XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 5
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΣ Μυθιστόρημα
ﱣﱢ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 6
©
Copyright Κώστας Χατζηαντωνίου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017
Έτος 1ης έκδοσης: 2017 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ : Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ : Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα
☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-6182-7
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 7
ΚΕΦΑΛΑΙΑ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
1. Παραμονή του Προφήτη Ηλία . . . . . . . . . . . . . . . . 2. Αγρύπνια στο Γ.Σ.Π. Ηλία . . . . . . . . . . . . . . . . . . 3. Πρόωρα το πανηγύρι σβήνει . . . . . . . . . . . . . . . . . 4. Προτού τελειώσει αυτή η νύχτα . . . . . . . . . . . . . . . 5. Πάλι στο Δραγατσάνι ξημερώνει . . . . . . . . . . . . . . 6. Τόσο κοντά – Τόσο μακριά . . . . . . . . . . . . . . . . . . 7. Με τη φωνή ενός Αμυνίτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 8. Πορεία προς το άγνωστο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 9. Παίζοντας πόλεμο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 10. Λίγο πριν από την έφοδο στο τίποτα . . . . . . . . . . . . 11. Φορώντας χλαίνη το καλοκαίρι . . . . . . . . . . . . . . . 12. Στο Έξι Μίλι για πάντα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
11 18 26 34 41 49 56 64 71 78 85 93
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
13. Ο κόσμος αλλάζει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14. Άγουρη νοσταλγία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 15. Μια νύχτα πριν αρχίσει το μεθύσι . . . . . . . . . . . . . . 16. Ζάλη λογισμών αμφιβόλων . . . . . . . . . . . . . . . . . .
103 110 117 125
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 8
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
17. Η εκλογή της Βέρας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 18. Χρεοκοπία και αναμνήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . 19. Σπουδές υποθερμίας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 20. Σε μια παμπ του Κορκ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 21. Αποχαιρετισμός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 22. Ιρλανδικό καταφύγιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 23. Θητεία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 24. Στο παλαιοπωλείο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
133 140 148 156 164 172 179 186
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
25. «Η ωραία Χειμάρρα» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 26. Νεκαλητόν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 27. Ένα μάθημα οικονομικής ιστορίας . . . . . . . . . . . . . 28. Ο τρόπος της γαλήνης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 29. Εσένα ενθυμούνται ακόμη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 30. Μια νύχτα στη Μαγνησία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 31. Ταξίδι μ’ έναν άγνωστο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 32. Κατευόδιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 33. Μια βραδιά στης Βέρας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 34. Παραίτηση, παραίτηση! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 35. Ώρα για μετακόμιση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 36. Dead Never Answer . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
197 204 212 220 227 234 241 248 255 262 269 276
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
37. Πάντα κάποιος θα επιστρέφει . . . . . . . . . . . . . . . . 285
