MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 5
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ Μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 6
Το φωτογραφικό υλικό του βιβλίου προέρχεται από το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα. ©
Copyright Νικος Α. Μάντης – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016
Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
% 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-6163-6
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 7
Στη μνήμη του πατέρα μου
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 8
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 9
Οι θεοί πεθαίνουν. Και όταν πεθαίνουν στ ’αλήθεια, κανείς δεν τους πενθεί, ούτε τους θυμάται. Είναι πιο δύσκολο να σκοτώσεις τις ιδέες απ ’ό,τι τους θεούς, αλλά στο τέλος κι αυτές μπορούνε να σκοτωθούν. ΝΗΛ ΓΚΑΙΗΜΑΝ
Η χώρα έχει μεταβληθεί σε ένα απέραντο φρενοκομείο. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 10
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 11
προθάλαμος
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 12
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 13
Πόσο μεγαλειώδες ν’ αναλογίζεσαι την ερήμωση των πόλεων· όμως ακόμα πιο μεγαλειώδες να αναλογίζεσαι την ερήμωση των ανθρώπων! Κ ΟΜΗΣ Λ ΩΤΡΕΑΜΟΝ
πέφτει πάνω και γύρω μου σαν ωκεανός. Δεν ξέρω αν βρίσκομαι σε κάποια δυσθεώρητα βάθη ή αν λίγο πιο πέρα χάσκει κάποιο σωτήριο άνοιγμα, η είσοδος μιας καταπακτής προς την επιφάνεια. Πώς σφήνωσα εδώ; Το κορμί μου ανασαίνει αργά, ασθενικά, με κόπο, ίδιο με τον κόπο που καταβάλλω για να δώσω σχήμα και μορφή σε τούτες τις λέξεις που σαν απορρίμματα εγκαταλείπουν το κεφάλι μου μέσω των χειλιών και του στόματός μου, ήχοι που αντηχούν στα μαύρα βράχια που τώρα στο στόμα τους βρίσκομαι μαγκωμένος, όπως ένας απελπισμένος νεοσσός τανύζεται μέσα στον πλακούντα του κρόκου, ενός αβγού από ώρα πια φαγωμένου, αποσυντιθέμενου κάπου στα σπλάχνα ενός θηρίου· μπορεί και ανθρώπου, γιατί ως γνωστόν ο άνθρωπος παραμένει το πλέον παμφάγο και δολοφονικό από τα ζώα. Και οι ήχοι σχηματίζουν λέξεις και οι λέξεις φράσεις που αντιστοιχούν σ’ αυτά που τώρα αναδεύονται στα νεύρα και στον εγκέφαλό μου, άρρωστα αποκυήματα βόθρου. Πώς σφήνωσα εδώ; Είμαι σχεδόν γυμνός μα δεν κρυώνω, ή μάλλον κρυώνω, κι ωστόσο ο πυρετός με κάνει κι αναβοσβήνω ρυθμικά σα φάρος που στέλνει σινιάλα στο τίποτα, σινιάλα της καταστροφής του που όμως δεν πρόκειται να αποτρέψουν κανέναν άλλο από μια αντίστοιχη καταστροφή, απλούστατα
Η
ΝΥχΤΑ
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 14
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
γιατί στον κόσμο μας καταστροφή σημαίνει τον μοναδικό τρόπο που βρίσκεται για να υπάρχουμε, κι αυτό το κόκκινο φωτάκι της καταστροφής, αυτό το μπουρδελοφανάρι που καίγεται αργόσυρτα και αρμονικά, σημαίνει την πυρκαγιά των κυττάρων μου, σημαίνει ότι το σώμα μου γίνεται σιγά σιγά ένα αμετανόητο και σκληρό παρανάλωμα, και οι δρόμοι που με έφεραν εδώ, σφηνωμένο σε τούτη την πέτρινη, μαύρη κόχη, σ’ αυτό το υπόγειο που μοιάζει με μεταλλικό υπογλώσσιο ενός γαλαξιακού δράκου, οι δρόμοι που περπάτησα για μέρες και μήνες σαν προσκυνητής μιας άδοξης, κακιάς θρησκείας, δείχνουνε πια μετά από τόσες ατελείωτες διακλαδώσεις να έχουν αγγίξει το οριστικό και αμετάκλητο τέλος. Και δεν είναι ότι δεν προσπάθησα να ξεφύγω. Ωστόσο, όσο κι αν δοκίμασα να αποσπαστώ απ’ τις δαγκάνες, αυτό δεν μπόρεσε να γίνει – από εκείνες τις ανελέητες δαγκάνες της πραγματικότητας, της δ ι κ ι ά ς μου πραγματικότητας, που πριν καιρό έδειχνε αξεχώριστη με την πραγματικότητα των άλλων και που σιγά σιγά αλλοιώθηκε από μοιραία, αδιανόητα αλλά συνάμα απλά γεγονότα, απλά στο βαθμό που στηρίζονταν σε μια ή δυο προσθήκες στο ήδη υπάρχον μείγμα, προσθήκες όμως που λίγο λίγο αναδιαμόρφωσαν ριζικά τον τρόπο που έβλεπα τον κόσμο, ή ίσως και τον τρόπο που εκείνος έβλεπε εμένα, προσθήκες που δεν ξέρω αν οφείλονταν σε κάποια αναμφισβήτητη εξωτερική παρέμβαση, ή, το χειρότερο, σε μια εσωτερική ανακατανομή της πνευματική μου χημείας, πώς άραγε να μπορεί ποτέ να καταλάβει κανείς; Προσθήκες που τελικά έκαναν την πραγματικότητα τη δικιά μου και την πραγματικότητα των άλλων να τσακωθούν βαριά, να ανταλλάξουν σκληρά λόγια και προσβολές απίθανες, πριν να χωρίσουν ανεπιστρεπτί τους δρόμους τους, οδηγώντας με σε ένα πρωτοφανές και αφανέρωτο αδιέξοδο, αδιέξοδο που είχε ως αποτέλεσμα το διπλασιασμό της ύπαρξής μου: από τη μία η ένσαρκη πλευρά της, η οποία αποδύθηκε σε έναν ανεπανάληπτο αγώνα δρόμου, βαδίζο-
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 15
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
ντας ξανά και ξανά χιλιόμετρα που ούτε μια αγέλη από μεταναστευτικά φίδια δε θα κατάφερνε να καλύψει σε κάποιο αχανές ταψί της ερήμου, και από την άλλη η άσαρκη, η οποία ακινητοποιήθηκε σε μια πυρετώδη εκδοχή διανοητικής καταληψίας, υπακούοντας λες στο παράγγελμα ενός μακρινού, σατανικού όσο και αποτελεσματικού σαμάνου ψυχών. Έτσι κινήθηκα εκείνους τους μήνες, «κινήθηκα» τρόπος του λέγειν, γιατί κάποιος θα μπορούσε εξίσου ακριβοδίκαια να χρησιμοποιήσει τη λέξη «σταμάτησα» για να περιγράψει την ίδια κατάσταση αδιέξοδης διχοστασίας στην οποία βρέθηκα αιχμάλωτος τους τελευταίους και περισσότερο κρίσιμους, όπως αποδείχθηκε, μήνες τής όχι και τόσο μακράς ζωής μου. Όμως κάτι είχα πει για τις προσθήκες. Ήταν οι προσθήκες λοιπόν στο μείγμα της πραγματικότητας που προσφερόταν ως τα τότε στο αισθητηριακό μου υπόστρωμα –ή μήπως επίστρωμα;– που άλλαξαν αναφανδόν τα πάντα, και για να είμαι ειλικρινής, όχι ακριβώς προσθήκες, μα ίσως ίσως και αφαιρέσεις, και για να είμαι ακόμα πιο δολοφονικά ακριβής, θα έλεγα αφαίρεση, μία και μόνη, σημαντικότατη και απολύτως μοιραία αφαίρεση, που είχε τον καιρό εκείνο συμπυκνωθεί στην αφαίρεση ενός προσώπου από όλο το σύμπαν που συνιστούσε το μείγμα τής όχι και τόσο καλά οργανωμένης μου ζωής. Και η αφαίρεση αυτή, όπως το ανέμελο παιδί τραβάει το τουβλάκι από τον πύργο του παιχνιδιού Τζένγκα, με συνέπεια να γκρεμιστεί ολόκληρο το οικοδόμημα, ναι, μπορώ πια να το πω ότι η αφαίρεση αυτού του σημαδιακού θέρους, που είχε ως βάση την αδικαιολόγητη και ακόμα περισσότερο ύ π ο π τ η εξαφάνιση εκείνης, ήταν που πυροδότησε και τη σειρά των γεγονότων αμέσως μετά την πιο θεμελιώδη και γενεσιουργό αλλαγή στο βασικό μείγμα της ικανότητάς μου να προσλαμβάνω αντιληπτικά τον κόσμο. Κι έτσι βγήκα στους δρόμους. Και πήρα τους δρόμους. Και να ’μαι εδώ τώρα. Σαν ένα κομματάκι ανεπιθύμητο ξύγκι μπηγμένο ανάμεσα στις λιθοσφαιρικές πλάκες
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 16
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
κάποιου τερατώδους δοντιού, νιώθω ότι μια γλώσσα κάπου ψάχνει για μένα, διασχίζει με μια κίνηση χιλιόμετρα μέσα στο διαστημικό στόμα του τέρατος, προσπαθώντας να εντοπίσει τη σφηνωμένη ενόχληση, η γλώσσα είναι το όργανο του συστήματος που έχει την ευθύνη της απαλλαγής του απ’ τις ανεπιθύμητες προσθήκες (να τηνα πάλι η παλιολέξη), και όπως σαρώνει επελαύνοντας σαν καταιγίδα το χώρο των τριών διαστάσεων κατευθυνόμενη προς το μέρος μου, αντιλαμβάνομαι ότι το γιγαντιαίο, ασπόνδυλο και βλεννώδες όργανο σε ένα πράγμα μονάχα δύναται να αντιστοιχεί, ένα πράγμα μπορεί μονάχα να αποτελεί, και τούτο είναι απλά και ξάστερα ο Θάνατος, ναι, έτσι απλά και ανεπιτήδευτα, η γλώσσα είναι ο Θάνατος, αλλά μετά, κουκουβισμένος μες στο πέτρινο λαγούμι μου σαν κάποιος πρωτοχριστιανικός προφήτης, ερημίτης, έτοιμος να δεχτεί κάθε διαταγή της μοίρας ή του Θεού, κατά πάσα πιθανότητα υπό μορφή δαγκώματος από οχιά, κόμπρα ή κροταλία, κουκουβισμένος λοιπόν αναρωτιέμαι, όσο μπορεί η διαταραγμένη μου εσωτερική χημεία να επιτρέψει κάτι τέτοιο, αν τούτη η γλώσσα που σα δολοφονικό λαγωνικό με αναζητά στις πέτρινες χαραγματιές της σπηλαιώδους ερημιάς όπου έχω καταλήξει, αν τούτη η γλώσσα λοιπόν είναι πραγματικά ο Θάνατος, τότε ο φέρων της οργανισμός, το υπόλοιπο κορμί του διαστημικού δράκοντα, άραγε τι είναι; Ο Θάνατος είναι μια γλώσσα που μιλάει με θάνατο, σκοτώνοντας εμένα. Μα τι να είναι εκείνο που σκέφτεται μιλώντας θάνατο; Ποιος, ή μάλλον τι κινεί τη γλώσσα; Όσο για μένα, γνωρίζω πια ότι είμαι ένα συμπαντικό απόρριμμα, μια έκκριση ολωσδιόλου ασήμαντη ακόμα και για την υπερευαίσθητη αφή της γλώσσας, που ενδεχομένως να συρθεί επάνω μου, σαλιώνοντάς με με όλη τη βλέννα της νεκρικής της υπερψύξης, πριν απομακρυνθεί διερευνώντας άλλα υψίπεδα. Είμαι δηλαδή –όπως επανειλημμένα έχουν αποδείξει οι τελευταίοι μήνες– αποσυνάγωγος ακόμα και απ’ το θάνατο, απόβλητος από το στρατόπεδο
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 17
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
της πιο ακραίας, της πλέον τελικής και αμετάκλητης δίωξης που μπορεί να ενσκήψει πάνω σε οποιοδήποτε έμβιο ον. Γι’ αυτό και ο φόβος που με κατακλύζει (μαζί με τον πυρετό, φυσικά, ή ίσως κι εξαιτίας του) είναι κατά το μάλλον ή ήττον κάτοικος κι αυτός του παραλόγου. Δεν πέθανα, δε ζω, δεν έζησα, δε θα πεθάνω. Ας μείνω λοιπόν σφηνωμένος εδώ, μέχρι ο Θάνατος κι εγώ να γνωριστούμε κάπως καλύτερα. Έχω ακόμα, όπως φαίνεται, να μάθω μερικά χρήσιμα πραγματάκια.
