Αγγελική Νικολούλη «Έρωτας φονιάς»

Page 1

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗ

Έρωτας φονιάς h

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ βασισμενο σε αληθινη ιστορια

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


Γεγονότα πραγματικά έδωσαν την έμπνευση για τη μυθοπλασία αυτού του βιβλίου. Ονόματα προσώπων και τοπωνύμια είναι φανταστικά.

©

Copyright Αγγελική Νικολούλη – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016

Έτος 1ης έκδοσης: 2016 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-6139-1


ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Q

Το σημάδι του Διαβόλου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ματίνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στον κόσμο του μυστηρίου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το μυστικό της αποθήκης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Έρευνα στην ομίχλη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο άντρας που ήρθε από το άγνωστο . . . . . . . . . . . . . . Μαρλέν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Έρικα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο εφιάλτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Χωρίς οίκτο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στο υπόγειο του τρόμου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κυκλώνας αποκαλύψεων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σε αναμμένα κάρβουνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ζωγραφίζοντας ένα έγκλημα . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πρόσκληση από το δολοφόνο . . . . . . . . . . . . . . . . . . Άγρια νύχτα στη «Χαβάη» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δέκα χρόνια μετά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αυλαία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

11 20 29 40 55 71 87 101 115 126 136 157 174 183 190 203 218 234



στη Μαρία – την αδελφή μου σε όλα



ΑθΗΝΑ, 2015

b

Το σημάδι του Διαβόλου

πούρο είχε ξεχαστεί στο μακρόστενο τασάκι. Το άναψε πάλι με τον χρυσό του αναπτήρα και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά. Ξαναγέμισε το κρυστάλλινο ποτήρι με talisker 10άρι, το αγαπημένο του ουίσκι, και ο συνδυασμός των ξεχωριστών αυτών γεύσεων πλημμύρισε απολαυστικά τον ουρανίσκο του. Η θέα της μεγαλούπολης από το άνετο μπαλκόνι του ενδέκατου ορόφου και τα φώτα που τρεμόπαιζαν τον ταξίδευαν στη φθινοπωρινή νύχτα. Στην παραζάλη του έβλεπε την Αθήνα ξαπλωμένη ξεδιάντροπα μπρος στα πόδια του να τον προκαλεί. Σαν ιερόδουλη που έστελνε μηνύματα στους κυνηγούς του έρωτα με κόκκινα φωτάκια. Στεκόταν πάνω από μισή ώρα στον ίδιο χώρο και η υγρασία της νύχτας τον πότιζε για τα καλά, αλλά δεν έσβηνε τη φωτιά που τον έκαιγε. Ποθούσε απόψε μια γυναίκα χωρίς αναστολές, ένα θηλυκό για δυνατές συγκινήσεις – και θα πλήρωνε αδρά για να το έχει.

Τ

Ο μΑΥρΟ

11


S

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚOΛOΥΛΗ

S

Έσυρε τη φαρδιά τζαμαρία κι ένα ζεστό κύμα τον τύλιξε ευχάριστα μπαίνοντας στη σουίτα του ακριβού ξενοδοχείου. Περιέφερε με ικανοποίηση το βλέμμα του στην πολυτέλεια γύρω του. Οι απαλοί χρωματισμοί στους τοίχους και στους καναπέδες έδεναν αρμονικά με τα πολύχρωμα μαξιλάρια και τα ανατολίτικα χαλιά στις κόκκινες και μαύρες αποχρώσεις. Τα κρυστάλλινα φωτιστικά δαπέδου και οι πίνακες του Μόραλη και του Τσαρούχη ήταν οι πινελιές χλιδής στο χώρο που είχε επιλέξει για να απολαύσει χίλιες και μια νύχτες. Κοίταξε την ώρα. Περασμένα μεσάνυχτα. «Μα τι διάβολο», μουρμούρισε. «Έπρεπε να είναι εδώ». Σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου για να καλέσει στη ρεσεψιόν, όταν άκουσε το διακριτικό κουδούνισμα στην πόρτα. Το πολύχρωμο ανθοδοχείο μουράνο με μια ντουζίνα λευκά κρίνα ήταν η πρώτη εικόνα που αντίκρισε με το που άνοιξε. «Συγγνώμη, κύριε, για την καθυστέρηση». Η καλοσυνάτη καμαριέρα με το συνεσταλμένο χαμόγελο, κρατώντας προσεκτικά το βάζο, παραμέρισε για να περάσει ο καστανός, ψηλόλιγνος σερβιτόρος που έσπρωχνε το τρόλεϊ σερβιρίσματος. Ο νεαρός τράβηξε με το γαντοφορεμένο χέρι του το μεταλλικό καπάκι από το πρώτο φαρδύ πιάτο και τα ρουθούνια του τρεμόπαιξαν. «Ρολάκια γλώσσας με σπαγγέτι λαχανικών». Σταθε12