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 9
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 10
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 11
[ 1 ]
Παραμονή του Προφήτη Ηλία
ΚΑΙΓΕ ακόμα ο ήλιος κι ας κόντευε εφτά το απόγευμα.
Ε Έρχονταν οι μέρες των κυνικών καυμάτων. Κάποιος πολύ ψηλά –πώς να τον πούμε τάχα;– θα μοίραζε ξανά την
κακοτυχία και όσοι ανύποπτοι θα έτρεχαν να βρουν ίσκιο για να φυλαχτούν, ίσαμε να περάσει το κακό και να γυρίσουν πάλι με νέα ορμή στις παλαιές ροπές τους. Στη μικρή πλατεία, όπου υψωνόταν το κτήριο της προπολεμικής Φινάντζας, η κίνηση προς τον λόφο του Έρημου είχε αρχίσει να πυκνώνει. Ένα λεωφορείο των δημοτικών συγκοινωνιών ξεκινούσε από κει κάθε είκοσι λεπτά για να σκαρφαλώσει τις απότομες στροφές αγκομαχώντας και μαύρο καπνό ξεφυσώντας. Αδημονούσαν στριμωγμένοι οι επιβάτες κι ας μην ήτανε ούτε τρία χιλιόμετρα η απόσταση ως τον προορισμό τους. Τα ξύλινα καθίσματα δεν βόλευαν, οι όρθιοι κόβανε τον λιγοστό αέρα γέρνοντας πάνω από τους καθήμενους –με καθαρά ρούχα ευτυχώς–, τα παιδιά δεν ησύχαζαν στιγμή κι οι πιο μεγάλοι γκρίνιαζαν για τον καινούργιο δρόμο που ’χε ξυρίσει ολόκληρη πλαγιά και δεν τον σκέπαζαν, όπως τον στενότερο παλιό, πεύκα, βαλανιδιές και κυπαρίσ
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 12
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
σια. Τα αμάξια, ευάριθμα ακόμη εκείνο τον καιρό, προπορεύονταν ή ακολουθούσαν. Δεν βιάζονταν διόλου. Έτσι κι αλλιώς ήτανε αδύνατο να προσπεράσουν κι έπρεπε και να προσέχουν όσους ανηφόριζαν με τα πόδια. Ήταν η παραμονή του Προφήτη Ηλία. Το ξωκκλήσι στον λόφο, που ο παλιός άρχοντας του τόπου, ο κυρ Αλέξανδρος Γαβαλάς, είχε χτίσει ξανά από τα θεμέλια –τάμα με όσες λίρες έσωσε από την Καταστροφή–, γιόρταζε και όλη η μικρή πολιτεία που απλώνεται χαμηλά ως τη θάλασσα ανέβαινε όπως κάθε χρόνο για να προσκυνήσει τον τραχύ Θεσβίτη που τα κοράκια τρέφουν. Η πανάρχαια ανάγκη της γιορτής και η γνώριμη ελευθεροφροσύνη των νησιωτών είχανε μετατρέψει κι εδώ, από πότε κανείς δεν θυμάται, σε χαρμόσυνη επανάληψη τη μνήμη του αυστηρού προφήτη. Μα ήτανε και κάτι άλλο που έδινε χρώμα ξεχωριστό σ’ αυτή τη μέρα: παιδιά κι εγγόνια του περίφημου προύχοντα έρχονταν πάντα στο πανηγύρι του νησιού που κάποτε πρόγονοί τους κυβερνούσαν. Επέστρεφαν διαρκώς, όχι τόσο για να τηρήσουν μιαν εθιμοτυπία, όσο για να πάρουν κουράγιο, να συνεχίσουνε να ζουν στον ξένο πια χρόνο με την παρηγοριά την κούφια πως κρατούσανε από ψηλή γενιά και σόι: γιατί το ξέρανε καλά, κι ας μη συμβιβάζονταν με την ιδέα, πως πολλά, πάρα πολλά είχανε πια αλλάξει και πως αυτοί, άλλη καύχηση δεν είχαν πέρα από τη δύναμη της φαντασίας κι από τις αναμνήσεις. Ο σεβασμός των ντόπιων ωστόσο, μάλλον αταβιστικός, παρέμενε φανερός. Τον έβλεπες αμέσως, από τον θερμό τρόπο που υποδέχονταν τους απογόνους ως τις μισές ματιές που κλε
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 13
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΣ
φτά τούς έριχναν όσοι δεν είχαν το θάρρος καν να τους χαιρετίσουν. Από το δέος το παλιό ή τον καινούργιο φόβο; Είχαν ακούσει πως η οικογένεια δεν τα πήγαινε καλά με το καθεστώς. Δροσερή γινόταν στη σκιερή αυλή του ξωκκλησιού του καιρού η ανάσα, λόγος καλός να παίρνουν δύναμη όσοι ξεκινούσαν από τους πρόποδες. Στην πίσω μεριά του λόφου κάποιοι, που είχανε ανέβει από νωρίς, δείχνανε σε όσους δεν ήτανε παρατηρητικοί το κτήμα με τον πύργο των Γαβαλάδων. Ο πύργος –που δέσποζε σ’ ένα ξέφωτο κι από τη στέγη του έβλεπες ίσια μπροστά τη θάλασσα και τα βουνά της Ασίας, ενώ πέρα από την προέκταση του αριστερού σου χεριού απλωνόταν το πυκνό δάσος στα πόδια του Έρημου– το καλοκαίρι αποκτούσε αφάνταστη