SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 5
ΜΠΟΥΡΧΑΝ ΣΟΝΜΕΖ
ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ c
Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ
ΘΑΝΟΣ ΖΑΡΑΓΚΑΛΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 6
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Burhan Sönmez, İstanbul İstanbul © ©
Copyright Burhan Sönmez ©Kalem Agency Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2015
Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6171-1
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 7
ΚΕΦΑΛΑΙΑ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
Αφήγηση του μαθητή Ντεμιρτάι Η ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΠΟΡΤΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11
ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ
Η αφήγηση του Γιατρού ΑΣΠΡΟΣ ΣΚΥΛΟΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 38
ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑ
Η αφήγηση του κουρέα Κάμο Ο ΤΟΙΧΟΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 61 ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΡΑ
Η αφήγηση του μπαρμπα-Κιουχεϊγλάν Ο ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΣ ΛΥΚΟΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 84 ΠΕΜΠΤΗ ΜΕΡΑ
Η αφήγηση του μαθητή Ντεμιρτάι ΤΑ ΦΩΤΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 106 ΕΚΤΗ ΜΕΡΑ
Η αφήγηση του Γιατρού ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 130 ΕΒΔΟΜΗ ΜΕΡΑ
Η αφήγηση του μαθητή Ντεμιρτάι ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΥΣΙΔΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 155
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 8
ΟΓΔΟΗ ΜΕΡΑ
Η αφήγηση του Γιατρού ΟΙ ΛΟΓΧΟΕΙΔΕΙΣ ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΕΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 181 ΕΝΑΤΗ ΜΕΡΑ
Η αφήγηση του κουρέα Κάμο ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 205 ΔΕΚΑΤΗ ΜΕΡΑ
Η αφήγηση του μπαρμπα-Κιουχεϊγλάν ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΧΑΧΑΝΗΤΟ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 235
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 9
Για την Κιβάντς
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 10
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 11
πρωτη μΕρΑ
Αφήγηση του μαθητή Ντεμιρτάι η ΣΙΔΕρΕΝΙΑ πΟρτΑ
την πραγματικότητα είναι μεγάλη ιστορία, αλλά εγώ θα « είμαι σύντομος», είπα. «Ποτέ δεν είχε χιονίσει τόσο πολύ στην Ιστανμπούλ. Την ώρα που οι δύο καλόγριες είχαν φύγει νυχτιάτικα από το νοσοκομείο Σεν Ζορζ, με προορισμό την εκκλησία Σεντ Αντουάν, στο Καρακιόι, για να μεταφέρουν το κακό νέο, νεκρά πουλιά σχημάτιζαν σωρούς κάτω από τα υπόστεγα. Απρίλη μήνα τα άνθη της ακακίας της Κωνσταντινούπολης έπεφταν κάτω απ’ το τσουχτερό κρύο και τα σκυλιά απ’ τον παγωμένο άνεμο. Γιατρέ, έχεις δει ποτέ να χιονίζει Απρίλη μήνα; Στην πραγματικότητα είναι μεγάλη ιστορία, αλλά εγώ θα είμαι σύντομος. Η μία από τις δύο καλόγριες που περπατούσαν με δυσκολία μέσα στη χιονοθύελλα ήταν νέα κι η άλλη ηλικιωμένη. Την ώρα που πλησίαζαν στον πύργο του Γαλατά η νέα είπε στην άλλη, κάποιος μας παρακολουθεί απ’ την αρχή της ανηφοριάς. Η ηλικιωμένη είπε ότι ένας άντρας που τις παρακολουθεί στην αντάρα της χιονοθύελλας, στο πηχτό σκοτάδι, ένα μόνο σκοπό θα μπορούσε να έχει». Όταν άκουσα τον θόρυβο της σιδερένιας πόρτας από μακριά, σταμάτησα την αφήγηση και κοίταξα τον Γιατρό. Το κελί μας ήταν κρύο. Την ώρα που εγώ διηγιόμουν την ιστορία, ο κουρέας Κάμο κοιμόταν ζαρωμένος πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο. Δεν είχαμε σκεπάσματα, ζεσταινόμαστε χωμένοι ο ένας μέσα στον άλλον σαν τα κουτάβια. Ο χρόνος επειδή κυλούσε επί μέρες στο ίδιο σημείο, δεν μπορούσαμε να διακρί-
11
Σ
12
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 12
νουμε προς τα πού κυλούσε η μέρα και η νύχτα. Γνωρίζαμε τι σημαίνει πόνος, βιώναμε κάθε μέρα εκ νέου τη φρίκη που γέμιζε τις καρδιές μας όταν οδηγούμαστε στα βασανιστήρια. Στο σύντομο χρονικό διάστημα που προετοιμαζόμαστε για τον πόνο, ήταν ίδια τα ζώα και οι άνθρωποι, ο σώφρων και ο τρελός, ο άγγελος και ο διάβολος. Καθώς ο ήχος της σιδερένιας πόρτας αντιλαλούσε στον διάδρομο, ο κουρέας Κάμο ανασηκώθηκε. Έρχονται να με πάρουν, είπε. Σηκώθηκα και πήγα στην πόρτα του θαλάμου, κοίταξα από τις γρίλιες που ήταν στο ύψος των ματιών. Τη στιγμή που προσπαθούσα να δω ποιοι έρχονταν από την πλευρά της σιδερένιας πόρτας, το πρόσωπό μου φωτίστηκε από τη λάμπα του διαδρόμου. Δεν φαινόταν κανείς, μάλλον θα περίμεναν στην είσοδο. Μισόκλεισα τα μάτια που θάμπωσαν από το φως. Έριξα μια ματιά στο απέναντι κελί· αναρωτήθηκα αν η κοπέλα που έριξαν σήμερα εκεί σαν πληγωμένο ζώο ζούσε ακόμη. Καθώς οι ομιλίες του διαδρόμου απομακρύνονταν, κάθισα πίσω στη θέση μου, ακούμπησα τα πόδια μου πάνω σ’ αυτά του Γιατρού και του κουρέα Κάμο. Ενώσαμε καλύτερα τα γυμνά μας πόδια για να ζεσταθούν, πλησιάσαμε τις ανάσες μας στα πρόσωπά μας. Το να ξέρεις να περιμένεις ήταν τέχνη, δίχως να μιλάμε αρχίσαμε να αφουγκραζόμαστε τους ανεπαίσθητους ήχους πίσω από τους τοίχους. Ο Γιατρός ήταν εκεί ήδη δύο εβδομάδες, όταν μ’ έριξαν δίπλα του αιμόφυρτο, κι αυτός δεν αρκέστηκε να καθαρίσει τις πληγές μου, με είχε σκεπάσει και με το σακάκι του. Κάθε μέρα μας έπαιρναν διαφορετικές ομάδες ανάκρισης έχοντας καλύψει τα μάτια μας, και έπειτα από ώρες μας έφερναν πίσω μισολιπόθυμους. Όμως ο κουρέας Κάμο περίμενε εδώ και τρεις μέρες. Από την ημέρα που τον έριξαν στο κελί ούτε τον πήραν για ανάκριση ούτε ανέφεραν το όνομά του. Είχαμε συνηθίσει σε έναν θάλαμο ένα επί δύο, ο οποίος στην αρχή μάς είχε φανεί μικρός. Οι τοίχοι και τα πατώματα ήταν
από τσιμέντο και η πόρτα από γκρίζο σίδερο. Το κελί ήταν γυμνό. Καθόμαστε στο δάπεδο, όταν μούδιαζαν τα πόδια μας σηκωνόμαστε και περπατούσαμε κάνοντας κύκλους. Καμιά φορά όταν από μακριά έφτανε ως εμάς κάποιο ουρλιαχτό σηκώναμε το κεφάλι και κοιταζόμαστε στο αμυδρό φως που τρύπωνε απ’ τον διάδρομο. Περνούσαμε τον καιρό μας με τον ύπνο ή με την κουβέντα. Κρυώναμε πάρα πολύ, κάθε μέρα που περνούσε αδυνατίζαμε όλο και πιο πολύ. Ακούστηκε ξανά ο σκουριασμένος ήχος της σιδερένιας πόρτας. Οι ανακριτές έφευγαν δίχως να πάρουν κάποιον από τους θαλάμους. Στήσαμε τ’ αυτιά μας και περιμέναμε για να είμαστε σίγουροι. Με το κλείσιμο της σιδερένιας πόρτας οι ομιλίες κόπηκαν, ο διάδρομος ερήμωσε. Ο κουρέας Κάμο βαριανασαίνοντας είπε: «Οι καταραμένοι δεν με πήραν, έφυγαν δίχως να πάρουν κανέναν». Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε την οροφή, μετά ζάρωσε και ξάπλωσε στο δάπεδο. Ο Γιατρός είπε να συνεχίσω την αφήγηση. Τη στιγμή που ξεκίνησα λέγοντας, «οι δύο καλόγριες μέσα στη χιονοθύελλα», ο κουρέας Κάμο πετάχτηκε ξαφνικά και με άρπαξε από το μπράτσο: «Αγόρι, δεν αλλάζεις ιστορία και να πεις κάτι της προκοπής;» έκανε. Εδώ μέσα είναι όλα παγωμένα, γαμώτο, δεν φτάνει που παγώνουμε πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο, έχουμε κι εσένα να μας λες ιστορίες με χιονοθύελλες και φουρτούνες. Ο Κάμο μας θεωρούσε εχθρούς ή φίλους; Άραγε οργιζόταν και μας περιφρονούσε επειδή του λέγαμε ότι επί τρεις μέρες παραμιλούσε στον ύπνο του; Αν μια μέρα τού έδεναν τα μάτια και τον έπαιρναν, αν κουρέλιαζαν τις σάρκες του και τον σταύρωναν, τότε θα μπορούσε να μάθει να μας εμπιστεύεται. Προς το παρόν αρκούνταν να υπομένει τις κουβέντες και τα βασανισμένα κορμιά μας. Ο Γιατρός τον έπιασε μαλακά από τον ώμο: «Κάμο, ηρέμησε και κοιμήσου», του είπε και τον έβαλε να ξαπλώσει. «Ποτέ δεν υπήρξε τόσο ζεστή μέρα στην Ιστανμπούλ», εί-