S

ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ

S

ροποίησε τη φωνή και το βλέμμα του και ξεσκέπασε με χάρη τα υπόλοιπα πιάτα. «Καρπάτσο τόνου με αχινό και το μαύρο χαβιάρι για τη σαμπάνια σας». Έστρωσε το λευκό τραπεζομάντιλο στη μεγάλη τραπεζαρία από ξύλο καρυδιάς και άπλωσε τα υπέροχα σερβίτσια. Η ιεροτελεστία της προετοιμασίας του δείπνου απορρόφησε την προσοχή του. Όταν η λευκή λινή πετσέτα της σαμπανιέρας έπεσε και η καμαριέρα έσκυψε, το μάτι του γλίστρησε στα όρθια, σφιχτά οπίσθια που ξεχώρισαν μέσα από την ασπρόμαυρη στολή της. Εκείνη ένιωσε πάνω της το πύρινο βλέμμα του γοητευτικού άντρα, κοκκίνισε σαν παπαρούνα και ξεροκατάπιε. Της έδειξε μ’ ένα νεύμα την τραπεζαρία και η κοπέλα τοποθέτησε εκεί τη σαμπανιέρα και το βάζο με τα κρίνα. Βγήκε αθόρυβα από τη σουίτα, για να επιστρέψει μ’ ένα ακόμα ανθοδοχείο, διάφανο, γεμάτο κόκκινα τριαντάφυλλα. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και τα ακούμπησε στο μαρμάρινο έπιπλο κάτω απ’ τον μεγάλο χρυσοποίκιλτο καθρέφτη. «Είναι είκοσι πέντε, όπως ζητήσατε. Τα μέτρησα», του είπε μ’ ένα γλυκό χαμόγελο. «Επιθυμείτε κάτι άλλο;» Αντί για απάντηση της έδωσε ένα φιλοδώρημα αντάξιο της εικόνας του και στράφηκε στον ατσαλάκωτο νέο που παραήταν της λεπτομέρειας. «Είμαστε εντάξει. Ευχαριστώ. Μπορείτε να πηγαίνετε». Ο σερβιτόρος αποχώρησε με βαθιά υπόκλιση, ρίχνο13


S

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚOΛOΥΛΗ

S

ντας μια κλεφτή ματιά στο πουρμπουάρ του πλούσιου πελάτη. Χαμογέλασε με ευχαρίστηση βλέποντας το ρομαντικό σκηνικό που είχε στηθεί μέσα σε λίγα λεπτά για το ραντεβού που θα ακολουθούσε. Επέλεξε το σιντί του πάθους με την Τζέιν Μπίρκιν και τον Σερζ Γκένσμπουργκ στο κλασικό «Je t’aime» και χαμήλωσε το φωτισμό. Ο ερωτισμός ήταν διάχυτος σε όλο το χώρο. Η μικρή θα πάθαινε πλάκα με το που θα έμπαινε στη σουίτα. Θα την επηρέαζε η αλάνθαστη συνταγή του. Ειδυλλιακό περιβάλλον κι ένας άντρας σωστός ιππότης γι’ αυτήν. Για την πόρνη πολυτελείας. Ούτε στα πιο τρελά της όνειρα τέτοια υποδοχή. Σίγουρα θα έκανε ό,τι της ζητούσε για να τον ευχαριστήσει. Τα πάντα, για την υπέρτατη ηδονή που ήθελε να νιώσει. Ξεντύθηκε, έβαλε τη μαύρη μεταξωτή ρόμπα του και πήγε στο άνετο μπάνιο. Χτένισε προσεκτικά την καστανόξανθη περούκα που φορούσε και τις τρίχες στο μούσι του που πετούσαν. Το πίεσε για να κολλήσει καλύτερα. Ίσιωσε τα γυαλιά του με τον λεπτό χρυσό σκελετό και έμεινε να χαζεύει στον καθρέφτη το νέο του είδωλο. Είχε περάσει τα πενήντα και ήταν καλύτερος από ποτέ. Αρσενικό με μυστήριο και γοητεία. Το κορμί του δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλό, αλλά ήταν γεροδεμένο, χωρίς στομάχια και κοιλιές να περισσεύουν. Η εξαντλητική γυμναστική στο χώρο όπου για χρόνια ζούσε είχε αποτέλεσμα. Η άσκηση εκεί μέσα ήταν η εκτόνωσή του. Οι μύες του κινήθηκαν ακούσια, στη σκέψη των χρό14