για τις άλλες εποχές ζωή. Ζωή που κείνο το απόγευμα έπαιρνε ένταση πρωτόγνωρη, καθώς είχε ανάψει καλά η συζήτηση για όσα συνέβαιναν τις τελευταίες μέρες απειλώντας την καλοκαιρινή ευδαιμονία. Οι ξένοι, αν μπορούσανε ν’ ακούσουν, θα κουνούσαν το κεφάλι συγκαταβατικά ή και με απορία. Κάποιοι ίσως να χαμογελούσανε με χαιρεκακία. Ελάχιστοι πάντως θα ήτανε σε θέση να υποψιαστούν, πέρα απ’ αυτό που έβλεπαν, ό,τι επερχόταν. Ήταν η εποχή που μπορεί ο ήλιος να τσουρούφλιζε τη γη, αυτή ωστόσο ακόμη και τότε μύριζε υπέροχα. Για να δροσίσει ήταν αρκετό ν’ ανοίξεις τα παράθυρα, να κάνει ρεύμα. Την πόρτα την άφηνες ανοιχτή. Η θάλασσα έλαμπε, δεν βρόμαγε. Τα ποτάμια κάνανε υπομονή, να έρθει πάλι ο χειμώνας, να τρέξει το νερό με ήρεμη ορμή. Δεν τα είχαν ε
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 14
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
πιχωματώσει. Οι πιο πολλοί δρόμοι είχαν ακόμα χαλίκι. Οι τουρίστες μοιάζανε πλάσματα προνομιούχα, γοητευτικά, ταχυδρόμοι κόσμων μυθικών απ’ όπου φέρνανε ζηλευτή μαγεία. Σίγουρα οι αδικημένοι ήτανε και τότε αδικημένοι και οι παλιάνθρωποι πάντοτε παλιάνθρωποι, λίγο πιο υποκριτές ίσως απ’ όσους μυστικά προετοιμάζονταν να τους αντικαταστήσουν. Γιατί ήδη ανάμεσα στο κτήμα και στον λόφο, που σαν θόλωνε ο καθένας γνώριζε πως ερχόταν μπόρα, πλάι στα πλούσια μποστάνια και στ’ άνυδρα καρποφόρα, τα κίτρινα χωράφια είχανε θεριστεί. Είχε φτάσει ο Αλωνάρης. Τα παιδιά που δεν είχαν τις έγνοιες των μεγάλων τούτο δεν το έμαθαν παρά πολύ αργότερα. Μα όπως και να γύρισε η ζωή τους, στη μνήμη τα καλοκαίρια εκείνα γράφονταν χρυσά για πάντα. Οι ενοχές δεν είχαν γεννηθεί ακόμη. Μαυλιστικοί ήταν ανέκαθεν οι θερινοί μήνες στο νησί. Ήταν τόσο όμορφο να ξεκινάς σ’ αυτόν τον τόπο, μ’ αυτόν τον τρόπο. Έναν τρόπο που θα τέλειωνε σε λίγο απότομα, απροσδόκητα. Όπως κάθε ψέμα. Απροσδόκητα; Μάλλον όχι. Η πρώτη ρωγμή που είχε χαράξει βαθιά το παιδικό σύμπαν του Μιχαήλ είχε ανοίξει τρία χρόνια πριν και η συζήτηση, το απομεσήμερο εκείνο, για όσα εκτυλίσσονταν στην Κύπρο, οι φωνές, οι κρυφές χειρονομίες, οι αντεγκλήσεις, οι αναφορές σ’ έναν απόντα μα πρωταγωνιστή, συνιστούσαν μιαν αιφνίδια ενηλικίωση φέρνοντας ξανά στη σκέψη τον εφιάλτη που σημάδεψε τον ύπνο της παιδικότητάς του. Λίγες ημέρες πριν παίξει ο Παναθηναϊκός στο Γουέμπλεϊ (το θυμάται καθαρά ο Μιχαήλ αυτό, τέλειωνε την πρώτη δημοτικού), ο πατέρας εκτοπίστηκε. Τέλη Μαΐου ήταν, μέρα
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 15
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΣ
μουντή και πνιγηρή. Είχε βγει στην πόρτα να δει τ’ αμάξι που περίμενε να τον πάρει στο λιμάνι. Έξω οι πάντα πρόθυμοι συνεργάτες κάθε εξουσίας. Ο αποχαιρετισμός, ένας περήφανος αναστεναγμός. Μετά η σύντομη σιγανή στιχομυθία, ένας ψίθυρος, κάτι σαν «μη φοβόσαστε». Η μητέρα να σκοντάφτει τρέμοντας στο κεφαλόσκαλο, ο Μιχαήλ να κρατάει σφιχτά την πλαστική μπάλα με το τριφύλλι. Χρόνια αργότερα του είπαν πως εκείνο το μεσημέρι μίλησε για τα «κατατρεγμένα παιδιά του κόσμου». Τότε λοιπόν γεννήθηκε, πρόωρα, η ροπή του προς το δράμα; Ο πατέρας έφυγε κι η μάνα που κόντευε τα σαράντα της όταν γέννησε το μοναχοπαίδι της, τον Μιχαήλ, στο τέλος κάποιου χειμώνα, ανασκουμπώθηκε και έπιασε δουλειά, αυτή η καλομαθημένη, για να τα βγάλουν πέρα. Με αξιοθαύμαστη αποφασιστικότητα ανέλαβε τη διεύθυνση της «Υφαντουργίας Γαβαλά», που είχε ιδρυθεί λίγο καιρό μετά τον πόλεμο από τα τελευταία ρετάλια μιας κάποτε αξόδευτης περιουσίας. Αόριστες μα καθοριστικές οι πρώτες εντυπώσεις πλάθουνε την ψυχή ενός παιδιού, χρώματα, ήχοι, μυρωδιές και συναισθήματα ρυθμίζουν τον κατοπινό βίο. Ο πατέρας έφυγε. Ο πόνος έκοβε τις φράσεις, οι λέξεις ασήμαντες ταξίδευαν προς το πουθενά. Ναι, είναι σίγουρος, έτσι έμαθε πως οι λέξεις δεν έχουνε πραγματικό αντίκρισμα, τις παίρνει ο αέρας, τις πνίγει η θάλασσα, τις μεθάει η αλκοόλη. Το αληθινό αίσθημα ανέκφραστο. Ωστόσο, με την ψεύτικη ενεργητικότητα των δυνατών και ευγενικών ανθρώπων, όλοι αρχίζουν να καταγίνονται με κάτι. Η θέληση παλεύει συνεχώς μ’ ένα σώμα έτοιμο να υποχωρήσει, ενώ μια δύναμη αόρατη έ