13
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 13
14
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 14
πα αρχίζοντας την αφήγηση. «Στην πραγματικότητα είναι μεγάλη ιστορία, αλλά εγώ θα είμαι σύντομος. Την ώρα που οι δυο καλόγριες είχαν φύγει νυχτιάτικα από το νοσοκομείο Σεν Ζορζ με προορισμό την εκκλησία Σεντ Αντουάν για να μεταφέρουν το χαρμόσυνο νέο, τα πουλιά, καθισμένα στη σειρά πάνω από τα υπόστεγα, κελαηδούσαν χαρούμενα. Στην καρδιά του χειμώνα οι ακακίες της Κωνσταντινούπολης ήταν σχεδόν έτοιμες να ανθίσουν, τα σκυλιά του δρόμου κόντευαν να εξατμιστούν από τη ζέστη. Είδες ποτέ καταχείμωνο να κάνει ζέστη της ερήμου, Γιατρέ; Η μία από τις δύο καλόγριες, που προχωρούσαν με μεγάλη δυσκολία λόγω ζέστης, ήταν νέα και η άλλη ηλικιωμένη. Καθώς ανέβαιναν προς τον πύργο του Γαλατά, η νέα είπε στην άλλη, κάποιος μας ακολουθεί από την αρχή της ανηφοριάς. Η ηλικιωμένη είπε ότι ένας άντρας που τις παρακολουθεί σ’ έναν ερημικό δρόμο, στο σκοτάδι, θα μπορούσε να έχει μονάχα έναν σκοπό: Τον βιασμό. Ανέβηκαν ταραγμένες την ανηφοριά. Δεν υπήρχε κανείς τριγύρω· οι άνθρωποι αυτήν την ασυνήθιστα ζεστή μέρα ξεχύθηκαν στην παραλία του Κεράτιου κι έτσι τα δρομάκια παρέμεναν ερημικά. Ο άντρας πλησιάζει, θα μας προλάβει προτού φθάσουμε στην κορυφή, είπε η νέα καλόγρια. »Τότε ας τρέξουμε, είπε η ηλικιωμένη. Με τα μακριά, χοντρά φορέματά τους πέρασαν μπροστά από τους επιγραφοποιούς, από τα δισκοπωλεία και τα βιβλιοπωλεία. Όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Η νέα καλόγρια κοίταξε πίσω και είπε, τρέχει κι ο άντρας. Είχαν ήδη λαχανιάσει, ο ιδρώτας κυλούσε στην πλάτη τους. Ας χωριστούμε προτού μας πιάσει,, είπε η ηλικιωμένη. Τουλάχιστον η μια θα σωθεί. Όρμησαν σε διαφορετικά δρομάκια δίχως να ξέρουν τι τις περιμένει. Η νέα καθώς έτρεχε προς τα δεξιά, σκέφτηκε πως δεν έπρεπε πια να κοιτάζει πίσω της. Θυμήθηκε την ιστορία από το Ευαγγέλιο. Για να μην έχει την ίδια μοίρα μ’ αυτούς που γύρισαν και κοίταξαν από μακριά για τελευταία φορά την πόλη, στύλωσε το βλέμμα της στα στενά
δρομάκια κι έτρεξε μέσα στο σκοτάδι αλλάζοντας διαρκώς κατεύθυνση. Είχαν δίκιο όσοι έλεγαν ότι ήταν καταραμένη μέρα. Τα μέντιουμ, που θεωρούσαν κακό οιωνό την υπερβολική ζέστη στην καρδιά του χειμώνα, μιλούσαν στην τηλεόραση, οι τρελοί της γειτονιάς όλη μέρα χτυπούσαν τενεκέδες. Η νέα καλόγρια όταν αντιλήφθηκε ότι πλέον δεν άκουγε παρά μόνο τα δικά της βήματα, ελάττωσε ταχύτητα πριν στρίψει σε μια γωνία. Όταν ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο ενός άγνωστου δρόμου και κοίταξε γύρω της, κατάλαβε ότι είχε χαθεί. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Πήρε μαζί της ένα σκυλί που τριβόταν στα πόδια της, προχώρησε αργά αργά σύριζα στον τοίχο. Στην πραγματικότητα είναι μεγάλη ιστορία, όμως εγώ θα είμαι σύντομος. Η νέα καλόγρια, όταν τελικά έφτασε στην εκκλησία Σεντ Αντουάν, έμαθε ότι η άλλη καλόγρια δεν είχε έρθει. Διηγήθηκε στα πεταχτά το τι συνέβη. Όλοι ταράχτηκαν. Ενώ κάποιοι ετοιμάζονταν να βγουν έξω να αναζητήσουν την ηλικιωμένη, άνοιξε η εξώπορτα και όρμησε μέσα αναμαλλιασμένη η ηλικιωμένη καλόγρια. Κάθισε αμέσως σ’ ένα σκαμνί, πήρε δυο ανάσες, ήπιε δύο κούπες νερό. Η νέα, γεμάτη ανυπομονησία, πες μας τι έγινε, είπε. Ορμούσα διαρκώς σε διαφορετικά δρομάκια, όμως δεν κατάφερα να ξεφύγω, είπε, στο τέλος κατάλαβα ότι θα με πιάσει. Τότε τι έκανες; ρώτησε η νέα. Σταμάτησα σε μια γωνιά. Όταν σταμάτησα εγώ, σταμάτησε κι ο άντρας. Μετά; Ο άντρας κατέβασε το βρακί του. Και λοιπόν; Άρχισα πάλι να τρέχω. Και τι έγινε μετά; Τι θες να γίνει, η γυναίκα με ανασηκωμένη φούστα τρέχει πιο γρήγορα από τον άντρα με κατεβασμένα τα βρακιά». Ο κουρέας Κάμο άρχισε να γελάει από κει που ήταν ξαπλωμένος. Πρώτη φορά τον βλέπαμε να γελάει. Το κορμί του τραντάχτηκε ελαφρά σαν να διασκέδαζε με περίεργα πλάσματα που έβλεπε στο όνειρό του. Επανέλαβα την τελευταία φράση. «Η γυναίκα με ανασηκωμένη φούστα τρέχει πιο γρήγορα από τον άντρα με κατεβασμένα τα βρακιά». Όταν το γέλιο του έγι-
15
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 15
16
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 16
νε χαχανητό, άπλωσα το χέρι για να καλύψω το στόμα του. Άνοιξε μεμιάς τα μάτια και με κοίταξε. Εάν οι φρουροί μάς άκουγαν, θα μας ξυλοφόρτωναν ή θα μας τιμωρούσαν με πολύωρη ορθοστασία. Δεν θα θέλαμε να περάσουμε έτσι τον χρόνο που περίσσευε απ’ τα βασανιστήρια. Ο κουρέας Κάμο σηκώθηκε κι ακούμπησε την πλάτη του στον απέναντι τοίχο. Την ώρα που έπαιρνε βαθιές ανάσες το πρόσωπό του πήρε σοβαρό ύφος όπως ήταν πριν. Έμοιαζε με μεθυσμένο που τη νύχτα είχε πέσει σε κάποιο χαντάκι και δεν ήξερε πού βρισκόταν όταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις του. «Σήμερα είδα στον ύπνο μου ότι καιγόμουν», είπε. «Στο τελευταίο πάτωμα της κόλασης έπαιρναν τα κούτσουρα από τους διπλανούς μου και τα έριχναν στη δική μου τη φωτιά. Όμως και πάλι κρύωνα, γαμώτο. Οι άλλοι αμαρτωλοί ούρλιαζαν, τα τύμπανά μου χτυπούσαν αδιάκοπα. Η φωτιά ολοένα δυνάμωνε, αλλά εγώ δεν τη χόρταινα. Εσείς δεν ήσαστε εκεί, κοίταξα ένα ένα όλα τα πρόσωπα, δεν είδα ούτε έναν γιατρό ούτε έναν μαθητή. Ζητούσα όλο και περισσότερη φωτιά, στρίγκλιζα σαν τα σφαχτάρια και παρακαλούσα. Οι πλούσιοι, οι κήρυκες, οι κακοί ποιητές και οι στερημένες από αγάπη μητέρες που καίγονταν απέναντι μέσα στις φλόγες με κοίταζαν. Η πληγή της καρδιάς μου με τίποτα δεν καιγόταν να γίνει στάχτη, η μνήμη μου δεν έλεγε να λιώσει και να χαθεί. Παρά τη φωτιά που έλιωνε το σίδερο, ακόμη θυμόμουν το καταραμένο παρελθόν μου. “Μετανόησε”, μου έλεγαν. Αρκούσε αυτό; Η δική σας ψυχή σωζόταν όταν μετανοούσατε; Τρόφιμοι της κόλασης! Καταραμένοι! Ήμουν ένας συνηθισμένος κουρέας, ένας κουρέας που πήγαινε ψωμί στο σπίτι του, που του άρεσε το διάβασμα, όμως που δεν είχε παιδιά. Τις τελευταίες μέρες, όταν η ζωή μας έγινε άνω κάτω, η γυναίκα μου δεν μου είπε βαριές κουβέντες. Θα προτιμούσα να με είχε καταραστεί, όμως εκείνη μου στέρησε ακόμα και την κατάρα της. Της είπα όταν ήμουν μεθυσμένος τα όσα σκεφτόμουν όταν ήμουν νηφάλιος· μια νύχτα στάθηκα αντί-
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 17
* Ο μεγαλύτερος αδελφός. Λέγεται για να δηλώσει σεβασμό. ** Ο πύργος του Λεάνδρου.