S

ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ

S

νων που είχαν περάσει. Το παρελθόν σκοτείνιασε το βλέμμα του. Τα δόντια του έτριξαν. Έσκυψε πάνω απ’ το νιπτήρα χτυπώντας με λύσσα τις γροθιές του στο μάρμαρο. Θα ζούσε όπως γούσταρε τις μέρες του, τα χρόνια του, αν δεν εμφανιζόταν μπροστά του αυτή η ρεπόρτερ. Αν δεν μπερδευόταν στα πόδια του αυτός ο σατανάς που του χάλασε τα σχέδια και ανέτρεψε τη ζωή του. Τινάχτηκε με το ξαφνικό κουδούνισμα στην πόρτα. Πήρε βαθιές ανάσες για να χαλαρώσει, έσφιξε τη ζώνη της ρόμπας του, και πριν ανοίξει έριξε μια ματιά ακόμα στον καθρέφτη του σαλονιού. Τα μαύρα μάτια του γυάλιζαν σαν τα κρύσταλλα της σουίτας και στο χαμόγελό του ο Διάβολος άφηνε το σημάδι του.

h Ήταν έξι το απόγευμα και η υπηρεσία καθαριότητας δεν είχε ειδοποιηθεί για την κεντρική σουίτα του ενδέκατου ορόφου. Στο πόμολο της βαριάς πόρτας υπήρχε η καρτέλα «μην ενοχλείτε». Ο ένοικος δεν είχε καλέσει το room service για πρωινό ή έστω για καφέ. «Θα περιμένουμε λίγο ακόμα και θα χτυπήσεις. Αν δεν απαντήσει, θα ανοίξεις εσύ με το master key. Μπορεί να έπαθε κάτι ο άνθρωπος», είπε η υπεύθυνη βάρδιας στη μία από τις δύο καμαριέρες που είχαν αναλάβει τον καθαρισμό της σουίτας. Η Ελένη Αντωνίου, μια ξύπνια σαραντάρα, ήταν η πιο έμπειρη στο ξενοδοχείο και γνώριζε καλά πώς να αντι15


S

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚOΛOΥΛΗ

S

δράσει σε απρόσμενες καταστάσεις. Η ψυχραιμία της ήταν μνημειώδης, γι’ αυτό και την επέλεγαν στα δύσκολα. Όταν η ώρα πήγε εξίμισι, χτύπησε το κουδούνι. Καμία απάντηση. Ξαναχτύπησε. Τίποτα. Στον τρίτο και τέταρτο χτύπο έστησε αφτί μήπως ακούσει κουβέντες ή κάποιο θόρυβο που να προδίδει κίνηση. Νέκρα. Έβγαλε από την τσέπη της γαλάζιας ρόμπας της την κάρτα και την πέρασε στη σχισμή της ηλεκτρονικής κλειδαριάς. Το πράσινο φως άναψε. Έσπρωξε απαλά την πόρτα και κοίταξε στο εσωτερικό. Οι βαριές σκιερές κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και το σαλόνι σκοτεινό. «Υπηρεσία καθαριότητας. Μπορούμε να περάσουμε;» φώναξε όσο πιο ευγενικά μπορούσε, αλλά απάντηση δεν πήρε. Πάτησε το διακόπτη και ο χώρος φωτίστηκε. Στο σαλόνι και στην τραπεζαρία υπήρχαν τα απομεινάρια του χτεσινού δείπνου και η μυρωδιά από τα θαλασσινά έπνιγε τον κλειστό χώρο. Ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι ήταν πεταμένο στο χαλί κι ένα γύρω ποτήρια σπασμένα. Όταν το μάτι της έπεσε στον καναπέ, ένιωσε μια αδιόρατη ανησυχία. Μια μαύρη μικροσκοπική κιλότα από δαντέλα ήταν μπερδεμένη σε μια κόκκινη ψηλοτάκουνη γόβα, σαν να είχαν τραβηχτεί απότομα από τη γυναίκα που τα φορούσε. Μια κομψή μαύρη τσάντα βρισκόταν στο πάτωμα και το περιεχόμενό της σκόρπιο. Μια ατζέντα με τηλέφωνα και σημειώσεις ανοιγμένη, απ’ όπου κάποια σελίδα είχε σκιστεί βιαστικά. Μια βούρτσα για τα μαλλιά, τσαντάκι καλ16


