ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ Διηγήματα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
©
Copyright Γιώργος Μπράμος – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017
Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
% 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-6150-6
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Το πουλί και το κλουβί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αφωνία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Όνομα; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οικογενειακή υπόθεση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στην παραλία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι στάχτες της μάνας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μόσκβιτς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το βήμα της χορεύτριας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Άσωτος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι τέσσερις εποχές . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Άδικος κόπος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το πρώτο θύμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ανάμεσα στους τοίχους . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
13 31 49 57 63 75 101 109 123 137 153 169 179
μνήμη Ανταίου Χρυσοστομίδη
... συγχώρεση γι’ αυτούς που πέθαναν μες στην απόγνωση· ελπίδα γι’ αυτούς που πέθαναν δίχως να ελπίζουν· καλά μαντάτα γι’ αυτούς που πέθαναν πνιγμένοι απ’ τις αδιάκοπες συμφορές. ΧΕΡΜΑΝ ΜΕΛΒΙΛ
«Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς»
Το πουλί και το κλουβί
ήταν ένα παιδαρέλι. Δεν τον διάλεξα εγώ, μου τον επέβαλαν. «Το παν είναι να αποφύγουμε τα ισόβια», μου είπε. Ούτε που τον άκουγα. Αλλά αυτός επέμενε. «Το δικαστήριο θα λάβει σοβαρά υπόψη του τον πρότερο έντιμο βίο, τη σεξουαλική πρόκληση, την ηλικία και την κοινωνική σας θέση», συνέχισε απτόητος. Δεν είχα όρεξη να μου κάνει ενέσεις αισιοδοξίας. «Κύριε», του απάντησα, χωρίς να κρύψω την ενόχλησή μου, «δεν επιζητώ την επιείκεια κανενός». Ο ανακριτής κι ο εισαγγελέας δεν είχανε πολλή δουλειά. Ομολογία, υπογραφή, απόφαση για προφυλάκιση. Ο μόνος μπελάς ήταν οι τοπικοί δημοσιογράφοι, ιδίως εκείνη η ξανθιά με την τσιριχτή φωνή. «Την οικογένειά σου δεν την λυπήθηκες;» Ήθελα να γυρίσω και να της πετάξω στη μούρη, «Ξέρεις τι είναι το αστροπελέκι του έρωτα; Το ’νιωσες ποτέ σου;» Με έσπρωξαν όμως οι φρουροί μου στην κλούβα κι έμεινε αναπάντητη η ξανθιά. Δεν ήρθε κανένας δικός μου στο δικαστικό μέγαρο· σύζυγος, κόρη, αδελφός, κουνιάδος, νύφη, φίλοι, άπαντες από-
Ο
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ
ντες. Μόνο άκουσα μια γνώριμη φωνή από απέναντι. Ο διευθυντής της τράπεζας μου φώναζε, «Θα μας πάρεις όλους στον λαιμό σου, παλιάνθρωπε!» Κανέναν δεν πήρα στον λαιμό μου – κανέναν. Ανέλαβα όλη την ευθύνη και καταδικάστηκα σε δεκαέξι χρόνια κάθειρξη. Μάταια κοίταζα στην αίθουσα του δικαστηρίου μήπως κάποιος συγγενής, η κόρη μου, η σύζυγος, ή ακόμα κι εκείνη, είχε αποφασίσει να σπάσει τον τοίχο της απαξίωσης και έστω από μακριά να μου απευθύνει έναν διακριτικό χαιρετισμό, σε ένδειξη συμπαράστασης. Κανείς και καμιά. Εκείνη προφανώς ήθελε να ξεπεράσει γρήγορα την περιπέτεια, προτίμησε να επιστρέψει στην κανονική της ζωή. Οι δικοί μου, άμαθοι από πάθη και παρεκτροπές, δεν διέθεταν κανένα περιθώριο κατανόησης. Είχα πάει να παραγγείλω την τούρτα για τα γενέθλια της κόρης μου, που έκλεινε τα είκοσι. Το εργαστήριο ζαχαροπλαστικής ήταν κοντά στο σπίτι, στην ίδια γειτονιά. Παλαιότερα ήμουν τακτικός θαμώνας, αλλά όταν το σάκχαρο πήρε με τα χρόνια τον ανήφορο, τα έκοψα όλα. Με τον ιδιοκτήτη είχαμε μια καλημέρα, όλοι γνωριζόμαστε σ’ αυτή την πόλη. Τα κανόνισα μαζί του, τόσο μέγεθος, σοκολάτα και φράουλες, να ζήσεις, Χρυσηίδα, και καλή πρόοδο. «Αύριο το απόγευμα θα είναι έτοιμη», μου είπε ο ζαχαροπλάστης.
ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ
Μέχρι τότε ήμουν ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Τι θα πει φυσιολογικός άνθρωπος; Θα πει άνθρωπος χωρίς ερωτήματα και αναστατώσεις. Εξασφαλισμένη εργασία, οικογενειακή θαλπωρή και ρουτίνα, σταθερός κοινωνικός περίγυρος· να μην προεξέχει καμιά ακίδα, όλα λειασμένα. Μέχρι εκείνο το απόγευμα που επέστρεψα στο εργαστήριο ζαχαροπλαστικής για να παραλάβω την τούρτα γενεθλίων, δεν μου είχε συμβεί το παραμικρό, ούτε ένα τόσο δα, αδιόρατο τσίμπημα, από αυτά που υπαινίσσονται μια μικρή ή μεγάλη ιστορία έρωτα κι αγάπης. Μπήκα στο μαγαζί και το αφεντικό τής είπε, «Ανθή, εξυπηρέτησε, σε παρακαλώ, τον κύριο Γιάννη». Ήταν μάλλον κοντούλα, μάλλον παχουλή, με μαύρα μάτια και κατσαρά μαλλιά. Ένας άντρας με παρελθόν και εμπειρίες δεν θα την κοίταζε καν, δεν θα τον συντάραζε κανένας πόθος γι’ αυτήν. Εγώ, παρ’ όλη την απειρία μου, πρόσεξα κάτι πάνω της, που ακόμα και οι πιο μυημένοι στα γυναικεία μυστικά μπορεί να προσπερνούσαν. Χαμογελούσε. Και όσοι θεωρούν ασήμαντο το χαμόγελο μιας υπαλλήλου σε ζαχαροπλαστείο δεν ξέρουν τίποτα από ομορφιά· είναι αγράμματοι και αστοιχείωτοι. Το κορίτσι του ζαχαροπλαστείου χαμογελούσε κι εμένα άνοιξε η ψυχή μου. «Ορίστε», είπε και μου έδωσε την τούρτα. «Να σας ζήσει. Η κόρη σας έχει ωραίο όνομα. Χρυσηίδα. Και σπάνιο. Άνοιξα λεξικό να δω πώς γράφεται. Να την χαίρεστε».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ
Πάντα ειρωνευόμουν τους ώριμους άντρες που κάτι τους πιάνει και θέλουν να παρακάμψουν τους νόμους της φύσης. Συμμετείχα στα επιτιμητικά σχόλια του περιβάλλοντός μου όταν ένας της ηλικίας μας παρεξέκλινε και παρασυρόταν από τα κάλλη κάποιας, συνήθως αλλοδαπής. Ξεκούτη τον λέγαμε. Στο βάθος μπορεί και να ζηλεύαμε την τύχη του. Αλλά η Ανθή δεν ήταν ούτε αλλοδαπή, ούτε καμιά πανέμορφη που θα προκαλούσε φθόνο στους άλλους, τους στερημένους από μια ανάλογη περιπέτεια. Ήταν μια κανονική γυναίκα – πολύ νεότερή μου βεβαίως. Από τη στιγμή που την συνάντησα, περνούσα καθημερινά έξω από το εργαστήριο ζαχαροπλαστικής μήπως και την δω. Το μαγαζί δεν ήταν στον δρόμο μου, έκανα ολόκληρο κύκλο. Είχα μια σφίξη στο στομάχι, λες και ήμουν έφηβος κι ήταν ο πρώτος έρωτας. Μετά πήγαινα στην τράπεζα όπου εργαζόμουν και η εικόνα της δεν μου έφευγε· το μυαλό μου ήταν συνέχεια σ’ αυτήν. Υπήρξαν φορές που αδυνατούσα να παρακολουθήσω τους συνομιλητές μου – όλοι τους σοβαροί έμποροι και επιχειρηματίες της πόλης. Κατά πάσα βεβαιότητα είχα αρχίσει να ξεκουτιαίνω. Φαίνεται πως είχα ένα μόνιμο χαμόγελο, κάτι ανάμεσα στο αναίτιο χαμόγελο του βλάκα και το δικαιολογημένο χαμόγελο του ευτυχισμένου, γεγονός που παρατήρησε πρώτη η συνάδελφος κυρία Φώφη, που με ρώτησε μια μέρα, «Πώς πάει η Χρυσηίδα, κύριε Σταυρόπουλε; Θα έχουμε σύντομα ευχάριστα νέα;» Δεν απάντησα. Την αλλαγή στη συμπεριφορά μου διαπίστωσε και η γυναίκα μου. «Να πας να κοιταχτείς σε κάναν γιατρό μήπως
ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ
έχεις αλτσχάιμερ ή πρόωρη άνοια», με προέτρεψε. «Είσαι συνέχεια αλλού. Κι όλο χαμογελάς σαν βλαμμένος». Η κόρη μου συμφώνησε. «Μπαμπά, πρόσεχε. Δεν είσαι πια νέος», είπε. Η παράκαμψη που έκανα για να συναντώ δήθεν τυχαία την Ανθή και να την καλημερίζω φαίνεται πως δεν παραξένεψε κανέναν, ούτε την ίδια. Το κορίτσι με αντιμετώπιζε με ευγένεια, «Καλημέρα σας, κύριε Σταυρόπουλε», μου έλεγε. Παραφύλαγα και μόλις την έβλεπα να έρχεται εμφανιζόμουν μπροστά της. Αλλά οι συμπτώσεις, καθημερινές και χωρίς εξαίρεση, κάποτε ξεπέρασαν τα φυσιολογικά πλαίσια· πλησίαζε με γοργούς ρυθμούς η γελοιοποίηση. Είχε έρθει η ώρα να της αποκαλύψω τι μου συνέβαινε. Το σχέδιο που κατέστρωσα ήταν απλό. Θα αγόραζα γλυκά, κι έτσι θα έβρισκα αφορμή να της δώσω κρυφά ένα φλογερό ερωτικό γράμμα, αντάξιο του πόθου μου γι’ αυτήν. Κάθισα κι έγραψα κάτι που –ήμουν σίγουρος– θα αναστάτωνε κάθε ευαίσθητη γυναικεία καρδιά. Ξαφνικός έρωτας, συγγνώμη για την ενόχληση, μεγαθυμία για ενδεχόμενη απόρριψη, εξομολόγηση εκ βαθέων για τη σπατάλη και την ακινησία της ζωής, η φωτεινή, ανέλπιστη γυναίκα, το φυλακισμένο στο κλουβί του πουλί και το τρυφερό –και ώριμο– χέρι που του δώρισε το ανεκτίμητο αγαθό της ελευθερίας. Η σύζυγος εξεπλάγη όταν κουβάλησα στο σπίτι γλυκά, αφού δεν υπήρχε καμιά αφορμή, κι ήταν επίσης εντελώς παράταιρα, εξαιτίας της δικής μου απαγόρευσης σε τέτοιου είδους απολαύσεις. «Ποιος θα τα φάει όλα αυτά;» με ρώτησε. «Μη μου πεις ότι θέλεις να αυτοκτονήσεις». 2o
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ
Ήταν μια αδικαιολόγητη πράξη εκ μέρους μου, είχα όμως καταφέρει να παραδώσω το φλογερό γράμμα, που το διαπερνούσε ο υψηλός έρωτας, στην υπάλληλο του ζαχαροπλαστείου Ανθή. Όταν της το έδινα, χωρίς φυσικά να μπορέσω να αποφύγω την εμφανή ταραχή, η κοπέλα δεν κατάλαβε στην αρχή περί τίνος επρόκειτο, αλλά το πήρε. Με απορία μεν, αλλά το πήρε. Άφησα να περάσουν δυο τρεις μέρες και στο μεταξύ πήγαινα στη δουλειά από τη συνηθισμένη τόσα χρόνια διαδρομή, πριν εμφανιστεί η Ανθή και με αναστατώσει. Ήταν Σάββατο πρωί, όταν αποφάσισα να σταθώ στο απέναντι πεζοδρόμιο και να ρίξω μια κλεφτή ματιά στο εσωτερικό του ζαχαροπλαστείου. Και βέβαια την είδα· πανέμορφη, πανύψηλη, κομψή. Η επιστολή μου είχε, όπως φαίνεται, ευεργετικές επιπτώσεις πάνω της. Το άχαρο, κοντό, παχουλό κορίτσι είχε μεταμορφωθεί σε καλλονή. Προχώρησα κατεπειγόντως στο επόμενο βήμα. Μπήκα με θάρρος και θράσος στον χώρο της εργασίας της. Μόλις με είδε, κοκκίνισε ως τ’ αφτιά, προφανώς από ντροπή. Της είπα, δήθεν αδιάφορα, «Καλημέρα, Ανθή». Μου ανταπέδωσε, σχεδόν ψιθυριστά, τον χαιρετισμό. «Καλημέρα, κύριε Σταυρόπουλε». Εκεί, προς στιγμήν, φάνηκε να εξαντλήθηκε όλο το σχέδιο. Στάθηκα να την κοιτάζω αμήχανος και εμφανώς ταραγμένος, και η κοπέλα χαμήλωσε το κεφάλι και πάλι ψιθυριστά μου είπε, «Σας ντρέπομαι, κύριε Σταυρόπουλε». Αυτή η φράση επιδείνωσε την αμηχανία και των δύο.
ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ
Στεκόμαστε ακίνητοι, ο ένας απέναντι στον άλλον, αυτή πίσω από τα ψυγεία του καταστήματος, εγώ στη θέση και στον ρόλο του πελάτη. Την ρώτησα, «Είμαστε μόνοι;» Έγνεψε καταφατικά. Πήρα βαθιά αναπνοή. «Αυτό που ζητάω από σένα είναι ένα σπυρί ευτυχίας», της είπα. Με χαμηλωμένο το κεφάλι και αναψοκοκκινισμένη, η Ανθή επανέλαβε, «Σας ντρέπομαι, κύριε Σταυρόπουλε». «Να μη ντρέπεσαι και να μου δώσεις το τηλέφωνό σου. Πρέπει οπωσδήποτε να συναντηθούμε», της είπα με μια ανάσα. Πήρε ένα μολύβι, έγραψε τον αριθμό σε ένα κομμάτι από χαρτί περιτυλίγματος, μου το έδωσε. Δεν σήκωσε τα μάτια από κάτω. Άρχιζε πια όχι μια άλλη μέρα, αλλά μια άλλη ζωή για μένα. Οι μεγάλοι έρωτες είναι μεγάλοι επειδή αντιμετωπίζουν σοβαρά και εκ πρώτης όψεως ανυπέρβλητα εμπόδια. Τα εμπόδια είναι ένα είδος λιπάσματος, κατάλληλου για την καλλιέργεια μεγάλων αισθημάτων. Όταν βγήκα από το ζαχαροπλαστείο, δεν περπατούσα, πέταγα. Αλλά γνώριζα καλά ότι η περίπτωση της Ανθής και του κεραυνοβόλου έρωτά μου δεν ήταν τόσο απλή όσο φάνταζε. Δεν ήταν δηλαδή η κλασική περίπτωση ενός γερο-ξεκούτη και των γελοίων συναισθηματικών του αντιφάσεων. Τουλάχιστον έτσι πίστευα. Πρώτο εμπόδιο ήταν η οικογενειακή μου κατάσταση. Είμαι με τη σύζυγο από τα φοιτητικά μας χρόνια, υπήρξα ο
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ
πρώτος και μοναδικός άντρας στη ζωή της και μαζί της έχω μια κόρη, που τώρα είναι φοιτήτρια. Δεύτερο η ηλικία μου. Κοντεύω πια τα εξήντα κι έχουν αρχίσει και σ’ εμένα οι προειδοποιήσεις – το υψηλό σάκχαρο είναι μία από αυτές. Τρίτο η μικρή κοινωνία, στην οποία έζησα και εξακολουθώ να ζω, που δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να εκφράσουν τα ευγενέστερα των αισθημάτων τους. Τέταρτο, και εξίσου σημαντικό, η οικονομική μου δυσπραγία. Με τις αλλεπάλληλες περικοπές του μισθού λόγω κρίσης και με τις σπουδές της κόρης μου στη Θεσσαλονίκη, τα βγάζω δύσκολα πέρα. Θα πρέπει να αρχίσω από το τελευταίο εμπόδιο. Αν έχω τη δυνατότητα να της πάρω ένα δώρο, κάτι που δεν έχει βάλει ο νους της, τότε ίσως η πρόσβαση προς την καρδιά της να διευκολυνθεί. Δεν είναι εξαγορά, όπως πολλοί θα σπεύσουν κακόβουλα να σκεφτούν. Είναι η φυσιολογική συνθήκη του κυνηγού άντρα προς το θήραμα γυναίκα. Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές είχαν υποπέσει στην αντίληψή μου μια σειρά από λαμογιές, με πρωταγωνιστή τον αξιότιμο διευθυντή μου. Πριν την κρίση ήταν η συνήθης πρακτική. Τα δάνεια δίνονταν αφειδώς και όλοι έκαναν τα στραβά μάτια μπροστά στην τόση γενναιοδωρία της τράπεζας. Βέβαια εγώ είχα αποκλειστεί από την όλη διαδικασία χορήγησης δανείων και δεν είχα κάποιο όφελος στο πάρτι που γινόταν. Η αρμοδιότητά μου εξαντλούνταν στο γραφειοκρατικό μέρος: να μαζεύω τα χαρτιά, να τα πρωτοκολλώ και να τα προωθώ αρμοδίως. Μια ρουτίνα. Είχα αναρωτηθεί φυσικά για τον αποκλεισμό μου από όλο αυτό το πανη2
ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ
γύρι, και είχα δώσει την εξήγηση ότι ήμουν πολύ έντιμος –άλλοι θα με χαρακτηρίζαν άτολμο ή και ανίκανο– για να με παρασύρουν στις λαμογιές τους. Χρειάστηκε η σημερινή κατάσταση και περιπέτεια για να διαπιστώσω ότι δεν με φοβόντουσαν για την εντιμότητά μου· με έβαλαν στην άκρη για την αφέλειά μου. Το κύκλωμα παρέμεινε ανέπαφο, ακόμα κι όταν έκλεισαν οι στρόφιγγες χορηγήσεων. Έπρεπε να ανακαλύψω άλλον δρόμο για τον άνομο πλουτισμό μου. Υπήρχαν ήδη δύο κίνητρα, η εκδίκηση προς το κύκλωμα και η κατάκτηση της Ανθής – με το δεύτερο φυσικά πολύ σπουδαιότερο του πρώτου. Θα ξεκινούσα από τη διερεύνηση των δυνατοτήτων που μου παρείχε η διαδικασία, μήπως κι έβρισκα κάποιο παραθυράκι απ’ όπου θα μπορούσα να εισέλθω στους ευεργετημένους. Επειδή όμως όλα γίνονταν με κομπιούτερ, ήταν σχεδόν αδύνατον να γίνει κάτι έξω από το κύκλωμα. Τα πάντα στήνονταν στο προφορικό, η συμφωνία είχε σχέση με τη μίζα, ήταν μια μορφή δώρου, μια έμπρακτη ανταπόδοση ευγνωμοσύνης της μιας πλευράς προς την άλλη. Και όλα βεβαίως ήταν αυστηρώς νομότυπα. Η δική μου συμμετοχή στη διαδικασία δεν είχε σχέση με τις προεγκρίσεις και τις εγκρίσεις. Σαν τελευταίος τροχός της αμάξης, περνούσα τα συμφωνηθέντα στο σύστημα. Παρόλο που ο ανθρώπινος παράγοντας τείνει πάντα προς την παρεκτροπή, τα κομπιούτερ είναι αδέκαστα. Αλλά η κατάκτηση της Ανθής ως κίνητρο υπερτερούσε όλων των δυσκολιών. Βρήκα λοιπόν έναν τρόπο. Από τον δικηγοράκο χαρα2
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ
κτηρίστηκε αφελής, και μάλλον την ίδια άποψη είχαν ανακριτής και εισαγγελέας. Ο αστυνόμος που μου πήρε την πρώτη κατάθεση μου το πέταξε κατάμουτρα. «Είναι τόσο χοντροκομμένη μαλακία αυτό που έκανες, Σταυρόπουλε, που κανονικά θα έπρεπε να μη σε παραπέμψω λόγω βλακείας. Αλλά ο νόμος δεν απαλλάσσει τους ανόητους». Αστυνόμος, ανακριτής, εισαγγελέας, δεν μπορούσαν να υποψιαστούν πως πίσω απ’ αυτή τη χοντροκοπιά βρισκόταν το ασίγαστο πάθος του έρωτα. Χρειαζότανε πολύ μυαλό για να καταλάβουν οι επικριτές μου ότι γνώριζα εξαρχής τις συνέπειες της πράξης μου, πόσο εύκολο ήταν να με εντοπίσουν, πόσο απλοϊκό και παιδαριώδες φαινόταν το εγχείρημα; Δεν χρειαζότανε μυαλό, αλλά ένα βέλος που θα τους τρυπούσε την καρδιά. Ένα απροσδόκητο βέλος! Αυτό που τρύπησε τη δική μου. Ήξερα ότι έπρεπε να κινηθώ γρήγορα, πριν σκάσει η βόμβα: αντί να εγγράψω τα ποσά των εγκεκριμένων δανείων στους λογαριασμούς των δικαιούχων, τα είχα μεταφέρει στον δικό μου λογαριασμό. Από εκείνη τη στιγμή ο χρόνος άρχισε να μετράει αντίστροφα. Για ένα μικρό διάστημα, δύο τριών ημερών, θα είχα εκπληρώσει το όνειρο εκατομμυρίων ανθρώπων, αυτό που λένε μεγάλη ζωή. Βασιλιάς για μια νύχτα. Όταν ξημέρωσε η μέρα που ήμουν έστω και πρόσκαιρα πλούσιος, περίμενα την Ανθή πριν πάει στη δουλειά της. Με είδε από μακριά και μάλλον αποπειράθηκε να αλλάξει δρό22
ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ
μο. Έτρεξα πίσω της, «Ανθή!» της φώναξα. «Στάσου ένα λεπτό, σε παρακαλώ». «Κύριε Σταυρόπουλε...» έκανε εκείνη. Σαν να διέκρινα ένα ελαφρύ τρέμουλο στη φωνή της· μπορεί να περίμενε τη συνάντηση, μπορεί και να την απέφευγε. Την πλησίασα, «Κέρδισα το λαχείο», είπα, «λεφτά πολλά. Παράτα τα όλα, φεύγουμε. Μας περιμένει μια νέα, αλλιώτικη ζωή». Με κοίταξε από πάνω ως κάτω, σαν να έβλεπε κάναν τρελό. «Μα πώς;» αναρωτήθηκε. «Η αγάπη είναι ένα θαύμα που αναπαράγει θαύματα», της απάντησα. Είχα φτάσει σε επίπεδα παροξυσμού και δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής. Πρόσεξα πως άρχισε να μαλακώνει σιγά σιγά. Άδραξα την ευκαιρία. «Τα έχω κανονίσει όλα. Πες στους δικούς σου ότι θα λείψεις για λίγο, για μερικές μέρες, ότι ψάχνεις μια καινούργια δουλειά και πρέπει να πας στην Αθήνα. Πήγαινε σπίτι σου, πάρε μερικά πράγματα, έτσι για ξεκάρφωμα, γιατί θα σου αγοράσω τον ουρανό με τ’ άστρα, όλα καινούργια. Σε περιμένω σε μισή ώρα στον σταθμό των λεωφορείων». «Είναι τρέλα, είναι αδύνατον, δεν μπορώ», ψέλλισε η Ανθή. «Σε μισή ώρα στα λεωφορεία», της είπα αποφασιστικά. Εκεί έφτασα πρώτος και την περίμενα. Φαίνεται παράξενο, αλλά ήμουν σίγουρος ότι η Ανθή θα ερχότανε. Έτσι κι έγινε. Μπήκε στο αυτοκίνητο αμίλητη, κρατούσε σφιχτά την τσάντα της, και είπε, ψιθυριστά πάντα, «Δεν 2
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ
πήρα τίποτα μαζί μου, κύριε Γιάννη. Ούτε μια αλλαξιά ρούχα». Πρόσεξα τη διαφοροποίηση. Από το «κύριε Σταυρόπουλε» περάσαμε στο «κύριε Γιάννη». Ο ενικός της οικειότητας και της πλήρους αποδοχής δεν είναι μακριά. «Εγώ είμαι εδώ», της είπα. Στη διαδρομή δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Η κοπέλα κοίταζε προς τα έξω, εγώ πρόσεχα μην τρακάρω πουθενά και ανακοπεί τόσο άδοξα το φωτεινό μου μέλλον πριν αρχίσει. Μπαίνοντας στην Αθήνα έσπασα τη σιωπή. «Θέλεις να πάμε στο ξενοδοχείο, να τακτοποιηθούμε και μετά να βγούμε για ψώνια;» «Ό,τι θέλετε εσείς, κύριε Γιάννη», απάντησε εκείνη. «Σε παρακαλώ, Ανθή, μη μου μιλάς στον πληθυντικό», της είπα. «Δεν μου βγαίνει αλλιώς, κύριε Γιάννη», μου είπε. Όταν φτάσαμε στη «Μεγάλη Βρεταννία», είχα την εντύπωση πως, παρά την τυπικότητα των υπαλλήλων, όλοι μάς έβλεπαν με μισό μάτι. Από τον παρκαδόρο που δεν κατάφερε να κρύψει την απορία και την περιφρόνησή του για το σαράβαλό μου, ως τον αψεγάδιαστο τύπο στη ρεσεψιόν που με ρώτησε παγωμένα, «Πόσες νύχτες υπολογίζετε να μείνετε, κύριε Σταυρόπουλε;» «Πολλές, όσες αντέξω», του πέταξα και του έδωσα μια γενναία προκαταβολή σε μετρητά. Ήταν το πρώτο έξοδο.
2
ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ
Το δωμάτιο έβλεπε στην πλατεία Συντάγματος. «Τι ωραία θέα», σχολίασε η Ανθή. Κανένα ερώτημα για το ταξίδι, το πανάκριβο ξενοδοχείο, τι κάνουμε εμείς οι δυο στην Αθήνα. Σαν αυτή η ξαφνική αλλαγή στη ζωή της να ήταν απολύτως φυσιολογική. «Τα ψέματα τέλειωσαν», της είπα. «Μαζί θα ζήσουμε το όνειρο». «Κύριε Γιάννη...» πήγε να πει, και η φωνή της είχε αλλάξει προς το πιο συρτό, «Κύριε Γιάννηηη». Την έκοψα. «Ανθή, αξίζω κι εγώ στη ζωή μου μια Ανθή», της είπα μελοδραματικά, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι ένα αλάνθαστο κόλπο για νεαρές και άβγαλτες γυναίκες, που σίγουρα διαβάζουν ρομαντικά μυθιστορήματα με βασανισμένες ψυχές. Δεν απάντησε. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο και χάζευε πάλι τη θέα. Την πλησίασα από πίσω, είχα έναν φοβερό πόθο να την αγκαλιάσω και να κυλιστούμε στο πάτωμα με τα παχιά χαλιά, αλλά κρατήθηκα. «Πάμε να ψωνίσουμε. Εδώ κοντά είναι η Ερμού», της είπα. Έβγαλε από την τσάντα της ένα γυναικείο περιοδικό. «Στη Βουκουρεστίου έχει καλύτερα μαγαζιά», μου είπε. Το κατάστημα από το ξενοδοχείο ήταν στα διακόσια μέτρα. Η Ανθή μπήκε πρώτη και σαν να κατάλαβα ότι την είχε πιάσει ανυπομονησία. Η πωλήτρια ήταν μαζί της τυπική, λίγο ήθελε να δείξει τη δυσφορία της. Διάλεξα ένα φουλάρι, «Αυ2