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 18
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 19
πλέγμα
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 20
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 21
Είμαι κλουβί σε αναζήτηση πουλιού. Φ ΡΑΝΤΣ Κ ΑΦΚΑ
η εποχή των διαδηλώσεων. Καλοκαίρι του 2011. Περπατούσαν για ώρες, για ώρες περπατούσαν, μέχρι που τα πόδια τους πληγιάζανε απ’ το περπάτημα και την ορθοστασία, απ’ την ορθοστασία και το περπάτημα, εναλλάξ, και κάποτε η εναλλαγή ορθοστασίας και περπατήματος διακοπτόταν κι από ένα άλλο είδος ταλαιπωρίας του σώματος και των ποδιών, εκείνης του τρεξίματος, κι ύστερα ακόμα κι από την ακραία καταπόνηση των συμπλοκών, έτσι που όλα γίνονταν κουβάρι μες στο σώμα και πια δεν άντεχαν, αλλά με κάποιον ανεξιχνίαστο τρόπο άντεχαν, γιατί δεν τους είχανε πάρει τα χρόνια, ο μεγαλύτερος ίσως να είχε πατήσει τα τριάντα δύο, όσο για τον μικρότερο, ε, αυτό το μέγεθος, ή μάλλον το μη μέγεθος, χανόταν στα απροσδιόριστα χωράφια της κρυψίνοιας και της αοριστίας, γιατί κανείς δεν ήθελε να είναι ο Βενιαμίν, ο αναμφισβήτητα χλωρός κι αθώος, αν όμως έπρεπε κάπως, πάση θυσία να διαπιστωθεί το ληξιαρχικό τετελεσμένο της νεαρότερης ζωής ανάμεσά τους, εκείνη ίσως να προσδιοριζόταν χρονικά κάπου ανάμεσα στο δέκατο ένατο και το εικοστό έτος, που σημαίνει ότι ο εν λόγω (γιατί ήταν «ο», όχι «η», ο εν λόγω νέος, αφού οι γυναίκες, ακόμα και ανήλικες, δεν είναι ποτέ τόσο νέες όσο υπαινίσσεται η βιογραφία τους, αν υποτεθεί ότι τα δεδομένα της βιογραφίας τους αφήνονται αφύλαχτα, βορά στο βλέμμα), ο εν λόγω λοιπόν είχε
Η
ΤΑΝ
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 22
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
κατά πάσα πιθανότητα γεννηθεί επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη, στο μοναδικό διάλειμμα ανόθευτου νεοφιλελευθερισμού που είχε ζήσει ποτέ η χώρα, πίσω στο μαγικά απόμακρο 1991 (ή ’92, αν υπερίσχυε η εκδοχή του δέκατου ένατου ηλικιακού έτους), τότε που ακόμα κανείς ποτέ δε θα μπορούσε να υποπτευθεί την άγρια τροπή που ήταν προορισμένη να πάρει η φάση, της χώρας η φάση, είκοσι (ή δεκαεννιά) χρόνια μετά, όταν τα πάντα πλέον κρέμονταν από μία κλωστή, και η κλωστή αυτή κρεμότανε κι εκείνη από το χέρι κάποιου άλλου, χέρι που ανήκε ίσως σε πολιτικό, διαδηλωτή ή ίσως και μπάτσο, μιας και ήταν ακόμα περισσότερο από νωπές οι μνήμες του άγριου Δεκέμβρη, πίσω στο 2008, όταν μονάχα μία κίνηση, μια ούτε καν κίνηση, μια μετατόπιση λίγων μοιρών της ρώγας ενός καταστροφικού δαχτύλου, που σύμφωνα με τον αρχαίο φιλόσοφο, το Ζήνωνα τον Ελεάτη και το ανθεκτικό παράδοξο που διατύπωσε, δεν ήταν στην πραγματικότητα καν μετατόπιση, αφού η μετατόπιση δεν είναι παρά διαδοχή δύο, τριών και ούτω καθεξής, άπειρων δηλαδή εκδοχών του ίδιου ακίνητου, και συνεπώς αυτή η καταστροφική ακινησία ή μη είχε οδηγήσει στο δίκαιο φούσκωμα μίας οργής που είχε κατακάψει την Αθήνα, ρίχνοντας μέσα σε διάστημα λίγων ημερών με πάταγο στο καναβάτσο καψαλισμένα όμορφα κι άσχημα κτίρια εξίσου, κι εγκαινιάζοντας μια ολωσδιόλου νέα περίοδο, όχι των δασικών, αλλά των αστικών πυρκαγιών, των πύρινων μουσώνων που πλέον έπλητταν με ιερή οργή το ανυπεράσπιστο κορμί της πόλης πολύ πιο τακτικά απ’ ό,τι οι βρόχινοι αντίστοιχοι τις τροπικές εκτάσεις, που έχουν συνηθίσει να υποφέρουν έτσι. Αλλά εκείνοι περπατούσαν. Γιατί αυτό το νέο φυσικό φαινόμενο, οι πύρινοι μουσώνες, είχανε γίνει πια βιότοπός τους, και κάθε που ξεσπούσε νέος μουσώνας, μία φωνή λες και καλούσε την ομάδα τους να βγει και να συντονιστεί με τις καυτές ψιχάλες, περίπου όπως η βροχή και η γλίτσα ξυπνάει τα σαλιγκάρια για να εμφανιστούν, χαράζοντας τους δρόμους με τη
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 23
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
βλεννώδη τους υπογραφή. Και όπως συνήθως, τα πάντα κατέληγαν στη μεγάλη πλατεία, εκείνη του Συντάγματος. Τα σαλιγκάρια λοιπόν. Ήταν κάτω από δέκα στον πυρήνα της ομάδας. Εκτός απ’ τον Ισίδωρο, υπήρχαν ο Θωμάς, ο Ερνέστος, η Μάρα και ο Περικλής, ο Τασούλης. Τους είχε γνωρίσει κατά κύματα, μέσα στα χρόνια που μπλέχτηκαν μεταξύ δραματικής σχολής, ανεργίας και απανωτών απογοητεύσεων, μαζί όλα αυτά με τις δουλειές του ποδαριού που πάντοτε μεσολαβούσαν, από ντελίβερι κάθε είδους, σερβιτοριλίκια και ατελείωτα χιλιόμετρα πίσω από τόσες και τόσες μπάρες (όμοια με τα χιλιόμετρα του αιλουροειδούς πίσω απ’ τα κάγκελα του εκθετήριου κλουβιού του) μέχρι πλασιέ, δειγματισμούς, μόντελινγκ γυμνό και μόντελινγκ ντυμένο ενώπιον σπουδαστών φροντιστηρίων που προετοιμάζονταν για τη Σχολή Καλών Τεχνών, που τα ερευνητικά τους μάτια κατέγραφαν με την πολυπλοκότητα καλειδοσκόπιου το κάθε εκατοστό της εκτεθειμένης, ελαφρά ταλαιπωρημένης από το κρύο, σφιχτής και διάστικτης από κάθε λογής σημάδια και ατέλειες, για να μη μιλήσουμε για τα ολοένα και εξαπλούμενα τατουάζ, προς το παρόν νεανικής τους σάρκας. Εκείνος, ο Ισίδωρος, είχε παρόμοια πορεία. Και τώρα, στα είκοσι οχτώ του, με την προστιθέμενη αξία της κούρασης από ένα μέλλον που δεν έλεγε να ’ρθεί και ένα παρελθόν ασήμαντο με τυπικούς όρους αλλά σημαντικό για την αίσθηση αυτολύπησης και αδυναμίας που διεκδικούσε με όλο και μεγαλύτερη επιθετικότητα το ρόλο της δεύτερης φύσης, της δεύτερης φύσης σε έναν ήδη εύθραυστο και ίσως εκ γενετής απείθαρχο σε κάθε είδους «απαιτήσεις προσαρμογής» ψυχισμό, με όλη αυτή την προίκα που την κουβαλούσε σαν καθημερινό φορτίο και αποσκευή (τα σαλιγκάρια που λέγαμε), ένιωθε πάνω του το επιπλέον βάρος είκοσι οχτώ συμπληρωμένων ενιαυτών ύπαρξης στον πλανήτη, παρά δύο τριάκοντα δηλαδή, την ηλικία όπου ο νέος ζώνεται τα φίδια της προοικονομίας του βίου, ήτοι σηκώνει ελαφρώς κεφάλι έξω από τη ζωτι-
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 24
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
κή περίφραξη της νιότης που τον κρατάει κλεισμένο στον εδεμικό κήπο της στασιμότητας του Χρόνου και για πρώτη ίσως φορά λοξοκοιτάζει πάνω και πέρα, το σύνολο του βιολογικού του υποστατικού, διακρίνει δηλαδή τους λόφους, τις πλαγιές και τις οδούς που μένει να διασχίσει ακόμα (πολλές, αναμφισβήτητα, πολύ περισσότερες από όσες έχει ήδη πίσω του), ωστόσο και μόνο το γεγονός ότι πια διακρίνεται η διαδρομή ολόκληρη (μαζί και το πεπερασμένο της) αρκεί για να φορτώσει το εικοσιοχτάχρονο μυαλό του με μια πρώτη σκιά νεύρωσης, της αίσθησης ότι στον κόσμο αυτό δε χωρούν απεριόριστες και εκρηκτικές φιλοδοξίες και ότι σιγά σιγά μα σταθερά αναμένεται να πάρεις κι εσύ τη θέση που σου αρμόζει στον κυκλικό συνωστισμό της ανθρωπότητας πριν απ’ την έξοδο της οριστικής μετάστασης, με δυο τρεις απολύτως προβλεπόμενες στάσεις πριν συμβεί αυτό, συνήθως μόνιμη δουλειά, αναπαραγωγή, καμιάν αρρώστια, εγγόνια (αν φτάσεις ως εκεί) και τέλος θάνατο. Και πάνω εκεί λοιπόν που είχε ανασηκώσει το κεφάλι και, πρώτη φορά στα είκοσι οχτώ του χρόνια, είχε τη στυφή γεύση του αμετάκλητου προορισμού και της πεπερασμένης διάρκειας στο στόμα, ο Ισίδωρος γνώρισε τη Σοφία. Κανείς δεν κατάλαβε καλά καλά πώς εμφανίστηκε στην ομάδα. Εκείνες τις μέρες μια μουχλιασμένη ακινησία είχε πέσει πάνω τους, απειλώντας με διάβρωση και τις τελευταίες ικμάδες των δυνάμεών τους. Η παιδική παράσταση που παίζανε μαζί ο Ισίδωρος κι ο Περικλής είχε μόλις κατέβει, μετά από μόλις δύο μήνες. (Μια ελεεινή και σίγουρα παράνομη, αφού κατά πάσα πιθανότητα κανείς δεν είχε πληρώσει τα απαιτούμενα, υπέρογκα δικαιώματα, μεταφορά ενός γνωστού όσο και χυδαίου γιαπωνέζικου μάνγκα που παιζόταν για χρόνια στο κανάλι ενός μεγαλοεργολάβου, ο οποίος μπαινόβγαινε εσχάτως στις φυλακές για συμμετοχή σε εκβιασμούς και άλλες εγκληματικές ενέργειες, μάνγκα που φιλοδοξούσε να μυήσει τα μικρά παιδιά στο μύθο
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 25
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
του νιτσεϊκού υπερανθρώπου, μέσω του υπερτονισμού των βασικών στοιχείων της προσωπικότητας σύμφωνα με τις αρχές του ταοϊσμού, στοιχείων που αντιστοιχούσαν τελικά σε έξι σουπερήρωες που κατοικούσαν στο μυαλό του μικρού Χαρόσι και που ενίοτε βγαίναν και έξω απ’ αυτό ξυλοφορτώνοντας εντελώς μη φιλοσοφικά αρκετούς κακούς και ανταγωνιστές του Χαρόσι στην αγάπη τής πλατινέ ξανθιάς και εξαιρετικά πρώιμα σέξι Λάνας, μιας μικρής ντυμένης μόνιμα με την αρματωσιά της ποθητής Γιαπωνέζας μαθητριούλας, σύμφωνα με τις μοδιστρικές αρχές του κινήματος Χαρατζούκου· στην παράσταση λοιπόν, το σκηνικό της οποίας ήταν το εσωτερικό του μυαλού του Χαρόσι, ο Ισίδωρος, ντυμένος πατόκορφα στα κίτρινα και μασκοφορεμένος, ήταν ο Χιντάο, ο σουπερήρωας της Ευθύνης, και ο Περικλής, ντυμένος εξίσου πατόκορφα με μια μπλε φόρμα, ήταν ο Κέντζι, ο σουπερήρωας της Επιβολής – οι δυο τους λοιπόν αντάλλασσαν πολεμικές ιαχές και λαβές καράτε για περίπου εβδομήντα λεπτά, με μερικές δεκάλεπτες διακοπές για κάπνισμα μπάφου στα αραχνιασμένα παρασκήνια, του οποίου ο καπνός απειλούσε όλο και πιο πολύ να διαχυθεί στις μπροστινές θέσεις των θεατών, κάνοντας τις υποψιασμένες μανάδες να ρουθουνίσουν, κουνώντας τις μύτες τους σαν ανήσυχα κουνελάκια, την ώρα που οι βλαστοί τους απολάμβαναν με κατατονική μανία το ανόητο θέαμα, ικανοποιημένοι και μόνο από το γεγονός ότι αντίκριζαν με σάρκα και οστά και με την επικυρωτική πατίνα της υλικής πραγματικότητας τους ήρωες που είχαν απολαύσει για σερί δεκάωρα στις οθόνες του ιδιωτικού καναλιού, του YouTube και του FreeGames.com). Ήταν λοιπόν και πάλι απένταρος, ζώντας σε καναπέδες φίλων που εναλλάσσονταν –οι καναπέδες– από βδομάδα σε βδομάδα, εσχάτως όμως και από μέρα σε μέρα, αφού και οι φίλοι δεν ήταν οι νόμιμοι κάτοχοι των διαμερισμάτων όπου μέναν, αλλά μάλλον υπεκμισθωτές, φιλοξενούμενοι και επισκέπτες με απροσδιόριστους όρους, σε κάτι τρύπες και υπό-