S

ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ

S

λυντικών κι ένα λευκό δερμάτινο πορτοφόλι ανοιχτό. Ασυναίσθητα έσκυψε να δει τα στοιχεία της ταυτότητας που εξείχε μαζί με μερικές κάρτες. Ανήκε σε μια όμορφη μελαχρινή κοπέλα είκοσι πέντε χρόνων, γεννημένη σε νησί του Ιονίου. Τότε πρόσεξε τα κρίνα. Σχημάτιζαν έναν ολόλευκο στενό διάδρομο που οδηγούσε στο υπνοδωμάτιο. Τον ακολούθησε κρατώντας την αναπνοή της. Στην είσοδο του κλειστού δωματίου το ολάνθιστο στενό χαλί άλλαζε χρώμα. Κοκκίνιζε σαν αίμα από πυκνά ροδοπέταλα. Με την καρδιά να χορεύει στο στήθος της, η Ελένη έσυρε τη δίφυλλη πόρτα. Κι εδώ σκοτεινά. Το φως που έφτανε από το σαλόνι έδειχνε την αναστάτωση του χώρου. Καρέκλες, φωτιστικά, ανθοδοχείο και γυναικεία ρούχα, πεταμένα κάτω άτσαλα. Τα μαδημένα τριαντάφυλλα και τα κρίνα οδηγούσαν στο διπλό κρεβάτι. Τα λευκά σεντόνια είχαν γίνει δίχρωμα και τα κρίνα κατακόκκινα. Η κραυγή έσκισε το λαιμό της. Την έπνιξε αστραπιαία με την παλάμη της σφιχτά στο στόμα, πριν ακουστεί στον όροφο. Τα γόνατά της λύγισαν και στηρίχτηκε στη μισάνοιχτη πόρτα για να μην πέσει. Τα μάτια της καρφώθηκαν στο γυμνό κορμί που κείτονταν ανάσκελα στο κρεβάτι. Άναψε τρέμοντας το φως και έμεινε στήλη άλατος. Η κοπέλα ήταν φιμωμένη με τα ίδια της τα πυκνά μαλλιά. Μαύρα, μακριά, πλεγμένα σε φαρδιά κοτσίδα, που τύλιγε χαμηλά το πρόσωπο περνώντας μέσα απ’ το στόμα της. Στον μακρύ λαιμό της ήταν περασμένο μεταλλικό περι17


S

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚOΛOΥΛΗ

S

λαίμιο κι από τον κρίκο του κρεμόταν δερμάτινο λουρί. Το πλούσιο στήθος της ήταν στολισμένο με κρίνα, ποτισμένα στο αίμα από πληγές που δεν διακρίνονταν. Τα χέρια της κοπέλας πρέπει να ήταν πισθάγκωνα δεμένα. Ένα άδειο μπουκάλι σαμπάνιας, ματωμένο κι αυτό στο στόμιο, ήταν πεταμένο στην άκρη του κρεβατιού. Η Ελένη Αντωνίου έκλεισε τα μάτια για να σβήσει από μπροστά της τη φρίκη που αντίκριζε. Όταν τα άνοιξε, πρόσεξε το κόκκινο γοβάκι που κάλυπτε το ματωμένο εφήβαιο της γυναίκας. Το τακούνι δεν φαινόταν. H Eλένη δεν είχε λαλιά ούτε ανάσα. Πνιγόταν. Ήθελε να τρέξει, να ουρλιάξει, να την χτυπήσει ο αέρας, να βγει από αυτό τον εφιάλτη, να εξαφανιστεί από αυτό το σκηνικό της διαστροφής. Συγκρατήθηκε και το μόνο που έκανε, δικαιώνοντας τη φήμη της στο ακριβό ξενοδοχείο, ήταν να ενημερώσει διακριτικά τους υπεύθυνους, για να αποφευχθεί το σκάνδαλο της ματωμένης σουίτας. Ο γιατρός που συνεργαζόταν χρόνια με τον πολυτελή χώρο έφτασε αμέσως, ταυτόχρονα με τους αξιωματικούς της Ασφάλειας Αθηνών που κλήθηκαν αθόρυβα. Έριξε μια ματιά στο θύμα και ανάσανε με ανακούφιση. «Ζει, αν και έχει χάσει πολύ αίμα. Πρέπει να την μεταφέρουμε γρήγορα σε ιδιωτική κλινική για να αποφύγουμε τον ντόρο». Οι αστυνομικοί φόρεσαν τα ελαστικά εξεταστικά γάντια και ξεκίνησαν την έρευνα. Τα υπολείμματα της λευκής κρυσταλλικής σκόνης στο ένα από τα δύο κομοδίνα 18


S

ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ

S

μαρτυρούσαν τα όσα είχαν προηγηθεί του σεξουαλικού εγκλήματος. «Κοκαΐνη». Αναζήτησαν τον ένοικο της σουίτας. Άφαντος. Τίποτα δικό του δεν υπήρχε στο χώρο. Τα στοιχεία που είχε αφήσει στη ρεσεψιόν ήταν πλαστά. Ο Αλέξανδρος Μάρδας, επιχειρηματίας, κάτοικος Λονδίνου, δεν υπήρχε. Το μόνο υπαρκτό ήταν τα αποτυπώματα που βρέθηκαν στον τόπο του βασανισμού και «μίλησαν» στα εγκληματολογικά εργαστήρια. Οι αξιωματικοί που τα «διάβασαν» πάγωσαν και σήμαναν συναγερμό στην ΕΛΑΣ.

