και θέλουν να σκοτώνουμε ανθρώπους... Συγχώρεσέ με, κυρία». Ο μεγαλύτερος σε ηλικία μαχητής στέκεται δίπλα του. Το βλέμμα του είναι οργισμένο καθώς επαναλαμβάνει: «Θέλουμε ένα αστικό κράτος, εγώ είμαι στο τάγμα Αλ Φαρούκ και θέλω ένα αστικό κράτος, είμαι τριτοετής φοιτητής οικονομικών». Δεν μείναμε πολύ μαζί τους. Τους άκουσα κι ύστερα είπα: «Δεν υπάρχει πρόβλημα... Όλα εντάξει», αλλά ο νέος, με μάτια που τώρα έλαμπαν λιγότερο, ήταν αποφασισμένος να μου εξηγήσει ότι δεν είχε σκοπό να με προσβάλει. Πριν φύγουμε με τους τρεις νεαρούς, του είπα: «Μα εγώ δεν είμαι αλαουίτισσα, ούτε εσύ σουνίτης. Είμαι Σύρια κι εσύ Σύριος». Με κοίταξε έκπληκτος, και πρόσθεσα: «Αυτή είναι η αλήθεια, είμαστε μόνο Σύριοι». Στο αυτοκίνητο, καθώς φεύγαμε από το οδόφραγμα του τάγματος Αλ Φαρούκ, ήμουν ενοχλημένη. Είπα: «Ποιος χρειάζεται εδώ καθησύχαση; Ποιος θέλει να χτίσει ένα κράτος με αίμα και φωτιά; Μήπως εκείνος ο αποστάτης στρατιώτης που μεταμορφώθηκε σε παιδί; Ή μήπως εκείνοι οι φονιάδες οπαδοί του Άσαντ;» Οι νέοι με κοίταζαν με απορία και γελούσαν. Δεν καταλάβαιναν τίποτε απ’ όσα έλεγα. Από πού πήγαζε η δύναμή τους; Ποιος άραγε δεν γνώριζε την αξία της ζωής; Ποιος ήταν πιο κοντά στην ουσία της ζωής, εμείς ή αυτοί; Εκείνοι ζουν μέσα στην αγκαλιά του θανάτου, καταβροχθίζοντάς τον σαν νόστιμη μπουκιά μέσα στα γέλια τους, στα γέλια που σκορπίζουν τη στιγμή που το κορμί τους διαμελίζεται. Αυτοί είναι μονάχα μια ψευδαίσθηση μες στα μυαλά του κόσμου. Το να λες «ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός» σημαίνει να φαντάζεσαι ένα στρατό, μα αυτοί ήταν άνθρωποι συνηθισμένοι, που μπορούσες να συναντήσεις τυχαία στον δρόμο. Συγκεντρώσεις ανθρώπων διαφορετικών σε σκο-


19

πούς και ιδιότητες, διαφορετικούς στον βαθμό της βαναυσότητας και της συμπόνιας τους, διαφορετικούς στον βαθμό της συμμόρφωσης και της απειθαρχίας τους στις αρχές της επανάστασης, χωρίς καμιά ομοιότητα μεταξύ τους. Τα τάγματα του Ελεύθερου Συριακού Στρατού είναι ένα αντίγραφο της ζωής μας, της ποικιλομορφίας της και της τεράστιας ανομοιογένειάς της, με μόνη διαφορά πως ένας θάνατος με την ελαφράδα φτερού περνά καμαρωτά ανάμεσά τους, και πως, στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να λέγονται «τάγματα της ένοπλης λαϊκής αντίστασης». Δεν ξέρω για ποιο λόγο άρχισα να γράφω για τις πύλες του Τίποτα και να μιλώ για το τελευταίο εκείνο ένοπλο οδόφραγμα πριν την αποχώρησή μου, ξέρω όμως πόσο με επηρέασε αυτός ο αποστάτης στρατιώτης που μεταμορφώθηκε σε παιδί. Κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου, ξεπηδούσε η εικόνα του νεαρού στρατιώτη που πέταξε το όπλο του για ν’ απολογηθεί για μια προσβολή που δεν ήταν καν αληθινή, αφού η «κυρία» που βρισκόταν μπροστά του ανήκε στη σέκτα των αξιωματικών του στον στρατό. Η πρώτη πύλη που διασχίσαμε προς τη Συρία περνούσε μέσ’ από το νοσοκομείο που βρισκόταν δίπλα στα σύνορα ΤουρκίαςΣυρίας, στη Ρεϊχανλί.8 Εκεί υπάρχει ένας ειδικός όροφος για Σύριους τραυματίες που έχουν διασωθεί από βομβαρδισμούς. Δωμάτια το ένα δίπλα στο άλλο, μια μυρωδιά διαχέεται από τα σώματα που κείτονται πάνω σε λευκά σεντόνια, με πόδια ακρωτηριασμένα, κομμένα χέρια και μάτια ονειροπόλα. Τα μέλη τους πετούν κολυμπώντας στο κενό. Ο Μάνχαλ, ένας από τους πρώτους ακτιβιστές της επανάστασης στο Σαράκεμπ, μου ζήτησε να τον κρατώ καθώς θα μπαίναμε στο δωμάτιο δύο παιδιών: της τετράχρονης Ντιάνα και της εντεκάχρονης Σαϊμά. Την Ντιάνα την είχε χτυπήσει μια σφαίρα στη σπονδυλική στήλη και την είχε αφήσει παράλυτη. Ήταν ξαπλωμένη και παραδομένη σαν ένα λευκό, τρομοκρατημένο λαγουδάκι. Πώς


20

δεν διέλυσε η σφαίρα το μικροσκοπικό, εύθραυστο κορμάκι της; Ήταν θαύμα! Τι να σκεφτόταν άραγε εκείνος ο ελεύθερος σκοπευτής όταν έριχνε τη σφαίρα του πάνω στην πλάτη της μικρής που διέσχιζε τον δρόμο για ν’ αγοράσει ένα γλυκό για το ιφτάρ;9 Δίπλα στο κρεβάτι της Ντιάνα ήταν εκείνο της Σαϊμά. Της είχε κόψει το πόδι μια οβίδα. Οι συγγενείς της στέκονταν αποσβολωμένοι σαν εκείνη μπροστά στην πόρτα. Είχαν σκοτωθεί εννέα άτομα της οικογένειάς της, μαζί και η μητέρα της. Η θεία της ήταν δίπλα στο κρεβάτι. Η Σαϊμά κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα παράξενο, ικετευτικό και μαζί θυμωμένο. Όταν άγγιξα το μέτωπό της χαμογέλασε. Το αριστερό της χέρι είχε γίνει κομμάτια από τα θραύσματα. Ένας λευκός επίδεσμος ήταν δεμένος γύρω από τη λεκάνη της μέχρι τους μηρούς της. Το κενό έπαιρνε τη θέση του ακρωτηριασμένου της ποδιού. Τα κενά όριζαν το σχήμα του ανθρώπινου μέλους που έλειπε. Είμαστε ολόκληροι ελλιπείς. Είμαστε ένα σύνολο από ελλείψεις. Τι να έλεγα λοιπόν σ’ εκείνο το μικρό κορίτσι που με κοιτούσε με μάτια μαγευτικά; Το άλλο της πόδι ήταν επίσης χτυπημένο και οι πληγές ήταν διάσπαρτες σ’ όλο της το σώμα. Τα δάχτυλά μου στο μέτωπό της κι ένα βουβό χαμόγελο ανάμεσά μας. Δεν είναι μόνο η Σαϊμά και η Ντιάνα σ’ εκείνον τον όροφο. Στο διπλανό δωμάτιο ένας νεαρός περιμένει να του κόψουν το πόδι, που έχει θρυμματιστεί από οβίδα. Τα μάτια του γελούν. Ένας άλλος νεαρός περιμένει να του αφαιρέσουν τα θραύσματα από το πόδι, ώστε να επιστρέψει στη Συρία και να πολεμήσει. Είναι αρχηγός μιας στρατιωτικής μονάδας. Είναι ο Αμπντουλάχ, που την επόμενη φορά θα τον συναντούσα να περπατά κουτσαίνοντας, που θα γινόμασταν φίλοι και θα περνούσαμε μαζί την τρίτη πύλη του Τίποτα, μέσα στον καταιγισμό των οβίδων, για να πιούμε καφέ με την όμορφη αρραβωνιαστικιά του. Στον διάδρομο του νοσοκομείου, ακριβώς πριν τα σύνορα,


21

τα μέλη των Σύριων εγκαταλειμμένα μες στη σκόνη, νοσταλγούσαν το κενό. Νέοι που κείτονταν με σώματα μισά, που κοίταζαν μέσ’ από τα παράθυρα του νοσοκομείου τον κόσμο έξω, μια ανάσα από τα πάτρια εδάφη τους. Εκεί ήταν που έκανα το πρώτο βήμα για να περάσω στο Τίποτα, εκεί όπου σε λίγο θα βλέπαμε τον ουρανό πάνω από τις αποκοιμισμένες πόλεις να φλέγεται από τις οβίδες, εκεί όπου θα δειπνούσαμε για πρώτη φορά μαζί με κάποιον από τα τάγματα της Ταφτανάζ.10 Εκεί θα έβλεπα σαστισμένη τα πρόσωπα των νέων να γελούν, την ίδια ώρα που οι οβίδες περνούσαν πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Δεν υπάρχει ήρωας, παρά μονάχα ο θάνατος. Κι οι ιστορίες των ανθρώπων δεν μιλούν παρά μόνο γι’ αυτόν. Τα πάντα υπόκεινται στη σχετικότητα, στην πιθανότητα, εκτός απ’ τον απόλυτο θρίαμβο του θανάτου, ή εκείνη τη στιγμή την άχρονη: τη νύχτα που περάσαμε μέσ’ από το αγκαθωτό συρματόπλεγμα, τη νύχτα που διασχίσαμε τις ερημιές, άλλοτε τρέχοντας κι άλλοτε βηματίζοντας αργά, μέχρι την τρύπα-πύλη για το πέρασμά μας. Εκείνη τη μετέωρη στιγμή ανάμεσα στην πατρίδα και την εξορία. Εκεί, στην άλλη πλευρά του φράχτη, τα σώματά μας αναδύονταν ξαφνικά από το σκοτάδι και προχωρούσαμε κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον σαν τους τυφλούς. Μια φωνή είπε: «Καλησπέρα». Φωνές που έρχονταν κι έφευγαν, κι εμείς σαν μαύρα γατιά με μάτια δίχως λάμψη. Η συνοριακή γραμμή δεν ήταν μεγάλη. Τη νύχτα οι Σύριοι κρύβονταν από κάτω της, μπαινόβγαιναν ακολουθώντας τη μες στη νυχτερινή γαλήνη, τη γαλήνη που οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν θα ξανασυναντούσαν ποτέ. Γλιστρούσαν μέσ’ από τα σύρματα λες κι ήτανε φτιαγμένοι από ζελατίνη. Στον δρόμο της επιστροφής, πλάι στο ίδιο συρματόπλεγμα, είχαμε συναντήσει δύο Τυνήσιους που περνούσαν τα σύνορα. Ο νεαρός που μπήκε στη συντροφιά μας μου είπε: «Αν συνεχίσουν να υποστηρίζουν και να χρηματοδοτούν τις ομάδες


