Ντούλσε Μαρία Καρντόζο «Ο γυρισμός»

Page 1

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 5

ΝΤΟυΛΣΕ ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΝΤΟζΟ

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ c

Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΑ

ΑΘΗΝΑ ΨυΛΛΙΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 6

H παρούσα έκδοση επιχορηγήθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Βιβλίου, Αρχείων και Βιβλιοθηκών της Πορτογαλικής Δημοκρατίας. ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤυΠΟυ: Dulce Maria Cardoso, O Retorno

Copyright Dulce Maria Cardoso, 2011 by arrangement with Literarische Agentur Mertin Inh. Nicole Witt e. K., Frankfurt am Main, Germany © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016 ©

Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6169-8


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 7

Στους ξεριζωμένους Στον Λουίς, το έδαφός μου


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 8


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 9

λαμπερά που τα κορίτσια βάζουν στ’ αυτιά τους τάχα μου για σκουλαρίκια. Όμορφα κορίτσια, τέτοια που μόνο στη μητρόπολη υπάρχουν. Τα κορίτσια εδώ δεν ξέρουν πώς είναι τα κεράσια, λένε πως είναι σαν τα πιτάνγκα, τα βραζιλιάνικα κεράσια. Κι έτσι να ’ναι, δεν τις είδα ποτέ με σκουλαρίκια από πιτάνγκα να πειράζουν η μια την άλλη όπως κάνουν τα κορίτσια της μητρόπολης στις φωτογραφίες. Η μητέρα επιμένει να σερβιριστεί ο πατέρας ψητό κρέας. Το φαγητό θα χαλάσει, λέει, αυτή η ζέστη δεν αφήνει τίποτα όρθιο, μετά από λίγη ώρα το κρέας αρχίζει να πρασινίζει κι αν το βάλω στο ψυγείο ξεραίνεται σαν σόλα. Η μητέρα μιλάει σαν να μην πρόκειται απόψε το βράδυ να πάρουμε το αεροπλάνο για τη μητρόπολη, σαν να μπορούσαμε και αύριο να φάμε το ψητό κρέας που θα περισσέψει με ψωμί, στο μεγάλο διάλειμμα του σχολείου. Άσε με, γυναίκα. Ο πατέρας, καθώς κάνει πέρα την πιατέλα, αναποδογυρίζει το καλάθι του ψωμιού. Η μητέρα το ορθώνει και συμμαζεύει τα ψίχουλα με την ίδια προσοχή με την οποία βάζει κάθε πρωί τα χάπια της στη σειρά προτού τα πάρει. Ο πατέρας δεν ήταν έτσι πριν αρχίσουν όλα αυτά. Όλα αυτά είναι οι πυροβολισμοί που ακούγονται στη γειτονιά πάνω απ’ τη δικιά μας. Κι οι τέσσερις βαλίτσες μας που δεν τις έχουμε κλείσει ακόμα στο σαλόνι. Πέφτει γύρω μας μια σιωπή τόσο επίσημη που ο θόρυβος

9

Α

ΛΛA ΣΤΗ ΜΗΤΡOΠΟΛΗ EΧΕΙ ΚΕΡAΣΙΑ. KΕΡAΣΙΑ ΜΕΓAΛΑ ΚΑΙ


10

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 10

του ανεμιστήρα πετάγεται αφύσικα δυνατός. Η μητέρα πιάνει την πιατέλα με το κρέας και σερβίρει στο πιάτο της με τις συγκρατημένες κινήσεις που χρησιμοποιεί συνήθως όταν έχουμε επισκέψεις. Μόλις ακουμπά την πιατέλα στο τραπέζι, αφήνει για λίγο το χέρι της πάνω στο τραπεζομάντιλο με τις ντάλιες. Τώρα δεν υπάρχει πια κανείς να μας επισκεφθεί, αλλά ακόμα και πριν αρχίσουν όλα αυτά σπάνια είχαμε επισκέψεις. Η αδερφή μου λέει, ακόμα θυμάμαι τη μέρα που ο κόκορας, ένας κεραμικός κόκορας που βρίσκεται πάνω στον μαρμάρινο πάγκο, έπεσε στο πάτωμα και του έσπασε το λειρί. Επιμένουμε σε ασήμαντες λεπτομέρειες γιατί αρχίσαμε ήδη να ξεχνάμε. Κι ακόμα δεν φύγαμε απ’ το σπίτι. Το αεροπλάνο φεύγει λίγο πριν τα μεσάνυχτα αλλά πρέπει να πάμε νωρίτερα. Ο θείος ζε θα μας πάει στο αεροδρόμιο. Ο πατέρας θα έρθει αργότερα. Αφού σκοτώσει την Πιράτα και βάλει φωτιά στο σπίτι και στα φορτηγά. Δεν το πιστεύω ότι ο πατέρας θα σκοτώσει την Πιράτα. Ούτε πιστεύω ότι ο πατέρας θα βάλει φωτιά στο σπίτι και στα φορτηγά. Νομίζω ότι το λέει αυτό για να μη σκεφτούμε ότι αυτοί θα γελάσουν τελευταίοι. Αυτοί είναι οι μαύροι. Ωστόσο ο πατέρας αγόρασε μπιτόνια με βενζίνη και τα έχει φυλαγμένα στην αποθήκη. Ίσως και να είναι όντως αλήθεια, ίσως ο πατέρας να καταφέρει να σκοτώσει την Πιράτα και να τα κάψει όλα. Η Πιράτα μπορεί να μείνει με τον θείο ζε, που δεν φεύγει γιατί θέλει να βοηθήσει τους μαύρους να δημιουργήσουν ένα έθνος. Ο πατέρας γελάει πάντα όταν ο θείος ζε μιλά για το μεγαλειώδες έθνος που θα γεννηθεί από τη βούληση ενός λαού καταπιεσμένου για πέντε αιώνες. Ακόμα κι αν ο θείος ζε υποσχόταν να φροντίσει την Πιράτα δεν θα ωφελούσε σε τίποτα, ο πατέρας θεωρεί ότι το μόνο που ξέρει να κάνει ο θείος ζε είναι να ντροπιάζει την οικογένεια. Και μπορεί να έχει δίκιο. Παρόλο που είναι η τελευταία μέρα που περνάμε εδώ, τίποτα δεν μοιάζει τόσο διαφορετικό. Φάγαμε για μεσημέρι στο τραπέζι της κουζίνας, το φαγητό της μητέρας εξακολουθεί να


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 11

* Η ξηρή εποχή μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου στην Αφρική. Επίσης, η πυκνή και υγρή ομίχλη όταν νυχτώνει, σε παραθαλάσσιες περιοχές της Αφρικής. (Σ.τ.Μ.)

11

μην είναι γευστικό, ζεσταινόμαστε και η υγρασία του κασίμπο* μάς κάνει όλους να ιδρώνουμε. Η μόνη διαφορά είναι ότι είμαστε πιο σιωπηλοί. Παλιά μιλούσαμε για τη δουλειά του πατέρα, για το σχολείο, για τους γείτονες, για την ηλεκτρική σκούπα που λιμπιζόταν η μητέρα στα περιοδικά, για το κλιματιστικό που είχε υποσχεθεί ο πατέρας, για ένα ψαλίδι που θα ίσιωνε τις μπούκλες της αδερφής μου, για ένα καινούργιο ποδήλατο για μένα. Ο πατέρας υποσχόταν πάντα για του χρόνου και σχεδόν ποτέ δεν το τηρούσε. Το ξέραμε αυτό αλλά νιώθαμε ευτυχισμένοι με τις υποσχέσεις του πατέρα, νομίζω ότι μας αρκούσε η ιδέα ότι το μέλλον θα ήταν καλύτερο. Προτού αρχίσουν οι πυροβολισμοί το μέλλον ήταν πάντα καλύτερο. Τώρα δεν είναι πια έτσι και γι’ αυτό δεν έχουμε θέματα για να συζητήσουμε. Ούτε σχέδια. Ο πατέρας δεν δουλεύει πια, δεν υπάρχει πια σχολείο και οι γείτονες έχουν φύγει όλοι. Δεν θα υπάρξει κλιματιστικό, ούτε ηλεκτρική σκούπα, ούτε ισιωτικό ψαλίδι, ούτε καινούργιο ποδήλατο. Ούτε καν σπίτι. Είμαστε σιωπηλοί τον περισσότερο καιρό. Ο πηγαιμός μας στη μητρόπολη είναι θέμα πιο δύσκολο κι από την αρρώστια της μητέρας. Ούτε και για την αρρώστια της μητέρας μιλάμε. Το πολύ ν’ αναφερθούμε στην τσάντα με τα φάρμακα που βρίσκεται πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Όταν κάποιος από μας φτιάχνει κάτι εκεί δίπλα, λέμε, προσοχή στα φάρμακα. Όπως συμβαίνει και με τους πυροβολισμούς. Αν ένας από μας πάει στο παράθυρο, προσοχή στους πυροβολισμούς. Αμέσως μετά όμως σωπαίνουμε. Η αρρώστια της μητέρας κι αυτός ο πόλεμος που μας κάνει να πάμε στη μητρόπολη είναι παρόμοια θέματα γιατί προκαλούν σιωπή. Ο πατέρας βήχει όταν ανάβει άλλο ένα τσιγάρο. Τα δόντια του είναι κίτρινα και το σπίτι μυρίζει καπνό ακόμα κι όταν ο


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 12

12

πατέρας δεν είναι εδώ. Πάντα τον έβλεπα να καπνίζει AC. Ο ζεζέ, όταν γύρισε από τις διακοπές στη μητρόπολη, είπε πως εκεί δεν υπήρχαν AC. Αν είναι αλήθεια, δεν ξέρω τι θα κάνει ο πατέρας. Είμαι βέβαιος ότι είναι η τελευταία έγνοια που έχει ο πατέρας τώρα και δεν ξέρω πώς μου ήρθε αυτή η σκέψη, γιατί χάνω τον καιρό μου με πράγματα που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον ενώ έχω τόσα σημαντικά πράγματα που θα έπρεπε να σκέφτομαι. Αλλά δεν καταφέρνω να κουμαντάρω αυτό που σκέφτομαι. Ίσως το μυαλό μου να μην είναι πολύ διαφορετικό από το αδύναμο μυαλό της μητέρας που χάνεται πάντα στις συζητήσεις. Πότε πότε η μητέρα ζητά απ’ τον πατέρα να καπνίζει λιγότερο αλλά ο πατέρας δεν την παίρνει στα σοβαρά, ξέρει ότι μετά από λίγο η μητέρα ξεχνάει τι του ζήτησε όπως ξεχνάει σχεδόν τα πάντα. Οι γειτόνισσες θυμώνουν που η μητέρα ξεχνάει, αν η δόνα Γκλόρια δεν ήταν όπως είναι τότε θα την παρεξηγούσαμε για κάποια πράγματα. Αλλά η μητέρα είναι όπως είναι και οι γειτόνισσες δεν μπορούσαν να την παρεξηγήσουν για όλα όσα ήθελαν, παρόλο που είχαν κάθε διάθεση. Δεν ήταν όμως μόνο ότι ξεχνούσε. Οι γειτόνισσες πίστευαν επίσης ότι η μητέρα δεν μπορούσε να μας φροντίσει εμένα και την αδερφή μου, όταν μας έβλεπαν να παίζουμε στους νερόλακκους της βροχής ή να τρέχουμε πίσω από ένα αυτοκίνητο της TIFA,* τα καημένα τα παιδιά μεγαλώνουν χωρίς στον ήλιο μοίρα. Οι μαύροι έτρεχαν πίσω απ’ το αυτοκίνητο, άνοιγαν το στόμα για να καταπιούν το νέφος που σκότωνε την ελονοσία, οι λευκοί όμως όχι, οι γειτόνισσες ήξεραν πως αυτός ο καπνός έκανε κακό και το απαγόρευαν στα παιδιά τους, όπως τους απαγόρευαν να πιτσιλίζονται με το νερό της βροχής εξαιτίας των φιλάριων.** Δόνα Γκλόρια, οι μαύροι έχουν άλλη κατασκευή και * Aυτοκίνητα που περνούσαν κάθε βδομάδα και ψέκαζαν με DDT τους δρόμους της Αγκόλας τη δεκαετία του ’70. (Σ.τ.Μ.) ** Νηματώδη παράσιτα των τροπικών και υποτροπικών περιοχών. (Σ.τ.Μ.)


δεν υπάρχει τίποτα σ’ αυτή την κόλαση που να τους πειράζει, αλλά πρέπει να προσέχουμε τους δικούς μας, προειδοποιούσαν οι γειτόνισσες. Το φταίξιμο που είναι η μητέρα έτσι είναι της Αγκόλας. Πάντα υπήρχαν δύο τόποι για τη μητέρα, αυτός όπου αρρώστησε και η μητρόπολη, όπου όλα είναι διαφορετικά και όπου και η μητέρα ήταν διαφορετική. Ο πατέρας δεν μιλά ποτέ για τη μητρόπολη, η μητέρα έχει δύο τόπους, ο πατέρας όμως όχι. Ένας άντρας ανήκει στο μέρος που του δίνει να φάει εκτός κι αν έχει αχάριστη καρδιά, έτσι απαντούσε ο πατέρας όταν τον ρωτούσαν αν νοσταλγούσε τη μητρόπολη. Ένας άντρας πρέπει ν’ ακολουθεί τη δουλειά όπως το κάρο ακολουθεί τα βόδια. Και να έχει ευγνωμοσύνη στην καρδιά. Ο πατέρας έβγαλε μέχρι τη δευτέρα τάξη αλλά δεν υπάρχει τίποτα που να μην ξέρει σχετικά με το βιβλίο της ζωής, που, σύμφωνα με τον πατέρα, είναι αυτό που περισσότερα έχει να μας διδάξει. Ο Λι και ο ζεζέ κορόιδευαν όταν ο πατέρας άρχιζε να λέει για το βιβλίο της ζωής κι εγώ έκανα προσπάθεια για να μην ντρέπομαι. Το ’χουν στο αίμα τους οι γονείς να κάνουν και να λένε πράγματα που ντροπιάζουν τα παιδιά τους. Ή τα παιδιά στο αίμα τους να νιώθουν ντροπή για τους γονείς τους. Έχουν φύγει πια όλοι. Οι φίλοι μου, οι γείτονες, οι καθηγητές, οι μαγαζάτορες, ο μηχανικός, ο μπαρμπέρης, ο παπάς, όλοι. Ούτε εμείς έπρεπε να είμαστε εδώ. Η αδερφή μου κατηγορεί τον πατέρα μας πως δεν νοιάζεται τι μπορεί να μας συμβεί και για χάρη της μητέρας έπρεπε να είχαμε φύγει εδώ και καιρό, πριν ακόμη από τον κύριο Μανουέλ. Δεν το πιστεύω ότι ο πατέρας δεν μας νοιάζεται, παρόλο που δεν καταλαβαίνω γιατί δεν έχουμε φύγει ακόμη αφού μπορεί να μας συμβεί κάτι κακό ανά πάσα στιγμή. Οι Πορτογάλοι στρατιώτες σχεδόν δεν περνούν πια από εδώ κι οι λίγοι που βλέπουμε έχουν μακριά μαλλιά και άτσαλες στολές, τα κουμπιά των πουκαμίσων τους ξεκούμπωτα και τα κορδόνια απ’ τις μπότες τους λυμένα. Ντε-

13

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 13


14

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 14

ραπάρουν τα τζιπ στις στροφές και πίνουν μπίρα Κούκα σαν να είναι σε διακοπές. Για τον πατέρα οι Πορτογάλοι στρατιώτες είναι ρεμάλια προδότες αλλά για τον θείο ζε είναι ήρωες αντιφασίστες και αντι-αποικιοκράτες. Όταν δεν είναι μπροστά η μητέρα και η αδερφή μου ο πατέρας λέει στον θείο ζε, αντί για αντιφασίστες και αντι-αποικιοκράτες καλύτερα να ήταν οι στρατιώτες αντι-πουτάνες, αντι-μπίρες και αντι-φούντα, κι αρχίζει άλλη μια διαφωνία μεταξύ τους. Μετά απ’ αυτό που του συνέβη δεν ξέρω πώς ο θείος ζε εξακολουθεί και υπερασπίζεται τους Πορτογάλους στρατιώτες. Ίσως στο μυαλό του θείου ζε τα πράγματα να έγιναν αλλιώς, τα μυαλά αλλάζουν εύκολα αυτό που συνέβη ακόμα κι όταν δεν είναι αδύναμα σαν της μητέρας. Σήμερα το πρωί κιόλας, στο μυαλό μου, η σημερινή μέρα έπαψε να είναι η σημερινή μέρα. Η μητέρα έφτιαχνε ρυζόγαλο και για δευτερόλεπτα η σημερινή μέρα μεταμορφώθηκε σε μία από τις παλιές Κυριακές, σε μία από τις Κυριακές όταν δεν υπήρχαν ακόμα πυροβολισμοί. Η μυρωδιά του ρυζιού που βράζει, οι μισάνοιχτες περσίδες της κουζίνας, οι μπαλίτσες ήλιου στα πράσινα πλακάκια, οι μύγες που βουίζουν πάνω στο λεπτό δίχτυ του παράθυρου, η Πιράτα να κουνάει την ουρά περιμένοντας να γλείψει το καπάκι της κατσαρόλας, όλα ακριβώς όπως ήταν τις Κυριακές τα πρωινά. Η αδερφή μου θεωρεί μεγάλη σιχαμάρα που η Πιράτα γλείφει τα καπάκια από τις κατσαρόλες, τι αηδία. Κάνει τις ίδιες γκριμάτσες όταν έχω τα χέρια μου λερωμένα με το λάδι του ποδηλάτου αλλά δεν την ενοχλεί η πάστα από αβοκάντο και ελαιόλαδο που βάζει στα μαλλιά της για να ισιώσει τις μπούκλες, μια βρομερή πράσινη πάστα που την κάνει να μοιάζει με Αρειανή. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω ποτέ να καταλάβω τα κορίτσια. Η μητέρα έχυσε το ρυζόγαλο σε γυάλινα ροζ μπολάκια και θέλησε να γράψει τα αρχικά μας με την κανέλα αλλά της έτρεμε το χέρι. Κατηγόρησε τα χάπια και προσπάθησε άλλη μια


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 15

* Μικρό δέντρο με εδώδιμους και φαρμακευτικούς καρπούς, της ίδιας οικογένειας με τη μανόλια. (Σ.τ.Μ.)