19


ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2001

b

ματίνα

καράβι που αναχώρησε από Πειραιά για Πάρο – Νάξο – Σαντορίνη υπήρχε κοσμοπλημμύρα. Αύγουστος και η ζέστη αφόρητη. Στα οικονομικά κλιματιζόμενα σαλόνια επικρατούσε εκνευρισμός από επιβάτες που μπέρδευαν τις θέσεις τους και στο κατάστρωμα έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλον, ψάχνοντας για καθίσματα στη σκιά. Ανέμελοι ήταν οι τουρίστες που ξάπλωναν πάνω στα σακίδιά τους ή έμεναν στον ήλιο με τις ώρες, για να θαυμάσουν το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου. Η όμορφη νεαρή γυναίκα με τα μακριά, καστανόξανθα μαλλιά είχε φροντίσει να ανέβει από τους πρώτους στο πλοίο. Πήγε στο σαλόνι της Πρώτης θέσης, όπου η κατάσταση φαινόταν σαφώς καλύτερη, αλλά στο πρώτο τέταρτο ένιωσε να πνίγεται με τα πιτσιρίκια που αλώνιζαν φωνάζοντας, χωρίς κανείς να τα μαζεύει. Το μόνο που δεν άντεχε σήμερα ήταν η βαβούρα. Βγήκε στο κατάστρωμα και ξάπλωσε στο μοναδικό ξύλινο παγκάκι που βρήκε ελεύθερο. Τα μαύρα γυαλιά ηλίου κάλυπταν τα κλαμένα μάτια

Σ

20

ΤΟ ΕπΙΒΑΤΗΓΟ


S

ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ

S

της και την προστάτευαν από τα αδιάκριτα βλέμματα των επιβατών. Έβγαλε από την τσάντα το βιβλίο της, το άνοιξε και κόλλησε για ώρα στην ίδια σελίδα. Το έκλεισε και έμεινε να κοιτάζει κατάματα τον καταγάλανο ουρανό, μήπως και αδειάσει το μυαλό της από τις μαύρες σκέψεις. Τα παράξενα σχήματα με την αέναη κίνηση που έπαιρναν τα σύννεφα τα γνώριζε καλά σαν αεροσυνοδός. Οι σωρείτες, τα στρώματα, ή όπως αλλιώς τα λένε, γελούσαν κι έκλαιγαν – και εκείνη είχε μάθει να τα ακούει όταν οι ώρες της ήταν άδειες. «Αυτά που βλέπεις είναι η μαρέγκα του Θεού. Μας γλυκαίνει, αν και θα ’πρεπε να θυμώνει που τολμάμε και μπαίνουμε στα χωράφια του», της είχε πει μια συνάδελφος όταν πέταξε για πρώτη φορά στα 25.000 πόδια, πάνω από το ατελείωτο λευκό στρώμα. Θυμόταν ότι άπλωσε το χέρι της σαν μικρό παιδί, με την ψευδαίσθηση ότι θα το αγγίξει. Το ουράνιο βαθύ μπλε με τον λευκό αφρό που έβλεπε να κυματίζει στις άκρες του την μπέρδευε όταν κουραζόταν στην πτήση και νόμιζε ότι ταξίδευε στη θάλασσα. «Εσύ, κοριτσάκι μου, είσαι τόσο ρομαντική, που πετάς κυριολεκτικά στα σύννεφα. Γι’ αυτό χρειάζεσαι εμένα να σε προσγειώνω στην αγκαλιά μου», την πείραζε ο πιλότος της, ο άντρας της... Ο άντρας που την πρόδωσε. Αυτό το κάθαρμα. Ούτε το όνομά του δεν ήθελε πλέον να προφέρει. Στη σκέψη του και μόνο τινάχτηκε με οργή και ανακάθισε στο παγκάκι της. Και τότε είδε πάλι εκείνον. Τον άντρα που την βοήθησε να βάλει τη βαριά βαλίτσα της στο χώρο των αποσκευών 21