2 – Ινσταμπούλ Ινσταμπούλ
17
κρυ της και της είπα: “Εγώ είμαι ένας κακόμοιρος”. Περίμενα να με περιφρονήσει, να μου βάλει τις φωνές. Προσπάθησα να πιάσω το περιφρονητικό της βλέμμα, όμως όταν η γυναίκα μου έστρεψε προς την άλλη μεριά το πρόσωπό της, είδα μονάχα λύπη. Το πιο κακό σε μια γυναίκα είναι να είναι πάντοτε καλύτερη από εσάς. Ακόμη και η μητέρα μου. Με κοιτάζετε με περίεργο βλέμμα επειδή μιλώ έτσι, καρφί δεν μου καίγεται». Ο κουρέας Κάμο έτριψε τα γένια του, έστρεψε το πρόσωπό του προς το φως που έμπαινε από τις γρίλιες. Χώρια που είχε να πλυθεί τρεις μέρες, το ότι δεν αγαπούσε πολύ το νερό φαινόταν από τα βρώμικα μαλλιά του, τα μακριά του νύχια και από τη μυρωδιά μουχλιασμένου ψωμιού που ανέδιδε το κορμί του. Είχα συνηθίσει τη μυρωδιά του Γιατρού και είχε υιοθετήσει τη δική μου, αλλά η μυρωδιά του Κάμο υπενθύμιζε διαρκώς την ύπαρξή της καθώς και τη δυστυχία της ψυχής του. Μιλούσε με πάθος έπειτα από σιωπή τριών ημερών. «Με τη γυναίκα μου γνωρίστηκα την πρώτη μέρα που άνοιξα το κουρείο. Στη βιτρίνα του έγραφε “Κουρείο ο Κάμο”. Είχε φέρει τον αδερφό της ο οποίος σύντομα θα άρχιζε το σχολείο. Ρώτησα το όνομα του αγοριού, μετά συστήθηκα: Με λένε Κιαμίλ, όμως όλοι με φωνάζουν Κάμο. Εντάξει, Κάμο Άμπι,* είπε το αγόρι. Του έβαλα αινίγματα, του αφηγήθηκα αστείες ιστορίες σχετικές με το σχολείο. Η γυναίκα μου που καθόταν στην άκρη και μας άκουγε, όταν τη ρώτησα, είπε πως μόλις είχε τελειώσει το λύκειο και πως δούλευε στο σπίτι ως ράφτρα. Αποφεύγοντας να με κοιτάξει, έστρεψε το βλέμμα της στη φωτογραφία του Κιζ Κουλεσί** που είχα κρεμασμένη στον τοίχο, στον βασιλικό που ήταν από κάτω, στον καθρέφτη με το γαλάζιο πλαίσιο, στα ξυράφια, στα ψαλίδια. Όταν έτεινα τη φιάλη της κολόνιας που είχα χρησιμοποιήσει στα μαλλιά του αγοριού,
18
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 18
άνοιξε την παλάμη, μετά, όταν πλησίασε τις γεμάτες κολόνια μικρές παλάμες στη μύτη, έκλεισε τα μάτια. Εκείνη τη στιγμή φαντάστηκα πως έβλεπε εμένα, επιθύμησα να μη με αγγίξουν άλλα μάτια από εκείνα σ’ ολόκληρη τη ζωή μου. Όταν η γυναίκα μου έφευγε από το κουρείο με την κολόνια και το λουλουδάτο φόρεμά της, βγήκα στην πόρτα και την κοίταξα από πίσω. Δεν είχα ρωτήσει το όνομά της. Ήταν η Μαχιζέρ με τα μικρά χέρια και ήμουν βέβαιος πως δεν θα έφευγε ποτέ από τη ζωή μου. »Εκείνο το βράδυ πήγα πάλι στο παλιό πηγάδι. Στη γειτονιά Μενεξέ, στον κήπο πίσω από το σπίτι μας, όπου πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, υπήρχε ένα πηγάδι. Τις ώρες που ήμουν μόνος λύγιζα το σώμα μου πάνω από το στόμιο του πηγαδιού και κοίταζα μέσα βαθιά το σκοτάδι. Ξεχνιόμουν εκεί με τις ώρες, ταξίδευα σε άλλους κόσμους, λησμονούσα την ύπαρξη αυτού εδώ του κόσμου. Το σκοτάδι ήταν γαλήνη, ήταν κάτι ιερό. Μεθούσα με τη μυρωδιά της υγρασίας, η απόλαυση με ζάλιζε. Όταν κάποιος με παρομοίαζε με τον πατέρα μου, τον οποίο δεν γνώρισα ποτέ, ή όταν η μητέρα μου με φώναζε με το όνομα του πατέρα, Κιαμίλ, έτρεχα με κομμένη την ανάσα στο πηγάδι. Καθώς γέμιζα τα πνευμόνια μου με τον αέρα που ρουφούσα μέσα στο σκοτάδι, έσκυβα το κεφάλι όσο μπορούσα περισσότερο και φανταζόμουν ότι βυθίζομαι στο βάθος του πηγαδιού. Ήθελα να γλιτώσω από τη μητέρα, τον πατέρα και από τα παιδικά μου χρόνια. Καταραμένοι! Η μητέρα μου έμεινε έγκυος από τον αρραβωνιαστικό της που αυτοκτόνησε, με γέννησε παρά τον κίνδυνο να τη διώξει η οικογένειά της και μου έδωσε το όνομα του αρραβωνιαστικού της. Θυμάμαι, ακόμη και όταν ήμουν σε ηλικία να παίζω έξω στον δρόμο, μερικές φορές με έσφιγγε πάνω στο στήθος της, έβαζε την άκρη του στήθους στο στόμα μου και έκλαιγε. Εγώ γευόμουν όχι το γάλα, αλλά τα δάκρυα της μητέρας. Με κλειστά τα μάτια, λέγοντας θα περάσει κι αυτό, μετρούσα ένα ένα τα δάχτυλά μου. Ένα βράδυ την ώρα που σκοτεί-
νιαζε, η μητέρα με βρήκε στην άκρη του πηγαδιού, με τράβηξε από το χέρι και εκείνη τη στιγμή η πέτρα πάνω στην οποία πατούσε μετακινήθηκε ξαφνικά. Η κραυγή που έβγαλε καθώς έπεφτε ηχεί ακόμη στ’ αυτιά μου. Τα μεσάνυχτα έβγαλαν το νεκρό της σώμα από το πηγάδι. Μετά τον θάνατο της μητέρας, έγινα τρόφιμος του ορφανοτροφείου Νταρουσαφακά· κοιμήθηκα στους κοιτώνες όπου ο καθένας αφηγείται τη ζωή του ονειροπολώντας». Ο Κάμο μάς κοίταξε ερευνητικά, ήθελε να δει αν τον παρακολουθούμε. «Όταν ήμουν αρραβωνιασμένος με τη Μαχιζέρ, της έκανα δώρο μυθιστορήματα και ποιητικές ανθολογίες. Ο καθηγητής φιλολογίας στο λύκειο μας έλεγε, “ο καθένας έχει διαφορετική γλώσσα· κάποιον τον αντιλαμβάνεστε με λουλούδια, κάποιον άλλον με βιβλία”. Η Μαχιζέρ στο σπίτι έκοβε υφάσματα, τα έραβε, μερικές φορές έγραφε ποιήματα σε μικρά χαρτιά τα οποία μου έστελνε με τον αδελφό της. Στο κουρείο, τα έκρυβα μέσα σ’ ένα κουτί στο ράφι με τα μυρωδάτα σαπούνια. Το κουρείο πήγαινε καλά, ο αριθμός των τακτικών πελατών αύξανε διαρκώς. Μια μέρα σκότωσαν έξω από την πόρτα έναν πελάτη δημοσιογράφο που μόλις είχε ξυριστεί κι έβγαινε χαμογελαστός από το μαγαζί. Οι δύο δολοφόνοι ήρθαν δίπλα στον σωριασμένο καταγής δημοσιογράφο, του έριξαν τη χαριστική βολή στο κεφάλι και φώναξαν “Ή θα την αγαπήσετε ή θα την εγκαταλείψετε, ρε!”. Την επομένη μεγάλο πλήθος μαζεύτηκε στον τόπο όπου ακόμη τα ίχνη αίματος ήταν ορατά και μνημόνευσαν τον δολοφονημένο δημοσιογράφο. Τους ακολούθησα για χάρη του κουρέματος και πήρα μέρος στη νεκρώσιμη ακολουθία. Δεν πίστευα στην πολιτική, σ’ όλη μου τη ζωή το μοναδικό πολιτικό πρόσωπο προς το οποίο ένιωθα συμπάθεια ήταν ο φιλόλογος στο λύκειο, ο καθηγητής Χαγιατίν. Αν και δεν έκανε λόγο γι’ αυτά τα θέματα, ανάμεσα στα ντοσιέ του βλέπαμε σοσιαλιστικά περιοδικά. Η δυσπιστία μου ήταν απόλυτη. Πώς ή-
19
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 19
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 20
20
ταν δυνατόν να αλλάξει τον κόσμο η πολιτική που είχε ως πρώτη ύλη τους ανθρώπους; Όσοι ισχυρίζονταν πως η καλοσύνη θα έσωζε την κοινωνία και θα την έκανε ευτυχισμένη, δεν γνώριζαν τον άνθρωπο. Έκαναν πως δεν έβλεπαν τον εγωισμό, γαμώτο. Το συμφέρον, η φιλοδοξία, ο ανταγωνισμός ήταν τα θεμέλια της ανθρωπότητας. Όταν μιλούσα έτσι, οι πελάτες μου διαμαρτύρονταν, προσπαθούσαν με ζέση να με κάνουν να αλλάξω γνώμη. Ένας πελάτης που περίμενε τη σειρά του μου είπε “Πώς ένας άνθρωπος που αγαπά την ποίηση μπορεί να σκέφτεται έτσι;” Είχε πλησιάσει τον καθρέφτη και είχε απαγγείλει με δυνατή φωνή μερικούς στίχους από τα Άνθη του κακού που είχα καρφιτσώσει εκεί. Η βία δεν έλεγε να καταλαγιάσει· ακούγαμε για τους δολοφονημένους στις διπλανές γειτονιές. Μια φορά ένας νέος πελάτης, που μπήκε ταραγμένος στο κουρείο, μού ζήτησε να κρύψω το όπλο του προτού μπουν μέσα οι αστυνομικοί. Παρότι βοήθησα μερικούς τυχαία, η πολιτική δεν μ’ ενδιέφερε ούτε κατ’ ελάχιστο. Εγώ στόχευα να αποταμιεύσω χρήματα για να αγοράσω σπίτι, να αποκτήσω παιδιά και να περνάω τις νύχτες μου δίπλα στη Μαχιζέρ. Αυτή ήταν η ζωή στην οποία πίστευα. Όμως η Μαχιζέρ με τίποτα δεν έμενε έγκυος. Όταν τον δεύτερο χρόνο του γάμου μας πήγαμε στον γιατρό, μάθαμε ότι εξαιτίας μου δεν έμενε έγκυος. »Ένα βράδυ, την ώρα που έκλεινα το κουρείο, είδα τρία άτομα να επιτίθενται σ’ έναν άνθρωπο. Ήταν ο φιλόλογός μας στο λύκειο, ο καθηγητής Χαγιατίν. Τράβηξα το μαχαίρι μου και τραυμάτισα και τους τρεις στα χέρια και στο πρόσωπο. Οι επιτιθέμενοι ξαφνιάστηκαν, έκαναν πίσω και χάθηκαν στο σκοτάδι. Ο καθηγητής Χαγιατίν με αγκάλιασε. Περπατήσαμε κουβεντιάζοντας. Καθίσαμε σε μια ταβέρνα της Σαμάτια.* Μιλήσαμε για τη ζωή μας. Ο καθηγητής μετά το λύκειο Νταρουσαφακά άλλαξε δύο σχολεία, μείωσε τις ώρες διδασκαλίας και * Ψωμαθειά.