15

φορά, η κανέλα ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη να κάνει γύρους πάνω στα κακοφτιαγμένα αρχικά μας κι ούτε σ’ αυτό υπήρχε καμία διαφορά, τα αρχικά μας δεν είχαν ωραίο σχήμα ούτε τα κυριακάτικα πρωινά που επιστρέφαμε από την παραλία και κάναμε μπάνιο με το λάστιχο δίπλα στη δεξαμενή. Η Πιράτα να πατινάρει στο νερό που έσταζε προς τα παρτέρια, οι πετσέτες θαλάσσης κρεμασμένες πάνω στο σάπε-σάπε,* η μητέρα να φωνάζει από την κουζίνα, προσοχή στα παρτέρια μου, γιατί το αλάτι σκοτώνει τα τριαντάφυλλα. Της μητέρας δεν της αρέσει ούτε ο ήλιος ούτε το αλάτι. Της αρέσουν τα τριαντάφυλλα. Τα παρτέρια της μητέρας έχουν τριαντάφυλλα σε όλα τα χρώματα αλλά η μητέρα δεν τα κόβει ποτέ, μετά βίας να καταφέρει να κόψει ένα τριαντάφυλλο, οι γειτόνισσες δεν καταλάβαιναν τι έλεγε η μητέρα αλλά κουνούσαν το κεφάλι, τι μανία που έχει η δόνα Γκλόρια, τι πειράζει να κόβουμε τα λουλούδια, είναι τόσο όμορφα στο βάζο. Το αλάτι, μη σκοτώσει τα τριαντάφυλλα, παρακαλούσε η μητέρα, αλλά όσο κι αν πλέναμε τα πάντα όσο καλύτερα μπορούσαμε πάντα υπήρχαν μικρές σταγονίτσες που έλαμπαν στα παρτέρια. Το αλάτι στο τέλος πάντα σκότωνε μερικά τριαντάφυλλα. Η μητέρα έγλειψε την κανέλα από τα δάχτυλα σαν να ήταν νόστιμη και πήγε στη βαλίτσα με τα προικιά, που βρίσκεται στο δωμάτιο της ραπτικής, να φέρει ένα τραπεζομάντιλο για να στρώσει τραπέζι. Το πρωινό εξακολουθούσε ίδιο με όλα τα κυριακάτικα πρωινά. Τόσο ίδιο που μου ήρθε να βγω στην αυλή και να καπνίσω ένα τσιγάρο στα κρυφά. Σίγουρα όλα ήταν όπως παλιά και στις άλλες αυλές οι γείτονες έψηναν στα κάρβουνα αλείφοντας το κρέας με λαχανόφυλλο μουσκεμένο στο ελαιόλαδο και τα παιδιά των γειτόνων έκαναν κούνια σε λάστιχα αυτοκινήτων κρεμασμένα με σκοινιά από τα δέντρα τρώγο-


16

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 16

ντας τις γρανίτες που είχαν φτιάξει. Αλλά η μητέρα επέστρεψε με το τραπεζομάντιλο με τις ντάλιες και άρχισε ξανά να κλαίει, δεν θα ξαναδώ τα προικιά μου, δεν θα ξαναδώ αυτό το τραπεζομάντιλο. Και το πρωινό ξανάγινε το τελευταίο μας πρωινό εδώ, οι αυλές απέμειναν άδειες, οι ψησταριές γεμάτες παλιά βροχή, τα λάστιχα ακίνητα στα δέντρα σαν να ’ταν μάτια σταματημένα στον αέρα που μας κάνουν ερωτήσεις. Το τελευταίο μας πρωινό. Τόσο σιωπηλό παρά τους πυροβολισμούς. Ούτε οι πυροβολισμοί δεν καταφέρνουν να χαλάσουν τη σιωπή της αναχώρησής μας, αύριο δεν θα είμαστε πια εδώ. Όσο κι αν θέλουμε να κοροϊδευόμαστε λέγοντας πως θα επιστρέψουμε σύντομα, ξέρουμε πως δεν θα ξαναβρεθούμε ποτέ εδώ. Αγκόλα τέλος. Η Αγκόλα μάς τελείωσε. Η Πιράτα σηκώνει την ουρά και ξαπλώνει ξανά δίπλα στο πόδι μου. Ο μαύρος λεκές στο δεξί της μάτι είναι ο μόνος λεκές στο λευκό, κοντό, ορθωμένο της τρίχωμα. Η Πιράτα μάς υποδέχεται πάντα με χαρές, όπως κάνουν όλα τα σκυλιά, κι έχει τα αυτιά της κυρτωμένα, σαν να τα δίπλωσε κάποιος με δύναμη. Ο πατέρας ακουμπά τον αναπτήρα πάνω στις ντάλιες του τραπεζομάντιλου, είναι ένας Ρόνσον Βαραφλέιμ, τον αγοράσαμε απ’ το κοσμηματοπωλείο του κυρίου Μάια για να του τον κάνουμε δώρο όταν έκλεισε τα σαράντα εννιά. Ο κύριος Μάια πρέπει κι αυτός να βρίσκεται στη μητρόπολη. Ο πατέρας ξέρει ότι καπνίζω αλλά ποτέ δεν κάπνισα μπροστά του, πρέπει να φέρεσαι με σεβασμό, όταν θα γίνεις δεκαοκτώ θα δούμε. Δεν μου αρέσει και τόσο να καπνίζω αλλά στα κορίτσια αρέσουν περισσότερο τα αγόρια που καπνίζουν. Στα κορίτσια αρέσουν ακόμα περισσότερο τα αγόρια με μηχανάκι αλλά ο πατέρας δεν θα μου πάρει ποτέ μηχανάκι, θα σου βάλω εγώ μυαλό, δες πώς έγινε το καλάμι μου απ’ το μηχανάκι. Η ουλή είναι άσχημη και δεν βλέπεται, το δέρμα ζαρωμένο γύρω απ’ το κόκαλο, αλλά δεν μου αλλάζει τη γνώμη, το πρώτο πράγμα που θ’ αγοράσω όταν βγάλω λεφτά είναι ένα μηχανάκι. Και στα κορί-


τσια της μητρόπολης πρέπει ν’ αρέσουν περισσότερο τα αγόρια με μηχανάκι, τα κορίτσια είναι ίδια παντού, τουλάχιστον σε τέτοια πράγματα. Θα δώσω το υπόλοιπο κρέας στην Πιράτα, λέει η μητέρα, λες κι η Πιράτα δεν τρώει τα αποφάγια μας κάθε μέρα. Η αδερφή μου τραβάει το λαστιχάκι όπου έχει πιασμένα τα μαλλιά σε αλογοουρά και το περνάει στον καρπό της, τουλάχιστον η Πιράτα δεν μπορεί να παραπονεθεί πως το φαγητό είναι άνοστο, λέει η αδερφή μου πιάνοντας τα μαλλιά, οι κινήσεις της εξασκημένες, το λαστιχάκι βγαίνει απ’ τον καρπό στο ελεύθερο χέρι στον αέρα, δύο βόλτες γύρω απ’ τα μαλλιά, η αδερφή μου ποτέ δεν καταφέρνει να πιάσει τις μικρότερες μπούκλες, τη συστάδα από μπούκλες σύρριζα στο μελαχρινό δέρμα του λαιμού, ξανθές μπούκλες, είναι όμορφες σχεδόν αλλά η αδερφή μου τις απεχθάνεται, μαλλιά μαύρης, τα παιδιά της γειτονιάς τής το έλεγαν αυτό για να την εκνευρίσουν, οι μαύρες δεν έχουν ξανθά μαλλιά, τα κορίτσια τα παίρνουν όλα στα σοβαρά, λες και τους αρέσει να προσβάλλονται. Μαρία ντε Λούρδες, ζήτα συγγνώμη από τη μητέρα σου, διατάζει ο πατέρας. Ο κινητήρας του ανεμιστήρα βάλθηκε να τσιρίζει, ο πατέρας τού έδωσε μια σπρωξιά και τα φτερά σε πράσινο σμαραγδί ξανάπιασαν τον συνηθισμένο θόρυβο. Μαρία ντε Λούρδες, ζήτα συγγνώμη από τη μητέρα σου, όταν ο πατέρας θυμώνει με την αδερφή μου τότε είναι Μαρία ντε Λούρδες αλλά τον υπόλοιπο καιρό είναι Μιλούσα. Τουλάχιστον η μικρή έφαγε λίγο, η μητέρα σχεδόν πάντα μας υπερασπίζεται. Ο πατέρας θυμώνει, πώς θα τους δώσω αγωγή όταν παίρνεις πάντα το μέρος τους, χτυπά με την κλειστή γροθιά του το τραπέζι, τα μαχαιροπίρουνα κουδουνίζουν στα πιάτα, ντριν ντριν, τα μάτια της μητέρας πεταρίζουν, θα μπορούσε να είναι ένας χαρούμενος θόρυβος, όπως στην πρόποση, ντριν ντριν, οι γιορτές στην μητρόπολη θα πρέπει να έχουν τους ίδιους θορύβους, ντριν ντριν, οι γιορτές είναι ίδιες παντού, η μητέρα σηκώ-

2 – Ο γυρισμός

17

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 17


18

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 18

νεται απ’ το τραπέζι, ντριν ντριν, σκοντάφτει με τα ψηλά τακούνια, τα πόδια αδύνατα, της κόβουν την όρεξη τα χάπια, οι γειτόνισσες δεν είναι πια εδώ για να κοροϊδέψουν τα ρούχα της μητέρας, ντριν ντριν, οι γειτόνισσες μέσα στα στενά φουστάνια που η μοδίστρα αντέγραφε από τα περιοδικά Μπούρντα και που τόνιζαν τα μπούτια και τα χοντρά γόνατά τους, ας φάμε το ρυζόγαλο, λέει η μητέρα βάζοντας τα μπολάκια μπροστά μας, ντριν ντριν, κάθεται ξανά, τα χείλη εξαφανισμένα στο ροζ κραγιόν, τα μάτια πιο σκυθρωπά κάτω απ’ την μπλε σκιά που βάζει η μητέρα στα βλέφαρα, οι γειτόνισσες σχολίαζαν, πώς βάφεται έτσι η δόνα Γκλόρια, οι γειτόνισσες με τα πρόσωπα πλυμένα από την πολλή ανωτερότητα και με τη λακ της μιζανπλί που έκαναν στο κομμωτήριο της δόνα Μερσέντες και τους έκανε τόσο μεγάλα τα κούτελα που έμοιαζαν εξωγήινες, οι γειτόνισσες με τις δηλητηριώδεις γλώσσες, η δόνα Γκλόρια δεν είναι να έχει μακριά μαλλιά στην ηλικία της, θα σας παρεξηγήσουν, δεν θέλετε, ασφαλώς, δόνα Γκλόρια να σας σχολιάζουν για το τίποτα, ντριν ντριν. Μπροστά μου το μπολ με το ρυζόγαλο μ’ ένα κακοσχηματισμένο Ρ από κανέλα, Ρ από το Ρούι, Λ από το Λούρδες, Μ από το Μάριο, και Γ από το Γκλόρια. Ντριν ντριν. Ο πατέρας ανάβει άλλο ένα τσιγάρο αλλά το σβήνει αμέσως στο τασάκι που έχει το έμβλημα της μπίρας Κούκα στο βάθος, αναθεματίζει, ούτε τα τσιγάρα έχουν πια την ίδια γεύση. Το τασάκι το έκανε δώρο η δόνα Αλζίρα, ο άντρας της δόνα Αλζίρα ήταν προμηθευτής για περισσότερα από είκοσι χρόνια στο εργοστάσιο μπίρας και του χάριζαν τα τασάκια παρόλο που δεν κάπνισε ποτέ ένα τσιγάρο, το σπίτι της δόνα Αλζίρα είχε τασάκια για τους επισκέπτες σε όλα τα δωμάτια, ίσως η δόνα Αλζίρα και ο άντρας της να πήραν μια βαλίτσα γεμάτη τασάκια μαζί τους στη μητρόπολη. Μαρία ντε Λούρδες, επαναλαμβάνει ο πατέρας θυμωμένος, η αδερφή μου ξέρει ότι πρέπει να ζητήσει συγγνώμη από τη μητέρα, πάω στοίχημα ότι περνούν απ’ το μυαλό της σχέδια εκδικητικά. Τα κορίτσια της μητρό-


πολης επίσης πρέπει να είναι εκδικητικά. Διαφορετικά δεν θα ήταν κορίτσια. Θα ήθελα να πάω στη Βραζιλία ή στη Νότια Αφρική. Αν πηγαίναμε στην Αμερική, όπως ο κύριος Λουίς, θα ήταν χάρμα. Πρέπει να είναι ωραία να ζεις στην Αμερική. Το αεροπλάνο για την Αμερική θα έκανε μερικές ώρες παραπάνω, φοβάμαι μην ανακατευτώ στο αεροπλάνο όπως ο ζεζέ όταν πήγε διακοπές στη μητρόπολη. Όταν ήμασταν μικρά, ο πατέρας μάς πήγαινε να δούμε τ’ αεροπλάνα, στεκόμασταν στη βεράντα του αεροδρομίου και πίναμε γκαζόζες, αυτό ήταν το πιο κοντινό που βρεθήκαμε ν’ ανεβούμε σε αεροπλάνο. Ακόμα κι ο θόρυβος των αεροπλάνων μάς άρεσε. Στο αυτοκίνητο, στον δρόμο για το σπίτι, η αδερφή μου μού ζητούσε να κάνουμε τάχα μου πως είμαστε σε αεροπλάνο, αρκούσε να φανταστούμε πως το αυτοκίνητο προχωρούσε στον αέρα, κάτι παλαβά παιχνίδια που πάνε και σκέφτονται τα κορίτσια. Ο ζεζέ ξέρασε στο αεροπλάνο, είναι τόσο φυσιολογικό που έχουν και ειδικά σακουλάκια, ο ζεζέ είναι ψεύτης αλλά πιστεύω πως έλεγε αλήθεια, αν ανακατευτώ δεν θέλω ούτε να κοιτάξω τον πατέρα, θα ήταν ντροπή, ένας άντρας ξερνά μόνο όταν μεθύσει ή αν φάει κάτι χαλασμένο. Ο ήλιος εμφανίζεται ανάμεσα στα χαμηλότερα κλαριά του μανγκόδεντρου και σβήνει τις σκιές που κάλυπταν τις ξαπλώστρες στην εσωτερική αυλή. Δεν θα ξανακοιμηθούμε για μεσημέρι στις ξαπλώστρες, ο πατέρας δεν θα ξανακαθίσει στο ξύλινο παγκάκι για να του κόψει ο μπαρμπέρης τα μαλλιά και να τον ξυρίσει, ένας λευκός μπαρμπέρης, γιατί μόνο ένας παλαβός θα άφηνε έναν μαύρο να του βάλει ξυράφι στον λαιμό. Τα γένια μου ακόμα δεν δικαιολογούν μπαρμπέρη, ο πατέρας στην ηλικία μου είχε ήδη τα γένια που έχει σήμερα, γινόμασταν άντρες νωρίτερα, έλεγε ο μπαρμπέρης, μήπως τους καθυστερούν οι σπουδές, υπήρχε κάποια περιφρόνηση στη φωνή του μπαρμπέρη, οι σπουδές είναι το καλύτερο εφόδιο που μπορούμε να τους δώσουμε, θύμωνε ο πατέρας μου τερματίζοντας την

19

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 19


20

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 20

κουβέντα. Ο μπαρμπέρης έχει ήδη φύγει, πρέπει να βρίσκεται στη μητρόπολη και να διηγείται το ανέκδοτο με τους νάνους, ένας μεθυσμένος βλέπει μια ομάδα νάνων να βγαίνει από ένα μπαρ, για δες, οι παίκτες απ’ το ποδοσφαιράκι το ’σκασαν, ο πατέρας θα γέλασε την πρώτη φορά που διηγήθηκε ο μπαρμπέρης το ανέκδοτο κι ο μπαρμπέρης το διηγιόταν κάθε φορά που ερχόταν εδώ, ο μπαρμπέρης κατάφερνε και γελούσε πάντα με το ίδιο ανέκδοτο, πρόσεχε μη σου ξεφύγει το χέρι και μου κόψεις το λαρύγγι, τον απόπαιρνε ο πατέρας. Ο μπαρμπέρης πρέπει να είναι στη μητρόπολη τώρα και να διηγείται το ανέκδοτο με τους πλαστικούς παίκτες νάνους, ίσως να τον συναντήσουμε εκεί, ο πατέρας λέει ότι η μητρόπολη δεν είναι τόσο μεγάλη, ίσως να είναι εύκολο να τους συναντήσουμε όλους, ίσως να συναντήσω και την Πάουλα. Αν το καλοσκεφτώ, δεν θέλω να τη συναντήσω, η Πάουλα δεν είναι και τόσο όμορφη ούτε καν έχει πλάκα, το μόνο πράγμα που της αρέσει να κάνει στη ζωή της είναι να βλέπει βιτρίνες, πόσες ώρες πέρασα μαζί της μπροστά στη βιτρίνα του καταστήματος Σαρίτα κοιτάζοντας φουστάνια, δεν είναι ωραία, ε, ποιο σου αρέσει πιο πολύ, το γαλάζιο ή το πράσινο. Δεν ήξερα, αλλά η Πάουλα, έλα λέγε, έλα λέγε. Το πράσινο. Και η Πάουλα, μα το γαλάζιο είναι πολύ πιο όμορφο, όλα τα αγόρια ίδια είναι, δεν έχουν κανένα γούστο. Καλύτερα να γνωρίσω τα κορίτσια της μητρόπολης, κορίτσια όμορφα με σκουλαρίκια από κεράσια και παπούτσια μπαλαρίνας. Η μητέρα δεν τρώει ρυζόγαλο, του λείπει το λεμόνι, καθώς χαϊδεύει τις κεντημένες ντάλιες στο τραπεζομάντιλο, ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα ’ρχόταν η μέρα που δεν θα είχα από ποιον να ζητήσω ένα λεμόνι σ’ αυτή τη γειτονιά. Μου φαίνεται ότι το ρυζόγαλο παράβρασε αλλά δεν λέω τίποτα και το καταπίνω σαν να ήταν φάρμακο. Η μητέρα αρχίζει να πιάνει κουβέντα όπως όταν είχαμε επισκέψεις, αυτό είναι από τα τραπεζομάντιλα της προίκας μου. Ίσως να είναι και η πιο κατάλληλη κουβέντα αφού μοιάζουμε με επισκέπτες. Αλλά καθόμαστε στο τραπέζι της κου-


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 21

* Παιδί, στα κιμπούντο (διάλεκτος της Αγκόλας). (Σ.τ.Μ.)

