TSEKOURA sel_Final_Layout 1 15/03/2017 4:59 ΜΜ Page 5
ΕΛΕΝΗ ΤΣΕΚΟΥΡΑ
ΠΙΣΩ ΠΟΡΤΑ Διηγήματα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
TSEKOURA sel_Final_Layout 1 15/03/2017 4:59 ΜΜ Page 6
©
Copyright Ελένη Τσεκούρα – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2016
Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-6177-3
TSEKOURA sel_Final_Layout 1 15/03/2017 4:59 ΜΜ Page 7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ο ψαράς . . . . . . . . Μακιγιάζ . . . . . . . . Γιορτή . . . . . . . . . -Ισμός . . . . . . . . . Φυγόκεντρος . . . . . . Ο Στραγκαλίτσας . . . Ouija Board . . . . . . . Επείγοντα Περιστατικά Ανάδρομος Ερμής . . . Ακουστικό . . . . . . . Εννέα λεπτά . . . . . . Υπόγειο . . . . . . . . . Κυνικό Δίκαιο . . . . . Ζέλντα . . . . . . . . . Φοίνικας . . . . . . . . Περούκα . . . . . . . . Κομμάτια . . . . . . . Δεκεμβριανός . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
13 21 27 37 47 55 65 69 75 81 87 93 99 113 119 125 133 143
TSEKOURA sel_Final_Layout 1 15/03/2017 4:59 ΜΜ Page 8
TSEKOURA sel_Final_Layout 1 15/03/2017 4:59 ΜΜ Page 9
Στη Χριστιάννα και στον Χάρη
TSEKOURA sel_Final_Layout 1 15/03/2017 4:59 ΜΜ Page 10
TSEKOURA sel_Final_Layout 1 15/03/2017 4:59 ΜΜ Page 11
... So take me down to your dance floor and I won ’t mind the people when they stare... Γ Κ ΡΑ Μ Π Α Ρ Σ Ο Ν Σ ,
“A song for you”
TSEKOURA sel_Final_Layout 1 15/03/2017 4:59 ΜΜ Page 12
TSEKOURA sel_Final_Layout 1 15/03/2017 4:59 ΜΜ Page 13
Ο ψαράς
Εκείνος
ΤΑ ψaΡΙΑ κολυμπούσαν στη μικρή χύτρα του ματιού του.
Καμένο νερό τα στριφογύριζε χαλαρά γύρω απ’ τον θολό –μια φορά κι έναν καιρό λαμπερό– δίσκο αυτού που κάποτε ήταν το βλέμμα. Τώρα μια μαύρη τρύπα, ένα βινύλιο σπάνιο, έπαιζε ξανά και ξανά το αδιέξοδο μιας φωνής καιρό φευγάτης πέρα από τον παγωμένο ωκεανό. Χαμένος, αλλά όχι –μην το πεις– ξεχασμένος. Το τραγούδι δεν είχε λέξεις ή μελωδία, ούτε μουσική. Είχε μόνο χρώμα, το σώμα του πόθου του, τις χορδές από τις φλέβες του, το ρυθμό του χτύπου της καρδιάς του. Ρήγας κούπα, ντάμα μπαστούνι στριφογύριζαν για χρόνια, ζωές κρυμμένες σε υπονόμους, συναυλίες, τρένα, δρόμους, κρεβάτια. Εκείνη ζωγράφιζε τοπία ανύπαρκτα, μαγείρευε φασιανούς σε άδειες κατσαρόλες και σκάγανε στο φαΐ, έστρωνε μονοπάτι τις σελίδες από τα αγαπημένα τους βιβλία να ξαναβρούν την έξοδο από το λαβύρινθο, έραβε τις τρύπες στα παντελόνια του και του ’βαζε στα κρυφά δεκάρικα στις τσέπες. Χώνονταν κάτω από μα
TSEKOURA sel_Final_Layout 1 15/03/2017 4:59 ΜΜ Page 14
ΕΛΕΝΗ ΤΣΕΚΟΥΡΑ