22

που υποδεικνύει ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός εις βάρος των υπόλοιπων ομάδων, δεν θα δούμε ποτέ καλό». Αυτά τα λόγια επαναλαμβάνονταν από αποστάτες στρατιώτες που δεν είχαν επαρκείς προμήθειες, όπως συνέβαινε με τις ομάδες των ισλαμιστών που είχαν σχηματιστεί πρόσφατα κι είχαν εφόδια και εξοπλισμό. Έλεγαν ότι αυτές ανήκαν στους εξτρεμιστές και χρηματοδοτούνταν από άλλα κράτη. Τα τάγματα που εκτείνονταν στις επαρχίες του Ίντλιμπ, της Χαμά11 και του Χαλεπίου επαναλάμβαναν στην πλειοψηφία τους τα ίδια λόγια. Μα εκείνα τα οικονομικά ασθενή τάγματα υπήρχε πάντα κάτι που τα απέτρεπε απ’ το να εισχωρήσουν σε ομάδες ισλαμιστών. Τα μέλη τους πουλούσαν τα υπάρχοντά τους, βοηθώντας οι μεν τους δε λες και προέρχονταν από την ίδια οικογένεια, ενώ κάποιες φορές πουλούσαν ακόμα και τα κοσμήματα των γυναικών τους. Μια γυναίκα, την ώρα που ο αρχηγός κάποιας ομάδας συγκέντρωνε χρήματα για ν’ αγοράσει τουφέκια, έβγαλε τη βέρα της και την πρόσφερε στον σύζυγό της, όμως εκείνος την αρνήθηκε. Ο αρχηγός μιας άλλης ομάδας μού είπε: «Αν μέναμε έτσι, ακόμα και με τον διάβολο θα συμμαχούσαμε για ν’ αντιμετωπίσουμε το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ». Ήταν οργισμένος, θλιμμένος. Δεν είχαν αρκετά όπλα για να διευρύνουν το πεδίο της μάχης, ήθελαν να απομακρύνουν τις συγκρούσεις από το Χαλέπι κι ένιωθαν ανήμποροι. Οι έμποροι όπλων δούλευαν ανενόχλητοι και η αντιπολίτευση δεν απασχολούνταν διόλου με την κατάσταση των ενόπλων ταγμάτων ξηράς, ούτε την ενδιέφερε ο σχηματισμός μιας ενωμένης ηγεσίας. «Υπό αυτές τις συνθήκες και μέσα στους βομβαρδισμούς, την πείνα, την πολιορκία, τους ελεύθερους σκοπευτές και τις συλλήψεις, όλοι θα στραφούν προς τις οργανώσεις που χρηματοδοτούνται επαρκώς με όπλα». Τον ρώτησα: «Αυτό δεν θέλει και το καθεστώς;» Απάντησε οργισμένα: «Αυτό πες το στην αφρόκρεμα της αντιπολίτευσης και των γραμματιζούμενων, πού είναι αυτοί; Οι ανώτεροι αξιωμα-


23

τικοί γιατί ζούνε στην Τουρκία; Η αληθινή μάχη είναι εδώ! Εμείς πεθαίνουμε κάθε μέρα και θα συνεχίσουμε να πεθαίνουμε, και δεν μπορούμε να προσφέρουμε τίποτα παραπάνω απ’ τις ψυχές μας, μα δεν θα υποχωρήσουμε, ίσως πεθάνουμε, μα τα παιδιά και τα εγγόνια μας θα πολεμήσουν το καθεστώς του Άσαντ. Πού είστε εσείς όταν συμβαίνουν όλα αυτά;» Δεν μπορώ να γράψω με ακολουθία, δεν βρίσκω τη σειρά, πρέπει να σπάσω τον χρόνο. Επιστρέφω στα λόγια των νεαρών και μιλώ για το πέρασμά μας στην ερημιά, διασχίζοντας τα σύνορα των δύο χωρών, αντικρίζοντας τους ελαιώνες, ανασαίνοντας το άρωμα της άλλης χώρας, ανακαλώντας κάθε τόπο που συναντούσαμε, τους τοίχους των πόλεων στολισμένους με τις εικόνες και τις σημαίες της επανάστασης, τα αποκαμωμένα πρόσωπα των ανθρώπων. Στο αυτοκίνητο, καθώς διεισδύαμε στο πέπλο της νύχτας, περάσαμε από αρκετά οδοφράγματα του Ελεύθερου Συριακού Στρατού. Δεν ήταν πολύ μεγάλα, οι νέοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Χωριά που είχαν απελευθερωθεί και άλλα ημιαπελευθερωμένα. Η λέξη «απελευθερωμένο» είχε μια υπερβολή, αφού ο ουρανός συνέχιζε να βρίσκεται υπό την κυριαρχία της κυβέρνησης. Γύρω μας έπεφταν βροχή οι βόμβες, κάποιες στιγμές ακουγόταν το βουητό των αεροπλάνων. Οι νεαροί με καθησύχαζαν, «Όλα εντάξει», ναι, μα είχαμε ακόμα μερικά χιλιόμετρα για ν’ απομακρυνθούμε απ’ τον κίνδυνο. «Δεν τρέχει τίποτα», είπε ένας τους, κι αυτό το «δεν τρέχει τίποτα» σήμαινε πως ο θάνατος θα ερχόταν απ’ τον ουρανό! Θα περνούσαμε από την Μπίνις12 για να συμμετάσχουμε στη διαδήλωση, έπειτα θα συναντούσαμε ένα από τα τάγματα. Ούτε μία γυναίκα δεν υπήρχε στη διαδήλωση της Μπίνις, τα πανό έγραφαν: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΛΛΟΣ ΘΕΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΛΑΧ ΚΑΙ Ο ΜΩΑΜΕΘ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΤΟΥ. Ήμουν μόνη ανάμεσα στους άντρες, με κοιτούσαν παράξενα. Γνώρισα κάποιους απ’ αυτούς. Ήταν εξαιρετικά ευγενικοί. Τραγουδού-


24

σαν και χειροκροτούσαν, έπειτα ακολούθησε το κήρυγμα ενός σεΐχη. Δεν φύγαμε αμέσως απ’ την πόλη. Μίλησα με μερικές γυναίκες που στέκονταν μπροστά στα σπίτια τους και παρακολουθούσαν τη διαδήλωση. Μία από αυτές είπε: «Κάποτε συμμετείχαμε στις διαδηλώσεις, μα τώρα είναι αδύνατον. Οι άντρες φοβούνται για μας, εξαιτίας των βομβαρδισμών και των ελεύθερων σκοπευτών». Η Μπίνις ήταν πράγματι απελευθερωμένη, μα ο ουρανός ήταν προδοτικός. Η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί εκεί από τα αεροπλάνα, τα κανόνια και τα τανκς ήταν ύπουλη, δολερή και ανεξήγητη. Δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους επαναστάτες μέσω ξηράς, μετά από σκληρές μάχες με τους κατοίκους δεν τολμούσαν να μπουν στην πόλη. Έρχονταν τη νύχτα, μόλις χάραζε βομβάρδιζαν κι εξαφανίζονταν. Τα περισσότερα θύματα ήταν παιδιά, γυναίκες και γέροντες, ενώ οι ντόπιοι και τα τάγματα συνέχιζαν ακούραστα να πολεμούν. «Αυτή είναι η μοίρα μας», έλεγαν οι νέοι της Μπίνις. Δεν είδα ούτε μία γυναίκα με πρόσωπο ακάλυπτο. Ήταν τόπος που τηρούσε τις παραδόσεις, οι άνθρωποι εκεί ακολουθούσαν τα εθιμοτυπικά του Ισλάμ. Στη διαδήλωση της Μπίνις ήμουν ανάμεσά τους με το πρόσωπο ακάλυπτο. Όταν μετακινούμασταν μεταξύ πόλεων και χωριών, φορούσα το χιτζάμπ13 για να μην τραβώ την προσοχή. Μα όταν μαζευτήκαμε με τους νεαρούς, κάθισα ανάμεσά τους με το πρόσωπο γυμνό. Κάποιοι δεν μου έδωσαν το χέρι για να με χαιρετήσουν. Η συζήτηση μεταξύ μας ήταν λογική και πολύ ανθρώπινη, οι ίδιοι με ενημέρωσαν ωστόσο πως μερικά άλλα τάγματα δεν θα δέχονταν την παρουσία μου χωρίς χιτζάμπ. Κανείς τους δεν ανέφερε την ίδρυση ισλαμικού κράτους, μιλούσαν μόνο για ένα αστικό κράτος. Η παρουσία ταγμάτων των τζιχαντιστών14 ήταν ακόμα ασθενής, τέτοιου είδους τάγματα είχαν εμφανιστεί και εξαπλωθεί μόλις λίγους μήνες νωρίτερα. Το να μιλάμε για «Άραβες τζιχαντιστές» είχε τότε μια υπερβολή, ωστόσο μετά από κάθε σφαγή ο αριθμός τους αυξανόταν. Στο Σαράκεμπ, από τους ε-


25

πτακόσιους πενήντα μαχητές, οι Άραβες μουτζαχεντίν15 ήταν μόλις δεκαεννιά. Το δείπνο στην Μπίνις ήταν πλουσιοπάροχο, σ’ ένα σπίτι στη μέση ενός ελαιώνα. Οι νεαροί ήταν πρόθυμοι να μας προσφέρουν ό,τι καλύτερο είχαν για να φάμε. Ο αρχηγός ήταν γύρω στα τριάντα, όμορφος και γαλήνιος, καταγόταν από την Μπίνις. Με εντυπωσίασε η διαλλακτικότητα και η πραότητα των νεαρών στη συζήτηση, όπως και η επιθυμία τους να μιλήσουν για το πρόβλημα του σεκταρισμού και την επιτακτικότητα της λύσης του. Συζητήσαμε για πολλά ζητήματα και για την αναγκαιότητα να μη δοθούν περιθώρια για έναν σεκταριστικό πόλεμο. Ένας από τους νεαρούς μού είπε: «Υπάρχουν όντως βίαιες αντιδράσεις απέναντι στη βία του καθεστώτος, μα είναι λίγες, και πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις που αναχαιτίστηκαν». Ο ίδιος θα μου έλεγε επίσης ύστερα από κάποιες μέρες: «Ήταν ένας νέος που ανήκε στη σέκτα των αλαουιτών, τον έσφαξαν ως αντίποινα στο μακελειό, κι εμείς ξεσηκωθήκαμε εναντίον αυτής της πράξης. Ως τώρα δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα αυτό που θέλει να κάνει το καθεστώς, δεν έχει επιτεθεί χωριό σουνιτών σε χωριό αλαουιτών, αυτό δεν συνέβη και δεν θα συμβεί ποτέ, ακόμα κι αν πληρώσουμε το τίμημα με τις ζωές μας. Μα δεν μπορούμε να χαλιναγωγήσουμε την οργή εκείνων που έχασαν ολόκληρες τις οικογένειές τους ή βομβαρδίστηκαν τα σπίτια τους. Ο χρόνος δεν απαλύνει τέτοια οργή!» Ο νεαρός αυτός σκοτώθηκε μετά από μερικούς μήνες από τα χέρια μασκοφόρων μουτζαχεντίν, και αναμφίβολα δεν επρόκειτο για Σύριους. Μου διηγήθηκαν λεπτομερώς ιστορίες για συμμορίες μισθοφόρων που λεηλατούσαν για λογαριασμό του Ελεύθερου Συριακού Στρατού και απήγαν για λογαριασμό των ταγμάτων. Ήταν μισθοφόροι που δούλευαν γι’ αυτά τα τάγματα και τα βοηθούσαν στον αγώνα τους εναντίον του καθεστώτος, επενέβαιναν επίσης σε διαμάχες ανάμεσα στα ένοπλα τάγματα, που