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 26
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
γεια στην πλατεία Κουμουνδούρου, στο Μεταξουργείο και στις λιγότερο κοσμικές και φροντισμένες γειτονιές του Γκαζιού και του Ψυρρή. Σε μια από εκείνες τις μετακινήσεις, και ενώ ένας φίλος είχε μόλις αναγκαστεί να εκπαραθυρώσει τον Ισίδωρο, καθώς ο βασικός μισθωτής απαίτησε αποκλειστική χρήση από έναν μόνο και συγκεκριμένο τύπο (το φίλο δηλαδή) και όχι από άλλους, άγνωστους φιλοξενούμενους, έπεσε στα χέρια του το όνομα και το κινητό της Σόφης (Σοφίας όπως αποδείχθηκε, ευτυχώς ο εξανδραποδισμός του ονόματός της παρέμεινε αυστηρά πρόσκαιρος και παροδικός), η οποία είχε ένα χώρο «με χώρο» για έναν ακόμη, προσωρινά πάντα, εννοείται, και μετά από αρκετά παρακάλια. Έτσι επισκέφθηκε το «χώρο» της Σοφίας, ένα πρωινό του Μάη, ψηλά στα Εξάρχεια, σε κάποια πεζοδρομημένη πάροδο της Θεμιστοκλέους κάτω απ’ τους βράχους του λόφου του Στρέφη, και εκεί γνωρίστηκαν. Ο Ισίδωρος την ερωτεύτηκε αμέσως. Άλλωστε, παρά τις φήμες που καλλιεργούσε εντέχνως και την αδέξια, επιθετικά ερωτική α λα Μαγιακόφσκι ποίηση που πότε πότε δημοσίευε σε διάφορα σχετικά φόρουμ στο ίντερνετ, η αλήθεια ήταν ότι ποτέ του μέχρι τότε δεν είχε ερωτευτεί, ενώ ακόμα και στο θέμα του σεξ ήταν σχετικά καθυστερημένος για τα δεδομένα της ώριμης ηλικίας του, αφού, εκτός από δύο συμφοιτήτριες τη μίζερη εποχή της μαζικής λογιστικής του κατάθλιψης στο ΠΑ.ΠΕΙ. και μια κοπέλα που ταλαιπώρησε αρκούντως κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στη δραματική σχολή (παρόλο που εκείνος την ήθελε με πολλούς τρόπους, το κορμί του δεν έδειχνε να συμφωνεί μαζί του), η εμπειρία του μπορούσε να συνοψιστεί σε ατελείωτες ώρες παρακολούθησης πορνογραφικών βίντεο στο ίντερνετ, μαζί με ισόποσες δόσεις ημιπαράλυτου αυνανισμού, καθώς και σε εντελώς κρυφές και αποσιωπημένες επισκέψεις, μια φορά το μήνα, σε στούντιο ερωτικών υπηρεσιών, όχι εκείνων των ομαδικών όμως, οίκων ανοχής στην ουσία δίχως άδεια, όπου ελλόχευε ο κίνδυνος κάποιες
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 27
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
απ’ τις κοπέλες να ήταν θύματα ανελέητου τράφικινγκ, αλλά ορισμένων διαμερισμάτων στην Κυψέλη, στο Παγκράτι ή αλλού, όπου μετριοπαθείς και γεμάτες κατανόηση παλιές πουτάνες σε υποδέχονταν σε υποφωτισμένα χολ, προσέχοντας μην πάρει χαμπάρι κανένας γείτονας, εισάγοντάς σε σε διαδρόμους με υπόνοιες μυρωδιάς από παστίτσιο και αποσμητικό χώρου που παρέπεμπαν στην αισθητική και τη φιλοτιμία των νοικοκυρών της δεκαετίας του ’80. «Γεια, είμαι η Σοφία Λούλου», του είχε πει εκείνη, προτάσσοντας ένα λεπτό και αρκετά νευρώδες χέρι, απόληξη ενός προσώπου κι ενός κορμιού που είχαν έκδηλα τα σημάδια της ενασχόλησής της με το χορό και την καλλιτεχνία γενικότερα. (Ο Ισίδωρος παρατήρησε ότι του συστήθηκε με πλήρες ονοματεπώνυμο, κάτι που του φάνηκε εξίσου ψωνίστικο και παλιομοδίτικα καλοδεχούμενο.) Η Σοφία ήταν ψηλή, μελαχρινή, με μακριά κατσαρά μαλλιά που πέφτανε στους ώμους της σαν φυσικό σάλι, ενώ το πρόσωπό της είχε –όσο κι αν ο Ισίδωρος αντιστεκόταν σε μια τόσο μπανάλ παρατήρηση που φλέρταρε με την αρχαιολαγνεία– κάτι από το στερεότυπο της αρχαίας Ελληνίδας, με τα μεγάλα, μαύρα, αμυγδαλωτά μάτια και τη μύτη που έδειχνε να συνεχίζεται απευθείας από το κέντρο του μετώπου, χωρίς την εσοχή τού δόξα πατρί που είναι κοινή στη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων. Το δέρμα της ανέδιδε μια ευπρόσδεκτη εσάνς από λεβάντα ή πατσουλί. «Κι εγώ ο Ισίδωρος Δούκας», απάντησε εκείνος κατά τον ίδιο τρόπο. Μετά από μερικά λεπτά αμήχανης κουβεντούλας για τη διαδρομή προς το σπίτι και κατά πόσο ο Ισίδωρος δυσκολεύτηκε να το βρει, η Σοφία τού έδειξε το χώρο, ένα συμπαθητικό στούντιο πρώτου ορόφου με μια κάπως σκοτεινή και κλειστοφοβική θέα στους βραχώδεις πρόποδες του λόφου του Στρέφη (ήταν έντεκα το πρωί αλλά η χρήση του ηλεκτρικού φωτός κρινόταν απαραίτητη), διακοσμημένο με μωβ και μπορντό ριχτάρια και πουφ (βρίσκονταν παντού),
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 28
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
που έδιναν μια ανέμελη όσο και άνετη αίσθηση από οντά ή σεράι. Ένα σκυλάκι ράτσας Γιορκσάιρ Τεριέ έκανε την εμφάνισή του, χωρίς να γαβγίσει, όπως ενίοτε συνηθίζουν οι νευρικοί, μικρόσωμοι σκύλοι, αλλά τρίβοντας το κορμί του χαδιάρικα σαν γάτα στο πόδι της. «Αυτός είναι ο Κλάους», είπε κοιτάζοντας τον Ισίδωρο μισοένοχα η Σοφία. «Κλάους; Από τον Κλάους Κίνσκι;» «Ας πούμε από τον Κλάους Νόμι. Έχουν την ίδια ψιλή φωνή. [Στοιχείο που, προς το παρόν, παρέμενε ανεπιβεβαίωτο.] Δυστυχώς, δεν έχω ακριβώς καναπέ, αλλά αν ενώσεις τα πουφ, κάτι μπορεί να γίνει». (Αθέλητα, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ο Ισίδωρος ήταν το κρεβάτι της και πώς θα τα κατάφερνε να διεκδικήσει μια θέση εκεί, γεγονός που τον εντυπωσίασε, καθώς δεν το συνήθιζε να κάνει αμέσως σεξουαλικές σκέψεις γνωρίζοντας κάποια ενδιαφέρουσα κοπέλα, και που αυτόματα προσπάθησε να λογοκρίνει, φοβούμενος ότι ίσως προδινόταν από τη γλώσσα του σώματός του – γνωστή παράνοια του σιναφιού των ηθοποιών, που είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι σε κάθε μη λεκτικό εκφραστικό σήμα. Άλλωστε, ο σύνδεσμός του για τη Σοφία, ένας τριανταπεντάχρονος ηθοποιός ονόματι Μιχάλης που είχε γνωρίσει στην τελευταία παιδική παράσταση –εκείνος ήταν ντυμένος στα κόκκινα, με ρόλο που αντιστοιχούσε στην Ευστοχία–, του είπε ότι η κοπέλα είναι «καλή αλλά εσωστρεφής, το κάνει σα χάρη για μένα, για λίγες μόνο μέρες, οπότε κοίτα να είσαι κύριος».) Το ίδιο βράδυ, και μιας και η Σοφία δεν είχε κανονίσει τίποτα, της πρότεινε να βγούνε με τη δική του παρέα (το μεσημέρι και το απόγευμα πέρασε με εκείνη να λείπει, πηγαίνοντας σε μια σειρά οντισιόν, τη μία για το χορό μιας τραγωδίας που επρόκειτο να ανεβεί το Σεπτέμβριο σε διάφορα υπαίθρια θέατρα –όχι στην Επίδαυρο– και την άλλη για μια παράσταση χοροθεάτρου σε κάποιον μικρό χώρο κοντά στην Ομόνοια –ίσως στο «Αγγέλων Βήμα»–, βασισμένη σε μερικά ποιήματα του Ασλάνογλου, και εκείνον να μισοκοιμάται στον υπνόσακό του, ξα-
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 29
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
πλωμένος στη μαλακή, μπεζ μοκέτα, μέχρι που νύχτωσε, ρίχνοντας πού και πού ματιές στο κινητό του για να τσεκάρει κανένα νέο στο Φέισμπουκ ή αλλού). Ο Ισίδωρος και η Σοφία, να περπατούν ο ένας πλάι στον άλλο. Ένα όχι και τόσο απολύτως ταιριαστό ζευγάρι, όπως μπορούσε και ο ίδιος να διαπιστώσει κοιτάζοντας καμιά φορά το είδωλό τους σε παράπλευρες τζαμαρίες. Μια ψηλόλιγνη, καλοσχηματισμένη κοπέλα, ντυμένη με ριχτά μαύρα φορέματα, πόντσο ή μικρές κάπες, με μαύρα σκίνι τζιν ή κολάν που τόνιζαν τις μακριές της γάμπες κι εκείνα τα φθαρμένα άρβυλα που φιλοξενούσανε τα πόδια της από τα χρόνια του σχολείου ακόμα, έχοντας πάνω τους καταγεγραμμένες, υπό μορφή αποχρωματισμών γεμάτων ξεφτίδια, χαρακιών και γρατζουνιών που εκτείνονταν ανεξέλεγκτα σαν γκρίζα φράκταλ, όλες τις ιστορίες των περιπατητικών της περιπλανήσεων από τη μέση τής πρόσφατης εφηβείας μέχρι το παροντικό, κοινό τους σήμερα, κοινό σε βαθμό που ο Ισίδωρος δυσκολευότανε να το αφομοιώσει, αφού ακόμα και το γεγονός τής από κοινού περιπλάνησής τους τον γέμιζε μέχρι υπερχείλισης με μια παράξενη, άφατη ικανοποίηση, ίδια με την ικανοποίηση που θα ένιωθε κάποιος –φανταζόταν– περιδιαβαίνοντας την ομορφιά μιας ξένης πόλης, με τον αέρα κάποιου που ανήκει αλλά και δεν ανήκει ακριβώς στους δρόμους της, τους οποίους πρόκειται να κατακτήσει με όλες του τις αισθήσεις, χωρίς να αισθάνεται όμως προσώρας εκείνη την αίσθηση της αδιάφορης οικειότητας, ή και ιδιοκτησίας ακόμα, ένα αμετάκλητο δηλαδή αίσθημα αποκλειστικής αναφοράς που καταστέλλει κάθε σκίρτημα, καθησυχάζοντας τις αισθήσεις· και δίπλα αυτός, να καθρεφτίζεται για κάποιον μυστήριο λόγο πάντα σε δεύτερο πλάνο, μισοκρυμμένος από τη μορφή της στον αντικατοπτρισμό τής εκάστοτε τζαμαρίας (βρόμικης και έρημης τις περισσότερες φορές, ανήκοντας σε κάποιο μαγαζί που είχε κλείσει, και καλυμμένης από διάφορες αφίσες, κακοπαθη-
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 30
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
μένες κι αυτές, συνήθως αναγγελίες συναυλιών από ανεξάρτητα συγκροτήματα σε κουτούκια και συναυλιακούς χώρους της περιοχής των Εξαρχείων, ή πολιτικά συνθήματα του αναρχικού χώρου, καταγγελίες ενάντια στους μπάτσους ή υπέρ της απελευθέρωσης κρατουμένων για αντιεξουσιαστική δράση ή λόγω των αποκαλούμενων από το σύστημα τρομοκρατικών ενεργειών, μέχρι και συνθήματα υπέρ της απελευθέρωσης κάθε έμβιου όντος που ήταν κλεισμένο σε κλουβιά, απ’ τα πειραματόζωα ως τις νυφίτσες που κρατούνταν σε απάνθρωπες μονάδες παραγωγής γούνας), κι εκεί, μισοκρυμμένος από την ιδανική μορφή της Σοφίας, ο Ισίδωρος αντίκριζε με ένα αίσθημα ευδαιμονικής ταπείνωσης τα πειστήρια της εξωτερικής του υστέρησης πλάι σ’ ένα τέτοιο κορίτσι, το σχετικά ανεπαρκές του ύψος, το μαλλίαφάνα που αρνούνταν να καθυποτάξει (το οποίο τον είχε στερήσει από αρκετούς ρόλους που απαιτούσαν ένα πιο «καθωσπρέπει», αποδεκτό κοινωνικά προφίλ, ενώ για κάποια καλοκαίρια είχε πλεχτεί με τους κανόνες της τέχνης τού ράστα, σχηματίζοντας μία πλεξούδα από συμπαγείς κληματόβεργες, που κι εκείνες με τη σειρά τους ενώνονταν σε έναν περήφανο, ρασταφαριανό κορμό), τα αραιά γένια, ήδη διάστικτα από μικρές, λευκές κουκκίδες, το προτεταμένο μήλο του Αδάμ, καθώς και τα κοκκαλιάρικα, καχεκτικά άκρα, στων οποίων την κίνηση μια κάποια απροσδιόριστη αλλά ωστόσο εντελώς παρούσα αστάθεια προσέδιδε στο βάδισμά του την υποψία της έλλειψης σκοπού, της αφομοιωμένης πλέον αναποφασιστικότητας, απότοκης ενδεχομένως (αν ήσουν αθεράπευτα καχύποπτος ή και αρνητικός απέναντι στην κοινωνική/καλλιτεχνική κατηγορία ανθρώπων στην οποία ο Ισίδωρος μπορούσε ίσως να ενταχθεί άμα τη εμφανίσει) της συστηματικής ή χρόνιας χρήσης κάποιας ουσίας εξαρτησιογόνας. Το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους όμως, τα χέρια τους δεν ήταν ενωμένα, αλλά αμήχανα κλεισμένα σε τσέπες, είτε χουφτώνοντας κάθε διαθέσιμη πρόφαση για τη στάθ-