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ
τό από μένα, ανεξάρτητα τι άλλο θα πάρεις», είπα στην Ανθή, σε τόνο να ακούσει και η αντιπαθητική, πως έχουμε κι εμείς τον τρόπο μας. Μάλλον ήταν ιδέα μου, αλλά μου φάνηκε πως η πωλήτρια επιτέλους χαμήλωσε λίγο και μας αντιμετώπισε σαν κανονικούς πελάτες και όχι σαν επαρχιώτες που μπουκάρισαν να της φάνε τον χρόνο. Η Ανθή πήρε φόρα και διάλεγε το ένα και το άλλο, από φορέματα και εσώρουχα μέχρι παπούτσια και τσάντες. Πότε πότε με κοίταζε κι εγώ της έκανα νόημα, να ψωνίσει κι άλλα, κι άλλα, όσα θέλει, κανένα πρόβλημα. Θα πέρασαν και τρεις ώρες, η πωλήτρια είχε μεταμορφωθεί εντελώς, ήταν χαρούμενη, εξυπηρετική, ενθουσιασμένη με τα κελεπούρια. Στο ταμείο άρχισα να μετράω πεντακοσάρικα. «Πού μένετε, να σας τα φέρουμε εμείς;» είπε η πωλήτρια. «“Μεγάλη Βρεταννία”, σουίτα 502», απάντησε η Ανθή. Ήμουν σίγουρος ότι πωλήτρια και Ανθή θα είχαν στον νου τους όλες τις ηρωίδες που, από φτωχές και περιφρονημένες, έγιναν σε μια βραδιά ευτυχισμένες στο πλευρό ενός γενναιόδωρου άντρα. «Σε ευχαριστώ πολύ, Γιάννη», είπε η Ανθή όταν βγήκαμε από το μαγαζί – και το πρώτο, καθοριστικό βήμα είχε πια ολοκληρωθεί. Η έκπληξη μεγάλωσε όταν η Ανθή πρότεινε να δειπνήσουμε σε ένα πολύ σικ εστιατόριο, στο Παγκράτι, το οποίο έχει βραβευτεί με αστεράκια Μισλέν. Την ρώτησα, γιατί ήμουν ανίδεος, τι σημαίνει «αστεράκια Μισλέν» και μου διευκρίνισε ότι είναι κορυφαία διεθνής διάκριση για εστια2
ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ
τόρια. Προηγουμένως βέβαια έπρεπε να περάσουμε από το ξενοδοχείο, να ντυθεί και να στολιστεί με τα καινούργια της ρούχα. Όσο αυτή ετοιμαζόταν, εγώ χάζευα στην τηλεόραση. Σηκώθηκα να πιω νερό και κατά τύχη είδα τη μούρη μου στον καθρέφτη. Αξιολύπητος· άσπρα μαλλιά, προτεταμένο στομάχι, λερωμένο πουκάμισο. «Ανθή!» της φώναξα, γιατί ήταν στο μπάνιο. «Ανθή, ξεχάσαμε να πάρουμε μια αλλαξιά ρούχα και για μένα». «Δεν πετάγεσαι να πάρεις κάτι καλό;» μου είπε. Έτρεξα στον ίδιο δρόμο όπου ήταν το μαγαζί απ’ το οποίο αγόρασε τα δικά της, βρήκα ένα, έτοιμο να κατεβάσει ρολά λόγω ώρας, μπήκα μέσα, «Από πάνω ως κάτω», είπα στον πωλητή. «Καλό κοστούμι, πουκάμισο, γραβάτα, εσώρουχο, παπούτσι. Βιάζομαι». Είχα καθαρίσει σε δέκα λεπτά και πλήρωσα πάλι με πεντακοσάρικα μετρητά. Τα δικά μου τα έβαλαν σε μια σακούλα και μόλις βγήκα από το μαγαζί την πέταξα στον κάδο των σκουπιδιών. Κάποιος θα ήταν ο τυχερός. Όταν ανέβηκα στη σουίτα, η Ανθή δεν είχε βγει από το μπάνιο. Της φώναξα, «Αργείς;» «Θέλω κάμποσο ακόμα», απάντησε. «Δεν παίρνεις να κλείσεις; Σε τέτοια μαγαζιά πρέπει να κλείνεις τραπέζι». Πώς διάβολο τα ήξερε όλα; Μήπως είναι περπατημένη κι εγώ γελάστηκα από την αθωότητά της; αναρωτήθηκα κι έκλεισα τραπέζι στο όνομα Γιάννης Σταυρόπουλος. «Γιάννη!» μου φώναξε μέσα από το μπάνιο. «Ντύσου και κατέβα στο μπαρ. Θέλω να ετοιμαστώ με την ησυχία μου». 2