26

προέκυπταν ενίοτε από ασήμαντες αφορμές. Μερικά τάγματα έφτασαν μάλιστα στο σημείο να απαγάγουν μέλη που είχαν εμπλακεί σε προσωπικές διαμάχες από κάποιες κωμοπόλεις, όπου χρειάστηκε να παρέμβουν επιφανείς για την επίλυση των προβλημάτων τους. Οι νεαροί μιλούσαν για κάποια λάθη τους, αναλογιζόμενοι πώς θα έφερναν πάλι στον ίσιο δρόμο την επανάσταση. Ίσως να μην αποτελούσαν αντιπροσωπευτικό δείγμα της γεωγραφίας ολόκληρου του Βορρά στην επαρχία του Χαλεπίου, του Ίντλιμπ και της Χαμά, ωστόσο όλα τα τάγματα που συνάντησα μοιράζονταν τις ίδιες πεποιθήσεις, κι η κάθε φατρία είχε και τον σεΐχη της. Παρακολουθούσα τους νεαρούς της Μπίνις να μιλούν όταν ακούστηκε ο κρότος μιας μεγάλης έκρηξης. Ήμασταν στην ταράτσα που έβλεπε στον ελαιώνα και το φεγγάρι φώτιζε τα πάντα. Ήταν καμιά δεκαριά, στην πλευρά απέναντι από την ταράτσα. Ο ουρανός έλαμψε κι ένας τους είπε: «Βομβαρδισμός στην Ταφτανάζ». Κι ύστερα επέστρεψαν στη συζήτηση, ζητώντας μου να συνεχίσω το δείπνο. Έφαγα σιωπηλά, ενώ αφουγκραζόμουν τους τρομαγμένους χτύπους της καρδιάς μου. Αργότερα ένας τους θα μου έγραφε: «Αφού έφυγες, άρχισαν να μας βομβαρδίζουν. Δόξα τω Θεώ είχες φύγει». Οι νεαροί επέμεναν να δω το νεκροταφείο αρμάτων στην Ατάριμπ.16 Ένας σωρός από καμένες μηχανές, στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη. Μια μάζα μεταλλικών σκελετών, παντού αποκαΐδια και στη μέση τα σπίτια, αναποδογυρισμένα σαν σκισμένα, χάρτινα κουτιά. Σιωπή κι ερημιά. Βουβή τελείως η Ατάριμπ. Τίποτα, ούτε ψίθυρος, ούτε γάβγισμα σκυλιού! Μόνο στο τέλος ενός παράδρομου, καθώς περιπλανιόμασταν μες στα τρομαχτικά ερείπια που ενσάρκωναν όλο το νόημα της λέξης «εξόντωση», είδαμε το φως ενός κεριού που ερχόταν μέσ’ από ένα μαγαζάκι κι από μακριά διακρίναμε την οπτασία μιας γυναίκας να σαλεύει. Ήταν η μόνη ένδειξη πως η Ατάριμπ δεν ήταν μια πόλη φαντασμάτων, μια μάζα δίχως σχήμα και δίχως


27

ταυτότητα. Ακόμη ακούγονταν σε κοντινή απόσταση οι κρότοι των οβίδων. Ακολουθήσαμε τον δρόμο μας προς το Σαράκεμπ. Ο αρχηγός έβγαλε βιαστικά το τουφέκι του και το γέμισε. Έτρεμα. Ύστερα έβαλε δίπλα του μια χειροβομβίδα. Ήταν ακριβώς δίπλα μου. Την έβαλε στα δεξιά του, κοίταξα το πράσινο κέλυφος, ήταν μόλις μερικά εκατοστά, την άγγιξα. Αναρρίγησα ξανά. Περνούσαμε μια επικίνδυνη περιοχή, ο αρχηγός, με τη χειροβομβίδα μες στη χούφτα του, έστρεψε το όπλο του στην άκρη του παραθύρου. Τον παρατηρούσα, τα μάτια του διαπερνούσαν τη νύχτα σαν μάτια λύκου: «Ή είναι σκυλιά της κυβέρνησης, ή κλέφτες και αλήτες που λεηλατούν για λογαριασμό του Ελεύθερου Συριακού Στρατού». Στο μπροστινό κάθισμα ο Μαϊσάρα ετοίμαζε το τουφέκι του, ο οδηγός οδηγούσε ατάραχος, κι ο Μοχάμαντ δίπλα μου ετοίμαζε κι αυτός το όπλο του. Διασχίζαμε το τρομαχτικό σκοτάδι. Ψηλά κυπαρίσσια ορθώνονταν πλάι στον στενό, ασφαλτωμένο δρόμο. Νόμιζα πως αυτός ο δρόμος δεν θα τελείωνε ποτέ. Παρίστανα τη θαρραλέα. Ο αρχηγός είχε αφήσει τώρα το τουφέκι δίπλα του κι είχε βάλει τη χειροβομβίδα στην τσέπη του σακακιού του. Σκέφτηκα ότι μπορούσα επιτέλους ν’ ανασάνω, μα το τουφέκι, ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ εμένα, ήταν στραμμένο καταπάνω μου. Η μπούκα ήταν ακριβώς μπροστά στα μάτια μου. Μια κίνηση εκατοστών αν έκαναν τα δάχτυλά μου πάνω στη σκανδάλη, θ’ αρκούσε για να με βυθίσει στο παντοτινό, γλυκό σκοτάδι. Η μπούκα με κοιτούσε κατάματα, μικρή και δελεαστική. Μα η φωνή του αρχηγού με συνέφερε. Είπε: «Είμαστε όλοι μαζί, ούτε μια τρίχα σου δεν θ’ αγγίξουν». Μπήκαμε με προσοχή στα σοκάκια του Σαράκεμπ. Η πόλη δεν είχε απελευθερωθεί ολόκληρη, κι ένας ελεύθερος σκοπευτής συνέχιζε να βρίσκεται στον ραδιοφωνικό σταθμό. Είχαν ήδη σκοτωθεί πολλοί από το χέρι του.


28

Μπήκαμε στον μικρό οικισμό, που περιλάμβανε αρκετά τμήματα και ανήκε σε μια γενναιόδωρη και ευκατάστατη οικογένεια. Υπήρχαν εκεί μέσα τρία σπίτια, γύρω από μια αυλή. Στην πίσω πλευρά ήταν ένα πολύ παλιό δωμάτιο που το έλεγαν κελάρι. Εκεί θα έμενα τον περισσότερο καιρό. Ήταν ένα παλιό, θολωτό κτήριο που είχε χτιστεί από τους προγόνους της οικογένειας. Στα αριστερά ήταν το σπίτι του μεγαλύτερου γιου, του Άμπου Ιμπραχίμ, και της συζύγου του Νούρα, που θα με φιλοξενούσαν. Στα δεξιά ήταν το σπίτι του μικρότερου γιου, του Μαϊσάρα, της συζύγου του Μανάλ και των παιδιών τους Άαλα, Ρούχα, Μοχάμαντ και Τάλα, που ζούσαν μαζί με τη γιαγιά και την ηλικιωμένη θεία. Και οι δύο ήταν σχεδόν καθηλωμένες και τις φρόντιζε η Αγιούς, η μεγάλη κόρη που δεν είχε παντρευτεί. Μόλις φτάσαμε, ολόκληρο το σπίτι κινητοποιήθηκε για την ετοιμασία του δείπνου. Ο Μαϊσάρα ανήκε αρχικά σ’ εκείνους που διαδήλωναν ειρηνικά εναντίον της κυβέρνησης κι έπειτα είχε γίνει μαχητής. Ο εικοσάχρονος Μοχάμαντ ήταν φοιτητής οικονομικών. Ανήκε κι εκείνος αρχικά σε ειρηνικά κινήματα, μετά εντάχθηκε στην ένοπλη αντίσταση. Καθίσαμε κατάχαμα, γύρω απ’ το φαγητό, ενώ τα δυο κορίτσια, η Ρούχα και η Άαλα, ήταν συνέχεια κοντά μου. Το επόμενο πρωί, πριν βγω να συναντήσω τις συζύγους των μαρτύρων και να μελετήσω τα ζητήματά τους, μαζεύτηκαν γύρω μου οι όμορφες γειτόνισσες στο μεγάλο σπίτι της οικογένειας και άρχισαν να μου διηγούνται ιστορίες για το Σαράκεμπ. Η Άαλα δίπλα μου άκουγε κρατώντας με σφιχτά απ’ το χέρι. Η Ρούχα βοηθούσε τη μητέρα της στραβοκοιτάζοντας την αδερφή της, κι εγώ προσπαθούσα να μοιράζω την προσοχή μου και στις δυο. Ψιθύρισα στο αυτί της Άαλα πως έπρεπε ν’ ακούσουμε εκείνες τις αφηγήσεις, έγνεψε καταφατικά, έβαλε το χέρι της πάνω στο πιγούνι της και άκουσε αφοσιωμένα μαζί μου τις ιστορίες των γυναικών. Η προσέγγιση των σπιτιών των γυναικών δεν ήταν εύκολη


υπόθεση. Ο Μοχάμαντ έπρεπε να με συνοδεύει πάντα με το αυτοκίνητο, μα απαγορευόταν στους άντρες η είσοδος στα σπίτια των χήρων, ειδικά όταν εκείνες βρίσκονταν στην περίοδο του αλ ίντα,17 που απαιτούσε, σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, να μη συναντήσουν κανέναν άντρα μέχρι να περάσουν τρεις μήνες και δέκα ημέρες. Στην επιστροφή μας από μια τέτοια επίσκεψη ο Μοχάμαντ πρότεινε να πάμε να δούμε τον καλλιγράφο και ζωγράφο που είχε χρωματίσει τους τοίχους του Σαράκεμπ. Η τέχνη του γκραφίτι ήταν μία από τις σημαντικότερες τέχνες στις οποίες είχαν καταφύγει οι ακτιβιστές στην επανάσταση. Μόλις απελευθερώθηκαν οι πόλεις, οι τοίχοι τους μετατράπηκαν σε ανοιχτά βιβλία, σε κινητές εκθέσεις. Ο άντρας που ανέλαβε να χρωματίσει τους τοίχους του Σαράκεμπ και να σχεδιάσει τις επιγραφές τους, ήταν αυτός ο ίδιος που έθαβε τους μάρτυρες των βομβαρδισμών. Μου είπε: «Εγώ θάβω τα πτώματα». Είπε «πτώματα» ανοίγοντας τις παλάμες του και πρόσθεσε: «Θα σου διηγηθώ μια ιστορία μοναδική. Αλλά χρειάζεται πολύς χρόνος. Θάβω τους μάρτυρες και ζωγραφίζω τους τοίχους του Σαράκεμπ! Δεν θα εγκαταλείψω ποτέ αυτόν τον τόπο». Στεκόμασταν μπροστά στους τοίχους του πολιτιστικού κέντρου του Σαράκεμπ και τα χρώματα ακτινοβολούσαν μέσα στο χλομό τοπίο. Στην απέναντι πλευρά ήταν ένα κτήριο που στην πρόσοψή του έγραφε: ΠΙΣΤΕΥΕ, ΧΑΦ!18 ΤΟ ΜΑΤΙ ΔΕΝ ΛΗ-

Περιφερόμασταν στους δρόμους. Φωτογράφιζα τους τοίχους και τις προσόψεις των μαγαζιών, ενώ η πόλη βυθιζόταν στα τακμπίρ19 του θανάτου και τις κηδείες νέων, παιδιών, γυναικών και γερόντων. Περπατούσαμε μέσα στη σκόνη, την ξηρασία, κάτω από τις καυτές φλόγες του ήλιου. Λιγοστοί άντρες

29

ΣΜΟΝΑ ΤΗ ΒΛΕΦΑΡΙΔΑ. ΠΙΣΤΕΥΕ, ΧΑΦ! ΤΟ ΡΟΔΟ ΔΕΝ ΛΗΣΜΟΝΑ ΤΟ ΚΛΑΔΙ. Κι απέναντι, ένας άλλος τοίχος έγραφε: ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΔΑΜΑΣΚΟΥ! ΕΜΕΙΣ ΑΙΩΝΙΑ ΘΑ ΚΑΤΟΙΚΟΥΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΧΩΡΑ.