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 16
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
χει προαποφασίσει. Η βραχνή φωνή της μάνας ξεχώριζε με σαφήνεια τις λέξεις μία-μία, έδινε τόνο που δεν σήκωνε αντίρρηση, θα έπρεπε ν’ αντέξουν. Στο πλάι της είχε έρθει απ’ το νησί για να την παραστέκει η θεία Μαρία. Από τη στιγμή που έφυγε ο πατέρας κι η μητέρα έπρεπε να δουλέψει, το σταχτόλευκο πρόσωπο της θείας πρόβαλε στην είσοδο του σπιτιού, υπεράσπιση ανυποχώρητη. Τα λεπτά μα σκληρά χαρακτηριστικά εκφράζανε κάποιαν ιδέα ακατάβλητη – αυτήν που την είχε παγιδεύσει ώστε να μην κάνει δικό της σπιτικό; Επιλεκτική επιείκεια, μυθική μνήμη και μυστική αφοσίωση σε κάποιο νεκρό στη Μικρασία αρραβωνιαστικό, αυτά ήτανε τα τρία θεμέλια του κόσμου της. Δυο λαμπερά μαύρα μάτια κεραυνοβολούσαν όποιον έλεγε κακό για την οικογένεια, κάθε εχθρική υποψία μα και κάθε ένοχο δρόμο αποτολμούσαν οι δικοί της. Το επιφώνημα «ουγού», σαν βιβλικό «ουαί» απ’ τη βαθιά Ανατολή, την Καππαδοκία, έβαζε όλα τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Τα βράδια τα περνούσανε κοντά της, άλλοτε με παραμύθια, άλλοτε με τον Ερωτόκριτο και τον Χατζηεφέντη κι άλλοτε με ιστορίες για καλικάντζαρους, τους διαβόητους κάους. Στο τέλος η προσευχή –όποιος κάνει τον σταυρόν του άρμα έχει στο πλευρόν του– και ο διάλογος με τη Μαγδαληνή: Ω κυρά Μαγδαληνή πώς κοιμάσαι μοναχή; Όχι αφέντη μου Χριστέ, δεν κοιμούμαι μοναχή. Έχω Πέτρο, έχω Παύλο, έχω δώδεκα Αποστόλους. Χάρη στη θεία Μαρία τα παιδιά αποξεχνούσαν πως ο κόσμος ήτανε βυθισμένος σε νύχτα σκοτεινή. Δυο χρόνια μετά, με την αμνηστία, ο πατέρας γύρισε. Και φέτος, καλοκαίρι του 1974, οι Γαβαλάδες βρίσκονταν
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 17
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΣ
και πάλι όλοι, πρώτη φορά μετά από χρόνια, στο νησί. Ή μάλλον σχεδόν όλοι, ο Αλέξανδρος υπηρετούσε στην Κύπρο, μα είχε υποσχεθεί πως θα τα κατάφερνε να πάρει άδεια και θα ερχόταν κι αυτός, έστω για λίγες μέρες. Μέχρι την περασμένη βδομάδα το πρόγραμμα κυλούσε χωρίς εκπλήξεις. Παραλία, κουβέντα στη μεγάλη αυλή, διάβασμα και παιχνίδι για τους μικρότερους. Το βράδυ στη Χρυσή Ακτή – για παγωτό οι μεγαλύτεροι και τα παιδιά, στο κλαμπ του ξενοδοχείου οι νέοι για ν’ ακούσουν το μοντέρνο συγκρότημα από την πρωτεύουσα. Είχαν αρχίσει ήδη να συζητούν και για το καθιερωμένο «πάρτι» του Δεκαπενταύγουστου όταν έφθασαν τα νέα για το πραξικόπημα. Τώρα πια, όσα συνέβαιναν «εκεί κάτω» έδιναν αφορμή για νέες απορίες, επίμονες ερωτήσεις και προσεκτική παρακολούθηση όσων λέγανε οι μεγάλοι. Οι χαμηλόφωνες κουβέντες, οι αιφνίδιες εντάσεις, απότομες υπεκφυγές και συνωμοτικές ακροάσεις του ραδιοφώνου, έπειθαν τον καθένα πως κάτι τρομαχτικό, κάτι επίβουλο κύκλωνε τη ζωή τους. Κάτι που δεν αφορούσε μονάχα αυτούς επειδή είχαν δικό τους άνθρωπο μέσα στον κυκλώνα. Όσα ξετυλίγονταν στην κοντινή μεγαλόνησο –όχι για όλους κοντινή, όπως σύντομα όλοι θα διαπίστωναν–, γεγονότα με πλήθος παραλλαγές ανησυχίας και οργής σκοτείνιαζαν τη θερινή ζωή. Η ατμόσφαιρα γινόταν ολοένα και πιο βαριά. Οι δυσοίωνες προβλέψεις γεννούσαν διχογνωμίες, παλιά πάθη αναρρίπιζαν φιλονικίες, ο θυμός συσκότιζε τις κρίσεις. Κανείς δεν πίστευε πια πως το καλοκαίρι αυτό θα είχε αίσιο τέλος. o
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 18
[ 2 ]
Αγρύπνια στο Γ.Σ.Π.