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 31
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
μευσή τους: λουριά τσαντών, χειρολαβές, ακόμα και τους τοίχους ή τα χαμηλά δέντρα –ελιές, μουριές, νεραντζιές, χωμένες σε λάκκους γεμάτους αποτσίγαρα και χαρτάκια περιτυλίγματος κατά μήκος των δρόμων–, καθώς και τους στύλους των οδικών σημάτων, καλυμμένων κι αυτών από τη θάλασσα των αυτοκόλλητων, των αδέσποτων φλάιερ και όλης της επικράτειας των σημείων και των σημαινομένων που μετέτρεπαν την περιοχή στο σύνολό της σε ένα βιβλίο μηνυμάτων απεγνωσμένων, συλλογικών ή και ατομικών ακόμα, ένα λεξικό της ανθρώπινης απελπισίας φτιαγμένο από μελάνι και φτηνή μπογιά. Συνάντησαν τους άλλους κατά τις οχτώ, σ’ ένα μπαράκι με την ονομασία «Pavlov’s Dog», στα ορεινά της Χαριλάου Τρικούπη. Η παρέα ήταν όλη εκεί, συνεχίζοντας τις αδιέξοδες συναντήσεις της μέρας χωρίς διακοπή. Ανάμεσα στα πολύχρωμα λαμπιόνια και τα κινέζικα φανάρια, τον κόκκινο φωτισμό και τα μαροκινά πλακάκια που κοσμούσαν το πάτωμα και τους τοίχους, βολεύτηκαν στις ξύλινες καρέκλες, κολλητά σε πλάτες ορθίων, μπουφάν αδέσποτα και πηγαινοερχόμενους από και προς τον σκοτεινό διάδρομο της τουαλέτας, έχοντας κάνει τις βασικές συστάσεις πρώτα, «από εδώ οι φίλοι μου, συνάδελφοι και ακτιβιστές του δρόμου και του θεάτρου», είπε ο Ισίδωρος, με το χέρι του να κατευθύνεται πρώτα στο Θωμά, με τα –ήδη αραιά– όρθια ξανθά μαλλιά και το μυτερό μουσάκι που έπαιζε κάπου ανάμεσα στον Τρότσκι και τον Έρολ Φλιν, τον Ερνέστο, με το ξυρισμένο, όμορφο κρανίο και τα δεκαπέντε σκουλαρίκια ακροβολισμένα στο τραχύ του μούτρο, που πρέπει ήδη να βρισκόταν μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης Corona της ημέρας, τη Μάρα, με το μαλλί στο χρώμα του καρότου και τα γαλάζια μάτια στην απόχρωση του κοβαλτίου (φακοί επαφής κατά παραγγελία), και, τέλος, τον μαυροντυμένο Περικλή, ο οποίος, μέσα στον ψευδο-εξωτικό χρωματικό ορυμαγδό τού μπαρ επέμενε να φοράει τα στρογγυλά γυαλιά ηλίου του α λα Τζον Λένον. Μονάχα ο Τασούλης έλειπε
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 32
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
από τον στενό πυρήνα, γιατί εσχάτως είχε αποφασίσει να διαβάσει για τη σχολή του (ήταν γραφίστας) μήπως και ξεκολλούσε πια από το δεύτερο έτος. «Μην τον ακούς», είπε ο Θωμάς, «υπερβάλλει, συνάδελφοι στην τρέλα είμαστε πιο πολύ. Ή μάλλον στην ανεργία και την τρέλα». Η βραδιά είχε κυλήσει όμορφα, θυμόταν αργότερα ο Ισίδωρος, η Σοφία είχε δέσει αμέσως μαζί τους, τα ενδιαφέροντα άλλωστε κοινά, πίσω από καθετί υπήρχε πάντα η βαριά σκιά της τέχνης τους, της φευγαλέας και παροδικής θεατρικής μαγείας που τους είχε πάρει όλους στο λαιμό της με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εκεί κατά τις αρχές της εφηβείας (ή το τέλος της), αφού άλλωστε, όπως ο ίδιος ο Ισίδωρος είχε επανειλημμένα διαπιστώσει μετά από μία καθαρή πενταετία στο χώρο και έχοντας κάνει αρκετές αυτοσχέδιες σφυγμομετρήσεις (να λοιπόν που έπιανε κάπου τόπο το παλιό μισητό μάθημα της πρώτης του σχολής, η στατιστική), δύο βασικοί τρόποι υπήρχαν να κολλήσει κάποιος το μικρόβιο: είτε ως παιδί, από μαθήματα θεατρικής αγωγής και σχολικές ομάδες ή εργαστήρια χορού και μπαλέτου, εκεί όπου μπορεί να άκουγε τα πρώτα καλά λόγια και, ειδικά αν ήταν και κορίτσι όμορφο, να κούμπωνε το όνειρο ενός μέλλοντος στην ηθοποιία με εκείνα τα πιο αρχέγονα αισθήματα ατόφιου παιδικού ναρκισσισμού (αυτή η εκδοχή αφορούσε την πλειοψηφία των κοριτσιών που ήξερε), είτε αργότερα, έχοντας περάσει πια σε κάποια πανεπιστημιακή σχολή μετά από κόπους και βάσανα για χάρη των γονιών και ήδη αντιμετωπίζοντας ένα πελώριο βάραθρο ανίας, έλλειψης οποιουδήποτε σκοπού και στόχων, διαπιστώνοντας μετά τις πανελλήνιες εξετάσεις ότι όχι μόνο δεν πρόκειται να ξεκουραστείς για καμιά τριετία, όπως διακαώς επιθυμούσες, αλλά καπάκι το φθινόπωρο σε περιμένουν ακόμα δυσκολότερα μαθήματα, μιας δυσκολίας που ποτέ δεν είχες φανταστεί ως τώρα, και επιπλέον τόσο εξειδικευμένα και αταίριαστα με τη ζωή σου και τις εμπειρίες σου, ώστε να πλήττεσαι από καθημερινές κρίσεις πανικού,
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 33
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
οι οποίες έχουν την επιπρόσθετη ικανότητα να αυτοπροβάλλονται ως προοπτική σε όλο το ορατό φάσμα της μέλλουσας ζωής σου, και το γεγονός ότι σου άρεσε ο Μάτλοκ μικρός δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το εντελώς σχολαστικό αντικείμενο του πτωχευτικού δικαίου, όπως επίσης και το ότι είχες ενοχικά ταυτιστεί με τον Γκόρντον Γκέκο (τουλάχιστον ο μαλακισμένος δεκατετράχρονος εαυτός σου) δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τη λογιστική Α΄ εξαμήνου ούτε και με τους βρόμικους, αφισοκολλημένους διαδρόμους της ΑΣΟΕΕ, και κάπου εκεί, βάζοντάς τα κάτω και προσπαθώντας να ξεδιαλύνεις το κουβάρι της κατάθλιψης στην πρώτη σημαντική κρίση ταυτότητας της σύντομης βιογραφίας σου, ανακάλυπτες επιτέλους την υπόγεια σχέση ανάμεσα στον Μάτλοκ και τον Γκόρντον Γκέκο, ή ανάμεσα στα ποιήματα που διάβαζες παλιά (πριν έρθουν όλα τούμπα με τα φροντιστήρια και με τις τρισκατάρατες «θεματικές ενότητες») και στο σινεμά, που πάντα σε τράβαγε, και η λεπτή γραμμή που ως νήμα έμοιαζε να τα ενώνει όλα, το νήμα της ζωής σου δηλαδή, σχημάτιζε ευδιάκριτα μία και μοναδική λέξη: ηθοποιία. Αυτή ήταν εν ολίγοις η ιστορία των τελευταίων δέκα χρόνων του Ισίδωρου, αλλά σε γενικές γραμμές και της υπόλοιπης παρέας. Μονάχα η Σοφία έδειχνε να ταιριάζει με την πρώτη κατηγορία της σφυγμομέτρησης· μπαλαρίνα στα δεκατρία της, έπαιζε ήδη σε τηλεοπτικές διαφημίσεις στα δεκαπέντε (η Μάρα μάλιστα τη θυμήθηκε σε ένα σποτ στεγαστικών δανείων, όπου έκανε την κόρη της ιδανικής μεσοαστικής οικογένειας) και στα δεκαοχτώ της σπούδαζε ούτε λίγο ούτε πολύ στο Θέατρο Τέχνης. Στα είκοσι τέσσερα πλέον, ήταν η μόνη ανάμεσά τους με κανονικό βιογραφικό, με πληρωμένες συμμετοχές σε σίριαλ και παραστάσεις, όχι σε πρώτους ρόλους βέβαια, ούτε και με αμοιβές που αρκούσαν για να ζήσει αυτόνομα (η οικογένειά της πρέπει να ήταν αρκετά κονομημένη), αλλά χωρίς τη δική τους ξεφτίλα, να έχει περάσει τα είκοσι πέντε και να ’χει πίσω της μονάχα κομπαρσιo
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 34
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
λίκια, παιδικό θέατρο της αρπαχτής και δεκαπενθήμερα νεανικών ομάδων σε γκαράζ και μπαράκια, με καλεσμένους φίλους και γνωστούς και ελεύθερη είσοδο. Δεν ήταν τόσο η απουσία χρημάτων, γιατί όλοι τους κατάγονταν από φτωχές οικογένειες, της Αθήνας ή της επαρχίας, λεφτά δεν είχανε ποτέ, κι έτσι δεν ένιωθαν τόσο πολύ την έλλειψή τους, γονείς και φίλοι μια ζωή το μεροκάματο κυνήγαγαν όπως και να ’χε, η κύρια πίκρα τους ήταν που θέλανε ν’ ανήκουν σ’ έναν κόσμο, τον κόσμο του θεάτρου, αυτό το μαγικό βραδινό πράγμα που έπαιζε με το σκοτάδι, με τους φωτισμούς και την ψευδαίσθηση, και δεν μπορούσαν· η μόνη νύχτα που τους προσφερόταν ήταν η νύχτα του μπάρμαν και του σερβιτόρου, όχι του καλλιτέχνη, γούσταραν να μπορούν να αυτοαποκληθούν μ’ αυτή τη λέξη-όνειρο, να τους αποκαλούν οι άλλοι έτσι (ακόμα μεγαλύτερη καύλα), αλλά, ως τώρα, μονάχα ως κοροϊδία ή σχόλιο αυτοσαρκαστικά στυφό κρεμόταν απ’ τα χείλη τους, τις μέρες και τις ώρες που ήθελαν να πειράξουνε ο ένας τον άλλο, μια λέξη που έμοιαζε πια φθαρμένη, πτωτική, όμοια με βρεγμένο τσιγάρο, γέρνοντας αμετάκλητα πια κατά το χώμα. Ήταν αυτή η κατάσταση λοιπόν που τους είχε οδηγήσει να γοητευτούν απ’ την ιδέα του Θωμά, κι έπειτα, μες στην τρέλα τους, να τη θέσουν και σ’ εφαρμογή. Ισίδωρος και Σοφία, να περπατούν ο ένας πλάι στον άλλο. Εκείνο, το πρώτο τους βράδυ, κατέληξαν να περπατάνε χέρι χέρι, αλλά πολύ πιο μετά, πολύ αργότερα. Προς το παρόν πολυλογούσαν μέσα στο στρογγυλό στομάχι του Σκυλιού του Παβλόφ, ακούγοντας τις θεωρίες του Θωμά για την κοινωνική επανάσταση και την πολιτική τέχνη, σχηματίζοντας πηγαδάκια των δύο ή των τριών, μιλώντας για τη γενική παρακμή και την αβέβαιη μοίρα της Ελλάδας, βρίζοντας τους πολιτικούς και τους σιχαμένους συμβιβασμούς τους, που σαν κινούμενη άμμος ρουφούσαν τη χώρα και μαζί με τη χώρα τις ζωές όλων τους, τα λεφτά που ποτέ δεν έφταναν, τη γενική και αδιαμφισβήτητη φτώ-
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 35
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