30

περνούσαν, τα μάτια τους κόκκινα μα λαμπερά. Οι πυροβολισμοί των ελεύθερων σκοπευτών ήταν συνέχεια στ’ αυτιά μας. Οι οβίδες έπεφταν χωρίς σταματημό. Το βράδυ θα ερχόταν ένας μελαχρινός νεαρός, συγγενής του Μαϊσάρα, με φλογισμένα μάγουλα. Θα καθόταν για λίγο σιωπηλός, ύστερα θα έλεγε πως οι οβίδες έπεσαν στο χωράφι του κι έκαψαν τον σανό που πουλούσε για να ζήσει. Η σοδειά εκείνης της χρονιάς είχε λήξει, είπε κι ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο. Καθόμασταν πάνω σ’ ένα πλαστικό χαλί, σ’ ένα σπογγώδες στρώμα, κι αφουγκραζόμασταν τη σιωπή. Η μητέρα του τον κοίταζε εμβρόντητη, για λίγο την ακούσαμε να ξεφυσά απελπισμένη προτού σωπάσει ξανά, κι έρθουν πάλι στ’ αυτιά μας οι πυροβολισμοί των ελεύθερων σκοπευτών. Την επομένη το μεσημέρι, καθώς στεκόμασταν μπροστά σ’ έναν ζωγραφισμένο τοίχο, είπε ο Μοχάμαντ: «Καίνε τα καλλιεργημένα χωράφια γύρω από την πόλη για να τιμωρήσουν τους ντόπιους, αλλά δεν είμαι βέβαιος πως δεν θα ρίξουν τις οβίδες τους και σ’ εμάς τώρα. Ίσως το κάνουν!» Στραφήκαμε όλοι ψηλά, στον γαλάζιο, καθαρό ουρανό που βροντούσε από τους βομβαρδισμούς. «Αν πέσει οβίδα πάνω στο κεφάλι σου, σου μένει αξέχαστος ο ήχος», είπε και γελάσαμε. Ένα κονβόι από τανκς προχωρούσε προς το Χαλέπι, περνώντας δίπλα από την πόλη. «Το Σαράκεμπ είναι η επόμενη περιοχή που θα πληγεί όταν ξεσπάσουν οι μάχες, και δεν θα σταματήσουν να το βομβαρδίζουν». Το επιβεβαίωσε για δεύτερη φορά, καθώς συνεχίζαμε την πορεία μας με το αυτοκίνητο. Βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα κατεστραμμένο σπίτι, σταματήσαμε και ο Μοχάμαντ είπε: «Αυτό το σπίτι βομβαρδίστηκε από οβίδα αφού πρώτα το έκαψαν και είχε ήδη σκοτωθεί ο ένας γιος». Πέθανε με βασανιστήρια στη φυλακή, είχε επτά αδερφές κι έναν αδερφό, είχε πάρει τη θέση του πατέρα τους. Αφού τον σκότωσαν, τον έδεσαν σ’ ένα αυτοκίνητο και τον έσυραν στους δρόμους. Ήταν από τους νέους που συμμετείχαν στις ειρηνικές διαδηλώσεις. Έναν άλ-


31

λον, που φωτογράφιζε τις διαδηλώσεις, τον έπιασαν και τον έβαλαν κάτω από ένα τανκ, του είπαν ότι το τανκ θα περνούσε από πάνω του. Ύστερα άναψαν τη μηχανή ενώ αυτός ήταν από κάτω. Τον κράτησαν έτσι για λίγη ώρα, έπειτα ξέσπασαν σε γέλια και τον συνέλαβαν. «Θα ξαναχτίσουμε όλα όσα βομβάρδισαν, βλέπεις απέναντι αυτό το σπίτι;» Μου έδειξε τον δεύτερο όροφο, όπου υπήρχε μια μεγάλη τρύπα. «Αυτό είναι το σπίτι της αδερφής ενός από τους αποστάτες, το βομβάρδισαν μόνο από εκδίκηση για τον αδερφό της». Σηκωθήκαμε τρομοκρατημένοι στις πέντε το πρωί, υπό τους ήχους των βομβαρδισμών. Δεν υπήρχε προκαθορισμένη ώρα, αλλά τη νύχτα ο χρόνος γινόταν ακριβής. Μεταξύ κάθε μισής και μίας ώρας έπεφτε μια οβίδα. Μέσα σε τρεις μέρες είχαν πέσει εκατόν τριάντα οβίδες. Η Μανάλ, η σύζυγος του Μαϊσάρα, είπε πως από την αρχή της επανάστασης δεν είχαν κοιμηθεί ποτέ φυσιολογικά. Κοιμόντουσαν μια ώρα, έπειτα ξυπνούσαν. Τα μάτια τους ήταν θολά. Πήρα την Άαλα και τη Ρούχα και κατεβήκαμε γρήγορα στο καταφύγιο. Καθώς κατεβαίναμε τα σκαλιά, η Άαλα ανέβηκε στην πλάτη μου και η Ρούχα με τύλιξε μέσα στα μπράτσα της. Κατεβαίναμε αργά γιατί, έτσι όπως είχαν αρπαχτεί από πάνω μου τα δυο κορίτσια, μία μόνο απρόσεκτη κίνηση θα ήταν αρκετή για να μας ρίξει κάτω και τις τρεις. Το σπίτι ήταν μεγάλο, αλλά ασφυκτικά γεμάτο από οικογένειες που είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους. Η μεγάλη γιαγιά και μητέρα όλων, η θεία, οι κόρες με τους συζύγους τους, οι γιοι με τις γυναίκες τους, τα εγγόνια και τα δισέγγονα. Κάθε σπίτι φυγάδευε πολλές οικογένειες, υπήρχαν σπίτια που είχαν παραβιαστεί και ρημαχτεί, άλλα που είχαν γίνει στόχος των βομβαρδισμών, ή που η θέση τους είχε μετατραπεί σε πεδίο βολής. Σπίτια-στόχοι των ελεύθερων σκοπευτών, σπίτια όπου κρύβονταν οι αποστάτες. Η οικογένεια ήταν μεγάλη, «μα όλοι οι καλοί χωράνε», όπως έλεγε μία από τις γυναίκες. Το καταφύγιο ήταν ένα ευρύχωρο δωμάτιο και η οικογέ-


32

νεια το χρησιμοποιούσε για ν’ αποθηκεύει τον απαραίτητο γεωργικό εξοπλισμό, εργαλεία και σωλήνες. Στο καταφύγιο υπήρχε ένα άνοιγμα σφραγισμένο από χαλάσματα. Η Μανάλ είπε πως επρόκειτο για τα συντρίμμια μιας οβίδας που είχε πέσει απ’ τον ουρανό, και είχαν κλείσει την είσοδο του καταφυγίου με νάιλον σακούλες. Τα παιδιά και οι γυναίκες φυγαδεύονταν εκεί, μαζί και μερικοί άντρες. Οι δύο ηλικιωμένες γυναίκες έμεναν επάνω με τους υπόλοιπους άντρες. Η μεγάλη κόρη είπε: «Δεν μπορούν να μετακινηθούν, κι ο χρόνος που χρειάζεται για να τις κατεβάσουμε και να τις ξαναβγάλουμε έξω δεν είναι αρκετός για να γλιτώσουν από ένα ενδεχόμενο χτύπημα οβίδας. Είναι άρρωστες, μένουν στο δωμάτιο κι ακούν από κει μέσα τους κρότους των οβίδων. Κι όταν σταματούν οι βομβαρδισμοί, έρχεται η φωνή από τον μιναρέ του τζαμιού ν’ ανακοινώσει τον θάνατο κάποιου από τους κατοίκους. Οι γερόντισσες παραμένουν πάνω και κοιτάζουν έξω, τόσο όσο τους επιτρέπει το τζάμι του παραθύρου». Αφού κατεβήκαμε στο καταφύγιο, η Άαλα, η Ρούχα και η Τάλα καμάρωναν συζητώντας για τα είδη των οβίδων και των πυραύλων, και η μια τους κράταγε στα χέρια της ένα βλήμα που το φυλούσε ως αναμνηστικό. Κατέβηκαν κι άλλες οικογένειες από τη γειτονιά, καθώς πολλές απ’ αυτές δεν είχαν στα σπίτια τους καταφύγια. Ήταν επίσης μαζί μας μια οικογένεια που το σπίτι της βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τα πυρά του ελεύθερου σκοπευτή. Το είχα δει αυτό το σπίτι, οι τοίχοι ήταν διάτρητοι από τις σφαίρες του. Η μητέρα της οικογένειας, την ώρα που εμείς πηγαινοερχόμασταν αλαφιασμένοι, είπε πως, όταν ήθελε να πάει από το ένα δωμάτιο στο άλλο και να διασχίσει την αυλή, στεκόταν ακίνητη για πολλή ώρα και παρακολουθούσε τον σκοπευτή. Περίμενε, κάποια στιγμή ξέφευγε της προσοχής του και πήγαινε να πιει ένα ποτήρι νερό, να φέρει φαγητό στα παιδιά της ή να πάει στην τουαλέτα. «Παίζω μ’ αυτό το καθίκι», έλεγε γελώντας. Φορούσε ένα λουλουδάτο χι-


3 – Οι πύλες του Τίποτα

33

τζάμπ κι ένα φουστάνι κεντημένο με τροπικά φυτά. Το φουστάνι έφτανε μέχρι το πάτωμα. Όλες οι γυναίκες εκεί φορούσαν μακριά φορέματα, μα εκείνη η μητέρα που έπαιζε με τον σκοπευτή έμοιαζε αλλόκοτα λαμπερή μέσα στο μισογκρεμισμένο σπίτι της. Τη μέρα που έφευγα μου είπαν οι ντόπιες ότι ο ίδιος σκοπευτής είχε πυροβολήσει μια γυναίκα στα γεννητικά της όργανα κι είχε σκοτώσει ένα κορίτσι δώδεκα ετών. Εξαιτίας του οι νεαροί με είχαν αναγκάσει να περνώ μέσα απ’ τα σπίτια και να μη βγαίνω στον δρόμο όπου εκείνος είχε ορατότητα. Ακούγοντας εκείνο το περιστατικό ένιωσα να παραλύω, μου λύθηκαν τα γόνατα. Οι νεαροί μού φώναξαν: «Δεν γίνεται να συνεχίσεις έτσι! Θέλει θάρρος!» Το περιστατικό εκείνο μ’ έμαθε να κρατώ τον πόνο και την ταραχή μου για τον εαυτό μου. Οι πόρτες των σπιτιών ήταν ανοιχτές, περνούσαμε από μέσα για ν’ αποφύγουμε το βλέμμα του ελεύθερου σκοπευτή. Πηδούσαμε απ’ το παράθυρο, κατεβαίναμε τα σκαλιά ως το ισόγειο, μπαίναμε στην αυλή ενός άλλου σπιτιού κρατώντας τα παπούτσια μας στο χέρι, έτσι διασχίζαμε τα ξένα σπίτια. Σέ ένα από αυτά ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα ξαπλωμένη στο καθιστικό. Τη χαιρετήσαμε και ανταπέδωσε τον χαιρετισμό χωρίς να καν να σαλέψει από τη θέση της, συνηθισμένη να βλέπει τους ντόπιους να περνούν μέσ’ από τα δωμάτιά της. Είχαν ανοίξει τις πόρτες τους, είχαν ρίξει τους τοίχους ανάμεσα και είχαν μετατρέψει τα σπίτια τους σε δρόμους για ν’ αποφεύγουν τον σκοπευτή. Καθώς πηδούσα απ’ το παράθυρο, την κοίταξα περιμένοντας κάποια έκπληξη εκ μέρους της, μα εκείνη είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο ταβάνι, σαν να μην έβλεπε κανέναν απ’ τους τρεις μας. Περάσαμε μέσ’ από πολλά σπίτια και προχωρήσαμε με ασφάλεια. Ήταν ο μοναδικός τρόπος για να προστατευτούμε από τα πυρά του! Ακόμα και κατά τη διάρκεια της μέρας, παρά το φως του ήλιου, οι οβίδες έπεφταν βροχή. Την ησυχία της μέρας δεν διέ-