21

ζίνας και οι επισκέψεις δεν έμπαιναν ποτέ στην κουζίνα. Όταν ήρθα να βρω τον πατέρα σας έφερα την κίτρινη βαλίτσα γεμάτη προικιά που τα είχα φτιάξει εγώ, πόση βιασύνη είχα να έρθω εδώ, δούλευα στα χωράφια τη μέρα και κεντούσα τα βράδια, από τη βιασύνη μου να έρθω εδώ ύπνος δεν μ’ έπιανε, δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι θα είχα ένα σπίτι με βρύσες, έμοιαζε απίθανο, εξαιτίας της βιασύνης χρειάστηκε να ξηλώσω αυτή την ντάλια τρεις φορές, φαίνεται ακόμα εδώ το κακομεταχειρισμένο ύφασμα, ένα σπίτι με βρύση σήμαινε πως δεν θα χρειαζόταν να κουβαλήσω ξανά νερό από την πηγή, πόσο με εξόργιζαν οι γαλάζιες στάμνες, μία στο κεφάλι κι από μία σε κάθε χέρι, από το σπίτι στην πηγή κι από την πηγή στο σπίτι, ο δρόμος ήταν ατελείωτος με τόσο βάρος, στο χωριό δεν υπήρχε κανένα σπίτι με βρύσες που να βγάζουν νερό όποτε το ήθελε κανείς, μόνο πολύ μακριά από κείνη την αθλιότητα μπορούσαν να υπάρχουν, σ’ ένα μέρος τόσο μακριά όπου δεν έφτανε ούτε το κρύο, δεν πίστεψα πως εδώ δεν θα υπήρχε κρύο, έβαλα δυο μάλλινες χνουδωτές κουβέρτες στη βαλίτσα με τα προικιά, σ’ αυτό το σημείο η μητέρα γελούσε πάντα αλλά σήμερα δεν γελάει. Η βαλίτσα με το κίτρινο κάλυμμα και τους μαύρους ρόμβους που έφερε την προίκα βρίσκεται δίπλα στη ραπτομηχανή και θα μείνει εκεί. Σήμερα η μητέρα δεν καταφέρνει να γελάσει που είχε φέρει μάλλινες χνουδωτές κουβέρτες σ’ αυτή τη ζέστη. Από την προίκα η μητέρα θα πάρει μαζί μόνο το λινό τραπεζομάντιλο. Δεν είναι αυτό που της αρέσει περισσότερο, είναι αυτό όμως που θα πουληθεί καλύτερα σε περίπτωση ανάγκης. Επίσης, δεν μπορώ να πάρω τη συλλογή με τις Μεγάλες Περιπέτειες του Κιτ Κάρσον ούτε του Κάπτεν Αμέρικα, αλλά παίρνω μια αφίσα της Μπριζίτ Μπαρντό και μία της Ρικίτα με το αυτόγραφο. Τις τύλιξα πολύ προσεκτικά για να φτάσουν ατσαλάκωτες. Όταν ήμουν καντένγκε* φιλούσα την αφίσα της


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 22

22

Μπριζίτ Μπαρντό, έψαχνα το στόμα της κι έκλεινα τα μάτια, τεράστια φιλιά, δεν το έχω πει αυτό σε κανέναν, είναι κάποια πράγματα που δεν λέγονται ούτε στους φίλους. Ο ζεζέ είπε πως στη μητρόπολη όλα τα κορίτσια φορούσαν καλσόν και μπότες ως το γόνατο όπως η Ρικίτα, Ρικίτα είσαι όμορφη, Ρικίτα είσαι βασίλισσα κι η Αγκόλα σ’ εσένα πιστεύει.* ζήτησα αυτόγραφο από τη Ρικίτα μετά από την παρέλαση στη λεωφόρο Μαρζινάλ, ήταν δύσκολο, είχε τόσο πολύ κόσμο και παραλίγο να μην καταφέρω να την πλησιάσω. Η Ρικίτα σίγουρα κι αυτή θα έχει φύγει. Η αδερφή μου δεν καταφέρνει ν’ αποφασίσει αν θα πάρει τις δυο φωτονουβέλες πολυτελούς έκδοσης, την Κυρία με τις καμέλιες και τον Ρωμαίο και Ιουλιέτα, ή τους δίσκους του Πέρσι Σλετζ και της Σιλβί Βαρτάν. Εγώ θα έπρεπε να πάρω το La Décadanse, δεν υπάρχει καλύτερη μουσική για χορό από το La Décadanse, είναι σαν ξόρκι, όταν παίζει το La Décadanse μπορούμε να αγκαλιάσουμε σφιχτά τα κορίτσια και να σκαλίσουμε το κούμπωμα του σουτιέν τους. Ο Λι λέει ότι τα κορίτσια πείθονται εύκολα έτσι και μπει ο σωστός δίσκος και πως τρελαίνονται πιο πολύ από εμάς να μας δείξουν τα βυζιά τους, αν δεν ήταν έτσι δεν θα φορούσαν τόσο στενά φανελάκια ούτε θα κορδώνονταν τόσο. Πόσο μου λείπει να χορεύω το La Décadanse με την Πάουλα, να πηγαίνω με το ποδήλατο με τον Λι και με τον ζεζέ να δούμε τα κορίτσια από τις άλλες γειτονιές, να δούμε ταινίες στο Μιραμάρ από τη βεράντα του Γκάνας με τα κιάλια. Ο ζεζέ λέει ότι στη μητρόπολη δεν υπάρχουν υπαίθρια σινεμά, δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται στη μητρόπολη να είναι όλα καλύτερα από εδώ και να μην έχει υπαίθρια σινεμά. Ο πατέρας πιάνει το μαχαίρι για το κρέας και με την ακονισμένη του μύτη σκίζει μία από τις ντάλιες που κέντησε η μη* Η Riquita ήταν η λευκή νικήτρια των καλλιστείων Μις Αγκόλα το 1971 και Μις Πορτογαλία το 1972. Ο Αγκολέζος μουσικός Dionísio Rocha έγραψε το σχετικό τραγούδι. (Σ.τ.Μ.)


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 23

* Αδαής, άσχετος, στα κιμπούντο. (Σ.τ.Μ.)

23

τέρα μου. Αργά, σαν να υπήρχε συγκεκριμένος τρόπος για να σκίσει κανείς τις ντάλιες κι ο πατέρας να τον είχε μάθει τόσο καλά όσο η μητέρα είχε μάθει να τις κεντά. Η μητέρα πάει να τεντώσει το χέρι της για να τον εμποδίσει αλλά τα παρατά. Δεν θα μείνει τίποτα εδώ, λέει ο πατέρας σπρώχνοντας τη μύτη του μαχαιριού με κατεύθυνση το κέντρο της ντάλιας που η μητέρα κέντησε σε σκούρο καφέ, ούτε τη σκόνη των παπουτσιών μου δεν αφήνω εδώ, αυτοί δεν αξίζουν τίποτα. Αυτοί είναι οι μαύροι. Όλοι. Αυτοί που δεν ξέρουμε και που δεν έχουν όνομα και αυτοί που τους ξέρουμε κι έχουν ονόματα από τη μητρόπολη που δεν ξέρουν να τα προφέρουν, Μαλάτια, Αντάρμπετο, πρέπει να είσαι πολύ ματούμπο* για να μην μπορείς να πεις ούτε το όνομά σου. Ο πατέρας τούς έλεγε ματούμπο κάθε τρεις και λίγο, αλλά ήταν για πλάκα. Ο πατέρας έχει μπιτόνια με βενζίνη στην αποθήκη και ορκίστηκε πως το τελευταίο πράγμα που θα κάνει σ’ αυτόν τον τόπο είναι να κάψει ό,τι έχει, αλλά δεν πιστεύω ότι θα το κάνει. Θα ’πρεπε να πάμε όλοι μαζί στο αεροδρόμιο. Θα ’πρεπε να φύγουμε αμέσως, χωρίς να περιμένουμε καν τον θείο ζε. Ο πατέρας δεν μπορεί να μείνει να τα κάψει όλα, είναι πολύ επικίνδυνο, η περιουσία των αποίκων που φεύγουν ανήκει αυτόματα στο μελλοντικό αγκολέζικο έθνος, κανένας άποικος δεν μπορεί να καταστρέψει την περιουσία που μάζεψε με την απληστία του, αν πιάσουν τον πατέρα να βάζει φωτιά στο σπίτι και στα φορτηγά θα τον σκοτώσουν, θα μας σκοτώσουν, θα μας πετσοκόψουν με τη χατζάρα και θα χώσουν τα κομμάτια μας σ’ ένα λάκκο, ή θα μας καρφώσουν σε ξύλα στην άκρη του δρόμου, μόλις την περασμένη βδομάδα εμφανίστηκε στον δρόμο του Κατέτε το κεφάλι ενός λευκού καρφωμένο σ’ ένα ξύλο. Δεν θα μείνει τίποτα, λέει ο πατέρας ξεκινώντας να σκίζει την επόμενη ντάλια.


24

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 24

Η μητέρα κοιτάζει έξω, τα μάτια της ανήσυχα κάτω απ’ την μπλε σκιά, δεν πρέπει να την απασχολεί που ο πατέρας σκίζει το τραπεζομάντιλο, δεν θα το πάρει μαζί έτσι κι αλλιώς, μάλλον θα ανησυχεί με την καθυστέρηση του θείου ζε, πάντα ήταν δύσκολο να μαντέψει κανείς τι περνάει από τον νου της μητέρας. Από τότε που ξεκίνησαν όλα αυτά είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς επίσης τι περνάει απ’ το μυαλό του πατέρα, της αδερφής μου, το δικό μου, είναι σαν να έχουμε γίνει όλοι σαν τη μητέρα. Ο πατέρας σκίζει ντάλιες και η Πιράτα γυρνά ανάσκελα, πρέπει να ονειρεύεται γιατί κουνάει τα πόδια της πολύ γρήγορα σαν να βρίσκεται σ’ έναν κόσμο αναποδογυρισμένο και τρέχει πίσω από τα πιτσιρίκια μέσα στα αυτοκινητάκια τους. Δεν υπάρχουν πια πιτσιρίκια για να τρέχουν με τα αυτοκινητάκια τους. Παραμένουμε σιωπηλοί αλλά δεν σηκωνόμαστε απ’ το τραπέζι. Το μαχαίρι που είναι μεγάλο και ακονισμένο γίνεται μικρό και αμβλύ μέσα στο μεγάλο και εξαγριωμένο χέρι του πατέρα. Ο πατέρας έχει ύψος σχεδόν δυο μέτρα και βάρος πάνω από εκατό κιλά, όπου βρίσκεται ο πατέρας όλα μοιάζουν πιο μικρά, η καρέκλα του πατέρα έχει ένα στρογγυλό βαθούλωμα, ποιος θα πάρει τη θέση μας, σε πόσο καιρό θα ’χουν κάνει κατάληψη στο σπίτι μας, από ποια πλευρά του δρόμου θα έρθουν, θα μπουν από την μπροστινή πόρτα ή απ’ το γκαράζ, πόσο καιρό θα τους πάρει να βρουν το κόλπο να σκουντάνε τον ανεμιστήρα για να σταματήσει να τσιρίζει, ο ανεμιστήρας θα μείνει κι αυτός εδώ, δεν χρειαζόμαστε ανεμιστήρα στη μητρόπολη. Εκεί τώρα είναι καλοκαίρι, αλλά η μητέρα λέει πως η ζέστη κρατά λίγο και πως το φθινόπωρο ήδη κάνει κρύο. Η μητέρα θα ξέρει. Ήταν φθινόπωρο όταν έφτασε εδώ με το Βέρα Κρουζ, με φιόγκους στις άκρες των πλεξούδων της όπως στη φωτογραφία που κρέμεται στον τοίχο του σαλονιού. Η μητέρα ποτέ ξανά δεν θα μπορέσει να κοιτάξει τη φωτογραφία και να διηγηθεί πώς έγιναν όλα, έβρεχε τη μέρα που έφυγα απ’ τον τόπο μου, οι γονείς μου με πήγαν μέχρι τον σιδηροδρο-


μικό σταθμό με αγοραίο αυτοκίνητο. Εδώ δεν παίρνουν το τρένο, δηλαδή οι μαύροι ταξιδεύουν τζάμπα κρεμασμένοι στις πόρτες των βαγονιών, είναι όμως άλλο πράγμα να παίρνει κανείς το τρένο. Είδα τους γονείς μου για τελευταία φορά στις 30 Νοεμβρίου του 1958, το ρολόι του σταθμού έδειχνε επτά και δέκα, οι γονείς μου με αποχαιρέτησαν, ούτε μια αγκαλιά, δεν υπήρχε αυτή η συνήθεια, μου έδωσαν ένα σακούλι με πρόβειο τυρί, ψωμί και ξεφλουδισμένα καπνιστά κάστανα για να φάω στο ταξίδι, Θεός σχωρέσ’ τους. Αν ο πατέρας δεν τα κάψει όλα τι θ’ απογίνει η φωτογραφία χωρίς τη μητέρα να διηγείται ιστορίες από την ημέρα που έφυγε από τη μητρόπολη, από τις εννιά μέρες του ταξιδιού με το πλοίο, από την άφιξη, ο αέρας ήταν τόσος που σήκωνε τη σκόνη σαν να φυσούσε ο διάολος, κόκκινη σκόνη, δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Έπρεπε να είχαμε φύγει με πλοίο, ο κύριος Μανουέλ φάνηκε ξύπνιος, αν φεύγαμε με το πλοίο μπορεί τότε η προίκα της μητέρας να επέστρεφε στη μητρόπολη. Δεν υπάρχουν πια θέσεις στα πλοία, δεν υπάρχει πια τίποτα. Ήθελε δυο ώρες ακόμα για να δέσει το Βέρα Κρουζ κι ο πατέρας ήταν ήδη στην προκυμαία, η μητέρα αποβιβάστηκε με μια γκρίζα φούστα και μια λευκή μπλούζα αντί για νυφικό. Ήταν άλλες δυο νύφες στο επιβατηγό, νύφες καθώς πρέπει, με πέπλο στο κεφάλι. Ο αέρας ήταν τόσος που οι νύφες κρατούσαν το πέπλο με τα χέρια, φοβόντουσαν μην πέσουν τα πέπλα στο νερό. Όταν κατέβηκε από το πλοίο η μητέρα έψαξε στην αποβάθρα για τον νεαρό που είχε ξεφύγει πριν πολλά χρόνια από τη μιζέρια του χωριού, τον νεαρό της φωτογραφίας που κρεμόταν στο στήθος της σε χρυσή αλυσίδα. Αντί γι’ αυτόν, ένας άντρας τής έγνεφε διακριτικά από το πιο κρυμμένο σημείο της αποβάθρας. Τα καινούργια παπούτσια μού πλήγωναν τόσο τα πόδια, η μητέρα ποτέ δεν παρέλειπε να πει στους επισκέπτες το σημείο με τα καινούργια παπούτσια και τις πληγές στα πόδια που την έκαναν να ξυποληθεί προτού ακόμα φτάσει στον πατέρα. Ίσως η μη-

25

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 25


26

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 26

τέρα να ήταν ήδη όπως είναι, ίσως να μην έφταιγε αυτός ο τόπος, η ζέστη, η υγρασία, η μητέρα πλησίασε τον πατέρα με τα παπούτσια στο χέρι κι αντί να τον χαιρετήσει του είπε, δεν σου μοιάζεις. Ο πατέρας ακόμα πρέπει να ζηλεύει τον νεαρό της φωτογραφίας που η μητέρα εξακολουθεί να έχει κρεμασμένη σε μια αλυσίδα στο στήθος. Οι νύφες με τα πέπλα αγκάλιαζαν τους γαμπρούς με τόση δύναμη που σχεδόν τους έπνιγαν, ο πατέρας επίσης δεν ήταν σαν τους άλλους γαμπρούς που είχαν σκαρφαλώσει σε κασόνια στη μέση της αποβάθρας για να γνέψουν στις νύφες και που φορούσαν σκούρα κοστούμια από τεριλέν κι είχαν γυαλιστερά μαλλιά τραβηγμένα πίσω, ο πατέρας σας φορούσε ένα λευκό καινούργιο πουκάμισο, η κόκκινη σκόνη καθόταν πάνω του όπως στο τρίχωμα σκύλου. Ίσως ο πατέρας να στενοχωρήθηκε που η μητέρα δεν είχε ένα στέμμα με ψεύτικα διαμάντια όπως οι άλλες νύφες, ένα μπουκετάκι με λουλούδια πορτοκαλιάς, η μητέρα χαιρέτησε τον πατέρα χωρίς να τον αγκαλιάσει, ούτε τη φωνή του πατέρα σας δεν θυμόμουν, ήμουν μικρή όταν είχε έρθει ο πατέρας σας, δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα έγραφε και θα με ζητούσε σε γάμο. Η μητέρα με την πλάτη στη θάλασσα, να μην αναγνωρίζει τον πατέρα, να μην αναγνωρίζει τον τόπο που είχε μπροστά της, οι γερανοί μού φαίνονταν πιο ψηλοί απ’ τα σύννεφα, το λιμάνι τόσο μεγάλο, χωρούσαν εκεί μέσα εκατό ρίζες μηλιάς. Η μητέρα φοβήθηκε τα πουλιά που φώναζαν όμοια μ’ εκείνα της Λισαβόνας, ο πατέρας σας μου είπε πως λέγονταν γλάροι. Τους μαύρους δεν τους φοβήθηκα, δεν είχαν κάτι ιδιαίτερο, ήταν μόνο μαύροι. Το λιμάνι είχε μια όξινη μυρωδιά, σαν να είχε ξινίσει η θάλασσα, το λιμάνι της Λισαβόνας δεν μύριζε άσχημα. Ο πατέρας πήγε τη μητέρα στο παλιό μας σπίτι με την πράσινη Ντοτζ, πρόλαβα κι έμαθα να την οδηγώ προτού ο πατέρας τη δώσει στον Μαλαχία, σάπιζε και ρήμαζε, ο Μαλαχίας δεν κατάφερε ποτέ να φτιάξει την Ντοτζ, εντύπωση θα μου κάνει


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 27

* Σκατά, στα κιμπούντο. (Σ.τ.Μ.)