ΧΕΙ τα μάτια ανοιχτά όλη τη νύχτα στο σκοτάδι, κόκκι-
Ε να απ’ τον ελάχιστο ύπνο που με κόπο κερδίζει, για λίγα λεπτά μόνο. Θέλει ανυπόμονος να δει πώς ξανοίγει την
αυγή το γαλατένιο απ’ το γκρίζο. Μέρα ζεστή, μέρα της στάχτης φτάνει, απ’ το θολό το βλέμμα πρώτα. Το αισθάνεται δυο νύχτες τώρα, άστατα καθώς κοιμάται, από τις δεκαοχτώ του μήνα που εγκαταστάθηκαν εδώ στο στάδιο του Γυμναστικού Συλλόγου Παγκύπρια. Οι άντρες κοιμούνται στις κερκίδες. Σκέφτεται ξανά και ξανά όσα γίνανε από τις δεκαπέντε Ιουλίου. Ήταν εφτά το πρωί, όταν έφτασε με τζιπ στο στρατόπεδο της Κοκκινοτριμιθιάς ο συνταγματάρχης της διεύθυνσης τεθωρακισμένων. Λίγο μετά τις οκτώ ένα mazda έφερε μήνυμα απ’ το Επιτελείο. «Σχετική ενέργεια θα εκδηλωθεί εντός ολίγου. Πρόκειται περί διαταγής, δεν ερωτάσθε». Κάθε απορία περιττή. «Ήρθε η ώρα να τελειώνουμε με τον...». Η βρισιά δεν ακούστηκε καθαρά, σαν να ντρεπόταν αυτός που την ξεστόμισε. «Έγινε λοιπόν αυτό που αρνιόμουν να πιστέψω», ψιθύρισε ο Μπούτος, ο διοικητής του τάγματος. Δεν είχε μυηθεί, «δεν ενέπνεε ε
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 19
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΣ
μπιστοσύνη». Πήραν εντολή να κινηθούν αμέσως προς το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Τη νεκρική σιγή διαδέχτηκε ένα κλίμα που άρχισε να γίνεται πανηγυρικό. «Καιρός να τελειώνουμε με τα κουμμούνια», κραύγασε ένας ανθυπασπιστής. «Έφθασε η ώρα της Ενώσεως», πετάχτηκε κάποιος δόκιμος. «Αν είναι να γίνει η Ένωσις, ας χαθούν χίλιοι Μακάριοι», πήγε να πει ο Αλέξανδρος. Μα δεν μίλησε. Όπως δεν μιλούσε κι όταν οι γριβικοί φίλοι του ζητούσανε πιο δυναμική δράση. Ούτε για Τούρκους είπε τίποτα. Θέλησε να ρωτήσει κάτι, μα του έκανε νόημα ο Μπούτος να σωπάσει. Άρχισαν να φορτώνουν υλικά και πυρομαχικά, στους λόχους ανακοίνωσαν πως ήταν άσκηση συναγερμού. Απέναντι, τα άρματα της επιλαρχίας είχανε κιόλας ξεκινήσει. Βάλανε μπροστά τις μηχανές κι αυτοί. Φτάνοντας στην ΕΛΔΥΚ πήραν διαταγή να ετοιμάσουν μια διμοιρία και δύο οχήματα για να κατευθυνθούν στο αεροδρόμιο. Νέα εντολή μετά, να στείλουνε δύο λόχους με τέσσερα οχήματα κατά του πιστού στον Μακάριο Εφεδρικού. Ύστερα περίπολα στη Λευκωσία, σκοπιές, έλεγχοι κι άλλα έξι οχήματα μετά, στην Αρχιεπισκοπή που αντιστεκόταν σκληρά ως το απόγευμα. Αίμα, θυμός και πλιάτσικο κι ο Μπούτος να τρέχει να επιστρέψει τα κλεμμένα, να μην απλώσει κι άλλο η ντροπή. «Και τώρα;», σκέφτεται καθώς γυρίζει ξανά προς την πλευρά του παραθύρου, «Τώρα τι κάνουμε που φάνηκαν τ’ αποβατικά; Τώρα που έρχεται ο πραγματικός εχθρός και η Εθνική Φρουρά είναι διαλυμένη;». Τι κι αν έφταναν σωρηδόν οι πληροφορίες για τουρκικές προπαρασκευές – οι πυ
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 20
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