34

κοπταν παρά οι κρότοι των οβίδων και οι σφαίρες του ελεύθερου σκοπευτή. Η μητέρα είπε γελώντας, ενώ διαβαίναμε το κατώφλι: «Μη φοβάσαι, όταν αρχίζουν οι βομβαρδισμοί, οι σκοπευτές σταματούν το παιχνίδι τους». Μου έγνεψε με το βλέμμα της, ύστερα πήρε τον γιο της στο ένα χέρι, τον σήκωσε στον αέρα και τον έριξε μέσα στην αγκαλιά της. Το σπίτι της ήταν άδειο, μονάχα ένα χαλί κάλυπτε το πάτωμα του δωματίου. Όταν επέστρεψα μαζί της στο καταφύγιο, ήρθε μια καινούργια οικογένεια γειτόνων. Η Άαλα, που συνήθιζε να μου διηγείται μια ιστορία κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, είπε δείχνοντας τους νεοφερμένους: «Η μητέρα τους είναι μαζί μας, αλλά ο πατέρας τους είναι με τον Μπασάρ, εμένα ο πατέρας μου είναι επαναστάτης, κι εκείνοι εκεί είναι επίσης με τον Μπασάρ, δηλαδή δεν είναι με το μέρος μας! Μα δεν πειράζει, πρέπει να κρυφτούν μαζί μας για να μη σκοτωθούν!» Εκείνη η μελαχρινή μικρή, η Σεχραζάτ μου, είχε τα πιο όμορφα μαύρα μάτια που είχα αντικρίσει ποτέ. Περπατούσε ανάλαφρα κι όλη την ώρα χτενιζόταν. Στόλιζε τα μαλλιά της με μπουκέτα από τριαντάφυλλα, κίτρινα, κόκκινα και ροζ, που τα διάλεγε σύμφωνα με τα ρούχα της. Παρακολουθούσε τους πάντες και γινόταν ακόμα πιο εύθραυστη κάθε φορά που κατεβαίναμε στο καταφύγιο. Πρόσεχε τη μικρή της αδερφή των δυόμισι ετών, επέβλεπε όλα τα παιδιά γύρω της και δεν επέτρεπε σε κανέναν να με πλησιάσει, ενώ μου διηγούνταν λεπτομερώς ιστορίες για θανάτους γειτόνων και νεαρών που εξαφανίστηκαν από την πόλη ο ένας μετά τον άλλον. Λίγο πριν σταματήσουν οι βομβαρδισμοί, τράβηξε το βλήμα από το χέρι της αδερφής της και της είπε με απόλυτη ηρεμία: «Οι μικροί δεν κρατούν βλήματα». Δεν ήταν ακόμα ούτε επτά ετών, κι όταν άκουγε τους βομβαρδισμούς, ενώ εμείς συσπειρωνόμασταν για να προστατευτούμε, εκείνη έσπευδε να πάρει στην αγκαλιά της τη μικρή της αδερφή και να τη σφίξει δυνατά. Μια άλλη γυναίκα, που είχε μαζέψει τα παιδιά της γύ-


35

ρω της σε μια γωνιά του καταφυγίου, είπε: «Οι στρατιώτες του Μπασάρ, των δυνάμεων ασφαλείας και της Αλ Σαμπίχα20 έμπαιναν και λεηλατούσαν, ερχόντουσαν με φορτηγά γεμάτα πυρομαχικά, μας χτυπούσαν κι ύστερα έφευγαν με τα φορτηγά γεμάτα πράγματα κλεμμένα από μας. Σκότωσαν τα παιδιά μας και λεηλάτησαν τα σπίτια μας. Άνοιξαν την ντουλάπα μου, πέταξαν τα φουστάνια μου στην αυλή και σκούπισαν μ’ αυτά τους πισινούς τους, κατούρησαν στα ποτήρια που πίναμε, γιατί; Ούτε το νυφικό μου φόρεμα δεν τους γλίτωσε, το πασάλειψαν με σκατά». Σ’ ένα άλλο σπίτι θα έβλεπα ένα τσούρμο παιδιά να κάθονται σιωπηλά. Μια γυναίκα κοντά στα σαράντα έτριβε την πλάτη ενός παιδιού πάνω από δέκα ετών. Ήταν το μοναδικό που της είχε απομείνει, όμως έπασχε από κάποια νοητική διαταραχή. Δεν μιλούσε, τα γαλάζια μάτια του χαμογελούσαν μέσ’ από ένα όμορφο, σταρένιο πρόσωπο, ενώ από το ανοιχτό του στόμα έτρεχαν σάλια. Η γυναίκα ήταν μητέρα άλλων τριών αγοριών, μου έλεγε την ιστορία της και τα μάτια της παρέμεναν ορθάνοιχτα όση ώρα περιέγραφε λεπτομερώς πώς άρπαξαν τον γιο της από την αγκαλιά της. Τα μάτια της κοκκίνισαν, κύλησε ένα μόνο δάκρυ. Είπε ότι τα δάκρυα δεν έβγαιναν πια, κι ένα μεγάλο δάκρυ κυλούσε ήσυχα στο μάγουλό της καθώς εκείνη διηγούνταν την ιστορία της: «Ο αδερφός μου ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που στήριξαν την επανάσταση, όπου και να στραφείς εδώ όλοι γνωρίζουν τον Μοχάμαντ Χαφ. Ήταν ο ήρωας του Σαράκεμπ. Πρώτα έκαναν ειρηνικές διαδηλώσεις, αλλά μετά εκείνοι μας βομβάρδισαν και εκτέλεσαν εννιά από τα παιδιά μας μπροστά σε όλους. Έμεινε ο αδερφός μου να πολεμά μέχρι τελικής πτώσης. Μου έλεγε: “Δεν θα πεθάνουμε σαν δειλοί, θα πεθάνουμε όπως μας αρμόζει”. Τον δεύτερο αδερφό μου επίσης τον σκότωσαν. Έκαψαν το σπίτι μου και δραπετεύσαμε. Σκοτώθηκαν δύο από τους αδερφούς μου, και τον γιο μου τον άρπαξαν απ’ τα χέρια μου. Τους εκλιπαρούσα να


36

τον αφήσουν, μα δεν με άκουγαν. Τον δεύτερο γιο μου επίσης τον σκότωσαν. Έχω άλλον ένα γιο, μα είναι με τους επαναστάτες. Έφυγαν τα παιδιά μου. Έφυγαν όλα τους κι έμεινε τούτο το μικρό», είπε δείχνοντας τον άρρωστο γιο της, που μας κοιτούσε με απορία και χαμογελούσε. Συνέχισε: «Κι όπως βλέπεις...συμφορά μου! Ο γιος μου που είναι με τους επαναστάτες είπε πως δεν πρόκειται να επιστρέψει μέχρι να απελευθερωθεί η Συρία». Έφερε φωτογραφίες των δύο γιων της που είχαν μαρτυρήσει. Ο πρώτος, δεκαεννιά ετών, με πράσινα μάτια και μαλλιά χρυσαφένια. Τα δάχτυλά της πηγαινοέρχονταν σαν κύματα επάνω στη φωτογραφία. Έβγαλε μια δεύτερη, ένας νεαρός με μόλις λίγο χνούδι πάνω απ’ τα χείλη του. Κι έπειτα τράβηξε μια φωτογραφία του Μοχάμαντ Χαφ και τη σήκωσε ψηλά. Στην τέταρτη φωτογραφία σταμάτησε. Έσκυψε το κεφάλι της και το ακούμπησε στο πάτωμα. Είπε: «Τον άρπαξαν απ’ τα χέρια μου. Συνέχιζα να τον κρατώ ώσπου ήρθαν καταπάνω μου και τον άρπαξαν από την αγκαλιά μου. Τους εκλιπαρούσα, παρακαλούσα να μου τον αφήσουν. Έτρεξα πίσω τους, όμως αυτοί τον πήραν. Ήταν επαναστάτης ακτιβιστής. Τον σκότωσαν. Ήταν παιδί...» Το πρωί οι ιστορίες συνεχίστηκαν. Και το απόγευμα, όταν επιστρέψαμε από την περιπλάνησή μας στα χωριά με τους νεαρούς, ήρθε ένας αποστάτης μαχητής από το Τζάμπαλ αλ Ζαουίγια.21 Ήταν αρχηγός ενός στρατιωτικού τάγματος. Τα μάτια του ήταν γεμάτα ζωντάνια, μα μερικές στιγμές φαινόταν να αφαιρείται, τα μάτια του έκλειναν και το πρόσωπό του έμοιαζε να γαληνεύει από τα πάντα, εκτός από τη σκέψη του θανάτου. Είπε: «Τον μικρό μου αδερφό τον έβαλαν στη φυλακή, τον βασάνισαν, του είπαν ότι εγώ σκοτώθηκα, ότι διαμέλισαν το σώμα μου και το σκόρπισαν στο βουνό. Αφού τον βασάνισαν, τον έκαψαν ζωντανό. Είμαστε από το χωριό Άιν Λαρούζ,22 σκότωσαν έξι παιδιά από κει. Ο αδερφός μου ήταν δεκάξι ετών, ήταν ζωντανός όταν τον έκαψαν, δεκάξι μάρτυρες είχαμε ως