27

αν φτιάχνεται, είπε ο πατέρας όταν την πήρε ο Μαλαχίας, όπως και να ’χει ο Μαλαχίας ήταν ευχαριστημένος, είχε κάτι στην ιδιοκτησία του, το πρόβλημα είναι ότι αυτοί δεν έχουν μυαλό, αυτοί είναι οι μαύροι, αυτοί που ξέρουμε κι αυτοί που δεν ξέρουμε. Οι μαύροι. Κι αν θέλετε να σας εξηγήσω τι είναι, να ποιος είναι ο μαύρος, ο μαύρος είναι τεμπέλης, του αρέσει να κάθεται στον ήλιο σαν τις σαύρες, ο μαύρος είναι αλαζόνας, όταν περπατά με σκυφτό κεφάλι το κάνει για να μη μας κοιτάξει, ο μαύρος είναι στούρνος, δεν καταλαβαίνει τι του λες, ο μαύρος είναι καταχραστής, αν του δώσεις το χέρι μετά θέλει και το μπράτσο, ο μαύρος είναι αχάριστος, όσα και να κάνεις γι’ αυτόν δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος, θα μπορούσα με τις ώρες να μιλάω για τους μαύρους αλλά οι λευκοί δεν έχουν όρεξη να χάνουν τον χρόνο τους με τέτοια, αρκεί να πεις, είναι μαύρος, και ξέρεις με τι έχεις να κάνεις. Μερικούς μήνες μετά το πραξικόπημα στη μητρόπολη οι αδερφοί του Μαλαχία έστειλαν τον πατέρα μου στο τούζι,* οι αδερφοί του Μαλαχία δούλευαν κι αυτοί για τον πατέρα κι εκείνη την ημέρα στην αποθήκη, μόνο και μόνο επειδή ο πατέρας τούς είχε πει ότι δεν μπορούν να πίνουν μπίρα την ώρα της δουλειάς, άντε στο τούζι, λευκέ, στο τούζι. Ο Μαλαχίας ζήτησε συγγνώμη από τον πατέρα αλλά δεν ξανάρθε στη δουλειά, οι αδερφοί του οι συμμορίτες μάλλον δεν τον άφησαν. Άντε στο τούζι, λευκέ, στο τούζι, ούτε να βρίσουν δεν ξέρουν, αν σας ξαναδώ εδώ θα σας την ανάψω και θα σας τινάξω τα μυαλά στον αέρα, αράπηδες, παλιομπάσταρδοι, ο πατέρας ξέρει να βρίζει. Άντε στο τούζι, λευκέ, στο τούζι, είναι να βάζεις τα γέλια. Ο πατέρας έδωσε το χέρι του στη μητέρα καθώς βάδιζαν προς την Ντοτζ που βρισκόταν παρκαρισμένη στην είσοδο του λιμανιού, ο ήλιος τούς θάμπωνε, η μητέρα ήταν κατάπληκτη που ο πατέρας ήταν ιδιοκτήτης φορτηγού, κατάπληκτη ήμουν


28

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 28

με όλα, τους γλάρους, το φορτηγό, τις φοινικιές, δεν είχα ξαναδεί τέτοια δέντρα, τα κόκκινα βουνά, εδώ τα λέμε μόρο, διόρθωσε ο πατέρας, μόρο δεν είναι το ίδιο με τα βουνά της μητρόπολης, δεν λέμε ένα μόρο σανός, ούτε ένα μόρο ρούχα για σιδέρωμα, είναι διαφορετικά πράγματα. Τα ξυπόλυτα πόδια της μητέρας πρήστηκαν κι άλλο από τη ζέστη, οι γειτόνισσες δεν γνώριζαν ακόμα τη μητέρα αλλιώς θα είχαν πει, μόνο η δόνα Γκλόρια θα γινόταν νύφη ξυπόλυτη, οι γειτόνισσες από το παλιό σπίτι θυμόνταν που ο πατέρας είχε έρθει με τη μητέρα και την είχε πάρει αγκαλιά στον δρόμο, θυμόνταν τη μητέρα με τα παπούτσια στο χέρι, ο δρόμος δεν ήταν ασφαλτοστρωμένος, ήταν ένας χωματόδρομος από κοκκινόχωμα, σαν να ήταν το έδαφος της κόλασης. Η Πιράτα πάει και ξαπλώνει γερμένη τοίχο του σαλονιού. Στην αρχή φοβόταν τους θορύβους των πυροβολισμών όχι όμως τώρα πια, εμπιστεύεται εμάς, εμπιστεύεται ότι δεν θα αφήσουμε να πάθει κακό. Ο πατέρας βαρέθηκε πια να σκίζει ντάλιες, πού πήγε αυτός ο αδερφός σου, έπρεπε να έχει έρθει εδώ και ώρες, η μητέρα σηκώνεται χωρίς ν’ απαντήσει. Ο θείος ζε έχει αργήσει και μια αργοπορία τώρα πια μπορεί να σημαίνει το ονοματεπώνυμό σου στη λίστα των εξαφανισθέντων που μεταδίδει το ραδιόφωνο πριν και μετά το Σιμπλεσμέντε Μαρία. Της αδερφής μου της αρέσει τόσο πολύ αυτό το ραδιοφωνικό σίριαλ που πριν από μερικές νύχτες ονειρεύτηκε πως ο Αλμπέρτο από το Σιμπλεσμέντε Μαρία την περίμενε στη μητρόπολη στην έξοδο από το αεροπλάνο. Δεν ξέρω πώς και δεν ντράπηκε να έρθει να μας πει ένα πράγμα τόσο παιδιάστικο, η αδερφή μου κατευχαριστημένη, ονειρεύτηκα ότι ο Αλμπέρτο από το Σιμπλεσμέντε Μαρία με περίμενε στο αεροδρόμιο. Εγώ ποτέ δεν ονειρεύτηκα τα κορίτσια με τα σκουλαρίκια από κεράσια. Φυλάω τις φωτογραφίες τους ανάμεσα στο στρώμα και τις τάβλες αλλά δεν τις έχει ανακαλύψει κανείς, ούτε καν η μητέρα που κάθε βδομάδα αερίζει τα κρεβάτια για να βάλει το κατσαριδοκτόνο.


Ο πατέρας ξέρει, δηλαδή δεν ξέρει ότι φυλάω τις φωτογραφίες των κοριτσιών αλλά ξέρει ότι κάνω εκείνο. Ποτέ δεν μου έχει μιλήσει γι’ αυτό, αλλά ξέρω ότι το ξέρει γιατί τις Κυριακές τα απογεύματα, όταν η μητέρα τρωγόταν γιατί έμενα στο δωμάτιο μετά τον μεσημεριανό ύπνο και τους καθυστερούσα στον περίπατο στην Πόντα ντε Ίλια, ο πατέρας μού έκλεινε το μάτι και με υπερασπιζόταν, ο μικρός πρέπει να ξεκουράσει το μυαλό του από τη μελέτη. Εγώ κι ο πατέρας ανήκουμε στην ίδια ομάδα, αν καθυστερούσα να κάνω μπάνιο και η μητέρα ήθελε να χρησιμοποιήσει το μπάνιο για να φριζάρει τα μαλλιά και να βάψει τα μάτια με μπλε σκιά, ο πατέρας έλεγε, το πλύσιμο παίρνει ώρα, ή αν μέσα στη νύχτα άδειαζα το ψυγείο από την πείνα που φέρνει εκείνο, ο πατέρας με δικαιολογούσε το επόμενο πρωί, το σώμα μεγαλώνει περισσότερο όταν είναι ξαπλωμένο κι ένα σώμα για να μεγαλώσει χρειάζεται τροφή. Θα ’πρεπε να μείνω με τον πατέρα να τον βοηθήσω να βάλει φωτιά σε όλα αλλά η μητέρα και η αδερφή μου δεν μπορούν να μείνουν μόνες με τον θείο ζε, ο θείος ζε δεν είναι σαν εμάς, δεν ανήκει στην ομάδα όπου ανήκουμε εγώ και ο πατέρας, πρέπει να υπάρχει μια ομάδα γι’ αυτούς που είναι σαν τον θείο ζε. Αλλά στη μητρόπολη έχει όμορφα κορίτσια. Κορίτσια με σκουλαρίκια από κεράσια, σατέν φιόγκους στα μαλλιά και φούστες με ποδόγυρο ως το γόνατο όπως στις φωτογραφίες των περιοδικών που αγόραζα από το καπνοπωλείο του κυρίου Μανουέλ. Ο κύριος Μανουέλ ήταν ο πιο ξύπνιος, μπάρκαρε με την οικογένειά του με το Πρίνσιπε Περφέιτο στις 31 Δεκεμβρίου του περασμένου χρόνου, ακόμα δεν είχαν σχεδόν ακουστεί οι πυροβολισμοί ούτε το σφυροκόπημα των κοντέινερ, σε λιγότερο από ένα χρόνο θα κάνετε κι εσείς το ίδιο, να βάλει ο Θεός το χέρι του να υπάρχουν τότε ακόμα πλοία και ξύλα αρκετά για να βάλετε σε κιβώτια ό,τι έχετε, να βάλει ο Θεός το χέρι του. Τώρα ξέρουμε ότι ο Θεός δεν έβαλε το χέρι του. Αλλά το α-

29

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 29


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 30

30

πόγευμα που καθόμασταν στη μάντρα του καπνοπωλείου ο Θεός είχε ακόμα καιρό για ν’ αλλάξει γνώμη, ο πατέρας γελούσε με τον κύριο Μανουέλ, κι εμείς σας δίνουμε ένα χρόνο για να επιστρέψετε, σε λιγότερο από χρόνο θα φορτώσετε τα μπικουάτα* και θα ξανάρθετε, ο κύριος Μανουέλ επέμενε, καλά, οι επαναστάτες μάς πούλησαν στους αραπάδες, ο κύριος Μανουέλ έλεγε πάντα αραπάδες και μούλοι μιγάδες, αυτοί οι αραπάδες δεν πρόκειται να ησυχάσουν αν δεν μας ρουφήξουν το μεδούλι, ο κύριος Μανουέλ μισούσε την επανάσταση και τους επαναστάτες, ήθελε να βρίσει την επανάσταση τόσο δυνατά και τόσο γρήγορα που πνιγόταν, το σαν αχλάδι κεφάλι του κυρίου Μανουέλ μπλαβί από τον πολύ βήχα, ο πατέρας χαμογελούσε, μη λες ανοησίες, άνθρωπέ μου, θα καλυτερέψουν τα πράγματα, θα πάψουμε να είμαστε Πορτογάλοι β΄ κατηγορίας, οι γείτονες χαμογελούσαν με τον πατέρα αλλά σταύρωναν τα χέρια τους όπως όταν έχει κανείς σοβαρά προβλήματα, τα μέτωπα ρυτιδιασμένα, πιες μια μπίρα, άνθρωπέ μου, και θα δεις τα πράγματα αλλιώς, ο κύριος Μανουέλ αρνιόταν, εσύ γελάς αλλά οι κομμουνιστές της μητρόπολης θέλουν να μας διώξουν από εδώ και θα τα καταφέρουν, αφόπλισαν ήδη τους στρατιώτες μας, ο λευκός δεν μπορεί να έχει όπλο και ο μαύρος έχει δικαίωμα να έχει δύο, συμμορία προδοτών και πουλημένων, και δεν είναι μόνο οι κομμουνιστές, είναι όλοι τους, δεν θέλετε να ξέρετε τι λένε για μας στη μητρόπολη, πώς μας αποκαλούν, θυμηθείτε την ώρα που σας το λέω, θα χυθεί εδώ θάλασσα από αίμα, το ’61** δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση μ’ αυτό που έχει να γίνει, ο σώζων εαυτόν σωθήτω, μακάρι να βάλει ο Θεός το χέρι του, όταν δικαιωθώ να μην είναι πολύ αργά. * Έπιπλα, συμπράγκαλα, στα ουμπούντο (διάλεκτος της Αγκόλας). (Σ.τ.Μ.) ** Η έναρξη του αποικιακού πολέμου: τον Ιανουάριο του 1961 περισσότεροι από 1000 μαύροι εργάτες της εταιρείας βαμβακιού Cotonang δολοφονήθηκαν από τον πορτογαλικό στρατό όταν ζήτησαν απαλλαγή φόρων και


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 31

κατάργηση της εξαναγκασμένης εργασίας. Εκατοντάδες χιλιάδες Αγκολέζοι διέφυγαν τότε σε γειτονικές χώρες. Σε απάντηση, τον Μάρτιο του 1961 Αγκολέζοι υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας επιτίθενται στον πορτογαλικό πληθυσμό, χωρίς διάκριση φύλου ή ηλικίας. Οι επιθέσεις επεκτείνονται και στους μαύρους διαφορετικής εθνοτικής καταγωγής. Οι νεκροί είναι περισσότεροι από 800. (Σ.τ.Μ.) * «A Banda», τραγούδι του Βραζιλιάνου Chico Buarque. (Σ.τ.Μ.)

31

Είναι. Την ίδια νύχτα που ο κύριος Μανουέλ έφυγε με την οικογένειά του με το Πρίνσιπε Περφέιτο πήγαμε στη γιορτή του ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς, η αδερφή μου φόρεσε μια φούστα μάξι και βάφτηκε κανονικά για πρώτη φορά, δεν την είχα ξαναδεί τόσο όμορφη, ο πατέρας κοιτούσε το πλήθος που χόρευε στο πάρτι, το ποτήρι γεμάτο ουίσκι Γι Μονκς, ο πατέρας ρωτούσε, πώς γίνεται να φύγει όλος αυτός ο κόσμος, η μητέρα έπινε γκαζόζα από ένα ψηλό ποτήρι, έμοιαζε με ηθοποιό του σινεμά μόνο λιγότερο όμορφη. Δεν μπορεί όλος αυτός ο κόσμος να έχει φύγει. Το συγκρότημα φαλτσάριζε αλλά αυτό δεν εμπόδιζε κανέναν να συνεχίσει να χορεύει, ζούσα μια ζωή στην τύχη, η αγάπη μου με φώναξε να δω την μπάντα να περνά, να τραγουδά λόγια ερωτικά, δικοί μου άνθρωποι που υπέφεραν, τον πόνο αποχαιρέτησαν, για να δουν την μπάντα να τραγουδά λόγια ερωτικά,* οι άνθρωποι πιασμένοι ο ένας πίσω από τον άλλον, οι ουρές όλο και μεγαλύτερες, και οι γύροι στη σάλα της λέσχης όλο και πιο μικροί, δεν είχε αλλάξει τίποτα, η μπάντα περνούσε τραγουδώντας λόγια ερωτικά κι οι άνθρωποι που υπέφεραν αποχαιρετούσαν τον πόνο, ο πατέρας άρχισε να πίνει Γι Μονκς από το μπουκάλι, η μητέρα δεν πίνει ποτέ λόγω των χαπιών αλλά εκείνη τη νύχτα ήπιε και χόρεψε στον πατέρα, πόσος κόσμος είχε μαζευτεί τριγύρω και χτυπούσε παλαμάκια όσο η μητέρα χόρευε στον πατέρα, δεν μπορεί να έχουν φύγει όλοι, δεν είχαν σημάνει ακόμα μεσάνυχτα κι οι γιορτινές αυγόφετες είχαν ξινίσει στα τραπέζια και τα γιορτινά κουλού-


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 32

32

ρια ξερά σαν άχυρο, όλος ο κόσμος παραπονιόταν για την αναθεματισμένη τη ζέστη που δεν άφηνε τίποτα όρθιο. Όταν άρχισαν τα μπλουζ ζήτησα απ’ την Πάουλα να χορέψουμε, τα χέρια μου στον λαιμό της Πάουλα, το δέρμα της Πάουλα τόσο μαλακό, το 1975 θα ήταν μια καλή χρονιά, ίσως η καλύτερη χρονιά της ζωής μας, δεν θα ήμασταν πια Πορτογάλοι β΄ κατηγορίας, το μέλλον ήταν εδώ, ο πατέρας ήταν σίγουρος ότι παρά τα σαϊμίτε* στους δρόμους και τους πυροβολισμούς που είχαν αρχίσει, παρ’ όλους τους μαύρους που δεν σταματούσαν να καταφτάνουν στη Λουάντα από παντού, πολλοί μαύροι μαζεμένοι σ’ έναν τόπο δεκατεσσερισήμισι φορές μεγαλύτερο από τη μητρόπολη, λες και γεννούν κι οι πέτρες, είναι χειρότεροι κι από κατάρα, χειρότεροι κι από το καπίν,** όταν ήταν πιωμένος ο πατέρας καμιά φορά έλεγε τέτοια πράγματα, έλεγε όμως ακόμα ότι στη μητρόπολη είχε μόνο φτώχεια, ψείρες και τίποτε άλλο, ή πως οι γειτόνισσες ήταν όλες κακοπαντρεμένες, όχι πως σκεφτόταν έτσι ο πατέρας, το Γι Μονκς έφταιγε, η πόλη γιόρταζε, μπορεί και να ήταν η τελευταία φορά που η πόλη γιόρταζε αλλά δεν είχε σημασία, η μητέρα τραγουδούσε συνοδεύοντας το φάλτσο της ορχήστρας, πόση απογοήτευση όμως, τέλειωσε ό,τι ήταν γλυκό, όλα πήραν ξανά τη θέση τους, όταν πια πέρασε η μπάντα, τραγουδώντας λόγια ερωτικά, κι ο καθένας στη γωνιά του, στον καθέναν κι ένας πόνος, όταν πια πέρασε η μπάντα, τραγουδώντας λόγια ερωτικά, χόρεψε κόσμε σαν να μην υπάρχει αύριο, οι σερπαντίνες στις γυμνές πλάτες των ιδρωμένων κοριτσιών, κονφετί έπεφταν διαρκώς από παντού, τα γυαλιά της δόνα Μαγκούι γεμάτα κολλημένα κονφετί, ευκαιρία για να κοιτάξεις τις γκόμενες με τις μίνι φούστες, ο ά* Ελαφρύ τεθωρακισμένο όχημα για τη μεταφορά στρατού, με κίνηση 4x4, που σχεδιάστηκε και κατακευάστηκε στην Πορτογαλία. (Σ.τ.Μ.) ** Το πράσινο, το γρασίδι που μεγαλώνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και καταπίνει τα πάντα στην Αγκόλα. (Σ.τ.Μ.)