χια, τα όνειρά τους για το μέλλον και την άπιαστη ακόμα τέχνη τού να βγάζεις το μήνα με τριακόσια ευρώ, όταν επιπλέον είχες να σκεφτείς και το νοίκι, η Μάρα με τις θεωρίες της για ένα ολικό θέατρο κατά το πρότυπο του απόλυτου ειδώλου της, του Γιέρζυ Γκροτόφσκι (που η μέθοδός του, έχοντάς τη διδαχτεί σε δύο μόλις σεμινάρια της μιας εβδομάδας, είχε γίνει κάτι σαν αισθητική αλλά και πρακτική θρησκεία στο μυαλό της), ο Ερνέστο αντικρούοντάς την με το επιχείρημα ότι δεν μπορείς να επιτίθεσαι στην κάθε είδους μανιέρα μιλώντας για ένα θέατρο της αλήθειας, όταν κατά τη γνώμη του το θέατρο του Γκροτόφσκι ήταν απλά μια άλλου είδους μανιέρα και τίποτα παραπάνω, η Μάρα απειλώντας να τον περιχύσει με βότκα (πολωνέζικη κιόλας, παρακαλώ) και να του βάλει φωτιά, την ώρα που ο Περικλής τούς διέκοπτε και τους δύο, ομνύοντας στη χάρη του μοναδικού κινήματος που ένωσε πολιτική, φιλοσοφία και αισθητική στη μεταπολεμική Ευρώπη, αποτελώντας τον υπέρτατο δρόμο που όφειλαν ν’ ακολουθήσουν χωρίς δισταγμούς και περιττές καθυστερήσεις (και, όπως επρόκειτο ν’ ανακαλύψει σύντομα η Σοφία, ίσως ακολουθούσαν ήδη), εκείνον του Γκυ Ντεμπόρ και των Καταστασιακών. (Μικρό Δείγμα Διαλόγων – Θωμάς: Φλυαρίες. Ένα είναι το τσιτάτο που πρέπει να μας αφορά: Δεν μπορείς να πολεμήσεις την κουλτούρα της υποταγής με μια άλλη κουλτούρα. Όποια κι αν είναι αυτή. Ο πόλεμος χρειάζεται να δανειστεί μέσα πολιτικά. Περικλής: Ακριβώς. Μόλις περιέγραψες το δόγμα των Καταστασιακών. Ερνέστο: Που, αλλιώς, σημαίνει και να είσαι σχιζοφρενής, ρε φίλε. Ή αλλήθωρος. Πάρ’ το απόφαση, είσαι καλλιτέχνης. Αρτίστας, τσιρκολάνος, πες το όπως θες. Ή θα επιλέξεις να μιλήσεις τη γλώσσα της τέχνης σου ή να κάνεις πολιτική. Δεν μπορείς και τα δύο. Θωμάς: Δηλαδή, εσύ νιώθεις καλά ως σκυλάκι της κάθε εξουσίας. Όπως ο [...] και ο [...], που το μόνο που κάνουν είναι να μασουλάνε κρατικές επιχορηγήσεις και να στήνουν δήθεν ανατρεπτικά θεάματα, με βελούδα, πο-
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 36
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
λυελαίους, αυνανισμούς και πεολειχίες. Ξεράσματα του μεταμοντέρνου. Ερνέστο: Όχι, οι συγκεκριμένοι δεν είναι του γούστου μου. Αλλά αν νομίζεις ότι η τέχνη μπορεί να ανατρέψει την κοινωνική αδικία, τότε τι να πω, υποκλίνομαι. Τσέκαρε μόνο τα προνόμιά σου. Μάρα: Σιγά, Πάρις Χίλτον με τις αμερικανιές, ποια προνόμια, δε μας έχει μείνει και κανένα. Σε λίγο δε θα ’χουμε και να φάμε. Περικλής: Μαλάκα Ερνέστο, είσαι η ντροπή του ονόματός σου, ρε πούστη μου, δηλαδή για Μπρεχτ δεν έχεις ακούσει ποτέ; Ερνέστο: Ο Μπρεχτ συνεχίζει να ανεβάζεται με τόσο φανατισμό μονάχα σε κάτι μπανανίες όπως η Ελλάδα και οι χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στη Δύση τον αντιμετωπίζουν αποκλειστικά ως μιούζικαλ, αν έχεις πάρει χαμπάρι. Αν δεν υπήρχανε τα τραγούδια του Βάιλ, δε θα τον έπαιζαν πουθενά. Περικλής: Αυτό αποτελεί άλλη μια απόδειξη του καταναλωτικού, αντιπνευματικού, ελεγχόμενου, αποστειρωμένου, στρατοκρατούμενου, ανελεύθερου κόσμου στον οποίο ζούμε. Η Λατινική Αμερική είναι ένας τελευταίος παράδεισος ανατρεπτικής, ουτοπικής σκέψης, που επιμένει ακόμα να αντιστέκεται. Σε έχουνε φάει όμως οι τσόντες και τα βιντεογκέιμ και φύρανε το μυαλό σου. Μάρα: Εγώ τώρα πάντως, αν ερχότανε ο πιο γαμάουα παραγωγός και μου ’λεγε «κοπελιά, πες μου τι θες να παίξεις, κι εγώ σου βρίσκω θίασο και σου οργανώνω την πιο θεά παράσταση», ξέρετε τι θα γούσταρα να κάνω; Όχι, πραγματικά. Περικλής: Θα πει κάναν Τένεσι Ουίλιαμς, να δείτε. Μάρα: Θωμά, εσύ τι λες; Θωμάς: Είναι η λάθος ερώτηση, που σημαίνει ότι καμία απάντηση δεν έχει σημασία. Η λογική σου είναι λογική άρνησης του εαυτού σου και των υλικοπνευματικών όρων της ζωής σου. Είναι η λογική της ψεύτικης τέχνης. Της προδοσίας.) Σοφία (σκυμμένη εμπιστευτικά προς τον Ισίδωρο, προσπαθώντας να μιλάει αρκετά δυνατά για να μην τη σκεπάζει η μουσική –Μαραβέγιας Ilegál σε αφιονισμένο ρεμίξ κάποιας ιταλι-
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 37
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
κής ταραντέλας– αλλά όχι τόσο πολύ ώστε να την ακούσουν οι υπόλοιποι): Καταλαβαίνεις τίποτα απ’ όλα αυτά; Ισίδωρος: Δεν είναι αστείοι; Σοφία: Ναι, αλλά με κάνουν να νιώθω κάπως χαζή. Ισίδωρος: Ίσως τους βγαίνει ασυνείδητα. Προσπαθούν να σου επιδειχθούν, γιατί τους έχεις κομπλάρει με το βιογραφικό σου. Πάρ’ το σαν κομπλιμέντο από μέρους τους. Σοφία: Δεν είμαι σίγουρη ότι ισχύει. Ισίδωρος: Κοίτα, εσύ αύριο θα παίζεις θέατρο κάπου στην Αθήνα, κι εμείς θα έρθουμε ως κοινό να σε χειροκροτήσουμε. Αυτό είναι που μετράει. Όταν δεν έχεις ώρες σκηνής, ασχολείσαι με φιλοσοφίες. Ή με άλλα πράγματα. Σοφία: Τι άλλα πράγματα; Ισίδωρος: Θα σου πω κάποια στιγμή. Θα δεις. Έχει πλάκα πάντως. Σοφία: Έχετε γράψει κάποιο κείμενο; Επιθεώρηση, καμπαρέ; Ισίδωρος: Μπορείς να το πεις και bar theatre. Σοφία: Τι; Εδώ πέρα; Ισίδωρος: Ξέρεις τι; Νομίζω ότι ίσως και να το δεις τώρα αμέσως. Το βλέπω στα μάτια τους. Ισίδωρος και Σοφία, χέρι χέρι, την πρώτη κιόλας βραδιά της γνωριμίας τους. Είναι δύο τα ξημερώματα, και επιστρέφουν στο διαμέρισμα των Εξαρχείων, την καλαίσθητη μικρή σπηλιά που, σαν ερημητήριο ή φωλιά κάποιου δυσκολοθώρητου αλλά όμορφου γουνοφόρου ζώου, στεγάζει προστατευτικά τις εύθραυστες ζωές τους, κρατιούνται χέρι χέρι όχι γιατί ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο από την πρώτη μέρα της συνάντησής τους (είναι όμως σε καλό δρόμο γι’ αυτόν το σκοπό), μα εξαιτίας των συσσωρευμένων καταστάσεων που ίσως να έπεσαν βαριά στις πλάτες τους για τα δεδομένα μίας και μόνο νύχτας· είναι στη Σόλωνος τώρα, το δρόμο που, σαν μπαϊπάς σωτήριο δίπλα στις μεγάλες αλλά αχανείς για τα αθηναϊκά μέτρα λεωφόρους, τραβάει πάντα τους
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 38
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
κουρασμένους περιπατητές, με το μικρό της πλάτος, τον παλιομοδίτικο συνωστισμό των καχεκτικών της πεζοδρομίων και του ακόμα πιο στενού της οδοστρώματος, το δρόμο που αντιστέκεται σε κάθε εξωραϊσμό και πεζοδρόμηση με στόχο τη δημιουργία κάποιου ψευτο-βιεννέζικου αντίγραφου, παραπέμποντας αγιάτρευτα σε μια βαλκανική, παλαιοοθωμανική πιάτσα μερακλήδων της παλιάς σχολής, τυπογράφων, εκδοτών, ωρολογοποιών, κουρδιστών πιάνων, λαϊκών διανοούμενων και συνειδητοποιημένων αστέγων, αγνώστων ποιητών που το κοινό πρόκειται να ανακαλύψει μονάχα τον επόμενο αιώνα, μνημονεύοντας την εποχή που εκείνοι επιβίωναν ως ρακοσυλλέκτες σε μια σκληρή, βρόμικη πόλη, και, τέλος, το δρόμο που, φυσικά, φιλοξενεί την παλιά κερήθρα της πιο επιζήμιας κάστας του κόσμου, των δικηγόρων, μια πανεπιστημιακή σχολή που παραδόξως και παράλληλα φροντίζει να προμηθεύει τις ορδές των αποφασισμένα αργόσχολων με ένα μονίμως ικανό ποσοστό ανθρώπων. Στη Σόλωνος λοιπόν, το νότιο σύνορο του αστικού νησιού των Εξαρχείων, παράλληλα προς τους πρόποδες του αρχαίου λόφου, εκεί περπατούν τώρα χωρίς να μιλάνε, εκείνη κουτσαίνοντας ελαφρά, εκείνος στηρίζοντάς την, καθώς περνούν δίπλα από μια μικρή ομάδα πόρνες, τραβεστί απ’ ό,τι φαίνεται, που τους κοιτάζουν με ανησυχία ρωτώντας τι συνέβη κι αν χρειάζονται κάποια βοήθεια, ερώτηση στην οποία ο Ισίδωρος απαντά μ’ ένα χαμόγελο και ένα αρνητικό νεύμα του κεφαλιού, και συνεχίζουν προς την τελική διασταύρωση πριν την πλατεία Κάνιγγος, εκεί όπου θα στρίψουν για ν’ ανεβούν τον αποκαλούμενο και ομαλό γκρεμό της Θεμιστοκλέους, ο οποίος πιθανότατα θα τους στερήσει οριστικά και τις τελευταίες δυνάμεις τους, οδηγώντας τους μεσοπρόθεσμα σ’ έναν βαθύ, ατελεύτητο ύπνο δίχως όνειρα· πριν να συμβεί αυτό ωστόσο, αναθυμούνται κι οι δυο τα γεγονότα των τελευταίων ωρών με μια φρέσκια, άγουρη νοσταλγία, που αγκαλιάζει δίχως διάκριση αρχικά τα όσα συνέβησαν εντός του
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 39
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
Σκυλιού του Παβλόφ, δηλαδή την αμ’ έπος αμ’ έργον εφαρμογή της Καταστασιακής Περφόρμανς Ολομέτωπης Ιογενούς Σύγκρουσης (ΚΑΠΟΙΟΣ) από τα μέλη της μυστικής ομάδας της συσταθείσας γι’ αυτόν το λόγο, που συνέβαινε να συμπίπτει επακριβώς με τα μέλη της παρέας του Ισίδωρου, εφαρμογή κατά την οποία (όπως άλλωστε ορίζουν οι κανόνες δράσης της ομάδας ΚΑΠΟΙΟΣ) σκοπός είναι να μπλεχτούν αξεδιάλυτα οι κανόνες της παραστατικής τέχνης με εκείνους της εν γένει ανθρώπινης συμπεριφοράς σε δημόσιους χώρους, οδηγώντας σε άκρως δημιουργικές συγχύσεις και παρεξηγήσεις, πάντα με βασικό καμβά το μοτίβο της διαπροσωπικής σύγκρουσης· στο πλαίσιο αυτό, με αφετηρία το αρχικό νεύμα τού εκάστοτε εν κινήσει σκηνοθέτη (που στην αποψινή περίσταση τύχαινε να είναι ο Θωμάς, ο πρώτος εμπνευστής και εφαρμοστής του όλου πρότζεκτ), κινητοποιούνται ως αυτοσχεδιαστικοί κειμενογράφοι και ερμηνευτές τα μέλη της ομάδας, θέτοντας σε ενέργεια τη χορεία των εξελίξεων. Και ιδού τι συνέβη: Τη στιγμή που ο Θωμάς είχε μόλις ολοκληρώσει ένα λογύδριο για την καταστροφική πολιτική του ΓΑΠ στα ζητήματα θεάτρου, τέχνης και πολιτισμού (κομμάτι της γενικότερης καταστροφής που η μνημονιακή κυβέρνηση είχε επιφέρει, αναμφισβήτητα στο πλαίσιο ενός σαφέστατα προδιαγεγραμμένου προδοτικού σχεδίου, σε όλο τον ιστό της χώρας), κόβοντας διά παντός τις σχετικές ετήσιες επιδοτήσεις, λογύδριο που είχε φροντίσει να κλιμακώσει διά της σταδιακής αύξησης της έντασης της φωνής του, τη στιγμή εκείνη λοιπόν, επενέβη ο Περικλής, χτυπώντας με δύναμη το χέρι του πάνω στο τσίγκινο τραπεζάκι και χύνοντας μάλιστα στο πάτωμα δύο ποτά (συγκεκριμένα το τζιν τόνικ της Σοφίας και το ρακόμελο του Ερνέστο), ενώ με στεντόρεια φωνή ανέκραξε «Αυτά είναι ανοησίες! Η παρούσα κυβέρνηση είναι η καλύτερη που είχαμε από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά! Όποιος το αμφισβητεί είναι αναμφισβήτητα κομμουνιστής! Για να μην πω αναρχικός!»