37

τώρα στο χωριό μας, οι συγγενείς μου άφησαν το σπίτι κι έφυγαν να κρυφτούν. Στην αρχή της επανάστασης και των αποσχίσεων επικοινωνούσα μ’ έναν αξιωματικό αλαουίτη. Ήταν φίλος μου, επικοινωνούσα επίσης και με κάποιους υπαξιωματικούς και τους συγγενείς τους. Μέσα σ’ ένα μήνα από την αρχή της επανάστασης οι αποστάτες είχαν φτάσει τους επτακόσιους, τέσσερις από αυτούς τους βοήθησε να δραπετεύσουν εκείνος ο αλαουίτης αξιωματικός. Στην αρχή τον φοβόμουν, μα τελικά πήρα το ρίσκο να συνεργαστώ μαζί του και συνέχισε να μας βοηθά μέχρι την τελευταία στιγμή. Οι επικοινωνίες μεταξύ μας γίνονταν με απόλυτη μυστικότητα. Δεν μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Και ξαφνικά ο αξιωματικός εξαφανίστηκε. Κανείς δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτόν. Το καθεστώς φοβόταν τις αποσχίσεις και άλλαζε συνέχεια τους αξιωματικούς. Μετά ο στρατός κατέλαβε ολόκληρη την περιοχή, τώρα έχει αποσυρθεί στο Χαλέπι, ως μέρος του στρατηγικού σχεδίου του, αλλά θα επιστρέψει. Κατασκευάζουμε μόνοι μας κάποια όπλα όταν δεν έχουμε αρκετά. Δοκιμάσαμε να κατασκευάσουμε και πυραύλους από υποτυπώδη υλικά, το κάναμε πολλές φορές, αλλά μια φορά ένας απ’ αυτούς εκτοξεύτηκε στον ουρανό και χάθηκε. Ήμασταν σ’ ένα χωράφι, φοβηθήκαμε και φύγαμε τρέχοντας. Η δοκιμή μας είχε αποτύχει». Γέλασε δυνατά, τα μάτια του βυθίστηκαν στις κόγχες τους. Συνέχισε: «Τρέχαμε σαν τον Τομ και τον Τζέρι, φοβόμασταν ότι θα έπεφτε πάνω στα σπίτια, παρόλο που ήμασταν πολύ μακριά απ’ αυτά, γιατί ζύγιζε δεκάξι κιλά, πράγμα που σημαίνει ότι θα έπεφτε με βάρος δεκάξι τόννων! Τον βρήκαμε μετά από μέρες στο ίδιο χωράφι. Μαθαίνουμε τα πάντα μόνοι μας, κι έτσι είναι πιθανό ανά πάσα στιγμή να εκραγούν πάνω μας οι πύραυλοι». Ο νέος σώπασε, κοίταξε τους υπόλοιπους γύρω του. Ήμασταν πολλοί, καθόμασταν στο κελάρι του σπιτιού της μεγάλης οικογένειας, ήταν πάνω από είκοσι μαχητές μαζί μας. Οι κρότοι των οβίδων ακούγονταν αδιαλείπτως.


38

Ο μαχητής ήθελε να παρατείνει την αφήγησή του. Μα ο θόρυβος απ’ τις οβίδες ήταν ανυπόφορος, και η μελαχρινή Άαλα με κοίταζε με βλέμμα εξαντλημένο και ανυπόμονο, γιατί η ώρα του ύπνου της είχε ήδη περάσει κι εκείνη δεν κοιμόταν πριν μου διηγηθεί μια ιστορία, μια ιστορία για τους γείτονές της που σκοτώθηκαν και που της άρεσε να μου τους περιγράφει έναν έναν, προσπαθώντας ν’ αποφασίσει ποιος ήταν της καρδιάς της ο εκλεκτός. Με ρώτησε καθώς αφήναμε το κελάρι: «Κι εσύ δηλαδή θα πεθάνεις;» Γέλασα και απάντησα: «Όχι... δεν θα...», μα πριν προλάβω να τελειώσω τη φράση μου κούνησε το κεφάλι της και είπε με ειρωνεία: «Κι αυτός... κι αυτός... κι αυτός... Όλοι όσοι πεθαίνουν λένε το ίδιο πράγμα!»

Εκείνη τη μέρα αποφάσισα να κρατήσω την Άαλα μακριά από τις καθημερινές αφηγήσεις. Ζήτησα από τον Μαϊσάρα και τον Μοχάμαντ να μη μιλήσουν μπροστά της για ό,τι συνέβαινε. Άρχισε να με παρακολουθεί από το πρωί, σαν να είχε αντιληφθεί την προδοσία μου. Ο νεαρός που θα μας συνόδευε περίμενε έξω, κι όταν της είπα πως θα πήγαινα στο Τζάμπαλ αλ Ζαουίγια, βορειοδυτικά του Σαράκεμπ, συνοφρυώθηκε και μου γύρισε την πλάτη, μετά με κοίταξε μ’ ένα σκληρό βλέμμα. Της είπα: «Θα πάμε στο Τζάμπαλ αλ Ζαουίγια, πρέπει να δούμε τις συζύγους των μαρτύρων, να δούμε σε ποια κατάσταση βρίσκεται η καθεμιά τους, για να βρούμε το κατάλληλο σχέδιο που θα τις βοηθήσει να σταθούν στα πόδια τους. Θα ’θελα να σε πάρω μαζί μου μα είναι επικίνδυνο, αφού έξω ακόμα βομβαρδίζουν». «Εγώ δεν φοβάμαι!» είπε, και η μητέρα της έβαλε τέλος στο ζήτημα: «Τα κορίτσια δεν πηγαίνουν σε τέτοια μέρη». Η μικρή με κοίταξε έκπληκτη. Της έκλεισα το μάτι ψιθυρίζοντας: «Εγώ είμαι άντρας μεταμφιεσμένος σε κορίτσι». Γέλασε δυνατά και κλείνοντάς μου το μάτι απομακρύνθηκε από τη μητέρα της, ήρθε κοντά μου και μου ψιθύρισε: «Θα μιλήσου-


39

με το βράδυ, θα σου διηγηθώ τι έγινε». Γέλασα κι έκλεισα πίσω μου με δύναμη την πόρτα. Η διαδρομή ως το Τζάμπαλ αλ Ζαουίγια παρατάθηκε ώστε ν’ ακούσω περισσότερες ιστορίες. Κάθε νέος διηγούνταν κι από μία. Κατέγραψα εκατοντάδες. Μια απ’ αυτές: «Τον βρήκαμε μετά από έξι μέρες. Το σώμα του ήταν πεταμένο στο δάσος. Εξαφανίστηκε στις 24 Μαρτίου 2012, τη μέρα που εισέβαλε ο στρατός στο Σαράκεμπ. Ο τόπος γύρω απ’ το σώμα του ανέδιδε μια φριχτή μυρωδιά. Το αίμα του κατακόκκινο, φαινόταν πως είχε προέλθει από μια βαθιά πληγή στον λαιμό του. Τον είχαν σφάξει. Τα ρούχα του ανέγγιχτα. Το σώμα του από μακριά έμοιαζε σαν πεταμένο κουρέλι. Μα εκείνο το κουρέλι μες στο δάσος ήταν το σώμα ενός νέου από το σπίτι των Άμπουντ, ήταν ο πρώτος μάρτυρας τη μέρα της εισβολής στο Σαράκεμπ. Νομίζαμε ότι είχε συλληφθεί όπως πολλοί άλλοι, μα ήταν νεκρός. Έμεινε ζωντανός μες στις καρδιές μας για ακόμα έξι μέρες. Ήμουν σίγουρος ότι τον είχαν συλλάβει με ύπουλο τρόπο. Εκείνη τη μέρα δεν κρατούσε το όπλο του, το είχε αφήσει στο σπίτι, μετά βγήκε έξω κι εξαφανίστηκε. Αν κρατούσε όπλο δεν θα παραδινόταν εύκολα, μα αυτοί τον εξαπάτησαν. Η πληγή που έσκιζε τον λαιμό του είχε γίνει από πίσω, το χώμα είχε ήδη πιει το αίμα του. Ο στρατός αποσύρθηκε μετά την πρώτη εισβολή. Μας είχε εξαπατήσει. Λίγοι στρατιώτες είχαν απομείνει μόνο. Ήταν Σάββατο. Τρεις μέρες μετά επέστρεψαν για να εισβάλουν στην Ταφτανάζ και στο Τζαρτζανάζ23 και για να υποτάξουν εκ νέου ολόκληρη την περιοχή, αφότου είχαμε ανακτήσει τον έλεγχο. Έκαψαν εβδομήντα σπίτια στο Τζαρτζανάζ και εκατό στο Σαράκεμπ. Μπήκαν τα τανκς τους, εισέβαλαν στα σπίτια, ήταν πάρα πολλά, κι όταν έφυγαν το Σαράκεμπ ήταν μια μάζα από ερείπια. Εκείνη τη μέρα σκότωσαν τους καλύτερους νέους μας. Ο Σάαντ Μπάρις έμεινε κατάκοιτος γιατί χτυπήθηκε από θραύσματα στο χέρι και στο πόδι. Στο σπίτι ήταν η αδερφή του και ο γιος της, ο Οντάι, όταν ει-


40

σέβαλαν οι στρατιώτες και ρήμαξαν τα πάντα. Στη συνέχεια τράβηξαν τον γιο της αδερφής του από την αγκαλιά της μάνας του κι έσυραν και τους δύο άντρες στον δρόμο. Ο τραυματισμένος Σάαντ ούρλιαζε μα εκείνοι δεν έδιναν σημασία, συνέχισαν να τους σέρνουν στους δρόμους του Σαράκεμπ μέχρι που χάθηκαν. Η μάνα ούρλιαζε τρέχοντας ξοπίσω τους. Την έριξαν κάτω κι εξαφανίστηκαν, ύστερα ακούσαμε πυροβολισμούς. Η μάνα άλλοτε έτρεχε κι άλλοτε μπουσουλούσε προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχαν ακουστεί οι πυροβολισμοί. Τους βρήκαμε πεσμένους κάτω, μπροστά σ’ έναν τοίχο. Σφαίρες στο κεφάλι και σε κάθε μεριά του σώματος, ακόμα και πάνω στις πληγές του Σάαντ, στο χέρι και στο πόδι του. Οι σφαίρες τούς είχαν σκίσει τη σάρκα. Η ίδια μάνα, που της είχαν αρπάξει τον γιο απ’ την αγκαλιά και την είχαν πετάξει στο χώμα προτού τρυπήσουν το σώμα του γιου της με σφαίρες, ήρθε αντιμέτωπη και με άλλους στρατιώτες μετά από λίγο καιρό. Τότε που ήρθαν για τον δεύτερο γιο της. Ήρθαν και τους μαγείρεψε να φάνε. Ένας απ’ αυτούς άρχισε να της φωνάζει, εκείνη τον καταράστηκε και του είπε: “Είσαι στο σπίτι μου, τρως απ’ το φαγητό μου και τολμάς να μου φωνάζεις;” Ο στρατιώτης σώπασε και ζήτησε από τους συντρόφους του να μην πειράξουν τη γυναίκα, πήραν όμως τον έφηβο γιο της. Βγήκαν έξω, ο στρατιώτης που είχε φωνάξει στη γυναίκα στενοχωρήθηκε που την είδε να κλαίει και να εκλιπαρεί να της επιστρέψουν τον γιο της. Μα έφυγαν, κι ο γιος επέστρεψε νεκρός. »Παρ’ όλα αυτά οι νεαροί επαναστάτες δεν υποχωρούσαν, ούτε φοβόντουσαν τον τεράστιο αριθμό τους, ούτε τις βόμβες τους και τους σκοτωμούς, αλλά συνέχιζαν να προστατεύουν τα σπίτια μέχρι που ξέμειναν από πολεμοφόδια. Έξι από αυτούς είχαν μείνει εγκλωβισμένοι χωρίς πολεμοφόδια, και ο στρατός προσπάθησε να εισβάλει στο διαμέρισμα όπου είχαν οχυρωθεί. Έβαλαν φωτιά στο υπόγειο και ετοιμάζονταν να εκτελέσουν τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, παρόλο που ήταν ηλι-