άρχισε να αφιερώνει χρόνο στην πολιτική. Ανησυχούσε για το μέλλον της χώρας μας. Είχε ακούσει ότι είχα γραφτεί στο πανεπιστήμιο στη Σχολή Γαλλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Λυπήθηκε όταν έμαθε ότι στο δεύτερο έτος έπαψα να παρακολουθώ τα μαθήματα επειδή υποχρεώθηκα να δουλέψω. Όταν ρώτησε αν συνεχίζει να με ενδιαφέρει η ποίηση, απήγγειλα μερικούς στίχους του Μποντλέρ που είχα αποστηθίσει στο δικό του μάθημα. Με κοίταξε με υπερηφάνεια, μου θύμισε την πρωτιά μου στον σχολικό διαγωνισμό απαγγελίας ποίησης. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας. Χάρηκε που παντρεύτηκα, όμως ο ίδιος ήταν ακόμη ανύπαντρος. Όπως είπε, μερικά χρόνια πριν είχε ερωτευτεί μια μαθήτριά του, δεν εξέφρασε τον έρωτά του, κι όταν έμαθε ότι η κοπέλα παντρεύτηκε μετά την αποφοίτησή της, αποσύρθηκε οριστικά στη μοναξιά του. Ήπιαμε μέχρι το πρωί. Εγώ απήγγειλα ποιήματα που είχα αποστηθίσει, εκείνος ποιήματα που είχε γράψει για την κοπέλα. Δεν ξέρω πώς επέστρεψα σπίτι. Την επομένη, όταν ξεμέθυσα, θυμήθηκα ότι στα ποιήματα που απήγγειλε ο καθηγητής περνούσε το όνομα της Μαχιζέρ. »Δεν πήγα στην κηδεία του καθηγητή Χαγιατίν που έγινε έπειτα από έναν μήνα. Τον είχαν δολοφονήσει με μια σφαίρα στο κεφάλι καθώς έβγαινε από το σχολείο. Ένας φίλος του μου έφερε ένα ποίημά του που είχε αφιερώσει σ’ εμένα και μιλούσε για γενναίους καβαλάρηδες που πάλευαν με την καταιγίδα. Εκείνη τη νύχτα αγκάλιασα τη Μαχιζέρ και της είπα “Μη μ’ αφήνεις”. “Γιατί να σ’ αφήσω, τρελέ μου άντρα;” είπε. Είχα πάρει μαζί μου το κουτί που έκρυβα στο συρτάρι με τα αρωματικά σαπούνια. Άνοιξα το κουτί, έβγαλα τα χαρτιά με τα ποιήματα που είχε γράψει η Μαχιζέρ όταν ήταν αρραβωνιασμένη, της ζήτησα να μου τα απαγγείλει. Τα χαρτιά μύριζαν λίγο τριαντάφυλλο και λίγο λεβάντα. Την ώρα που η Μαχιζέρ απήγγειλε τα ποιήματα, ξεκούμπωσα τα κουμπιά του πουκαμίσου της, πήρα στο στόμα μου το στήθος της. Εγώ ήθελα να ρουφήξω
21
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 21
22
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 22
γάλα, όμως γευόμουν τα δάκρυα της Μαχιζέρ που κυλούσαν στο στήθος της. Πέρασαν τρεις μήνες. Μια νύχτα η Μαχιζέρ που μιλούσε μαζί μου τραυλίζοντας και έκανε απανωτές ερωτήσεις, έκλαψε πάλι. Ρώτησε ποιος χτύπησε τον καθηγητή Χαγιατίν. Είπε ότι ποτέ δεν της φέρθηκε με απρέπεια. Είπε ότι εδώ και κάποιες μέρες, παραληρώντας στον ύπνο μου, έλεγα ότι του άξιζε ο θάνατος. “Για ποιον άλλον παραλήρησα;” τη ρώτησα. “Υπάρχει κι άλλος;” έκανε εκείνη. Ορκίστηκα στη μνήμη της μητέρας μου. Είπα ότι δεν είχα καμιά ανάμειξη, λόγια που λέγονται στον ύπνο είναι παράλογα, πρόσθεσα. Πήρα το παλτό και βγήκα έξω στο κρύο. Τι πλάνη ήταν αυτή; Θλιμμένη μου ψυχή. Ανόητε γέρο. Ψυχή μου, που κάποτε στα φτερά σου άστραφταν σπινθήρες. Μόλις το κεντρί της ελπίδας σ’ άγγιζε ελαφρά άρχιζες να καλπάζεις. Ω άρρωστη ψυχή που βαριανασαίνεις, άχρηστη φοράδα. Υπάρχει κάτι στον κόσμο που στο τέλος δεν γίνεται στάχτες; Ψυχή μου, άθλια ξεμωραμένη που στάζουν αίμα οι πληγές σου. Πλέον δεν φτάνουν στα νερά σου ούτε η χαρά της ζωής ούτε η ασίγαστη τρικυμία του έρωτα. Ω ρίγος του χρόνου που με λιώνει σε κάθε ανάσα. Χρόνε, που τραβάς την ψυχή μου και την πηγαίνεις μακριά. Πώς έφτασα μέχρι το πηγάδι; Πώς σήκωσα τις πέτρες κι άνοιξα το σκέπαστρο; Το μυαλό μου είχε κάνει φτερά. Έσκυψα και φώναξα προς το βάθος. Μητέρα! Όταν πίεζες με το ζόρι το στήθος σου στο στόμα μου, γιατί μου έδινες δάκρυα αντί για γάλα; Μητέρα! Όταν αγκάλιαζες το αδύναμο κορμί μου, γιατί παραμιλώντας έλεγες το όνομα του νεκρού πατέρα και όχι το δικό μου; Όταν μ’ έλεγες Κιαμίλ, καταλάβαινα ότι είχες στο μυαλό τον πατέρα μου. Και την τελευταία σου νύχτα εδώ φώναζες Κιαμίλ. Ήξερα ότι η πέτρα πάνω στην οποία πατούσες δεν ήταν γερή, ότι μετακινείται. Θα έπεφτες, μητέρα! Έλεγες ότι ζω χάρη στον πατέρα μου, ότι σ’ εκείνον όφειλα τη ζωή μου. Θεϊκή τιμωρία! Οι νεκροί ήταν νεκροί. Δεν καταλάβαινες πόσο κακό ήταν το φως. Το φως έδειχνε μονάχα την επιφάνεια. Μας εμπόδιζε να δούμε το εσωτερικό».