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ
«Είμαι ήδη έτοιμος, Ανθή», απάντησα. «Κατεβαίνω και σε περιμένω». Όταν την είδα, ντυμένη, στολισμένη, βαμμένη, σαν να μου έφυγε εκείνος ο πρώτος ενθουσιασμός για τη χαμηλοβλεπούσα υπάλληλο ζαχαροπλαστείου. Σαν να ήταν πάνω της όλα παράταιρα, σαν να μη χωρούσε η ίδια στα φορέματα και τα βαψίματα – και δεν εννοώ μόνο λόγω σωματικής διάπλασης. Ένα νέο ερωτηματικό γεννήθηκε μέσα μου. Μήπως την ψώνισε; Όμως η βραδιά μόλις άρχιζε. Στο εστιατόριο μου φάνηκαν όλα άβολα. Οι καρέκλες, τα μαχαιροπίρουνα, τα στυφά γκαρσόνια, ένας τύπος με παγωμένο χαμόγελο που μας εξηγούσε τις απιθανότητες του κάθε πιάτου, και μετά ένας άλλος που μας έλεγε πάλι κάτι ακατανόητα πράγματα για τα κρασιά. Η Ανθή έμοιαζε χαμένη, εγώ νόμιζα ότι όλοι μάς κοίταγαν με απορία και σίγουρα θα μας κουτσομπόλευαν για την ταπεινή μας καταγωγή, που σαν έμπειροι θα την είδαν γραμμένη με μεγάλα γράμματα στο κούτελό μας. Τέλος πάντων, η πρώτη μας έξοδος ήταν χάλια. Φύγαμε άρον άρον. Για να την παρηγορήσω, της είπα να κανονίσουμε να πάμε το επόμενο βράδυ στα μπουζούκια, εκεί που ο κόσμος, όπως φανταζόμουν, θα ήταν λιγότερο στυφός. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Μέσα στο ταξί ήθελα να της πιάσω το χέρι, να κάνω έτσι την πρώτη, εισαγωγική κίνηση προς την ολοκλήρωση. Αλλά το κλίμα δεν μου το επέτρεψε. «Τι μαλακία φαγητό», σχολίασα εγώ. «Αηδία, κύριε Γιάννη», μου απάντησε. 2
ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ
Αυτή η ξαφνική πρόσθεση του μέχρι τότε καταργημένου «κύριε» με αιφνιδίασε. Πάμε για πλήρη αποτυχία, σκέφτηκα. Και αυτό δυστυχώς συνέβη. Όταν μπήκαμε στη σουίτα, πέταξε την τσάντα της στο πάτωμα κι έτρεξε στο μπάνιο. Σαν να άκουσα ένα βουβό κλάμα να βγαίνει από μέσα. «Ανθή!» της φώναξα. Δεν απάντησε με την πρώτη φορά κι επανέλαβα το όνομά της άλλες τρεις. «Ανθή». «Ανθή». «Ανθή». Πήγα να ανοίξω την πόρτα, αλλά είχε κλειδώσει. «Δεν είμαι εγώ για τέτοια, κύριε Γιάννη», μου φώναξε, και διαπίστωσα πως πράγματι έκλαιγε με αναφιλητά. «Τι έκανα, πώς παρασύρθηκα έτσι; Δεν είμαι εγώ για τέτοια». Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού κι έπιασα το κεφάλι μου. «Είμαστε πουλάκια, Ανθή μου», της είπα· «πουλάκια που βγήκαν απ’ το κλουβί και χάθηκαν μες στη βουή της πόλης. Άμαθα πουλάκια είμαστε». Δεν με άκουσε σίγουρα, η σουίτα είχε καλή ηχομόνωση και το κορίτσι έκλαιγε γοερά. Όταν βγήκε από το μπάνιο, το φόρεμα ήταν βρεγμένο, τα μάτια της κόκκινα, τα μαλλιά της ανακατωμένα και το κοκκινάδι στα χείλια της πασαλειμμένο. Δεν μου έριξε μια ματιά και δεν τόλμησα να πάω κοντά της. Κουλουριάστηκε στο πάτωμα κι άρχισε πάλι να κλαίει. «Συγχώρα με, μανούλα μου», έλεγε μες στα αναφιλητά.
2
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ
Φύγαμε μες στη νύχτα. Παράτησε τα ρούχα, ξαναφόρεσε τα δικά της. Εγώ είχα κάνει τη μαλακία κι είχα πετάξει τα δικά μου ρούχα. Έμεινα με το κοστούμι, γελοίος και παράταιρος. Πλήρωσα, μπήκαμε στο αμάξι, η διαδρομή ήταν γολγοθάς. Την άφησα έξω από το σπίτι της, πήγα στην αστυνομία. «Είμαι καταχραστής», τους είπα. «Επιστρέφω στο κλουβί μου».