41

κιωμένος, όταν η γυναίκα του γονάτισε μπροστά τους και τους παρακάλεσε: “Σας φιλώ τα πόδια, παιδιά μου, μην τον σκοτώσετε, σας φιλώ τα πόδια, αφήστε τον, γέρος άνθρωπος είναι, δεν έκανε τίποτα κακό”. Δεν τον σκότωσαν, αλλά τον χτύπησαν άγρια και τον πέταξαν στον δρόμο. Πήραν τους έξι νέους, ήταν μεταξύ είκοσι και τριάντα ετών, τους έστησαν με την πλάτη στον τοίχο και άνοιξαν πυρ πάνω τους συγχρόνως. Έπεσαν κάτω όλοι τους σε μια στιγμή, ο ένας πάνω στον άλλον, και οι στρατιώτες έφυγαν σαν να μην είχαν κάνει τίποτα! Την επόμενη μέρα περιφέρονταν στους δρόμους του Σαράκεμπ. Σταμάτησαν τον Μοχάμαντ Άμπουντ στη μέση του δρόμου και τον εκτέλεσαν, έπειτα συνέλαβαν τον αδερφό του. Εκείνη τη μέρα σκότωσαν τον Μοχάμαντ Μπάρις, γνωστό ως Μοχάμαντ Χαφ. Δεν τόλμησαν να τον αντιμετωπίσουν καταπρόσωπο, γιατί ήταν ξακουστός για τη γενναιότητά του και, επιπλέον, ήταν αρχηγός ενός τάγματος με πολλούς οπαδούς στους κατοίκους του Σαράκεμπ. Ένα αεροπλάνο γύριζε από πάνω του για να τον δολοφονήσει, και οι στρατιώτες που ήταν μέσα άρχισαν να πυροβολούν με πολυβόλα. Τους υποστήριζε μια επίγεια μονάδα μέσα σ’ ένα άρμα BMP,24 που χτύπησε με συνεχόμενες ριπές σε όλες τις πλευρές. Αφού τον σκότωσαν και βεβαιώθηκαν πως είχε πια εκπνεύσει, έστησαν γύρω του χορό αλαλάζοντας. Ενώ ο Ζάχιρ Άμπουντ, που τον είχαν συλλάβει την ίδια μέρα, αφέθηκε μετά από τρεις μήνες βασανιστηρίων και λίγες μέρες μετά, καθώς περπατούσε σ’ ένα δρόμο του Σαράκεμπ, έπεσε από τις σφαίρες ενός ελεύθερου σκοπευτή. Προσωρινά, είχαν θριαμβεύσει. Εμείς χτυπούσαμε με Καλάσνικοφ κι εκείνοι μας βομβάρδιζαν από τα τανκς και τα αεροσκάφη, μα, όπως σου είπα, αυτός ο θρίαμβος ήταν μόνο προσωρινός». Η ιστορία του νεαρού αρχηγού που ήταν μαζί μας στο αυτοκίνητο για την πρώτη εισβολή στο Σαράκεμπ έλαβε τέλος. Μία μόνο ιστορία ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλες ιστορίες που κατέγραψα! Ο ήλιος μάς έκαιγε καθώς ταξιδεύαμε στην επαρ-


42

χία, βόρεια του Χαλεπίου, του Ίντλιμπ και της Χαμά. Στη διαδρομή σταματήσαμε στα οδοφράγματα των ενόπλων ταγμάτων και των αρχηγείων τους. Εκείνη η πλευρά της συριακής ταυτότητας ήρθε σαν καθυστερημένη αποκάλυψη μπροστά στα μάτια μου. Η γεωγραφία μιας χώρας καμωμένης από λάσπη, αίμα, φωτιά και διαδοχικές εκπλήξεις. Σκόνη παντού, φλόγες να διακρίνονται ακόμη από μακριά, κι εκείνη η ύποπτη σιωπή να τυλίγει τα χωριά. Λες και ο τόπος ήταν προϊστορικός, σπάνια έβλεπες ανθρώπους, άκουγες μόνο τα αεροπλάνα που πετούσαν στον αέρα. Ο βομβαρδισμός έγινε μακριά από μας. Ο νεαρός είπε: «Ανά πάσα στιγμή μπορεί να πέσει οβίδα, αλλά δεν φαίνεται να πέφτει τώρα!» Ο έρημος δρόμος, τα βουβά χωριά, τα οδοφράγματα των ενόπλων ταγμάτων μες στο καταμεσήμερο και τα μάτια μου που έκαιγαν, όλα μ’ έκαναν να θέλω να ξεσπάσω σε κλάματα. Όταν ξάφνου είδα κάτι να κινείται. Ήταν ένα μεγάλο χωράφι και στην άκρη του αρδευτικές γραμμές που το πότιζαν. Άρα η ζωή συνεχιζόταν! Στο βάθος του ορίζοντα είδα ένα κορίτσι, δεν ήταν ούτε δεκαπέντε ετών. Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά, κοίταξα τον ουρανό με τρόμο, μήπως το κορίτσι γινόταν στόχος κάποιου αεροπλάνου. Χοροπηδούσε κι έβαζε το κεφάλι της ενθουσιασμένη κάτω απ’ το νερό. Έλυνε το χιτζάμπ της, έβρεχε τα μαλλιά της και σκούπιζε το πρόσωπό της. Ξαφνικά περάσαμε δίπλα από μικρά, πλίνθινα και θολωτά σπίτια, έπειτα συναντήσαμε ένα φορτηγάκι. Ένα τσούρμο από νεαρά κορίτσια, με τα κεφάλια καλυμμένα κάτω από τον ήλιο, στριμώχνονταν στο πίσω μέρος του φορτηγού, όρθιες, με μια τσάπα η καθεμιά στο χέρι της, ενώ δίπλα τους στέκονταν και μερικές μεγαλύτερες γυναίκες. Το φορτηγό σταμάτησε, κατέβηκαν και κατευθύνθηκαν προς το χωράφι. Έμοιαζε αδύνατο τέτοιες περιοχές να μπορούν να μετατρέπονται σε εκκολαπτήρια τζιχαντιστών και σαλαφιστών,25 γιατί η φύση της αγροτικής ζωής εκεί απαιτούσε να δουλεύουν οι γυναίκες ακόμα περισσότερο κι από τους άντρες. Εκτός


43

από τις περιπτώσεις όπου κυβερνούσε η δύναμη των όπλων. Τα χωριά, έρμαια του καυτού ήλιου, της φτώχειας και του μόχθου, είχαν ονόματα με παράξενους ήχους και απρόσμενες σημασίες, όπως Ραγιάν,26 Λουφ,27 Μαασαράνι,28 Κάτρα,29 Καφρ Αμίμ,30 Κάτμα...31 κι άλλα χωριά επίσης, που αντιστέκονταν στον θάνατο, τον θάνατο που ορμούσε κατευθείαν από τον ουρανό. Τα νεαρά κορίτσια και οι γυναίκες κατέβηκαν και κατευθύνθηκαν προς το χωράφι. Οι μαντίλες τους, που δεν φανέρωναν παρά τα μάτια τους, έμπαιναν με τέτοιον τρόπο ώστε να προστατεύουν τα πρόσωπά τους από τον ήλιο, αφού τσάπιζαν τη γη μες στο καταμεσήμερο. Από μακριά φάνηκε ένας λόφος, ήταν το Βασίλειο της Έμπλα,32 στο χωριό Μαρντίχ, ένα βασίλειο που ο πολιτισμός του άνθιζε από το 3000 π.Χ. Ένας από τους νεαρούς μάς είπε πως είχε βομβαρδιστεί με μια βροχή από πυραύλους. Ο ήλιος μάς τσουρούφλιζε. Και πάλι κανένα σημάδι ζωής, εκτός από τα σμήνη των πουλιών που διέκοπταν τη σιωπή. Έπρεπε να περάσουμε μπροστά από πολυάριθμες συγκεντρώσεις ταγμάτων, καθώς οι νέοι χρειάζονταν πολεμοφόδια. Εκτός αυτού, υπήρχε πρόβλημα απαγωγών στην περιοχή, κι ο αρχηγός μιας φατρίας είχε αναλάβει να το λύσει. Φτάσαμε στο αρχηγείο της ταξιαρχίας Αχράρ αλ Ασάερ33 αργά το μεσημέρι. Ήμασταν μοιρασμένοι σε δύο αυτοκίνητα. Οι νέοι διαπραγματεύονταν την αγορά μιας ποσότητας όπλων. Δεν είχαν πλέον τρόπο ν’ αμυνθούν. Στάθηκα πιο πέρα και τους παρακολουθούσα. Οι σφαίρες γυάλιζαν κάτω απ’ τον ήλιο κι οι νέοι τις έπαιζαν στα δάχτυλά τους σαν φακές. Η ποσότητα δεν ήταν μεγάλη, έφτανε ίσα ίσα για την υπεράσπιση μερικών σπιτιών, ωστόσο ήταν τόσο απαραίτητη ώστε να συνεχίσουν να διαπραγματεύονται, και μάλιστα σε όσο γινόταν καλύτερη τιμή, καθώς δεν τους περίσσευαν καθόλου χρήματα. Μπήκαμε στο κτήριο. Ο ήλιος μαστίγωνε την πρόσοψή του. Μας περίμεναν τέσσερις νεαροί. Είχαν μόνο κάποια Καλάσνι-


44

κοφ και στο αρχηγείο τους δεν υπήρχε σταθερό τηλέφωνο ούτε ίντερνετ, ενώ τα κινητά τηλέφωνα δεν λειτουργούσαν, γιατί το δίκτυο κινητής τηλεφωνίας είχε κοπεί σε όλη την περιοχή. Μοιράζονταν δύο δωμάτια κι αντιμετώπιζαν τα τανκς και τα αεροσκάφη με στοιχειώδη όπλα. Παρ’ όλα αυτά, είχαν καταφέρει να νικήσουν στρατιωτικές μονάδες με ισχυρό εξοπλισμό και να τις αναγκάσουν να αποσυρθούν. Ο μελαχρινός νεαρός που καθόταν δίπλα στον αρχηγό της ομάδας απολογήθηκε για την ακαταστασία του δωματίου. Υπήρχαν μόνο ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες, ο ήλιος έμπαινε στο δωμάτιο και το ζεμάτιζε. Τα πρόσωπά τους ήταν κατάμαυρα. Στην επόμενή μου επίσκεψη θα μάθαινα ότι το αρχηγείο είχε βομβαρδιστεί. Τότε, πριν τον βομβαρδισμό, βιαζόμασταν μια μέρα να φτάσουμε στη φατρία Αμάρ αλ Μουάλι, στην Ντάκρα. Ήταν μία από τις φατρίες της επαρχίας Μαάρατ αλ Νούμαν,34 κι εκεί θα συναντούσαμε έναν από τους αρχηγούς της. Εκεί όπου θ’ ανακάλυπτα τη φτώχεια των ντόπιων ανθρώπων και μαζί τη γενναιοδωρία τους, την περηφάνια και τη γενναιότητά τους. Εκεί όπου θ’ άκουγα πολλές από τις ιστορίες τους, μεταξύ άλλων και για την αγωνία τους να προστατεύσουν τις σιταποθήκες τους απ’ τους ληστές για να μην πεινάσει ο κόσμος. Εκεί όπου θα συζητούσα με μια παρέα νεαρών και με τον αρχηγό της φατρίας για τη σημασία της ίδρυσης ενός αστικού κράτους και μιας ενωμένης Συρίας, που μόνη θρησκεία της θα είχε την ελευθερία. Ο αρχηγός της φατρίας, ο Άμπντ αλ Ραζάκ, ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα πέντε που προσπαθούσε να ελευθερώσει ένα θύμα απαγωγής. Η γυναίκα του ετοίμασε το μεσημεριανό και ο δεκατριάχρονος γιος του σέρβιρε τους καλεσμένους. Ένα αεροπλάνο διέσχισε τον ουρανό, βγήκα έξω μαζί με όλους να το δω. Ο φόβος είχε σκοτεινιάσει τα πρόσωπά τους. Κι εγώ εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα το νόημα της εξορίας και της πατρίδας. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, και παρόλο