Ο κουρέας Κάμο είπε τις τελευταίες λέξεις σαν να παραμιλούσε. Έσκυψε το κεφάλι μπρος και μετά το πήγε απότομα πίσω και το χτύπησε στον τοίχο. «Κρίση επιληψίας», φώναξε ο Γιατρός και ξάπλωσε τον Κάμο καταγής. Για να μη δαγκώσει τη γλώσσα του έχωσε στο στόμα του ένα κομμάτι ψωμί που το φυλάγαμε για κάποιον νεοφερμένο. Εγώ κράτησα τα πόδια του. Ο Κάμο, που είχε χάσει τις αισθήσεις του, σφάδαζε κι έβγαζε αφρούς από το στόμα. Άνοιξε η πόρτα του κελιού. Ο φρουρός που στεκόταν από πάνω μας σαν τον κέρβερο φώναξε: «Τι συμβαίνει, ρε!» «Ο φίλος έπαθε κρίση επιληψίας», είπε ο Γιατρός. «Για να συνέλθει χρειάζεται μια δυνατή μυρωδιά, από κολόνια ή κρεμμύδι». Ο φρουρός έκανε ένα βήμα μέσα στον θάλαμο. «Αν ψοφήσει ο αχρείος ο φίλος σου ειδοποιήστε με να έρθω να πάρω το πτώμα του», είπε. Για να βεβαιωθεί, έσκυψε και κοίταξε το πρόσωπο του Κάμο. Ο φρουρός μύριζε αίμα, μούχλα και υγρασία. Ήταν φανερό ότι είχε πιει πριν αρχίσει τη βάρδια, η ανάσα του μύριζε οινόπνευμα. Αφού περίμενε λίγο, έκανε πίσω, έφτυσε καταγής. Την ώρα που ο φρουρός έκλεινε την πόρτα, είδα στις γρίλιες του απέναντι θαλάμου το πρόσωπο της κοπέλας που έφεραν σήμερα. Το αριστερό μάτι της ήταν κλειστό και το κάτω χείλος σχισμένο. Ήταν η πρώτη της ημέρα εδώ, όμως από το χρώμα των πληγών της γινόταν αντιληπτό ότι τη βασάνιζαν εδώ και πολύ καιρό. Αφού έκλεισε η πόρτα, έσκυψα στο δάπεδο, από τη μια αγκάλιαζα τα πόδια του Κάμο και από την άλλη ακούμπησα το μάγουλό μου στο πάτωμα για να μπορέσω να δω τα πόδια του φρουρού από τη χαραμάδα. Ο φρουρός είχε στραφεί προς την κοπέλα και στεκόταν ακίνητος. Αυτό φαινόταν από τη σταθερή θέση των ποδιών του. Η κοπέλα δεν είχε απομακρυνθεί απ’ τις γρίλιες; Δεν είχε αποσυρθεί στο σκοτάδι του θαλάμου; Ο φρουρός δεν έβριζε, δεν χτυπούσε στην πόρτα της για να την τρομάξει ούτε την κοπάναγε στον τοίχο του θαλά-
23
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 23
24
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 24
μου. Από την άλλη ο Κάμο μια χαλάρωνε, μια σφιγγόταν και ταυτόχρονα προσπαθούσε να ελευθερώσει τα πόδια του. Είχε ανοίξει τα χέρια του στα πλάγια και πίεζε με τις παλάμες τους τοίχους του θαλάμου. Έπειτα από ένα δυνατό τίναγμα ηρέμησε, το μουγκρητό του καταλάγιασε. Και ο φρουρός που κοίταζε την κοπέλα, σηκώθηκε κι έφυγε. Ο βηματισμός του έσβησε μακριά στον διάδρομο. Σηκώθηκα όρθιος και κοίταξα απέναντι. Όταν είδα την κοπέλα στις γρίλιες, τη χαιρέτισα με το κεφάλι, όμως εκείνη παρέμεινε ακίνητη. Αφού περίμενε λίγο, έκανε πίσω, χάθηκε στο σκοτάδι. Ο Γιατρός ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο και τέντωσε τα πόδια. Έβαλε το κεφάλι του Κάμο πάνω στον μηρό του. «Έτσι θα κοιμηθεί αρκετά», είπε. «Μας ακούει;» ρώτησα. «Μερικοί ασθενείς ακούν, άλλοι όχι». «Δεν είναι σωστό να μας μιλήσει για τα πάντα στη ζωή του, να τον προειδοποιήσουμε». «Ναι, δεν πρέπει να προχωρήσει περισσότερο». Ο Γιατρός κοίταξε τον Κάμο σαν να κοίμιζε τον γιο του και όχι έναν άρρωστο. Σκούπισε τον ιδρώτα του μετώπου του, έφτιαξε τα μαλλιά του. «Πώς είναι η κοπέλα απέναντι;» ρώτησε. «Έχει παλιές πληγές στο πρόσωπο, είναι φανερό ότι τη βασανίζουν πολύ καιρό», είπα. Κοίταξα το ήρεμο πρόσωπο του κουρέα Κάμο. Ο πελάτης του που είχε παραξενευτεί είχε δίκιο· πώς ένας τέτοιος άνθρωπος μπορούσε να αγαπάει την ποίηση; Κοιμόταν σαν τα κουρασμένα παιδιά που έπαιζαν έξω όλη μέρα. Κάτω από τα βλέφαρά του θα κοίταζε το πηγάδι πάνω από το οποίο ήταν σκυμμένος. Κρατημένος από τις γλιστερές πέτρες, όχι, δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τις πέτρες, με τη βοήθεια ενός σχοινιού θα κατέβηκε κάτω και θα αφέθηκε στο νερό του πηγαδιού. Ο Κάμο είναι βορράς και νότος εκεί μέσα, σ’ εκείνον είναι η δύση κι
η ανατολή. Θα έχει σβήσει η ζωή του έξω, μέσα στο πηγάδι έγινε κι ο ίδιος πηγάδι, μέσα στο νερό έγινε κι ο ίδιος νερό. «Πόση ώρα έμεινα λιπόθυμος;» ρώτησε ο Κάμο καθώς άνοιγε τα μάτια. «Μισή ώρα», είπε ο Γιατρός. «Στέγνωσε ο λαιμός μου». «Σήκω προσεκτικά». Ο Κάμο ανασηκώθηκε κι ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο. Έβαλε στο στόμα του το μπιτόνι με το νερό που κρατούσε ο Γιατρός. «Πώς αισθάνεσαι;» ρώτησε ο Γιατρός. «Νιώθω κουρασμένος, αλλά και ξεκούραστος, γαμώτο. Έπρεπε να σας είχα μιλήσει για την αρρώστια μου. Αμέσως μετά τον θάνατο της μητέρας, την άνοιξη, τότε με είχε πιάσει πρώτη φορά. Δεν κράτησε πολύ, σε μερικές εβδομάδες το ξεπέρασα. Λένε πως το παρελθόν επιστρέφει. Αφού με εγκατέλειψε η Μαχιζέρ, οι κρίσεις επανήλθαν». «Ο Ντεμιρτάι κι εγώ θα σε προσέχουμε εδώ. Θα σου πω κάτι σημαντικό, Κάμο. Είναι ωραία η κουβέντα, όμως αυτοί οι θάλαμοι έχουν τους κανόνες τους. Δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιος θα λυγίσει από τα βασανιστήρια και θα αποκαλύψει όλα τα μυστικά, ποιος θα μιλήσει στους ανακριτές γι’ αυτά που ακούει εδώ. Ας κουβεντιάζουμε για να περάσουμε την ώρα μας, όμως να μη μας ξεφύγουν τα μυστικά μας. Κατάλαβες;» «Δεν θα λέμε την αλήθεια;» ρώτησε. Ο πριν λίγο άτεγκτος άντρας είχε φύγει και τη θέση του πήρε ένας υπάκουος ασθενής. «Κράτησε για τον εαυτό σου τα μυστικά σου», αποκρίθηκε ο Γιατρός. «Δεν γνωρίζουμε γιατί σ’ έφεραν εδώ ούτε θέλουμε να ξέρουμε». «Δεν έχετε περιέργεια για το τι λογής άνθρωπος είμαι;» «Κοίταξε, Κάμο. Αν ήμαστε έξω, δεν θα ήθελα να σε συναντήσω, να βρεθώ στο ίδιο μέρος μαζί σου. Όμως, εδώ βρισκό-
25
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 25
26
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 26
μαστε στα χέρια του πόνου, στην αγκαλιά του θανάτου. Δεν δικαιούμαστε να κρίνουμε κανέναν. Εδώ ας κάνουμε ό,τι μπορούμε με τα τραύματά μας. Είμαστε εδώ στην πιο αγνή κατάσταση, να μην το λησμονούμε, είμαστε ο άνθρωπος που βασανίζεται». «Δεν με γνωρίζετε», είπε ο Κάμο. «Ακόμα δεν σας έχω αφηγηθεί τίποτα». Κοιταχτήκαμε με τον Γιατρό, περιμέναμε χωρίς να απαντάμε. Ήταν φανερό ότι ο Κάμο διάλεγε μία μία τις λέξεις ζυγίζοντάς τες. «Η μνήμη μου για την οποία παραπονιέμαι τώρα είναι σαν τους τσιγκούνηδες μαυραγορίτες, σωρεύει και κρύβει την κάθε κουβέντα. Εσύ νεαρέ σπουδαστή, τα λόγια που έλεγες λίγο πριν, τότε που διηγιόσουν την ιστορία σου, λέγεται ότι ανήκουν στον Κομφούκιο, το ήξερες; Στο κουρείο, πάνω από τον καθρέφτη, στο ύψος της εθνικής σημαίας, υπήρχε μια αφίσα που απεικόνιζε μια μισόγυμνη γυναίκα, και κάτω από αυτήν ήταν γραμμένα εκείνα τα λόγια. Στην αφίσα ένα κορίτσι, την ώρα που έτρεχε με ένα πολύχρωμο, ανασηκωμένο φόρεμα, είχε γυρίσει το κεφάλι στα πλάγια και κοίταζε συνεσταλμένα εμένα και τους πελάτες που περίμεναν τη σειρά τους. Ανάμεσα στα πόδια της έγραφε ότι μια γυναίκα με ανασηκωμένη φούστα τρέχει πιο γρήγορα από έναν άντρα με κατεβασμένα τα βρακιά. Οι πελάτες μου, παρασυρμένοι από την ομορφιά του κοριτσιού, πίστευαν ότι αυτά τα λόγια δεν ήταν σωστά και φαντάζονταν πως εάν αυτή η κοπέλα γινόταν ταίρι τους, θα ζούσαν πανευτυχείς. Μια μέρα ένας πελάτης που ήταν συγγραφέας κοιτάζοντας την κοπέλα ψιθύρισε: “Αχ, Σόνια”. Όλοι μας νομίσαμε πως ήταν το όνομά της. Όταν ήρθε η σειρά του συγγραφέα να κουρευτεί, κάθισε στο κάθισμα κι έπιασε κουβέντα· στο τέλος άρχισε να περιγράφει σ’ εμένα τον εαυτό μου. Είχε πει πως η ψυχή μου έμοιαζε με αυτήν των Ρώσων. Όταν με είδε να τον κοιτάζω έκπληκτος, έδωσε πα-