S

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚOΛOΥΛΗ

S

χωρίς να της πει κουβέντα, και όταν τον ευχαρίστησε, περιορίστηκε σ’ ένα τυπικό χαμόγελο. Ήταν ακουμπισμένος στην κουπαστή και ένιωθε το βλέμμα του πίσω από τα γυαλιά ηλίου καρφωμένο πάνω της. Κάπνιζε πούρο με τον αέρα των φραγκάτων και τα κάζουαλ ρούχα του έδειχναν ακριβά. Εντύπωση της έκαναν τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά του. Αρρενωπός άντρας, με αδρά χαρακτηριστικά, γύρω στα σαράντα. Την χαιρέτησε με μια κίνηση του χεριού κι εκείνη ανταπέδωσε κάπως ψυχρά το χαιρετισμό, γιατί δεν είχε καμία διάθεση για κουβέντα. Ξάπλωσε πάλι στο παγκάκι της και προσπάθησε να βολευτεί στη σκληρή του επιφάνεια. Γύρισε στο πλάι, μαζεύτηκε σε στάση εμβρύου, σαν να ’θελε να προστατευθεί σε δανεική μήτρα, και βυθίστηκε πάλι στις ζοφερές θύμησες του πρόσφατου χωρισμού της. Πέντε χρόνια ήταν παντρεμένη και τυφλή, αφού δεν έβλεπε τι νάρκισσο αγάπησε. Παιδί δεν ήθελε ο τύπος, για να μη χάσει το όμορφο κορμί της τις γραμμές της ηδονής. Έτσι της έλεγε, κι εκείνη δεν αντιδρούσε, κι ας διαμαρτύρονταν οι γονείς της. Είχαν καταλάβει τι σόι άντρα παντρεύτηκε η αγαπημένη τους κορούλα. Στη σκέψη τους συγκινήθηκε. Την περίμεναν με αγάπη στο νησί τους, τη Σαντορίνη. Ήθελε να μείνει εκεί, στο πατρικό της, να ξεχάσει κοντά τους και με την παρέα της αδελφής της όλα αυτά που έζησε. Της τα ’λεγε συνέχεια η έμπειρη και αθυρόστομη Βάλια, που είχε δύο γάμους στο ενεργητικό της. «Αυτός δεν σ’ αγαπάει, αδελφούλα. Βο22


S

ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ

S

λεύτηκε μ’ εσένα, το ρομαντικό θύμα, και καλοπερνάει. Σταμάτα να τρως το κουτόχορτο που σε ταΐζει. Αφού σε κερατώνει ο μαλάκας τόσα χρόνια, γιατί δεν τον στέλνεις στο διάβολο; Φοβάσαι μήπως δεν βρεις άλλον; Με τέτοια ομορφιά τον καλύτερο θα έχεις». Αυτή όμως εκεί, πιστή στον άπιστο. Μέχρι εκείνη τη νύχτα της κακοκαιρίας. Το ταξίδι της στο Λονδίνο ματαιώθηκε και επέστρεψε σπίτι τους χωρίς να τον ενημερώσει. «Έκπληξη!» φώναξε με το που γύρισε το κλειδί στην πόρτα της μονοκατοικίας τους στα βόρεια προάστια. Δυο βήματα έκανε στο σαλόνι και κοκκάλωσε. Ο αγαπημένος της έπαιρνε την γκόμενα με θέα το τζάκι και τα κεριά αναμμένα στη σειρά, λες και είχε ο αθεόφοβος ανάσταση. Και σιγά τη γυναίκα. Εκείνη μπροστά της ήταν θεά και μικρή, είκοσι οκτώ χρονών, ενώ η ερωμένη τα σαράντα τα είχε περάσει προ πολλού. Ανακατεύτηκε. Το στομάχι της έφτασε στο στόμα της, όπως και τότε. Σηκώθηκε να περπατήσει λίγο, να την μαστιγώσει ο αέρας μήπως και συνέλθει. Παραμονή του ταξιδιού της ο δικηγόρος της την ενημέρωσε ότι ο γάμος της λύθηκε και επίσημα. Το διαζύγιο είχε βγει. Βούρκωσε. Πόσο εύκολο είναι να ανατρέψεις σε λίγη ώρα μια ζωή που σου πήρε χρόνια για να την χτίσεις. Το πλοίο πλησίαζε στην Πάρο, αγαπημένο νησί όπου πήγαιναν οι δυο τους. Έβγαλε από την τσάντα της το πακέτο με τα τσιγάρα της, αλλά δεν έβρισκε τον αναπτήρα. Τον έψαχνε, όταν είδε μπροστά της να ανάβει η φλόγα κάποιου άλλου. 23