ντρας της δόνα Μαγκούι γέλασε δείχνοντας τον χρυσό του κυνόδοντα και στριφογύρισε τη δόνα Μαγκούι στην αγκαλιά του σαν να ήταν καινούργιο ζευγάρι, το καλό πρέπει να φαίνεται, έλεγε καθώς η δόνα Μαγκούι ζαλιζόταν απ’ τα κονφετί στους φακούς των γυαλιών, εκείνη τη νύχτα θα έμεναν όλοι εδώ. Η μπάντα δεν θα σταματούσε να παίζει τραγουδώντας λόγια ερωτικά, το μέλλον θα συνέβαινε χωρίς μεγάλες εκπλήξεις όπως πρέπει να συμβαίνουν τα μέλλοντα, η Πάουλα θα δεχόταν την πρότασή μου να τα φτιάξουμε και θα μ’ άφηνε να της ξεκουμπώσω το σουτιέν, εγώ θα έβγαζα δίπλωμα και θα την πήγαινα στον κινηματογράφο Μιραμάρ, ο πατέρας θα πλήρωνε με συναλλαγματικές για ν’ αγοράσει το Σκάνια που βρισκόταν σε σταντ της έκθεσης της Μπάισα, το μυαλό της μητέρας θα καλυτέρευε κι η μητέρα δεν θα ξαναπάθαινε κρίσεις, η αδερφή μου θα τελείωνε την εβδόμη και θα έβρισκε ένα αγόρι καλύτερο από τον Ρομπέρτο που ήταν ερωτευμένος με τη Λένα την Ινδή που ήθελε τον Κάρλος, η Πιράτα θα πέθαινε από γηρατειά όπως πέθανε κι ο Μπαντίνο και χρόνια πριν τον Μπαντίνο η Τζέιν, οι γειτόνισσες θα εξακολουθούσαν να παρεξηγούν τη μητέρα για όσα δεν μπορούσαν να μην την παρεξηγήσουν, θα άλλαζε μόνο ό,τι ήταν απαραίτητο για να γίνει η ζωή μας όπως την είχε σκεφτεί ο πατέρας όταν μπάρκαρε με το Πάτρια. Τις πρώτες ώρες του 1975 όλοι συμφωνούσαν ότι ο κύριος Μανουέλ υπήρξε μάντης κακών, δεν θα συνέβαινε κανένα λουτρό αίματος, το ’61 είχε θαφτεί μαζί με τους νεκρούς που είχε φέρει. Η αδερφή μου το ’σκασε για να κάνει μια βόλτα με το μηχανάκι με τον Ρομπέρτο, ο πατέρας δεν πήρε είδηση, είχε πιει ήδη πολύ Γι Μονκς και η μητέρα χόρευε ξυπόλυτη χωρίς σταματημό. Πήγα την Πάουλα πίσω από τα φύλλα της φοινικιάς που στόλιζαν τις μάντρες, αλλάξαμε πέντε φιλιά με γλώσσα, απ’ τα μεγάλα, από κείνα που σου κόβουν την ανάσα και σου πονάνε το πιγούνι, είχα ορκιστεί ότι δεν θα της ξαναζητούσα να τα φτιάξουμε αλλά τα φιλιά με κάνουν πάντα να ξεχνώ τον

3 – Ο γυρισμός

33

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 33


34

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 34

όρκο, η Πάουλα είπε πάλι όχι, οργίστηκα τόσο πολύ μαζί της αλλά τη φίλησα ξανά, το στόμα της Πάουλα είχε τη γεύση του μήλου ή των ροζ φρούτων της γκαζόζας Μισιόν. Στα διαλείμματα απ’ τα φιλιά η Πάουλα μου μίλησε για τον Νάντο, το παλιό της αγόρι που σπούδαζε στη Ροδεσία, έναν φλώρο που είχε μανία με τα πλοία και τα αεροπλάνα κι αυτό μ’ έκανε να τον αντιπαθώ περισσότερο, δεν ξέρω γιατί δεν μπορούσα να σταματήσω να τη φιλάω. Όταν επιστρέψαμε στους άλλους η γιορτή τελείωνε. Πήγαμε στο σπίτι κι ο πατέρας άνοιξε άλλο ένα μπουκάλι Γι Μονκς, θέλησε να κάνουμε άλλη μια πρόποση για το 1975, η αδερφή μου τσούγκρισε με νερό, η μητέρα ταραγμένη να λέει ότι φέρνει ατυχία, δεισιδαιμονίες, άσε τις δεισιδαιμονίες, γυναίκα, τσουγκρίσαμε για το 1975 που θα ήταν η καλύτερη χρονιά της ζωής μας. Μόνο που η μπάντα δεν ξαναπέρασε. Όλα πήραν τη θέση τους, ο καθένας μας στη γωνιά του και σε κάθε γωνιά ένας πόνος. Για κάμποσο καιρό ο πατέρας συνέχισε να πιστεύει ότι το 1975 θα ήταν η καλύτερη χρονιά της ζωής μας, θα πάνε όλα καλά, θα χτίσουμε ένα έθνος, μαύροι, μιγάδες, λευκοί, όλοι μαζί θα χτίσουμε το πιο πλούσιο έθνος του κόσμου, καλύτερο κι από την Αμερική, εδώ η γη είναι ευλογημένη και ό,τι σπείρουμε φυτρώνει, δεν υπάρχει στον κόσμο άλλη γη σαν αυτή. Ο πατέρας δεν ξέρει καθόλου τον κόσμο και δεν μπορεί να ξέρει αν υπάρχει ή όχι άλλη γη σαν αυτή, όπως επίσης δεν μπορούσε να ξέρει τι θα συνέβαινε. Για κάμποσο καιρό διαβεβαίωνε όποιον ήθελε να τον ακούσει ότι όλα θα πήγαιναν καλά, έβαζε στοίχημα ό,τι είχε και δεν είχε. Αλλά οι πυροβολισμοί και οι όλμοι δεν σταμάτησαν, οι μαύροι συνέχισαν να έρχονται από παντού και οι λευκοί να φεύγουν, τα πορτογαλικά στρατεύματα δεν ήθελαν ούτε ν’ ακούν για σημαία και οι κομμουνιστές της μητρόπολης ήρθαν εδώ. Όσο κι αν ήθελε να πει ότι θα πήγαιναν όλα καλά ο πατέρας αναγκάστηκε να σωπάσει, αναγκάστηκε να σταματήσει να βάζει στοίχημα, γιατί στο τέλος δεν υπήρχε και


κανείς να στοιχηματίσει μαζί του. Ο πατέρας σιωπούσε για το μέλλον και φαινόταν στο πρόσωπό του η ντροπή που ένιωθε γιατί είχε τόσο ξεγελαστεί και η ανησυχία του γιατί ήταν υπερβολικά αργά για να διορθώσει το κακό. Οι μαύροι δεν άρχισαν ευθύς αμέσως να σκοτώνουν λευκούς αράδα, αλλά όταν το δοκίμασαν τους άρεσε πολύ κι οι λευκοί έφυγαν μια ώρα αρχύτερα. Η πόλη άδειαζε μέρα τη μέρα, αν ο πατέρας μπορούσε να δέσει τους λευκούς για να μη φύγουν θα το έκανε, μερικές φορές ο πατέρας τούς ξεσυνεριζόταν, δεν μπορούν να φύγουν έτσι, τουλάχιστον να το παλέψουν, αλλά οι λευκοί το μόνο που ήθελαν ήταν να τρέξουν στο αεροδρόμιο και να πάνε στη μητρόπολη, τόσο δειλοί, ο πατέρας δεν ήξερε ποιον να περιφρονήσει περισσότερο, τους μαύρους, αχάριστοι δολοφόνοι, ή τους λευκούς, δειλοί προδότες. Τα λόγια του κυρίου Μανουέλ δεν επαναλήφθηκαν ξανά, δεν είχε νόημα, το 1961 ήταν παιχνίδι για παιδιά, ο πατέρας σιωπηλός χωρίς καν τη διάθεση να κατηγορήσει τον κύριο Μανουέλ γι’ αυτό που μαθεύτηκε ότι είχε κάνει, ότι έστειλε στη μητρόπολη ένα Άουντι 100S Κουπέ, ολοκαίνουργιο του κουτιού, απ’ το οποίο είχε πληρώσει μόνο την πρώτη δόση, ο θείος ζε άρχισε να αποκαλεί τον κύριο Μανουέλ κλέφτη ιμπεριαλιστή. Αργότερα μαθεύτηκε ότι ο κλέφτης ιμπεριαλιστής είχε φανεί ακόμα πιο ξύπνιος, είχε κλέψει διαμάντια που η γυναίκα του κουβάλησε ραμμένα στο στρίφωμα της φούστας. Η περιφρόνηση προς τον κύριο Μανουέλ πρέπει να ήταν το μοναδικό πράγμα που είχαν κοινό ο πατέρας και ο θείος ζε, αν κι ο θείος ζε είχε περισσότερους λόγους να μισεί τον κύριο Μανουέλ, δεν εμπιστεύομαι εγώ τέτοιους, έλεγε ο κύριος Μανουέλ καθισμένος στη μάντρα του καπνοπωλείου, αυτό δα έλειπε να εμπιστεύομαι τέτοιους. Ο θείος ζε ήταν ένας τέτοιος για όλο τον κόσμο αλλά στην αρχή ήταν μόνο ο αδελφούλης της μητέρας που εμφανίστηκε στο σπίτι, ντυμένος φαντάρος, μ’ ένα τατουάζ Αγκόλα 1971 και με τα όλα του.

35

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 35


36

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 36

Η μητέρα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο αδελφούλης της βρισκόταν μπροστά της ντυμένος φαντάρος, η μητέρα τόσο ευτυχισμένη που δεν άφηνε τον θείο ζε να μπει μέσα, σε άφησα μωρό κι εσύ τώρα μου παρουσιάζεσαι στρατιώτης, πέρασε, πέρασε, κι άλλη μια αγκαλιά που ο θείος ζε δεχόταν χωρίς ν’ αφήσει κάτω το δέμα που είχε φέρει από τη μητρόπολη, εγώ κι η αδερφή μου κρυφοκοιτούσαμε από την κορυφή της σκάλας αναποφάσιστοι αν έπρεπε να κατεβούμε, ποτέ δεν είχαμε φανταστεί ότι κάποιος συγγενής από τη μητρόπολη θα μπορούσε να εμφανιστεί στην πόρτα μας. Οι συγγενείς από τη μητρόπολη ήταν οι επιστολές που πηγαινοέρχονταν με ονόματα πιο παράξενα κι από των μαύρων, Εζεκιέλ, Ντεολίντα, Απολινάριο, μόνο που στη μητρόπολη ξέρουν να προφέρουν τα ονόματα, δεν είναι ματούμπο, οι επιστολές των συγγενών από τη μητρόπολη σε πολύ ψιλό χαρτί γεμισμένο με γράμματα ορνιθοσκαλίσματα με γραμμές φαγωμένες, τάξαμε ένα καντήλι με λάδι στον Άγιο Εστεβάο για να φτιάξει τον ύπνο του Μανελίνιο, η ξαδέρφη ζουλμίρα πήγε νύφη στον Ανίμπαλ ντος Γκόιβος, τα γουρούνια άρπαξαν τον πυρετό των τσιγγάνων, ο ζε Ματέους θα πάρει το χρίσμα της βάφτισης στις γιορτές της Παναγίας της Γκράσα, ο θείος ζεφερίνο πέθανε από το καρούμπαλο που είχε στο κεφάλι, η παγωνιά ξέκανε το στάρι, επιστολές με πολλά λάθη που σ’ έκαναν να σκεφτείς πως στη μητρόπολη δεν υπήρχε ο χάρακας και η βέργα της δασκάλας Μαρίας ζοζέ, οι πρώτες σειρές των επιστολών ήταν πάντα όμοιες και σχεδόν χωρίς λάθη, ελπίζω η παρούσα να σας βρίσκει υγιείς κι εμείς εδώ υγιαίνουμε, δόξα τω Θεώ. Η μητέρα μάς δίδασκε τους συγγενείς από τη μητρόπολη σαν να ήταν μάθημα του σχολείου ή του κατηχητικού, από την πλευρά της μητέρας, από την πλευρά του πατέρα, τους θείους και τα ξαδέρφια πρώτου βαθμού και δευτέρου βαθμού, τους εξ αίματος και τους εξ αγχιστείας, τους νεκρούς και τους ζωντανούς. Πότε πότε οι επιστολές είχαν μέσα φωτογραφίες, μω-


ρά ντυμένα με χοντρά μάλλινα, καθισμένα πάνω σ’ ένα στρογγυλό τραπέζι στρωμένο με πλεκτό τραπεζομάντιλο, νεόνυμφοι αιφνιδιασμένοι από το φλας δίπλα στο ίδιο τραπέζι και πάνω στο τραπέζι το ίδιο τραπεζομάντιλο, κορίτσια πριν την επίσημη κοινωνία με το ροζάριο και την Κατήχηση σε πόζες αγίων, το ίδιο τραπέζι και το ίδιο τραπεζομάντιλο, δεν υπήρχε άλλο τραπέζι ούτε άλλο τραπεζομάντιλο στη μητρόπολη. Η φωτογραφία με την οποία έκλαψε περισσότερο η μητέρα ήταν αυτή των παππούδων, δύο γέροι μαυροντυμένοι, η γιαγιά με μούσι και μουστάκι, πόσο γελούσαμε εγώ κι η αδερφή μου με το μούσι και το μουστάκι της γιαγιάς, ο παππούς ψηλός και ευθύς σαν πρίγκιπας, χωρίς αντίχειρα στο χέρι που κρατούσε το μπαστούνι, έχασε το δάχτυλο σχίζοντας ξύλα για τη φωτιά, τα ξύλα μπαίνουν συχνά στις αναμνήσεις της μητέρας, εγώ κι η αδερφή μου σκαρώσαμε την ιστορία ότι ο παππούς είχε τραυματιστεί στον πόλεμο και η μητέρα ποτέ δεν μας διέψευδε μπροστά στα άλλα παιδιά, ο παππούς μας είχε τραυματιστεί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και γι’ αυτό ήταν πιο σπουδαίος από οποιονδήποτε άλλο παππού. Η μητέρα αγόρασε μια κορνίζα για τη φωτογραφία των παππούδων και την έβαλε πάνω στη σερβάντα, η πρώτη και τελευταία φωτογραφία που είχα από τους γονείς μου, Θεός σχωρέσ’ τους. Η μητέρα δεν καταφέρνει ν’ αφήσει εδώ τη φωτογραφία των παππούδων αλλά θα πρέπει ν’ αφήσει το άλμπουμ όπου φυλούσε τα μωρά στα βαφτίσια τους, τους νεόνυμφους, τις ιερές κοινωνίες. Αν ο πατέρας δεν βάλει φωτιά σε όλα, οι συγγενείς από τη μητρόπολη θα καταλήξουν στα χέρια των μαύρων, το άλμπουμ με τις κινεζούλες με ομπρέλες ανάγλυφες στο εξώφυλλο κι ένα σπάγκο στο πίσω μέρος για να παίζει μουσική, η τράπουλα που βρίσκεται στο βάθος του συρταριού της ντουλάπας δεμένη με τη σατινένια κορδέλα που αγόρασε η μητέρα στο ψιλικατζίδικο της δόνα Γκιλιερμίνα, μια γυναίκα με στήθη τόσο μεγάλα, τόσο μεγάλα που πρέπει να είναι τα μεγαλύτερα στήθη στον κόσμο, α-

37

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 37


38

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 38

δύνατον να υπάρχουν μεγαλύτερα στήθη απ’ αυτά, ακόμα και στην Αμερική όπου όλα είναι μεγαλύτερα και καλύτερα δεν πρέπει να υπάρχει γυναίκα με μεγαλύτερα στήθη απ’ αυτά της δόνα Γκιλιερμίνα. Ο θείος ζε κατάφερε επιτέλους να περάσει το κατώφλι με το δέμα από τη μητρόπολη στο χέρι, η μητέρα έδειχνε ακόμα τα τριαντάφυλλα του κήπου αλλά ο θείος ζε ανέβαινε τη σκάλα, η μητέρα τού φώναζε από τον κήπο, πρόσεχε, πρόσεχε τις γλάστρες, τα σκαλοπάτια ήταν πάντα γεμάτα γλάστρες που ο πατέρας αναποδογύριζε συχνά πυκνά, τι κακή ιδέα να γεμίζει τα σκαλοπάτια με γλάστρες, ποιος θα ποτίζει τα τριαντάφυλλα της μητέρας, η μητέρα δεν άφησε ποτέ να πεθάνουν τα τριαντάφυλλα, όταν έρχονταν μέρες πιο ζεστές τα τριαντάφυλλα των γειτόνων μαραίνονταν και λυπόσουν να τα βλέπεις, της μητέρας ποτέ, ο κήπος ήταν η μεγάλη περηφάνια της μητέρας. Ο θείος ζε μάς άπλωσε το χέρι, το μπράτσο του τεντωμένο σαν να ήθελε να μας κρατήσει σε απόσταση, μύριζε ιδρώτα, μύριζε χειρότερα κι από την αράπικη μπόχα που τόσο έφερνε ναυτία στον κύριο Μανουέλ, τα χέρια μας απλωμένα και η μητέρα, αγκαλιάστε τον θείο σας, τι χαύνους έκανα, τον αγκαλιάσαμε, η μυρωδιά της ιδρωμένης στολής κόλλησε πάνω μας. Ο θείος ζε είπε πως το σαλόνι ήταν μεγάλο και όμορφο, χύθηκε στην πολυθρόνα από πράσινο γυαλιστερό δέρμα που ήταν για τους επισκέπτες, οι επισκέπτες δεν κάθονταν έτσι, πρόσεχαν να μην πάρουν σβάρνα τα τασάκια που έβαζε η μητέρα στα μπράτσα της πολυθρόνας πάνω σε πετσετάκια, οι γυναίκες κάθονταν με τα πόδια στο πλάι όπως στα περιοδικά και οι άντρες τους κάθονταν ολόισιοι ακόμα κι όταν σταύρωναν τα πόδια τους ή δέχονταν ένα ποτήρι Γι Μονκς με τον πάγο που έφερνε η μητέρα στον πλαστικό κουβά στο χρώμα του κρασιού, τα χέρια της μητέρας δεν κατάφερναν να πιάσουν τον πάγο με τη λαβίδα, τα χάπια εμπόδιζαν πάντα τη μητέρα σε ό,τι έκανε. Όταν είχαμε επισκέπτες ήταν μπελάς, αλλά όταν ήμασταν


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 39

* Τεμπελιά, στα κιμπούντο. (Σ.τ.Μ.)

39

εμείς επισκέπτες ήταν ακόμα χειρότερα, καθόμασταν προσεκτικά και μοιάζαμε σαν τις κούκλες της βιτρίνας, τρώγαμε με παρατεταμένες κινήσεις, να μη νομίσουν πως πεινάμε, ποτέ δεν παίρναμε δεύτερο επιδόρπιο, μη φανεί σαν να τρώγαμε πρώτη φορά λιχουδιά. Παρ’ όλες τις προσπάθειές μας ήμασταν κακοί επισκέπτες, του πατέρα τού έπεφτε η στάχτη παντού και διαμαρτυρόταν ότι το ουίσκι δεν ήταν Γι Μονκς, η μητέρα έκανε ερωτήσεις που δεν έπρεπε να κάνει και διέκοπτε τις συζητήσεις όποτε της ερχόταν σαν ανυπόμονο παιδί, για να μην πω για τα χαχανητά, η μητέρα έβρισκε αστεία πράγματα που κανείς δεν τα βρίσκει αστεία, οι γειτόνισσες είχαν δίκιο, υπήρχαν τόσα πράγματα για να παρεξηγήσει κανείς τη μητέρα. Η αδερφή μου δεν άνοιγε το στόμα της εκτός κι αν τη ρωτούσαν κάτι, και το σχολείο Μιλούσα, της αδερφής μου δεν της αρέσει η μελέτη, ούτε εμένα μου αρέσει, ο πατέρας λέει ότι είμαστε μανγκονιέιρος σαν τους μαύρους κι έχει ορκιστεί κάμποσες φορές ότι θα μας ξεριζώσει τη μανγκόνια* από το κορμί δέρνοντάς μας με τη ζώνη γιατί οι σπουδές είναι η καλύτερη αξίνα για να οργώσει κανείς τη ζωή. Μερικές φορές ο πατέρας θύμωνε, αλίμονό σας αν δεν φέρετε καλούς βαθμούς, ποτέ δεν φέρναμε, μελετούσαμε όσο χρειαζόταν για να περάσουμε κι αυτό ήταν όλο, ποτέ δεν μπήκαμε στον πίνακα των διακρίσεων ούτε πήραμε ποτέ κανένα βραβείο. Η Εντιτίνια ήταν πάντα στον πίνακα διακρίσεων και η Μιλού είχε πάρει τρία βραβεία. Αλλά η Εντιτίνια ήταν κακάσχημη και είχε κάτι πόδια που έμοιαζαν με σουγιάδες. Η Μιλού όχι, η Μιλού ήταν κόμματος κι ο ζεζέ έτρεχε πάντα ξοπίσω της. Ο θείος ζε καθισμένος στην πολυθρόνα με την ίδια άνεση που εμείς καθόμασταν στις ξαπλώστρες, ένας επισκέπτης που δεν φερόταν σαν επισκέπτης. Τα νέα από τη μητρόπολη ήταν ακόμα πιο παράξενα με τον τρόπο που μιλούσε ο θείος ζε, έ-