ραδείγματα από κουβέντες που είχα πει και τις είχε συγκρατήσει στο μυαλό του κάθε φορά που ερχόταν για κούρεμα. »Αν είχα γεννηθεί στη Ρωσία, θα ανήκα στην οικογένεια Καραμάζοφ ή θα ζούσα σαν τους ανθρώπους της νύχτας ή σε άθλια κατάσταση όπως ο πατέρας της Σόνιας, ο Μαρμελάντοφ. Ό,τι έλεγε ο Ντοστογιέφσκι για τους χαρακτήρες αυτούς ταίριαζε και σ’ εμένα. Ο Ντοστογιέφσκι περιέγραφε την ίδια ψυχική κατάσταση αυτών των ανθρώπων ξεκινώντας με τον χαρακτήρα Μαρμελάντοφ στο Έγκλημα και τιμωρία, μετά την ίδια ψυχική κατάσταση επεξεργάστηκε στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος Υπόγειο και τέλος σε ολόκληρο το έργο Αδελφοί Καραμάζοφ. Οι διαφορές μεταξύ τους ήταν μικρές, όμως θα τους οδηγούσαν σε εντελώς διαφορετικά μέρη στην πορεία της ζωής τους. Ο πατέρας της Σόνιας, ο Μαρμελάντοφ, ήταν ένας αποτυχημένος· αναγνώριζε την αθλιότητά του και κατηγορούσε τον εαυτό του. Ήταν ένας κακόμοιρος, ηττημένος από τη μοίρα του. Η Σόνια αγαπούσε πολύ τον άθλιο πατέρα της. Αχ, όμορφη, φτωχή, πόρνη Σόνια! Ποιος δεν θα οδηγούνταν σε άγριες δολοφονίες, εφόσον ήταν σίγουρος ότι στο τέλος θα κέρδιζε τον έρωτά της; Ο Άνθρωπος του Υπογείου έβγαζε τα άπλυτα στη φόρα για να εκθέσει τη δική του αθλιότητα, αλλά και των άλλων, και η πράξη του μετατρεπόταν σε οργή. Καιγόταν με τη λαχτάρα να βρει τους ομοίους του και να κρατήσει μπροστά τους τον καθρέφτη. Το πεδίο δράσης των Καραμάζοφ ήταν εντελώς διαφορετικό· εκείνοι πάλευαν και με τον εαυτό τους, και με τους άλλους, αλλά και με την ίδια τη ζωή. Δεν αισθάνονταν κακόμοιροι όπως ο Μαρμελάντοφ ούτε έβλεπαν την αθλιότητά τους, όπως ο Άνθρωπος του Υπογείου, ως εργαλείο για να εκθέσουν τους άλλους. Η δική τους αθλιότητα ήταν ένα αναπόφευκτο πεπρωμένο, ήταν μια διαρκώς πυορρούσα πληγή. Προσπαθούσαν όχι να αποδεχτούν τη ζωή, αλλά να κονταροχτυπηθούν μαζί της, κι όταν πονούσαν, έχυναν το αίμα τους και προσπαθούσαν να το πασαλείψουν στο
27
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 27
28
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 28
πρόσωπο της ζωής. Αυτή, λοιπόν, η ζωή, τώρα και για μένα γύρισε καινούργια σελίδα. Γαμώτο! Μαλακώστε το βλέμμα σας, μη με κοιτάζετε σαν τους φλεγόμενους στην κόλαση. Σας αφουγκράζομαι εδώ και τρεις μέρες, ακούω τις αφηγήσεις σας, τα βογκητά σας μετά τα βασανιστήρια. Τώρα ακούστε εσείς εμένα». Ο Κάμο, που μας κοίταζε με περιφρονητικό βλέμμα, σήκωσε το μπιτόνι του νερού και το έφερε στο στόμα του. Στη συνέχεια άρχισε και πάλι να μιλάει. «Δεν ξέρω τι θα γίνει. Θα μ’ αφήσουν να φύγω ή θα με βασανίσουν όπως κι εσάς; Ο πόνος παίρνει αιχμάλωτο το κορμί και ο φόβος την ψυχή και οι άνθρωποι για να γλιτώσουν το κορμί τους πουλάνε την ψυχή τους. Εγώ δεν φοβάμαι. Παρ’ όλα αυτά θα μιλήσω στους βασανιστές και θα τους αποκαλύψω τα μυστικά που δεν λέω σ’ εσάς. »Θα τους πω ό,τι θέλουν να μάθουν, θα τους παραδώσω την ψυχή μου στα χέρια τους. Όπως οι ράφτες γυρίζουν το μέσα έξω ενός σακακιού και ξηλώνουν τη φόδρα του, έτσι κι εγώ θα ρίξω ενώπιόν τους τα σωθικά μου, θα τους διηγηθώ περισσότερα κι απ’ όσα θέλουν να μάθουν. Στην αρχή θα με ακούσουν με περιέργεια, θα καταγράψουν τα λόγια μου μήπως τους φανούν χρήσιμα, όμως όσο περνάει η ώρα θα αρχίσουν να ενοχλούνται. Θα καταλάβουν ότι όσα τους λέω είναι αλήθειες που αφορούν τους ίδιους, αλλά δεν θέλουν να τις ξέρουν. Ο άνθρωπος περισσότερο από όλα φοβάται τον εαυτό του. Θα φοβηθούν κι αυτοί και θα προσπαθήσουν να με κάνουν να σωπάσω, οι άνθρωποι που στην αρχή με βασάνιζαν για να μιλήσω, τώρα θα με σταυρώνουν, θα μου κάνουν ηλεκτροσόκ, θα με ματώσουν για να κλείσω το στόμα μου. Η πραγματικότητα όσο φρικιαστική είναι για μένα, άλλο τόσο θα είναι και γι’ αυτούς. Θα τους εξηγήσω καθετί σχετικό με μένα και θα τους φέρω αντιμέτωπους με τις δικές τους πλευρές που δεν θέλουν να δουν. Θα εκπλαγούν όπως οι λεπροί που βλέπουν το πρόσωπό τους για πρώτη φορά στον καθρέφτη, θα κάνουν πίσω και θα κολλήσουν στον τοίχο,
επειδή δεν θα μπορέσουν να αλλάξουν τον εαυτό τους, δεν θα έχουν άλλη λύση από το να σπάσουν τον καθρέφτη, δηλαδή εμένα, το πρόσωπο και τα κόκαλά μου. Δεν θα τους ωφελήσει να κόψουν τη γλώσσα μου, τα βογκητά μου θα τους κουφάνουν, θα κλειδώσουν το μυαλό τους σε μία και μόνη πραγματικότητα. Θα ξυπνήσουν στα σπίτια τους μέσα στα μεσάνυχτα καταϊδρωμένοι και, γαμώτο, θα αδειάζουν μονορούφι τα πιο δυνατά ποτά. Πού μπορούν να ξεφύγουν; Η αλήθεια τρέχει στις φλέβες. Ή θα την αποδεχθούν ή θα κόψουν τις φλέβες τους. Ο καθένας απ’ αυτούς έχει μια στοργική γυναίκα· οι γυναίκες τους θα τους αγκαλιάσουν και θα τους παρηγορήσουν, θ’ ανάψουν ένα τσιγάρο και θα το χώσουν ανάμεσα στα τρεμάμενα δάχτυλα των αντρών τους. Τους προκαλεί φρίκη να μάθουν τις αλήθειες τους. Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν με παίρνουν για ανάκριση εδώ και τρεις μέρες. Με φοβούνται». Ο κουρέας Κάμο μιλούσε εκ βαθέων, είχε πέσει στα βαθιά, βρισκόταν στην ερημιά του βάθους. Είχε κρυφτεί πολύ, είχε καταπιεστεί, είχε πληγωθεί. Ήταν άγνωστο αν κρυβόταν επειδή είχε πληγωθεί ή είχε πληγωθεί επειδή κρυβόταν. Εγώ πνιγόμουν στο σκοτάδι που αγαπούσε ο Κάμο. Όταν έδεναν τα μάτια μου και με οδηγούσαν πέρα από τη σιδερένια πόρτα, βρισκόμουν μακριά από τον κόσμο που ήξερα. Καταλάβαινα την αξία της κατεύθυνσης, προσπαθούσα να κρατηθώ από σκόρπιες λέξεις που είχα στο μυαλό μου. Στο σκοτάδι ο άνθρωπος χάνει τον μπούσουλα, δεν ξέρει πώς να σκεφτεί. Και όμως ο κόσμος ήταν δίπλα μου και ήθελα να επιστρέψω σ’ αυτόν. Ο Κάμο είχε μισοκλείσει τα μάτια και κοίταζε κουρασμένος. Ενοχλούνταν από το ελάχιστο φως που τρύπωνε μέσα, ίσως γι’ αυτό τον λόγο ήθελε να κοιμάται διαρκώς. «Μόνο μια φορά η μητέρα μου δεν θύμωσε που περνούσα τον καιρό μου στο σκοτάδι», είπε. «Εκείνη την ημέρα είχε δει να καίγονται τα κούτσουρα. Αυτό ήταν σημάδι ότι γλίτωνε από κάποιο βάσανο. Τι παράξενο, εγώ για πρώτη φορά είδα στον
29
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 29
30
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 30