S

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚOΛOΥΛΗ

S

«Μου επιτρέπετε, δεσποινίς;» την ρώτησε ο ταξιδιώτης που την παρακολουθούσε και της άναψε το τσιγάρο χωρίς να περιμένει απάντηση. Σκέφτηκε να τον αποφύγει πάλι και να μείνει μόνη, αλλά την αφόπλισε με το σαγηνευτικό του χαμόγελο. «Να υποθέσω ότι πάτε Σαντορίνη; Μαγικό νησί. Είναι και δικός μου προορισμός». Η ευγένεια και η γοητεία του μαλάκωσαν κάπως τη διάθεσή της. Κοίταξε τους κάτασπρους οικισμούς της Πάρου που διακρίνονταν στο βάθος και εισέπνευσε αργά, χαλαρωτικά, το θαλασσινό αεράκι. Ο τύπος ζητούσε γνωριμία. Ήταν ολοφάνερο. Εκείνη τι στην ευχή ήθελε; «Ναι, είναι το νησί μου. Εκεί γεννήθηκα», του απάντησε και απόρησε με την ξαφνική της άνεση. «Δημήτρης Μακρής, επιχειρηματίας, κάτοικος Παρισιού», της συστήθηκε, απλώνοντας το χέρι του για να σφίξει το δικό της. «Ματίνα Ράλλη, αεροσυνοδός», του είπε, νιώθοντας τη δύναμη και τη θέρμη της φαρδιάς παλάμης του. «Θα στοιχημάτιζα ότι το όνομά σας είναι Θηρασία». Σάστισε και τον κοίταξε περίεργα. Τι είδους προσέγγιση αρσενικού σε θηλυκό ήταν αυτή; «Θα μπορούσατε να είστε η κόρη του βασιλιά της Θήρας», συνέχισε απτόητος εκείνος. «Από αυτήν δεν πήρε το όνομά της η Θηρασιά, αυτό το πανέμορφο νησάκι που αποκόπηκε στην ηφαιστειακή έκρηξη του 1600;» Η Ματίνα χαμογέλασε. «Από τη Στρογγύλη αποκό24


S

ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ

S

πηκε. Βλέπω γνωρίζετε πολλά για τη Σαντορίνη και την ιστορία της. Χαίρομαι γιατί υπάρχουν ταξιδιώτες που μόνο το ηλιοβασίλεμα ξέρουν». Όσο μιλούσαν τόσο η Ματίνα άδειαζε από ένταση και θλίψη και χαλάρωνε. Αυτός ο άντρας είχε κάτι γαλήνιο στο λόγο του. Μια θετική αύρα. Είχε αυτοπεποίθηση και ήταν σίγουρα μορφωμένος. Τον περνούσε στο ύψος, αλλά το σώμα του φαινόταν γεροδεμένο. Όταν κάποια στιγμή έβγαλε τα γυαλιά ηλίου και την κοίταξε, βυθίστηκε άθελά της στα υγρά μαύρα μάτια του. «Αν συμφωνείς, θα ήθελα να μιλάμε στον ενικό», της είπε μετά από κάμποση ώρα τυπικού διαλόγου. «Πάμε στο μπαρ να πιούμε κάτι;» Τον ακολούθησε παρατηρώντας τον προσεκτικά. Κύριος σε όλα του. Στο πώς περίμενε με υπομονή να εξυπηρετηθεί, στον τρόπο που απευθυνόταν στον μπάρμαν, στο πουρμπουάρ που άφησε. Μέχρι και η γλώσσα του σώματός του την ηρεμούσε. Όταν κάθισε δίπλα της σ’ ένα από τα τραπεζάκια του μπαρ, της μιλούσε αργά, απαντώντας στις ερωτήσεις της. «Στη Σαντορίνη πάω να ηρεμήσω και να πάρω τις αποφάσεις μου. Σκέφτομαι να εγκατασταθώ στην Ελλάδα και να στήσω μια επιχείρηση που να σχετίζεται με τον τουρισμό. Δεν θέλω να λιμνάσω στα πρέπει αλλά να ακολουθήσω τα θέλω μου». «Εξαρτάται κι από τις υποχρεώσεις που έχεις. Από τις δεσμεύσεις». 25