40

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 40

να σύρισμα πιο δυνατό από του πατέρα και της μητέρας. Οι στρατιωτικές αρβύλες του θείου ζε χτυπούσαν στο βερνικωμένο τραπεζάκι και ταρακουνούσαν το βάζο με νερό όπου μια δράκαινα μεγάλωνε ακμαία, η μητέρα κατσάδιαζε πάλι τον θείο ζε, αν μας είχες ειδοποιήσει θα είχαμε έρθει να σε πάρουμε από το πλοίο. Το καταλάβαμε αμέσως πως ο θείος ζε δεν ήταν σαν τους άλλους φαντάρους, έκλεινε τα μάτια όταν έπινε γκαζόζα, πετάριζε τα βλέφαρά του, παραπονιόταν για την υγρασία που βάραινε τα πνευμόνια και του χαλούσε το δέρμα, για τη ζέστη που δεν του επέτρεπε να είναι σίγουρος ποτέ τι είδε, οι άλλοι φαντάροι δεν μιλούσαν έτσι, επιπλέον ο θείος ζε είχε χείλη σε σχήμα καρδιάς όπως η μητέρα, τι όμορφος άντρας που έγινες, του έλεγε η μητέρα, ο πατέρας δεν αφήνει ποτέ τη μητέρα να μου πει ότι είμαι όμορφος, οι άντρες δεν πρέπει να είναι όμορφοι, αλλά ο θείος ζε χαμογελούσε ευχαριστημένος και μάλιστα κοκκίνιζε όπως τα κορίτσια, οι άντρες δεν κάνει να κοκκινίζουν. Όταν άνοιξαν το δέμα από τη μητρόπολη η αδερφή μου κι εγώ είδαμε κεράσια για πρώτη φορά, είχαν έρθει μπαγιάτικα και μαραμένα μέσα σ’ ένα κουτί με άχυρα στον πάτο. Η μητέρα έφαγε τα κεράσια με τόση ευχαρίστηση που η αδερφή μου κι εγώ πειστήκαμε πως τα κεράσια ήταν το πιο απολαυστικό φρούτο του κόσμου, τα κεράσια είναι το καλύτερο πράγμα, επαναλάμβανε η μητέρα, αλλά δεν είχε δίκιο, δεν πρέπει να υπάρχει τίποτα τόσο απολαυστικά άνοστο όπως τα κεράσια. Οι στρατιωτικές αρβύλες του θείου ζε άφησαν χαρακιές στο γυαλιστερό δέρμα της πολυθρόνας που την επομένη η μητέρα τις έβγαλε με υγρή παραφίνη. Όταν ο πατέρας γύρισε από τη δουλειά πήγαμε στο Μπαλεϊζάο για να γιορτάσουμε τον ερχομό του θείου ζε, ο πατέρας άνοιξε το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, με τα παράθυρα ανοιχτά, γιατί οι μαύροι ακόμα δεν τολμούσαν να πλησιάσουν τα αυτοκίνητα για να μας κλέψουν, ο ουρανός ήταν τόσο πορτοκαλής που ο θείος ζε είπε ότι δεν εί-


χε ξαναδεί τόσο μεγάλη πυρκαγιά, Ομπ-λα-ντι, ομπ-λα-ντα, η μητέρα μ’ ένα λευκό τουρμπάνι στο κεφάλι κι ο θείος ζε να της λέει πως ήταν κομψή σαν τις γυναίκες της Λισαβόνας, Ομπ-λα-ντι, ομπ-λα-ντα, δεν μπορεί παρά να ήταν ψέμα, πώς μπορεί η μητέρα να έμοιαζε με γυναίκα της Λισαβόνας αφού ακόμα κι οι γειτόνισσες κορόιδευαν τον τρόπο που βαφόταν η μητέρα. Όταν νύχτωσε ο θείος ζε είπε πως η νύχτα εκεί έφτανε τόσο βιαστικά που έμοιαζε σαν κάποιος να έσβηνε το φως του ουρανού. Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι και μιλούσαμε, ο θείος ζε παράγγελνε μπίρες, πώς τη σταματά κανείς αυτή τη ζέστη, δεν άγγιξε το ζεστό ψωμί με ζαμπόν ούτε το κασάτο που παρήγγειλε ο πατέρας για όλους. Πήγε αργά, τα παιδιά έχουν αύριο σχολείο, ο θείος ζε αρνήθηκε να τον πάει ο πατέρας με το αυτοκίνητο, σταμάτησε ένα ταξί, ήταν μια καλή μέρα παρά τη μυρωδιά της στολής του θείου ζε και του περίεργου τρόπου του. Ο θείος ζε έμπαινε στο ταξί πια όταν γύρισε πίσω και αγκάλιασε ξανά τη μητέρα, την είχε πεθυμήσει, πολλά τα χρόνια, ήταν κατανοητό. Μόνο που ο θείος ζε άρχισε να κλαίει, οι άντρες δεν κλαίνε, ακόμα χειρότερα ένας στρατιώτης, και μάλιστα με λυγμούς σαν να ήταν παιδί, ο πατέρας προσπαθούσε να τους χωρίσει αλλά ο θείος ζε δεν ξεκολλούσε, έκλαιγε με το πρόσωπο χωμένο στον ώμο της μητέρας και το τατουάζ Αγκόλα 1971 στραμμένο προς το μέρος μας μέχρι που ο ταξιτζής, που είχε βαρεθεί να περιμένει, βάρεσε την κόρνα. Άρχισαν τότε τα γράμματα από το Κιτέσε. Έφταναν τα γράμματα κι η μητέρα τα εξιστορούσε στις γειτόνισσες καθώς έφτιαχναν σετ πετσετάκια και πλεκτές μπορντούρες για σεντόνια. Πολύ σύντομα οι περιπέτειες στη ζούγκλα μετέτρεψαν τον θείο ζε σε Ταρζάν του Κιτέσε. Τα απογεύματα στη γειτονιά ήταν πιο μονότονα από τα απογεύματα σε οποιοδήποτε άλλο μέρος, βάζοντας μέσα και τ’ απογεύματα των νοσοκομείων, των φυλακών, ακόμα και των πεθαμένων στα νεκροταφεία. Οι

41

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 41


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 42

42

γειτόνισσες είχαν τα στερημένα μάτια όσων έχουν για ορίζοντα τη γειτονιά τους και αναζητούσαν διασκέδαση στα πάντα, στους ατζαμήδες οδηγούς που δεν κατάφερναν να παρκάρουν με την πρώτη, στις μανάβισσες που διαλαλούσαν τα φρούτα πιο δυνατά, οτιδήποτε αρκεί να έκανε τα απογεύματα των γειτονισσών να περνούν πιο γρήγορα. αλλά τίποτα δεν συγκρινόταν με το να ακούν τις περιπέτειες του Ταρζάν του Κιτέσε, αρκεί να μην είχε τούρας* και κομματιασμένους λευκούς. Μέχρι που μια μέρα ήρθε ένα γράμμα κι η μητέρα ξάπλωσε στο κρεβάτι χωρίς καν να διπλώσει το λευκό δαντελένιο κάλυμμα κι έβαλε τα κλάματα, με τον ανεμιστήρα οροφής ανοιχτό στο τέρμα. Μετά από κείνη τη μέρα τελείωσαν πια οι περιπέτειες του Ταρζάν του Κιτέσε. Έτσι κι αλλιώς σ’ εκείνη τη φάση είχε περάσει πια η μόδα του Ταρζάν, ακόμα και στο σινεμά. Η αδερφή μου ήταν ερωτευμένη με τον Τρινιτά και τα άλλα κορίτσια επίσης. Εγώ κι οι φίλοι μου θέλαμε όλοι να γίνουμε σαν τον Τρινιτά αλλά ήταν δύσκολο να μιμηθούμε το στυλ ενός καουμπόι στη Λουάντα. Ήταν η εποχή που πολύ το χαιρόμουν να έχω γαλάζια μάτια. Όχι πως έμοιαζαν με τα μάτια του Τρινιτά αλλά είχαν τουλάχιστον το ίδιο χρώμα. Ακόμα και οι παντρεμένες γυναίκες αναστέναζαν όταν έλεγαν για τα μάτια του Τρινιτά πως ήταν πιο γαλάζια κι από τη λίμνη του Σάο ζουάο ντου Σουλ που η μητέρα είχε μια φωτογραφία της με νούφαρα και φλαμίνγκο. Μετά από το απόγευμα που η μητέρα κλείστηκε στο δωμάτιο κι έκλαιγε δεν ερχόταν γράμμα από το Κιτέσε που να μην την έκανε να κάνει το ίδιο, η μητέρα ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τον ανεμιστήρα της οροφής αναμμένο να της στεγνώνει τα δάκρυα. Μια φορά ο πατέρας ήρθε και με πήρε απ’ το σχολείο * Έτσι αποκαλούσαν υποτιμητικά οι Πορτογάλοι στρατιωτικοί τους Αφρικανούς μαχητές της ανεξαρτησίας στη διάρκεια του αποικιακού πολέμου. (Σ.τ.Μ.)


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 43

* Αφρικανική συκιά. (Σ.τ.Μ.)

43

και σταμάτησε το αυτοκίνητο κάτω από μια μουλεμπέιρα* προτού φτάσουμε στο σπίτι, μου έδωσε ένα γράμμα του θείου ζε, ούτε λέξη γι’ αυτό στην αδερφή σου, τα κορίτσια έχουν άλλο τρόπο να καταλαβαίνουν τα πράγματα. Νύχτωνε κι είχε πολλά κουνούπια, πρέπει να ’χεις καταλάβει πια τι συμβαίνει, κανένας φαντάρος δεν μπορεί να κουκουλώσει αυτό που είναι ο ελεεινός ο θείος σου. Το γράμμα ήταν γεμάτο μισόλογα αρκετά όμως για να καταλάβει κανείς ότι ο θείος ζε ήταν σαν τα αγόρια που τα έπιαναν να κάνουν βρομοδουλειές μεταξύ τους στις τουαλέτες του σχολείου. Μόνο που ο θείος ζε δεν ήταν αγόρι, ήταν ο φαντάρος αδερφούλης της μητέρας. Τα κουνούπια με τσιμπούσαν κι εγώ ήθελα να σταματήσει ο πατέρας να μιλάει και να πάμε στο σπίτι αλλά ο πατέρας ήταν νευρικός και ήθελε να πει πολλά, θέλω να με ειδοποιήσεις αν ο θείος σου σού ανοίξει τίποτα περίεργες κουβέντες ή αν σε πλησιάσει πολύ. Ο ήλιος πρέπει να είχε σκληρύνει τόσο το δέρμα του πατέρα που τα κουνούπια δεν κατάφερναν πια να τον τσιμπήσουν, ο πατέρας άναψε κι άλλο τσιγάρο, ήθελα τόσο πολύ να ξυστώ αλλά το ξύσιμο είναι κοριτσίστικο, οι άντρες πρέπει να είναι έτοιμοι για όλα κι ένα κουνούπι δεν μπορεί να κάνει έναν άντρα να φέρεται σαν κοπέλα και γι’ αυτό άντεξα και δεν κουνήθηκα. Ο πατέρας κοιτούσε τα φύλλα της μουλεμπέιρα σαν να έψαχνε σ’ αυτά έναν τρόπο να διορθώσει αυτό που ήταν ο θείος ζε, αν ήμουν στη θέση του παππού σου θα τον είχα στρώσει τον θείο σου ακόμα κι αν χρειαζόταν να τον σπάζω στο ξύλο κάθε μέρα, ο πηλός πλάθεται όταν είναι φρέσκος, ο άθλιος όλο παράπονα κάνει στη μητέρα σου, εκμεταλλεύεται την καλοσύνη της, την κάνει την καημένη να κλαίει, άσε που η μητέρα σου, ο πατέρας σώπασε, δεν υπήρχαν ποτέ λόγια για την αρρώστια της μητέρας, ο άθλιος παραπονιέται πως οι άλλοι στρατιώτες τον ξυλοφόρτωσαν, φυσικά και χρειάστηκε να τον ξυ-


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 44

44

λοφορτώσουν, ο πατέρας πέταξε το τσιγάρο στην απέναντι πλευρά του δρόμου και η οργή του φάνηκε στην ταχύτητα με την οποία πέταξε η γόπα, αν δεν υπήρχαν τόσες πολλές μαύρες εδώ ο θείος σου θα είχε μια χρησιμότητα, ναι, γιατί κάθε άντρας έχει τις ανάγκες του. Δεν είναι από τις κουβέντες που θέλω να έχω με τον πατέρα μου και ντρέπομαι πάντα όταν ο πατέρας μιλάει για τέτοια θέματα. Με τον ζεζέ και τον Λι είναι διαφορετικά, περνούσαμε ώρες μιλώντας για το πώς θα ήταν να κάναμε ζίνγκα ζίνγκα* με λευκά κορίτσια, ξέραμε πως δεν ήταν το ίδιο όπως να το κάνουμε με τις μαύρες που ούτε βρακιά δεν φορούν και το κάνουν με τον καθένα κι αν θελήσουμε το κάνουν με δύο και τρεις στη σειρά, η Φορτουνάτα μια φορά το έκανε με εφτά, τον ένα μετά τον άλλον, κάναμε ουρά όπως στην καντίνα του σχολείου. Ο ζεζέ ήταν ο μοναδικός που είχε κάνει ζίνγκα ζίνγκα με λευκή, την Ανίτα. Δεν είναι σαν τις άλλες λευκές γιατί της αρέσει να ξεγυμνώνεται κι έχει πάντα όρεξη να το κάνει όπως εμείς. Νομίζω ότι η μητέρα της Ανίτα, η δόνα Νατάλια που δούλευε στο κρεοπωλείο του κυρίου Κριστοβάο, δεν ήξερε ότι η Ανίτα το έκανε. Ο Λι λέει το ήξερε αλλά δεν την ένοιαζε γιατί η δόνα Νατάλια ήταν η μόνη χωρισμένη που υπήρχε στη γειτονιά κι οι γειτόνισσες έλεγαν πως η δόνα Νατάλια και ο κύριος Κριστοβάο ήταν εραστές. Μπορεί να ήταν. Η δόνα Νατάλια τεμάχιζε ένα κομμάτι κρέας πιο γρήγορα από τον κύριο Κριστοβάο και οι γειτόνισσες απορούσαν πώς γίνεται μια τόσο κοντή γυναίκα να έχει τόση δύναμη που να τεμαχίζει χοίρο, εκτός κι αν την ώρα που κρατάει τον μπαλτά σκέφτεται πως κόβει τον άντρα της κομμάτια. Ο άντρας της την είχε αφήσει για μια άλλη και δεν τον ξαναείδε κανείς στη γειτονιά, ο Λι έλεγε ότι η δόνα Νατάλια τον είχε σκοτώσει με τον μπαλτά και τον είχε θάψει στον κήπο. * Η κίνηση του κουπιού, η κίνηση της συνουσίας. (Σ.τ.Μ.)


Λόγω της Ανίτας ο ζεζέ μπορούσε να συγκρίνει τις λευκές με τις μαύρες και διαβεβαίωνε πως ήταν διαφορετικές εκεί χαμηλά, έκανε μάλιστα ένα σκίτσο για να μας εξηγήσει αλλά ο ζεζέ δεν ήταν ποτέ καλός στο σχέδιο. Ο ζεζέ πρέπει τώρα να έχει φτάσει στη Νότια Αφρική, έφυγε με την οικογένειά του μ’ ένα κονβόι εδώ και πάνω από ένα μήνα. Δεν έλαβα γράμμα του αλλά είμαι βέβαιος ότι ο ζεζέ μού έγραψε, το γράμμα χάθηκε γιατί οι λευκοί ταχυδρόμοι έφυγαν σχεδόν όλοι και οι μαύροι δεν ξέρουν να διαβάσουν ούτε τις διευθύνσεις, πρέπει να είναι κανείς πολύ ματούμπο για να μην ξέρει να διαβάσει μια διεύθυνση. Ούτε κι από τον Λι έλαβα γράμμα από τη Βραζιλία, χαθήκαμε μεταξύ μας και τώρα ίσως ξαναϊδωθούμε μόνο στο Σίαρς Τάουερ. Ο Λι ήταν που πρότεινε το Σίαρς Τάουερ, ο Λι ήξερε πάντα όλα τα ρεκόρ, το ψηλότερο κτήριο στον κόσμο, το ταχύτερο αυτοκίνητο, ο Λι πήρε μαζί του την αφίσα με το Κονκόρντ που είχε πάνω απ’ το προσκεφάλι του, μοιάζει σαν να έχει περάσει τόσος πολύς καιρός από τότε που πήγαμε να δούμε το Κονκόρντ κι έχουν περάσει μόνο δύο χρόνια, ο Λι ήθελε να γίνει πιλότος σε Κονκόρντ για μερικούς μήνες μετά όμως άλλαξε γνώμη, καλύτερα να γινόταν κυβερνήτης πλοίου για ν’ ανακαλύψει το μυστήριο του Τριγώνου των Βερμούδων, ο ζεζέ ήθελε να γίνει κατάσκοπος για να ανακαλύψει ποιος σκότωσε τον πρόεδρο Κένεντι και τη συνταγή της Κόκα-Κόλα, εγώ ποτέ δεν ήξερα τι ήθελα να γίνω, ακόμα δεν ξέρω, νομίζω πως δεν θέλω να γίνω τίποτα κι ας λέει η μητέρα πως πρέπει να γίνω μηχανικός στα φράγματα κι ας λέει ο πατέρας πως πρέπει να γίνω γιατρός ή δικηγόρος. Έχω πεθυμήσει τον Λι και τον ζεζέ. Η τελευταία φορά που ήμασταν κι οι τρεις μαζί ήταν στο σπίτι του Γκάνας, είχαμε πάει να δούμε για εικοστή φορά την ταινία Εμανουέλα που έπαιζε στο Μιραμάρ, την καλύτερη ταινία που είχαμε δει ποτέ. Από τη βεράντα του Γκάνας, ο καθένας με τα κιάλια του, βλέπαμε την ταινία σχεδόν τόσο καλά όσο αν βρισκόμασταν στον κινηματογράφο, κι όταν οι ηθοποιοί ήταν γυ-

45

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 45


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 46

46

μνές μπορούσαμε να διαλέξουμε τα σημεία που χρειάζονταν μεγέθυνση για να καταλάβουμε τις διαφορές ανάμεσα στις λευκές και τις μαύρες για τις οποίες μιλούσε ο ζεζέ. Την τελευταία μέρα ήμασταν τόσο λυπημένοι που όταν τελείωσε η ταινία δεν μιλήσαμε καν σε τι διαφέρει να κάνουμε ζίνγκα ζίνγκα με λευκές και με μαύρες. Ούτε πιάσαμε να τσακωνόμαστε αν τα κορίτσια που γνωρίζαμε το έκαναν μεταξύ τους όπως στην ταινία. Παρ’ όλα αυτά ο ζεζέ κι ο Λι και πάλι τσακώθηκαν γιατί ο Λι είπε πως και μόνο για να δει την Εμανουέλα γυμνή άξιζε τον κόπο που έγινε το πραξικόπημα. Ο πατέρας του Λι ήταν υποστηρικτής της επανάστασης και δίδασκε τον Λι να βλέπει τα οφέλη της επανάστασης στα πάντα, για τον πατέρα του Λι οι εργαζόμενοι θα ήταν επιτέλους ελεύθεροι και θα βάδιζαν με κατεύθυνση τον σοσιαλισμό όπως βαδίζουν οι καουμπόηδες προς το ηλιοβασίλεμα στις ταινίες. Ο πατέρας του Λι είχε μια σημαία στη βεράντα, μια σημαία του Μαύρου Κόκορα, Σαβίμπι για πάντα, Αγκόλα για πάντα, κουάτσα Αγκόλα, κουάτσα UNITA.* Ο πατέρας του ζεζέ διαβεβαίωνε πως θα ’βγαινε ξινή η επανάσταση, μπέρδεψαν την ελευθερία με την ελευθεριότητα, ο πατέρας του ζεζέ δεν ήξερε να εξηγήσει τους κινδύνους της επικίνδυνης σύγχυσης μεταξύ της μίας και της άλλης, παρ’ όλα αυτά όμως ο ζεζέ δυσκολευόταν να δεχτεί έστω και ένα μοναδικό όφελος από το πραξικόπημα * União Nacional para a Independência Total de Angola (Εθνική Ένωση για την Πλήρη Ανεξαρτησία της Αγκόλας): κόμμα που ιδρύθηκε το 1966, γνωστό και ως Μαύρος Κόκορας από το σχετικό σύμβολο στη σημαία του. O Jonas Savimbi υπήρξε ένας από τους δύο ιδρυτές του. Το Kwacha (Κουάτσα) ήταν μικρότερο κόμμα που ανήκε στην UNITA. Στον αγώνα για την ανεξαρτησία η UNITA είχε τη στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ και της Νότιας Αφρικής, ενώ η ΕΣΣΔ και η Κούβα υποστήριξαν το MPLA (Movimento pela Libertação de Angola = Κίνημα για την Απελευθέρωση της Αγκόλας), που ιδρύθηκε το 1956 και βρίσκεται στην εξουσία από την ανεξαρτησία της χώρας το 1975. Στη διάρκεια του εμφυλίου που ακολούθησε και διήρκεσε μέχρι το 2002 το MPLA επικράτησε έναντι των UNITA και FNLA.