45

που είχα γλιστρήσει παράνομα μέσα στα σύνορα της χώρας μου, η πατρίδα μου ήταν ακριβώς αυτό: να κοιτάζω το αεροπλάνο που σε λίγο θα μας βομβάρδιζε, να το κοιτάζω τολμηρά και άφοβα και να το παρακολουθώ να σκορπίζει τον θάνατο. Κι η εξορία ήταν αυτή: να κάθομαι στην Πλατεία Βαστίλης, στο κέντρο του Παρισιού, να ρουφώ τον καφέ μου κάτω από έναν ήλιο εξημερωμένο, δίπλα μου δυο ερωτευμένοι ν’ ανταλλάσσουν φιλιά, ένα πουλί να κατεβαίνει πάνω στο γόνατό μου κι εγώ ν’ αναπηδώ τρομαγμένη! Πίσω στη συνάντησή μας με τον αρχηγό της φατρίας. Ακούγαμε την ιστορία της απελευθέρωσης ενός θύματος απαγωγής. Ο αρχηγός είπε: «Όπως βλέπεις, εμείς εδώ εξεγειρόμαστε εναντίον της αδικίας, δεν θέλουμε τίποτε άλλο εκτός από τα δίκαια δικαιώματά μας σε μια χώρα όπου κυβερνούν οι νόμοι. Ναι, ήμασταν ανέκαθεν φατρίες κι έχουμε όπλα, μα στην αρχή διαδηλώσαμε ειρηνικά. Όταν όμως θέλησαν να σκοτώσουν τα παιδιά και τις γυναίκες μας, τότε τους πολεμήσαμε. Μα τον Μεγαλοδύναμο, είμαι άντρας μορφωμένος, του πανεπιστημίου, αλλά το νύχι και μόνο ενός παιδιού της φατρίας μου αξίζει όσο όλος ο κόσμος. Δεν θα δεχτώ να ταπεινωθεί η τιμή μου και η τιμή οποιουδήποτε Σύριου. Ενώπιον του Θεού εσύ είσαι σαν αδερφή μου, κι όποιος πειράξει μια τρίχα απ’ τα μαλλιά σου είναι σαν να πειράζει την αδερφή μου. Είσαι μαζί μας, εναντίον της αδικίας και της τυραννίας του οίκου των Άσαντ, όλοι μας είμαστε Σύριοι εναντίον της αδικίας...» Ο αρχηγός μίλησε για πολλή ώρα, κι εγώ άκουγα την οξυδερκή και εκλεπτυσμένη ομιλία του καθώς διηγούνταν, με απλότητα αλλά και βάθος, πώς από την αρχή της επανάστασης ως τώρα είχε χάσει την περιουσία του και την είχε μοιραστεί με τους ανθρώπους. Μίλησε επίσης με καμάρι για τον αδερφό του, στρατιωτικό ηγέτη που πολεμούσε εναντίον του Μπασάρ αλ Άσαντ. Μέσα απ’ όλες εκείνες τις εκπληκτικές αποκαλύψεις στα


46

χωριά της επαρχίας ανακαλούσα πάλι τα λόγια ενός αποστάτη στρατιώτη στο έρημο αρχηγείο του τάγματος που είχαμε αφήσει πίσω μας. Όταν σταθήκαμε λίγο μακρύτερα από τη σκηνή της διαπραγμάτευσης των όπλων, άρχισε να γυρνά επίμονα μες στο μυαλό μου η αφήγησή του και η λάμψη των ματιών του, που είχαν χαραχτεί στη μνήμη μου. Ο αποστάτης στρατιώτης είχε πει: «Γίναμε εθελοντές κι οι δυο, εγώ και ο Μοχάμαντ. Ήταν πάντοτε στο πλευρό μου. Στη Χομς,35 καθώς κάναμε έφοδο σε μία από τις γειτονιές, μας είπαν πως υπήρχαν ένοπλες τρομοκρατικές συμμορίες. Μπήκαμε σ’ ένα σπίτι και σπάσαμε τα πάντα, ενώ ο αξιωματικός φώναζε, έβριζε και καταριόταν. Απαιτούσε να βιάσει ένας από εμάς μια κοπέλα. Η οικογένεια κρυβόταν σ’ ένα από τα δωμάτια. Ο αξιωματικός μάς διέταξε να παραταχθούμε, στάθηκε ανάμεσά μας κι άρχισε να εξετάζει τα πρόσωπά μας με το δάχτυλό του, ώσπου σταμάτησε μπροστά στον Μοχάμαντ και μ’ ένα χτύπημα στην πλάτη τον διέταξε να μπει στο δωμάτιο. Ο Μοχάμαντ ήταν από το ίδιο χωριό με τον αξιωματικό, στην περιοχή της Γαμπ.36 Οπισθοχώρησε τρομοκρατημένος κι ο αξιωματικός άρχισε να τον καταριέται: “Γυναικούλα! Παλιόμουνο!” Ο Μοχάμαντ γονάτισε στη γη και φίλησε τα παπούτσια του αξιωματικού, λέγοντάς του: “Σε παρακαλώ, κύριε, δεν μπορώ, απάλλαξέ με απ’ αυτή τη δουλειά”. Ο αξιωματικός τον κλότσησε, τον άρπαξε από τη ζώνη του παντελονιού του και του είπε: “Θα σ’ το κόψω, ρε παλιόμουνο!” Ο φίλος μου άρχισε να κλαίει, αν ήξερες τον Μοχάμαντ! Δεν έκλαιγε ποτέ, ήταν θαρραλέος άντρας, μα τότε είδα δάκρυα στα μάτια του, έκλαιγε σαν παιδί, είδα τις μύξες του να τρέχουν πάνω στο στόμα του, εκλιπαρούσε τον αξιωματικό να τον απαλλάξει από το καθήκον. Ο Μοχάμαντ ήταν φίλος μου κι είχαμε μοιραστεί πολλά μυστικά μας, ήξερα λοιπόν πως είχε μια κοπέλα. Ο αξιωματικός έχωσε το χέρι του μέσα στα πόδια του Μοχάμαντ και του είπε: “Ξέρεις πώς να το δουλεύεις αυτό, ρε παλιόμουνο; Θέλεις να σου δείξω εγώ;” Ο


47

Μοχάμαντ τον κλότσησε κι όρμησε πάνω του. Ήταν δυνατός και κατάφερε να ρίξει κάτω τον αξιωματικό. Τον χτύπησε, έπειτα σηκώθηκε και πέταξε το όπλο του. Ο αξιωματικός σηκώθηκε μονομιάς και τον πυροβόλησε. Τα είδα όλα με τα μάτια μου. Ξέρεις πού τον πυροβόλησε;» Σώπασε για λίγο, ύστερα έδειξε χωρίς ντροπή ανάμεσα στα σκέλια του: «Εδώ». Και συνέχισε την αφήγησή του: «Ζήτησε από έναν άλλο φίλο μας να μπει μέσα και να βιάσει την κοπέλα, εκείνος μπήκε στο δωμάτιο βουβός κι ύστερα ακούσαμε τις κραυγές του κοριτσιού, ενώ η μάνα και τ’ αδέρφια της ούρλιαζαν απ’ το διπλανό δωμάτιο. Ο πατέρας, που ήταν αποστάτης, είχε σκοτωθεί δυο μέρες πριν. Το ίδιο πράγμα έκαναν στην επαρχία της Χομς και σε κάποιες γειτονιές της. Εκείνη τη μέρα αποφάσισα να αποσχιστώ. Και, μα τον Θεό, δεν περνάει μέρα που να μη σκεφτώ τον Μοχάμαντ, είναι μες στην καρδιά μου. Φυλάω τα γράμματά του προς την αγαπημένη του στο πατρικό μου, αν ζήσω θα της τα πάω, θα το κάνω, είναι όρκος ιερός, αν επιβιώσω...» Ο καυτός, μεσημεριανός ήλιος μάς τσουρούφλιζε κάτω από τις εκρήξεις των οβίδων. Το βράδυ επέστρεψα σιωπηλή, με το πρόσωπο ηλιοκαμένο. Δεν ήμουν συνηθισμένη στον ήλιο της ερήμου. Βρήκα την Αγιούς να μας περιμένει μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά. Η Άαλα κάθισε στην αγκαλιά μου και μου χτένιζε τα μαλλιά, προσπαθώντας να με δελεάσει να της διηγηθώ τη μέρα μου και τα όσα είχα ακούσει. Ήμουν το σχέδιο της επόμενης ιστορίας της. Ήθελε να με μετατρέψει σε ιστορία και να τη διηγηθεί στους επόμενους καλεσμένους της. Έλεγαν ότι αποστήθιζε όλες τις ιστορίες των γύρω της. Αλλά εκείνη η μικρή απόλαυση ανάμεσα στο επτάχρονο κορίτσι κι εμένα δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Άρχισαν πάλι οι βομβαρδισμοί, τη σήκωσα αμέσως στην αγκαλιά μου, άρπαξα το χέρι της Ρούχα και τρέξαμε τρομαγμένες στο καταφύγιο. Ο απόηχος των εκρήξεων ήταν ισχυρός.


48

Οι γερόντισσες έμειναν πάνω, δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους. Η οικογένεια από τα διπλανά δωμάτια κατέβηκε κι αυτή μαζί μας. Κι εκεί κάτω στο υπόγειο είπα στην Άαλα τη μαγική φράση που την έκανε ν’ αναρριγήσει: «Έλα να σου διηγηθώ την ιστορία μου». Τα μάτια της άστραψαν στο σκοτάδι. Η Ρούχα, η πιο εγκρατής, εντεκάχρονη αδερφή της, κόλλησε πάνω μου, και με κοιτούσαν και οι δυο μέσα στα μάτια. Υπό τον ήχο των ακατάπαυστων βομβαρδισμών άρχισα να τους διηγούμαι: «Εγώ δεν είμαι αυτό που βλέπετε. Αρχικά, στην προηγούμενη ζωή μου, ήμουν μια γαζέλα που πονούσε πολύ και η καρδιά της εξερράγη από τον πόνο». Με κοίταξαν με απογοήτευση και φώναξαν: «Μη λες ψέματα!» Γελάσαμε... Γελούσαμε για ώρα, ενώ προσπαθούσα να τις πείσω ότι ήμουν στ’ αλήθεια γαζέλα. Τους είπα πως δεν είχαμε άλλη επιλογή απ’ το να κοιμηθούμε εκεί, πάνω στο στρώμα, κι ότι έπρεπε ν’ ακούσουν την ιστορία μου ως το τέλος, αλλιώς θα έπεφτα για ύπνο γιατί ήμουν εξουθενωμένη. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και τα μέλη της μεγάλης οικογένειας είχαν κουρνιάσει τρομαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, ωστόσο εγώ συνέχισα την ιστορία μου από εκεί όπου είχα σταματήσει, μετά τη συγκατάθεση των δύο κοριτσιών: «Πονούσε η καρδιά της γαζέλας, έπεσε μια σταγόνα αίμα πάνω στο πράσινο χορτάρι... και γεννήθηκα!» Μισοκοιμόμουν καθώς ολοκλήρωνα την αφήγησή μου, κι άρχισε η φωνή μου να βαραίνει. Τις κοίταξα σαν φάντασμα, σκέπασαν την πλάτη μου με μια λεπτή κουβέρτα κι αποκοιμήθηκα.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.