S

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚOΛOΥΛΗ

S

«Χώρισα πριν από χρόνια, Ματίνα, και η κόρη μου ζει με τη μητέρα της στην Αυστρία. Εσύ;» Τι να του έλεγε; Ότι για χρόνια έτρωγε το κέρατο με το κουτάλι και δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα; «Εγώ... Τα ίδια. Χωρισμένη πρόσφατα, χωρίς παιδιά». Ήπιε μια γουλιά από το λευκό δροσερό κρασί που την κέρασε, ρίχνοντάς του κλεφτές ματιές μήπως εντοπίσει κι άλλα στοιχεία αυτής της προσωπικότητας. Αν και προτιμούσε, όπως της είπε, ουίσκι συγκεκριμένης μάρκας, έπινε το ίδιο μ’ εκείνη σαντορινιό κρασί για να νιώσει τη γεύση του νησιού. Κάτι της έλεγε μέσα της να μην είναι τόσο σφιγμένη. Να αφεθεί. Το είχε ανάγκη. Μια καινούργια γνωριμία δεν είναι το φάρμακο για να θεραπεύσεις την αρρώστια της παλιάς; Έτσι δεν λένε όσοι χωρίζουν; Της μιλούσε με τρυφερότητα για τα παιδιά, για τους ανθρώπους, για τις γυναίκες, και της άρεσε ο τρόπος που έβλεπε τη ζωή. Είχε μια ποιητική ματιά στα πράγματα, κι αυτό δύσκολα το συναντά μια γυναίκα σ’ έναν άντρα. Χωρίς να το καταλάβει, άρχισε να του μιλά για τον εαυτό της, για τη δουλειά της, για το γάμο της. Δεν του είπε πολλά, αυτός όμως, λες και μάντεψε τα υπόλοιπα, σταμάτησε την κουβέντα για να μην την στεναχωρήσει. Η ανακοίνωση από τα μεγάφωνα του πλοίου την ξάφνιασε. Μα πώς πέρασαν τόσες ώρες; Πότε έφτασαν Σαντορίνη; Πλησίασε στην κουπαστή και έμεινε εκεί εκστασιασμένη να αγναντεύει το νησί της. Είχε καιρό να έρθει γιατί ο άντρας της δεν συμπαθούσε την οικογένειά της. 26


S

ΕΡΩΤΑΣ ΦΟΝΙΑΣ

S

Τι ομορφιά. Πουθενά στον κόσμο δεν είχε δει παρόμοια. Δεν χόρταινε να κοιτάζει το κοιμισμένο ηφαίστειο, τον ουρανό που αγκάλιαζε τη θάλασσα και την έντυνε με εντυπωσιακά χρώματα που κάθε λίγο άλλαζαν. Στην καλντέρα τα σπίτια έδειχναν σαν να κατρακυλούσαν στα γκρεμνά, αλλά παρέμεναν σταθερά τόσα χρόνια που τα ήξερε. Εκείνος δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της. Την έβλεπε συγκινημένη και δεν μιλούσε. «Αν θέλεις μπορώ να σε ξεναγήσω», του είπε κάποια στιγμή. «Αξίζει να μείνεις σε υπόσκαφο, να δεις και τα Καστέλια, τους οικισμούς με τα σπίτια κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Στον Πύργο και στο Εμπορειό έχει πολλά. Το πατρικό μου εκεί είναι. Έχει και μεγάλη αυλή». Με μια ιπποτική κίνηση πήρε το χέρι της και το φίλησε. Τα χείλη του ήταν σχηματισμένα όμορφα, σαρκώδη, απαλά. «Θα ήταν χαρά μου. Πού αλλού θα βρω τόσο υπέροχη ξεναγό; Νιώθω τυχερός με τη γνωριμία μας». Το πλοίο έδεσε στο λιμάνι του Αθηνιού και οι επιβάτες άρχισαν να κατεβαίνουν. Τα πρώτα αυτοκίνητα ανηφόριζαν ήδη αργά στον στενό ελικοειδή δρόμο που οδηγούσε αριστερά στα Φηρά και στην Οία και δεξιά στο Ακρωτήρι, στο Εμπορειό, στον Περίβολο και στην Περίσσα. Η Ματίνα απορούσε με τον εαυτό της. Πώς ξανοίχτηκε έτσι εύκολα σ’ έναν άγνωστο που ήθελε να ζήσει μια καλοκαιρινή περιπέτεια; Γιατί αυτό ήταν το πιθανότερο. Τον άντρα της τον γνώρισε ταξιδεύοντας με αεροπλάνο 27


S

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΝΙΚOΛOΥΛΗ

S

και ο χωρισμός ήταν νωπός. Τώρα στο πλοίο ένας άλλος άντρας από το πουθενά ήθελε να την παρασύρει με μαεστρία ξανά στον έρωτα και εκείνη μόνο αρνητική δεν ήταν. Κοίταξε την άγκυρα στο λιμάνι και ένιωσε ότι μαζί με το πλοίο έδεσε και κάτι καινούργιο στη ζωή της.

28


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.