γικά παπλώματα να ταξιδέψουν όταν οι τοίχοι στάζανε από την υγρασία και το κρύο, τσουγκρίζανε το μέλλον τους σε κρυστάλλινες μπάλες, παίρνανε απαντήσεις χτυπώντας το κεφάλι τους στον τοίχο. Φιλιόνταν και πετούσαν πάνω από την πόλη. Για λίγο τίποτα δεν έμοιαζε αβάσταχτο. Μια μέρα εκείνη ύψωσε μαύρη φωνή, πειρατική σημαία χάους, και την έκανε για να μην ξαναγυρίσει ποτέ πια. Χώθηκε βαθιά μες στο μυαλό του, κλειδαμπάρωσε την πόρτα κι άπλωσε τα παιχνίδια του: κιθάρες, κάβες μπουκάλια, ραγισμένους χάρτες. Διέσχισε πίσω μπρος τον ωκεανό δυο φορές, μία για κείνη και μία για κείνον. Τράκαρε μετωπικά με όλη της τη φόρα σμπαράλια πάνω στον Τιτανικό, δεν βρήκε τίποτα παρά μόνο γαλακτερά τελειωμένα αστέρια, απομεινάρια αυτού που ήταν κάποτε το παγόβουνο. Έλιωσε σε καλειδοσκοπικές νιφάδες το κορμί του και πάλι δεν του ’βγαινε να βυθίσει το πλοίο της. Διάλεξε να εκραγεί σε εκατομμύρια κομμάτια ελπίζοντας να αντηχούν τα καμένα μισοτελειωμένα τραγούδια του. Μια ζωή σε εκκρεμότητα. Εκείνα τραγουδούσαν όλα μαζί, χορωδία της Βαβέλ, το μυαλό του ένας αλμυρός μπουρδουκλωμένος ιστός. Δεν πήγαινε άλλο, έπρεπε να κάνει κάτι, τρελαινόταν, τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει αυτή τη δίψα. Κατάπιε τα ποτάμια, τις θάλασσες, τον ωκεανό. Δεν ήταν αρκετό. Όλο το νερό του κόσμου δεν ήταν αρκετό, όλα τα ξίδια, όλα – τίποτα δεν ήταν ποτέ αρκετό. Δεν άντεχε όμως με την καμία να σκοτώσει τα ψάρια. Χόρευαν μανιασμένα γύρω από τη στραγγισμένη χαράδρα της καρδιάς του. Ήξεραν, έβλεπαν. Τον παρακολουθούσαν να κατακτά κάθε μπαρ αποκομμένος απ’ την πόλη.
TSEKOURA sel_Final_Layout 1 15/03/2017 4:59 ΜΜ Page 15
Ο ψΑΡΑΣ
Εκείνα αρνιόνταν να πεθάνουν, εκείνος αρνιόταν να σταματήσει. Σιγά σιγά αδυνάτισε και χλόμιασε, πράσινος σαν τα φύκια και το πλαγκτόν. Σαπισμένος ιώδιο από τα πετρέλαια, τον καπνό, το αδιέξοδο, παραδόθηκε. Αποφάσισε να βάλει τα τραγούδια του ένα προς ένα στα λέπια τους που λαμποκοπούσαν, διαμάντια της πεντάρας απ’ την υπαίθρια αγορά. Σιγούρεψε τον πόνο του μέσα τους κι αυτά ανέπνευσαν με ανακούφιση. Σταμάτησαν να σπαρταράνε, ορθώθηκαν κοιτώντας τον, διατάζοντας. Ξεκίνησε να ξερνάει μέρες, χρόνια – ξέρασε όλα όσα είχε. Βυθίστηκε, κάλπασε, ικανοποίησε όλο τον καιρό. Τα ποτάμια, οι ωκεανοί, ο κόσμος γέμισαν ξανά. Τα ψάρια βούτηξαν όλα μαζί κι εξαφανίστηκαν χωρίς καν να πουν «αντίο». Εκείνος απλά στάθηκε εκεί άλαλος. Τα μάτια του ξεκόλλησαν, είδε απ’ την αρχή κι όλα τού φάνηκαν ανάποδα. Γύρεψε να πιαστεί από κάτι. Άκουσε τους έλικες της ανάσας της να διαπερνούν το μυαλό του. Η φωνή της ήταν εκεί, η φωνή της θα ήταν πάντα εκεί, και ήταν απελπισμένος, ανήμπορος να κλάψει, να ελπίσει, να τελειώσει. Ήταν κολλημένος δίχως μελωδία. Το νερό ήταν απαγορευμένο για πάντα. Εκείνη