ύπνο μου να καίγονται κούτσουρα μέσα σ’ αυτό το κελί. Ενώ το παρελθόν μου παραμένει ακλόνητο, από ποιο βάσανο να έχω γλιτώσει, άραγε;» «Όπως πέρασαν οι παλιές μέρες έτσι θα περάσουν κι αυτές», είπε ο Γιατρός. «Το όνειρο σού λέει ότι θα σωθείς από δω, ότι θα είσαι πάλι ελεύθερος». «Θα ελευθερωθώ; Από τότε που έχασα τη Μαχιζέρ τα πάντα άλλαξαν για μένα, τίποτα δεν κολλάει μέσα μου». «Ταλαιπωρείς μονάχος σου τον εαυτό σου. Όλοι ζουν κάποτε τέτοια βάσανα». Ο Γιατρός κοντοστάθηκε, μετά συνέχισε. «Εδώ πρέπει να σκέφτεσαι θετικά, Κάμο. Φαντάσου ότι τώρα είμαστε έξω. Για παράδειγμα σκέψου ότι είμαστε στην παραλία του Ορτάκιοϊ, ότι κουβεντιάζουμε κοιτάζοντας την απέναντι ακτή». Του άρεσε του Γιατρού να στρέφουμε τα μάτια μας προς τα έξω. Κι εγώ από εκείνον το είχα μάθει. Ήταν καλύτερο να φανταζόμαστε τη ζωή έξω αντί να μιλάμε για τα βάσανα. Ο χρόνος που είχε σταματήσει στο κελί επειδή το κορμί μας είχε πιαστεί στην παγίδα, όταν το μυαλό μας έβγαινε έξω, άρχιζε και πάλι να κυλά. Το μυαλό μας ήταν πιο δυνατό από το σώμα μας. Ο Γιατρός έλεγε ότι αυτό το γεγονός είχε αποδειχθεί και επιστημονικά. Εδώ συχνά πυκνά φανταζόμαστε τη ζωή έξω και, για παράδειγμα, συμμετείχαμε στην ευχαρίστηση των ανθρώπων που έκαναν περίπατο στην παραλία. Κουνούσαμε το χέρι σ’ αυτούς που χόρευαν τον χορό της κοιλιάς μέσα σ’ ένα σκάφος που έπλεε στα ανοιχτά της παραλίας του Ορτάκιοϊ με μουσική που ακουγόταν δυνατά. Περνούσαμε δίπλα από τους ερωτευμένους που περπατούσαν σφιχταγκαλιασμένοι. Ενώ ο ήλιος έδυε στον ορίζοντα, ο Γιατρός αγόραζε από τον πλανόδιο πωλητή ένα σακουλάκι κορόμηλα. Χαμογελαστός μου έδινε εμένα πρώτα να δοκιμάσω. Την περασμένη εβδομάδα μια μέρα μ’ έφεραν μισολιπόθυμο και μ’ έριξαν στο κελί. Επειδή είχαν στεγνώσει τα χείλη μου ψιθύριζα ακατάληπτες λέξεις. Ο Γιατρός νόμισε ότι διψούσα,
με ανασήκωσε κι ενώ προσπαθούσε να μου δώσει νερό άνοιξα τα μάτια και του είπα: «Δεν θέλω νερό, κορόμηλα θέλω». Γελούσαμε δύο μέρες. Ο Γιατρός ρώτησε τον Κάμο: «Θέλεις κι εσύ κορόμηλα;» Του Κάμο δεν του άρεσε η ιστορία. Το μυαλό του δεν κινούνταν στην ίδια κατεύθυνση μ’ εμάς. «Το παρελθόν, Γιατρέ», είπε, «το παρελθόν μας...» Ο Γιατρός κατέβασε το χέρι που είχε στον αέρα σαν να έπιανε κορόμηλα. «Το παρελθόν βρίσκεται σε απόσταση που δεν μας επιτρέπει να το φτάσουμε. Αντί γι’ αυτό πρέπει να σκεφτόμαστε το αύριο». «Ξέρεις, Γιατρέ, ούτε ο Θεός μπορεί να αλλάξει το παρελθόν. Ο Θεός που δύναται να κάνει τα πάντα είναι κυρίαρχος του παρόντος και του μέλλοντος χρόνου, όμως δεν μπορεί να αγγίξει το παρελθόν. Αφού δεν φτάνει ούτε η δική του δύναμη να ελέγξει το παρελθόν, φαντάσου πόσο αδύναμοι είμαστε εμείς». Ο Γιατρός για πρώτη φορά κοίταξε τον Κάμο με οίκτο, μετά χαμογέλασε. «Όλοι οι κουρείς που γνώρισα ήταν ομιλητικοί, μιλούσαν για ποδόσφαιρο ή για γυναίκες. Εσύ γιατί μιλάς τόσο διαφορετικά; Αν ήμουν πελάτης, δεν θα πατούσα δεύτερη φορά στο κουρείο σου. Ίσως οι κουρείς να μην πρέπει να σπουδάζουν, αλλιώς η γνώση των αντρών για το ποδόσφαιρο και τις γυναίκες θα χαθεί». «Κι αν ακόμη δεν ήμουν γραμματιζούμενος, πάλι τις ίδιες ερωτήσεις θα έκανα». «Σκέψου ως εξής, Κάμο: Είχες παράπονα για τα παιδικά χρόνια που πέρασες με τη μητέρα σου, όμως όταν γνωρίστηκες με τη γυναίκα σου γλίτωσες από εκείνο το παρελθόν. Το ίδιο θα ξανασυμβεί, όταν αύριο βρεις μια άλλη ευτυχία, θα ξεχάσεις τις παλιές μέρες». «Νέα ευτυχία;» Ο Γιατρός πήρε μια βαθιά ανάσα. Έτριψε τα κρύα χέρια του. Έστρεψε το πρόσωπο προς τα πάνω σαν να σκεφτόταν το πώς
31
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 31
32
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 32
έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν πεισματάρη ασθενή στο ιατρείο του. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ο ήχος της σιδερένιας πόρτας. Κοιταχτήκαμε. Από την ανοιχτή πόρτα έρχονταν οι χαρούμενες φωνές των ανακριτών. Στήσαμε τ’ αυτιά μας στις ομιλίες του διαδρόμου. «Έσπασε;» «Σε μια δυο μέρες τελειώνουμε». «Τι είχε σήμερα;» «Ηλεκτρικό ρεύμα, κρέμασμα, νερό με πίεση». «Όνομα, διεύθυνση;» «Τα γνωρίζουμε». «Μικρό, μεγάλο ψάρι;» «Ο γέρος είναι μεγάλο ψάρι». «Ποιο κελί;» «Το σαράντα». Ήταν ο αριθμός του δικού μας θαλάμου. Βάλαμε τα παγωμένα πόδια μας το ένα πάνω στ’ άλλο. Προσπαθήσαμε να πάρουμε μια τελευταία ζεστασιά απ’ τον διπλανό μας. Υπήρχε το ενδεχόμενο να μη γυρίσουμε πίσω στο κελί. Ή να πάμε λογικοί και να γυρίσουμε παρανοϊκοί, υπήρχε το ενδεχόμενο, ενώ ήμαστε άνθρωποι, να γίνουμε ένα ζώο με τσακισμένη ψυχή. «Έρχονται να με πάρουν», είπε ο Κάμο γυρίζοντας το κεφάλι προς τις γρίλιες της πόρτας. «Είναι ακριβώς η ώρα». Τα βήματα πλησίασαν. Άνοιξε η πόρτα του θαλάμου. Δύο φρουροί κρατούσαν από τη μασχάλη έναν σωματώδη, ηλικιωμένο άντρα και τον έσερναν με δυσκολία. Το κεφάλι του άντρα ήταν πεσμένο μπροστά στο στήθος· ήταν γεμάτος αίματα. «Πάρτε έναν καινούργιο φίλο». Σηκωθήκαμε με τον Γιατρό και πήραμε τον άντρα, τον ξαπλώσαμε στο δάπεδο. Οι φρουροί έκλεισαν την πόρτα και απομακρύνθηκαν. «Όπου να ’ναι θα παγώσει απ’ το κρύο», είπε ο Γιατρός. Έλεγξε αν έχει εσωτερική αιμορραγία ή κάποια θλάση. Σήκωσε
τα βλέφαρά του και κοίταξε στο ημίφως τα μάτια του. Πήρε το ένα του πόδι και άρχισε να το τρίβει. Πήρα κι εγώ το άλλο του πόδι ανάμεσα στις παλάμες, ήταν παγωμένο. «Να ξαπλώσω καταγής για να ξαπλώσετε κι εσείς πάνω μου τον άντρα», είπε ο Κάμο. «Πρέπει να τον προφυλάξουμε απ’ το παγωμένο τσιμέντο». Πιάσαμε τον άντρα με τον Γιατρό και τον αφήσαμε πάνω στην πλάτη του Κάμο. Γείραμε κι εμείς στις δύο πλευρές του και τον αγκαλιάσαμε. Λένε πως κάποτε οι άνθρωποι για να ζεσταθούν κοιμόνταν αγκαλιασμένοι με αγελάδες και σκυλιά. Το κελί μάς μετέφερε στην αρχή της Ιστορίας. Προσπαθούσαμε να δώσουμε ζωή σ’ έναν άγνωστο αγκαλιάζοντάς τον. «Κάμο, είσαι καλά;» «Καλά είμαι, Γιατρέ. Θαρρείς και τον είχαν αυτόν τον άντρα να περιμένει γυμνός στο χιόνι». «Χιόνι;» «Ναι, την ημέρα που με συνέλαβαν χιόνιζε αδιάκοπα», είπε ο κουρέας Κάμο. «Εφέτος ο χειμώνας ήρθε νωρίς. Κι όμως όταν μ’ έπιασαν ήταν μια χαρά». Ενώ ο Γιατρός με τον Κάμο κουβέντιαζαν, εγώ αρκέστηκα ν’ ακούω. Δεν έβρισκα ευκαιρία να μιλήσω κι εγώ. Ο Κάμο εδώ και τρεις μέρες ή με αγνοούσε ή με μάλωνε. Μερικές φορές με αποκαλούσε «μαθητή», αλλά τις περισσότερες «αγόρι». Ήμουν δεκαοκτώ ετών. Περίμενα να δείξει λίγο σεβασμό και σ’ εμένα και όχι μόνο στον Γιατρό. Όταν με συνέλαβαν, μάντευα τι με περίμενε εδώ, όμως δεν φαντάστηκα την περίπτωση προβληματικού συντρόφου. Ο πόνος ήταν δίχως όρια, θα άντεχα ή θα έχανα τη μάχη, ωστόσο, δεν ήξερα πώς έπρεπε να συμπεριφερθώ στον Κάμο. Όταν με συνέλαβαν, ένας αστυνομικός με πολιτικά μ’ έλεγε διαρκώς «αγόρι». «Είναι κρίμα για σένα, αγόρι, μη χάνεις τον καιρό σου, μίλα», μου έλεγε διαρκώς μέσα στο αμάξι, ενώ έκανε τα δάχτυλά μου να πονούν καθώς τα πίεζε. Ό-
3 – Ινσταμπούλ Ινσταμπούλ
33
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 33
34
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 34