ροβολαρχίες και οι καταδρομείς κυνηγούσαν ακόμη Μακαριακούς ή κινούνταν προς την Πάφο αντί να είναι με το δάχτυλο στη σκανδάλη στον Πενταδάχτυλο. Η εξάντληση, οι απώλειες, η νευρικότητα, το μίσος που κόχλαζε καταλύοντας κάθε συνοχή, δεν είχαν αφήσει ούτε μέρα να ησυχάσουν, να κοιμηθούν σαν άνθρωποι μήτε αξιωματικοί μήτε φαντάροι. Φώναζε στο επιτελείο από το πρωί ο Μπούτος και οι άλλοι διοικητές. «Να πάμε στους χώρους διασποράς όπως προβλέπει το σχέδιο επιφυλακής, να ληφθούν στοιχειώδη μέτρα, να γίνει κάποια επιστράτευση». Άδικα. «Επίδειξη κάνουν», τους λέγανε. Και έμενε ακίνητο στο ΓΣΠ το μηχανοκίνητο, ενώ στον θύλακο του Κιόνελι ηχούσαν αμανέδες, κινούνταν λεωφορεία, μπουλντόζες διευθετούσαν τον διάδρομο της Αγύρτας για να προσγειώνονται άνετα αεροπλάνα. Και το επιτελείο της Εθνικής Φρουράς; Ύπνος αδιάφορος και ροχαλητό πατριδεμπορίου. Κάποιοι έφευγαν ήδη άρον-άρον για την Αθήνα. Τους είχαν κουβαλήσει απ’ το στρατόπεδο της Κοκκινοτριμιθιάς, έδρα του τάγματος, για το πραξικόπημα και τους κρατούσαν επίμονα στη Λευκωσία μέρες τώρα. Τι κι αν τα σχέδια όριζαν να βρίσκονται στον Καραβά, δυτικά της Κερύνειας, εκεί, στον χώρο άμυνας σε περίπτωση εισβολής; Και δεν ήταν μια μονάδα σαν όλες τις άλλες. Ήταν το μηχανοκίνητο τάγμα, το κύριο προς αντεπίθεση τάγμα σε περίπτωση απόβασης, το μόνο μηχανοκίνητο της Εθνοφρουράς, αυτό που θα έπληττε τον εχθρό από την πρώτη στιγμή. Με τα θωρακισμένα οχήματα που διέθεταν, δεκαεννέα BTR και λίγα άρματα ακόμη, δεν θα περνούσε κουνού
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 21
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΣ
πι στην Κερύνεια. «Πόσο θα μείνουμε εδώ;», ρώταγε ο Μπούτος όταν φτάσανε στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, εφεδρεία του στρατηγείου. Κι όσο δεν έπαιρναν απάντηση, τόσο τους έζωναν τα φίδια. Το μεσημέρι πήγαν με τον υπολοχαγό Φαντίδη στην 3η Ανωτάτη. «Ασκήσεις προς εκφοβισμό», επαναλάμβαναν μονότονα εκεί, «μην ανησυχείτε». Αργά το απόγευμα ήρθε επιτέλους από τη διοίκηση τεθωρακισμένων η διαταγή να τεθούν σε ετοιμότητα, να καλέσουν κρίσιμες ειδικότητες, ν’ αρχίσει προπαρασκευή για επιστράτευση. Πριν βραδιάσει, πήγε πάλι ο Μπούτος στο ΓΕΕΦ, παρακάλεσε να φύγουνε αμέσως για τον Καραβά, ν’ αναχωρήσουν έστω για τον χώρο διασποράς της Μύρτου. «Αν κινηθούμε αύριο υπό το φως της μέρας θα μας τσακίσει η αεροπορία». Μάταια. «Θα μείνεις στη θέση σου κι αν χρειαστεί θα αναχωρήσετε το πρωί», ήταν η απάντηση. Κάποιοι μίλαγαν γι’ απόβαση στην Αμμόχωστο. «Τι λένε; Στην Κερύνεια θα χτυπήσουν, να ξεκινήσουμε τώρα», φωνάζει ο Ζαχαρής. «Βαγγέλη, δεν μπορώ να παραβώ τη διαταγή. Δεν μπορεί, κάτι θα ξέρουν από την Αθήνα. Πάλι καλά που μας άφησαν να καλέσουμε πενήντα εφέδρους ειδικοτήτων». Ο ταγματάρχης τον κοιτάζει και κουνάει το κεφάλι. «Ποιος θα τους βρει και πότε θα τους φέρει...», ψιθυρίζει. Τη νύχτα νέο τηλεφώνημα, να ετοιμαστούν: εφαρμογή του σχεδίου «Αφροδίτη». Το ρολόι χτυπάει τρεις. Σκοτάδι ακόμη, σελήνη καινούργια κι ο Αλέξανδρος θυμάται πώς αποφάσισε να πάρει τον δρόμο που τον οδήγησε εδώ. Διαβάσματα στην εφηβεία που τον έκαναν να φαντάζεται τον εαυτό του τη μια φιλο