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ θεά, δεν ήταν καν Σειρήνα. Δεν προσπαθούσε να
προσελκύσει, μα να δραπετεύσει. Αφού εκείνος την παγίδεψε, αποφάσισε να φτιάξει μόνη της καράβι. Τα κριθαρένια μάτια της τέντωσαν τα ιστία. Ένιωσε την καρίνα ν’ ανοίγει, κοχύλι γιγάντιο, μια αγκαλιά γυαλιστερή μαθημένη να ζυ
TSEKOURA sel_Final_Layout 1 15/03/2017 4:59 ΜΜ Page 16
ΕΛΕΝΗ ΤΣΕΚΟΥΡΑ
μώνει σάρκες. Το κορμί της διαλύθηκε, τα κόκαλα στρώσανε τα πατώματα. Μαργαριτάρια καρφώσανε ένα ένα τα κομμάτια, δέσανε το πλοίο πυρκαγιές. Το αίμα γέμισε τα ίσαλα να μην κινδυνέψει. Στην κουπαστή η καρδιά της έστριψε τιμόνι στο άπειρο. Να πλέει τώρα δίχως φόβο. Να είναι εκτός πορείας. Κι αυτό να είναι αρκετό για το παντοτινά δικό της. Το φουστάνι της απλώθηκε ξέπλεκο μαλλί φορτισμένο αντάρες κι αστραπές, πανί εύκολο θα μου πεις, λυνόταν μόνο του κι ανέβαινε κατάξανθο, κεχριμπαρένια σκαλωτή με γλάρους λιώμα απ’ τους μπάφους. Γαλάζια ψαροπούλια στις φλέβες, τρυπημένα τατουάζ κάθε φωνής που δεν υπήρχε, της σκιάς που δεν ακολουθούσε, του λιμανιού που δεν θα απαντούσε ξανά. Το στόμα της δεν σάλπισε, βυθίστηκε κατευθείαν να μην τη βρει ποτέ. Αμέτρητα βαρίδια, όσα του τα ’χε βαρεθεί και την είχαν κουράσει, το ’στειλαν κατακόρυφα στον πάτο και πιο κάτω. Το στόμα, σαρκώδες όμικρον απορίας, σαμπρέλα κόκκινο κραγιόν, μόνο φιλούσε εγκάρσιες τομές. Ό,τι κι αν έκανε, εκείνος την ξερνούσε τη ζωή – δε γούσταρε. Δεν τη γαμούσε, δεν μπορούσε, δεν το ’χε. Δεν προχωρούσε, δεν είχε πού να πάει, δεν ήξερε τι να κάνει. Το σώμα του, άγκυρα τόνων, είχε σκαλώσει. Εκείνος δεν θα ησύχαζε αν δεν τη σταματούσε κι εκείνη. Της ζητούσε να πεθαίνει για να μπορεί εκείνος να ζει. Σιχαινόταν τη μιζέρια του. Δεν ήθελε να θυμάται. Πόδια-προπέλες άχνιζαν τον αφρό, τραβούσε βότσαλα και τα ’λιωνε, πηγές να στάζουν φεγγάρια καμένα. Τα φύκια τα έπλεκε δίχτυα να ψαρεύει ακτές. Έσπαγε κοράλλια στα δόντια της κι έβλεπε τα μάτια του κόκκους της άμμου, όλα τ’ αστέρια γυρισμένα ανάποδα. Μουντζουρωμένα ηλιοβασι
TSEKOURA sel_Final_Layout 1 15/03/2017 4:59 ΜΜ Page 17
Ο ψΑΡΑΣ