ταν του είπα «Δεν είμαι αγόρι», προσπάθησε να με πνίξει αρπάζοντας με τα δύο χέρια τον λαιμό μου. Οι άλλοι αστυνομικοί πήγαν να τον εμποδίσουν ή έπαιζαν τα συνηθισμένα κόλπα τους. Γνώριζαν το όνομά μου· ήθελαν να μάθουν το όνομα του ανθρώπου τον οποίο θα συναντούσα. Περισσότερο με εξέπληξε το ότι ήξεραν τον τόπο και την ώρα της συνάντησης, παρά το ότι γνώριζαν το όνομά μου. «Εγώ δεν είμαι παιδί. Είμαι φοιτητής πανεπιστημίου. Στη Σχολή πήγαινα. Για ποια συνάντηση μιλάτε;» «Τότε γιατί το ’σκασες;» Μόλις αντιλήφθηκα ότι με παρακολουθούν, έστριψα στο πρώτο στενό κι άρχισα να τρέχω. «Είχα καθυστερήσει, έτρεχα να προλάβω το μάθημα». Έπειτα από μισή ώρα μ’ έφεραν στη στάση του λεωφορείου που ήταν εμπρός από τη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Ιστανμπούλ. Ήταν ο τόπος συνάντησης. Μου είπαν να περιμένω στη στάση, αλλιώς θα με πυροβολούσαν. Οι αστυνομικοί με πολιτικά που κατέβηκαν από το αυτοκίνητο σκόρπισαν γύρω γύρω. Άρχισαν να παρακολουθούν όσους περίμεναν λεωφορείο μαζί μ’ εμένα. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν δύο παρά τρία λεπτά. Οι όροι της συνάντησης ήταν απόλυτοι. Θα ερχόμαστε τρία λεπτά νωρίτερα, αν ο άλλος δεν φαινόταν, δεν θα περιμέναμε πάνω από τρία λεπτά. Καθώς οι επιβάτες του λεωφορείου κατέβαιναν στη στάση, φοβήθηκα μη δω το άτομο που περίμενα. Απόρησα που η στάση στην οποία ερχόμουν κάθε μέρα είχε τόσο πολύ κόσμο. Η στάση ήταν γεμάτη μαθητές, τουρίστες, άντρες με κοστούμια. Ο χρόνος κυλούσε, ήταν τώρα δύο παρά δύο. Κοίταξα ερευνητικά αυτούς που κοίταζαν προς τα δω από το απέναντι πεζοδρόμιο. Δεν ξεχώριζε κάποιος στο πλήθος. Ο άνθρωπος που θα συναντούσα μπορεί να ήταν μεταξύ αυτών που διέσχιζαν τον δρόμο περνώντας ανάμεσα από τα αυτοκίνητα. Ίσως να είχε καταλάβει ότι είχε στηθεί παγίδα, ίσως να πρόσεξε κάτι διαφορετικό καθώς θα περνούσε ανάμεσα από αυτούς που με παρακολουθούσαν. Από το ταραγμένο ύφος μου μπορεί να καταλάβαινε ότι είχα συλληφθεί και να χανό-
ταν ανάμεσα στο πλήθος. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν δύο παρά ένα λεπτό. Με μια ξαφνική απόφαση πετάχτηκα μπροστά στο λεωφορείο που πλησίαζε. Η σύγκρουση με το λεωφορείο είχε ως αποτέλεσμα να τιναχτώ μερικά μέτρα μπροστά. Άκουσα κραυγές. Μερικοί μ’ έπιασαν από τις μασχάλες και μ’ έριξαν σ’ ένα αμάξι. Άρχισαν να με γρονθοκοπούν στο πίσω κάθισμα. «Ποιος ήταν, μίλα ρε, ποιος ήταν!» Έχωσαν στο στόμα μου την κάννη ενός όπλου. Δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια, ζαλιζόμουν. «Έχεις πέντε δευτερόλεπτα, θα πατήσω τη σκανδάλη». Έπειτα από πέντε δευτερόλεπτα έβγαλαν την κάννη κι άρχισαν να σφίγγουν τους όρχεις μου. Ήθελα να ουρλιάξω, πίεζαν το στόμα μου με την παλάμη. Από τα μάτια μου κυλούσαν δάκρυα. Όσο κι αν κάποιος έχει προετοιμάσει τον εαυτό του, την ώρα που νιώθει τον πόνο, χάνει το μυαλό του. Εξαιτίας του πόνου χάνεις τη ροή του χρόνου, την αίσθηση του μέλλοντος. Η πραγματικότητα παύει να υπάρχει, όλο το σύμπαν είναι το κορμί σου. Η στιγμή εκείνη θα διαρκέσει για πάντα, δεν θα υπάρξει άλλος χρόνος. Έμοιαζε με τον εγκλωβισμό του Κάμο στο παρελθόν. Τον καταλάβαινα. Όμως γιατί τώρα; Αναρωτιόμουνα γιατί βρισκόμαστε ακριβώς στον χρόνο που, μέσα στα εκατομμύρια χρόνια, βασανίζομαι; Παράλογες ερωτήσεις. Ήταν σαν το παιδί που έβλεπε με δυσπιστία κάθε αντικείμενο, επειδή άγγιξε ζεστό ποτήρι κι έκαψε τα δάχτυλά του. Δεν γνώριζα άλλον ορισμό από τον πόνο, δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο πέρα από τον χρόνο που κυλάει. Θα έκανα στον Γιατρό τις ερωτήσεις μου αν πίστευα ότι θα απαντούσε. Ο Γιατρός νόμιζε ότι θα συνεχίζαμε να αντιστεκόμαστε εάν δεν σκεπτόμαστε τον πόνο. Όταν ο ατελείωτος χρόνος ερχόταν και συγκεντρωνόταν πάνω στο σώμα μου, δεν μπορούσα να εμποδίσω τον εαυτό μου να μη σκέφτεται. Μέσα στη ροή εκατομμυρίων ετών, γιατί τώρα βρισκόμαστε στη χρονική στιγμή που πονούσε το κορμί μου; Ο Γιατρός σήκωσε το κεφάλι και ρώτησε κι εμένα αν είμαι καλά.
35
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 35
36
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 36
«Καλά είμαι». «Ας σηκωθούμε γιατί θα παγώσει ο Κάμο». Βγάλαμε τα σακάκια μας και τ’ απλώσαμε στο δάπεδο. Ο Κάμο δεν είχε σακάκι. Ξαπλώσαμε τον ηλικιωμένο άντρα πάνω στα σακάκια. Ο Γιατρός έλεγξε τον σφυγμό του, άγγιξε τον λαιμό του. Έβρεξε με νερό τα δάχτυλά του και τα πέρασε πάνω από τα ξερά χείλη του άντρα. Ο ηλικιωμένος έβηξε, το στήθος του ανεβοκατέβηκε γρήγορα. Καθίσαμε και οι τρεις δίπλα δίπλα και στηρίξαμε τις πλάτες μας στον τοίχο. Κοιτάζαμε το πρόσωπο, τα μακριά μαλλιά του ηλικιωμένου. Τα πόδια του λίγο ακόμα και θα ακουμπούσαν στην πόρτα. Μόνος του έπιανε σχεδόν όλο τον χώρο του κελιού. Ήταν σαν νεκρός στον τάφο του. Εμείς είχαμε θαφτεί νωρίτερα στον ίδιο τάφο. Οι πόλεις κάθονταν στα ερείπια των παλαιών πόλεων και οι νεκροί τοποθετούνταν στους λάκκους των παλαιών νεκρών. Η Ιστανμπούλ ανάσαινε με τα υπόγεια κελιά μέσα στα οποία ζούσαμε εμείς τώρα και εμείς αποπνέαμε τη μυρωδιά των ανθρώπων που είχαν πεθάνει. Στα μυαλά μας είχαμε απομεινάρια παλαιών πόλεων και παλαιών ανθρώπων. Ο φόρτος ήταν βαρύς. Γι’ αυτό ο πόνος χτυπούσε με δύναμη πάνω στις σάρκες μας. «Άραγε θα ζήσει;» ρώτησε ο κουρέας. «Εάν δεν ζήσει, θα έχουμε περισσότερο χώρο. Με δυσκολία χωρούσαμε τρεις. Τώρα πώς θα ξαπλώσουμε;» Ο Γιατρός δεν απάντησε. Έβαλε το χέρι του στην καρδιά του ηλικιωμένου με τρόπο που θαρρείς ότι άγγιζε κάποιο ιερό βιβλίο. Έκλεισε τα μάτια και περίμενε. Είχε μια ηρεμία που ζωντάνευε νεκρούς, που καταλάγιαζε τους πόνους. «Θα ξυπνήσει, θα ξυπνήσει», μουρμούρισε. Όταν μ’ έφεραν μισολιπόθυμο, άραγε, έτσι κοίταζε κι εμένα; Και περίμενε να ξυπνήσω; Έδινε προσοχή στην ανάσα τη δική μου, παρά στη δική του; Σηκώθηκα και στάθηκα μπροστά από τις γρίλιες. Και η κοπέλα του απέναντι θαλάμου στεκόταν στο ίδιο μέρος. Τη χαι-
SONMEZ ISTANBUL sel_DDDDD Final_Layout 1 8/3/17 3:17 μ.μ. Page 37
37
ρέτησα με το κεφάλι. Κοίταξα το πρόσωπό της να διακρίνω μια κίνηση, κάποια ανταπόκριση. Δεν είχαμε τη δυνατότητα να συνομιλήσουμε, ακόμη κι ένας ψίθυρος θα έφθανε στ’ αυτιά των φρουρών. Δείχνοντάς τη με τα χέρια προσπάθησα να ρωτήσω, «Είσαι καλά;». Με κοίταξε προσεκτικά και μετά έγνεψε καταφατικά. Φαινόταν πως είχε κοιμηθεί και ξεκουραστεί. Το αίμα από το κάτω χείλος της είχε φύγει, αλλά το μάτι παρέμενε κλειστό. Έφερε το αριστερό χέρι μέχρι τις γρίλιες και με τον δείκτη προσπάθησε να σχηματίσει γράμματα στο κενό. Δεν κατάλαβα τι ρωτούσε, μόλις το αντιλήφθηκε, δοκίμασε ξανά. «Πώς είναι ο νεοφερμένος, ο μπαρμπα-Κιουχεϊγλάν;» ρωτούσε. Γνώριζε τον άντρα και το όνομά του. Με τον ίδιο τρόπο σχεδίασα γράμματα στον αέρα. «Θα ζήσει», έγραψα. «Το όνομά μου είναι Ντεμιρτάι», πρόσθεσα. Καθώς η κοπέλα έγραφε με το λεπτό δάχτυλο το όνομά της, άκουσα ένα βογκητό και έστρεψα το κεφάλι. Ο άντρας άνοιξε τα μάτια. Προσπάθησε να καταλάβει πού βρισκόταν. Κοίταξε τον Γιατρό και τον Κάμο που στέκονταν στο προσκέφαλό του. Μετά κοίταξε ερευνητικά τους τοίχους, την οροφή. Άγγιξε με τα δάχτυλα το δάπεδο, ψηλάφησε το τσιμέντο πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος. «Ιστανμπούλ;» ρώτησε με φωνή που έβγαινε με δυσκολία. «Είμαστε στην Ιστανμπούλ;» Έκλεισε τα μάτια, αυτή τη φορά, αντί να λιποθυμήσει, πήρε το ύφος ευτυχισμένου ανθρώπου.