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 22
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
πόλεμο Αθηναίο κλασικών χρόνων, την άλλη βυζαντινό τουρμάρχη. Πλάι στη φαντασία οι διηγήσεις για το έπος της Αλβανίας και προπαντός η παράδοση που θέλει Γαβαλάδες παρόντες σε όλους τους εθνικούς αγώνες. Δεν εννοούσε να παραδεχθεί πως είχε περάσει η εποχή αυτών των αγώνων, πως οι «αρχοντικές» οικογένειες του τόπου δεν έστελναν πια τα παιδιά τους όχι να σταδιοδρομήσουν στο στράτευμα μα ούτε καν να υπηρετήσουν. Τέρψη μα πιο πολύ παραμυθία, η ονειροπόλησή του σε μια δύσκολη ανυπόταχτη εφηβεία τον έβγαλε στη σχολή Ευελπίδων τη στιγμή που τα σταθερά ιδανικά της οικογένειάς του, το έθνος και η δημοκρατία, βρίσκονταν σε τροχιά απόκλισης. Ήταν ήδη δικτατορία. Μα άντεξε, ακόμη κι όταν ο αγαπημένος του θείος εκτοπίστηκε. «Τώρα θα μείνεις. Εσύ άλλωστε αποφάσισες», ήταν η αυστηρή σύσταση του πατέρα. Άντεξε. Μα για να τα καταφέρει, έγινε φανατικός. Όχι από αφέλεια –ψυχανεμιζόταν κατά βάθος τη ματαιότητα κάθε ιδέας– αλλά από ένα παράξενο αίσθημα υποχρέωσης προς τους νεκρούς. Γιατί ήτανε οι νεκροί που τον συντρόφευαν όταν ένιωθε –και το ένιωθε πολύ συχνά– ανυπόφορη ανία με τους ζωντανούς. Δεν ήθελε ωστόσο και να είναι σκοπός ζωής του μια συμπεριφορά που θα φαινόταν αποτέλεσμα γεροντισμού ή τάσεων πεισιθάνατων. Ήθελε να πολεμήσει. Κι αυτός ο πόθος τού χάριζε υγεία, του ακόνιζε τη σκέψη, δυνάμωνε τη βούλησή του. Δεν άντεχε έξω από το στρατόπεδο την ερημιά του κόσμου, ήθελε να παίξει τολμηρά την ύπαρξή του για ένα πρακτικό σκοπό, ενώ άλλοι, ανυποψίαστοι από το βάθος, έκριναν την επιφάνεια των απο
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 23
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΣ
φάσεών του. Κρυφές και φανερές φιλοδοξίες: ένα δειλό παιδί μεταμορφώθηκε σε λάτρη της ορμής και της δράσης διαβάζοντας ιστορικά δοκίμια του Φοίβου Γρηγοριάδη για τα χρόνια που ο Βενιζέλος είχε δώσει πλατιά φτερά στον τόπο, πραγματώνοντας όνειρα γενεών. Είχε λατρέψει τη δεκαετία του 1910, τότε που το μίζερο κράτος το λογάριασε πρώτη και τελευταία φορά η οικουμένη. Για τούτο και τον διαόλιζε η αποδοχή της ήττας, η παραίτηση μετά την καταστροφή. Δεν έβλεπε την παραίτηση αυτή σαν κακοπιστία, σαν ρεαλισμό ή έστω σαν λογικό σφάλμα αλλά σκέτη κακοήθεια κι όταν άκουγε «πάει, περάσανε αυτά» ή πως «η Ένωση είναι ανέφικτη πλέον», άστραφτε ευθύς. «Αν οι Αθηναίοι απαγόρευσαν με νόμο ακόμη και να μιλάει κανείς υπέρ της διεκδίκησης της Σαλαμίνας, μετά τις ανεπιτυχείς τους προσπάθειες, εμείς