λέματα βαρέσανε νότες ηλεκτρικές, της αρπάξανε τα χέρια, της ζητήσανε να διώξει τις θύελλες, τη μαυρίλα στο διάολο κι εκείνη ψύχραιμη τα ’κανε κομματάκια με διαμαντένια δάχτυλα παγιδευμένα όψεις. Όλη τους τη ζωή. Το αμάξι οχτώ το πρωί να οδηγεί μόνο του, στα φανάρια να σκάνε τα κόκκινα πάνω σε τσαλακωμένα φιλιά, το στρώμα ξεφτισμένο να κυλάει ανασαίνοντας βαριά, όπως τεντωνόταν ανάμεσα στις δυο άκρες του ωκεανού, τα σπασμένα γυαλιά, λάμπες θυέλλης, στραγγισμένα ποτήρια, παράθυρα μανταλωμένα στις υποσχέσεις, βουνά αμετακίνητα τα «θέλω», τα «πρέπει» θολές ματιές, όσες απειλές – όσο εγώ είσαι εσύ. Δεν είχε, τελικά, και τόσο πολλά να θυμάται. Της τα ’χε καταστρέψει. Όλα μύριζαν οινόπνευμα, όχι καθαρό. Όσα ήξερε, τα κατάπιε μονορούφι να τελειώνει. Αλκοολικό φως την έκαψε, απλώθηκε ολόκληρη μια θηλιά στους ανέμους, σ’ εκείνον, και μουρμούρισε το νανούρισμα. Όποτε θα ανέπνεε, πλησιάζοντας, προφταίνοντας τη σκέψη της, να πνίγεται, να πρέπει να βουτήξει για να ζει, να πρέπει να πνιγεί για να αναπνέει, καταραμένος για πάντα μακριά απ’ την ακτή – αυτή θα ήταν η δική της τιμωρία. Να μην ξανασάνει έξω απ’ το άδειο νερό και να πιστεύει ότι εκείνη είναι ακόμα κάπου εκεί έξω, άπιαστη παντού και πουθενά (πέρα απ’ τη θάλασσα). Εγώ
ΤΟ ΜΠΑΡ έσταζε. Κοιτούσα έξω, αυτό το «έξω». Κάτω α-
πό το κόκκινο φως δεν φαινόσουνα. Έψαχνα όμως αυτό α 2 – Πίσω πόρτα
TSEKOURA sel_Final_Layout 1 15/03/2017 4:59 ΜΜ Page 18
ΕΛΕΝΗ ΤΣΕΚΟΥΡΑ
κριβώς το φως που τίποτα δεν εμφανίζει. Μ’ άγγιξες κι έσκασε βίαιος καταρράκτης πάνω μου. Το φιλί έτσουζε, ποτήρι ξέχειλο θυμό / απόγνωση / πίκρα. Διάλεξε και πάρε. Αμέτρητα τα ψάρια όλων των ωκεανών μπουρδούκλωναν το λαβύρινθο. Δεν άκουγα τίποτα. Στ’ αυτιά μου τ’ ασημένια λέπια τους εκατοντάδες τάματα να γιάνεις, να συνέλθεις, να ζήσεις. Εσύ ο ίδιος ο Ερημίτης τα καρφίτσωνες αργά, μεθοδικά, δίχως έλεος, δίχως χέρι που τρέμει. Βράχια ακέραια οι βρόγχοι τους ανέπνεαν το μυαλό μου φυσητό γυαλί φτιαγμένο ν’ αντανακλά τα ατελείωτα πρόσωπά σου. Να ανασαίνουν τα λόγια σου τα τραγούδια που άκουγα μονάχη εγώ. Βουτηγμένα τα μάτια τους, γλιστεροί βόλοι, μπίλιες κοκαλωμένες, καρφώνανε αντανακλάσεις θαυμάτων, βυθούς αχαρτογράφητους, νότες ξεψυχισμένες, post it notes τις αληθινές σου σκέψεις. Αυτό το γαμώτο που δεν ήσουνα, που δεν έγινες, που δεν φτιαχνόσουνα πια γενικώς. Τις σκέψεις σου που ήταν πάντα ένα βήμα πριν, εικόνες από όνειρο που μόλις ξύπνησες και δεν θυμάσαι παρά μόνο την πλάτη αυτού που είδες. Τα «θέλω» σου ακάλυπτες επιταγές, ματαίωση, δουλειές της σφαλιάρας και μια ζωή στο «περίμενε». Δεν αντέχεις, το ξέρω, ούτε εγώ αντέχω. Τα ψάρια δεμένα πάνω μου. Τα στόματά τους δαγκώνουν, τσιμπάνε κάθε ίντσα, κάθε κόχη. Το κορμί ξυπνάει τσιτωμένο και δεν έχει από πού να πιαστεί, σε νιώθει παντού, μα δεν μπορεί να πιάσει τίποτα δικό σου. Δόντια-τροχαλίες έχουν γράψει διαδρομές, έχεις περπατήσει παντού πάνω μου – τίποτε άλλο δεν θα ξαναμπεί. Ακολουθώ την πορεία, δεν φαίνεται τοπίο, δεν έχει ουρανό, μόνο νερό πεθαμένο. Είσαι το