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 40
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
και στο σημείο αυτό ο Περικλής έφαγε μια σκουντιά από τον αγανακτισμένο Ερνέστο, που είχε στερηθεί το τρίτο του ρακόμελο, μετά από τη μικρή οδύσσεια μπιροποσίας στην οποία είχε αυτο-υποβληθεί όλο το απόγευμα, την ώρα που το κοινό του μαγαζιού είχε αρχίσει να εκδηλώνει την ευθεία αντίθεσή του στην παρέμβαση με αραιές κραυγές και κοροϊδευτικά χάχανα, προτού ο Περικλής δεχτεί την απάντηση του εμφανέστατα θιγμένου Θωμά «Και τι είναι, ρε φιλαράκι, για σένα οι αναρχικοί; Τίποτα ξεφτίλες; Ξεφτίλες είναι οι πολιτικοί που προσκυνάς, που τόσα χρόνια αδειάσαν τα ταμεία κι εσύ τους χειροκρόταγες, χαμούρη, ε χαμούρη! Πρόβατο!», ατάκες που είχαν ήδη πυροδοτήσει ένα εκκωφαντικό κύμα χειροκροτήματος απ’ τους υπόλοιπους θαμώνες του Σκυλιού, που πλέον είχαν όλοι στρέψει προς το μέρος της παρέας τους –η Σοφία ψάχνοντας τον Ισίδωρο με βλέμμα αμηχανίας και φόβου, καθώς εκείνος της έστελνε καθησυχαστικά μηνύματα με τα μάτια, αγκαλιάζοντάς την επιπροσθέτως διακριτικά, δηλώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο πως, ό,τι κι αν επρόκειτο να συμβεί, εκείνη έπρεπε να μείνει κοντά του–, και πια το πράγμα όδευε καθαρά προς μια μορφή πορτοκαλί συναγερμού, με τον μπάρμαν να κοιτάζει κι εκείνος αβέβαια τον κόσμο, αφού τόσον καιρό στο μαγαζί δεν είχε συνηθίσει σε επεισόδια (δε λέω, Εξάρχεια είναι αυτά, αλλά και πάλι το κοινό είχε μια άλφα ομοιομορφία, μια κόκκινη και μαύρη ομοιομορφία, ερχόταν να πιει το ποτάκι του με έθνικ-πανκ μουσικούλες, να συζητήσει για την ουτοπία και το ελεύθερο κάμπινγκ σε νησιά της σούπερ άγονης γραμμής, εδώ όπου ο Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι ήτανε μεγαλύτερο σελέμπριτι απ’ τον Πικάσο, και τσακωμοί που ανακαλούσαν επαρχιακό καφενείο και γεροντίστικες πολιτικολογίες της πρέφας δε χωρούσαν), την ώρα που ο Περικλής ετοιμαζόταν να τα παίξει όλα για όλα, κι αμέσως σηκώθηκε όρθιος και, με μια στάση που παρέπεμπε σε γορίλα σε φάση επιβεβαίωσης της κυριαρχίας του μεταξύ των αρσενικών της α-
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 41
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
γέλης, ούρλιαξε κατακόκκινος «Ρε πούστη, βρίζετε τον Παπανδρέου, αλλά δεν ξέρετε ότι του χρωστάτε, όλοι εσείς οι ανάρχες και τα κομμούνια χρωστάτε τη ζωή σας στην οικογένεια Παπανδρέου, αν ο παππούς του δεν είχε κάνει τη συμφωνία της Βάρκιζας, οι Άγγλοι θα σας είχαν φάει λάχανο όλους, που έτσι κι αλλιώς μερικούς σας ξεπάστρεψαν δηλαδή, αλλά τους περισσότερους σας άφησαν να ζήσετε, κατσαπλιάδες, ε κατσαπλιάδες, σας έσωσαν από τον εαυτό σας, μαλάκες, αλλά και πάλι δεν κρατιόσασταν! Πηγαίνατε γυρεύοντας! Μια ζωή το ίδιο κάνετε! Και σήμερα το ίδιο κάνετε και θα το φάτε το κεφάλι σας!», όπου μέσα στην άκρα σιωπή του αδιανόητου που είχε απλωθεί, καθώς στο γεωγραφικό μήκος και πλάτος της συγκεκριμένης περιοχής είχαν να ειπωθούν παρόμοιες φράσεις για πάνω από εβδομήντα χρόνια, την ώρα εκείνη λοιπόν που και το ανέμελο πέταγμα μιας μύγας είχε γίνει κι αυτό ηχητικά ευδιάκριτο, η Μάρα σηκώθηκε χωρίς κουβέντα από τη θέση της, έγειρε προς τον Περικλή, μετεωρίστηκε για λίγο μπροστά του, σάμπως να έψαχνε για την ιδανική σωματική στάση που θα της επέτρεπε να εκτελέσει το επερχόμενο τίναγμα, κι έπειτα του βρόντηξε ένα γερό χαστούκι, με τέτοια τέλεια ταλάντωση του κρότου ανάμεσα στην κούρμπα της παλάμης της και την κοιλότητα του μάγουλού του, που ο παραχθείς ήχος θα πρέπει να αντήχησε τουλάχιστον σε δύο οικοδομικά τετράγωνα μακριά. Η συνέχεια, φυσικά, καταχωρίστηκε στις μεγαλύτερες επιτυχίες μέσα στη δράση της ομάδας ΚΑΠΟΙΟΣ. Λίγη ώρα μετά, οι πέντε της παρέας συν τη Σοφία κατευθύνονταν τρέχοντας προς την πλατεία Συντάγματος, με την έξαψη των στιγμών που είχαν προηγηθεί ακόμα εγγεγραμμένη στα αγγεία των προσώπων τους, με τα κορμιά τους να πονούν από τα αδέσποτα χτυπήματα της γενικευμένης σύρραξης που είχε επακολουθήσει, και την ικανοποίηση στο στήθος τους ότι για άλλη μια φορά είχανε δοκιμάσει εκείνα τα περιβόητα «όριά
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 42
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
τους», ενώ ταυτόχρονα είχανε καταφέρει να περισώσουν εκτός των άλλων και τα ελάχιστα χαρτονομίσματα που αναπαύονταν άθικτα μέσα στις τσέπες τους, μιας και, πάνω στην αναμπουμπούλα και στον καβγά, η πληρωμή για τα ποτά ήταν το λιγότερο που θα σκέφτονταν οι υπεύθυνοι του μπαρ. Καθώς το τρέξιμο γινότανε σιγά σιγά ζωηρό περπάτημα κι έπειτα διάλειμμα αναγκαστικό για να βρουν την ανάσα τους, η Μάρα έβγαλε το κινητό της και τους έδειξε τις σκηνές που είχε καταγράψει, το διαπληκτισμό του Περικλή με το Θωμά, το δικό της χαστούκι κι ύστερα τις σκηνές μανίας που διαδραματίστηκαν, με τις βρισιές και τα χτυπήματα από άγνωστους ανθρώπους, αγόρια που φώναζαν με οργή ξανά και ξανά τη λέξη «φασίστα», κορίτσια που φτύνανε και υπογράμμιζαν την πράξη τους με ένα αηδιασμένο «φτου σου, ρε», φάσκελα, κωλοδάχτυλα, παλάμες τεντωμένες να σκάνε ανώμαλα σε σβέρκους, γροθιές να τρυπούν τον αέρα και διορθωτικά να τον ξανατρυπούν, λόγω της ανεπανόρθωτα διπλασιασμένης όρασης του αλκοόλ, κι όλα αυτά κάτω απ’ το διάπλατο βλέμμα της Σοφίας, τόσο εντός όσο και εκτός της οθόνης, αφού, ακόμα κι εκεί, στην άδεια Ακαδημίας όπου είχαν κάνει στάση, συνέχιζε να είναι σαστισμένη με το σκηνικό, τόσο που ρώτησε «το ’χετε ξανακάνει δηλαδή;», για να πάρει αμέσως απάντηση απ’ τον λαχανιασμένο Ερνέστο: «Ουου, έχει γίνει πια συνήθεια. Παντού το κάνουμε, σε ταβέρνες, σε μπαρ, ακόμα και στο σινεμά άμα λάχει. Και πάντα ο κόσμος τσιμπάει, αυτό είναι το μαγικό. Καθόμαστε και φτιάχνουμε περίπλοκα σενάρια, διαλόγους, διαφωνίες, για ένταση, ρε παιδί μου, αλλά δε χρειάζεται καν, στην πρώτη φωνή, στο πρώτο μπινελίκι, βλέπεις αγνώστους να σ’ την πέφτουν στεγνά, ακόμα και φάπες να ρίχνουν, έτσι, στα γεμάτα. Και, βασικά, τους τελευταίους μήνες, άμα βγεις και μιλήσεις για πολιτικά, είναι σίγουρο ότι κάποιος θα σου την πει, όλοι είναι φουλ τρελαμένοι». «Το υλικό που έχουμε μαζέψει, μια μέρα θα γίνει ντοκιμαντέρ», είπε με
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 43
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
σοβαρότητα, σχεδόν σκυθρωπά ο Περικλής. «Έχω βρει και τίτλο: “Τα Χρόνια της Φωτιάς”. Εναλλακτικός τίτλος: “Καταστασιακή Αθήνα: Ώρα Μηδέν”». Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε ένας μελωδικός χτύπος· η Μάρα κοίταξε το κινητό της και τους ενημέρωσε ότι γίνονταν πράγματα στην πλατεία, είχε μαζευτεί κόσμος αυθόρμητα, μέσω Φέισμπουκ, και τα ’χωναν στη Βουλή. «Τι λέτε, πάμε;» Όταν έφτασαν, βρέθηκαν μπροστά σε μια συγκέντρωση τόσο μεγάλη, που θύμιζε κεντρική κομματική ομιλία άλλων εποχών. Το πλήθος δεν είχε ούτε τέλος ούτε αρχή, διαπίστωσε ο Ισίδωρος, που όλη την προηγούμενη ώρα είχε μια άσχημη γεύση στο στόμα, γεύση που ακόμα δεν έλεγε να τον εγκαταλείψει, μιας και φοβόταν ότι η Σοφία θα είχε σοκαριστεί ως εκεί που δεν έπαιρνε με την παρέα του, μια κοπέλα εντελώς αβροδίαιτη, όπως όλα έδειχναν, μέχρι τότε, μεγαλωμένη μέσα στις καλές τέχνες και στην ποιοτική μουσική, που τώρα ίσως να γινόταν για πρώτη φορά μάρτυρας της αγριότητας του κόσμου, της αγριότητας της ζωής γενικά, και όλο αυτό το γεγονός είχε ως πρόσημο και στάμπα πάνω του τη μορφή του Ισίδωρου, του απρόσκλητου μουσαφίρη που εκτός των άλλων είχε τρυπώσει σαν τον αρουραίο σπίτι της, εκμεταλλευόμενος τα δικά της αισθήματα φιλανθρωπίας. Καθώς περπατούσαν ανάμεσα στους διαδηλωτές, πλησιάζοντας στην πλατεία, από το τέλος της Ακαδημίας και τα ανθοπωλεία, πέρα από τα μονίμως ακροβολισμένα ΜΑΤ με τις κλούβες που ποτέ δεν αργούσαν να κάνουν την εμφάνισή τους, κατευθυνόμενοι με αυξανόμενη δυσκολία προς το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, εκεί όπου πάντα συγκεντρωνόταν το πιο πηχτό, το πιο αδιαπέραστο πλήθος, και λίγο λίγο χάνονταν απ’ τους υπόλοιπους, αποκαθιστώντας την πρότερη, την πιο αποκλειστική και πολύτιμη για κείνον οικειότητα ανάμεσά τους, που απαλή και ευάλωτη ξεδιπλωνότανε διστακτικά σα νέο λουλούδι μες στο προχωρημένο, ζεστό βράδυ, κατάλαβε ότι η Σοφία ερχόταν
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 44
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
όλο και πιο κοντά του, σχεδόν κολλούσε πάνω του, αναζητώντας την ασφάλεια του ανοιχτού, χαλαρού χεριού του («δεν πρέπει να έχει ξαναβρεθεί σε διαδήλωση», σκέφτηκε με μια χαμογελαστή κατανόηση που δύσκολα θα έδειχνε σε άλλη περίπτωση), την ώρα που γύρω τους ο κόσμος ολοένα πύκνωνε, άνθρωποι όλων των ηλικιών και των προελεύσεων, νεαροί στην ηλικία τους, τριαντάρηδες με μωρά σκαρφαλωμένα στους ώμους, νοικοκυρές και μεσήλικες που έδειχναν κι εκείνοι πρωτάρηδες σε μαζικές συγκεντρώσεις, γέροι, παιδιά, έφηβοι με σκανταλιάρικο βλέμμα και ανήσυχα πόδια, αλλά και άλλοι, πιο επαγγελματίες και οργανωμένοι, απ’ τους γνωστούς των Εξαρχείων με τα ατημέλητα ρούχα και το στοχαστικό βλέμμα, στο βάθος του οποίου διακρινόταν η φλόγα μιας ίδιας πάντα, μόνιμης ετοιμότητας (ετοιμότητας για ποιο πράγμα; – για όλα, ίσως σου απαντούσαν αν τους ρώταγες), μέχρι πραγματικά σκοτεινές φάτσες, μεγαλόσωμους νεαρούς με ξυρισμένα κεφάλια και τατουάζ με ρούνους ζωγραφισμένα στους γυμνούς μύες τους, και μάτια που δεν έλεγαν τίποτα αλλά παρ’ όλα αυτά μιλούσαν, όπως μιλάει μια τρύπα καταμεσής ενός σκοτεινού τοίχου, πίσω από την οποία μπορεί να συμβαίνουν τα πάντα, ένας βιασμός ή ο πρώτος φόνος που διαπράττει με τα χέρια του ένα ανήλικο αγόρι, και όλα αυτά η Σοφία τα ρούφαγε με τα μάτια της, την έβλεπε, τα μαύρα μάτια της ήταν ακόμα πιο ορθάνοιχτα τώρα, κι όπως την κοίταζε λοξά, από το πλάι, δίχως η ίδια να το αντιλαμβάνεται, ένιωθε μιαν απέραντη τρυφερότητα για κείνη, μια τρυφερότητα σχεδόν πατρική, ένιωθε ότι ετούτο το κορίτσι που είχε μόλις σήμερα γνωρίσει επρόκειτο να γίνει πολύ σημαντικό γι’ αυτόν, επρόκειτο να ενωθεί με τη μοίρα του με τέτοιον τρόπο, που καθετί από τώρα και στο εξής θα ήταν σημαντικό, σημαδιακό και σπουδαίο, και ότι πολύ σύντομα το κορίτσι αυτό θα τον δεχόταν μέσα του όπως καμιά δεν το ’χε κάνει μέχρι τώρα, όπως ποτέ του εκείνος δεν είχε υπάρξει ικανός να μπει μέσα σε κάποια, κι ίσως
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 45
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
αυτή του η ανομολόγητη αδυναμία (αδυναμία ακόμα και μπροστά στον εαυτό του τον ίδιο, γιατί μονάχα σε στιγμές μεγάλης απόγνωσης είχε το θάρρος να προσθέσει και τούτη την αποτυχία στις αμέτρητες άλλες δικές του, την αποτυχία δηλαδή να είναι σωστός άντρας, σωστός εραστής για τις ελάχιστες γυναίκες που είχανε διασταυρωθεί μαζί του μέχρι απόψε), ίσως η αδυναμία αυτή λοιπόν να ’ταν το σήμα που του έστελνε η ζωή του, ότι μονάχα η Σοφία επρόκειτο να έχει αξία από δω και στο εξής. Σοφία: Πόσος κόσμος, τι γίνεται απόψε; Ισίδωρος: Δεν έχω ιδέα... Η Μάρα είπε κάτι για «Αγανακτισμένους». Ξέρεις, όπως στην Ισπανία. Σοφία: Στην Ισπανία; Έχουν κι εκεί τέτοια; Ισίδωρος: ... Σοφία: Μάλλον έχω μείνει πολύ πίσω. [Τριγύρω αντηχούν συνθήματα, κάτω απ’ τους ήχους βραζιλιάνικων κρουστών μαζί με κατσαρολικά που τα χτυπάνε μεταξύ τους σύμφωνα με το πρότυπο της Αργεντινής. Τα συνθήματα λένε «Να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή», «Καμαριέρες! Καμαριέρες!», «Έι, ο, έι, ο», κι έπειτα μαζικά μούντζες προς το Κοινοβούλιο.] Ισίδωρος (φωνάζοντας): Δεν είχες και πολλά προβλήματα τα τελευταία χρόνια, έτσι; Σοφία (κοκκινίζοντας ελαφρά): Εννοείς οικονομικά; Ισίδωρος: Ε, ξέρεις, ναι. Αυτά που έχουν οι περισσότεροι. Όσοι είναι μαζεμένοι εδώ, σίγουρα. Σοφία: Εντάξει, δεν είναι το ίδιο. Απλά, έχω τη μάνα μου, τον πατριό μου. Με βοηθάνε. Εσύ; Δύσκολα, ε; Ισίδωρος: Χωριό που φαίνεται... Σ’ ευχαριστώ πολύ πάντως. Δεν ξέρω αν σ’ το είπα το πρωί. Εκτιμώ πολύ τη φιλοξενία. Σοφία: Δεν τρέχει τίποτα. Μπορείς να κάτσεις όσο θέλεις. Ισίδωρος: Αλήθεια; Επειδή... Δηλαδή εγώ ήρθα για δυο τρεις μέρες. Σοφία: Αλήθεια. Όσο γουστάρεις.