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 47

* Ο μαύρος φορτωτής της Λουάντας και ομότιτλο ποίημα του Αγκολέζου ποιητή António Jacinto. (Σ.τ.Μ.) ** Από το ποίημα «Muimbo Ua Sabalu» που έγραψε ο Mário Pinto de Andrade (1928-1990), Αγκολέζος πολιτικός και πρώτος αρχηγός του MPLA. (Σ.τ.Μ.) *** Έπος του εθνικού ποιητή Luís de Camões που εξιστορεί και εξυμνεί τα ταξίδια των Πορτογάλων θαλασσοπόρων τον 15ο και 16ο αι. (Σ.τ.Μ.)

47

στη μητρόπολη, παρόλο που του άρεσε εξίσου και περισσότερο από εμάς να βλέπει την Εμανουέλα, ειδικά το σημείο όπου η Εμανουέλα το έκανε με τη Μαρί-Ανζ. Ο πατέρας δεν μιλά ποτέ για την επανάσταση, όπως είναι φυσικό στο βιβλίο της ζωής δεν έχει τίποτα σχετικά με επαναστάσεις γιατί σπάνια κανείς στη ζωή του θα γίνει μάρτυρας μιας επανάστασης. Ο καθηγητής των πορτογαλικών έλεγε πως ήμασταν πολύ τυχεροί που κάναμε εμείς την επανάσταση, το ένδοξο πρωινό του Απρίλη ήταν μόνο η αρχή, τα σαράντα οκτώ χρόνια της πιο αποτρόπαιης νύχτας είχαν φτάσει στο τέλος τους και τώρα απέμενε να τηρήσουμε την υπόσχεση του Απρίλη και να τηρήσουμε την υπόσχεση του Απρίλη σήμαινε αποαποικιοποίηση, εκδημοκρατισμός και ανάπτυξη. Ο καθηγητής των πορτογαλικών ήταν νεαρός, είχε μακριά μαλλιά και μύριζε κάνναβη, έπαιρνε την κιθάρα στην τάξη κι έπιανε να τραγουδάει τον Μονανγκαμπέ * τόσο πονεμένα λες κι ήταν μαύρος, στο μεγάλο τσιφλίκι βροχή δεν πέφτει, ο ιδρώτας του προσώπου μου ποτίζει τις φυτείες, στο μεγάλο τσιφλίκι ο καφές ωρίμασε, κι εκείνο το κόκκινο της κερασιάς είναι σταγόνες απ’ το αίμα μου που έγιναν χυμός των δέντρων, δεν τραγουδούσε ωραία αλλά ήταν καλύτερα να τον ακούμε να τραγουδάει παράφωνα τον Μονανγκαμπέ ή το Μον’ετού ουά Κασουλέ ακουτουμίσα κου Σαν Τομέ ** παρά να μελετάμε τα έπη των Λουσιάδων.*** Ο καθηγητής των πορτογαλικών της δευτέρας έκαψε τους Λουσιάδες, η αυτοκρατορία δεν έπρεπε να είχε υπάρξει και οι Λουσιάδες που την εξυμνούσαν επίσης.


48

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 48

Ξαναείδα τον Λι δυο-τρεις φορές ακόμη αφού είχε φύγει ο ζεζέ αλλά δεν ήταν πια το ίδιο, μέχρι και τα ψέματα του ζεζέ είχαμε πεθυμήσει, τα παιχνίδια στα ποδοσφαιράκια της λέσχης, τις ατέλειωτες μέρες στο σχολείο, τις κουτσομπόλες γειτόνισσες στις βεράντες, τα μαγαζιά όπου συχνάζαμε, είχαν όλα τελειώσει κι ο Λι θα έφευγε κι αυτός σε λίγο. Πήγαμε οι δυο μας μια βόλτα με τα ποδήλατα παρότι ήταν επικίνδυνο να κυκλοφορούν δυο λευκοί με ποδήλατο. Τα κορίτσια δεν τολμούσαν πια να βγουν απ’ το σπίτι, λίγα είχαν απομείνει εδώ ακόμα και δεν εμφανίζονταν ποτέ, αν ένας λευκός είναι πρόκληση ένα λευκό κορίτσι είναι ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση. Ακόμα κι ο μαύρος που για πέντε χρόνια μάς γυάλιζε τα παπούτσια κάθε Κυριακή πρωί προειδοποίησε την αδερφή μου μια από τις τελευταίες φορές που τον είδαμε, πρόσεχε, κοπέλα, μη σου κάνουν αυτό που έκαναν οι λευκοί στις δικές μας γυναίκες. Οι καταληψίες του σπιτιού του Λι έσκισαν κι έκαψαν τη σημαία του Μαύρου Κόκορα φωνάζοντας, η νίκη είναι βέβαιη, και, θάνατος στους αποικιοκράτες, ο Μαύρος Κόκορας είναι φίλος των λευκών αποικιοκρατών δουλεμπόρων και στηρίζεται από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, είναι λακές του μεγάλου κεφαλαίου. Μερικές φορές ο ζεζέ και ο Λι κορόιδευαν τον θείο ζε. Ο Λι θεωρούσε πολύ μεγάλη ατυχία να έχω τέτοιο θείο γιατί όποιος δεν με γνώριζε μπορούσε να σκεφτεί ότι ήταν οικογενειακό μας. Πολλές φορές παρακάλεσα τον Θεό να τραυματιστεί ο θείος ζε και να επιστρέψει στη μητρόπολη, αλλά αν εξαιρέσει κανείς το ξύλο που του έριξαν οι άλλοι στρατιώτες δεν του συνέβη ποτέ τίποτα κακό. Όταν σταμάτησε απ’ τον στρατό ο θείος ζε έκανε ένα τατουάζ Αδερφική Αγάπη κάτω από το Αγκόλα 1971 και η μητέρα τον αγάπησε ακόμα πιο πολύ. Αντί να γυρίσει στη μητρόπολη ο θείος ζε βρήκε δουλειά σ’ ένα μπαρ στην Ίλια κι εκεί γνώρισε τον Νιε Νιε, τον μαύρο φίλο του που όταν καπνίζει κάνει δαχτυλίδια με τον καπνό όπως τα κορίτσια, ένα στοματάκι ντελικάτο κι ένα γελάκι, τα κατάφερα, τα κατάφε-


ρα. Μετά το πραξικόπημα στη μητρόπολη ο θείος ζε άρχισε να βοηθά τον καταπιεσμένο λαό να απελευθερωθεί από τον ζυγό των αποικιοκρατών, έβγαλε και ταυτότητα του κινήματος κι απ’ όλα. Ξέρει τα επαναστατικά τραγούδια απ’ έξω και μαθαίνει να μιλάει κιμπούντο με τον Νιε Νιε όταν κάνει βόλτες με τη Σεβρολέ Καμάρο που κατάσχεσαν από έναν απ’ τους εκμεταλλευτές αποικιοκράτες που έφυγαν. Χτυπάνε το κουδούνι. Περιμένουμε ν’ ακούσουμε το σύνθημα, ένα γρήγορο χτύπημα δυο φορές κι ένα τρίτο πιο αργό και παρατεταμένο. Δεν χτυπούν ξανά. Η μητέρα λέει πως μπορεί ο θείος ζε να ξέχασε το σύνθημα αλλά η Πιράτα γαβγίζει, κάποιος άγνωστος χτύπησε το κουδούνι. Η μητέρα και η αδερφή μου κλείνονται στο δωμάτιο, διπλοκλειδώνονται και σέρνουν μια καρέκλα πίσω από την πόρτα. Ο πατέρας βγάζει το όπλο από το μικρότερο συρτάρι της σερβάντας και το κρύβει στη ζώνη του παντελονιού. Οι λευκοί δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν οπλισμένοι αλλά η πουκαμίσα είναι αρκετά φαρδιά ώστε να μην αντιληφθεί κανείς ότι ο πατέρας κρύβει όπλο. Όταν ο πατέρας ανοίγει την πόρτα η Πιράτα τρέχει προς την αυλόπορτα. Απ’ έξω βρίσκεται ένας μαύρος στρατιώτης και η Πιράτα γαβγίζει χωρίς σταματημό. Πίσω απ’ τον στρατιώτη είναι ένα τζιπ με άλλους μαύρους στρατιώτες. Ο στρατιώτης που στέκεται όρθιος δίπλα στην εξώπορτα σημαδεύει με το όπλο την Πιράτα. Ο πατέρας τούς χαιρετά και φωνάζει στην Πιράτα, σώπα, η Πιράτα κάθεται υπάκουη κουνώντας την ουρά. Πρέπει να χαιρετίσουμε τους στρατιώτες με τον χαιρετισμό του κινήματος στο οποίο ανήκουν, οι μαύροι του ενός κινήματος μισούν περισσότερο τους μαύρους των άλλων κινημάτων απ’ όσο μισούν τους λευκούς, δεν πρέπει να μπερδέψουμε τους χαιρετισμούς, έχουν χαθεί ζωές από μικρότερη αφορμή. Ο στρατιώτης δεν κατεβάζει το όπλο, ο λευκός είναι πάντα δουλέμπορος, αποικιοκράτης, ιμπεριαλιστής, εκμεταλλευτής, βιαστής, δήμιος, ληστής, όλοι οι λευκοί είναι όλα αυτά ταυτόχρονα και δεν

4 – Ο γυρισμός

49

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 49


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 50

50

μπορεί παρά να είναι μισητοί. Στο τζιπ υπάρχουν και παιδιά, κάποια με στολή και όπλο, έχουν ξερές μύξες από τη μύτη ως τα χείλη και κάποια στα μάγουλα, ένας απ’ τους πιο μικρούς έχει φουσκάλες με πύον στο κεφάλι, τα τουφέκια τους μοιάζουν παιχνίδια αλλά δεν μπορεί να είναι κανείς βέβαιος. Προτού ο στρατιώτης πει τι θέλει ο πατέρας γυρίζει σ’ εμένα, πήγαινε φέρε μπίρες, μικρέ, οι άντρες έχουν σκάσει στη δίψα, φέρε και τσιγάρα. υπακούω πρόθυμα αλλά ο πατέρας με πειράζει, άντε κουνήσου, μικρέ, οι άντρες βιάζονται, δεν έχουν όλη τη μέρα. Το πρόσωπο ενός από τους στρατιώτες, αυτού που είναι καθισμένος στην άκρη του τζιπ, ένα πρόσωπο τετραγωνισμένο με μάτια μισόκλειστα, δεν μου είναι ξένο, το έχω ξαναδεί αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πού, ίσως ήταν πριν λίγες μέρες σε κάποια περιπολία, υπάρχουν διαρκώς τζιπ με μαύρους στρατιώτες πέρα δώθε. Επιστρέφω μ’ ένα κιβώτιο μπίρες και μια κούτα τσιγάρα που ο στρατιώτης μοιράζει γρήγορα στους άλλους. Ούτε καν μας κοιτάζουν. Αυτός με το τετραγωνισμένο πρόσωπο, χωρίς να δείχνει ότι με ξέρει, ανοίγει ένα μπουκάλι με την άκρη του σουγιά και πίνει την μπίρα μονορούφι, ρεύεται, ανάβει τσιγάρο κι ανοίγει κι άλλο μπουκάλι. Οι στρατιώτες έχουν τα μάτια θαμπά σαν τη λάσπη των βουνών και τις στολές τους βαμμένες στον ιδρώτα. Στον δρόμο μόνο εμείς, οι στρατιώτες και ο μεσημεριανός ήλιος. Μου έρχεται στον νου ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι στο γήπεδο από πατημένο χώμα δίπλα στο σχολείο, το ποδοσφαιρικό παιχνίδι όπου ο Λι αποκάλεσε κωλομαύρο έναν συμμαθητή εξαιτίας μιας μαλάικα* προσποίησης. Η καρδιά μου χτυπά γρηγορότερα. Ο κωλομαύρος μπορεί να είναι ο στρατιώτης με το τετραγωνισμένο πρόσωπο και τα μισόκλειστα μάτια που ήρθε να εκδικηθεί. Ήταν μια παρεξήγηση ανάμεσα σε πολλές άλλες, κωλο, δεν ήταν προσβολή, ο Λι ήταν ο γυαλάκιας κι ό* Τρελή, στην καθομιλουμένη της Αγκόλας. (Σ.τ.Μ.)


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 51

* Φασαρία, τσακωμός, στα κιμπούντο. (Σ.τ.Μ.)

51

ταν τσακωνόμασταν ήταν ο κωλογυαλάκιας, ο ζεζέ ήταν ο στέκας αλλά ήταν κι ο κωλοστέκας αν γινόταν καβγάς, κωλομαύρος δεν ήταν προσβολή και μόνο ένας μαύρος θα παρεξηγιόταν γι’ αυτό σε σημείο να θέλει να χτυπήσει τον Λι. Εγώ κι ο ζεζέ πιάσαμε τον μαύρο κι ο Λι τού έδωσε μια ξεγυριστή γροθιά στο στομάχι. Ο μαύρος έφυγε από το γήπεδο παραπατώντας, ελπίζω να έμαθε το μάθημά του, είπε ο Λι και φώναξε τον Γκαρίνσα να παίξει στη θέση του. Ο μαύρος δεν ξανάπαιξε μαζί μας κι ούτε θυμάμαι αν πέρασε τη χρονιά. Όχι, δεν είναι αυτός. υπάρχουν πολλοί μαύροι με τετράγωνο πρόσωπο και μισόκλειστα μάτια σαν να δυσκολεύονται να τ’ ανοίξουν. Δεν είναι αυτός, δεν μπορεί να είναι αυτός. Ο ιδρώτας κολλάει το λεπτό ύφασμα της πουκαμίσας του πατέρα στην πλάτη του. Φοβάμαι ότι θα φανεί το όπλο, λευκός οπλισμένος πάει γυρεύοντας για χοντρή μάκα.* Ισιώνω την πλάτη μου και ξεροκαταπίνω, ένας λευκός με όπλο είναι ένας ρατσιστής που δεν απαρνιέται τα δικαιώματά του, ένα στοιχείο υπανάπτυκτο που φοβάται μήπως χάσει τα προνόμιά του, ένας ιμπεριαλιστής που στενοχωριέται γιατί δεν ζει πια σ’ έναν κόσμο που δεν έπρεπε ποτέ να είχε υπάρξει. Ο στρατιώτης που στέκεται μπροστά μας πετάει ένα μπουκάλι και το σπάει πάνω στον τοίχο του σπιτιού κι η Πιράτα ξαναρχίζει να γαβγίζει. Δεν θέλουμε να κοιτάξουμε τα θρύψαλα του μπουκαλιού για να μη φανεί σαν κριτική αλλά τα γυαλιά λάμπουν στον ήλιο κι είναι δύσκολο ν’ αποστρέψουμε τα μάτια. Ο στρατιώτης ρωτάει, έχετε κάνα πρόβλημα, εγώ κι ο πατέρας μου απαντάμε ταυτόχρονα όχι, σίγουρα μας έχουν πάρει είδηση ότι είμαστε τρομαγμένοι. Ο φόβος του πατέρα φαίνεται επίσης στα τσιτωμένα και σφιχτά χείλη, ακόμα κι όταν χαμογελάει, ίσως όμως οι στρατιώτες να μην το καταλαβαίνουν αυτό. Ο στρατιώτης με το τετράγωνο πρόσωπο μοιάζει να το διασκεδάζει όταν κοιτάζει εμένα. Ίσως είναι ό-