TSEKOURA sel_Final_Layout 1 15/03/2017 4:59 ΜΜ Page 19
Ο ψΑΡΑΣ
φως μεταξύ μέρας και νύχτας. Θες και βουτάω. Δεν φοβάμαι ότι θα πνιγώ. Το ’χεις κάνει εσύ για μένα. Τα ψάρια φωσφορίζουν μέσα μου, υπόγειος φάρος του βυθού με βάριο ν’ ανεβοκατεβαίνει όλη τη σπονδυλική στήλη. Επιτέλους, τραγουδάνε. Η καρδιά αναβοσβήνει. Τα τραγούδια σου είναι για μένα, θα είναι δικά μου. Τα ψάρια μ’ αγαπάνε, γέρνουν σε κάθε γωνία κι ελπίδα κι αφήνουν τ’ αυγά τους. Βυθίζομαι. Δεν πνίγομαι, δεν πιάνω πάτο. Οι ωκεανοί σου δεν έχουν τέλος. Κατεβαίνω συνεχώς. Είναι όλα κατάλευκα. Βγάζω τη γλώσσα να πιω, διψάω στη μέση του βυθού, καταπίνω, σκέτο τζιν το στόμα σου. Κλείνω τα μάτια. Σου δίνω το φιλί της ζωής. Όλα τα ψάρια, παλιρροϊκό κύμα κατακλυσμιαίο, τραβάνε τα πάντα, σφουγγάρια ανάσας, μετάγγιση κανονική. Τα πάντα με τη μία είναι ακέραια. Μπαίνω μέσα σου. Ανοίγω τα μάτια. Είσαι εκεί. Σε βλέπω. Μοιάζεις με κουρσάρο, καστανά μαλλιά ως τους ώμους, μάτια κατάμαυρα, στόμα πνιγμένο κάτω από τα γένια. Είσαι συνηθισμένος, αλλά είσαι δικός μου. Φιλιόμαστε και πνίγομαι. Τα ψάρια ελεύθερα κολυμπάνε γύρω γύρω, στρόβιλος, δίνη, προς τα πάνω, μόνο προς τα πάνω πια. Μου χαμογελάνε. Με ντύνουν με αλλόκοτα λουλούδια της θάλασσας, λουλούδια αχρωματοψίας. Ναι, ξέρω. Τώρα δεν πρέπει να με ξαναδούν· έτσι κι αλλιώς, δεν θέλω να βρεθώ. Χειροκροτούν ικανοποιημένα από την παράσταση. Πλέκουν τα μαλλιά πράσινη αλυσίδα, γυριστή σκάλα για ν’ ανεβείς. Θ’ ανεβείς, σ’ το υπόσχομαι, δεν θα πονέσω, δεν θα παραπονεθώ, δεν θα λυγίσω να γυρίσω να σε κρατήσω. Δεν τραγουδάνε πια. Εγώ... εγώ... εγώ έχω φωνή. Σταυρωμένη στην καρ
TSEKOURA sel_Final_Layout 1 15/03/2017 4:59 ΜΜ Page 20
ΕΛΕΝΗ ΤΣΕΚΟΥΡΑ
διά του βυθού, έχω φωνή που ακούγεται στα πέρατα της θάλασσας. Σου τραγουδάω. Ακούς για πρώτη φορά αυτά που έχεις γράψει για δικά σου. Τα κοχύλια ξεχειλώνουν σε διασταυρώσεις, η άμμος διαλύεται, γίνεται χώμα, τα βράχια βουνά, τα φύκια δέντρα, τα κοράλλια λουλούδια, τα ψάρια πουλιά που πετάνε μακριά. Σε βλέπω, επιτέλους, να χαμογελάς μάργαρο και ν’ αναδύεσαι δίχως «αντίο». Έτσι πρέπει. Κι εγώ να τραγουδώ για πάντα μόνη τα δικά σου τα τραγούδια, τις δικές σου σκέψεις. Άραγε, ν’ ακούς τα ψάρια; Καμιά φορά τα ψάρια πετάνε πάνω μου τον ήχο σου για πάντα. Άραγε, να με ακούς καμιά φορά; Ν’ ακούς τη φωνή σου, εσένα, εδώ, για πάντα.
2