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 46
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
Η ανάγκη να τη φιλήσει, να νιώσει τη γεύση του στόματός της, εκεί, τώρα, την ίδια στιγμή, να την αγκαλιάσει και να αφήσει να διαγραφεί πάνω του το ανάγλυφο του κορμιού της, ήταν τόσο ισχυρή, που σχεδόν προχώρησε στο πρώτο βήμα που θα κινητοποιούσε όλη τη διαδοχή των ενεργειών γι’ αυτόν το σκοπό, σχεδόν ταλαντεύτηκε με τη λάμψη της επιθυμίας του στα μάτια και –το σπουδαιότερο!– νόμισε ότι είδε το αντικαθρέφτισμα της επιθυμίας του να τρεμοφέγγει στο δικό της βλέμμα, μέσα στο μισοσκόταδο της πλατείας, που επιπλέον διακοπτόταν συνεχώς από τους ίσκιους και τα νυχτωμένα περιγράμματα τόσου κόσμου, διέκρινε, για ένα φευγαλέο δευτερόλεπτο, φυλακισμένο μες στις κόγχες των ματιών της, το σπίθισμα μιας διεκδίκησης, το άναμμα του πειρασμού για ένα επιπλέον βήμα, για ένα αγκάλιασμα (;), για ένα επιπρόσθετο πλησίασμα τέλος πάντων, μέσα στο σύνολο των διακριτικών χειρονομιών που λίγο λίγο τους έφερναν όλο και πιο κοντά εκείνη την παράξενη μέρα, όμως το σπίθισμα στα μάτια της ήταν πολύ αμυδρό και πέρασε, και το επόμενο δευτερόλεπτο ακούστηκε ένας κρότος και όλοι γύρισαν μπροστά, προς τη Βουλή, όπου ένας τύπος που κρατούσε ένα τεράστιο γκονγκ είχε αρχίσει να το χτυπάει με ένα ματσούκι που θύμιζε γιγάντια μπατονέτα για τ’ αυτιά, την ίδια ώρα που δύο γυμνασμένα παιδιά, στο στυλ εκείνων που συνήθιζαν να εκτελούν κινήσεις καποέιρα, χόρευαν και κραδαίνανε γραμμένα συνθήματα προς το συγκεντρωμένο πλήθος, που αμέσως ανταποκρίθηκε και, με τη συνοδεία του γκονγκ, άρχισε να φωνάζει ρυθμικά προς το φωταγωγημένο Κοινοβούλιο «φέρ-τε-πίσω-τα-κλεμ-μένα!», «φέρ-τε-πί-σω-τα-κλεμ-μένα!», και καθώς ο θόρυβος και η οχλαγωγία είχαν συμβάλει στο πλησίασμά τους, και ο Ισίδωρος είχε κατορθώσει να περάσει το μπράτσο του γύρω από τη λεπτή της μέση, τον χτύπησε σαν ένα ευφρόσυνο έμφραγμα μια εικόνα προφητική από το κοντινό μέλλον, με τόση δύναμη, που ο κόσμος γύρω του σα να σκοτείνιασε ακό-
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 47
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
μα περισσότερο, κι αυτός βυθίστηκε στην αίσθηση της πρώτης φοράς που επρόκειτο να κάνουν έρωτα, τόσο αληθινής και απτής όσο δε θα ’ταν ούτε όταν (ή αν ποτέ) θα έφτανε εκείνη η ώρα, και είδε το κορμί της γυμνό σαν ένα μίσχο κάποιου λυγερόκορμου φυτού στο χρώμα της μελαμψής σάρκας, να τεντώνεται ίδιο με κάποια συμπαντική υπερχορδή μπροστά του, κι εκείνος να αρπάζεται, να πιάνεται από το κορμί αυτό για να μη χαθεί στη φριχτή χοάνη του διαστήματος, πρώτα με το ένα χέρι, έπειτα με το άλλο και, τέλος, τυλίγοντας, όπως τυλίγεται ο χαμαιλέων στο κλαδί, το ασήμαντο δικό του σώμα γύρω από την ενεργειακή χορδή που παλλόταν με το ρυθμό της καρδιάς του, της καρδιάς όλων των ανθρώπων που υπήρχαν και που ζούσαν ή που είχανε ζήσει ποτέ, και καθώς έφερε το πρόσωπό του στο ύψος του δικού της προσώπου, είδε τα μάτια της να τον αναγνωρίζουν, όπως τα μάτια μιας τίγρης αναγνωρίζουν το θήραμα που μέχρι πριν λίγο κρυβόταν καμουφλαρισμένο στις καλαμιές, και τότε εκείνος, που ήταν απ’ την αρχή έτοιμος, μπήκε απότομα μέσα της, και η ηδονή ήταν απίστευτη, ήταν τέτοια, που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ, ο ίδιος τόσο σκληρός, που νόμιζε ότι επρόκειτο να σπάσει, όπως το λιωμένο μέταλλο που απότομα παγώνει και κινδυνεύει να ραγίσει από την έντονη πήξη του, η ηδονή ήταν τόσο μεγάλη, που ένιωσε να τον κατασπαράζει, ένιωσε ότι η ένωσή τους η ηλεκτρική τον σκότωνε σιγά σιγά ή ότι τον έκανε θεό, λίγο λίγο, με κάθε παλμό και ταλάντωση μέσα της, και κάπου εκεί μες στο σκοτάδι του οράματός του τον χτύπησε ένα τράνταγμα και όταν άνοιξε τα μάτια του, ή μάλλον όταν μπόρεσε να διακρίνει τι γινόταν γύρω του, ήταν πια αργά. Γιατί η Σοφία έπαιζε ήδη ξύλο με μια τύπισσα, ενώ μπροστά του ένας άλλος τύπος που το πρόσωπό του ήταν αμυδρά γνωστό τον έδειχνε απειλητικά με το δάχτυλο, και όταν μπόρεσε ν’ ακούσει τα λόγια του, τον έπιασε τρόμος, γιατί ο τύπος έλεγε, σκουντώντας και άλλους απ’ το πλήθος γύρω του και πάντα δείχνοντας τον Ισίδωρο με το δά-
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 48
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
χτυλο, ο τύπος έλεγε: «Εσύ δεν ήσουνα πριν στο μπαράκι, με το φίλο σου το φασίστα; Αυτόν που έλεγε ότι ο Παπανδρέου είναι ο σωτήρας της Ελλάδας κι ότι όποιος είναι αριστερός γαμιέται; Ε; Και που μας σάπισε και στο ξύλο; Ε; Ε; Ε;» Αυτά έλεγε ο τύπος και τον έδειχνε όλη την ώρα με το δάχτυλο, κουνώντας το εκδικητικά, με το βλέμμα του να πηγαίνει συνέχεια πίσω μπρος, πίσω μπρος, ανάμεσα στον Ισίδωρο και στο πλήθος, στο πλήθος και στον Ισίδωρο. Και να τοι λοιπόν τώρα, ο Ισίδωρος με τη Σοφία, να στρίβουν από τη Σόλωνος ανηφορίζοντας τη Θεμιστοκλέους, εκείνη κουτσαίνοντας ελαφρά, ο Ισίδωρος στηρίζοντάς την, αφού λίγη ώρα πριν είχαν αναγκαστεί να αποδράσουν απ’ τη γεμάτη πλατεία όπως όπως, τρώγοντας και μερικές ψιλές στο σβέρκο, η Σοφία έχοντας δεχτεί μια φοβερή κλοτσιά στο καλάμι απ’ την αντίπαλό της και επιπλέον έχοντας φάει μια επική τούμπα κατά την έξοδό τους από το θέατρο της διαμαρτυρίας (μάχης για κείνους μάλλον πια), που είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί ένα πιθανότατα ελαφρύ διάστρεμμα, έχοντας μολαταύτα οι δυο τους την ικανοποίηση ότι απέφυγαν τα χειρότερα, γιατί σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις είναι πανεύκολο να σε ρουφήξει μέσα του το πλήθος και να σε φτύσει έπειτα γυμνό σαν κουκούτσι· να τοι λοιπόν τώρα, να ανηφορίζουν την αβάσταχτη Θεμιστοκλέους, που υψώνεται μπροστά τους με κλίση σαράντα πέντε μοιρών, θυμίζοντας τη ράχη τη σκυφτή κάποιου τραγικού, αρχαίου γέρου, μια ράχη που είχε σκαλιστεί στο βράχο, στους πρόποδες του λόφου του Στρέφη, εκεί όπου –πάντοτε το σκεφτόταν ο Ισίδωρος, όταν ο δρόμος του τον έφερνε στα ορεινά των Εξαρχείων– στ’ αλήθεια τριγυρνούσαν λύκοι τα παλιά τα χρόνια και που το όνομά τους είχε δοθεί στον άλλο λόφο, τον μεγαλύτερο και πιο γνωστό, λύκοι που λούφαζαν στις άκρες της πόλης της Αθήνας και που μπορεί και ν’ άρπαζαν κάποιο παιδί ή κάποιον ανήμπορο άνθρωπο, και την επόμενη ή μερικές μέρες αργότερα να βρίσκανε
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 49
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
τ’ απομεινάρια του οι περαστικοί κι ύστερα οι γειτονιές να αναλύονταν σε θρήνους, εκεί λοιπόν, στην αρχαία είσοδο της επικράτειας των λύκων, καθώς πλησίαζαν προς το μικρό διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, εκεί βρήκε το θάρρος ο Ισίδωρος, βρήκε ένα αφύσικο, πρωτόγνωρο για κείνον θάρρος, κι έδωσε στη Σοφία το πρώτο τους φιλί, στρίβοντας απότομα το κορμί του, κλείνοντάς της το δρόμο και κολλώντας τα χείλη του ακριβώς πάνω στα δικά της, με μια εφαρμογή τόσο τέλεια, τόσο προδιαγεγραμμένη σχεδόν, που έμοιαζε με το πρώτο προμήνυμα του οράματος που τον είχε συνταράξει λίγα λεπτά μονάχα πιο πριν. «Συγγνώμη», της είπε αμέσως μετά. Εκείνη του έκλεισε το στόμα με το δάχτυλό της και του έσφιξε το χέρι ακόμα πιο πολύ, το χέρι του που ήδη την κρατούσε σφιχτά. Έτσι, ανταλλάσσοντας αμίλητα σήματα μορς, σφίγγοντας και ξεσφίγγοντας τις καλά πλεγμένες παλάμες τους, έφτασαν μέχρι το κατώφλι του σπιτιού της. Αργότερα, προσπαθώντας να κοιμηθεί μέσα στον υπνόσακό του, ο Ισίδωρος αναλογίστηκε όσα είχαν συμβεί το τελευταίο εικοσιτετράωρο, που η δύναμή τους δεν άφηνε ακόμα τον ύπνο να τον πλησιάσει. Σκέφτηκε τη συνωμοσία της τύχης που τον είχε οδηγήσει στο σπίτι τούτης της κοπέλας, μιας κοπέλας που έμοιαζε να ’χει ξεπηδήσει κατευθείαν μέσα από κάποιο εξιδανικευμένο, κρυφό του όνειρο, σκέφτηκε εκείνο που απλωνότανε μπροστά του, όπως όλα έδειχναν, την πιθανότητα της πρώτης πραγματικής σχέσης της ζωής του, στην ήδη προχωρημένη ηλικία των είκοσι οχτώ, πιθανότητα η οποία για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν τον πλημμύριζε με τα απόνερα του άγχους και των τύψεων (τύψεων ακόμα και για την ύπαρξή του την ίδια), όπως συνέβαινε κάθε φορά στο παρελθόν που έσκαγε μύτη το ενδεχόμενο να εμπλακεί ερωτικά χωρίς τη μεσολάβηση χρηματικής συναλλαγής κάποιου είδους, σκέφτηκε και το σπίτι αυτό, που επίσης ανεξήγητα το ’χε αισθανθεί από την πρώτη στιγμή
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 50
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