52

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 52

ντως ο μαύρος από το ποδοσφαιρικό παιχνίδι. Ίσως να θυμήθηκε το παιχνίδι. Ή ποτέ δεν το ξέχασε και γι’ αυτό είναι εδώ. Ήρθε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του. Οι στρατιώτες μιλάνε αλλά δεν τους καταλαβαίνουμε. Δεν μάθαμε ποτέ τη γλώσσα των μαύρων, τις γλώσσες δηλαδή, γιατί οι μαύροι έχουν διάφορες γλώσσες κι ίσως γι’ αυτό να μη συνεννοούνται, δεν καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν χρειάζεται να καταλάβουμε τι λένε οι μαύροι, ξέρουμε τι θέλουν να πουν τα όπλα που μας σημαδεύουν ακόμα κι αν προσπαθούμε να μην τους δίνουμε πολλή σημασία. Τα μαγαζιά της πλατείας απέναντί μας είναι όλα κλειστά, ακόμα και τα σπίτια που έχουν ήδη καταληφθεί έχουν κατεβασμένα τα στόρια. Μερικά μαγαζιά διατηρούν τα ρολά όπως τα άφησαν οι ιδιοκτήτες τους αλλά στα περισσότερα έχουν κάνει πλιάτσικο, οι βιτρίνες είναι σπασμένες και οι πόρτες ξεριζωμένες. Ο φόβος μάς κάνει να ιδρώνουμε περισσότερο από την υγρασία του κασίμπο. Δυο πυροβολισμοί, ένας απ’ τους στρατιώτες στο τζιπ πυροβολεί δυο φορές στον αέρα. Η Πιράτα γαβγίζει ξανά, ο πατέρας τής δίνει μια κλοτσιά που την κάνει και σκούζει κι ύστερα σωπαίνει και κάθεται δίπλα του. Ακόμα κι όταν τη χτυπάμε η Πιράτα δεν φεύγει, μας αγαπάει, δεν τη νοιάζει που τη χτυπάμε. Τη στέλνω στο σπίτι αλλά η Πιράτα παραμένει στο πλευρό μας, μας προστατεύει απ’ τους αγνώστους όπως έκανε πάντα. Ξεσηκωμένοι από τους πυροβολισμούς οι καταληψίες του σπιτιού της δόνα ζίλντα βγαίνουν στα παράθυρα και στις βεράντες και γνέφουν στους στρατιώτες του τζιπ. Οι καταληψίες των πιο απομακρυσμένων σπιτιών επίσης βγαίνουν στα παράθυρα. Μια ομάδα μαύροι πιτσιρικάδες κρέμονται στη φερ φορζέ κούνια της δόνα ζίλντα. Η μία πολυθρόνα από καφέ βελούδο του σαλονιού της δόνα ζίλντα σέρνεται στον κήπο κι έχει ξεχαρβαλωθεί τελείως. Αν η δόνα ζίλντα έβλεπε τι έκαναν στο σπίτι, αν έβλεπε την καφέ βελούδινη πολυθρόνα έτσι,


μπορεί να πάθαινε καρδιακή προσβολή. Ίσως η δόνα ζίλντα να κάθεται σε μια καλύτερη πολυθρόνα στη μητρόπολη. Στους τοίχους του σπιτιού έγραψαν Κουάτσα UNITA, από πάνω με μαύρη μπογιά Ο αγώνας συνεχίζεται, από πάνω Οϊέ Οϊέ Αγκόλα Λιμπερτέ, Αγκόλα Ποπουλέ. Έγραψαν επίσης με πιο μεγάλα και έντονα γράμματα Λευκοί δρόμο, Έξω οι λευκοί, Λευκοί σπίτια σας και Θάνατος στους λευκούς. Ο στρατιώτης φτύνει στο έδαφος, η ροχάλα πέφτει στη ζεστή άσφαλτο αφήνοντας ένα λεκέ που με αναγουλιάζει αλλά αποσπά την προσοχή μου από τον φόβο. Προσπαθώ ν’ αποφύγω τα μάτια του στρατιώτη με το τετράγωνο πρόσωπο, μάλλον βρίσκεται εδώ για να εκδικηθεί και κανείς δεν μπορεί να τον εμποδίσει, ούτε καν ο πατέρας, ούτε καν το όπλο του πατέρα. Φοβάμαι τόσο πολύ που θέλω να εξαφανιστώ, αν το έβαζα στα πόδια, αν διέσχιζα την πλατεία, αν κρυβόμουν πίσω απ’ τα ρολά του φαρμακείου, μου περνούν χιλιάδες ιδέες απ’ το μυαλό αλλά παραμένω ακίνητος και που ανασαίνω το κάνω με κόπο. Δεν έχει στεγνώσει ποτέ ξανά το στόμα μου έτσι, η γλώσσα κολλάει στον ουρανίσκο, μια πικρίλα που φτάνει ως το λαρύγγι, δεν είχε ποτέ το στόμα μου τόσο άσχημη γεύση. Ο πατέρας μού λέει, οι άντρες χρειάζονται κι άλλο ποτό, πήγαινε φέρε άλλο ένα καφάσι, ο στρατιώτης που στέκεται όρθιος λειώνει τη γόπα με την αρβύλα, κι άλλα τσιγάρα, φωνάζει ο πατέρας, ο στρατιώτης που στέκεται όρθιος λέει, άντε κουνήσου, μικρέ, μιμούμενος αυτό που είπε ο πατέρας προ ολίγου, οι άλλοι στρατιώτες γελάνε κι ο πατέρας το ίδιο, μπορεί να μοιάζει πως όλα είναι εντάξει, πως οι άντρες διασκεδάζουν, όμως όχι, αν ο πατέρας είχε επιλογή, αν μπορούσε να διαλέξει αν θα γελάσει θα ήταν διαφορετικά, ο πατέρας πρέπει να γελάσει. Παλιά ο πατέρας ήταν εκείνος που αποφάσιζε πότε θα γελούσαν, πώς σε λένε, Μαλάτια, αφεντικό, τι ματούμπο, ούτε τ’ όνομά σου δεν ξέρεις να πεις, κι ο Μαλαχίας έπρεπε επίσης να γελάσει όταν γελούσε ο πατέρας, τώρα είναι η σειρά του πατέρα να γελάσει

53

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 53


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 54

54

τελευταίος, και δεν είναι αλήθεια πως όποιος γελάει τελευταίος γελάει καλύτερα, σχεδόν τίποτε απ’ όσα λέγονται δεν είναι αλήθεια, η Αγκόλα δεν είναι δική μας, τα ξημερώματα της 4ης Φεβρουαρίου οι ήρωες έσπασαν τις αλυσίδες για να νικήσουν την αποικιοκρατία και να δημιουργήσουν μια νέα Αγκόλα.* Φέρνω κι άλλη μπίρα και τσιγάρα. Θέλησα να πιω νερό αλλά δεν κατάφερα να καταπιώ ούτε σταγόνα. Προσπαθώ να μην τρέξω για να μη δείξω ότι φοβάμαι αλλά ξέρω πως πηγαίνω γρήγορα και άγαρμπα και πως ο πατέρας μου θα ντρέπεται για μένα. Οι μπίρες και τα τσιγάρα μοιράζονται ξανά στους στρατιώτες. Τότε ο πατέρας μου λέει, κύριοι, αποχαιρετώντας μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού και γυρνώντας την πλάτη στους στρατιώτες. Βάζει το χέρι του πάνω στον ώμο μου για να τον μιμηθώ, φοβάμαι να βρεθούμε κι οι δυο με τις πλάτες γυρισμένες στα όπλα των στρατιωτών, τα πόδια μου δεν με ακολουθούν. Η μητέρα και η αδερφή μου θα μας κρυφοκοιτάζουν μέσ’ από τα στόρια του παραθύρου στο δωμάτιο, ξέρω ότι πρέπει να γυρίσω και ν’ αρχίσω να περπατάω, δεν επιτρέπεται να φοβάμαι να γυρίσω την πλάτη μου στα όπλα των στρατιωτών, ο στρατιώτης με το τετράγωνο πρόσωπο ήρθε να εκδικηθεί, η Πιράτα βρίσκεται ήδη στην είσοδο της πόρτας και κουνάει την ουρά, δεν επιτρέπεται να είμαι δειλός, αρκεί να πάω ως την Πιράτα, μόνο δειλός μη γίνεις στη ζωή, μικρέ, ένας δειλός προδίδει πατέρα και μητέρα, απογοητεύει τους φίλους, είναι τσιράκι των εχθρών, ένας δειλός είναι χειρότερος κι από δολοφόνο κι από κλέφτη, ένας δειλός είναι υποταγμένος στον φόβο, άκου με προσεχτικά, μικρέ, ένας δειλός αξίζει λιγότερο από έναν πεθαμένο, υπάρχουν ιστορίες με πεθαμένους που αναστήθηκαν αλλά ένας δειλός κι αυτό ακόμα θα το φοβόταν, όλη τη ζωή μου άκουγα πόσο σιχαίνεται ο πατέρας τους δειλούς, δεν μπορώ να είμαι δειλός. * Από τον ύμνο του MPLA. (Σ.τ.Μ.)


Ε εσύ που καπνίζεις, η φωνή δεν ανήκει στον στρατιώτη που στέκεται όρθιος, είναι άλλος στρατιώτης, ίσως αυτός με το τετράγωνο πρόσωπο. Προτού ξεκινήσουν όλα αυτά αν ένας μαύρος μιλούσε στον ενικό σε λευκό θα τον ξυλοφόρτωναν, κι ούτε κατά διάνοια, ε εσύ που καπνίζεις. Οι στρατιώτες γελάνε κι ο πατέρας γελάει ξανά. Από το τζιπ ο στρατιώτης με το τετράγωνο πρόσωπο το διασκεδάζει όλο και περισσότερο, ήρθε η ώρα να εκδικηθεί τη γροθιά που του έδωσε ο Λι, τα μάτια του δεν είναι πια μισόκλειστα, παρακαλάω τον Θεό να φύγουν οι στρατιώτες, υπόσχομαι να προσευχηθώ ένα ευχητάρι ολόκληρο, απ’ αυτά του καθολικού ραδιοφώνου, παρακαλάω τον Θεό να έρθει ο θείος ζε, ο θείος ζε βοηθά τον καταπιεσμένο λαό, έχει και ταυτότητα του κινήματος και απ’ όλα, ίσως εκείνον να τον ακούσουν και να μας αφήσουν ήσυχους, παρακαλάω να μη θυμηθεί ο στρατιώτης το ποδοσφαιρικό παιχνίδι ούτε κι εμένα, παρακαλάω τόσα πράγματα τον Θεό αλλά ο Θεός, όπως πάντα, στου κουφού την πόρτα, οι στρατιώτες παραμένουν απέναντί μας ευχαριστημένοι με τον φόβο που μας προκαλούν. Ο στρατιώτης με το τετράγωνο πρόσωπο κάνει τάχα μου ότι το χέρι του είναι όπλο και με σημαδεύει με τον δείκτη. Πυροβολεί μιμούμενος τον κρότο του πυροβολισμού με το στόμα και γελάει. Αφήνει τον δείκτη του τεντωμένο σαν να πρόκειται να ρίξει ξανά. Μισώ τον Λι και τον ζεζέ, όπου κι αν βρίσκονται, μισώ τους γείτονες που έφυγαν μακριά και μας άφησαν εδώ. Ο στρατιώτης που στέκεται όρθιος απευθύνεται στον πατέρα, έχουμε να σου κάνουμε μερικές ερωτήσεις, τα μάτια του στρατιώτη γίνονται ακόμα πιο θαμπά. Ο πατέρας δεν κουνιέται, το μεγάλο σώμα του πατέρα σε προσοχή, οι παλάμες κλειστές, φοβάμαι τι μπορεί να κάνει ο πατέρας, ο πατέρας δεν είναι τελευταία καλά στα μυαλά του, πριν από λίγο έσκισε τις ντάλιες του τραπεζομάντιλου, βάζει το αριστερό μπράτσο του πάνω στον ώμο μου, μου λέει χαμηλόφωνα, μπες στο σπίτι και κλειδώσου. Δεν μπορώ να εγκαταλείψω τον πατέρα, ανή-

55

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 55


56

KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 56

κουμε στην ίδια ομάδα, δεν είμαι δειλός κι ας μην καταφέρνω να σταματήσω τα πόδια μου να τρέμουν, πήγαινε μέσα, επιμένει ο πατέρας ανάμεσα απ’ τα δόντια του, η Πιράτα γαβγίζει, πήγαινε μέσα. Ο στρατιώτης λέει, έχουμε την πληροφορία ότι ο μακελάρης του Γκραφανίλ ήταν εδώ. Ο πατέρας συνοφρυώνεται και τινάζει το σώμα του προς τα πίσω, εδώ, ρωτά έκπληκτος. Ο μαύρος με το τετράγωνο πρόσωπο σημαδεύει με τον δείκτη που κάνει τάχα για όπλο τον πατέρα, κάνει ξανά κρότο με το στόμα, μας σκότωσε ήδη και τους δύο με το δάχτυλο-όπλο του, θέλουμε να σου κάνουμε μερικές ερωτήσεις, ο πατέρας αρχίζει να γελάει, χαμηλόφωνα, μετά πιο δυνατά, γελάει, ο μακελάρης του Γκραφανίλ, εδώ, και γελάει όλο και πιο δυνατά. Ο πατέρας δεν μπορεί να είναι ο μακελάρης του Γκραφανίλ ούτε και ξέρει τίποτα για τον μακελάρη του Γκραφανίλ, ο πατέρας δεν έχει σκοτώσει μαύρους ούτε έχει στήσει ενέδρες. Δεν έχω ξαναδεί τον πατέρα να γελάει έτσι, τα χαχανητά του είναι τόσο δυνατά που διπλώνεται στα δύο, πλάκα μού κάνετε, ο στρατιώτης δεν ξέρει πώς ν’ αντιδράσει στα χαχανητά, ο πατέρας δεν έπρεπε να βάλει τα γέλια, οι άλλοι μαύροι περιμένουν εντολές, ο πατέρας κι εγώ, δίπλα δίπλα, η Πιράτα μπροστά μας να μας προστατεύει, κοιτάζω τριγύρω, σχεδόν όλοι οι καταληψίες σπιτιών έχασαν το ενδιαφέρον τους και μπήκαν μέσα, οι λίγοι που έμειναν μας κοιτάζουν αδιάφορα, ο πατέρας προχωρά, πλησιάζει στο τζιπ, κοιτάξτε με καλά, μιλάει δυνατά σαν σε πλήθος, πείτε μου τι βλέπετε, να σας πω εγώ τι βλέπετε, βλέπετε έναν άνθρωπο που έχει σκοτωθεί να δουλεύει σ’ αυτόν τον τόπο, έχω ξεφορτώσει τσουβάλια καφέ μαζί σου, μαζί σου, δείχνει τον καθένα από τους στρατιώτες, με τον πατέρα σου, με τον θείο σου, με τον αδερφό σου, με τον γιο σου, δεν υπάρχει άντρας που να έχει ξεφορτώσει περισσότερα τσουβάλια καφέ σ’ αυτόν τον τόπο από μένα, έχω δουλέψει μέρα και νύχτα και τώρα, ο πατέρας σταματάει να μιλάει κι όταν ξαναρχίζει το κάνει με πιο χαμηλή φωνή, σαν να μην μπορεί να μιλήσει, ό,τι έχω θα μείνει


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 57

* Τυπικό αγκολέζικο πιάτο με αποξηραμένο κρέας, φασόλια και λάδι καρύδας. (Σ.τ.Μ.)

57

εδώ, κοιτάξτε τα χέρια μου, δεν χωράνε άλλοι κάλοι στα χέρια μου και πάλι όμως το δέρμα ματώνει με τη γιούτα των τσουβαλιών, ο πατέρας απλώνει τα τεράστια χέρια του στους στρατιώτες, τόση δουλειά κι τώρα όλα θα μείνουν εδώ, ο πατέρας δείχνει το σπίτι κι ένα από τα φορτηγά που είναι πιο πέρα, οι στρατιώτες εξακολουθούν σιωπηλοί, ο πατέρας μοιάζει να κερδίζει, να θυμάστε το πρόσωπό μου κάθε φορά που θα κάθεστε στο τραπέζι μου, κάθε φορά που θα περνάτε την αυλόπορτα του σπιτιού μου, ο πατέρας υψώνει κι άλλο τη φωνή, δεν πρέπει να ξεχαστεί το πρόσωπο του ανθρώπου που τον έκλεψαν, να με θυμάστε καλά, αν δεν ήμουν τόσο γέρος μπορεί και να ήμουν ο μακελάρης του Γκραφανίλ, αν δεν είχα γυναίκα και παιδιά, αν δεν ήμουν τόσο κουρασμένος, ο πατέρας πιάνει με το χέρι το όπλο, το μοναδικό όπλο που έχω είναι αυτό εδώ και δεν το έχω χρησιμοποιήσει ποτέ, οι στρατιώτες αναστατώνονται, τώρα θα πεθάνουμε, οι στρατιώτες μάς σημαδεύουν με τα όπλα, τώρα, έχω αυτό το όπλο για να προστατέψω την οικογένειά μου, δεν είμαι ο μακελάρης του Γκραφανίλ, ο πατέρας σχεδόν ψιθυρίζει, οι καταληψίες που βρίσκονταν στις βεράντες φώναξαν και τους άλλους, τώρα περιμένουν όλοι να μας δουν να πεθαίνουμε, ο πατέρας υψώνει κι άλλο τη φωνή, πάντα σας πλήρωνα στην ώρα, ήπια κασάσα κι έφαγα φούνζε* μαζί σας, ποτέ δεν πείραξα τις γυναίκες ούτε τις κόρες σας, σας έδωσα λεφτά για τα φάρμακα των παιδιών σας, κάντε ό,τι θέλετε. Ο πατέρας βάζει ξανά το μπράτσο πάνω στους ώμους μου, πάμε, μικρέ, δεν φοβάται να τους γυρίσει την πλάτη αλλά εγώ φοβάμαι, δεν καταφέρνω να γυρίσω την πλάτη μου στα όπλα των στρατιωτών, η Πιράτα χοροπηδάει ικανοποιημένη τριγύρω μας, δεν καταφέρνω να περπατήσω, ο πατέρας με σπρώχνει, οι στρατιώτες θα πυροβολήσουν, οι λευκοί τοίχοι του σπι-


KARDOZO sel_Final_Layout 1 01/03/2017 3:09 ΜΜ Page 58

58

τιού με ζαλίζουν ακόμα περισσότερο, τώρα καταλαβαίνω πώς σκοτώνονται τα πουλιά πάνω στους τοίχους του σπιτιού τα πρωινά με κασίμπο, ο πατέρας με σπρώχνει ξανά, δεν καταφέρνω να περπατήσω, δεν είμαι δειλός, δεν καταφέρνω να περπατήσω αλλά δεν είμαι δειλός, θα μας πυροβολήσουν αν αρχίσουμε να περπατάμε, δεν θέλω να ντροπιαστεί ο πατέρας που έχει δειλό γιο, ζαλίζομαι, θα λιποθυμήσω όπως όταν είχα πάθει ελονοσία, πρέπει να πάρω τα πόδια μου, πάμε, μικρέ, δεν καταφέρνω να κοιτάξω τον πατέρα, τις τριανταφυλλιές της μητέρας, τα όπλα των στρατιωτών στραμμένα στις πλάτες μας, πρέπει να φερθώ σαν άντρας, η Πιράτα μάς περιμένει στα σκαλιά, συγγνώμη, πατέρα, οι τοίχοι του σπιτιού γυρίζουν γύρω γύρω, το σπίτι, η πλατεία, αν κάνουμε ένα βήμα θα μας σκοτώσουν, πάμε, μικρέ, ο πατέρας με τραβάει, πάμε στο σπίτι, δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, πατέρα, οι τοίχοι του σπιτιού σβήνουν, προχώρα, μικρέ, ξαφνικά όλα σκοτάδι, τα πόδια μου λυγίζουν και δεν μπορώ να κρατηθώ, θα μας πυροβόλησαν, ίσως να μην το καταλάβουμε όταν μας πετύχουν, ίσως να πεθάνουμε και να μην το πάρουμε είδηση, πάμε στο σπίτι, μικρέ, πάμε στο σπίτι.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.