κάναμε κάτι πιο χυδαίο. Ονομάσαμε τη Μεγάλη Ιδέα και ό,τι απέμεινε απ’ αυτήν φαντασιοκόπημα ή πρόσχημα συμφερόντων γιατί δεν αντέχουμε την αποτυχία. Δεν αντέχουμε να ομολογήσουμε πως είμαστε πια ανήμποροι, τα εκφυλισμένα παιδιά μιας λαμπρής Ιστορίας». Ευλογημένος λήθαργος αυτή η αγρύπνια παρασταίνει μπρος στα μάτια του το πρώτο του σχολείο. Πρώτες τάξεις του δημοτικού κι από το παράθυρο του αυτοκινήτου, στα πόδια της μάνας καθισμένος, βλέπει τις ανθισμένες αμυγδαλιές, άλλοτε ακούγοντας το παραμύθι με τον Τζακ και τη φασολιά κι άλλοτε διαβάζοντας εκείνο με την Αρετούλα, που έψαχνε φάρμακο για το άρρωστο αδερφάκι της, περνώντας από σκοτεινά δάση που φυλάνε γίγαντες. Ελεύθερα α
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 24
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
νάσαινε μονάχα όταν άφηνε πίσω του τα θρανία του πρότυπου και την ξινή δασκάλα –γυναίκα του επιθεωρητή–, όταν έφευγε με όσα παιδιά διψάγανε για κλασικά εικονογραφημένα και παραλογοτεχνία. Πρώτη μύηση μάθησης αρπαγμένης το περίπτερο απέναντι από το σχολείο. Ενέδρευαν εκεί για να τραβήξουν κάποιο περιοδικό δράσης, πριν τρέξουν να προφτάσουν το λεωφορείο της επιστροφής. Στη διαδρομή μάθαιναν από τα μεγαλύτερα παιδιά τα πρώτα «παλιόλογα». Ένα βλεφάρισμα και το λεωφορείο οδηγεί στο γυμνάσιο. Η πλατεία του όμοιου με παλιό στρατώνα κτηρίου είναι γεμάτη, στις πίσω σειρές οι πιο ζωντανοί, απέναντι δύο σειρές παράθυρα πάνω από τις ιωνικές κολόνες της εισόδου. Οι καθηγητές παράταξη στα σκαλιά. Στις τάξεις η πρώτη επαφή με την πραγματικότητα. Η εξωτική καθηγήτρια αγγλικών τονίζει την επιθυμία για νέους κόσμους, η αισθαντική φιλόλογος ανοίγει το παράθυρο για την ομορφιά, η αυστηρή μαθηματικός σπέρνει ένα χρόνιο εφιάλτη, ο γραφικός θεολόγος αναπαύει φοβίες με τον χαρτοφύλακα που σφίγγει στη μασχάλη, πιέζοντας το φτηνό λεπτό σακάκι σαν να κρατά κάτι πολύτιμο. Ο Αλέξανδρος, καλός μαθητής χάρη στη μάνα που τον κυνηγά για να διαβάζει (ο πατέρας φεύγει χαράματα στην κλινική και γυρίζει πάντα αργά), ζητάει κάτι άλλο. Κι είναι βέβαιος. Θα το βρει, με τον δικό του τρόπο. Γύρισε πλευρό. Κάπου στον βορρά ακούστηκε κάτι. Μια κουκουβάγια πετούσε στερνή φορά πριν κρυφτεί. Από το πέλαγος ένιωθε πως κάτι ερχόταν και περνώντας την κρύα
XATZIANTONIOU sel_Final_Layout 1 08/03/2017 3:52 ΜΜ Page 25
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΣ
σιγή του βουνού πλησίαζε την πόλη, που ξυπνούσε χωρίς φαιοπράσινα φαντάσματα στα πυλέρια. Στις σπηλιές του κοντινού καλαμιώνα κάτι έτρεμε. Από κάπου νόμισε πως άκουσε λυπητερό ερωτικό σκοπό. Καθώς οι σκιές πυκνώνανε, παρθενικές στον γκρίζο αέρα λάμψεις τού φέρανε στον νου την Εύα, ένα εικοσάχρονο κορίτσι από την Κερύνεια. Το σταρένιο της κορμί που μυρίζει λεμονανθό και ανασαίνει γρήγορα, πώς να κοιμότανε απόψε; Και πώς θα ξυπνούσε;