σαν εντελώς δικό του, δεδομένου ότι είχε ήδη εμπειρία ύπνου ως φιλοξενούμενος τουλάχιστον σε μια ντουζίνα μέρη, σε καναπέδες και κρεβάτια αναπαυτικά ή άβολα, της μίας νύχτας ή και της μιας εβδομάδας, ποτέ του όμως δεν είχε νιώσει εκείνη τη στιγμιαία ανακούφιση που προοιωνίζεται το τέλος ενός δύσκολου και δυσάρεστου ταξιδιού, όπως το συναίσθημα που τον αφόπλισε αμέσως με το που πάτησε το πόδι του μες στο διαμέρισμα της Σοφίας, σκέφτηκε ακόμα και το σκυλάκι τον Κλάους, που οι απαλές πατούσες του ακούγονταν τούτη την ώρα σα μικρά σκαστά φιλιά πάνω στο κρύο δάπεδο με τα πλακάκια, στις τρεις περίπου τα ξημερώματα, επειδή ο μικρός τους κάτοχος υπέφερε μάλλον από αϋπνίες, ή μπορεί να ’ταν και αρκετά νυχτόβιος, γι’ αυτό και περιπλανιότανε μεθοδικά και ακατάπαυστα μέσα στο νυχτωμένο σπίτι, μυρίζοντας τα ίχνη των κινήσεων της ημέρας, μυρίζοντας τα έπιπλα, μυρίζοντας και τη Σοφία και τον Ισίδωρο (άραγε εκείνη να παρέμενε εξίσου άγρυπνη στο κρεβάτι της τούτη την ώρα;), ίσως αναζητώντας τα οσφρητικά τεκμήρια της έλξης ανάμεσά τους, της έλξης για την οποία ενδεχομένως το σκυλί να γνώριζε ήδη περισσότερα απ’ ό,τι οι δυο τους, αφού, όπως λένε οι επιστήμονες, αυτά τα δεδομένα εγγράφονται εντελώς αυθεντικά στις μυρωδιές καθώς και στις αδιόρατες εκκρίσεις της μυστικής χημείας των σωμάτων, της έλξης, τέλος, η οποία μέσα σε λίγες μόνο ώρες είχε αλλάξει ολόκληρη την ισορροπία του χώρου, του χώρου όπου και ο μικρός ο Κλάους κατοικούσε, υποσχόμενη να δημιουργήσει από το τίποτα ένα νέο ζευγάρι, ένα κύτταρο αποτελούμενο από δύο μοναχικούς ως χτες ανθρώπους. Είναι σκοτάδι, η νύχτα προχωράει, όμως ο Ισίδωρος ακόμα δεν μπορεί να κοιμηθεί. Βασανίζεται από το ενδεχόμενο μιας ευτυχισμένης αναλαμπής και από το επίμονο προαίσθημα του τέλους της. Βασανίζεται από τον πόθο του για τη Σοφία, αλλά και απ’ το φάντασμα του πόθου αυτού, που το φοβάται και που
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 51
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
νιώθει να τον απειλεί. Βασανίζεται από το αίσθημα ανεπάρκειας, που του έχει γίνει, ξεκινώντας στα χρόνια της εφηβείας του ακόμα, κάτι παραπάνω από δεύτερη φύση. Κάτι τέτοιες ώρες η σκέψη του συνήθως επιστρέφει σε κείνα τα πρώτα ζόρια, την εποχή που ζούσε στην πατρίδα του τη Λευκάδα, προτού έρθει στην Αθήνα για σπουδές και ρίξει περίπου μαύρη πέτρα πίσω του, και στο πατρικό του σπίτι στην πόλη, ένα παλιό ισόγειο σκάρτων πενήντα τετραγωνικών, αφού στον πάνω όροφο του σπιτιού τής πάλαι ποτέ καλοστεκούμενης οικογένειας είχανε πια εγκατασταθεί νοικάρηδες, εκτοπίζοντας τους άλλοτε νοικοκύρηδες από το πλέον επίζηλο κομμάτι της κατοικίας τους και ρίχνοντάς τους στο περιφρονητέο ισόγειο, εκεί όπου κάποτε στεγαζόταν το πλυσταριό και η αποθήκη· και σκέφτεται τους γονείς του και την αδελφή του, αυτά τα πρόσωπα για τα οποία αναρωτιέται ποια θα ’ταν η αντίδρασή του αν μια μέρα τού ανακοίνωναν ότι δεν επρόκειτο να ξαναδεί ποτέ, αναζητώντας κάποιο ίχνος συναισθηματικού αντίκτυπου μέσα του για ένα τέτοιου είδους ενδεχόμενο, χωρίς παρ’ όλα αυτά να το βρίσκει, κατά πάσα πιθανότητα επειδή ακριβώς ήταν ανύπαρκτο, ανύπαρκτο με τους καθαρότερους και πιο σαφείς όρους ανυπαρξίας, και εφόσον δεν τον συνέδεε μαζί τους πια καμία μα καμία εξάρτηση, καμιάς μορφής, σαφέστατα όχι συναισθηματικής, μα ούτε και υλικής ακόμα, δεδομένου ότι αφενός ο γέρος ίσα που έβγαζε τα απαραίτητα για τη συντήρηση της γυναίκας και της κόρης του, αφετέρου μιας και, από την εποχή που τους είχε ανακοινώσει (αποκαλύψει μάλλον, μετά από αρκετούς δισταγμούς, διλήμματα και αναβολές γι’ αυτό) ότι επρόκειτο να εγκαταλείψει τις σπουδές λογιστικής για χάρη της ηθοποιίας, του είχαν κλείσει ερμητικά όλες τις πόρτες, πραγματοποιώντας την παλιά και ρεαλιστική απειλή τους για παύση κάθε οικονομικής ενίσχυσης, κοινώς «τέρμα το επίδομα», όπως του είχε φτύσει ο γέρος ένα μεσημέρι στο τηλέφωνο, με κείνη τη βραχνιασμένη, ένρινη φω-
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 52
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
νή που ο Ισίδωρος ανέκαθεν απεχθανόταν, «αν θες να γίνεις θεατρίνος, κοίτα να βρεις δουλειά για να ’χεις να τρως, ή αλλιώς κάνα κορόιδο να σε τρέφει, γιατί εγώ κορόιδο σου δε γίνομαι». Και σκέφτεται τη λιμνοθάλασσα, που τέτοια εποχή είναι πανέμορφη, με ένα χρώμα ανάμεσα στο γκρι και το τιρκουάζ και κάθε λογής θαλασσοπούλια να την κοσμούν ισορροπώντας λεπταίσθητα στις καλαμιές της, παραπέμποντας σε ιαπωνικές τοπιογραφίες, υπέροχα όλα αυτά, αν εξαιρέσεις την αποφορά της μούτελης, αυτής τη ιδιαίτερης βοθρίλας που αναδίδει ο βούρκος της περιοχής όταν αναμειγνύεται με τα πολυποίκιλα λύματα μιας αδιάψευστα ανθρώπινης προέλευσης, κι έπειτα σκέφτεται το δρόμο της Γύρας που αγκαλιάζει το τοπίο κυκλικά, το σκηνικό τόσων και τόσων διαδρομών με το ποδήλατο την εποχή της ατελείωτης εφηβικής μοναξιάς του, με τελικό προορισμό το φάρο, σαν ένα μοναχικό κερί εγκατεστημένο πάνω στη μικρή τούρτα των υποκείμενων βράχων, ο οποίος σηματοδοτούσε αδιάπτωτα και αμετανόητα τον αριθμό ένα, ένας ο φάρος, ένας ο Ισίδωρος, χωρίς ελπίδα για πρόσθεση οποιασδήποτε μορφής, αλλά, αντίθετα, όμηρος μιας εν δυνάμει αφαίρεσης, ακόμα κι εκείνης της φτενής μονής αριθμητικής ποιότητας που του ’χε λάχει και του απέμενε, σκέψη επίμονη και άκρως στοιχειωτική για τον Ισίδωρο τότε, ιδίως αν είχε παρεμβληθεί και η ανάγνωση ποιημάτων του Καρυωτάκη λίγο πριν, και, τέλος, αντιστικτικά, σκέφτεται τους γονείς του, τους δύο ανθρώπους που για χρόνια και χρόνια έδιναν σάρκα και οστά στο εσωτερικό του έρεβος, έναν πατέρα που τον γέννησε στα εξήντα του και μία μάνα στα σαράντα οχτώ, εικόνες παγωμένες στο βάθος ενός θολού κάδρου, στην πρόσοψη η επιγραφή «Σπυράγγελος Δούκας – Φώτα, Πορσελάνες, Υαλικά» (Υαλικά, γαμώτο! Τέρμα Κουμανταρέας δηλαδή), μαγαζί στο κέντρο του εμπορικού δρόμου, στο αρχέγονο νυφοπάζαρο, η αργή παρακμή ενός εμπορεύματος που κάθε χρόνο έχανε ολοένα και περισσότερο σε αξία, αφού οι άνθρωποι
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 53
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
«ξέμαθαν στην ποιότητα, τα θέλουν όλα πλαστικά, για ν’ αγοράζουν και να πετάνε, δε σέβονται ούτε τον κόπο του άλλου ούτε τίποτα», οι δυο τους που ώρες ώρες τον έκαναν ν’ αναρωτιέται μήπως ήταν κι οι ίδιοι κατασκευασμένοι από γυαλί, ή πορσελάνη, τόσο κρύα ένιωθε την επαφή με το δέρμα τους, κάνοντας ακόμα και το σπάνιο φιλί μια μικρή υπόμνηση θανάτου, και, βέβαια, πάνω και πέρα απ’ όλα η αδελφή, η μεγάλη αδελφή, τόσο μεγάλη, που θα μπορούσε να ’ναι ακόμα και μάνα του (ο Ισίδωρος ήταν το καθυστερημένο ατύχημα μιας βραδιάς με υπερβολική παγωνιά και ακατάσχετη, απελπισμένη οινοποσία), ακούνητη και αμίλητη απ’ τα φάρμακα, παχύσαρκη και ελαφρώς γενειοφόρος (το μόνο «ελαφρώς» που μπορούσε να ειπωθεί έτσι αψήφιστα σε σχέση με κείνη), μόνιμο αντικείμενο του ελέους, του χαμηλόφωνου σχολιασμού καθώς και των σιωπηλών νευμάτων κατανόησης κάθε συμπαθούντα ή/και ευμενώς ανησυχούντα γείτονα και συμπολίτη, και με το αδιανόητο στίγμα να ταυτίζεται μ’ αυτή τη μόνη λέξη της βαριάς διάγνωσης, της ψυχικής νόσου που κολυμπάει στο κοινό αίμα σα γυρίνος δράκοντα, που τρέφεται απ’ το πλάσμα και τα αιμοφόρα αισθήματα μεγαλώνοντας λίγο λίγο, ο ξενιστής της μαύρης του μοίρας, η μία λέξη που βρισκόταν πάντα στον πάτο κάθε αβάσταχτης συνειδητοποίησης. Και τέλος. Αυτά τα ολίγα. Γι’ ακόμα μια φορά. Κι όμως. Απόψε σαν κάτι να ’χει αλλάξει. Λες κι έχει συμβεί μια κρίσιμη μετατόπιση, όχι στα γεγονότα τα ίδια, μα στη δικιά του θέση απέναντί τους, στην ικανότητά του να τα παρατηρεί και να τα αισθάνεται, στο πόσο ευάλωτος παραμένει στις εξοντωτικές τους ριπές. Τώρα ένα χέρι τον πιάνει σταθερά και τον απομακρύνει απ’ την εμβέλειά τους, του δείχνει τη δυνατότητα μιας άλλης χώρας, τον μαθαίνει την ομορφιά και τη λήθη. Είναι η Σοφία, που κοιμάται λίγο πιο πέρα από κείνον (ναι, με κάποιον υπερφυσικό τρόπο μπορεί και ακούει τη χαμηλόφωνη ανάσα
MANTHS TYFLOI - DD final_Layout 1 8/3/17 3:01 μ.μ. Page 54
ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ
της από το διπλανό δωμάτιο) και σχεδόν νιώθει ευγνωμοσύνη που δεν προχώρησε περισσότερο μαζί της τούτη τη νύχτα, νιώθει ευγνωμοσύνη που άφησε κάτι να περιμένει για αύριο, για μεθαύριο, για τις επόμενες μέρες της υπόλοιπης ζωής του. Και έτσι, γεμάτος από γλυκιά ανυπομονησία, αισθάνεται σιγά σιγά τον ύπνο να τον κατακλύζει και να τον παίρνει μαζί του. Και είναι σίγουρος ότι σε λίγο θα την ονειρευτεί.